ΤO ΑΡΘΡΟ 9 παρ. 3 Ν 4335/2015 ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ, Κωνσταντίνου Κουτσογεώργου Εφέτη Θράκης

ΤO ΑΡΘΡΟ  9 παρ. 3 Ν 4335/2015 ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ

Κωνσταντίνου Κουτσογεώργου Εφέτη Θράκης

Η διαδοχή μεταξύ των κανόνων δικαίου λόγω νομοθετικών μεταβολών επιβάλλει την εφαρμογή ειδικότερων διατάξεων και σε περίπτωση έλλειψης αυτών  υφιστάμενων  άρχων  διαχρονικού δικαίου, που προσδιορίζουν το  χρονικό  όριο του πέρατος της   ισχύος των παλαιότερων κανόνων και  οριοθετούν το σημείο κατά το οποίο  συντελείται  η διαδοχή αυτών από τις νέες ρυθμίσεις.

Στο δικονομικό διαχρονικό  δίκαιο ισχύει η αρχή της  αυτοτέλειας των επιμέρους διαδικαστικών πράξεων που περιέχεται και στον κανόνα του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει  κατά το χρόνο που επιχειρούνται. (βλ Κουσούλη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ ΙΙ αρθα 12 ΕισΝΚΠολΔ αριθμ 1). Από  τον προαναφερόμενο όμως κανόνα εισάγει απόκλιση η διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της  εκτέλεσης  κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, αποτελεί το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ισχύουν οι διατάξεις του που ρυθμίζουν την αναγκαστική εκτέλεση που θεωρείται ότι άρχισε από την επίδοση της επιταγής. Η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικό κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά αποτελεί   ειδική ρύθμιση που προσδιορίζει  το χρονικό σημείο έναρξης εφαρμογής του Κ.Πολ.Δ. σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης.

Οι νόμοι που ρυθμίζουν τη συνδρομή των δανειστών στη    διαδικασία της κατατάξεως δεν αφορούν κυρίως τα ίδια τα δικαιώματα, αλλά κανονίζουν τον τρόπο της ενασκήσεώς τους επί της ομάδας περιουσίας  που υπάρχει σε ορισμένο χρόνο. Επομένως και τα ρυθμιζόμενα  από τους    νόμους αυτούς προνόμια δεν κρίνονται  σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει    κατά τον χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί  στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους  λόγω  της συνδρομής περισσότερων δανειστών (βλ ΟλΑΠ  21/1994 ΕλλΔνη 1995 σελ. 574). Με τον τρόπο αυτό  σε σχέση με τα προνόμια, λόγω το δικονομικού χαρακτήρα αυτών ισχύει η  αρχή της αυτοτέλειας των διαδικαστικών πράξεων, κατά τρόπο ώστε   η  κατάταξη των απαιτήσεων  για  όλες  τις εκτελέσεις να  επιχειρείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα (βλ ΟλΑΠ 12/2015 ΕΠολΔ 2015 σελ. 308), δεδομένου άλλωστε, ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν τον  τρόπο κατανομής του πλειστηριάσματος αποτελούν ειδική ενότητα, η οποία δεν συνδέεται με την κίνηση της αναγκαστικής εκτέλεσης και κατά μείζονα λόγο με την έναρξη αυτής, Η ανωτέρω διαχρονικού δικαίου ειδικότερη   ρύθμιση του 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ επαναλαμβάνεται και από την διάταξη του άρθρου 9 παρ.3 Ν 4335/2015, χωρίς όμως  σε αυτήν να περιληφθεί κάποια ρύθμιση, η οποία  διευρύνει  τα αντικειμενικά όρια εφαρμογής  της,   κατά τρόπο ώστε η απόκλιση από  την αρχή  της αυτοτέλειας των διαδικαστικών πράξεων να καλύπτει  και την διαδικασία  της κατάταξης.

Με  δεδομένα όσα  ανωτέρω  εκτέθηκαν   σε σχέση με την  ερμηνεία του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ  θα ήταν  αναγκαίο  να περιληφθεί  στην διάταξη του  9 παρ.3 Ν 4335/2015 ένας   κανόνας που  θα προσδιόριζε  την επίδοση της επιταγής ως το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος  των  διατάξεων   που ρυθμίζουν την  διαδικασία της   κατάταξης. Η έλλειψη ενός   αντιστοίχου  περιεχομένου ειδικού κανόνα επιβεβαιώνει,  ότι ούτε η  ρύθμιση του άρθρου 9   παρ.3 Ν 4335/2015, όπως και η αντιστοίχου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ  αποτελεί  τον κανόνα διαχρονικού δικαίου, ο οποίος  ισχύει   σε σχέση με την διαδικασία της κατάταξης των απαιτήσεων. Υπό τους όρους αυτούς ο κανόνας διαχρονικού δικαίου που προκύπτει από την αρχή της αυτοτέλειας των διαδικαστικών πράξεων ο οποίος επιβάλλει   την εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν  κατά το χρόνο της κατάταξης εξακολουθεί να εφαρμόζεται  και σε σχέση με τις  διατάξεις που ρυθμίζουν την κατάταξη των απαιτήσεων όπως  διαμορφώθηκαν μετά την ισχύ του Ν 4335/2015. Επομένως,  οι νέες ρυθμίσεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται  κατά  την κατάταξη  των  απαιτήσεων,  εφόσον ο σχετικός   πίνακας κατάταξης  συντάχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν 4335/2015 ανεξαρτήτως του χρόνου επίδοσης  της επιταγής   προς εκτέλεση.

ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ 6-2-2021, Δημ. Φούκα, Πρ. Πρωτοδικών, μέλους ΔΣ ΕνΔΕ, Ελευθ. Κώνστα, Εφέτη, μέλους ΔΣ ΕνΔΕ

ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ 6-2-2021

 

Δημήτριος Φούκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, μέλος ΔΣ ΕνΔΕ

Ελευθερία Κώνστα, Εφέτης, μέλος ΔΣ ΕνΔΕ

 

Αθήνα, 9-2-2021

 

Α] Επί του θέματος για την δημόσια ανάδειξη και προβολή του αιτήματος για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον δημόσιο τομέα και επαναφορά των δώρων και επιδομάτων αδείας.

 

Ουδείς δύναται να διαφωνήσει με την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία λειτούργησε ως μέτρο μείωσης των αποδοχών, όχι μόνο των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών, αλλά όλων των βαρυνομένων με αυτή, ούτε με την επαναφορά των επιδομάτων εορτών και αδείας. Η κατάργηση του εν λόγω φορολογικού βάρους έχει εξαγγελθεί επισήμως από την Κυβέρνηση ως ανειλημμένη δέσμευση και ήδη έχει καταργηθεί για μεγάλο μέρος των φορολογουμένων. Η δημόσια προβολή και ανάδειξη του ζητήματος αυτού από την ΕνΔΕ, από κοινού με την ΑΔΕΔΥ και οργανώσεις συνταξιούχων, σύμφωνα με όσα ανέφερε το προεδρείο, έρχεται σε αντίθεση με την θεσμική θέση και τον ρόλο των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών, συνιστά δε υποχώρηση από την αρχή της συνταγματικής αναγνώρισης του οικονομικού καθεστώτος των Δικαστικών Λειτουργών και δημιουργεί την εντύπωση ένταξης στον δημοσιοϋπαλληλικό κορμό.

 

Β] Επί του θέματος σχετικά με την συγκρότηση και λειτουργία επιτροπής για συμμετοχή της Ένωσης στο Διεθνές Forum «Ελλάδα 2040».

 

Η ΕνΔΕ δεν έχει κανένα λόγο να αρνηθεί τη συμμετοχή της στον δημόσιο διάλογο, να διατυπώσει θέσεις και στρατηγικής φύσεως επιλογές για το μέλλον της Δικαιοσύνης στην Χώρα. Η ΕνΔΕ πρέπει να συμμετάσχει στις εργασίες του Forum «Ελλάδα 2040», με θέσεις οι οποίες θα διακρίνονται για την μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική πνοή τους, με σκοπό τη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης προς όφελος του πολίτη και τις προστασίας και ενίσχυσης των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η πρόταση του προεδρείου αναθέτει την εκπροσώπηση της ΕνΔΕ σε μέλος του δ.σ. άλλης δικαστικής ένωσης και αγνοεί το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, δεν παρέχει δε κανένα εχέγγυο ότι οι θέσεις που θα εκφράσει θα κινηθούν στην κατεύθυνση που αναφέρθηκε και δεν θα περιορισθούν στην επανάληψη της άρνησης κάθε σκέψης μεταρρύθμισης, που εκφράζεται από το προεδρείο, δεδομένου ότι τα κριτήρια επιλογής των μελών της επιτροπής είναι, τουλάχιστον, «ασαφή». Σε κάθε περίπτωση, η παρουσίαση θέσεων, οι οποίες δεν είναι αποτέλεσμα δημοκρατικών διαδικασιών και διαλόγου είτε μεταξύ των εκλεγμένων μελών του διοικητικού συμβουλίου είτε της γενικής συνέλευσης, συνιστά περιφρόνηση προς τις δημοκρατικές διαδικασίες και τα μέλη της ΕνΔΕ.

 

Γ] Επί του θέματος σχετικά με την πρόταση της επιτροπής Ειρηνοδικών για τις Ένορκες Βεβαιώσεις.

Θεωρούμε ότι η αρμοδιότητα του Ειρηνοδίκη για λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες προορίζονται είτε για δικαστική είτε για διοικητική χρήση, δεν ανάγεται στα πλαίσια των δικαιοδοτικών-δικαστικών καθηκόντων των Ειρηνοδικών και ότι η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ανατεθεί στο σώμα των Δικηγόρων.

