Ανακοίνωση για ανάκληση του εγγράφου του Γεν.Γραμ. Δημοσίων Εσόδων κ. Θεοχάρη

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα 21/2/2013
Αρ. Πρωτ. 38

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Ενημερώνουμε τους συναδέλφους, μέλη της Ένωσής μας (Δικαστές και Εισαγγελείς) ότι μετά από την αποσταλείσα από τους Προέδρους των Δικαστικών Ενώσεων επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, καθώς και μετά από προφορικές παρεμβάσεις μας, σχετικά με το έγγραφο του Γεν. Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κ. Θεοχάρη, η ισχύς του εν λόγω εγγράφου ανακλήθηκε, με το μεταγενέστερο (από 19-2-2013) έγγραφο του ιδίου, ως προς το α΄ σκέλος της παραγράφου 6 αυτού, δηλαδή ως προς το ζήτημα της (μη) φορολόγησης του αντισταθμιστικού επιδόματος των Δικαστικών Λειτουργών.

           Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου                         Γεώργιος Μανωλίδης
        Αρεοπαγίτης                                     Πρόεδρος Εφετών

Ακολουθεί η αποσταλείσα επιστολή προς τον Πρωθυπουργό

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΕΝΩΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΕΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΕΙΓΟΝ

Αθήνα, 15-2-2013
Αρ. πρωτ :33

Προς τον Πρωθυπουργό
κ. Αντώνη Σαμαρά
Κοινοπ.: α)Υπουργό Οικονομικών
κ. Γιάννη Στουρνάρα
β)Υπουργό Δικαιοσύνης Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Αντώνιο Ρουπακιώτη
γ)Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κ. Θ.Θεοχάρη

Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,

Τις τελευταίες ημέρες παρατηρούμε ότι, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις έμπρακτες προθέσεις μας να εξομαλυνθεί η κατάσταση στη Δικαιοσύνη, η Εκτελεστική Εξουσία επιχειρεί να έλθει και πάλι σε ευθεία αντιπαράθεσημε τους Δικαστικούς Λειτουργούς.
Σαφής απόδειξη του κλίματος αυτού απροκάλυπτης εχθρικής στάσης και εκφοβισμού παράλληλα δε και εμπαιγμού που θέλει να καλλιεργήσει η Κυβέρνηση απέναντι στο Δικαστικό Σώμα, είναι η έκδοση και κυκλοφορία του Δ12 1024690/8.2.2013 εγγράφου του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κ. Θ. Θεοχάρη, στο οποίο περιέχεται καταφανώς αντίθετη με το Σύνταγμα και την πάγια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας κρίση ως προς το εξής ζήτημα: Το εν λόγω έγγραφο του κ. Θ. Θεοχάρη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, εκδόθηκε σε απάντηση ερωτήματος, υποβληθέντος από τις ΔΟΥ, προς τις οποίες, οι Δικαστικοί Λειτουργοί, με αίτηση ανάκλησης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός μας, ζητήσαμε την επέκταση της φορολογικής μεταχείρισης της βουλευτικής αποζημίωσης, με δεδομένη την, σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθιερωμένη ισοτιμία των Δικαστών με τους Βουλευτές. Συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο της αίτησής μας εκθέσαμε ότι, με την υπ’ αρ. 3150/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι το καταβαλλόμενο στους Δικαστικούς Λειτουργούς επίδομα, προς αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του Λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και οργάνωσης γραφείου), το χαρακτηρισθέν με το Ν. 3205/2003, άρθρο 30 περ. Α, παρ. 3, ως αντισταθμιστικό επίδομα, δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, διότι αντικρίζει πραγματικές δαπάνες και έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα, κατά την έννοια του άρθρου 78§1 του Συντάγματος και άρθρου 4§1 του Κώδικα φορολογίας εισοδήματος ούτε συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των Δικαστών, καθώς και ότι, στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. 1072374/1223/Α0012/23-7-2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, λόγω της σύνδεσης της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, ορίσθηκε ότι από το φορολογητέο ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης αφαιρείται ποσό 880€ μηνιαίως (10.560 € ετησίως) δηλαδή ποσό ίσο με το τότε καταβαλλόμενο στους Δικαστές αντισταθμιστικό επίδομα, παρά το γεγονός ότι στους Βουλευτές καταβάλλεται από το έτος 1991 (2449/1991 απόφαση Ολομ. της Βουλής) σχετικό επίδομα, το οποίο μάλιστα δεν υποβάλλεται ούτε σε κρατήσεις ούτε σε φόρο εισοδήματος . Σημειωτέον ότι το αφαιρούμενο ως μη φορολογητέο ποσό από τη Βουλευτική αποζημίωση εξακολουθεί να είναι το ποσό των 880€ μηνιαίως, παρότι το αντιστοιχούν αντισταθμιστικό επίδομα των Δικαστών μετά τις επανειλημμένες μνημονιακές περικοπές είναι σήμερα 470€. Ζητήσαμε δε με την αίτησή μας, όπως προς άρση της παραβίασης της Συνταγματικώς καθιερωμένης αρχής της ισοτιμίας των Λειτουργών της Δικαστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, κριθεί ότι, από τις υποβαλλόμενες σε φόρο εισοδήματος αποδοχές μας, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 880€ μηνιαίως (10560€ ετησίως).
Με το ως άνω απαντητικό έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κ. Θ. Θεοχάρη περιφρονείται προκλητικά το Κράτος Δικαίου και καταλύεται η Συνταγματικά επιβεβλημμένη υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις (άρθρο 95§5 του Συντάγματος), εφόσον μετά την ως άνω αρχική απόφαση (3150/1999 του ΣτΕ) σε εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε εγκύκλιος του Υπουργού Οικονομικών, ακολούθησε και σωρεία άλλων δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες έχει γίνει παγίως δεκτόότι το ως άνω αντισταθμιστικό επίδομα των Δικαστών, καθώς και κάθε επίδομα κρατικού λειτουργού ή υπαλλήλου, που αντικρίζει πραγματικές δαπάνες, έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα.
Με διάθεση ρεμβανσισμού απέναντι στην αυτονόητη, κατά το Σύνταγμα, και δίκαιη απαίτηση των Δικαστικών Λειτουργών για ισότιμη φορολογική μεταχείριση της Νομοθετικής με τη Δικαστική εξουσία, ο κ. Γεν. Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, χωρίς να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα περί ισότιμης φορολογικής μεταχείρισης, επαναφέρει με το ως άνω έγγραφό του κατά τρόπο αυθαίρετο και αποφαίνεται καθ’ υπέρβαση του υποβληθέντος αιτήματος, ότι είναι φορολογητέο το παραπάνω επίδομα, επικαλούμενος, παντελώς άστοχα και καταχρηστικά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 13 του ν. 3052/2002. Η διάταξη όμως αυτή, αναφέρεται στη φορολόγηση της «πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης, για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, καθώς και για συμμετοχή σε συνέδρια» και αφορά άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. (όπως ιατρών Ε.Σ.Υ., μελών ΔΕΠ, ερευνητών που υπηρετούν σε Εθνικά Ερευνητικά Κέντρα, ερευνητικού προσωπικού Κ.Ε.Π.Ε. και Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ.α.), στις οποίες η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται και όχι στους Δικαστικούς Λειτουργούς , στους οποίους καταβάλλεται, όπως ρητώς και ειδικώς αναφέρει ο ν. 3205/2003, «επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους». Σημειωτέον ότι και η επικαλούμενη ως δήθεν εφαρμοζόμενη και στους Δικαστές διάταξη του Νόμου 3052/2002 έχει κριθεί ήδη αντισυνταγματική και ως προς άλλες κατηγορίες κρατικών λειτουργών, με τις υπ’ αριθμ. 1944/2012 και 3916/2012 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και το σχετικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η «πάγια αποζημίωση» που προβλέπεται στο ν. 3205/2003 και καταβάλλεται στους Δικαστικούς Λειτουργούς «λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές)» υπόκειται κανονικά στη φορολογία εισοδήματος.
Προκαλεί, τουλάχιστον απορία πώς, μετά από χρονικό διάστημα 11 χρόνων ισχύος της διάταξης του ν. 3052/2002, διάστημα κατά το οποίο η φορολογική διοίκηση ουδέποτε έθεσε θέμα φορολόγησης του επιδόματος αυτού, ο κ. Γενικός Γραμματέας θυμήθηκε ότι το επίδομα αυτό πρέπει να φορολογηθεί, και μάλιστα σε περίοδο ευτελισμού των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίες έχουν υποστεί, με τις μνημονιακές περικοπές των ετών 2010 και 2012 συνολική μείωση 60% και σε περίοδο που μόλις πρόσφατα ανεστάλησαν οι εξαιτίας των μειώσεων αυτών κινητοποιήσεις των Δικαστικών Λειτουργών. Υπογραμμίζουμε ότι η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά παράβαση εξουσίας των Διοικητικών Οργάνων.
Μετά και από την έκδοση του εγγράφου αυτού, αποτελεί κοινή πεποίθηση του συνόλου των Ενώσεων των Δικαστικών Λειτουργών και σύσσωμου του Δικαστικού σώματος ότι η Εκτελεστική Εξουσία έχει θέσει ως βασικό στόχο, κατά την άσκηση της πολιτικής της, να πλήξει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία, με πρακτικές απειλών, εκφοβισμού και καθυπόταξης του φρονήματος των Δικαστικών Λειτουργών, κατά πλήρη κατάλυση της Συνταγματικής τάξης και του Κράτους Δικαίου. Οι Ενώσεις των Δικαστικών Λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δηλώνουν προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν τέτοιου είδους πρακτικές, οι οποίες είναι πολύ πιθανόνα έχουν ως αποτέλεσμα την επανάληψη έντονων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων των Δικαστικών Λειτουργών.
Απαιτούμε την άμεση ανάκληση του ως άνω εγγράφου του Γεν. Γραμματέα Δημόσιων Εσόδων κ. Θ. Θεοχάρη, κατά το μέρος του, που αφορά τη μη φορολόγηση του αντισταθμιστικού επιδόματος των Δικαστικών Λειτουργών.
Οι Πρόεδροι των Ενώσεων

