Η ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Η ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ

Χριστόφορου Σεβαστίδη, 

ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

     Από την σύστασή της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων είχε θέσει ως καταστατικό σκοπό την «ανάπτυξη πνεύματος αλληλεγγύης» μεταξύ όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν φυγόκεντρες τάσεις με διαφορετικές κάθε φορά αιτιολογίες, το συμπέρασμα ωστόσο και η πείρα που αποκομίσαμε μας έπεισαν ότι η συσπείρωση και η ενότητα είναι αναγκαία συστατικά για την προώθηση των κοινών επιδιώξεων. Παρά τις διαφωνίες σε επιμέρους ζητήματα, που ήταν φυσικό να υπάρχουν, η ενότητα αυτή καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ένωσή μας.  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι νέες εγγραφές Εισαγγελικών Λειτουργών ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Το 2016 συμμετείχαν στη Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων μόλις 90 Εισαγγελείς ενώ φέτος φθάσαμε τα 250 μέλη. 

    Οι φετινές συνθήκες της πανδημίας στέρησαν τη δυνατότητα διεξαγωγής μιας τακτικής Γενικής Συνέλευσης και τον καθιερωμένο απολογισμό του έργου του Προεδρείου. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε στους παλαιότερους συναδέλφους και να πληροφορήσουμε τους νεότερους ενδεικτικά για ορισμένες δράσεις που ανάπτυξε τα τελευταία χρόνια η Ένωσή μας. Οι δράσεις αυτές χωρίζονται σε δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στις πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί για όλους τους συναδέλφους και το δεύτερο ειδικότερα για τους εισαγγελικούς λειτουργούς. 

     Δράσεις που αφορούν όλα τα μέλη μας:

  • Η Ε.Δ.Ε. διοργάνωνε κάθε χρόνο σεμινάρια αγγλικής νομικής ορολογίας ενώ την περσινή χρονιά σεμινάρια οικονομικής/λογιστικής επιστήμης, στα οποία συμμετείχαν εκατοντάδες μέλη μας τόσο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη όσο και σε άλλες πόλεις όταν υπήρχε ικανός αριθμός αιτημάτων. 
  • Δημιουργήσαμε από το 2019 ειδικό Ταμείο Αλληλεγγύης το οποίο καλύπτει όλες τις επείγουσες περιπτώσεις κάλυψης ιατρικών δαπανών μελών μας καθώς και την ετήσια οικονομική ενίσχυση ανηλίκων τέκνων συναδέλφων που έχουν αποβιώσει.
  • Η Ε.Δ.Ε. καλύπτει κάθε χρόνο τα έξοδα της θερινής κατασκήνωσης των ανηλίκων τέκνων των μελών μας. 
  • Η Ε.Δ.Ε. διοργανώνει κάθε χρόνο παιδικές χριστουγεννιάτικες γιορτές στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη καθώς και σε άλλες πόλεις της Χώρας σε συνεννόηση με τις Εφετειακές Επιτροπές. 
  • Σε κάθε ετήσια Γενική Συνέλευση γίνεται βράβευση και απονομή χρηματικού επάθλου στα τέκνα συναδέλφων που πέτυχαν στις εξετάσεις εισαγωγής σε ΑΕΙ και ΤΕΙ. 
  • Καταθέσαμε τον Ιούλιο του 2019 αίτημα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης για αύξηση των οργανικών θέσεων Δικαστών και Εισαγγελέων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, το οποίο έγινε αποδεκτό με την ψήφιση του σχετικού Νόμου και απομένει η υλοποίησή του την επόμενη χρονιά. 
  • Πραγματοποιήσαμε μεγάλο τριήμερο Συνέδριο για τους νέους Ποινικούς Κώδικες τον Σεπτέμβριο του 2019 με τη συμμετοχή δεκάδων ομιλητών και χιλιάδων νομικών που το παρακολούθησαν με ζωντανή παρουσία ή διαδικτυακά. 

    Ειδικότερες πρωτοβουλίες για τους Εισαγγελείς:

  • Στην πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για ανακατανομή των θέσεων Εισαγγελέων και Αντεισαγγελέων Εφετών εξηγήσαμε τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει στον φόρτο εργασίας των Αντεισαγγελέων και στην ομαλή λειτουργία των Εισαγγελιών (μεταξύ άλλων και η από 29-4-2020 αρθρογραφία της Αντεισαγγελέως Εφετών κ. Αικατερίνης Μάτση δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης). Επικοινώνησε το Προεδρείο τόσο με το Υπουργείο όσο και με τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων όταν το σχέδιο Νόμου συζητούνταν στη Βουλή. 
  • Στο ζήτημα του περιορισμού των δικαστικών διακοπών δώσαμε αγώνα σε όλα τα επίπεδα για να αναδείξουμε το γεγονός ότι δεν πρόκειται κατ’ ουσίαν για χρόνο διακοπών αλλά για την πιο παραγωγική περίοδο εργασίας μας. Στα πλαίσια αυτά η νυν Αντιπρόεδρος της Ένωσης κ. Αικατερίνη Μάτση για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία μας ασχολήθηκε ειδικότερα με τα στατιστικά στοιχεία των χρεώσεων των Εισαγγελικών Λειτουργών την περίοδο του θέρους (σχετική η από 22-4-2020 αρθρογραφία της δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης).
  • Στις 16-1-2020 το Προεδρείο της Ένωσής μας τοποθετήθηκε για τις έμμεσες πιέσεις που ασκήθηκαν στους Εισαγγελικούς Λειτουργούς για την άσκηση ποινικών διώξεων στην υπόθεση στο Κουκάκι. Υποστηρίξαμε τους συναδέλφους τόσο απέναντι στις κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν από συνδικαλιστικά όργανα αστυνομικών υπαλλήλων όσο και από Υπουργούς της Κυβέρνησης. 
  • Στις 22-6-2016 η Ένωσή μας εξέδωσε Δελτίο Τύπου (αριθ πρωτ 198/22-6-2016) με το οποίο στηρίξαμε συνάδελφο Εισαγγελική Λειτουργό έπειτα από καταγγελίες τηλεοπτικού σταθμού σε βάρος της για τον τρόπο που διεξήχθη η διαδικασία έρευνας. 

     Το σημερινό Προεδρείο της Ένωσης εργάζεται με αποκλειστικό σκοπό την προώθηση των συμφερόντων των μελών μας και την περιφρούρηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία των στόχων που θέτουμε εξαρτάται από το καλό κλίμα συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των Δικαστικών Ενώσεων. Οι τάσεις ανταγωνισμού και επιθετικής συμπεριφοράς οδηγούν σε αμοιβαία δυσπιστία και είναι παράγοντες που φέρνουν την ήττα σε όλα τα επίπεδα. Οι επιδιώξεις που θέτουμε δεν μπορούν να τίθενται κάθε φορά στη στενή λογική της αντιπαράθεσης κατά κλάδο (Πρωτοδίκες, Ειρηνοδίκες, Εισαγγελείς κλπ) και της ανάδειξης ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που υπάρχουν. Αυτό θα οδηγούσε σε πολυδιάσπαση και κατακερματισμό με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις για όλους. Κλειδί της επιτυχίας θα πρέπει να είναι ο ειλικρινής διάλογος και η αμοιβαία κατανόηση. Σ΄ αυτήν την κατεύθυνση κομβικό ρόλο έχει η συνεκτική δύναμη της Ένωσή μας ως μεγαλύτερης Δικαστικής Ένωσης της Χώρας. Και σ’ αυτήν την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε. 

 

 

ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ – ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ 1-12-2020 Η΄ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ Ν. 4745/2020 ;Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, πρώην Προέδρου της ΕΔΕ και νυν μέλους του Δ.Σ.

ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ – ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ 1-12-2020 Η΄ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ Ν. 4745/2020 ; 

Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, πρώην Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και νυν μέλους του Δ.Σ.

     Την 6-11-2020 δημοσιεύθηκε ο ν. 4745/2020, στο πρώτο μέρος  του οποίου περιλαμβάνονται «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά)». Η δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου, το θέρος του τρέχοντος έτους, είχε προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, διότι εμπεριείχε πολλές αντισυνταγματικές διατάξεις. Ο αρμόδιος Υπουργός Δικαιοσύνης, πριν την κατάθεση του εν λόγω νομοσχεδίου στη Βουλή και αφού είχαν επέλθει διορθώσεις και μεταβολές ως προς τις αντισυνταγματικές διατάξεις του, που Δικαστικοί Λειτουργοί και Δικηγόροι είχαμε επισημάνει, διαβίβασε, με το υπ’ αριθμ. 38146οικ./20-08-2020 έγγραφό του, αίτημα προς την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να γνωμοδοτήσει για το υπό κατάθεση νομοσχέδιο. Η                 Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 36/2020 απόφασή της επί λέξει «γνωμοδοτεί  ομόφωνα ότι είναι σκόπιμες και συνταγματικά επιτρεπτές η υπό νομοθέτηση ρυθμίσεις με το άρθρο ένα του σχεδίου νόμου για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του νόμου 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παράγραφος 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, αφού ληφθούν υπόψη οι επισημάνσεις που διατυπώθηκαν στην εισήγηση και ειδικότερα η αναγκαιότητα κάλυψης των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων ειρηνοδικών προς αποφυγή υπερχρέωσης των υπηρετούντων δικαστών». Η εισήγηση στην Ολομέλεια του Α.Π. για το άνω θέμα με σαφή τρόπο επισημαίνει: α) ότι ο ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων επέφερε ιδιαίτερη επιβάρυνση στο δικαστικό έργο των Ειρηνοδικών και β) ότι ο μεγάλος αριθμός των υποθέσεων που κατατέθηκαν (ανεξαρτήτως της ύπαρξης και άλλων αιτίων) προκάλεσαν την υπερφόρτωση των Ειρηνοδικείων.  Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Ολομέλεια του Α.Π., ενώ γνωμοδοτεί υπέρ της συνταγματικότητας των διατάξεων του σχεδίου νόμου (και ήδη νόμου), συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων «της ταχείας εκκαθάρισης των πινακίων, εντός έξι μηνών, μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερόμενους υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης αποκλειστικά με τη χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους» και «της κάμψης της υποχρεωτικής προφορικότητας με την καθιέρωση της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας εμμάρτυρης απόδειξης» (που θα έχει σαν συνέπεια  ομοειδείς υποθέσεις να εκδικασθούν υπό δύο διαφορετικά καθεστώτα –  παλαιό με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και νέο κατά το δικονομικό πρότυπο της τακτικής διαδικασίας του ν. 4335/2015), θέτει ως κριτήριο επιτυχίας της σχετικής ρύθμισης την αναγκαιότητα κάλυψης των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων ειρηνοδικών προς αποφυγή υπερχρέωσης των υπηρετούντων δικαστών. Στο συμπέρασμα, όμως, της εισήγησης αναφέρεται και άλλη προϋπόθεση επιτυχίας, και μάλιστα σημαντικότερη, καθότι αναγράφεται, επίσης, επί λέξει: «Η επιτυχία της σχετικής ρύθμισης, ωστόσο, εξαρτάται από την αναλογία των εκκρεμών αιτήσεων, που θα επαναπροσδιορισθούν και θα συζητηθούν σε κάθε Ειρηνοδικείο, σε σχέση με τον αριθμό των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, η οποία θα πρέπει να είναι αντίστοιχη του προβλεπόμενου από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμού υποθέσεων». Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα της τήρησης των Κανονισμών Λειτουργίας έκαστου Ειρηνοδικείου, δίχως να εξειδικεύεται ειδικότερα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών οι Κανονισμοί Εσωτερικής Υπηρεσίας των Δικαστηρίων ορίζουν, μεταξύ των άλλων, και τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων καθεμιάς δικασίμου. Με σαφήνεια δε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί υπέρ της απαρέγκλιτης τήρησης των Κανονισμών των Ειρηνοδικείων, όσον αφορά τον αριθμό των προσδιοριζομένων υποθέσεων, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εφαρμογή του άνω νόμου, υπό τις ισχύουσες συνθήκες.          