Δ] Επί των θεμάτων που αφορούν την ανανέωση του ομαδικού ασφαλιστηρίου με την εταιρία Interamerican, τον περαιτέρω χειρισμό του ζητήματος των οικοπέδων στις Ροβιές, την δημιουργία e-banking στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και την έκδοση νέων ταυτοτήτων μελών από την ΕνΔΕ, συμφωνούμε με την εισήγηση του Προεδρείου.

 Επιπλέον, επαναφέραμε το αίτημα για τον κατά προτεραιότητα εμβολιασμό των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών, ο οποίος είναι απαραίτητος πριν την άρση της αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την ασφαλή λειτουργία τους και την προστασία των συναδέλφων, διατυπώσαμε τις θέσεις μας σχετικά με τον τρόπο ηχογράφησης της ποινικής δίκης (περιορισμός σε συγκεκριμένα τμήματα της διαδικασίας) και της σύνταξης των πρακτικών και ζητήσαμε την διοργάνωση διαδικτυακών σεμιναρίων από την ΕνΔΕ.     

Η Παρενόχληση στο χώρο εργασίας και οι δυνατότητες έννομης προστασίας, Ακριβής Ερμίδου, Ειρηνοδίκη Αθηνών

Η Παρενόχληση στο χώρο εργασίας

και  οι δυνατότητες  έννομης προστασίας

 

Ακριβής Ερμίδου Ειρηνοδίκη  Αθηνών

——————–  

Ι. Τον Σεπτέμβριο 2019 πραγματοποιήθηκε η  62η ετήσια σύνοδος της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών στην πόλη Νουρσουλτάν του Καζακστάν, στην οποία  συμμετείχε  και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με εκπροσώπους της.  Στο πλαίσιο των εργασιών της συνόδου συγκροτήθηκαν 4 επιτροπές με αντίστοιχα αντικείμενα μελέτης,  οι οποίες αφού συγκέντρωσαν υλικό από πολλές χώρες – μέλη της Διεθνούς Ένωσης και μετά από συζήτηση μεταξύ των αντιπροσώπων όλων των Κρατών, στη συνέχεια παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους. Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τη σύνοδο ήταν αυτό της 4ης Επιτροπής με θέμα :  « Η παρενόχληση σε ευρεία κλίμακα- ηθική και σεξουαλική- και οι συνέπειές της στις εργασιακές σχέσεις» ενώ το κυρίαρχο ερώτημα   που τέθηκε προς απάντηση από τις ενώσεις -μέλη ήταν αν  διαθέτει η κάθε χώρα νόμους ή κανονισμούς που καλύπτουν την παρενόχληση στο χώρο εργασίας και αν η παρενόχληση ορίζεται ξεχωριστά ή ενσωματώνεται σε άλλες διατάξεις του κώδικα εργασίας.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Επιτροπής όπως αναρτήθηκαν στην επίσημη ιστοσελίδα της ΙΑJ[1]  32 χώρες απάντησαν στο ερωτηματολόγιο και από τις απαντήσεις αυτές εξήχθη το συμπέρασμα ότι  η έκταση της νομοθεσίας και η προστασία από την παρενόχληση ποικίλλει σημαντικά από τη μία χώρα στην άλλη. Ορισμένες χώρες έχουν συγκεκριμένη νομοθεσία που ορίζει την παρενόχληση και προβλέπουν κυρώσεις ειδικά  όταν αυτή λαμβάνει χώρα   στον εργασιακό  χώρο  (Βέλγιο, Αυστραλία, Καναδάς, Χιλή, Γαλλία, Ιαπωνία, Λιβερία, Λιθουανία, Μολδαβία, Νορβηγία, Πολωνία, Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν), Ρουμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Σερβία) ενώ σε άλλες χώρες οι εργαζόμενοι προστατεύονται από το Σύνταγμα ή από γενικότερους νόμους σχετικά με την ισότητα ή τις διακρίσεις. Συχνά δεν υπάρχει ορισμός του τι συνιστά παρενόχληση (Αυστρία, Βραζιλία, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Γεωργία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισραήλ, Ολλανδία, Νορβηγία, την Ισπανία, και Ηνωμένες Πολιτείες), ενώ  σε άλλες  χώρες, δεν υπάρχει νόμος για την προστασία των εργαζομένων ή τον ορισμό του τι συνιστά παρενόχληση στο χώρο εργασίας (Αγκόλα, Αρμενία και Μάλι). Επίσης σε ένα πολύ μεγάλο αριθμό χωρών η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ποινικό αδίκημα και μπορεί να οδηγήσει σε ποινή φυλάκισης.

ΙΙ. Ωστόσο για μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος  θα μπορούσε να δοθεί απάντηση στο ερώτημα  πώς ορίζεται η  ηθική παρενόχληση; Σύμφωνα με την βιβλιογραφία  και  την μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού που διεξήχθη το 2013 δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος και κοινά αποδεκτός ορισμός μεταξύ των ερευνητών σχετικά με την ηθική παρενόχληση σε διεθνές επίπεδο. Η Marie-France Hirigoyen ψυχίατρος, ψυχαναλύτρια και ψυχοθεραπεύτρια ερεύνησε διεξοδικά και παρουσίασε για πρώτη φορά με το βιβλίο της «ηθική παρενόχληση» στη Γαλλία  το έτος 1998[2]  το  συγκεκριμένο φαινόμενο, το  οποίο περιγράφει ως «διαστροφικές επιθετικές ενέργειες,  οι οποίες αποκαλύπτουν  μια ασυνείδητη  διαδικασία ψυχολογικής εξόντωσης , που συνίσταται σε εχθρικές ενέργειες , εμφανείς ή καλυμμένες, ενός ή περισσότερων ατόμων, προς ένα συγκεκριμένο άτομο, που υφίσταται τα πάνδεινα»  . Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρει η ίδια στην εισαγωγή της[3]  η διαστροφικότητα αυτή ,  ο ορισμός της οποίας  αμφισβητείται από ορισμένους ψυχιάτρους, δεν προέρχεται από ψυχική διαταραχή αλλά από ψυχρό ορθολογισμό και παράλληλα από την αδυναμία του ατόμου να θεωρήσει τους άλλους ανθρώπινα όντα. Μάλιστα είναι αξιοσημείωτο ότι η ανωτέρω ψυχίατρος στην ανάλυση  της θεωρίας της χρησιμοποιεί τους όρους «επιτιθέμενος» και «θύμα επίθεσης» , καθόσον θεωρεί την ηθική παρενόχληση ως αποδεδειγμένη  βία με σκοπό την ηθική εξόντωση  που μπορεί να οδηγήσει το θύμα  σε ψυχική ασθένεια  αλλά ακόμη και στην αυτοκτονία. Εξάλλου η ηθική παρενόχληση  εντοπίζεται σύμφωνα με την ανωτέρω  επιστήμονα  με την  μορφή της ιδιωτικής βίας μέσα στην οικογένεια ως πολύ συχνό και διαδεδομένο πλην όμως δύσκολα ελέγξιμο φαινόμενο , αλλά και ως παρενόχληση στο χώρο εργασίας την οποία οριοθετεί εννοιολογικά ως  «καταχρηστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με λόγια, πράξεις, γραπτά μηνύματα και μπορεί να ζημιώσει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα του ατόμου, να θέσει σε κίνδυνο την εργασία του ή να διαταράξει το εργασιακό κλίμα»[4]. Το φαινόμενο αυτό  ονομάζεται  «mobbing»[5] και μπορεί να εμφανισθεί    είτε μεταξύ εργοδότου  ( ή και προϊσταμένου) και εργαζομένου είτε μεταξύ συναδέλφων εργαζομένων με τη μορφή ταπεινωτικής συμπεριφοράς, άνισης μεταχείρισης, προσβολών, κακόβουλων σχολίων απομόνωσης, ανυποληψίας, εξώθησης σε σφάλματα, απειλών, άσκησης ψυχολογικής βίας, σεξουαλική παρενόχληση[6].