Ανακοίνωση – Απάντηση στη δήλωση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ)
ΚΤΙΡΙΟ 6 – ΓΡΑΦΕΙΟ 210 Αθήνα, 21 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Οι πολιτικοί γενικότερα και ειδικότερα εάν αυτοί αποτελούν και μέλη της Κυβέρνησης οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και συγκρατημένοι όταν αναφέρονται στους χειρισμούς ή στις αποφάσεις των Δικαστικών Λειτουργών. Δηλώσεις, που αποδοκιμάζουν ή επικροτούν τις δικαστικές αποφάσεις, ανάλογα με το εάν αυτές είναι ή όχι κατά περίπτωση αρεστές, επιβάλλεται να αποφεύγονται. Πολύ περισσότερο δε, να αποφεύγονται δηλώσεις με απαξιωτικό για τους Δικαστικούς Λειτουργούς περιεχόμενο, όπως η πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, σε βάρος του Δικαστού (Προέδρου Εφετών), ο οποίος, ως ειδικός Ανακριτής, χειρίζεται τις υποθέσεις της τρομοκρατίας και ο οποίος, σημειωτέον, με τους μέχρι σήμερα χειρισμούς του, έχει αποδείξει, κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι διαθέτει το ηθικό ανάστημα και την τόλμη, που απαιτούνται και ότι ασκεί με ακεραιότητα και αυξημένη ευσυνειδησία τα ιδιαίτερα επαχθή και επικίνδυνα καθήκοντα, που έχει αναλάβει. Υπενθυμίζουμε ότι παρόμοιες δηλώσεις και παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης, προκαλούν κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την ανεξαρτησία των Δικαστικών Λειτουργών και αποτελούν πλήγματα στο Κράτος Δικαίου και στην ομαλή λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.

               Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου                  Γεώργιος Μανωλίδης
          Αρεοπαγίτης                              Πρόεδρος Εφετών

Ψήφισμα της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της 19ης Ιανουαρίου 2013

ΨΗΦΙΣΜΑ
ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ της 19-1-2013

Οι Δικαστικοί Λειτουργοί (Δικαστές και Εισαγγελείς) Μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κατά την έκτακτη Γενική Συνέλευση που συγκάλεσαν στις 19-1-2013 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εφετείου Αθηνών.
ΑΠΟΦΑΣΙΖOΥΝ
1) Την προσωρινή αναστολή των διακοπών συνεδριάσεων όλων των Δικαστηρίων της χώρας και τη σύγκληση ειδικής συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου στις 3-4-2013, για να αποφασιστεί η περαιτέρω στάση της Ένωσης, αναλόγως προς τις μέχρι τότε εξελίξεις.
2) Τη διεκδίκηση παροχής της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής (γραφείων κ.λ.π.) για την αλλαγή του τρόπου άσκησης των καθηκόντων τους (όπως έχει ήδη ζητηθεί με σχετικό έγγραφο αποσταλέν στον Υπουργό Δικαιοσύνης), προκειμένου στο εξής να παρέχουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά και μόνο στα οικεία δικαστικά καταστήματα. Η νέα ουσιαστική περικοπή των αποδοχών τους καθιστά πλέον αδύνατη την κάλυψη εξ ιδίων των αυξημένων δαπανών, που απαιτούνται για τη διατήρηση γραφείου και ανάλογων υποδομών στο σπίτι τους και τη συνέχιση της παροχής της εργασίας τους στο δικό τους χώρο, όπως μέχρι σήμερα έπρατταν, χωρίς να έχουν καμία σχετική νομική υποχρέωση.
3) Την αξίωση προκαταβολής από την Πολιτεία των εξόδων που απαιτούνται προκειμένου να εξακολουθήσουν να πηγαίνουν στις μεταβατικές έδρες των Δικαστηρίων που υπηρετούν, οι οποίες πρέπει να διατηρηθούν μόνο εκεί που οι χωροταξικές ανάγκες το επιβάλλουν.
4) Την αξίωση της άμεσης καθιέρωσης αμοιβής των Δικαστικών Λειτουργών για τη συμμετοχή τους σε όλες τις Επιτροπές.
5) Επισημαίνουν την αναγκαιότητα της πιστής τήρησης των Κανονισμών των Δικαστηρίων εκ μέρους των Διευθυνόντων τα Δικαστήρια ή τις Εισαγγελίες, οι οποίοι έχουν την προσωπική ευθύνη προς τούτο.
Τέλος, οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς δηλώνουν προς κάθε κατεύθυνση ότι η μείωση των αποδοχών τους δεν πρόκειται να επηρεάσει την ποιοτική εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν με σθένος και υψηλό αίσθημα ευθύνης, ως εγγυητές της συνταγματικής νομιμότητας και προς το συμφέρον των Ελλήνων Πολιτών.