 Η Ομάδας Εργασίας που συνεστήθη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Δεκέμβριο του έτους 2019, με σκοπό τη σύνταξη προτάσεων προς επίλυση του προβλήματος της συσσώρευσης  εκκρεμών  υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, προσδιορίζει τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άνω νόμου σε 37.000 – 40.000 ενώ οι συνάδελφοι Ειρηνοδίκες ισχυρίζονται, τεκμηριωμένα, ότι ανέρχονται σε 70.000. Έχει γίνει δε κατανοητό απ’ όλους τους θεσμικούς παράγοντες, ότι η εκδίκαση αυτού του μεγάλου αριθμού υποθέσεων και παρά τον προγραμματισμό κάλυψης των κενών οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών, συνεπάγεται την παραβίαση των Κανονισμών των Ειρηνοδικείων και συνεπώς και του Αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων.  Στη συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με τον αρμόδιο Υπουργό Δικαιοσύνης ενημερωθήκαμε ότι το πρόβλημα «έχει συμφωνηθεί» (με ποίους άραγε;)  να αντιμετωπισθεί με αποσπάσεις Ειρηνοδικών (από Ειρηνοδικεία δίχως εκκρεμείς υποθέσεις του ν. 3869/2010) και Πταισματοδικών στα επιβαρυμένα Ειρηνοδικεία. Στη λύση αυτή η υπογράφουσα το παρόν, ως μέλος του Δ.Σ. της Εν.Δ.Ε. καθώς και τα μέλη του Δ.Σ., Ειρηνοδίκες Νικήτας Βελίας και Μάνος Φωτάκης διαφωνήσαμε, διότι, πλην της υπηρεσιακής ανασφάλειας που δημιουργεί στους συναδέλφους Ειρηνοδίκες – Πταισματοδίκες το μέτρο αυτό των αποσπάσεων, οι μεν πρώτοι (Ειρηνοδίκες) θα επιβαρυνθούν και πάλι υπέρμετρα, δεδομένου ότι πρόσφατα ψηφίσθηκε ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, σύμφωνα με τον οποίο η αρμοδιότητα μεγάλου αριθμού πτωχευτικών υποθέσεων (περίπου 90%) μεταφέρεται, από 1-1-2021, από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, οι δε δεύτεροι (Πταισματοδίκες) φέρουν το βαρύ έργο της προανάκρισης και της προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρο 31 ΚΠοινΔ).

Η προθεσμία επαναπροσδιορισμού των σχετικών αιτήσεων, και μάλιστα επί ποινή απαραδέκτου, ξεκινά σε μόλις μία εβδομάδα (1-12-2020) και μάλιστα  εν μέσω πανδημίας. Οι επισημάνσεις δε της άνω απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεν έχουν ληφθεί υπόψη από το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης και συνεπώς είναι ευνόητο να γεννάται ζήτημα εφαρμογής του νόμου ή αντίθετα αναστολής ισχύος αυτού. 

 Σ’ ένα Κράτος Δικαίου η Δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται σε εύλογο χρόνο. Ο πολίτης, όμως, έχει ανάγκη όχι μόνο την ταχεία αλλά και τη δίκαιη δίκη, ώστε ν’ απολαμβάνει, πραγματικά, αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ο σκοπός του νόμου που είναι η «αποσυμφόρηση» των  Ειρηνοδικείων της χώρας από τις υποθέσεις των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, λόγω διεθνών δεσμεύσεων της χώρας για ολοκλήρωση των διαδικασιών εντός του έτους 2021 (βλ. την σχετική από 2-10-2020 ανακοίνωση του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων), θα οδηγήσει σε «συμφόρηση» στις οικίες των Ειρηνοδικών και κατ’ επέκταση η ταχεία εκκαθάριση θα πλήξει την αρχή της Δίκαιης Δίκης. Όσον αφορά δε τους δανειολήπτες αναφέρεται, ότι με τον άνω νόμο  επιχειρείται να οριστικοποιηθεί το προσωρινό δίχτυ προστασίας που παρέχει ο νόμος 3869/2010 σε όλους όσοι το δικαιούνται. Ο σκοπός αυτός, όμως, του νόμου, είναι βέβαιο ότι δεν θα επιτευχθεί, όχι μόνο για το λόγο ότι ο (αδύναμος) οφειλέτης, καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον επαναπροσδιορισμό της συζήτησης της αίτησής του εντός συγκεκριμένης προθεσμίας αλλά και παράλληλα διότι καλείται να προσκομίσει σωρεία αποδεικτικών και διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 4Η ν. 4745/2020), των οποίων η κτήση καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής λόγω της μεγάλης εξάπλωσης του covid -19. 

Οι διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας για ολοκλήρωση των διαδικασιών εντός του έτους 2021, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποβούν σε βάρος των αρχών του Κράτους Δικαίου, της ασφάλειας Δικαίου, της αρχής της Δίκαιης Δίκης και φυσικά των αρχών του Κοινωνικού Κράτους.                  

  

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 23-11-20, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΦΟΥΚΑ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ, ΜΕΛΟΥΣ ΔΣ ΕνΔΕ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑ, ΕΦΕΤΗ, ΜΕΛΟΥΣ ΔΣ ΕνΔΕ, ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΒΕΡΓΩΝΗ, ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ, ΜΑΡΙΑΣ ΜΠΟΥΤΑΚΗ, ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΦΟΥΚΑ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ, ΜΕΛΟΥΣ ΔΣ ΕνΔΕ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑ, ΕΦΕΤΗ, ΜΕΛΟΥΣ ΔΣ ΕνΔΕ

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΒΕΡΓΩΝΗ, ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ

ΜΑΡΙΑΣ ΜΠΟΥΤΑΚΗ, ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ

                                                                             Αθήνα, 23-11-2020

Κάθε μέρα που περνάει, οι αριθμοί της πανδημίας προβάλλουν μια ζοφερή πραγματικότητα, που όλοι μαζί πρέπει να αντιμετωπίσουμε, ο κάθε ένας από την θέση του, με την καθοδήγηση και την ουσιαστική συμβολή της επιστήμης. Σε αυτή την πορεία δεν συγχωρούνται λάθη. Κάθε λάθος σημαίνει κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Δεν μπορούμε να διαχειριζόμαστε την πανδημία, με τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τα άλλα προβλήματα, τα συνήθη, την οικονομία, την κοινωνική πολιτική κλπ. Ούτε βέβαια να δημιουργούμε άσκοπες αντιπαραθέσεις για ζητήματα που σχετίζονται με την πανδημία.

Η διαχείριση της πανδημίας, με κύριο περιεχόμενο τα μέτρα για τον περιορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και των όποιων κοινωνικών εταίρων. Όπου έγινε αυτό πληρώθηκε με ανθρώπινες ζωές.

Η λειτουργία της Δικαιοσύνης εν μέσω πανδημίας αποτελεί θεσμική εγγύηση λειτουργίας της δημοκρατίας και συνεπώς ζητούμενο είναι η ασφαλής λειτουργία της, ιδιαίτερα την κρίσιμη τούτη στιγμή.  Η Δικαιοσύνη ως θεσμός της Δημοκρατίας πρέπει να λειτουργεί με συγκεκριμένα πρωτόκολλα για την πανδημία προς διαφύλαξη της υγείας όλων των παραγόντων που συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία της, πολλώ δε μάλλον και των πολιτών που προσέρχονται σε αυτήν.  Κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει ότι οι αρμόδιοι φορείς όφειλαν να έχουν θεσμοθετήσει  τρόπους διαχείρισης των δικαστικών διαδικασιών προσαρμοσμένους στη ιδιαιτερότητα του θεσμού.  Το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης αν και αναμενόταν το δεύτερο κύμα έξαρσης της πανδημίας, το οποίο κατακλύει ήδη την χώρα, δεν προέβη εγκαίρως στην καθιέρωση συγκεκριμένων πρωτοκόλλων διαχείρισης τόσο ως προς την λειτουργία των δικαστηρίων όσο και την διαχείριση περιστατικών διαπιστωμένων κρουσμάτων κορωνοιού, προσαρμοσμένα στη ιδιαιτερότητα του θεσμού.

Σήμερα το Κράτος μεταβιβάζει το βάρος της ευθύνης στους υπηρετούντες τον χώρο της Δικαιοσύνης, με την τήρηση των προσωπικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας, ενώ με δυσκολία διαθέτει μέσα προστασίας, ακόμα και τα στοιχειώδη. Εν μέσω της ιδιαίτερα κρίσιμης για τα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης και Λάρισας κατάστασης,  λόγω της έξαρσης του ιού στις αντίστοιχες πόλεις και ενόψει των συχνών καταγγελιών των συναδέλφων που υπηρετούν στα δικαστήρια της Αθήνας περί εστιών συνωστισμού κατά την εκδίκαση κυρίως πολιτικών αλλά και ποινικών υποθέσεων, φρονούμε ότι πρέπει να επανεκτιμηθούν τα ληφθέντα μέτρα και να εκδοθεί νέα ΚΥΑ, που να τροποποιεί για το διάστημα της ισχύος της, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα συνωστισμού, που έχουν προκύψει τις τελευταίες εβδομάδες.

Το δε Προεδρείο της Ένωσης όφειλε, να έχει ως προτεραιότητα να ασκήσει την δέουσα πίεση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, κατάλληλα για την εφαρμογή τους στο δικαστηριακό περιβάλλον. Ο φόβος του καθενός μας για την υγεία του είναι υπαρκτός και οφείλει το Προεδρείο να τον λάβει υπόψη του.

ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να επιδιώξουμε άμεσα ως ΕνΔΕ τα ακόλουθα:

1) Υποχρεωτική παράσταση αποκλειστικά με δήλωση όλων των διαδίκων, όχι μόνο σε διαδικασίες, που αυτή επιτρέπεται ήδη προαιρετικά (Άρειος Πάγος, Πολιτικό Εφετείο) αλλά και στις ειδικές διαδικασίες, εκουσία δικαιοδοσία και ασφαλιστικά μέτρα με εξέταση μαρτύρων ενώπιον συμβολαιογράφων (ένορκες βεβαιώσεις) και όχι στα Ειρηνοδικεία για την αποφυγή του συνωστισμού στα Δικαστήρια.

2) Διεξαγωγή κανονικά των τυπικών συζητήσεων της νέας τακτικής διαδικασίας σε όλα τα δικαστήρια, αφού εκεί ούτως ή άλλως πρακτικά δεν υπάρχει προφορική διαδικασία.

3) Οι υποθέσεις στις οποίες δεν έχουν υποβάλλει δήλωση όλα τα διάδικα μέρη (ανεξαρτήτως διαδικασίας)  δεν εισάγονται προς συζήτηση και αναβάλλονται οίκοθεν.

4) Ως προς την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, εκδίκαση μόνο των υποθέσεων που υπάρχει κίνδυνος παραγραφής και αυτών στις οποίες υπάρχουν προσωρινά κρατούμενοι.

5) Ο επαναπροσδιορισμός των υποθέσεων που δεν θα συζητηθούν είναι αρμοδιότητα του Διευθύνοντος εκάστου δικαστικού σχηματισμού λαμβανομένων πάντα υπόψη των αποφάσεων των οικείων ολομελειών.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΦΟΥΚΑΣ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ, ΜΕΛΟΣ ΔΣ ΕνΔΕ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑ, ΕΦΕΤΗΣ, ΜΕΛΟΣ ΔΣ ΕνΔΕ

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΒΕΡΓΩΝΗΣ, ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ

ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΥΤΑΚΗ, ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ

 

Για την αντιδιαλεκτική κριτική στις δικαστικές ενώσεις, Βασίλη Φαϊτά, Εφέτη ΔΔ, Γ. Γραμματέα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Βασίλης Φαϊτάς,
Εφέτης ΔΔ,  Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Αθήνα,  21.11.2020

Κάποτε, όταν μια δικαστική ένωση στο πλαίσιο των καταστατικών της σκοπών (π.χ. στο πλαίσιο της ευθύνης της για την προαγωγή της νομικής επιστήμης) τοποθετείται δημόσια για επίκαιρα, ιδιαίτερης σημασίας, νομικά θέματα, εμφανίζονται κάποιες φωνές που μιλούν για «πολιτικοποίηση των δικαστικών ενώσεων» ! Έχει λοιπόν δικαίωμα μια δικαστική ένωση να αναδείξει π.χ. ότι ορισμένη (ιδιαίτερης σημασίας) νομική ρύθμιση παραβιάζει (κατά την νομική της αντίληψη) συνταγματικές διατάξεις, ότι προσβάλλει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ή θα πρέπει να μιλάει μόνο όταν θα θεωρεί ότι υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις στο νόμο για το πόθεν έσχες; Κι αν «πολιτικολογεί» και άρα δεν θα πρέπει να μιλάει στην πρώτη περίπτωση γιατί να μπορεί να μιλάει στη δεύτερη;
Οι δικαστές μιλάνε με τις αποφάσεις τους, λένε οι φωνές αυτές. Γιατί αλλιώς, λένε, προκαταλαμβάνεται ο φυσικός δικαστής που αύριο θα κληθεί να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα των ίδιων διατάξεων. Το τελευταίο αυτό επιχείρημα έχει μια αληθοφάνεια και θα μπορούσε να πείσει εκείνους που επιμένουν σε επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων.
Το ότι «οι δικαστές μιλάνε με τις αποφάσεις τους» είναι αλήθεια. Είναι όμως όλη η αλήθεια; Οι δικαστές μιλάνε με τις αποφάσεις τους στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού τους έργου. Όμως οι δικαστές δεν «μιλάνε» με άλλο τρόπο; Δεν κάνουν εισηγήσεις σε συνέδρια, σε ημερίδες και σε άλλες εκδηλώσεις; Δεν αρθρογραφούν για νομικά ζητήματα; Πόσες φορές δικαστές αναδεικνύουν μέσα από ένα συνέδριο ή με ένα άρθρο ότι ορισμένη νομική ρύθμιση παραβιάζει (κατά την νομική τους αντίληψη) συνταγματικές διατάξεις, ότι προσβάλλει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα; Πόσες φορές ένα άρθρο δικαστή εκφράζει μία θέση για την έννοια μιας διάταξης; Προκαταλαμβάνεται άραγε και στις παραπάνω περιπτώσεις ο φυσικός δικαστής που αύριο θα κληθεί να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή την έννοια των ίδιων διατάξεων;
Οι δικαστές επίσης «μιλάνε» στο πλαίσιο της δράσης των προβλεπόμενων στο ίδιο το Σύνταγμα δικαστικών ενώσεων. Ειδικότερα, «μιλάνε» με ανακοινώσεις, με δελτία τύπου, με υπομνήματα προς διάφορους θεσμικούς φορείς, ιδίως Υπουργούς και τη Βουλή των Ελλήνων. «Μιλάνε» επίσης στο πλαίσιο των συλλογικών μορφών δράσεων των δικαστικών ενώσεων. Αλήθεια, όταν καλείται μια δικαστική ένωση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ως φορέας να τοποθετηθεί για νομοσχέδια, για διατάξεις που είναι υπό διαμόρφωση, η γνώμη της προκαταλαμβάνει τους δικαστές που θα εκδικάζουν αύριο διαφορές ερειδόμενες στις διατάξεις αυτές (οι οποίες στο μεταξύ θα έχουν ψηφιστεί);  Ή μήπως στη συζήτηση που έγινε π.χ. το 2016 στις μεγάλες πανδικαστικές συγκεντρώσεις για το νέο Ασφαλιστικό (μία συζήτηση εξαιρετικού επιστημονικού επιπέδου) οι απόψεις πολλών δικαστών για αντισυνταγματικότητα ορισμένων διατάξεων προκατέλαβαν τάχα το φυσικό δικαστή που στη συνέχεια επιλήφθηκε των σχετικών υποθέσεων;
Είναι, τέλος, αδιαμφισβήτητο ότι οι δικαστές απολαμβάνουν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) με τους περιορισμούς φυσικά που θέτει το Σύνταγμα (άρθρο 29 παρ. 3 εδ. α΄) ή ο νόμος (π.χ. άρθρο 91 παρ. 4 εδ. β΄ του ΚΟΔΚΔΛ). Ένα δικαίωμα που πρέπει να το ασκούν με τη μορφή εκείνη (επίπεδο επιστημονικού λόγου κλπ.) που συνάδει με το θεσμικό τους ρόλο.
Γιατί λοιπόν κάποιοι αντιλαμβάνονται ότι η παρέμβαση των ενώσεων και η τοποθέτησή τους για επίκαιρα, ιδιαίτερης σημασίας, νομικά θέματα, συνιστά μη επιτρεπτή μορφή «πολιτικοποίησης»; Ποιο είναι το σφάλμα της οπτικής τους;
Κάθε νόμος που τέθηκε σε ισχύ πάνω στη Γη οποτεδήποτε, από τα πρώτα χρόνια της αρχαίας δουλοκτητικής κοινωνίας έως σήμερα εμπεριείχε / εμπεριέχει έκφραση των γενικών συμφερόντων που απέρρεαν / απορρέουν από το δοσμένο κάθε φορά υλικό τρόπο παραγωγής. Αυτό ισχύει για όλους τους νόμους, από τον πιο σημαντικό έως το πιο ασήμαντο. Η νομική επιστήμη αναφέρεται στην κοινωνία, δηλαδή στις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στη διαδικασία παραγωγής και ανταλλαγής, όπως άλλωστε και η πολιτική οικονομία. Και η μεν πολιτική οικονομία εξετάζει τις κοινωνικές σχέσεις με έμφαση την οικονομική τους πλευρά, η δε νομική επιστήμη  με έμφαση εκείνες τις πλευρές που τις εκπληρώνουν. Μεταξύ της οικονομίας και του δικαίου υπάρχει αλληλεπίδραση. Το δίκαιο είναι ένα από τα εποικοδομήματα της οικονομικής βάσης, πλην όμως επιδρά και αντίστροφα πάνω στις οικονομικές συνθήκες που το παρήγαγαν και δύναται να τις σταθεροποιεί.
Aκόμη και ο πρωτοετής φοιτητής της Νομικής που διδάσκεται ιστορία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία του δικαίου γνωρίζει πως δεν υπάρχει κανένα νομικό θέμα (και το πιο ασήμαντο) που να μην αναφέρεται στην κοινωνική -οικονομική -πολιτική διαπάλη, η οποία διεξάγεται αντικειμενικά δημιουργώντας την ιστορική κίνηση και η οποία αγγίζει το σύνολο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει αμιγώς νομικό θέμα χωρίς να εμπεριέχει στοιχεία πολιτικής διαπάλης. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στη συζήτηση μεγάλων νομικών θεμάτων.
Η μεταφυσική αντίληψη είναι λοιπόν αυτή που ευθύνεται για τέτοιου είδους κριτική στις δικαστικές ενώσεις. Οι δικαστικές ενώσεις δεν θα μπορούσαν να «εξαφανίσουν» εντελώς τα στοιχεία πολιτικής διαπάλης που ενυπάρχουν αντικειμενικά σε κάθε νομικό θέμα που αγγίζουν. Κανείς δεν θα μπορούσε να το κάνει. Σημασία έχει εάν το προσεγγίζουν με επίκεντρο τη νομική επιστήμη και εάν «μιλάνε» διαλεκτικά.

Ο επιστημονικός ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων, Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ – Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Ο επιστημονικός ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων

Χριστόφορου Σεβαστίδη,
ΔΝ Εφέτη,
Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

       Θεώρησα πιο συνετό να κάνω την παρέμβαση αυτή κρατώντας  χρονικά μια απόσταση από το γεγονός που μου έδωσε την αφορμή ώστε να είναι η κρίση μου περισσότερο αντικειμενική και ψύχραιμη και να έχουν κατασταλάξει οι απόψεις στο νομικό κόσμο.