ΙΙΙ. Περαιτέρω στο ημεδαπό εργατικό  δίκαιο η έννοια της παρενόχλησης   αντιμετωπίζεται ως περίπτωση  δυσμενούς διάκρισης  στην εργασία. Ειδικότερα το ζήτημα των δυσμενών διακρίσεων  στο χώρο εργασίας δεν είναι απλά εθνικό, έχει διεθνείς διαστάσεις και  συνδέεται άμεσα με  την αναγνώριση  της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ,  η οποία επιβάλλει την απαγόρευσή τους[7]. Η καταπολέμηση επομένως των δυσμενών διακρίσεων  συνάπτεται άμεσα με την ανεμπόδιστη άσκηση των ατομικών ελευθεριών  και σκοπεύει στην αποτελεσματικότερη προστασία των εργαζομένων[8]. Έτσι εκδόθηκαν αρχικά οι Οδηγίες 2000/43 και 2000/78 για την καταπολέμηση διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής και λόγω θρησκευτικών  ή άλλων πεποιθήσεων , αναπηρίας ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού  στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας και εν συνεχεία οι  οδηγίες 76/207  και 2002/73 για την προστασία από διακρίσεις λόγω φύλου. Για την ενσωμάτωση αυτών στο εθνικό μας δίκαιο ψηφίσθηκαν  αρχικά  ο νόμος  3304/2005  και εν συνεχεία ο  νόμος 3488/2006 , ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον  ν. 3896/2010 με σκοπό την ενσωμάτωση  της οδηγίας 2006/54 για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης[9]. Ειδικότερα στο άρθρο 2 περ. γ’ και δ’ του ν. 3896/2010  ορίζεται ότι υφίσταται «παρενόχληση»: όταν εκδηλώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος» ενώ ως   “σεξουαλική παρενόχληση” ορίζεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, ψυχολογικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος γύρω από αυτό. Διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις για την επίδειξη τέτοιας συμπεριφοράς εφαρμόζονται ως ισχύουν». Στο άρθρο 3 του Ν. 3896/2010 επίσης ορίζεται ότι   «1. Απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις.2.. α) Η παρενόχληση, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή στην απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς, συνιστούν διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύονται» Επίσης στο άρθρο  22 ιδίου νόμου ορίζεται ότι :. «Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ζημιώθηκε από τη μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, ακόμη και αν έχει λήξει η σχέση, στο πλαίσιο της οποίας φέρεται ότι σημειώθηκε η διάκριση, έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών διαμεσολάβησης από το φορέα του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επηρεάζει τις προβλεπόμενες προθεσμίες δικαστικής και διοικητικής προσφυγής» και στο  άρθρο 23 ορίζεται ότι . «Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ζημιώθηκε από τη μη τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, ακόμη και αν έχει λήξει η σχέση, στο πλαίσιο της οποίας φέρεται ότι σημειώθηκε η διάκριση, έχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών διαμεσολάβησης από το φορέα του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επηρεάζει τις προβλεπόμενες προθεσμίες δικαστικής και διοικητικής προσφυγής».Εν συνεχεία   προς ενσωμάτωση των οδηγιών   2000/43/ΕΚ,  2000/78/ΕΚ  2014/54/ΕΕ, εκδόθηκε ο  νόμος  ν. 4443/2016 (ΦΕΚ Α 232/9.12.2016) περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ που εισήγαγε μέτρα για τη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Στο άρθρο 2 του ν. 4443/2016 ορίζεται ότι : «. Απαγορεύεται κάθε μορφή διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1» ενώ στην παράγραφο 2 περ. γ)  ορίζεται ότι η «παρενόχληση» νοείται ως διάκριση κατά την έννοια της παρ. 1, εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά που συνδέεται με ένα από τους λόγους του άρθρου 1 με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, Με την διάταξη αυτή εξειδικεύονται οι έννοιες της παρενόχλησης στο χώρο εργασίας.

  1. IV. Εξάλλου η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του παρενοχλούμενου και η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη λόγω της αντίδρασης του μισθωτού στην εν λόγω προσβολή της προσωπικότητάς του είναι καταχρηστική και επομένως άκυρη ( αρθρο 281ΑΚ)[10]. Η άκυρη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, όταν συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της προσωπικής και επαγγελματικής του υπολήψεως και αξίας) ή που συνιστούν αδικοπραξία, μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του τελευταίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 932, 914, 281 ΑΚ[11].Σε κάθε δε περίπτωση αν παραβιασθεί η αρχή της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων , ο θιγόμενος μισθωτός προστατεύεται με βάση τις γενικές   διατάξεις του εργατικού δικαίου δηλ μπορεί να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας  των εργοδοτικών αποφάσεων καθώς  και την αποκατάσταση της περιουσιακής  ζημιάς και της  ηθικής βλάβης [12]
  2. V. Σε επίπεδο πάλι εργατικού δικαίου από τη γενική υποχρέωση προνοίας πηγάζει, μεταξύ άλλων, και η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του εργαζομένου. Ενόψει του κατ’ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της εργασιακής σχέσεως, υφίσταται ο εργαζόμενος ηθική βλάβη από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητάς του ,συμπεριφορά του εργοδότη έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, καλοπίστως και αντικειμενικώς να μην είναι πλέον δυνατή παροχή της εργασίας του εργαζομένου με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητά του, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή δυσχερής[13]. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί ο εργαζόμενος    να θεωρήσει   ότι υφίσταται  μονομερής και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας  του   από μέρους του εργοδότη , οπότε  σύμφωνα με την  διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ, ο μισθωτός έχει  μεταξύ άλλων  δικαίωμα    να θεωρήσει την πράξη αυτή ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920[14]
  3. VI. Σε επίπεδο ποινικού δικαίου η ως άνω παράνομη πράξη προβλέπεται και τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα .Ειδικότερα : στο άρθρο 343 ΠΚ ορίζεται ότι «Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται: α) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης, β) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, εκμεταλλευόμενος την άμεση ανάγκη του να εργασθεί, γ) οι διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργαζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε αστυνομικές υπηρεσίες, σε σχολές, παιδαγωγικά ιδρύματα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτικά καταστήματα ή σε άλλα ιδρύματα προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια αν, με κατάχρηση της θέσης τους, υποχρεώσουν σε γενετήσια πράξη πρόσωπο που έχει εισαχθεί σε αυτά τα ιδρύματα»..

VII.  Διοικητική προστασία. Σύμφωνα με το άρθρο   8 του ν. 4443/2016  1. Σε περίπτωση μη τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο διοικητικής δράσης, παρέχεται στον βλαπτόμενο, πέραν της δικαστικής προστασίας, προστασία και υπό τους όρους των άρθρων 24 έως και 27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (N. 2690/1999 Α’ 45)., που προβλέπουν την δυνατότητα άσκησης αίτησης θεραπείας , ειδικής διοικητικής προσφυγής , ενδικοφανούς προσφυγής ή αναφοράς.

Βάσει των ανωτέρω γίνεται εκ πρώτης όψεως φανερό ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα σημαντικής έκτασης οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση   της παρενόχλησης  στους χώρους απασχόλησης και μια προστατευτική ασπίδα του  παρενοχλούμενου εργαζομένου , ωστόσο από την όχι πλούσια νομολογία επί του συγκεκριμένου θέματος, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι  τα «θύματα» είτε δεν καταφεύγουν στην αναζήτηση της έννομης προστασίας τους,  φοβούμενα τον διασυρμό και την διαπόμπευση σε συνδυασμό με την αμφιβολία τους  για την επιτυχή έκβαση της  δίκης από την έλλειψη τυχόν των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, είτε  προβαίνουν σε αναγκαίες διαπραγματευτικές λύσεις και συμβιβασμούς. Επίσης συνάγεται ότι η υπαγωγή, της προστασίας από την παρενόχληση, στο σύστημα της προστασίας από διακρίσεις λόγω των περιοριστικά απαριθμούμενων γνωρισμάτων εμφανίζεται προβληματική. Και τούτο διότι  η συμπεριφορά αυτή αποδοκιμάζεται και δεν είναι νομικά ανεκτή όχι γιατί συνιστά απαγορευμένη διάκριση λόγω  φύλου κλπ,. αλλά γιατί επιφέρει σοβαρή προσβολή της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας του θιγόμενου από τη συμπεριφορά εργαζομένου[15].  Ίσως λοιπόν να  υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερης εννοιολογικής  συγκεκριμενοποίησης του όρου της «παρενόχλησης» και θέσπισης αυτοτελούς προστατευτικού πεδίου  στο χώρο της εργασίας,   ακόμη και αυτής της «ηθικής» όσο και αν  ακούγεται  δυσχερές, αφού η επίκληση και κυρίως η απόδειξη της βλάβης της πνευματικής ή ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου   δεν θα είναι πάντα μια εύκολη διαδικασία , καθώς η ηθική διαστροφή  δεν αναχαιτίζεται εύκολα.  Η  δημοσιοποίηση ολοένα και περισσότερο του φαινομένου ίσως να αφυπνίσει τα κοινωνικά αντανακλαστικά.

 

[1] Στην παρούσα μεταφέρονται όπως δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα της ΕΔΕ, διαθ. εδω: https://ende.gr/%cf%83%cf%85%ce%bc%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%ac%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%cf%8e%ce%bd-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b4%ce%b9%ce%b5%ce%b8%ce%bd/, με ημ. προσβ. 8.2.2021

[2]«ηθική παρενόχληση» Εκδόσεις Πατάκη 6η έκδοση  2004, σε μετάφραση Μαριλένας Γεωργιάδου.

[3]ο.π. σελ΄15

[4]ο.π. σελ. 65

                          [5]ο.π.. σελ. 66  και περισσότερα  Μπουμπουχερόπουλος , mobbing Η ευθυνη  λόγω ηθικής παρενόχλησης  στην εργασία  εκδ 2014 σελ. 102 επ.

[6] Για την ιστορικη αναδρομή βλ.Η ηθική παρενόχληση στην Εργασία ,η περίπτωση του δημόσιου τομέα .Διπλωματική Εργασία Ελένη Ζυγούρη, Ιανουαριος 2018https://amitos.library.uop.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/5155/%CE%94%CE%99%CE%A0%CE%9B%CE%A9%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97-%CE%96%CE%A5%CE%93%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%97%20%CE%9B%CE%95%CE%9D%CE%91.pdf?sequence=1&isAllowed=y, σ. 70 – 82.

[7] Δημ Ζερδελής Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις , εκδ. 2015 σελ. 215.

[8]Λεβέντης-Παπαδημητρίου Ατομικό Εργατικό Δίκαιο  εκδ. 2011 σελ. 652

[9] Δημ Ζερδελής ό.π. σελ. 216 παραγ. 385

[10]ΕφΑθ 1139/2007 δημΤΝΠ ΔΣΑ

[11]ΜονΕφΠειρ 1/2018 δημ ΤΝΠ

[12]Λεβέντης-Παπαδημητρίου ό.π. σελ.658

[13]ολ. ΑΠ 13/1087, ΑΠ 1227/ 1003 ΕΕργΔ 54.214, ΑΠ 605/06 Δνη 40.111

[14]ΕφΘες 957/2001 , ΕφΑθ 4937/2001 δημ ΤΝΠΔΣΑ

[15] Ζερδελής εργατικό δικαιο εκδ. 2019 σελ. 335-337 .

ΘΕΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ 6-2-2021

ΘΕΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ 6-2-2021

Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Κώστας Βουλγαρίδης, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

 

                                                                                                Αθήνα, 8-2-2021

Ενημερώνουμε, καταρχήν, τους συναδέλφους περί του ότι: α) Το αίτημα, που υπεβλήθη, ήδη από το καλοκαίρι, από την υπογράφουσα το παρόν έγγραφο Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτη και από την ίδια την 1-10-2020, κατά τη συνάντηση του Δ.Σ. με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, περί παροχής ψηφιακής υπογραφής σ’ όλους τους Δικαστικούς Λειτουργούς της Χώρας έχει γίνει αποδεκτό. Η εισαγωγή της ψηφιακής υπογραφής είναι πλέον γεγονός, με όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό συνεπάγεται μεταξύ των οποίων και η δημοσίευση αποφάσεων εξ αποστάσεως και ήδη έχει ξεκινήσει η σχετική διαδικασία δημιουργίας αυτής, η οποία διαρκεί περί τα 20 λεπτά με τη χρήση των κωδικών taxisnet και β) Το αίτημα του υπογράφοντος το παρόν έγγραφο Κων/νου Βουλγαρίδη, Εφέτη, που υποβλήθηκε κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΕνΔΕ της 6-12-2020 και ακολούθως λίγες ημέρες αργότερα και από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος για τον κατά προτεραιότητα εμβολιασμό των Δικαστικών Λειτουργών λόγω της αυξημένης πολυκοσμίας, που θα υπάρξει στα Δικαστήρια και ενώ σταδιακά αποφασίζεται, αρμοδίως,   η άρση αναστολής λειτουργίας αυτών, θεωρούμε ότι έχει γίνει, επίσης, αποδεκτό, καθόσον στο σχετικό πρόγραμμα εμβολιασμών οι Λειτουργοί του Κράτους έχουν τεθεί στη δεύτερη σειρά προτεραιότητας μετά τους Υγειονομικούς και αυτό που απομένει είναι να καθορισθούν οι σχετικές λεπτομέρειες.

Α. Περαιτέρω και αναφορικά με τα θέματα ημερήσιας διάταξης του Δ.Σ. της ΕνΔΕ της 6-2-2021 οι θέσεις, που διατυπώσαμε είναι οι ακόλουθες:        

– Επί του 1ου θέματος: Δημόσια ανάδειξη και προβολή του αιτήματος για κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον δημόσιο τομέα και επαναφορά των Δώρων και Επιδομάτων αδείας.

Η θέση μας: Οι διεκδικήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο οικονομικό πεδίο, ανέκαθεν, διαπνέονταν από πνεύμα αλληλεγγύης. Η διεκδίκηση επαναφοράς των επιδομάτων εορτών και αδείας συνιστά πάγιο αίτημα όλων των Δικαστικών Ενώσεων και μας βρίσκει σύμφωνους, όπως επίσης και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία (κατάργηση) είναι αυτονόητο ότι θα αφορά όλους τους αμειβόμενους από το Δημόσιο και ήδη έχει εξαγγελθεί επισήμως από την Κυβέρνηση. Ωστόσο, η δημόσια προβολή και ανάδειξη των εν λόγω ζητημάτων εκ μέρους της ΕνΔΕ για λογαριασμό ολόκληρου του Δημόσιου Τομέα (βλ. διατύπωση 1ου θέματος ημερήσιας διατάξεως) και σε συνεργασία με άλλους φορείς, όπως την ΑΔΕΔΥ, σύμφωνα με την εισήγηση του Προέδρου της ΕνΔΕ, εκφεύγει των καταστατικών σκοπών της Ένωσης, καθότι άπτεται της κυβερνητικής πολιτικής, αναιρεί το θεσμικό ρόλο των Δικαστών και Εισαγγελέων ως Λειτουργών του Κράτους, οδηγεί σε δημοσιοϋπαλληλοποίηση αυτών και μοναδικό σκοπό έχει τη δημιουργία εντυπώσεων, σε μια εποχή, που λόγω πανδημίας, παρατηρείται ύφεση και αύξηση της ανεργίας.  Επιπροσθέτως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το εν ευρεία εννοία οικονομικό καθεστώς των Δικαστικών Λειτουργών ακολουθεί συγκεκριμένους συνταγματικούς κανόνες και δεν θα πρέπει να συμπλέκεται με το οικονομικό καθεστώς των Δημοσίων Υπαλλήλων. Το μέλος του Δ.Σ. Κων/νος Βουλγαρίδης εξέφρασε, επιπροσθέτως, την άποψη ότι, σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση του άνω πρώτου ζητήματος θα πρέπει να αναβληθεί σε μεταγενέστερη συνεδρίαση του Δ.Σ. εξαιτίας της παρούσας υγειονομικής συγκυρίας, οι δυσμενείς επιπτώσεις της οποίας σε κάθε επίπεδο μονοπωλούν την επικαιρότητα. Συνεπώς, ως προς το πρώτο θέμα ψηφίσαμε αρνητικά στην εισήγηση.

Επί του 2ου θέματος: Συγκρότηση και λειτουργία Επιτροπής για συμμετοχή της Ένωσης στο Διεθνές Forum «Ελλάδα 2040».

Διοργανώτρια αρχή του εν λόγω φόρουμ είναι η Επιτροπή «Ελλάδα 2021». Στο φόρουμ συμμετέχουν 14 συνολικά φορείς μαζί με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Οι υπόλοιποι δεκατρείς είναι: Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος, η ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, η Σύνοδος των Ελληνικών Α.Ε.Ι., η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, η  Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων πληροφορικής και επικοινωνιών Ελλάδος, το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, η ΝΕΑ ΠΑΣΕΓΕΣ, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών και η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων.

Η θέση μας: Η Επιτροπή, η οποία προτάθηκε από το Προεδρείο και υπερψηφίστηκε, επίσης, από το Προεδρείο, απαρτίζεται από συναδέλφους των Πολιτικών Δικαστηρίων και έναν συνάδελφο των Διοικητικών Δικαστηρίων. Καταψηφίσαμε την πρόταση του Προέδρου, διότι δεν μας διευκρίνισε τα κριτήρια επιλογής των συναδέλφων που θα εκπροσωπήσουν την Ένωση σ’ ένα σημαντικό forum, στο οποίο μετέχουν κυρίως οι παραγωγικοί κλάδοι της χώρας και στο οποίο θα υποβληθούν σημαντικές προτάσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, τις εργασιακές σχέσεις με δεδομένες και τις τεχνολογικές εξελίξεις (βλ. σχετικά την από 27-1-2021 παρουσίαση  των 14 φορέων).

Ο εκ των υπογραφόντων το παρόν Εφέτης Κων/νος Βουλγαρίδης διατύπωσε  την άποψη, την οποία και υπερψηφίσαμε ότι οι προτάσεις με τις οποίες θα προσέλθει η Ένωση στη δημόσια αυτή συζήτηση και οι οποίες θα πρέπει να σηματοδοτήσουν μία νέα εποχή εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης σε κράτος – μέλος της Ε.Ε., όπως και κάθε συναφές θέμα συμπεριλαμβανομένου και αυτού της συγκρότησης της Επιτροπής, θα πρέπει να καθορισθούν από τη Γενική Συνέλευση του Σώματος, που έχει ορισθεί για την άνοιξη του τρέχοντος έτους, ενώ η υπογράφουσα το παρόν Εφέτης Μαργαρίτα Στενιώτη ανέφερε ότι στην Επιτροπή πρέπει να μετέχει εκπρόσωπος του Αρείου Πάγου. Τις τελευταίες αυτές προτάσεις ψηφίσαμε τα τέσσερα μέλη του Δ.Σ. που αναφέρονται στην αρχή του παρόντος εγγράφου.

 – Επί του 3ου θέματος: Ανανέωση του ομαδικού ασφαλιστηρίου με την εταιρία Interamerican, του 5ου θέματος: Ενημέρωση και αποφάσεις για το ζήτημα των οικοπέδων στις Ροβιές και του 6ου θέματος: Δημιουργία e banking στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ψηφίσαμε σύμφωνα με την εισήγηση του Προεδρείου.