Με εξουσιοδότηση της Γενικής Συνέλευσης

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης
           Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου                     Γεώργιος Μανωλίδης

       Αρεοπαγίτης                                     Πρόεδρος Εφετών

Πρόσκληση για Έκτακτη Γενική Συνέλευση στις 19 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ & ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ)
ΚΤΙΡΙΟ 6 –ΓΡΑΦΕΙΟ 210
ΤΗΛ: 210 88 27 380- FAX 210 88 41 529
Τ.Κ. 101 71

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Καλούνται τα μέλη μας να παραστούν στην ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, που θα γίνει στις 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013 ημέρα Σάββατο και ώρα 10:00, στο Αμφιθέατρο του Εφετείου Αθηνών (Λεωφ. Αλεξάνδρας και Λουκάρεως – Το πάρκινγκ του Εφετείου θα είναι στη διάθεση των μελών μας).
ΘΕΜΑ:
Προτάσεις και λήψη απόφασης για την περαιτέρω στάση μας.

ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.

              Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΘΑΝΟΥ- ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΥ                 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΔΗΣ
                Αρεοπαγίτης                                  Πρόεδρος Εφετών

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Ομιλία της Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Βασιλικής Θάνου-Χριστοφίλου, Αρεοπαγίτη στην Τακτική Γενική Συνέλευση της 8ης-12-2012