       Στους καταστατικούς σκοπούς της Ένωσης περιλαμβάνεται και η προαγωγή της Νομικής Επιστήμης. Η διατύπωση επομένως νομικών απόψεων στη βάση του ορθολογισμού και της επιστήμης. Το δικαίωμα αυτό της Ένωσης μετατρέπεται σε επιβεβλημένο καθήκον κάθε φορά που διαπιστώνουμε να πλήττεται στον πυρήνα του ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα, όταν παραβιάζεται από την Διοίκηση μια διάταξη του Συντάγματος. Κάθε προσβολή του Θεμελιώδους Νόμου αξιολογείται ως πληγή στη Δημοκρατία. Το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος στην παρ.2 ορίζει ότι «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους  που συμφωνούν με αυτό  και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία  αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Με πόση μεγαλύτερη ένταση απευθύνεται  άραγε ο Συνταγματικός Νομοθέτης στους Δικαστικούς Λειτουργούς; Η έκφραση μιας δικαιοδοτικής κρίσης από τα αρμόδια Δικαστήρια δεν λειτουργεί συγκρουσιακά ούτε αποκλείει το δικαίωμα μιας επιστημονικής ένωσης να εκφράζει τις θέσεις της είτε με ανακοινώσεις είτε σε συνέδρια είτε με αρθρογραφία. Τις περισσότερες φορές υποθέσεις παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων από την κρατική εξουσία δεν φτάνουν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Θα έπρεπε σε αυτές τις περιπτώσεις να εθελοτυφλούμε και να αρνούμαστε να τοποθετηθούμε;

       Η Ένωση μας τα τελευταία χρόνια, μετά το 2016, έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν διστάζει να διατυπώνει τις επιστημονικές της θέσεις και να αναλαμβάνει  το κόστος αυτής της επιλογής. Την περίοδο 2016-2019 εκδώσαμε πολλές ανακοινώσεις υπέρ της αντισυνταγματικότητας μιας σειράς Νομοθετημάτων. Θυμίζω τους νόμους για το πόθεν έσχες , για τις τηλεοπτικές άδειες, την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση, την απόπειρα μετατροπής των Ειρηνοδικών σε άμισθους Υποθηκοφύλακες. Η τότε Κυβέρνηση μας είχε χαρακτηρίσει Γραφείο Τύπου της Αντιπολίτευσης. Τα ίδια φαινόμενα αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Ακατάπαυστη κριτική από την Κυβέρνηση και άμεση αμφισβήτηση του επιστημονικού μας ρόλου, αήθεις επιθέσεις  δημοσιογράφων, επικρίσεις ορισμένων πανεπιστημιακών, που θα είχαν αξία αν μας έπειθαν με νομικά επιχειρήματα και όχι ως νομικές αυθεντίες. Είναι γνωστή η μόνιμη δυσανεξία της εκτελεστικής εξουσίας στην κριτική ακόμα και αν αυτή γίνεται αποκλειστικά με κριτήρια επιστημονικά. Την κριτική αυτή όπως και τις συκοφαντίες, τις διαστρεβλώσεις τα χοντροκομμένα ψέματα, πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε σαν το αναγκαίο τίμημα για να διατηρήσουμε το δικαίωμα του λόγου. Από το δικαίωμα αυτό το σημερινό προεδρείο της Ένωσης  δεν θα παραιτηθεί, ούτε από φόβο θα επιλέξει τον ασφαλή δρόμο της σιωπής και της αποστασιοποίησης. Η στάση μας αυτή είναι συνειδητή και διαχρονική ανεξάρτητα από τις εναλλαγές των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία. Οι πολιτικές εξελίξεις που πολλές φορές πυροδοτούνται μετά από κάποια ανακοίνωση μας η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε επιστημονικά επιχειρήματα, είναι πέρα από τους σκοπούς και τις επιδιώξεις μας και για αυτό πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους.

       Και λίγα λόγια για την τελευταία ανακοίνωση της Ένωσης: Η Ένωση εξέφρασε την άποψη της σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα Στο κατά πόσο η απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. να απαγορεύσει τις συναθροίσεις με τρόπο γενικό και απόλυτο σε όλη την Επικράτεια συνιστά αναστολή του δικαιώματος της συνάθροισης . Η νομολογία του ΣτΕ και η νομική θεωρία δεν έχουν εξαιρέσεις. Ο περιορισμός του δικαιώματος της συνάθροισης είναι θεμιτός μόνο όταν είναι αιτιολογημένος,  αφορά λόγους δημόσιας ασφάλειας και η απόφαση της Αστυνομικής Αρχής προσδιορίζει με ακρίβεια τον τόπο και τον χρόνο της συγκεκριμένης συνάθροισης που απαγορεύει. Μια γενική απαγόρευση χωρίς άλλη εξειδίκευση συνιστά αναστολή της συνταγματικής διάταξης και τέτοια αναστολή είναι νοητή μόνο στην κατάσταση πολιορκίας του άρθρου 48 του Συντάγματος και μετά από απόφαση της Βουλής. Το συμπέρασμα του συλλογισμού είναι προφανές. Η βαθιά ανησυχία που εξέφρασε η Διεθνής Αμνηστία για την γενική απαγόρευση των συναθροίσεων από τις Ελληνικές Αρχές και το κάλεσμα για ανάκληση της απόφασης δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η γενική απαγόρευση είναι δυσανάλογη και παραβιάζει τις υποχρεώσεις της Ελλάδας βάσει του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

       Η Ένωση δεν έλαβε καμία θέση  – ούτε δικαιούται να το κάνει – για την αναγκαιότητα η μη των συναθροίσεων στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Ήταν καθαρά πολιτικό ζήτημα και αφορούσε αποκλειστικά τα πολιτικά κόμματα και τους φορείς. Η πανδημία αποτελεί αυτή τη στιγμή τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Οι περιορισμοί συνεπώς των δικαιωμάτων είναι σε ένα βαθμό θεμιτοί εφόσον είναι αιτιολογημένοι. Δεν μπορούν ωστόσο τα Κράτη να φτάνουν μέχρι το σημείο της πλήρους αναστολής ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην λεπτή αυτή ισορροπία. Οι παρεμβάσεις του συλλογικού μας οργάνου πρέπει να αποσκοπούν στη διαφύλαξη αυτής της ισορροπίας.

Σχετικά με την από 15-11-2020 ανακοίνωση της ΕνΔΕ


                                                                              Αθήνα, 16-11-2020

Το Προεδρείο της ΕνΔΕ, με την από 15-11-2020 ανακοίνωσή του, έχει επιλέξει να τοποθετήσει την Ένωση στην πολιτική διαμάχη και μάλιστα σε ηγετικό ρόλο! Ταυτόχρονα, στο ζήτημα του καλπάζοντος κινδύνου της πανδημίας, της αποτροπής της μετατροπής των δικαστικών αιθουσών και γραφείων σε εστίες κινδύνου, της προστασίας της υγείας των μελών της Ένωσης, των Γραμματέων, των Δικηγόρων και των διαδίκων, επιδεικνύει αφωνία, μετά την ρήξη με τους συνδικαλιστικούς φορείς των δικηγόρων. Σήμερα που επείγει όσο ποτέ η προσαρμογή της ΚΥΑ λειτουργίας των δικαστηρίων, ο Πρόεδρος της ΕνΔΕ επιλέγει να ενταχθεί σε ένα πολιτικό μέτωπο, καταρρακώνοντας όχι μόνο το καταστατικό, αλλά και τη φύση της Ένωσης. Δεν μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί μπροστά σε αυτή την εκτροπή. Καλούμε όλους τους συναδέλφους, ανεξάρτητα από τις επιλογές τους στις πρόσφατες αρχαιρεσίες, σε εγρήγορση για την επαναφορά της Ένωσης στο ρόλο της, ως προασπιστή του ρόλου της δικαιοσύνης και προστασίας των μελών της και των μετεχόντων στην απονομή του Δικαίου. Δηλώνουμε ότι, δρώντας μέσα στα καταστατικά πλαίσια, θα επιχειρήσουμε κάθε ενέργεια για τον σκοπό αυτό.

 

      Δημήτριος Φούκας                          Ελευθερία Κώνστα

 

   Πρόεδρος πρωτοδικών                               Εφέτης

      Μέλος ΔΣ ΕνΔΕ                                 Μέλος ΔΣ ΕνΔΕ

Συνταγματική απαγόρευση πορείας Πολυτεχνείου 2020, Εμμανουήλ Φωτάκης, Ειρηνοδίκης Αθηνών

Αθήνα,  17/11/2020

Αναφορικά με την συνταγματικότητα ή μη της υπ’ αριθμ. 1029/8/18 Απόφασης του Αρχηγού Ελληνικής Αστυνομίας που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 5046/Β/14-11-2020, δυνάμει της οποίας  απαγορεύονται όλες οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 11 του Συντάγματος και ν. 4703/2020, Α’131) στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα (4) ή περισσότερα άτομα και επαπειλούνται κυρώσεις τούτη ελήφθη σε εφαρμογή του Ν.. 4703/2020 για τις Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α 131/10.7.2020) . Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου   αυτού, σκοπός είναι η διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι δημοσίως σε υπαίθριο χώρο, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κατά τρόπον ώστε να μην εκτίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια ασφάλεια και να μην διαταράσσεται υπέρμετρα η κοινωνικοοικονομική ζωή ορισμένης περιοχής. Ειδικότερα το μεν άρθρο 11 του Συντάγματος προβλέπει δυνατότητα απαγόρευσης συναθροίσεως με  αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας της συνάθροισης επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Το δε άρθρο 11 της ΕΣΔΑ περί Ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι προβλέπει ρητά ότι; « η άσκησις των δικαιωμάτων εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συναιτερισμού  δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους.»  Με την υπερνομοθετικής και υπερσυνταγματικής  ισχύος πρόβλεψη και της υγείας ως συστατικού στοιχείου  των επιτρεπόμενων ορίων του περιορισμού που ανέχεται για το προστατευόμενο δικαίωμα που περιορίζεται έως και πλήττεται ολοκληρωτικά , γίνεται σαφές ότι εφόσον αυτό το προστατευόμενο έννομο αγαθό (της ελευθερίας του συνέρχεσθαί) αντιπαρατεθεί με την αναγκαιότητα προστασίας της υγείας , η τελευταία προφανώς υπερτερεί. Πολλώ δε μάλλον υπό συνθήκες πανδημίας, ήτοι σε παγκόσμια κλίμακα επαπειλούμενης της υγείας για το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού.  Με τον τρόπο αυτό επεκτείνεται η έννοια της δημόσιας ασφάλειας για την οποία και το αρθρο 11 του Συντάγματος ομιλεί. 

