Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Σήμερα, 20 Οκτωβρίου 2012, μετά από ένα μήνα έντονων κινητοποιήσεων των Δικαστικών Λειτουργών, που έχουν καθολική σχεδόν συμμετοχή, δυστυχώς, δεν έχω να σας ανακοινώσω καμία θετική εξέλιξη στο δίκαιο αίτημά μας. Αντίθετα, υπάρχει μία σιωπή όλων των Κυβερνητικών
παραγόντων, ως προς το ζήτημα της νέας μείωσης των αποδοχών μας, σιωπή, η οποία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ουδεμία υποχώρηση υπάρχει από μέρους τους, στο ποσοστό μειώσεων που μας ανακοίνωσε ο Υπουργός Οικονομικών και το οποίο, συνυπολογιζομένου και του ποσοστού μείωσης 38%, κατά το οποίο έχουν ήδη περικοπεί οι αποδοχές μας, φθάνει ή υπερβαίνει το παράλογο συνολικό ποσοστό του 60%.
Οι Δικαστικοί Λειτουργοί, με την άσκηση του Λειτουργήματός τους διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη και κοινωνική ηρεμία, προστατεύουν την ομαλή λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος και συμβάλλουν, με την επίλυση των διαφορών(Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου) στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ουδείς, επομένως, δικαιούται να αμφισβητήσει ότι ασκούν ένα Λειτούργημα με μεγάλες ευθύνες, με μεγάλο φόρτο εργασίας και με αυξημένη επικινδυνότητα.
Ουδείς, επίσης, δύναται να αμφισβητήσει την κατοχύρωση του Μισθολογίου των Δικαστών από το Σύνταγμα,αφού ρητά το άρθρο 88 παρ. 2 ορίζει ότι «οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το Λειτούργημά τους», ούτε δύναται να αμφισβητήσει την ισοτιμία των Δικαστικών Λειτουργών, με τους Λειτουργούς των άλλων δύο Εξουσιών(Νομοθετικής και Εκτελεστικής), αφού πάντοτε οι θεωρητικοί του Συνταγματικού Δικαίου, από την εποχή του Μontesquieu μέχρι σήμερα, όπως και η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, αναγνωρίζουν την ισοτιμία των τριών Εξουσιών. Ουδείς, τέλος, δικαιούται να αμφισβητήσει, διότι αποδεικνύεται καθημερινά στην πράξη, ότι οι Δικαστές καλύπτουν οι ίδιοι, με δικά τους έξοδα, τις δαπάνες, που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους π.χ. δαπανούν περισσότερο από το ήμισυ των αποδοχών τους, κατά τις συχνές μεταθέσεις και αποσπάσεις, σε πόλεις άλλες, εκτός της οικογενειακής τους στέγης, για διαμονή και μετακινήσεις, δαπάνη η οποία δεν καλύπτεται από την υπηρεσία τους, όπως άλλων κρατικών λειτουργών(λόγου χάριν οι Βουλευτές έχουν επιχορήγηση κάλυψης εξόδων διαμονήςμηνιαίως 1.000 ευρώ, δικαίωμα χρηματοδοτικής μίσθωσης-leasing-αυτοκινήτου, μέχρι 1.200 ευρώ μηνιαίως, έξοδα κίνησης από 400 έως 800 ευρώ μηνιαίως , ανάλογα με την απόσταση της περιφέρειάς τους και συγκοινωνιακές ατέλειες σε αεροπορικές, σιδηροδρομικές και οδικές μετακινήσεις, όλα αυτά καλυπτόμενα από τον Προϋπολογισμό της Βουλής.)
Ενώ, λοιπόν, μετά την επί τρίμηνο, καθημερινή σχεδόν από μέρους μας ενημέρωση της κοινής γνώμης (στην οποία μας βοήθησαν πολύ και οι φίλοι μας οι δημοσιογράφοι και οι παριστάμενοι σήμερα εδώ, αλλά και άλλοι και τους ευχαριστούμε όλους), οι Έλληνες πολίτες, στην πλειονότητά τους κατενόησαν τη σπουδαιότητα, τις ευθύνες και τον φόρτο εργασίας του Έλληνα Δικαστή, καθώς και τη Συνταγματική κατοχύρωση του Μισθολογίου τους, παραδόξως, τα μέλη της Κυβέρνησης και κυρίως το Οικονομικό Επιτελείο επιμένουν να αγνοούν όλα τα ανωτέρω.