Η παρούσα Γενική Συνέλευση πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα βαρύ, λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς κατάστασης της χώρας καθώς και λόγω της μεγάλης έντασης που επικρατεί στο χώρο της Δικαιοσύνης. Kαι η μεν εξαιρετικά δυσχερής κατάσταση της χώρας οφείλεται στη μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία προκλήθηκε από την, επί μακρά σειρά ετών και από διαδοχικές κυβερνήσεις, κακή διαχείριση των οικονομικών του Κράτους. Σε περιόδους όμως που η χώρα διέρχεται κρίση, σε περιόδους που καταλογίζεται στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία ότι με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους οδήγησαν την χώρα στην κρίση, επιβάλλεται η Τρίτη και ισότιμη με τις άλλες δύο Δικαστική Εξουσία, να θωρακίζεται και να ενισχύεται ακόμη περισσότερο, ώστε να λειτουργεί με τρόπο απρόσκοπτο και να συμβάλλει, για να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Αντ’ αυτού, σ’ αυτή την πολύ δύσκολη για τη χώρα μας περίοδο, έγιναν εκ μέρους των άλλων δύο Λειτουργιών ενέργειες απαξιωτικές και βλαπτικές για τη Δικαιοσύνη και τους Λειτουργούς της, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα τη δικαιολογημένα έντονη αντίδραση των τελευταίων.
Κυρίες και Κύριοι,
Βασικό χαρακτηριστικό του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων δικαίου που εγγυώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των διοικουμένων έναντι της κρατικής εξουσίας και η αναγνώριση στους διοικουμένους της αξίωσης έναντι της κρατικής εξουσίας να σέβεται τα δικαιώματα αυτά. Η υλοποίηση της επιταγής περί σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών, που προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήκει στα Δικαστήρια. Ο θεσμικός ρόλος του Δικαστή είναι να διασφαλίζει την εφαρμογή των αρχών αυτών και να εγγυάται την τήρηση της αρχής της νομιμότητας.
Όταν τα αντίδικα μέρη προσφεύγουν στο Δικαστήριο, έχουν τηνθεσμικά κατοχυρωμένη αξίωση για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και γιατην έκδοση απόφασης από «δίκαιο» Δικαστή, δηλαδή από Δικαστήαμερόληπτο και αντικειμενικό. Η ανεξαρτησία, επομένως, του Δικαστήείναι στοιχείο απαραίτητο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης και για την εμπέδωση στους πολίτες της εμπιστοσύνης ότι το Δικαστήριο θα κρίνει σύμφωνα με το νόμο και χωρίς οποιαδήποτε επιρροή από οποιαδήποτε μορφή εξουσίας ή από τους διαδίκους. Ο Δικαστής δικαιώνειτον λειτουργικό του ρόλο μόνον εφόσον αναδεικνύεται ως κριτήςεξοπλισμένος με την εγγύηση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, η οποία είναι το βασικότερο στοιχείο της ποιοτικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό τα Συντάγματα κατοχυρώνουν την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών (και της ισοτιμίας των τριών Εξουσιών), καθώς και την δικαστική ανεξαρτησία, ως θεμελιώδεις οργανωτικές βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών αποκτά υπόσταση και πρακτική αξία διά μέσου του ελέγχου της κρατικής δράσης από τα Δικαστήρια και κυρίως του ελέγχου της συνταγματικότητας των ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων των άλλων δύο Λειτουργιών.
Η ανεξαρτησία του Δικαστή είναι το θεμέλιο του Κράτους Δικαίου, εντοπίζεται δε τόσο στην ανεξαρτησία του έναντι των οργάνων των άλλων δύο Εξουσιών, όσο και στη στάση του ως ουδέτερου κριτή απέναντι στα συμφέροντα των αντίδικων μερών. Η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών αναφέρεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και η της ανεξαρτησίας (προσωπικής και λειτουργικής του Δικαστή) στο άρθρο 87. Η δικαστική ανεξαρτησία διασφαλίζεται με δύο τρόπους: α) με την κατοχύρωση της υπηρεσιακής θέσης του Δικαστή. Ο Δικαστής δεν επιτρέπεται να παυθεί από το αξίωμά του, παρά μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος και για λόγους που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, β) με την διασφάλιση της οικονομικής τους ανεξαρτησίας του Δικαστή. Η διασφάλιση αυτή παρέχεται από το Σύνταγμα, το οποίο, στο άρθρο 88§2 επιτάσσει ειδική μισθολογική μεταχείριση των Δικαστικών Λειτουργών, ανάλογη με το λειτούργημά τους. Η διασφάλιση αυτή θεωρείται αυτονόητο και αναγκαίο στήριγμα της ανεξαρτησίας τους, τόσο της προσωπικής όσο και της θεσμικής. Θεωρώ άξιο να υπογραμμιστεί ότι σε ορισμένα κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής, το Μισθολόγιο των Δικαστών Λειτουργών καθορίζεται από ανεξάρτητη Επιτροπή, ώστε να μην είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή συναλλαγής μεταξύ των Δικαστικών και της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας και να αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος οποιασδήποτε πολιτικής εμπλοκής ή επέμβασης, που θα μπορούσε να πλήξει τη δικαστική ανεξαρτησία. (Αυτή θα είναι, πολύ σύντομα, και η πρόταση των Δικαστικών Ενώσεων, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης). Εξάλλου, το Μισθολόγιο των Δικαστικών Λειτουργών συνδέεται όχι μόνο με τη δικαστική ανεξαρτησία, αλλά και με το κύρος του δικαστικού αξιώματος και με την προσέλκυση στο Δικαστικό Σώμα νέων νομικών, με προσόντα. Σημειωτέων ότι και η Διεθνής Ένωση Δικαστών, με πρόσφατο (από 15-11-2012) ψήφισμά της που εκδόθηκε, μετά από αίτημα της Ένωσής μας το οποίο αποστείλαμε ήδη προς την Κυβέρνηση, «εκφράζει την ανησυχία της, για τις πολύ σοβαρές μειώσεις, που εφαρμόστηκαν σε ορισμένες χώρες (σαφώς υπονοεί την Ελλάδα, όπου οιΔικαστές έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες περικοπές, σε σύγκριση με όλες τις χώρες, που αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα), που δεν σέβονται τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές αρχές ως προς τον καθορισμό των αποδοχών των Δικαστών σε ύψος που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους» και έτσι «θέτουν σε διακινδύνευση, με απαράδεκτο τρόπο, την ανεξαρτησία των Δικαστών των χωρών αυτών» και καλεί τα κράτη νασεβασθούν τις διεθνείς αρχές, που εγγυώνται τη δικαστική ανεξαρτησία.
Πλούσια είναι στο ζήτημα αυτό της συνταγματικής κατοχύρωσης του μισθολογίου των Δικαστών και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, «το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ.1 και 88 παρ.2), προς εξασφάλιση της δικαστικής λειτουργίας, αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και μέσω αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), με την ανεξαρτησία των δικαστών. εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας την χορήγηση σ’ αυτούς αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους,δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Επομένως, χορήγηση στα τελευταία αυτά όργανα αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στους Δικαστές παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η παραβίαση αυτή έχει ως συνέπεια την κατ’ ευθείαν εφαρμογή του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 87 παρ.1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σε αυτούς, με τον ίδιο τρόπο των ίδιων συνολικών καθαρών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών.
Επομένως οι νέες μειώσεις των αποδοχών των δικαστών και μάλιστα σε μέγεθος τόσο υψηλό ώστε το σύνολο των περικοπών να υπερβαίνει το 50% των αποδοχών τους, αναδρομικά από 1ης /8/2012 είναι σαφώς αντισυνταγματική και δίνει στους Δικαστές το δικαίωμα να προσφύγουν διά της νομίμου οδού και να ζητήσουν την αποκατάσταση της Συνταγματικής νομιμότητας.
Η προφανής αντισυνταγματικότητα των νέων μειώσεων του μισθολογίου μας, η γενομένη κατά παράβαση Συνταγματικών αρχών του ισότιμου και ισόκυρου των τριών Εξουσιών, της αναλογικότητας, της ίσης κατανομής στα δημόσια βάρη, του δικαιώματος της προστασίας της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας, της περιουσίας αναγνωρίζεται και από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (56/7-11-2012). Υπογραμμίζουμε, ότι και σε όσες άλλες χώρες, πληττόμενες, επίσης, από μεγάλη οικονομική κρίση, οι Κυβερνήσεις επέβαλλαν μειώσεις στις αποδοχές των Δικαστών (και μάλιστα σε πολύ μικρότερο ποσοστό από τις εδώ επιβληθείσες), οι μειώσεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές και οι σχετικοί νόμοι ακυρώθηκαν (απόφαση της 18-2-2004 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, απόφασης της 14-7-2005 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τσεχίας, απόφαση της 7-12-2006 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Σλοβενίας και η πρόσφατη απόφαση 223/8-10-2012 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας).
Κυρίες και Κύριοι,