Επί του 4ου θέματος: Συζήτηση και λήψη απόφασης επί της πρότασης της επιτροπής Ειρηνοδικών για τις Ένορκες Βεβαιώσεις

Η Επιτροπή Ειρηνοδικών εισηγήθηκε προς το Δ.Σ. της ΕνΔΕ επί λέξει: α) «καθιέρωση της δυνατότητας λήψης της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Δικηγόρου και στο αρ. 421 ΚΠολΔ», δηλαδή για δικαστική χρήση και β) την κατάργηση της αρμοδιότητας του Ειρηνοδίκη για λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες προορίζονται για διοικητική χρήση και τη μετάθεση της αρμοδιότητας αυτής στα, αντιστοίχως, αρμόδια όργανα της Διοίκησης (δογματικά ορθή προσέγγιση). Συνεπώς, η άνω Επιτροπή εισηγήθηκε, ουσιαστικά, την σταδιακή  κατάργηση της λήψης ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη με αόριστο μεσοδιάστημα παράλληλης λειτουργίας (λήψης και από δικηγόρους και από Ειρηνοδίκες). Οι υπογράφοντες το παρόν έγγραφο διατυπώσαμε αντιρρήσεις ως προς την άνω πρόταση, καθότι δεν προτείνεται ρητά η άμεση και πλήρης κατάργηση αυτού του μη δικαιοδοτικού καθήκοντος των Ειρηνοδικών, όπως άλλωστε είχαμε προτείνει στο Δ.Σ. της 12ης Δεκεμβρίου 2020. Κατόπιν αυτών, η κ. Ευθαλία Κώστα (μέλος του Δ.Σ. και της Επιτροπής Ειρηνοδικών) εισηγήθηκε την άμεση και πλήρη κατάργηση της εν λόγω αρμοδιότητας των Ειρηνοδικών και ως εκ τούτου ψηφίσθηκε   ομόφωνα η άμεση κατάργηση της λήψης ενόρκων βεβαιώσεων από τον Ειρηνοδίκη και η μεταφορά της αρμοδιότητας αυτής σε Δικηγόρο, με σχετική νομοθετική τροποποίηση.

          – Επί του 7ου θέματος: Έκδοση νέων ταυτοτήτων

Συμφωνήσαμε με την έκδοση νέων ταυτοτήτων. Επιπροσθέτως, ο εκ των υπογραφόντων το παρόν Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Εφέτης, επεσήμανε με έγγραφό του τα εξής: «Οι υπηρεσιακές ταυτότητες των συναδέλφων, που εκδίδει σήμερα η ΕνΔΕ: α) Φέρουν μόνο το λογότυπο της Ένωσης και β) όλα τα στοιχεία των συναδέλφων τόσο στην ελληνική όσο και στη λατινική γραφή είναι καταχωρημένα χειρόγραφα. Κατόπιν αυτών προτείνω όπως οι ταυτότητες των Δικαστικών Λειτουργών, που εκδίδονται από την ΕνΔΕ να φέρουν επιπροσθέτως το σήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλα τα στοιχεία των συναδέλφων να καταχωρούνται με μηχανικό τρόπο, σύμφωνα δηλαδή με τις προδιαγραφές, που ισχύουν σε όλες τις σύγχρονες υπηρεσιακές ταυτότητες Λειτουργών του Κράτους». Ενώ η υπογράφουσα το παρόν Εφέτης Μαργαρίτα Στενιώτη υπέβαλε την πρόταση περί έκδοσης ταυτότητας της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών και τόνισε την ανάγκη χορήγησης ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ  ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, καθότι αυτή της Ένωσης βεβαιώνει μόνο την ιδιότητα μέλους της ΕνΔΕ.

Β. Επιπρόσθετα ζητήματα για καταχώριση στα πρακτικά:

Οι υπογράφοντες το παρόν έγγραφο, εισηγηθήκαμε, μεταξύ άλλων θεμάτων, και:

1) τη διατύπωση αιτήματος από το σύνολο των μελών του Δ.Σ. για συμμετοχή των Δικαστικών Ενώσεων στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

2) τη διατύπωση αιτήματος για τη νομοθετική τροποποίηση της βαθμολογικής και μισθολογικής αντιμετώπισης των Ειρηνοδικών. Η έρευνα του ζητήματος μετατέθηκε σε επόμενο Δ.Σ..  

3) Την άμεση κάλυψη των ΗΔΗ κενών οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών και αυτών που θα δημιουργηθούν  με την αποχώρηση συναδέλφων τον Ιούνιο του έτους 2021, σύμφωνα και με την  απόφαση με αριθμό 36/2020 της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Ο υπογράφων, μέλος του ΔΣ, Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Εφέτης, εισηγήθηκε επιπροσθέτως:  

1) Την αξιοποίηση του προγράμματος ψηφιοποίηση και νέες τεχνολογίες του ΕΣΠΑ 2021-2027, στο οποίο έχει ενταχθεί και το ΥΠΔΙΚ ώστε να ενταχθεί σε αυτό ο εξοπλισμός των Δικαστικών Λειτουργών με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, όπως και τα δικαστήρια της χώρας (στο μέτρο που απαιτείται)

2) Τη λήψη απόφασης περί έναρξης συζητήσεων μεταξύ ΕνΔΕ και εκπροσώπων ασφαλιστικών εταιρειών για  προτάσεις ιδιωτικής ασφάλισης για τα μέλη της Ένωσης μας (όχι σε επίπεδο ομαδικού συμβολαίου αλλά σε επίπεδο ατομικών-οικογενειακών συμβολαίων) δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός συναδέλφων έχει στραφεί σταδιακά σε αυτό το είδος ασφάλισης. Ένα πρώτο ολοκληρωμένο βήμα είχε γίνει ήδη από το έτος 2015 (με την Εθνική Ασφαλιστική οι προτάσεις της οποίας θα πρέπει να επικαιροποιηθούν). Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

3) Διοργάνωση Επιστημονικού Συνεδρίου από κοινού με τον ΔΣΑ (όταν καταστεί εφικτό) με θέμα: «Η κυρωθείσα με το Ν. 1126/1981 από 23 Νοεμβρίου 1972 Διεθνής Σύμβαση για την προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς – η νομική διάσταση και οι έννομες συνέπειες χαρακτηρισμού ενός ιστορικού μνημείου ως μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς – πολιτισμός και θρησκευτική ελευθερία». Αποτύπωση, τέλος, των συμπερασμάτων των εργασιών του Συνεδρίου σε κοινή ανακοίνωση. Η πρόταση αυτή επίσης απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.

Ο υπογράφων Νικήτας Βελίας εισηγήθηκε την ανάληψη από την ΕνΔΕ της δαπάνης αγοράς και διανομής στα Ειρηνοδικεία της χώρας του συγγράμματος του Γρηγορίου Κομπολίτη, Ειρηνοδίκη,  με τίτλο:   «ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ.4745/2020 (ΦΕΚ Α 214/06.11.2020) τροποποίηση του Ν.3869/2010 – προσθήκη άρθρων 4Α ως 4Κ , ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του Ν.3869/2010 ερμηνεία κατ’ άρθρο – Παρατηρήσεις επί των νομοθετικών μεταβολών – Νομοθετικό καθεστώς εκκρεμών υποθέσεων. Νομολογία – Υποδείγματα» , εκδόσεις  ΝΟΜΟΡΑΜΑ , προς αρωγή των συναδέλφων εν όψει θέσεως σε ισχύ των επικείμενων νομοθετικών αλλαγών, με την αιτιολογία ότι αποτελεί το μοναδικό πόνημα που αντιμετωπίζει με επιστημονική αρτιότητα και πραγματιστική προσέγγιση τα προβλήματα, που αναφύονται από την εφαρμογή του ως άνω νόμου. Η  έρευνα του ζητήματος μετατέθηκε σε επόμενο ΔΣ. 

 Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Κώστας Βουλγαρίδης, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Αναγκαίες επισημάνσεις στην εφαρμογή του άρθρου 290Α ΠΚ Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Θράκης

Αναγκαίες επισημάνσεις στην εφαρμογή του άρθρου 290Α ΠΚ

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Θράκης 

Άρθρο 290Α Επικίνδυνη οδήγηση 

Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις  πλατείες:  α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το  πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης, ή β) οδηγεί  όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις: αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.  (Η υποπερίπτωση δδ’ παρατίθεται ανωτέρω όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4παρ.3 Ν.4637/2019). 

Πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού  ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 

Επισημάνσεις:

1ον. Η διάταξη του άρθρου 290Α ΠΚ εφαρμόζεται όταν λάμβάνει χώρα συγκοινωνία με όχημα, δηλαδή διέλευση με όχημα σε οδούς και πλατείες, ώστε να εξυπηρετείται η κίνηση και η μετάβαση από τόπο σε τόπο.

2ον. Φυσικό υποκείμενο της πράξης είναι εκείνος, που υλοποιεί τη μετάβαση από τόπο σε τόπο με την οδήγηση οχήματος. Το έγκλημα τυποποείται σε δύο βάσεις. Στην πρώτη, που αφορά το στοιχείο α’ της πρώτης παραγράφου, ο όρος που θεμελιώνει τη στοιχειοθέτησή του, είναι η φυσική κατάσταση του δράστη. Στη δεύτερη, που αφορά το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου, ο αντίστοιχος όρος είναι η συμπεριφορά του δράστη κατά την υλοποίηση της συγκοινωνίας, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οδηγεί το όχημα. Περαιτέρω οι υποπεριπτώσεις αα’, ββ’, γγ’ πρέπει να συνδέονται με περιγραφείσα συμπεριφορά, στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου, η δε υποπερίπτωση δδ’ πρέπει να συνδέεται με συμπεριφορά του δράστη που περιγράφεται στα στοιχεία α’ β’ της πρώτης παραγράφου,εφόσον πρόκειται για πράξη, που τελέστηκε από τις 18-11-2019 και μετά. Για πράξη πριν από τις 18-11-2019 η υποπερίπτωση δδ’ πρέπει να συνδέεται με συμπεριφορά του δράστη, που περιγράφεται μόνο στο στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου.