Απαντώ, λοιπόν, σήμερα, σε όλους όσους, με διαφόρους τρόπους ο καθένας, βάλλουν κατά των Δικαστών και κατά των δικαιολογημένων αντιδράσεων τους. Ειδικότερα, 1) σε όσους ισχυρίζονται ότι οι κινητοποιήσεις των Δικαστών είναι αντισυνταγματικές απαντώ ότι: Όταν η Εκτελεστική Εξουσία επιμένει, με τρόπο άκαμπτο και αδιάλλακτο, να προχωρήσει σε νέα μείωση του Συνταγματικά κατοχυρωμένου Μισθολογίου των Δικαστών και μάλιστα στο υπερβολικό ποσοστό που ανακοινώθηκε, μείωση η οποία, αναμφισβήτητα προσκρούει στο άρθρο 88 του Συντάγματος, θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των Δικαστών και καθιστά προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους, ασφαλώς δεν δικαιούται, διά των εκπροσώπων της να επικαλείται ότι οι Δικαστές παραβιάζουν το Σύνταγμα (αμυνόμενοι με τις κινητοποιήσεις τους,) διότι έτσι η Κυβέρνηση δημιουργεί ευλόγως την εντύπωση ότι θεωρεί ότι εκείνη μεν δικαιούται, αυθαιρέτως και κατά περίπτωση, να παραβιάζει το Σύνταγμα, καθώς ότι ουδείς δικαιούται να αντιδρά στις από μέρους της παραβιάσεις του Συντάγματος 2) Σε όσους επικαλούνται ότι η ανεξαρτησία και γενικά η άσκηση των καθηκόντων των Δικαστών δεν πρέπει να σχετίζεται με το ύψος των αποδοχών τους απαντώ: Το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 88) επιβάλλει στην Κυβέρνηση να εξασφαλίζει στους Δικαστές αποδοχές ανάλογες με το Λειτούργημά τους, όχι χάριν ενός εκάστου Δικαστή προσωπικά, αλλά διότι οι Δικαστές πρέπει να έχουν ένα επίπεδο αποδοχών, ανάλογο με το κύρος και με τις ευθύνες του Λειτουργήματός τους ώστε να διασφαλίζεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και να μην είναι ευάλωτοι σε τυχόν πιέσεις ή παρεμβάσεις. Όταν επομένως, οι Δικαστές είναι οικονομικά ενδεείς (όπως,προφανώς θα καταλήξουν να είναι μετά τις σχεδιαζόμενες νέες περικοπές, αφού ο νεοδιοριζόμενος Δικαστής θα έχει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.300 Ευρώ), και αντί να ασχολούνται απερίσπαστοι με το δύσκολο και βαρύ έργο τους, θα απασχολούνται υποχρεωτικά και με την κάλυψη των καθημερινών αναγκών διαβίωσής τους, είναι φυσικό και λογικό επακόλουθο ότι και η απόδοσή τους (ποιοτική και ποσοτική) περιορίζεται και η ανεξαρτησία και αμεροληψία τους τίθεται σε κίνδυνο. 3) Σε όσους ισχυρίζονται ότι πρέπει και οι Δικαστές να συνεισφέρουν στην οικονομική κρίση ή ότι πρέπει να συναισθανθούν τις ευθύνες τους και να αυτοθυσιασθούν απαντώ ότι: Η συντριπτική πλειοψηφία των Δικαστών έχουν πλήρη συναίσθηση και των ευθυνών τους και των υποχρεώσεών τους και τούτο αποδεικνύεται α) από το γεγονός ότι θυσιάζουν την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή, απασχολούμενοι αδιαμαρτύρητα ακόμη και τις εορτές και αργίες, για να ανταποκριθούν στο μεγάλο φόρτο εργασίας, ο οποίος οφείλεται όχι μόνον στην ποσότητα και βαρύτητα των υποθέσεων, αλλά και στα μεγάλα κενά οργανικών θέσεων, στην έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής κλπ. β) Αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι, αδιαμαρτύρητα μέχρι τώρα, αποδέχθηκαν τόσο τις ήδη επελθούσες μειώσεις των αποδοχών τους, στο υψηλότερο ποσοστό του 38%, έχοντας έτσι την μεγαλύτερη συμβολή στις οικονομικές ανάγκες της χώρας, ακριβώς λόγω της πλήρους συναίσθησης της κρισιμότητας της οικονομικής κατάστασης, όπως, επίσης, αδιαμαρτύρητα μέχρι τώρα αποδέχθηκαν και την κάλυψη με δικά τους έξοδα όλων των δαπανών, των αναγκαίων για την άσκηση του Λειτουργήματός τους. Έχουν, επομένως, αποδείξει εμπράκτως ότι γνωρίζουν και να προσφέρουν και να θυσιάζονται τόσο για την Δικαιοσύνη όσο και για την διάσωση της πατρίδας τους.
Προσθέτω, στο σημείο αυτό την παρατήρηση ότι, όποιος συστήνει στους άλλους να αυτοθυσιασθούν, θα πρέπει, για να βρει την σχετική ανταπόκριση, να το πράξει πρώτος αυτός. Επομένως, οι Λειτουργοί της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, οι οποίοι αξιώνουν νέες θυσίες από την Ελληνική Κοινωνία, στην οποία ασφαλώς ανήκουν και οι Έλληνες Δικαστές, θα έπρεπε να έχουν ήδη μειώσει τις δικές τους αποδοχές και τις λειτουργικές τους δαπάνες και να έχουν ήδη μεριμνήσει να ελεγχθούν και να φορολογηθούν οι διαφεύγοντες τη φορολόγηση, κάτι το οποίο, εάν είχε επιτευχθεί, δεν θα ήταν αναγκαίες οι περαιτέρω θυσίες του Ελληνικού λαού.
Συνεπώς, όλοι όσοι δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται τόσο για την προστασία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, όσο και για την καλύτερη και ταχύτερη απονομή αυτής, θα πρέπει να συμβάλουν για να εξευρεθεί άμεση λύση στο σοβαρότατο πρόβλημα που έχει ανακύψει στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης, λύση βεβαίως η οποία δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο να αξιώνουν την πλήρη υποχώρηση και αυτοθυσία των Δικαστών, χωρίς καμία υποχώρηση από πλευράς Κυβέρνησης.
Οι σχεδιαζόμενες νέες μειώσεις, στις ήδη μειωθείσες, κατά ποσοστό 38%, αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών και μάλιστα στο ποσοστό που ανακοινώθηκε (άνω του 22%) είναι υπερβολικές, παράλογες και μη ανεκτές και δημιουργούν ευλόγως την εντύπωση ότι συνεχίζεται η προσπάθεια για να υποβαθμισθεί το κύρος, για να περιορισθεί η ανεξαρτησία και για να πληγεί η αξιοπρέπεια των Ελλήνων Δικαστών. Έχουμε, ως εκ τούτου, δικαίωμα και υποχρέωση, να συνεχίσουμε τον αγώνα, για να αντισταθούμε και να προστατεύσουμε το κύρος, την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια των Ελλήνων Δικαστών.