Ανέφερα όλα τα ανωτέρω, για να καταδείξω, ότι το ζήτημα δεν είναι οικονομικό, είναι πρωτίστως θεσμικό, αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την οποία οι Δικαστές δικαιούνται και υποχρεούνται να την διασφαλίζουν και αφού εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο διαπραγμάτευσης δικαιούνται να την διασφαλίζουν ακόμα και με το έσχατο μέσο των διακοπών συνεδριάσεων, το οποίο, εν προκειμένω, δεν έχει αντισυνταγματικό χαρακτήρα, αφού, διά μέσου αυτού, οι Δικαστές κατατείνουν στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και στηνεξασφάλιση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 87 παρ.1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, διατάξεις οι οποίες σαφώς παραβιάζονται και σαφώς θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με τιςυπερβολικές μειώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν στις αποδοχές τους (υπερβαίνουν το 50%), που είναι οι μεγαλύτερες μειώσεις σε ολόκληρο το Δημόσιο Τομέα και έχουν, ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση των αποδοχών των Δικαστών. Το άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει στους Δικαστές την απεργία, υπό οποιαδήποτε μορφή, βρίσκεται σε άμεση σχέση και συνάφεια με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, άρθρα τα οποία επιτάσσουν την υποχρέωση στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία των Δικαστών, εξασφαλίζοντας σε αυτούς και οικονομική ανεξαρτησία με αποδοχές ανάλογες με το Λειτούργημά τους. Επομένως, η υποχρέωση εκ μέρους των Δικαστών για εφαρμογή του άρθρου 23 του Συντάγματος, έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση την τήρηση εκ μέρους των άλλων δύο Εξουσιών της υποχρέωσης τους για εφαρμογή των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος. Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα παραβίασης, εκ μέρους των Δικαστών του άρθρου 23 του Συντάγματος, με τις διακοπές συνεδριάσεων, όπως επίσης δεν τίθεται και ζήτημα πειθαρχικής ευθύνης αυτών για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις, αφού η συνολική σχεδόν συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις αυτές πραγματοποιείται σε εφαρμογή των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία είναι θεσμικό όργανο, αφού η ίδρυση και η λειτουργία της(όπως και των λοιπών Δικαστικών Ενώσεων) προβλέπεται ειδικώς και ρητώς από το Σύνταγμα (αρθρ. 89 παρ.5). Όσο για το μέτρο της περικοπής μισθού τόσο οι Δικαστικές Ενώσεις όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Α.Π., όταν γνωμοδότησε για τις διατάξεις του Ν. 4055/2012, χαρακτήρισαν τη σχετική διάταξη αμφιβόλου συνταγματικότητας, διότι η περικοπή μισθού δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται, κατά την υποκειμενική και ενδεχομένως αυθαίρετη κρίση του Διευθύνοντος κάθε Δικαστήριο ή Εισαγγελία. Είναι μεταξύ των διατάξεων του Ν. 4055/2042, των οποίωνζητούμε την άμεση τροποποίηση.
Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες επίσης διατάξεις του Ν. 4055/2012 οι οποίες χρήζουν άμεσης τροποποίησης, όπως πχ. η διάταξη που κατήργησε στην πραγματικότητα την αρμοδιότητα της Ολομέλειας κάθε Δικαστηρίου αφού η απόφαση της Ολομέλειας ισχύει μόνο εάν επικυρωθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ή επίσης η διάταξη με την οποίαπεριορίσθηκε (σε πέντε μήνες) ο χρόνος της άδεια ανατροφής τέκνου μόνο για τους Δικαστικούς Λειτουργούς, με σαφή άνιση μεταχείριση εις βάρος τους, αφού για όλους τους εργαζόμενους του Δημόσιου Τομέα εξακολουθεί να είναι εννέα μηνών.
Όσο για τη διάταξη της ποινικής δικονομίας με την οποία οι Προεδρεύοντες των Ποινικών Δικαστηρίων υποχρεούνται να αναβάλλουν τις υποθέσεις σε συγκεκριμένες δικασίμους, οριζόμενες εκ των προτέρων έγινε κατανοητό μετά από αλλεπάλληλες προτάσεις μας ότι δημιουργεί πλείστα προβλήματα στην πράξη και πληροφορούμαστε με ικανοποίηση ότι δρομολογείται η αναστολή της εφαρμογής της.
Ζητούμε επίσης τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας όπως ειδικότερα αναφέρουμε και σε αποσταλέν έγγραφό μας και είμαστε βέβαιοι κύριε Υπουργέ ότι θα κάνετε ότι μπορείτε για την εξεύρεση λύσης. Και κλείνοντας την παρένθεση που άνοιξα συνεχίζω επί του προηγουμένου ζητήματος ( του Μισθολογίου και της Ανεξαρτησίας των Δικαστών).
Η Κυβέρνηση, επιβάλλοντας τις νέες υπερβολικού ύψους μειώσεις, δεν επέδειξε αδιαφορία μόνο για το γεγονός ότι με τις υπερβολικές αυτές μειώσεις του Μισθολογίου των Δικαστών, καταφανώς παραβιάζονται οι προαναφερθείσες Συνταγματικές Διατάξεις. Από την Κυβέρνηση, βεβαίως, εξαιρώ τον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτη, ο οποίος είναι ομόνος Υπουργός της Κυβέρνησης που μας στήριξε, με προσωπικό κόστος και με δημόσιες δηλώσεις του, κατ΄ επανάληψη αναγνώρισε και τη Συνταγματική κατοχύρωση του Μισθολογίου των Δικαστών και τον θεσμικό τους ρόλο. Τον ευχαριστούμε για τη στήριξή του, καθώς και για την πρωτοβουλία του για την πραγματοποίηση της συνάντησης με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους τους οποίους επίσης όλους ευχαριστούμε, καθώς και για την επακολουθήσασα συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, για την εξεύρεση λύσης.
Η Κυβέρνηση επέδειξε αδιαφορία και για το γεγονός ότι με τις νέες αυτές υψηλές μειώσεις των αποδοχών των Δικαστών καθίσταται πλέοναντικειμενικά προβληματική η άσκηση των καθηκόντων τους. Και τούτο διότι όλες τις αναγκαίες για την άσκηση του Λειτουργήματός τους δαπάνες, τις οποίες μέχρι τώρα εκάλυπταν με δικά τους έξοδα είναι πλέοναντικειμενικά αδύνατο να εξακολουθούν να τις καλύπτουν. Είναιαδύνατον δηλαδή να εξακολουθούν να καλύπτουν τις δαπάνες για την διατήρηση γραφείου και βιβλιοθήκης στην κατοικία τους, όπου είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται καθημερινά και τις νυχτερινές ώρες, καθώς και τις αργίες και τις εορτές, όλοι οι δικαστές, από τον πρώτο βαθμό μέχρι τον Ανώτατο βαθμό, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας (φόρτος ο οποίος ποτέ δεν συνεκτιμήθηκε από όσους επικρίνουν τους Δικαστές, για την καθυστέρηση απονομής Δικαιοσύνης, όπως δεν συνεκτιμήθηκε ότι ο Έλληνας Δικαστής χειρίζεται τον μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων από τους Δικαστές όλων των άλλων χωρών), όπως επίσης είναι αδύνατον να εξακολουθούν να καλύπτουν τις δαπάνες για υπολογιστή, αναλώσιμα, γραφική ύλη, τις δαπάνες για την διαμονή τους και τις μετακινήσεις τους, σε πόλεις άλλες , εκτός της οικογενειακής τους εγκατάστασης, κατά τις μεταθέσεις και αποσπάσεις τους. Δαπάνες, οι οποίες δεν καλύπτονται από την υπηρεσία τους, όπως συμβαίνει με άλλους ισότιμους κρατικούς λειτουργούς, όπως π.χ. τους Βουλευτές, των οποίων οι αντίστοιχες δαπάνες καλύπτονται από τον Προϋπολογισμό της Βουλής, (τα έξοδα μετακίνησης, τα έξοδα για τη μίσθωση αυτοκινήτου, τα έξοδα διαμονής στην Αθήνα των Βουλευτών επαρχιών, τα έξοδα διατήρησης γραφείου, τηλεφώνου σταθερού και κινητού κ.λ.π.).
Επέδειξε αδιαφορία για το ότι το Λειτούργημα του Δικαστή, πέραν της μεγάλης ευθύνης και του μεγάλου φόρτου εργασίας, ενέχει και μεγάλη επικινδυνότητα, λόγω της φύσεως των υποθέσεων που χειρίζεται (οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα). Αδιαφόρησε για το ότι μέσα στους τελευταίους δύο μήνες είχαμε δύο βομβιστικές επιθέσεις κατά Δικαστών.
Το επιχείρημα της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας ότι οι νέες υψηλές μειώσεις των αποδοχών των Δικαστών ήταν αναγκαίες για την οικονομική ανάπτυξη δεν πείθει, για τον εξής λόγο: όλοι οι οικονομικοί αναλυτές αναγνωρίζουν τη θετική συνεισφορά που έχει ένα ποιοτικό δικαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην οικονομική ανάπτυξη και στις επενδύσεις, όπως επίσης αναγνωρίζουν τον άμεσο συσχετισμό μεταξύ του βαθμού δικαστικής ανεξαρτησίας και της οικονομικής προόδου. Τα καλά οργανωμένα δικαστήρια, τα συγκροτούμενα από ανεξάρτητους και αμερόληπτους Δικαστές, ενισχύουν την ασφάλεια των συναλλαγών, μειώνουν την διακινδύνευση (ρίσκο) των επιχειρήσεων και έτσι αυξάνουν την επιθυμία τους για επενδύσεις. Ουδείς οικονομικός αναλυτής αμφισβητεί ότι η ταχεία και αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης είναι μοχλός οικονομικής ανάπτυξης. Είναι δε ταχεία και αποτελεσματική όταν υπάρχει α) εύλογος χρόνος προσδιορισμού και εκδίκασης των υποθέσεων, β) εύλογος χρόνος έκδοσης της απόφασης και γ) επίλυση της διαφοράς κατά τρόπο ανεξάρτητο και αμερόληπτο, από Δικαστή που λαμβάνει υπόψημόνο το νόμο και τα στοιχεία της υπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε επιρροή.
Με ποιον τρόπο, λοιπόν η Κυβέρνηση θα εξασφαλίσει ποιοτικό και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα και κατ’ ακολουθία οικονομική ανάπτυξη, όταν μειώνοντας τόσο πολύ τις αποδοχές των Δικαστών, θέτει σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία και καθιστά προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους;
Επομένως, οι νέες και μάλιστα τόσο μεγάλου μεγέθους μειώσεις του Μισθολογίου των Δικαστών δεν ήταν ούτε αναγκαίες, ούτε αναλογικές, όπως ορισμένοι, ανεπιτυχώς, προσπαθούν να πείσουν, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη και του γεγονότος ότι το σύνολο των Δικαστικών Λειτουργών είναι μόνο 4.000 και συνεπώς το όφελος του Δημοσίου από τις περικοπές του Μισθολογίου τους είναι ελάχιστο. Αντίθετα, οι Δικαστές, εξαιτίας της ανυποχώρητης, ως προς το υπερβολικό ύψος των νέων περικοπών, στάσης της Κυβέρνησης, δικαιολογημένα πιστεύουν ότι ασκείται πολιτική, η οποία έχει ως στόχο να υποβαθμίσει τη Δικαιοσύνη, να περιορίσει τη δικαστική ανεξαρτησία και να πλήξει το κύρος και την αξιοπρέπεια των Δικαστικών Λειτουργών. Αυτός είναι και ο λόγος της έντονης δυσαρέσκειας των Δικαστών και των έντονων αντιδράσεων.
– Διαβεβαιώνουμε ότι οι Δικαστές δεν εξαρτούν την άσκηση των καθηκόντων τους από το ύψος των αποδοχών τους.
– Διαβεβαιώνουμε τον ελληνικό λαό ότι μπορεί και πρέπει να εξακολουθεί να εμπιστεύεται τους Έλληνες Δικαστές.
– Διαβεβαιώνουμε ότι έχουμεπλήρη επίγνωση των ευθυνών και των υποχρεώσεων του Λειτουργήματός μας και ότι διά των αποφάσεών μας, θα προστατεύσουμε τα δικαιώματα των πολιτών όταν αυτά παραβιάζονται.
– Δεν δεχόμαστε υποδείξεις περί πατριωτικού καθήκοντος από κανέναν και θέλω να πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί ούτε να εννοεί ούτε να αναμένει ότι ο Δικαστής θα εκδίδει αποφάσεις σκοπιμότητας και ότι θα αγνοεί το Νόμο και το Σύνταγμα προκειμένου να διευκολύνει την οικονομική πολιτική.
– Αξιώνουμε από την Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία να αναθεωρήσουν τη μέχρι τώρα εχθρική στάση τους, να σεβασθούν επιτέλους την ισότιμη με εκείνους Δικαστική Εξουσία και να εξασφαλίσουν στους Δικαστικούς Λειτουργούς τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ασκούν, κατά τρόπο απρόσκοπτο και απερίσπαστο το δύσκολο έργο τους.

Ψήφισμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της 8-12-2012

Ψήφισμα της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 8-12-2012

Οι Δικαστικοί Λειτουργοί – Δικαστές και Εισαγγελείς – μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά την τακτική Γενική Συνέλευση, που συγκάλεσαν στις 8-12-2012, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εφετείου Αθηνών.
Διαπιστώνουν, ότι η Κυβέρνηση α) χωρίς να σέβεται τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστικών Λειτουργών και β) χωρίς να λάβει υπόψη τις προτάσεις τους, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τις Δικαστικές Ενώσεις στις αλλεπάλληλες συναντήσεις τους με τους αρμόδιους πολιτειακούς παράγοντες, προχώρησε, με την ψήφιση του πρόσφατου ν. 4093/2012, σε νέες περικοπές των αποδοχών τους, που συνολικά υπερβαίνουν σε ποσοστό το ήμισυ αυτών (50%) και μάλιστα αναδρομικά από 1-8-2012. Η μείωση αυτή των αποδοχών τους έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος και πλήττει ευθέως το κύρος και την συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των Δικαστικών Λειτουργών, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Εκφράζουν την αγανάκτησή τους προς την Πολιτεία, η οποία δεν εξετίμησε την υπεύθυνη στάση, που διαχρονικά επέδειξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εργαζόμενοι αγόγγυστα κάτω από εξοντωτικές συνθήκες για την ορθή απονομή του δικαίου και αξιώνει απ’ αυτούς περαιτέρω θυσίες, χωρίς η ίδια να τηρεί τη δική της υποχρέωση για ανάλογη προς το λειτούργημά τους μισθολογική μεταχείρισή τους.
Δηλώνουν, ότι δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν την υποβάθμιση του λειτουργήματός τους και την επιχειρούμενη υπαλληλοποίησή τους.

Και ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ
Α) Τη συνέχιση των κινητοποιήσεων που αποφασίστηκαν κατά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 20ης Οκτωβρίου 2012 και ειδικότερα:

1) Τη συνέχιση διακοπής των συνεδριάσεων όλων των δικαστηρίων της χώρας ( Πολιτικών και Ποινικών ) από τη Δευτέρα 10-12-2012 έως το Σάββατο 19-1-2013, κατά τις ώρες από 12:00 μ. έως 15:00 μ.μ.
2) Τη σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης το Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013 και ώρα 10:00 π.μ στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εφετείου Αθηνών .
3) Τη διεκδίκηση παροχής της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής (γραφείων κ.λ.π ) για την αλλαγή του τρόπου άσκησης των καθηκόντων τους (όπως ήδη έχει ζητηθεί με σχετικό έγγραφο αποσταλέν στον Υπουργό Δικαιοσύνης), προκειμένου στο εξής να παρέχουν τις υπηρεσίες τους αποκλειστικά και μόνο στα οικεία δικαστικά καταστήματα. Η νέα ουσιαστική περικοπή των αποδοχών τους, καθιστά πλέον αδύνατη την κάλυψη εξ ιδίων των αυξημένων δαπανών, που απαιτούνται για τη διατήρηση γραφείου και ανάλογων υποδομών στο σπίτι τους και τη συνέχιση της παροχής της εργασίας τους στο δικό τους χώρο, όπως μέχρι σήμερα έπρατταν, χωρίς να έχουν καμία σχετική νομική υποχρέωση.
4) Την πιστή τήρηση των ισχυόντων Κανονισμών των Δικαστηρίων, ως προς τη χρέωση του προβλεπόμενου συγκεκριμένου αριθμού υποθέσεων για κάθε δικαστή και τη σύγκληση των Ολομελειών για τροποποίηση των Κανονισμών, σύμφωνα με τις νέες συνθήκες που θα προκύψουν με την αλλαγή του τρόπου παροχής της εργασίας τους.
5) Την άσκηση όλων των ενδεικνυόμενων ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, για την προάσπιση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους και την αποκατάσταση των μισθολογικών αδικιών σε βάρος των Δικαστικών Λειτουργών .
6) Τη μη συμμετοχή τους σε όλες τις Επιτροπές, που προβλέπεται η συμμετοχή Δικαστικών Λειτουργών, αμειβόμενες και μη, πλην των σωματείων .
7) Την αξίωση προκαταβολής από την Πολιτεία των εξόδων που απαιτούνται, προκειμένου να εξακολουθήσουν να πηγαίνουν στις μεταβατικές έδρες των Δικαστηρίων που υπηρετούν.

Β) Την άρση της αναστολής δημοσίευσης των πολιτικών αποφάσεων από 10-12-2012έως 19-1-2013.

Τέλος, οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς δηλώνουν προς κάθε κατεύθυνση , ότι η μείωση των αποδοχών τους δεν πρόκειται να επηρεάσει την ποιοτική εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, τα οποία θα εξακολουθήσουν να ασκούν με σθένος και υψηλό αίσθημα ευθύνης , ως εγγυητές της συνταγματικής νομιμότητας και προς το συμφέρον των Ελλήνων Πολιτών .

Με εξουσιοδότηση της Γενικής Συνέλευσης
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης

                  Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου               Γεώργιος Μανωλίδης
          Αρεοπαγίτης                             Πρόεδρος Εφετών

Ανακοίνωση-Πρόσκληση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων

Ανακοίνωση-Πρόσκληση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών & Εισαγγελέων

Κατεβάστε το συνημμένο αρχείο.

Απάντηση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε επιστολή της Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Λάβαμε απάντηση στην από 15 Οκτωβρίου 2012 ενημερωτική επιστολή, η οποία είχε σταλεί από την Πρόεδρο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. MartinSchulz, με την οποία τον ενημέρωσε για την κρισιμότητα της κατάστασης στην Ελλάδα γενικότερα και ειδικότερα στο χώρο της Δικαιοσύνης. Η απάντηση αυτή έχει ως εξής:

ЕВРОПЕЙСКИ ПАРЛАМЕНТ PARLAMENTO EUROPEO EVROPSKÝ PARLAMENT EUROPA-PARLAMENTET
EUROPÄISCHE PARLAMENT EUROOPA PARLAMENT ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ EUROPEAN PARLIAMENT
PARLEMENT EUROPÉEN PARLAIMINT NA hEORPA PARLAMENTO EUROPEO EIROPAS PARLAMENTS
EUROPOS PARLAMENTAS EURÓPAI PARLAMENT Il-PARLAMENT EWROPEW EUROPEES PARLEMENT
PARLAMENT EUROPEJSKI PARLAMENTO EUROPEU PARLAMENTUL EUROPEAN
EURÓPSKY PARLAMENT EVROPSKI PARLAMENT EUROOPAN PARLAMENTTI EUROPA PARLAMENTET
Ο Πρόεδρος

κα. Βασιλική Θάνου
Πρόεδρο 319758 16/11/2012
Ένωση Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων
10171 Αθήνα
Ελλάδα
Αγαπητή κα Πρόεδρε,

Διαβάζω με βαθιά ανησυχία την επιστολή που μου στείλατε για τις πολύ δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται οι Έλληνες Δικαστές. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που επιστήσατε την προσοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε αυτή την κατάσταση. Επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακολουθεί την πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και τις κοινωνικές επιπτώσεις της, στενά και με μεγάλη ανησυχία. Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διοργάνωσε μια ανταλλαγή απόψεων με την Τρόικα (που αποτελείται από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) για την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα.