Εν προκειμένω, η μόνη αντισυνταγματικότητα που μπορεί να εντοπίσει ο ψύχραιμος νομικός αναγνώστης της Απόφασης του Αρχηγού ΕΛΑΣ είναι αυτή της παράλειψης επίδειξης, αν όχι επισύναψης  της από την από 4.11.2020 γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, αλλά η απλή επίκλησή της , καθόσον αυτή αποτελεί προϋπόθεση που θέτει ο Συνταγματικός Νομοθέτης. Είναι σαφές ότι με αυτή την παράλειψη δύναται κατά τον παρεμπίπτον έλεγχο Δικαστηρίου της ουσίας που ήθελε αποφανθεί επί της συνταγματικότητας ή όχι της ως άνω απαγόρευσης να αποβεί καθοριστική στα πλαίσια των προϋποθέσεων που η Συνταγματική Διάταξη επιτάσσει , αλλά και της έλλειψης αιτιολογίας της γενικής απαγόρευσης και των εξειδικεύσεων που αυτή περιέχει με περιορισμό συναθροίσεων έως 4 προσώπων  Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές ψήγμα για την θεμελίωση της επικαλούμενης παραβίασης του Συντάγματος  σε επίπεδο μάλιστα  γνωμοδότησης ή έκφρασης νομικής άποψης ενός επιστημονικού συλλόγου που επέλεξε να πάρει θέση αν και ουδέποτε το ζήτημα του ετέθη.  Από την άλλη η δημόσια έκφραση της γνώμης αυτής από το θεσμικώς ανώτατο και πολυπληθέστερο δικαστικό συνδικαλιστικό όργανο  ελλοχεύει κίνδυνο  δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων για το  σύνολο ή την πλειοψηφία των Δικαστών οι οποίοι φέρονται να συμφωνούν, αν και ουδόλως ερωτήθηκαν τουλάχιστον από όσους τους εκπροσωπούν. Η δεσμευτικότητα  απόψεων  ευτυχώς εξαντλείται στην  χρησιμοποίηση των περιεχόμενων επιχειρημάτων από παραβάτες της απαγόρευσης  και επίκλησης από αυτούς του κύρους με το οποίο περιβάλλονται, προκειμένου να υπερασπιστούν την παραβατική τους συμπεριφορά, αλλά ακριβώς αυτό το κύρος των Δικαστών οφείλουμε να προστατεύσουμε από οποιονδήποτε το απειλεί είτε εκουσίως είτε ακουσίως . 

Εμβαθύνοντας περαιτέρω, σημειώνουμε ότι στον στενό πυρήνα του βαλλόμενου δικαιώματος της ελευθερίας του συνέρχεσθαι βρίσκεται η συνάθροιση . Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου (εδαφ. 3) δίδεται ο ορισμός της  Κινούμενης συνάθροισης ή «πορείας» και οριζόμενης ως η πεζή ή εποχούμενη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, η οποία πραγματοποιείται με μετακίνηση των συμμετεχόντων ή μέρους των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένη οδική διαδρομή. Επομένως , η μετακίνηση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος . Με τα ληφθέντα μέτρα επιδημιολογικού συναγερμού της 7ης  Νοεμβρίου 2020 (ΦΕΚ 4899/Β/6-11-2020) σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση Δ1α/Γ.Π.οικ.: 71342, προβλέφθηκε και εφαρμόζεται ο περιορισμός της κυκλοφορίας μετά την 9η βραδινή ώρα και οι περαιτέρω περιορισμοί και καταστρατηγήσεις ατομικών δικαιωμάτων ,  προκειμένου να αποφευχθεί κατά κύριο λόγο ο συγχρωτισμός των πολιτών και η περαιτέρω διασπορά του θανατηφόρου ιού . Εντός αυτού του πλαισίου  η κινείται και η απαγόρευση του Αρχηγού ΕΛΑΣ.  

Σε κάθε περίπτωση η εν λόγω Απόφαση, παρότι επικαλείται ότι εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του κυρωθέντος από την Βουλή  ν. 4703/2020 , στην πραγματικότητα φαίνεται να υπηρετεί και να εμπνέεται περισσότερο από  τα οριζόμενα και τις προβλέψεις  του άρθρου 68 παρ. 2 της ΠΝΠ 20.3.2020 (ΠΝΠ  ΦΕΚ Α 68 2020) η οποία κυρώθηκε βάσει του άρθρου 44 παρ. 1 Σ με το άρθρο  1 Ν. 4683/2020 και κατέστη τυπικός νόμος , όπου ορίζεται επί λέξει ότι : «2. Για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων. Με την ίδια απόφαση μπορούν να προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων κυρώσεων που προκύπτουν από την κείμενη νομοθεσία» . 

Όσο για την αρχή της αναλογικότητας, δυστυχώς οι αμείλικτοι αριθμοί των νεκρών (71 νεκροί στις 15 Νοέμβρη , 59 στις 16  ενώ συνολικά, από την αρχή της πανδημίας, 1.165 καταγεγραμμένα θύματα του ιού στην Ελλάδα) και δεδομένης της εμπειρίας των παρελθόντων ετών για τον τρόπο εορτασμού της επετείου της 17 Νοεμβρίου 1973, καθιστούν το περιοριστικό της ελευθερίας μέτρο  μη υπερβαίνων τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου της προστασίας της δημόσιας υγείας, για την οποία έχει εκ του Συντάγματος (αρθρ.21) η πολιτεία υποχρέωση να μεριμνά. 

Τέλος, σημειώνουμε ότι η Δικαστική εξουσία ελέγχει τις άλλες δύο εξουσίες (εκτελεστική και νομοθετική)  και δεν εμπλέκεται περαιτέρω στο έργο τους. Δεν προεξοφλεί την ορθότητα ή το σφάλμα τους και δεν επιχειρεί αυτή να διαμορφώσει την πολιτική επικαιρότητα , αλλά επεμβαίνει μόνο όταν της ζητηθεί ή κρίνεται απαραίτητο από τις συνθήκες. Οφείλει να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση, όταν εκφέρει άποψη για ζητήματα που άπτονται των καταστατικών σκοπών της και της επιστήμης που υπηρετεί . Διατυπώνει τις απόψεις της κατά κανόνα δια των αποφάσεων των λειτουργών της και δη εξατομικευμένα για κάθε υπόθεση που άγεται ενώπιον της, μη δεσμεύοντας  μάλιστα κάθε απόφαση τις επόμενες , έστω και εάν αυτές είναι συναφείς ή ακόμη και όμοιες. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκ  του θεσμικού της ρόλου μπορεί να συμμετέχει στην όποια επιστημονική συζήτηση , και να εκφράζεται δια του Συμβουλίου της , το οποίο πρέπει να ακούγεται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καταγραφή όλων των απόψεων μιας και η εκπροσώπηση βάσει καταστατικού επέρχεται με την επιλογή προσώπων (καθόσον ενιαίο το ψηφοδέλτιο κατά τις αρχαιρεσίες ) κι όχι συνδυασμών ή ομάδων με συγκεκριμένη ατζέντα και ιδεολογικό προσανατολισμό . Και τούτο διότι έτσι εξασφαλίζεται μεγαλύτερη αμεσότητα στην εκπροσώπηση και αποτυπώνεται έξωθεν η πραγματική βούληση του Δικαστικού Σώματος εκπεφρασμένου δια των πλειοψηφιών , όπως διαμορφώνεται ανά περίπτωση και όχι με την επικράτηση της άποψης ολίγων ή και ενός που ηγείται υποστηριχθέντος  άπαξ από τη πλειοψηφία που τον εξέλεξε . 

Μάνος Φωτάκης

Ειρηνοδίκης Αθηνών

Μέλος του ΔΣ της 

Ένωσης Δικαστών 

και Εισαγγελέων Ελλάδος 

 

Δήλωση Αγγελικής Λαϊνιώτη, Προέδρου Εφετών ε.τ., πρώην Προέδρου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών για την απαγόρευση των συναθροίσεων

Συνυπογράφω την από 15/11/2020 ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με τίτλο «Σύνταγμα και απαγόρευση συναθροίσεων». Η σοβαρή υγειονομική κατάσταση, την οποία βιώνει η χώρα μας, όπως και οι λοιπές χώρες της Ευρώπης, δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία ούτε για τον περιορισμό των Συνταγματικών ελευθεριών ούτε για την φαλκίδευση, απενεργοποίηση ή κατάργηση των στοιχείων της εθνικής μας ταυτότητας και της μακραίωνης ιστορίας μας. Και μάλιστα κατά μείζονα λόγο όταν αυτά φέρουν τον μανδύα του «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Υπάρχουν τρόποι προφύλαξης από τον ιό και αυστηρά μέτρα που μπορούν να ληφθούν, χωρίς να παραλειφθεί ο στοιχειώδης – ενόψει των συνθηκών –  εορτασμός του Πολυτεχνείου, όπως -δυστυχώς– παραλείφθηκαν η Ανάσταση και το Πάσχα, η 25η Μαρτίου και η 28η Οκτωβρίου. Δεν το απαιτεί μόνο η Δημοκρατία αλλά και η ιστορία της πατρίδας.

 

Αγγελική Λαϊνιώτη, Πρόεδρος Εφετών ε.τ., πρώην Πρόεδρος της Ένωσης  Διοικητικών Δικαστών

 

Δήλωση των μελών του Προεδρείου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών Βασίλη Φαϊτά και Βανέσσας Παναγιώτας Ντέγκα

Συνυπογράφουμε κατά λέξη την από 15/11/2020 δημόσια τοποθέτηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με τίτλο «Σύνταγμα και απαγόρευση συναθροίσεων» που έχει ως εξής:

Με την υπ’ αριθμό 1029/8/18 (ΦΕΚ 5046 Β’/ 14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αποφασίστηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συγκεντρώσεων στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 15 Νοεμβρίου και ώρα 06.00’ μέχρι 18 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 21.00’, στις οποίες συμμετέχουν 4 ή και περισσότερα άτομα με την απειλή επιβολής κυρώσεων.

Το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια…». Η γενική απαγόρευση δεν παύει και αυτή να αφορά συγκεκριμένη συνάθροιση η οποία έχει εξαγγελθεί για ορισμένο τόπο και χρόνο με το ένα ή άλλο περιεχόμενο. Δεν μπορεί να επεκταθεί σε απαγόρευση και κάθε άλλης συνάθροισης σε ολόκληρη γεωγραφική περιοχή (πχ σε Νομό ή πολύ περισσότερο σε όλη την Επικράτεια) διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναστολή της ισχύος του άρθρου 11 του Συντάγματος κάτι που μόνο στις έκτακτες συνθήκες του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας) μπορεί να συμβεί (Σβώλου/Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος , Β’ , 1955, 228 και σε Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2006, 489). Η δε ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, αφορά στη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κίνησης (πχ θέση σε καθεστώς καραντίνας συγκεκριμένου πολίτη) και δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις για τις οποίες προβλέπει αποκλειστικά και μόνο το άρθρο 11. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί, ότι για τις συναθροίσεις κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου όπως και της Πρωτομαγιάς,  σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΠΔ 73/2020 που εκδόθηκε για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων του ν. 4703/2020,  δεν οφείλεται γνωστοποίηση στις Αρχές.

Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τη δημόσια υγεία μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του Κράτους Δικαίου.  Θεωρούμε ότι η σχολιαζόμενη απόφαση για γενική απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη την Επικράτεια βρίσκεται εκτός  Συνταγματικού πλαισίου και θα πρέπει άμεσα να ανακληθεί.

Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Βανέσσα Παναγιώτα Ντέγκα, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ, Ταμίας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

 

 

Προϋποθέσεις δίωξης, ποινική διαδικασία και παραγραφή επί φορολογικών αδικημάτων- Σχέση ποινικής και διοικητικής δίκης, Χαράλαμπου Θ. Σεβαστίδη, Προέδρου Πρωτοδικών, Εκπροσώπου Τύπου ΕΔΕ


Προϋποθέσεις δίωξης, ποινική διαδικασία και παραγραφή επί φορολογικών αδικημάτων- Σχέση ποινικής και διοικητικής δίκης

(σκέψεις με αφορμή τις πρόσφατες αλλαγές του Ν. 4745/2020)*

 

Χαράλαμπου Θ. Σεβαστίδη

Προέδρου Πρωτοδικών, Εκπροσώπου Τύπου ΕΔΕ

 

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις- Σκοπός της τροποποίησης της νομοθεσίας για την λαθρεμπορία και την φοροδιαφυγή με το άρθρο 32 Ν. 4745/2020.