3ον. Αν λοιπόν κατ’αρχήν μπορεί να γίνει λόγος για συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες, ακολούθως εξετάζονται: 

α) Σε ό,τι αφορά το στοιχείο α’ της πρώτης παραγράφου αν ο δράστης βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση μειωμένων αντανακλαστικών ώστε να μην μπορούσε να διεκπεραιώσει το έργο της συγκοινωνίας με ασφάλεια, δηλαδή να μη μπορούσε να εξασφαλίσει ότι θα πετύχαινε την κίνηση στην οδό χωρίς κίνδυνο. Τούτη η μειωμένη αντίδρασή του (στο βαθμό, που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη χωρίς κίνδυνο κίνηση στην οδό) πρέπει να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που αποτελούν προγενέστερα περιστατικά, που συνέβησαν στον εαυτό του. Ειδικότερα πρέπει να οφείλεται σε κατανάλωση οινοπνεύματος, σε χρήση ναρκωτικών ουσιών, σε καταπόνηση του σώματός του ή σε πνευματική κόπωση, που επιφέρουν γενική αδυναμία (σωματική ή πνευματική). Αν ο οδηγός πριν την οδήγηση του οχήματος υπέστη βίαιη συμπεριφορά, κατά την οποία επήλθε η φυσική-βιολογική αδυναμία του για οδήγηση, αν στη συνέχεια προβεί στην ανάληψη του εγχειρήματος οδήγησης οχήματος αντιλαμβανόμενος τη μειωμένη φυσική του κατάσταση,  είναι φυσικό υποκείμενο της πράξης.

β) Σε ό,τι αφορά το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου αν ο δράστης εκδήλωσε συμπεριφορά στην οδήγηση με χαρακτηριστικά, που περιγράφονται  στο στοιχείο αυτό. 

4ον. Στο άρθρο 290Α ΠΚ δεν προσδιορίζεται ο τρόπος, με τον οποίο αποδεικνύεται κάποιο από τα περιστατικά του στοιχείου α΄ της πρώτης παραγράφου, δηλαδή τα περιστατικά της βιολογικής-φυσικής του κατάστασης, στα οποία πρέπει να έχει εμπλακεί ο δράστης πριν την οδήγηση του οχήματος και κατά συνέπεια ισχύουν οι γενικοί κανόνες για την απόδειξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΠΔ.

5ον. Το στοιχείο β’ της πρώτης παραγράφου εφαρμόζεται όταν ο δράστης (χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί κάποιο από τα προαναφερθέντα περιστατικά του α’ στοιχείου) εκδηλώνει συμπεριφορά από τις πιο κάτω τέσσερις αναφερόμενες:

-οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή 

-οδηγεί όχημα, που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή 

-προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή 

-μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες.

Εκείνο, που πρέπει περαιτέρω να αποσαφηνιστεί είναι ότι στην 1η ή την 3η ή την 4η μορφή συμπεριφοράς ο δράστης πρέπει να προχωρά στην μυϊκή ενέργεια οδήγησης, που ενέχει χαρακτηριστικό ανασφαλούς συμπεριφοράς στην οδήγηση καθεαυτή. Στην 2η όμως μορφή συμπεριφοράς απαιτείται προγενέστερη μυϊκή ενέργεια (του ίδιου ή τρίτου προσώπου), που αφορά την εσφαλμένη φόρτωση του οχήματος ή την ελαττωματική τεχνική του κατάσταση, το οποίο ακολούθως ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη να οδηγήσει. Η αναγκαία εδώ διακρίβωση αφορά την έκταση  του τεχνικού ελαττώματος του οχήματος ή της πλημμελούς φόρτωσης. Και οι δύο αυτές προγενέστερες καταστάσεις (τεχνικό ελάττωμα, ανασφαλής φόρτωση) πρέπει να φτάνουν μέχρι του σημείου, που η μεταγενέστερη οδήγηση πια του οχήματος από τον δράστη θα είναι ανασφαλής, δηλαδή από τη θέση του σε κυκλοφορία δεν θα υπάρχουν οι εγγυήσεις της ασφαλούς κίνησής του. Έτσι το τεχνικό ελάττωμα ή η ανασφαλής φόρτωσή του πρέπει να αποτελούν αιτία για την πιθανότητα τούτο να ανατραπεί, να εκτραπεί της πορείας του, να αναφλεγεί, να μετατοπιστεί το φορτίο του κατά τη μετέπειτα οδήγησή του.  

6ον. Αξιοσημείωτο επιπλέον είναι ότι στην έννοια των επικίνδυνων ελιγμών υπάγεται οδηγική συμπεριφορά, που προσκρούει κατ’αρχήν σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση. Για επίκινδυνους όμως ελιγμούς μπορεί να γίνει λόγος ακόμη και όταν δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη. Τούτο διότι αρκεί ο ελιγμός να συνιστά αιτία πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της έντασης, της ποιότητας και της μορφής του, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου ή πράγματος. Επομένως σε αυτήν την υποπερίπτωση είναι ερευνώμενο αν ο ελιγμός του δράστη οδηγού (λόγω των χαρακτηριστικών του) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για άνθρωπο ή πράγμα,  ώστε τούτος να αξιολογηθεί ως επικίνδυνος ( ΑΠ 282/2013).      

7ον. Αφού οι αναφερόμενες στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 290Α ΠΚ συμπεριφορές αφορούν αποκλειστικά οδηγό οχήματος, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η ιδιότητα του οδηγού προσδιορίζεται στο άρθρο 2 ΚΟΚ. Οδηγός είναι το πρόσωπο, το οποίο οδηγεί κάθε είδους όχημα ή ζώα, που σέρνουν όχημα με τροχούς για τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

8ον. Περαιτέρω αν ο οδηγός προβεί με πρόθεση σε κάποια από τις πράξεις των στοιχείων α’, β’ της πρώτης παραγράφου και προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα (υποπερίπτωση αα’) ή κίνδυνος για άνθρωπο (υποπερίπτωση ββ’) θεμελιώνεται το βασικό έγκλημα της επικίνδυνης οδήγησης. Αν όμως από κάποια από τις πράξεις του οδηγού στα στοιχεία α’ και β’ της πρώτης παραγράφου επέλθει το αποτέλεσμα, που αναφέρεται στην υποπερίπτωση γγ’ , δηλαδή βαριά σωματική βλάβη ή βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις στην υποπερίπτωση, τότε θεμελιώνεται διακρινόμενο εκ του αποτελέσματος έγκλημα με κακουργηματικό χαρακτήρα (βλ. σχετ. ως προς το τελευταίο νομικό ζήτημα την αιτιολογική έκθεση ΠΚ σελ.110). Ωστόσο όταν ο δράστης (οδηγός οχήματος) εκτελεί με πρόθεση πράξη από τις αναφερόμενες στα στοιχεία α’, β’ της πρώτης παραγράφου και από αυτή προκληθεί περαιτέρω το αποτέλεσμα της υποπερίπτωσης δδ’, δηλαδή  επέλθει θάνατος άλλου προσώπου, τότε τυποποιείται η διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του εγκλήματος, κατά την οποία ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, ενώ αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. Ως μεγάλος αριθμός ανθρώπων πρέπει να θεωρηθεί αυτός των τριών ανθρώπων και άνω και όχι λιγότερων. Τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση ο νομοθέτης θα επέλεγε τη φράση αν προκλήθηκε θάνατος περισσοτέρων του ενός. Η τελευταία διαπίστωση, που αφορά την περίπτωση δδ’, ισχύει για τις πράξεις, που τελούνται από τις 18-11-2019 και μετά. 

9ον. Για τις πράξεις πριν από  τις 18-11-2019, ο δράστης, των οποίων αν δεν ήταν σε φυσική κατάσταση να οδηγήσει όχημα και παρά ταύτα με πρόθεση προέβη στην οδήγησή του, κατά την οποία επήλθε ατύχημα με αποτέλεσμα το θάνατο άλλου, η  παράβαση του άρθρου 290Α παρ.1 ΠΚ δεν προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν δεν συνοδεύεται από κάποια από τα χαρακτηριστικά του στοιχείου β’ της πρώτης παραγράφου π.χ επικίνδυνους ελιγμούς, οδήγηση στο αντίθετο ρεύμα πορείας. Τούτο προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 290Απαρ.1 ΠΚ, όπως τούτη είχε, πριν την αντικατάστασή της με το Ν.4637/2019.

10ον. Ειδικά όταν υφίσταται ηθικός αυτουργός στην τέλεση της παράβασης άρθρου 290Α παρ.1 ΠΚ, κατά την οποία επήλθε θάνατος άλλου, ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή, που προβλέπεται για τον αυτουργό, αν για τον επελθόντα θάνατο βαρύνεται και ο ίδιος με αμέλεια. Στην περίπτωση αυτή στο πόρισμα της δικανικής κρίσης πρέπει να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής, τα οποία δε μπορεί να είναι τα ίδια με εκείνα, που στοιχειοθετούν το δόλο για το βασικό έγκλημα, διότι διαφορετικά παρατηρείται το νομικά και λογικά άτοπο σε εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, τόσο το βασικό έγκλημα όσο και το βαρύτερο αποτέλεσμα να στηρίζονται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (βλ. σχετ. ως προς το νομικό αυτό ζήτημα ΣυμβΑΠ 2045/2010).

11ον. Αν ο δράστης προέβη στις πράξεις των στοιχείων α’ και β’ της πρώτης παραγράφου όχι από δόλο αλλά από αμέλεια, τότε θεμελιώνεται μόνο πλημμεληματική παράβαση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 άρθρου 290Α ΠΚ. Αν επήλθε θάνατος άλλου τότε μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α παρ. 2 ΠΚ και της παράβασης του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ υφίσταται αληθής κατ’ιδέα συρροή (ΑΠ 282/2013). Μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α παρ. 1 ΠΚ και παράβασης άρθρου 42 ΚΟΚ υφίσταται φαινομένη συρροή, αφού η παράβαση άρθρου 42 ΚΟΚ απορροφάται από αυτή της παράβασης άρθρου 290Α ΠΚ. Διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε σε διπλή τιμώρηση του δράστη. Μεταξύ της παράβασης άρθρου 290Α ΠΚ και παράβασης άρθρου 30 παρ.1 Ν.4251/2014 υφίσταται αληθής κατ’ιδέα συρροή.