Αναγνωρίζουμε πόσο ανησυχητικές πρέπει να είναι οι τρέχουσες εξελίξεις για τους Έλληνες πολίτες που χάνουν τη δουλειά τους ή ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός τους. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι μια μονόπλευρη έμφαση στα μέτρα λιτότητας μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα της Ελλάδα – και των κρατών μελών που βρίσκονται σε παρόμοια θέση – για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παροτρύνει συνεχώς ώστε, τα μέτρα που λαμβάνονται στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο των προγραμμάτων που εποπτεύονται από την Τρόικα, να μην παράγουν περισσότερη φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά να ανακατευθύνουν τις χώρες αυτές προς την επίτευξη των δεσμεύσεων της «στρατηγικής Ευρώπη 2020» και, επομένως, να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και κοινωνική πρόοδο. Στις 13 Νοεμβρίου, η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής θα διοργανώσουν από κοινού μια ανταλλαγή απόψεων με τον Υπουργό κ. Βρούτση και τον Υπουργό κ. Στουρνάρα, αντίστοιχα υπεύθυνους Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών στο πλαίσιο της Ελληνικής Κυβέρνησης, σχετικά με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα και τις πιο πρόσφατες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Τρόικας.

Θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω, ως εκ τούτου ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συνεχίσει να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιστρέψουν σε μια πλούσια σε απασχόληση και κοινωνικά δίκαιη αποκατάσταση, καθώς και σε χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είμαι βέβαιος ότι η αλληλεγγύη με όλους τους Έλληνες εργαζόμενους και τους πολίτες, ο στόχος να ανευρεθούν λύσεις που θα είναι δίκαιες και θα βελτιώσουν την κοινωνική συνοχή, καθώς και η διασφάλιση ότι τα μέτρα που λαμβάνονται υπόκεινται σε δημοκρατικό και δημόσιο έλεγχο, θα παραμείνουν οι κατευθυντήριες αρχές μας.

Με εκτίμηση,
Martin Schulz

Διευκρινιστική ανακοίνωση για αίτηση προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

Αθήνα 26-11-2012
Αρ.πρωτ.:190

Σας στέλνουμε το συνημμένο σχέδιο αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για τη διακοπή της παραγραφής των απαιτήσεών μας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν όσοι συνάδελφοι έχουν αποφασίσει να ασκήσουν τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα για την αναπροσαρμογή των αποδοχών τους στο προσήκον ύψος.
Επισημαίνεται ότι:
Κάθε συνάδελφος πρέπει να συμπληρώσει: Α) Στη σελίδα 3 της αίτησης , το ποσό της τέταρτης και της πέμπτης δόσης των αναδρομικών του Ν.3620/2007. Το εν λόγω ποσό είναι το ίδιο και για τις δύο αυτές δόσεις, συμπίπτει δε και με το ποσό των δύο προηγηθεισών δόσεων (δεύτερης και τρίτης). Όποιος από τους συναδέλφους δεν το θυμάται, μπορεί να ρωτήσει το λογιστήριο. Β) Την ημερομηνία και συγκεκριμένα την ημέρα που θα καταθέσει την αίτηση. Γ) Κάτω από την ημερομηνία, τα ατομικά στοιχεία του (ονοματεπώνυμο, βαθμό και υπογραφή).
Οι αιτήσεις πρέπει να κατατεθούν μέχρι και την Παρασκευή 30-11-2012 στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην οδό Ακαδημίας, αλλιώς παραγράφονται οι σχετικές απαιτήσεις μας, αλλά μόνο για το μήνα Νοέμβριο του 2010 και όχι για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα (βλ. ΑΕΔ αποφ. 32/2008 και 1/2012).
Η αίτηση θα κατατίθεται αυτοπροσώπως από τον ενδιαφερόμενο ή από τρίτο πρόσωπο της επιλογής του, αρκεί να φέρει πρωτότυπη υπογραφή του αιτούντος. Μπορεί επίσης να σταλεί και με συστημένη επιστολή, αλλά ως χρόνος κατάθεσης θεωρείται ο χρόνος περιέλευσής της στην υπηρεσία.
Για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση, μπορείτε να απευθύνεστε στα γραφεία της Ένωσης τηλ. 210-8827380.
Για το Δ.Σ.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου Γεώργιος Μανωλίδης
Αρεοπαγίτης Πρόεδρος Εφετών

Ακολουθεί υπόδειγμα αίτησης

Προς:
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΑΙΤΗΣΗ – ΟΧΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ
Ι. α. Διά της παρούσης ζητώ να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να μου καταβάλει βάσει της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 150.000,00 ευρώ, άλλως δε και επικουρικά το ποσό των 100.000,00 ευρώ, που μου οφείλει λόγω του, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος και των απορρεουσών από αυτές αρχών της διάκρισης των λειτουργιών, της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών, της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της αναλογίας των αποδοχών των δικαστών προς το λειτούργημά τους, καθορισμού του βασικού μισθού και του υπολογιζόμενου σε ποσοστό αυτού επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, που μου καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2010 μέχρι και 30.11.2012 σε ύψος κατώτερο από αυτό που επιτάσσει η, δυνάμει των ως άνω συνταγματικών διατάξεων και αρχών, αντιστοιχία της βουλευτικής αποζημίωσης με το βασικό μισθό του Δικαστικού Λειτουργού με βαθμό Αρεοπαγίτη ή αντίστοιχο, επικουρικά δε, με το βασικό μισθό του Δικαστικού Λειτουργού με βαθμό Προέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο και η διαμόρφωση των βασικών μισθών των λοιπών βαθμών της δικαστικής ιεραρχίας βάσει των εκάστοτε ισχυόντων συντελεστών.
β. Άλλως, ζητώ να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να μου καταβάλει, βάσει της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 50.000 ευρώ, λόγω της αντιθέσεως προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και αρχές και ιδιαιτέρως προς τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους, των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 υποπαρ. 2 του ν. 3833/2010, τρίτου παρ. 1 του ν. 3845/2010 και 55 παρ. 23 περ. ε΄ του ν. 4002/2011, με τις οποίες επήλθαν μειώσεις στο αντισταθμιστικό επίδομα, την πάγια αποζημίωση και την αποζημίωση εξόδων παράστασης, με αποτέλεσμα οι αποδοχές μου να διαμορφωθούν κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2010 μέχρι και 30.11.2012 σε ύψος ανεπίτρεπτα κατώτερο απ’ αυτό που επιτάσσουν οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις και αρχές, ως αναγκαίο όρο για την επιτέλεση του δικαιοδοτικού έργου.
γ. Άλλως, ζητώ να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να μου καταβάλει βάσει της διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, που μου οφείλει ως διαφορά του καταβληθέντος κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2010 μέχρι και 30.11.2012 αντισταθμιστικού επιδόματος, ενόψει του ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 υποπαρ. 2 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α΄ 40) το καταβαλλόμενο στους Δικαστικούς Λειτουργούς αντισταθμιστικό επίδομα μειώθηκε κατά 20%, οι δε εν συνεχεία επιβληθείσες επ’ αυτού μειώσεις έλαβαν χώρα επί του κατά 20% μειωθέντος αντισταθμιστικού επιδόματος, ενώ, σύμφωνα με τις απορρέουσες από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχές της καθολικότητας της επιβάρυνσης και της ισότητας αυτής έναντι των βαρυνομένων, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους και ενόψει του ότι με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 όλα τα λοιπά επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές, περιλαμβανομένων των εξόδων παράστασης του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Βουλής, του Προέδρου και των Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης και των Υπουργών και Υφυπουργών, μειώθηκαν μόνο κατά 12%, το εν λόγω επίδομα έπρεπε να μειωθεί μόνο κατά 12% και οι εν συνεχεία λαβούσες χώρα μειώσεις να επιβληθούν επί του κατά 12% μειωθέντος αντισταθμιστικού επιδόματος.
ΙΙ. Δια της παρούσης ζητώ, επίσης, να μου καταβληθούν άμεσα τα ποσά των και ευρώ, τα οποία αναγνωρίσθηκαν ως οφειλόμενα σε μένα από το Ελληνικό Δημόσιο με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 (Α΄ 276), όπως ισχύει, τα οποία έπρεπε να μου είχαν καταβληθεί από 1.7.2010 και 1.7.2011 (τέταρτη και πέμπτη δόση έκτακτης παροχής). Τα ως άνω ποσά πρέπει να μου καταβληθούν νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 341 εδ. α΄ του ΑΚ και το άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6./10.7.1944), από της παρελεύσεως της ως άνω δήλης ημέρας, κατά την οποία το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγνωρίσει την υποχρέωση καταβολής τους (1.7.2010 και 1.7.2011), άλλως, από της επιδόσεως της παρούσης.
Η παρούσα επέχει θέση οχλήσεως, για κάθε νόμιμη συνέπεια, περιλαμβανομένης της ενάρξεως της τοκοφορίας και της διακοπής της παραγραφής, κατά το άρθρο 93 περ. γ΄ του ν. 2362/1995 (Α΄ 247).
Αθήνα, Νοεμβρίου 2012