Τα τελευταία χρόνια τόσο το ΕΔΔΑ όσο και το ΔΕΕ με σειρά αποφάσεών τους απαιτούν από τα κράτη μέλη την επανεξέταση του ζητήματος των λεγόμενων δυαδικών κυρώσεων για την ίδια παράβαση[1]. Η αναλυτική παράθεση του ζητήματος ξεπερνάει τα όρια της σύντομης αυτής παρουσίασης, αλλά κρίνεται σκόπιμη για την καλύτερη κατανόηση των νέων ρυθμίσεων η αναφορά στα πορίσματα των δύο αυτών δικαστηρίων.

Επί του ζητήματος αυτού γίνονται δεκτά τα ακόλουθα: πρώτον, η σώρευση κυρώσεων διαφορετικού είδους (ποινές στερητικής της ελευθερίας και χρηματικές ποινές) για την ίδια παράβαση δεν είναι καταρχήν απαγορευμένη, ιδίως όταν γίνεται στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας[2]· δεύτερον, εκείνο που απαγορεύεται από τα άρθρα 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 48 παρ. 1 και 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (που κατοχυρώνουν το δικαίωμα της άπαξ δίωξης και το τεκμήριο της αθωότητας) είναι η επιβολή για την ίδια παράβαση και σε βάρος του ίδιου προσώπου κυρώσεων ποινικής φύσης σε παράλληλες ή διαδοχικές διαδικασίες αφενός από διοικητικά δικαστήρια ή όργανα αφετέρου από ποινικά δικαστήρια. Επομένως, για την κατάφαση της παράβασης της αρχής ne bis in idem πρέπει αρχικά να διαπιστώνεται ο ποινικός χαρακτήρας της κύρωσης που επιβάλλεται από τα διοικητικά δικαστήρια ή όργανα και από τα ποινικά δικαστήρια. Ο χαρακτηρισμός μιας κύρωσης ως ποινικής στηρίζεται σε αυτόνομα ευρωπαϊκά κριτήρια και δεν υπακούει στην κατάταξή τους στην οικεία εθνική νομοθεσία ως «διοικητικών»[3]. Για τη διαπίστωση της ύπαρξης «κατηγορίας ποινικής φύσης» πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρία κριτήρια και συγκεκριμένα ο νομικός χαρακτηρισμός του επιδίκου μέτρου στο εθνικό δίκαιο, η φύση του αυτή καθ’ εαυτή, καθώς και η φύση και ο βαθμός της αυστηρότητας της κύρωσης· τα κριτήρια αυτά τίθενται διαζευκτικά και επομένως αρκεί η συνδρομή ενός για να χαρακτηριστεί μία κύρωση ως ποινική[4]. Εννοείται, βέβαια, ότι στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου «ποινική» κύρωση αποτελεί μόνο η επιβολή του πολλαπλού τέλους σε περίπτωση τέλεσης λαθρεμπορίας και όχι η επιβολή των διαφυγόντων δασμών και φόρων[5]. Σημειώνεται εδώ ότι για τη διαπίστωση του ποινικού ή μη χαρακτήρα μιας κύρωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της απειλούμενης στον νόμο κύρωσης και όχι εκείνη της τελικά επιβληθείσας κύρωσης[6]· τρίτον, η ταυτότητα της πράξης κρίνεται επί τη βάσει των ουσιωδών συστατικών των ελεγχόμενων μορφών συμπεριφοράς και δεν επηρεάζεται από τον τυχόν διαφορετικό χαρακτηρισμό ή την τυχόν στενότερη αντίληψη της πράξης στην εθνική νομοθεσία[7]· τέταρτον, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem θα πρέπει η πρώτη διαδικασία (ποινική ή διοικητική, εφόσον και η τελευταία αφορά σε κύρωση με ποινικό χαρακτήρα) να έχει περατωθεί αμετάκλητα («final» κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου του ΕΣΔΑ), με έκδοση είτε αθωωτικής είτε καταδικαστικής απόφασης. Τελειωτική κρίση του πρώτου δικαστηρίου υπάρχει όταν η σχετική απόφαση δεν υπόκειται σε τακτικά ένδικα μέσα ή οι διάδικοι τα έχουν εξαντλήσει ή δεν τα άσκησαν εντός της νόμιμης προθεσμίας, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη εξαιρετικά ένδικα μέσα, όπως η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας ή για παράταση της προθεσμίας που έχει λήξει[8]. Παράλληλα, το ΕΔΔΑ δέχθηκε πρόσφατα ότι το πλέον κρίσιμο στοιχείο για τη διαπίστωση της παραβίασης της αρχής ne bis in idem αποτελεί ο τυχόν σύνδεσμος των δύο διαδικασιών, ήτοι της ποινικής και της διοικητικής, ο οποίος τις καθιστά ένα ενιαίο σύνολο, με το οποίο αποδοκιμάζεται συνολικά η ίδια αντικειμενική συμπεριφορά· όταν διαπιστώνεται τέτοιος σύνδεσμος δεν ανακύπτει παραβίαση της αρχής αυτής, τέτοιος δε σύνδεσμος υπάρχει όταν συντρέχουν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, όπως όταν οι δύο διαδικασίες λειτουργούν συμπληρωματικά, όταν η ύπαρξη δύο διαδικασιών είναι προβλέψιμη για τον ενδιαφερόμενο, όταν οι ενέργειες που έχουν γίνει στα πλαίσια της μιας διαδικασίας, ιδίως η θεμελίωση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια και της άλλης διαδικασίας και τέλος, κατά κύριο λόγο, όταν η ποινή που επιβλήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας που ολοκληρώθηκε πρώτη, συνεκτιμήθηκε στα πλαίσια της δεύτερης διαδικασίας, έτσι ώστε το συνολικό βάρος που επιβάλλεται στον ενδιαφερόμενο να μην είναι ιδιαίτερα επαχθές[9]·

Ενόψει της πιο πάνω σταθερής νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, η ανάγκη για διάσωση του σημαντικού δημοσίου εσόδου από την είσπραξη προστίμων και πολλαπλών τελών στα εγκλήματα της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας, χωρίς να συνεχίσει η Ελλάδα να είναι εκτεθειμένη σε καταδίκες από το ΕΔΔΑ, οδήγησε στην τροποποίηση με το άρθρο 32 Ν. 4745/2020 των Ν. 2960/2001 και 4174/2013. Ο νομοθετικός αυτός σκοπός, που αποτυπώνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4745/2020, αλλά και υποδεικνύεται στον τίτλο τόσο του Κεφαλαίου Γ΄ του Μέρους Α΄ του νόμου αυτού όσο και του άρθρου 32 αυτού, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την κατανόηση και ερμηνεία των νέων διατάξεων.

            ΙΙ. Οι αλλαγές που επέρχονται στην κίνηση της ποινικής δίωξης, την ποινική διαδικασία και την έναρξη και αναστολή της παραγραφής στα φορολογικά εγκλήματα.

Ο Ν. 4174/2013, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4745/2020, προέβλεπε α) τη δυνατότητα κίνησης της ποινικής δίωξης για φορολογικά αδικήματα του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 και πριν την οριστικοποίηση της σχετικής φορολογικής εγγραφής, β) τον διαφορετικό χρόνο τέλεσης της πράξης και έναρξης της παραγραφής, η οποία άρχιζε από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής είτε με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης 30ήμερης προθεσμίας για άσκηση προσφυγής), γ) τη δυνητική αναστολή (αναβολή) της ποινικής δίκης από το ποινικό δικαστήριο μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί ασκηθείσας προσφυγής. Σε σχέση με τα ζητήματα αυτά οι αλλαγές που επέρχονται με τον Ν. 4745/2020 καταγράφονται στις επόμενες παραγράφους:

i) η επίδραση της εκκρεμότητας της φορολογικής εγγραφής στην κίνηση της ποινικής δίωξης και την περαιτέρω πορεία της ποινικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με το προγενέστερο καθεστώς, όπου η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια δεν εμπόδιζε την ποινική δίωξη και τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας, το άρθρο 68 παρ. 3 στοιχ. α΄ Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020, προβλέπει λόγο υποχρεωτικής αναβολής της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και σε περίπτωση ασκηθείσας ήδη ποινικής δίωξης λόγο υποχρεωτικής αναστολής της ποινικής διαδικασίας από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Η αναβολή της ποινικής δίωξης ή η αναστολή της ποινικής διαδικασίας, κατά τις πιο πάνω διακρίσεις, που είναι ανεξάρτητη από τη βαρύτητα του εγκλήματος, ξεκινάει από την έκδοση εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής, με την οποία διαπιστώνεται η διάπραξη του φορολογικού εγκλήματος και διαρκεί μέχρι την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής είτε με την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης 30ήμερης προθεσμίας για άσκηση προσφυγής).

Η εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής που επιφέρει τα πιο πάνω αποτελέσματα είναι η απόφαση επιβολής προστίμου σε περίπτωση έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή έκδοσης πλαστών φορολογικών στοιχείων, η πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. σε περίπτωση μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης Φ.Π.Α. και το φύλλο υπολογισμού φόρου εισοδήματος σε περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης φορολογίας.

Διαπιστώνεται εδώ ότι στην πράξη μετά την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου και την έκδοση εκτελεστής πράξης κατά τα προαναφερόμενα, η φορολογική αρχή ανακοινώνει στον αρμόδιο εισαγγελέα τη διάπραξη του φορολογικού αδικήματος. Συνεπώς, με την ανακοίνωση του φορολογικού αδικήματος ταυτόχρονα συντρέχει και λόγος υποχρεωτικής για τον εισαγγελέα αναβολής της ποινικής δίωξης[10].

ii) χρόνος τέλεσης της πράξης και έναρξης της παραγραφής- διάρκεια αναστολής της παραγραφής. Υπό το προγενέστερο καθεστώς (άρθρα 55Α παρ. 3 και 68 παρ. 2 Ν. 4174/2913) η παραγραφή των φορολογικών εγκλημάτων άρχιζε από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, δηλαδή είτε από την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής είτε από την άπρακτη παρέλευση της προβλεπόμενης 30ήμερης προθεσμίας για άσκηση της προσφυγής. Η ειδική αυτή πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 68 Ν. 4174/2013 (όχι όμως και του άρθρου 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013, τουλάχιστον για τα εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την 6.11.2020, όπως θα φανεί π.κ., στην ενότητα ΙΙΙ) καταργήθηκε με το άρθρο 92 Ν. 4745/2020.