12ον. Κατά το άρθρο 57 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και δοθεί σ’ αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δεδικασμένο παραβιάζεται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται εκ νέου για την ίδια ακριβώς πράξη, και όχι άλλη συρρέουσα. Στην περίπτωση της φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής, η ποινική αξίωση της πολιτείας ικανοποιείται με την εφαρμογή της μιας μόνον από τις περισσότερες ποινικές διατάξεις, στις οποίες εκ πρώτης όψεως υπόκειται η αυτή πράξη του ίδιου δράστη. Το δε δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται και δεν εξετάζει κατ’ ουσίαν την πράξη, που συρρέει φαινομενικώς και δεν μπορεί να εκδόσει γι’ αυτήν απαλλακτικό βούλευμα ή αθωωτική απόφαση. Εξάλλου, το δεδικασμένο εξαντλείται στην πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και η οποία εξετάσθηκε και κρίθηκε κατ’ ουσίαν από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο. Επομένως, αν το Συμβούλιο παραπέμψει τον κατηγορούμενο για την απορροφώσα πράξη ενώ για την απορροφημένη αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, λόγω της απορροφήσεώς της, ακολούθως δε το Δικαστήριο διαπιστώσει έλλειψη των στοιχείων της απορροφώσης και κηρύξει για αυτήν αθώο τον κατηγορούμενο, δεν κωλύεται στη συνέχεια να εξετάσει και να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για την απορροφηθείσα πράξη, αφού η τελευταία δεν είχε ερευνηθεί και κριθεί κατ’ ουσίαν (ΑΠ 930/2001).

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020: ΑΠΟΦΑΣΗ 26/2021 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ. Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

     Η  αναγνώριση του δικαιώματος για κατάλληλη κατοικία, ως αναγκαία προϋπόθεση για την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου και της οικογένειάς του, προβλέπεται  από τη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1948. Επίσης, σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (1976), στο Χάρτη  Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς  και στο Σύνταγμα, το οποίο επιβάλλει στη νομοθετική εξουσία να μεριμνά για τη διασφάλισή του (άρθρ.   21 παρ.  4,  5 παρ. 1 και 17). Η  διασφάλιση  του δικαιώματος  αυτού θεσμοθετήθηκε μέσω της ειδικής ρύθμισης του άρθρου  9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά), με την οποία ο νομοθέτης απέβλεψε στη δημιουργία ενός προστατευτικού πλαισίου για την κύρια κατοικία του οφειλέτη, έναντι όμως ανταλλάγματος, επειδή, ακριβώς, πρόκειται για ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο και με σκοπό να εξισορροπηθεί η απώλεια εκ μέρους των πιστωτών του προϊόντος της εκποίησής της. Με τις νομικές αυτές σκέψεις και με δεδομένο ότι η εξαιρετική αυτή ρύθμιση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας είχε συγκεκριμένη χρονική ισχύ και δη έως την 28η Φεβρουαρίου 2019 και ότι και η ισχύς του νόμου 4605/2019, που προέβλεπε ένα μηχανισμό ρύθμισης ορισμένων δανείων και συνεπώς μία, έστω,  περιορισμένη δυνατότητα προστασίας της κατοικίας,  επίσης, έληξε την 31η Ιουλίου 2020, το Ειρηνοδικείο Πατρών εξέδωσε την  πολύ σημαντική  απόφαση με αριθμό 26/2021. Με την άνω απόφαση παρέχεται προστασία στην κύρια κατοικία, με την παραδοχή ότι η ανάγκη προστασίας αυτής εξακολουθεί να υπάρχει. Το Δικαστήριο με νομικό επιχείρημα, που αντλεί  από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (3869/2010), δηλαδή της ευχέρειας του Δικαστή να θεωρήσει προσφορότερη την εκμετάλλευση  περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη για την ικανοποίηση των πιστωτών και κατ’ επέκταση μη αναγκαία την εκποίησή του, καταλήγει στην προστασία της κύριας κατοικίας, έστω και αν τερματίστηκε  το ειδικό καθεστώς της προστασίας της. Προϋπόθεση, όμως, της κρίσης περί προστασίας της κατοικίας του οφειλέτη αποτελεί η ικανοποίηση των πιστωτών αυτού στον ίδιο βαθμό, στον οποίο θα ικανοποιούνταν σε περίπτωση ρευστοποίησης του ακινήτου της κατοικίας, δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν το ποσό που θα ελάμβαναν σε μία διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης κατά τον ΚΠολΔ. Με μια τέτοια ρύθμιση, σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, αποφεύγεται ο εκπλειστηριασμός  του ακινήτου και προστατεύεται το περιουσιακό στοιχείο της συνταγματικά κατοχυρωμένης κατοικίας του οφειλέτη, ενώ παράλληλα   δεν θίγονται ουσιώδη συμφέροντα των πιστωτών, αφού σε αντιστάθμισμα της απώλειας της εξουσίας διάθεσης του κεφαλαίου που τους αναλογεί από την εκποίηση της κατοικίας, θα αποκομίσουν τα οφέλη από την μακροχρόνια διάθεση της χρήσης του στον οφειλέτη, τα οποία θα είναι ανάλογα αυτών που θα αποκόμιζαν σε ανάλογη χρηματοδότηση με το ίδιο κεφάλαιο.  Παράλληλα, το Δικαστήριο προσδιόρισε τους όρους μιας τέτοιας  ρύθμισης (εφόσον πλέον δεν προσδιορίζονται αυτοί από το νόμο), ώστε να είναι βιώσιμη και να διασφαλίζεται η τήρησή της από τον οφειλέτη και η μέσω αυτής ικανοποίηση των πιστωτών. Ειδικότερα, προέβη σε μακροχρόνια ρύθμιση του χρέους,  σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η αποπληρωμή  από  τον οφειλέτη του κεφαλαίου, που θα αποκόμιζαν οι πιστωτές, σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης της κατοικίας,  σε μηνιαίες δόσεις, οι οποίες θα είναι έντοκες με βάση το επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου. Συνεπώς, κατέληξε, δεν είναι αναγκαία η αναγκαστική εκποίηση του ακινήτου της κατοικίας του οφειλέτη,  αφού  είναι προσφορότερη   η εκμετάλλευση  αυτού κατά τον προαναφερθέντα τρόπο. Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση, ο Δικαστής έκρινε, ότι το  ποσό που θα αποκόμιζαν οι πιστωτές του αιτούντος σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης της κατοικίας αυτού θα ανερχόταν σε 108.000 ευρώ, καθόρισε χρόνο αποπληρωμής από τον οφειλέτη του άνω ποσού τα 20 έτη και επίσης καθόρισε το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης σε 450 ευρώ, με βάση, μεταξύ άλλων, και της οικονομικής δυνατότητας αυτού, τα οποία διένειμε, ανάλογα, μεταξύ των περισσοτέρων πιστωτών του. Η απόφαση αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τη δεδομένη χρονική στιγμή, που στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ αναφέρεται ως μία μεγάλη πρόκληση, που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις πιστώτριες τράπεζες, ο μεγάλος αριθμός μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος αναμένεται, να αυξηθεί ακόμη περισσότερο λόγω της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών και ενώ επίκειται και η ισχύς του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, στον οποίο προβλέπεται και πτώχευση οφειλετών μη εμπόρων, χωρίς, κατ’ εξαίρεση, προστασία της κύριας κατοικίας τους, γεγονός που θα προκαλέσει μεγάλο κοινωνικό  πρόβλημα. 

Να καταργηθεί η εισφορά αλληλεγγύης και για τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα και τους συνταξιούχους, Χριστόφορου Σεβαστίδη, Βασίλη Φαϊτά, Βανέσσας-Παναγιώτας Ντέγκα

Χριστόφορου Σεβαστίδη, Εφέτη, ΔΝ, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Βασίλη Φαϊτά, Εφέτη ΔΔ, Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Βανέσσας Παναγιώτας Ντέγκα, Προέδρου Πρωτοδικών ΔΔ, Ταμία της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών


Να καταργηθεί η εισφορά αλληλεγγύης και για τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα και τους συνταξιούχους

Η εισφορά αλληλεγγύης επιβλήθηκε για πρώτη φορά στο κατώφλι της μνημονιακής εποχής με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 και εξακολούθησε με διαδοχικές παρατάσεις. Στην αιτιολογική έκθεση του συγκεκριμένου άρθρου ο νομοθέτης επικαλούνταν τα εξής «..Η δεινή αυτή δημοσιονομική κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με σημαντικές τομές και πρωτοβουλίες και με τήρηση των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κάθε πολίτης καλείται να συμμετέχει στην εθνική αυτή προσπάθεια και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη».

Με το άρθρο 298 του ν. 4738/2020 απαλλάσσονται πλέον από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς αλληλεγγύης οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, μέλη Δ.Σ, ενώ απαλλαγή προβλέπεται και για το φορολογικό έτος 2020 στα εισοδήματα από κεφάλαιο, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και από τόκους. Η μοναδική κατηγορία πολιτών που υπόκειται στο εξής σε εισφορά αλληλεγγύης είναι οι μισθωτοί του δημοσίου τομέα και οι συνταξιούχοι.