Ανακοίνωση της Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 2012

ΕΝΩΣΗ
ΔΙΚΑΣΤΩΝ & ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα τεταμένης κατάστασης, η οποία επικρατεί, στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης, θα πρέπει να αποφεύγονται, από όλες τις πλευρές, ενέργειες, οι οποίες ούτε κατευνασμό και εκτόνωση επιφέρουν, ούτε στην επιτυχία του αγώνα συμβάλλουν, αλλ’ αντίθετα, αφενός μεν πυροδοτούν νέες, περαιτέρω εντάσεις, αφ’ ετέρου δε πλήττουν την εικόνα και το κύρος του θεσμού της Δικαιοσύνης, διότι δημιουργούν ευλόγως «προς τα έξω» την εντύπωση και δίδουν την ικανοποίηση σε όσους στοχεύουν στην υποβάθμισή της, να πιστεύουν ότι, στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, υπάρχουν «αντιμαχόμενες τάσεις οι οποίες αντιμάχονται αλλήλους» αντί να αγωνίζονται όλοι από κοινού, για την προστασία του κύρους και της ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών. Ειδικώτερα, η, από τα αρμόδια θεσμικά όργανα του Αρείου Πάγου, αποστολή των από 23-11-2012 εγγράφων, απευθυνομένων προς τους Διευθύνοντες τα Δικαστήρια και τις Εισαγγελίες της χώρας, με τα οποία δίδεται προς αυτούς η εντολή να εφαρμόσουν το «αστυνομικό μέτρο» της περικοπής μισθού, σε βάρος των Δικαστικών Λειτουργών, που συμμετέχουν στις διακοπές συνεδριάσεων των Δικαστηρίων, μετά από αποφάσεις των Γεν. Συνελεύσεων και του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσής μας (και όλων των λοιπών Δικαστικών Ενώσεων), εξαιτίας των νέων, υψηλών περικοπών των αποδοχών μας, που επιβλήθηκαν, κατά παραβίαση του Συντάγματος, όπως έκρινε πρόσφατα και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (υπ’ αριθμ. 56/7-11-2012 απόφαση), αντί να οδηγήσει σε καταστολή και εκτόνωση, όπως προφανώς αποσκοπούσαν οι αποστέλλοντες τα ως άνω έγγραφα, αντίθετα οδήγησαν σε περαιτέρω ένταση, αφού δύο ημέρες μετά την αποστολή τους, κατά την Έκτακτη Γεν. Συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων της 25-11-12 αποφασίσθηκε, σχεδόν ομόφωνα, η συνέχιση των κινητοποιήσεων, με την ίδια μέχρι σήμερα μορφή της. Σημειωτέον, ότι η προβλέπουσα το ως άνω μέτρο της περικοπής μισθού διάταξη, της οποίας έχει ζητηθεί η τροποποίηση, δεν είναι συμβατή προς το Σύνταγμα, κυρίως, ως προς ορισμένα τμήματα αυτής.
Επίσης, ουδόλως συνεισφέρει στην ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης η απευθείας άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, με κριτήρια ιδιαίτερης αυστηρότητας και τυπικισμού, ως προς την καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων. Ομοίως, μάλλον αρνητική συνεισφορά έχει η εντολή για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, κατά των δύο Εισαγγελέων, οι οποίοι εξέφρασαν την άποψή τους στο διαδίκτυο, της δεύτερης μάλιστα εκ των εγκαλουμένων περιορισθείσας απλώς να επικροτήσει κατά τρόπο γενικό, τις δηλώσεις του πρώτου και να αποδοκιμάσει, έστω και με έντονες εκφράσεις, όσους διαφωνούσαν, δεδομένου μάλιστα ότι, σε ουδεμία παρόμοια αντίδραση προέβη το θεσμικό αυτό όργανο, όταν, ολίγον προγενέστερα, την 17-9-2012, άλλος Εισαγγελέας είχε δημοσιεύσει άρθρο του και μάλιστα όχι σε blogπεριορισμένης επισκεψιμότητας, όπως τα δύο ανωτέρω, αλλά σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας (ΤΑ ΝΕΑ), στο οποίο, ο συντάκτης του εκφραζόταν, με τρόπο απαράδεκτο, απαξιωτικό και προσβλητικό, σε βάρος της προσωπικότητας των συναδέλφων του μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, αποκαλούντες αυτούς ως «ασχημονούντες Κλαζομένιους».
Η εκτόνωση της ιδιαίτερα τεταμένης κατάστασης στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς από όλους, καθώς και συνεργασία και στήριξη των Δικαστικών Ενώσεων από τα θεσμικά Όργανα της Δικαιοσύνης, και κυρίως από τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και τον Εισαγγελέα του ΑΠ, ώστε να ανοίξει ένας νέος κύκλος συζητήσεων και διαπραγματεύσεων με την Κυβέρνηση, η οποία, επιτέλους, πρέπει να αναγνωρίσει την σπουδαιότητα και τη συνεισφορά του Δικαστικού Λειτουργήματος τόσο στην ομαλή λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, όσο και στην οικονομική ανάπτυξη και να επιδείξει το ενδιαφέρον και τον σεβασμό που αρμόζει προς την ισότιμη με εκείνη Δικαστική εξουσία. Η υποβάθμιση της Δικαιοσύνης, που επέρχεται, πέραν των άλλων και με την μεγάλη μείωση των αποδοχών των Δικαστών, είναι ζήτημα πρωτίστως θεσμικό, διότι θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους.

Η Πρόεδρος
Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου
Αρεοπαγίτης