Υπό το νέο καθεστώς, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του άρθρου 68 παρ. 3 Ν. 4174/2013 με το άρθρο 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020, η προθεσμία παραγραφής των φορολογικών εγκλημάτων φαίνεται να ξεκινάει από την τέλεση της σχετικής πράξης του υπαιτίου[11]. Συνεπώς, ο χρόνος τέλεσης της πράξης και έναρξης της παραγραφής πλέον ταυτίζεται. Ωστόσο, με την έκδοση της εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής, για την οποία έγινε λόγος στην αμέσως πιο πάνω παράγραφο, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται και η αναστολή αυτή διαρκεί μέχρι την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (άρθρο 68 παρ. 3 στοιχ. α΄ και γ΄ Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020).

Η πιο πάνω παρατήρηση σημαίνει ότι αν από την τέλεση του φορολογικού εγκλήματος μέχρι την έκδοση της εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής συμπληρωθεί η προβλεπόμενη προθεσμία παραγραφής (π.χ. επί πλημμελήματος αν από την τέλεση του φορολογικού εγκλήματος μέχρι την έκδοση της εκτελεστής πράξης της φορολογικής αρχής μεσολάβησε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 5 ετών), το αξιόποινο εξαλείφεται λόγω παραγραφής και συνεπώς δεν συντρέχει πλέον λόγος αναστολής της σχετικής προθεσμίας, που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει μη συμπλήρωσή της μέχρι τη συνδρομή του λόγου αναστολής.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αναμενόμενη και μάλλον δεν εντάσσεται στον νομοθετικό σκοπό μεταρρύθμισης του δικαίου των αδικημάτων για τη φορολογία και την λαθρεμπορία σε σχέση με την αποφυγή παράλληλης λειτουργίας χωριστών και διακριτών διαδικασιών κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ. Επιβάλλεται, συνεπώς, σε σχέση  με το ζήτημα αυτό η επάνοδος στο προγενέστερο καθεστώς, διότι σε διαφορετική περίπτωση στην πράξη όλα τα φορολογικά εγκλήματα, τουλάχιστον εκείνα που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, θα οδηγούνται σε βέβαιη παραγραφή πριν την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου.

Περαιτέρω, το άρθρο 68 παρ. 3 στοιχ. ε΄ Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020, προβλέπει χρονικά απεριόριστη διάρκεια της αναστολής της παραγραφής, καθώς εισάγεται εξαίρεση από το άρθρο 113 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ.

            ΙΙΙ. Οι μεταβατικές διατάξεις του Ν. 4745/2020 και το καθεστώς που διέπει τις πράξεις φοροδιαφυγής που τελούνται πριν και μετά την 6.11.2020.

Η αρχική διατύπωση του σχετικού Σχεδίου Νόμου προέβλεπε στο άρθρο 71 (αντίστοιχο του άρθρου 96 του τελικού κειμένου του Ν. 4745/2020) ότι οι διατάξεις των άρθρων 32 και 33 του Σχεδίου Νόμου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υποθέσεις.

Με παρέμβασή της κατά την ακρόαση των φορέων από την Βουλή η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων διατύπωσε επιφυλάξεις για την ορθότητα της επιλογής να επεκταθούν οι νέες ρυθμίσεις των άρθρων 32 και 33 Ν. 4745/2020 σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, δεδομένου ότι η κατά τα προαναφερόμενα υποχρεωτική αναβολή της ποινικής δίωξης ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας θα οδηγούσε σε παραγραφή όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις λαθρεμπορίας και φορολογικών αδικημάτων. Και τούτο διότι μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ήτοι μέχρι και την 30.6.2019, η αναβολή της ποινικής δίκης κατ’ άρθρο 61 ΚΠΔ μέχρι την έκδοση απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου είχε ως αποτέλεσμα το χρονικά περιορισμένο της αναστολής της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι μέχρι 3 έτη για τα πλημμελήματα και 5 έτη για τα κακουργήματα. Ο νέος ΠΚ προέβλεψε στο άρθρο 113 παρ. 2 το χρονικά απεριόριστο της αναστολής της παραγραφής λόγω αναβολής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 61 ΚΠΔ, αλλά ως δυσμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη δεν εφαρμόζεται για τις πράξεις που είχαν τελεστεί μέχρι και την 30.6.2019. Για τον λόγο αυτό ζητήθηκε η ειδική νομοθετική πρόβλεψη ώστε για τα εγκλήματα που είχαν τελεστεί μέχρι και την 30.6.2019 η αναστολή της ποινικής διαδικασίας να διατάσσεται από τα αρμόδια δικαστικά όργανα κατά τρόπο προαιρετικό, μετά από συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων κάθε υπόθεσης, καθώς και του χρόνου τέλεσης της πράξης και συνακόλουθα και του κινδύνου παραγραφής του εγκλήματος.

Τελικά, ο Ν. 4745/2020 επέλεξε σε σχέση με την λαθρεμπορία και τα φορολογικά εγκλήματα να περιορίσει την εφαρμογή του άρθρου 32 του νόμου αυτού μόνο στις πράξεις που τελούνται μετά από την έναρξη ισχύος του, ήτοι με βάση το άρθρο 101 Ν. 4745/2020 και με δεδομένο ότι ο νόμος αυτός δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ την 6.11.2020 στις πράξεις που τελούνται μετά την 6.11.2020 (βλ. και άρθρο 96 εδ. α΄ Ν. 4745/2020). Η καταρχήν ορθή αυτή νομοθετική επιλογή δημιουργεί στην πράξη τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα από τον τρόπο που επέλεξε ο νομοθέτης να μεταβάλει το καθεστώς των φορολογικών αδικημάτων.

Ειδικότερα, για τα φορολογικά εγκλήματα που τελούνται μετά την 6.11.2020 ισχύουν οι ειδικότερες ρυθμίσεις με βάση τις τροποποιήσεις που επέφερε στον Ν. 4174/2013 το άρθρο 32 Ν. 4745/2020 και για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω.

Αντίθετα, για τα μέχρι την 6.11.2020 τελεσθέντα φορολογικά εγκλήματα ισχύουν μεταξύ άλλων οι διατάξεις των άρθρων 55Α και 68 Ν. 4174/2013, όπως ίσχυαν πριν τον Ν. 4745/2020· ωστόσο, τίθεται το ερώτημα για τα εγκλήματα αυτά πώς θα αντιμετωπιστεί η παραγραφή και ειδικότερα από πότε ξεκινάει η παραγραφή των εγκλημάτων αυτών. Το άρθρο 92 Ν. 4745/2020 καταργεί το άρθρο 68 παρ. 2 Ν. 4174/2013, το οποίο προέβλεπε ότι η παραγραφή των φορολογικών εγκλημάτων αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής. Μάλιστα, η κατάργηση αυτή φαίνεται να αφορά τόσο τα παλιά όσο και τα νέα φορολογικά αδικήματα, αφού η μεταβατική διάταξη του άρθρου 96 εδ. α΄ Ν. 4745/2020 δεν αφορά και το άρθρο 92 Ν. 4745/2020. Ερωτάται, επομένως, αν για τα παλιά φορολογικά αδικήματα (που τελέστηκαν μέχρι την 6.11.2020) η έναρξη της παραγραφής τους ελλείψει ειδικότερης πρόβλεψης ξεκινάει κατά τις γενικές διατάξεις του ΠΚ (δηλ. από τον χρόνο τέλεσης της πράξης) ή εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι προβλέψεις του Ν. 4174/2013, όπως είχαν πριν την ψήφιση του Ν. 4745/2020.

Αρχικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αλλά και τον σκοπό του νομοθέτη το ζήτημα της παραγραφής ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο άρθρο 68 παρ. 3 Ν. 4174/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 Ν. 4745/2020 και η κατάργηση του άρθρου 68 παρ. 2 Ν. 4174/2013 οφείλεται ακριβώς στο ότι οι τροποποιούμενες με τον Ν. 4745/2020 διατάξεις του Ν. 4174/2013 περιέχουν ειδική ρύθμιση για την παραγραφή, που την καθιστούν άνευ αντικειμένου. Συνεπώς, οι τροποποιήσεις των άρθρων 32 και 92 Ν. 4745/2020 εμφανίζουν μία ενότητα και δεν μπορεί να διαχωριστεί η εφαρμογή τους για τα παλαιά και νέα φορολογικά αδικήματα.

Θα πρέπει επομένως να γίνει ορθότερα δεκτό ότι για τα φορολογικά αδικήματα που τελέστηκαν πριν την 6.11.2020 εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη του άρθρου 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013, το οποίο δεν καταργήθηκε για τα παλιά φορολογικά αδικήματα, ενώ η τροποποίησή του με το άρθρο 32 παρ. 3 Ν. 4745/2020 ισχύει βάσει του άρθρου 96 εδ. α΄ Ν. 4745/2020 μόνο για τα αδικήματα που τελούνται μετά την 6.11.2020. Συνεπώς, τα φορολογικά αδικήματα που τελέστηκαν μέχρι την 6.11.2020 υπάγονται στο σύνολο των διατάξεων του Ν. 4174/2013, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον Ν. 4745/2020, με την διευκρίνιση ότι ειδικά για την παραγραφή εφαρμόζεται το άρθρο 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013 ακόμα και μετά την κατάργηση του άρθρου 68 παρ. 2 Ν. 4174/2013 με το άρθρο 92 Ν. 4745/2020.


IV
. Τελικές διαπιστώσεις και προτάσεις για νομοθετική παρέμβαση.

Το παράδειγμα του Ν. 4745/2020, κατά το μέρος που επανεξετάζει το ζήτημα των δυαδικών κυρώσεων και επιχειρεί να εναρμονίσει την ελληνική νομοθεσία με τις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής νομοθέτησης που ενώ περιέχει ορθές επί της ουσίας ρυθμίσεις, εντούτοις η έλλειψη γενικής εποπτείας της ρυθμιζόμενης ύλης από τους συντάκτες του[12] οδηγεί σε μεγαλύτερα προβλήματα από εκείνα που επιλύει.

Από την ανάλυση που προηγήθηκε αξίζει κανείς να σταθεί στα ακόλουθα σημεία: α) επί της ουσίας οι νέες διατάξεις δημιουργούν ένα ικανοποιητικό νομοθετικό πλαίσιο, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ ώστε σε ένα πρώτο στάδιο να αντιμετωπίζονται τα σχετικά ζητήματα από τους έχοντες εμπειρία και μεγαλύτερη εξειδίκευση διοικητικούς δικαστές, ενώ στη συνέχεια η ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του υπαιτίου θα λαμβάνει υπόψη την οριστικοποιημένη διοικητική κύρωση, ώστε τελικά το συνολικό βάρος του δράστη να μην εμφανίζεται ιδιαίτερα επαχθές, β) οι νέες διατάξεις μεταβάλλουν αδικαιολόγητα τον χρόνο έναρξης της ποινικής παραγραφής και δημιουργούν σοβαρό κίνδυνο για εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής σε υποθέσεις φοροδιαφυγής που αποκαλύπτονται αρκετά χρόνια μετά την τέλεση της πράξης ή σε υποθέσεις στις οποίες ο φορολογικός έλεγχος λόγω της φύσης και έκτασης της εγκληματικής δραστηριότητας διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, γ) οι υποθέσεις φορολογικών αδικημάτων που τελέστηκαν μέχρι την 6.11.2020 εξακολουθούν να διέπονται από τις ρυθμίσεις του Ν. 4174/2013, όπως είχαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν. 4745/2020, με την επισήμανση μόνο ότι τα σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ζητήματα ρυθμίζονται αποκλειστικά από το άρθρο 55Α παρ. 3 Ν. 4174/2013.