Αφετηρία της συζήτησης θα πρέπει να είναι η νοηματοδότηση της έννοιας «αλληλεγγύη» και να διερευνηθεί κατά πόσο ειλικρινής είναι η επίκλησή της από τον νομοθέτη. Το βασικό προσδιοριστικό στοιχείο της αλληλεγγύης είναι οι κοινοί δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων που αγωνίζονται στην ίδια κατεύθυνση και έχουν την συνείδηση του κοινού συμφέροντος. Η αλληλεγγύη προϋποθέτει κατά βάση ισότιμες, διαρκείς και ανιδιοτελείς σχέσεις των μελών στηριγμένες στον απόλυτο σεβασμό. Η «δια νόμου» επιβολή κοινωνικής αλληλεγγύης αντιφάσκει με τον αυθόρμητο χαρακτήρα της και υποκρύπτει μιας μορφής κρατική φιλανθρωπία. Αυτήν που γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών παροχών. Τη φιλανθρωπία που αντιμετωπίζει τη μεγέθυνση της φτώχειας και των ανισοτήτων σαν νομοτέλεια, που απαλλάσσει τα μεγάλα εισοδήματα και τα τεράστια επιχειρηματικά κέρδη από την αναλογική κατανομή φορολογικών βαρών και αναθέτει την ευθύνη συντήρησης των φτωχών στους λιγότερο φτωχούς. Η θεσμοποιημένη φιλανθρωπία είτε ιδιωτική είτε κρατική, που δεν είναι «ούτε σα σταγόνα νερού σε φλογισμένο καμίνι», βασίζεται σε ανισότιμες κοινωνικές σχέσεις που διαρκώς αναπαράγονται.

Ο περιορισμός της υποχρέωσης «εισφοράς αλληλεγγύης» μόνο στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Το νόημα της συνταγματικής διάταξης είναι ότι οι νόμοι που επιβάλουν φορολογικά βάρη δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένες κατηγορίες πολιτών, πόσο μάλλον μία μοναδική κατηγορία. Αλλά και με τα άρθρα 20 και 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αθέμιτων διακρίσεων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, ως ερειδόμενη σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο. Τέτοιο κριτήριο δεν υφίσταται εν προκειμένω, αφού, ως εκ της φύσης της επίμαχης φορολογικής υποχρέωσης, κανένας αποχρών λόγος δεν δικαιολογεί τη διατήρησή της ειδικά και μόνο στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους. Η κατά τον ανωτέρω τρόπο δυσμενής φορολογική μεταχείριση μόνο των εν λόγω κατηγοριών φορολογούμενων καθίσταται σαφώς αυθαίρετη, αφού στον ν. 4738/2020 δεν γίνεται επίκληση κανενός γενικού και αντικειμενικού κριτηρίου που να ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες αυτών. Το τελευταίο τούτο επιβεβαιώνεται από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου που επέβαλε την «εισφορά αλληλεγγύης», η οποία επικαλείται την ευθύνη «κάθε πολίτη».
Για συναφείς λόγους, άλλωστε, η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση μετά τον περιορισμό της σε μία μόνο κατηγορία πολιτών παύει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της προβλεπόμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας.

Η έξοδος της Ελλάδας από τις δεσμεύσεις των μνημονίων αίρει τη δικαιολογητική βάση ενός ειδικού φόρου που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του, είχε εξ αρχής στενό χρονικό ορίζοντα και επιβλήθηκε λόγω έκτακτων καταστάσεων. Η μεταμνημονιακή Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια αποσπασματική και συγκυριακή κρατική φιλανθρωπία που αντιμετωπίζει τα συμπτώματα και όχι την ασθένεια. Η συνταγματική επιταγή για αναλογική και προοδευτική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών ανάλογα με τα εισοδήματά τους να γίνει ο ανεξαίρετος κανόνας. Η εισφορά αλληλεγγύης πρέπει να καταργηθεί και για τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα και τους συνταξιούχους.

Η ΠΛΗΡΗΣ ΠΤΩΧΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΧΩΝ, Μαργαρίτας Στενιώτη, Νικήτα Βελία, Μάνου Φωτάκη, Μέλη Δ.Σ. της ΕΔΕ

Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης

Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης

Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης

Μέλη Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Με συνεχή αρθρογραφία οι υπογράφοντες την παρούσα  είχαμε επισημάνει, ήδη από το θέρος του περασμένου έτους, τα προβλήματα, που θα δημιουργούσε η ψήφιση του σχεδίου νόμου περί επίσπευσης των χιλιάδων υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επαναπροσδιορισμού αυτών στα προβλεπόμενα στενά χρονικά περιθώρια και είχαμε αιτηθεί τη μη ψήφιση τέτοιου νόμου. Μετά τη ψήφιση δε αυτού είχαμε επισημάνει, και πάλι, τα προβλήματα εφαρμογής αυτού του νόμου κυρίως δε με το από 7-12-2020  άρθρο μας με τον τίτλο «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ Ν. 4745/2020 (ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ) ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΔΙΕΞΟΔΟΥ» (δημ. στην ιστοσελίδα της ΕνΔΕ). Ειδικότερα, είχαμε επισημάνει τόσο τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει η εφαρμογή του ν. 4745/2020 για τα Ειρηνοδικεία της χώρας και τους Δικαστικούς Λειτουργούς, που θα κληθούν να εκδικάσουν τις χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις όσο και για τους υπερχρεωμένους  πολίτες και μάλιστα  εν μέσω της πανδημίας, που πλήττει όχι μόνο τη χώρα μας αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.  Αποδοκιμάσαμε δε το αυθαίρετο συμπέρασμα μίας άτυπης επιτροπής Ειρηνοδικών ότι  «το 30% των υποθέσεων δεν θα επαναπροσδιοριστεί» και τούτο διότι μία τέτοια αναφορά, διατυπωθείσα μάλιστα από Δικαστικούς Λειτουργούς, αντίκειται στις αρχές του Κράτους Δικαίου και στο συνταγματικά θεμελιωμένο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας των οφειλετών. Καταδείξαμε την αδυναμία επαναπροσδιορισμού των εν λόγω υποθέσεων για λόγους που συνέχονται με την ανέχεια των πολιτών λόγω της πανδημίας. Καταδείξαμε τις διαδικαστικές δυσκολίες επαναπροσδιορισμού των εν λόγω υποθέσεων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Επιτροπής Γενικής Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Καταδείξαμε την αδυναμία συγκέντρωσης από τους υπερχρεωμένους πολίτες των πολυάριθμων εγγράφων που απαιτεί ο ν. 4745/2020. Παράλληλα, όμως, προτείναμε και λύσεις, οι οποίες δεν εισακούσθηκαν. Δυστυχώς, οι προβλέψεις μας επαληθεύτηκαν, καθότι σε μία ημέρα (15-1-2021) εκπνέει η προθεσμία επαναπροσδιορισμού 20.000 εκκρεμών αιτήσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών των ετών 2013 – 3014 και μόλις 4.500 αιτήσεις έχουν επαναπροσδιορισθεί και συνεπώς χιλιάδες πολίτες θα στερηθούν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας λόγω δυσλειτουργιών της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, λόγω οικονομικής αδυναμίας των πολιτών να ανταπεξέλθουν στα έξοδα της εν λόγω διαδικασίας και λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης των απαραίτητων εγγράφων εν μέσω πανδημίας και με δεδομένο ότι πολλές περιοχές της χώρας και ολόκληροι νομοί  έχουν κηρυχθεί σε οριζόντιο καθεστώς αναστολής δραστηριοτήτων (lockdown).    Η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, που συνεδρίασε στις 10-1-2021, αιτήθηκε την  παράταση της προθεσμίας επαναπροσδιορισμού των αιτήσεων. Με τροπολογία δε που κατατέθηκε στη Βουλή με την οποία ρυθμίζονται θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρατάθηκε μέχρι και τις 31-1-2021 η άνω προθεσμία υποβολής των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού, ήτοι για διάστημα δέκα έξι (16) ημερών !!! Η προθεσμία δε των δέκα εργάσιμων ημερών είναι αυτονόητο ότι δεν είναι επαρκής, ώστε να προστατευθούν τα δικαιώματα των υπερχρεωμένων πολιτών σε μία χώρα που υπολειτουργεί. Επίσης, ουδεμία πρόβλεψη υπάρχει για παράταση των λοιπών προθεσμιών του ν. 4745/2020, τη στιγμή που οι αρμόδιοι ομιλούν τεκμηριωμένα για τρίτο κύμα πανδημίας. Συνεπώς,  οφείλει το αρμόδιο Υπουργείο να προβλέψει νομοθετικά την παράταση των προβλεπόμενων προθεσμιών  επαναπροσδιορισμού των αιτήσεων για εύλογο χρόνο, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του εξαμήνου και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται πλέον άλλη διαδικασία  διάσωσης της κύριας κατοικίας  του οφειλέτη, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την πρόσφατη πρόβλεψη πτώχευσης φυσικών προσώπων, να αποτελεί μονόδρομο η πλήρης πτωχοποίηση των ήδη πτωχών.

Η αναγκαιότητα διεκδίκησης της επαναφοράς των επιδομάτων εορτών και αδείας, Χριστόφορου Σεβαστίδη, Βασίλη Φαϊτά, Βανέσσας Παναγιώτας Ντέγκα

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΟΡΓΑΝΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΥ ΔΟΤΗ:ΜΙΑ ΑΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΑΝΕΦΑΡΜΟΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ, ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ ΔΗΜ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)