Για την αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων (παραγραφή σοβαρών φορολογικών αδικημάτων, ακόμα και κακουργηματικής μορφής), που θα διαπιστωθούν σε βάθος χρόνου, όταν πλέον δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα νομοθετικά, είναι αναγκαία η άμεση νομοθετική παρέμβαση, ώστε να επαναληφθεί στο άρθρο 68 Ν. 4174/2013, όπως τροποποιημένο ισχύει, η ρύθμιση των άρθρων 55Α παρ. 3 και 68 παρ. 2 Ν. 4174/2013, υπό την προηγούμενή τους μορφή, που προέβλεπαν έναρξη της παραγραφής των φορολογικών αδικημάτων από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής.

* Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Αναπληρωτή Καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Θ.Παπακυριάκου για τις πολύτιμες σκέψεις και τους προβληματισμούς που μοιράστηκε μαζί μου.

[1] Παρουσίαση και σύγκριση της νομολογίας των δύο αυτών δικαστηρίων βλ. και σε Ο.Τσόλκα, το εσωτερικό δυαδικό σύστημα κυρώσεων υπό το πρίσμα των άρθρων 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 50 ΧΘΔΕΕ- Οι πρόσφατες εξελίξεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ και των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων, ΠοινΧρ (ΞΘ/2019), σελ. 575 επ.

[2] ΔΕΕ της 26.2.2013 (υπόθεση C-617/10, Äklagaren κατά Äkerberg Fransson), ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 617.

[3] Βλ. και Η.Αναγνωστόπουλο, το τέλος των δυαδικών κυρώσεων; ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), σελ. 623, τον ίδιο, τα πολλαπλά τέλη για τη λαθρεμπορία υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, ΝοΒ (60/2012), σελ. 2274, Μ.Καϊάφα-Γκμπάντι, η πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ σε ποινικές υποθέσεις: Η προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ενωσιακό δίκαιο και η σημασία της για τον Έλληνα εφαρμοστή του δικαίου, ΠοινΧρ (ΞΖ/2017), σελ. 562 επ., Λ.Μαργαρίτη/Χ.Σατλάνη, η έννοια και το περιεχόμενο του δεδικασμένου στη Νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΔικ (2014), σελ. 724 επ.

[4] Βλ. έτσι και ΕΔΔΑ Mihalache κατά Ρουμανίας της 8.7.2019 (αριθ. προσφυγής 54012/10) (: που δέχθηκε ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου, πέραν της ποινής φυλάκισης, για την άρνηση οδηγού οχήματος να υποβληθεί σε εξέταση αίματος στα πλαίσια αστυνομικού ελέγχου για τον προσδιορισμό του επιπέδου αλκοόλ στο αίμα του, συνιστά κατ’ ουσία ποινική κύρωση), ΕΔΔΑ Nodet κατά Γαλλίας της 6.6.2019 (αριθ. προσφυγής 47342/14) (: που δέχθηκε ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου από την αρμόδια Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών συνιστά κατ’ ουσία ποινική κύρωση), ΕλλΔνη (60/2019), 1259, ΕΔΔΑ Bjarni Armannsson κατά Ισλανδίας της 16.4.2019 (αριθ. προσφυγής 72098/14) (: που δέχθηκε ότι η προσαύξηση από τις φορολογικές αρχές του φόρου κατά 25% λόγω φορολογικών παραβάσεων συνιστά κατ’ ουσία ποινική κύρωση), ΕλλΔνη (60/2019), 930, ΕΔΔΑ Α. και Β. κατά Νορβηγίας της 15.11.2016, ΕΔΔΑ Καπετάνιος κ.λ.π. κατά Ελλάδας, της 30.4.2015 (: δέχθηκε ότι το προβλεπόμενο στην ελληνική νομοθεσία (Τελωνειακός Κώδικας) πολλαπλό τέλος συνιστά κατ’ ουσία ποινική κύρωση, ενόψει της σοβαρής φύσης του αδικήματος της λαθρεμπορίας, του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης, καθώς και του πολύ υψηλού ποσοστού του προστίμου), ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 612, ΕΔΔΑ Grande Stevens κ.λ.π. κατά Ιταλίας, της 4.3.2014 (: δέχθηκε ότι έχει ποινικό χαρακτήρα η διοικητική κύρωση για την πράξη της χειραγώγησης της αγοράς, που αποβλέπει στην εξασφάλιση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και στην εμπιστοσύνη του κοινού στην ασφάλεια των συναλλαγών, ενόψει και του ότι η κύρωση αυτή είχε ως σκοπό την τιμωρία προς αποτροπή της υποτροπής, δηλ. σκοπό προληπτικό και ταυτόχρονα κατασταλτικό, παρά το ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο, σε περίπτωση μη καταβολής του, δεν μπορεί να αντικατασταθεί κατά την εθνική νομοθεσία με ποινή στερητική της ελευθερίας, ενώ παράλληλα ελήφθη υπόψη το ύψος του προβλεπόμενου προστίμου και το γεγονός ότι ως επιπλέον διοικητική κύρωση προβλεπόταν η έκπτωση των παραβατών να διοικήσουν εταιρίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο), ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 609, ΔΕΕ Απόφαση της 26.2.2013 (υπόθεση C-617/10, Äklagaren κατά Äkerberg Fransson), ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), 617, ΕΔΔΑ Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, της 11.1.2007 (: δέχθηκε ότι το προβλεπόμενο στην ελληνική νομοθεσία (Τελωνειακός Κώδικας) πολλαπλό τέλος συνιστά κατ’ ουσία ποινική κύρωση, ενόψει της σοβαρής φύσης του αδικήματος της λαθρεμπορίας, του αποτρεπτικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της επιβληθείσας κύρωσης, καθώς και του πολύ υψηλού ποσοστού του προστίμου), ΕΔΔΑ Engel κ.λ.π. κατά Ολλανδίας, της 8.6.1976

[5] Βλ. ενδ. ολΑΠ 359/2020, Αρμ (2020), 1378 (με παρατ. Σ.Κυβέλου), ΣτΕ 1779/2020, αδημ.

[6] ΕΔΔΑ Καπετάνιος κ.λ.π. κατά Ελλάδας, της 30.4.2015, ό.π., ΕΔΔΑ Grande Stevens κ.λ.π. κατά Ιταλίας, της 4.3.2014, ό.π.

[7] Βλ. σχετ. ΕΔΔΑ Grande Stevens κ.λ.π. κατά Ιταλίας, της 4.3.2014, ό.π., ΕΔΔΑ Zolotukhin κατά Ρωσίας, της 10.2.2009· βλ. έτσι και Η.Αναγνωστόπουλο, το τέλος των δυαδικών κυρώσεων; ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), σελ. 623, Ο.Τσόλκα, «Ne bis in idem» και εσωτερικό δυαδικό σύστημα κυρώσεων για την «αυτή παράβαση»: Μια σύνθετη  προβληματική εν μέσω «διασταυρώσεων» της ΕΣΔΑ με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ΠοινΧρ (ΞΕ/2015), σελ. 633.

[8] ΕΔΔΑ Zolotukhin κατά Ρωσίας, της 10.2.2009.

[9] Βλ. έτσι ΕΔΔΑ Nodet κατά Γαλλίας της 6.6.2019 (αριθ. προσφυγής 47342/14), ΕλλΔνη (60/2019), 1259, που έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών και παραβιάστηκε η αρχή ne bis in idem, ΕΔΔΑ Bjarni Armannsson κατά Ισλανδίας της 16.4.2019 (αριθ. προσφυγής 72098/14), ΕλλΔνη (60/2019), 930, που έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών και παραβιάστηκε η αρχή ne bis in idem, ενόψει του ότι οι δύο διαδικασίες έβαιναν παράλληλα μόνο για λίγους μήνες από την πολυετή διοικητική και ποινική διαδικασία, ενώ η συλλογή και αξιολόγηση των στοιχείων έγινε σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα, ΕΔΔΑ Johannesson κ.λ.π. κατά Ισλανδίας της 18.5.2017, που έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών και παραβιάστηκε η αρχή ne bis in idem, ενόψει του ότι οι δύο διαδικασίες έβαιναν παράλληλα μόνο για ένα έτος, ενώ η ποινική διαδικασία ολοκληρώθηκε πέντε έτη μετά τη λήξη της διοικητικής διαδικασίας, ΕΔΔΑ Α. και Β. κατά Νορβηγίας της 15.11.2016, που έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παραβιάστηκε η αρχή ne bis in idem από την επιβολή διοικητικής και ποινικής κύρωσης από τη Νορβηγία για φορολογικές παραβάσεις.

[10] Ορθά πάντως επισημαίνεται ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας δεν εκδίδει πράξη αναβολής της ποινικής δίωξης, αλλά αρχειοθετεί την υπόθεση σε περίπτωση που η σχετική ανακοίνωση της φορολογικής αρχής αφορά σε πράξηκάτω του ορίου του αξιοποίνου (βλ. έτσι Λ.Τσόγκα, πρώτες γενικές σκέψεις για το νέο τοπίο στη δίωξη, στην εκδίκαση και στην παραγραφή των εγκλημάτων φοροδιαφυγής με τις ρυθμίσεις του Ν. 4745/2020 με ειδική μνεία στις μεταβατικές του διατάξεις, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (www.ende.gr)).

[11] Χρόνος έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι ο χρόνος σύνταξής τους από τον εκδότη τους, χρόνος τέλεσης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι ο χρόνος που ο λήπτης τα παραλαμβάνει προς καταχώρισή τους στα λογιστικά του βιβλία, χρόνος τέλεσης της μη υποβολής δήλωσης απόδοσης Φ.Π.Α. είναι η τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα, που πρέπει να γίνει η σχετική δήλωση για την περίοδο που έληξε, χρόνος τέλεσης της μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είναι η τελευταία ημέρα της νόμιμης προθεσμίας για την υποβολή της φορολογικής δήλωσης.

[12] Είναι φανερό ότι η ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 4 Ν. 4745/2020 σχετικά με τα φορολογικά αδικήματα αποτελεί αντιγραφή της αντίστοιχης ρύθμισης του άρθρου 32 παρ. 1 Ν. 4745/2020 σχετικά με την λαθρεμπορία, όπου όμως δεν ανακύπτουν αντίστοιχα ζητήματα για την παραγραφή.