Πρώτες γενικές σκέψεις για το νέο τοπίο στη δίωξη, στην εκδίκαση και στην παραγραφή των εγκλημάτων φοροδιαφυγής με τις ρυθμίσεις του Ν.4745/2020 με ειδική μνεία στις μεταβατικές του διατάξεις, Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Θράκης

Πρώτες γενικές σκέψεις για το νέο τοπίο στη δίωξη, στην εκδίκαση και στην παραγραφή των εγκλημάτων φοροδιαφυγής με τις ρυθμίσεις του Ν.4745/2020 με ειδική μνεία στις μεταβατικές του διατάξεις.

Επιμέλεια
Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Θράκης

Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ.4 Ν.4745/2020 η παράγραφος 3 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής: «3. α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης. β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α΄, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.»

Επισημάνσεις:
1ον Η δίωξη των εγκλημάτων φοροδιαφυγής προϋποθέτει πια τα εξής:
Α) Ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου και σύνταξη σχετικής έκθεσης ελέγχου και ακολούθως την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου σε περίπτωση έκδοσης-αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, έκδοσης πλαστών φορολογικών στοιχείων, της πράξης προσδιορισμού ΦΠΑ σε περίπτωση μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης του εν λόγω φόρου, του φύλλου υπολογισμού φόρου εισοδήματος σε περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Β) Επίδοση των ανωτέρω εκτελεστών πράξεων από την αρμόδια αρχή στον καθού και άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά αυτών.
Γ) Αν ασκηθούν αυτά, τότε απαιτείται έκδοση αμετάκλητης απόφασης των Διοικητικών Δικαστηρίων. Βέβαια στο αποτέλεσμα αυτό μπορούν να οδηγηθούν δικονομικά τα πράγματα με το να μην ασκήσει ο φορολογούμενος όλα τα ένδικα μέσα στα Διοικητικά Δικαστήρια κατά τη διαδικασία αμφισβήτησης της σε βάρος του εκτελεστής πράξης για τη διαπιστωθείσα από τη διοίκηση φοροδιαφυγή. Γι’αυτό ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών πρέπει να έχει υπόψη του τις πιθανές δικονομικές προοπτικές μιας δικοικητικής – φορολογικής διαφοράς.
Δ) Η έκδοση της εκτελεστής πράξης της διοίκησης (απόφαση επιβολής προστίμου, πράξης προσδιορισμού ΦΠΑ, φύλλο υπολογισμού φόρου εισοδήματος ανάλογα με την περιπτωσιολογία του εγκλήματος κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα) συνοδεύεται με αποστολή της προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Τούτο συνιστά ανακοίνωση της φορολογικής παράβασης, πλην όμως ο Εισαγγελέας δεν μπορεί να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης,παρά μόνο όταν επισυμβεί η οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς (άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, ή το αμετάκλητο της διαφοράς). Έτσι ο αρμόδιος Εισαγγελέας συντάσσει πράξη αναβολής της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης αναμένοντας την αποστολή προς αυτόν έγγραφης ανακοίνωσης ή από την αρμόδια αρχή (σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των ενδίκων βοηθημάτων) ή από τη Γραμματεία του αρμοδίου Δικαστηρίου (σε περίπτωση αμετάκλητης απόφασης). Η δεύτερη αυτή (έγγραφη) ανακοίνωση αποτελεί την απαιτούμενη δικονομική προύπόθεση για να γίνει λόγος για άσκηση ποινικής δίωξης με τις προϋποθέσεις που το άρθρο 43 ΚΠΔ ορίζει. Τότε μόνο ο αρμόδιος Εισαγγελέας δεν συντάσσει πράξη αναβολής, αλλά προχωρά σε ενέργειες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43 ΚΠΔ, όταν δηλαδή κατά την αποστολή της εκτελεστής πράξης έχει ήδη παρέλθει άπρακτος ο χρόνος της προσφυγής, οπότε η εκτελεστή πράξη της αρχής πρέπει να συνοδεύεται με μηνυτήρια αναφορά, η οποία αν δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να ζητηθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.
2ον. Περαιτέρω υπάρχουν και αντίστοιχα αναβλητικά μέτρα της διαδικασίας σε πιο προχωρημένα στάδια της υπόθεσης, αν δηλαδή παρά τα ανωτέρω αναφερθέντα ασκηθεί ποινική δίωξη. Έτσι αν η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η τελευταία περίπτωση προφανώς αφορά τη διενέργεια προανάκρισης για την υπόθεση. Προδήλως τούτες οι προβλέψεις αποτελούν πρόσθετες εγγυήσεις ώστε η ποινική διαδικασία της υπόθεσης να μην ενεργοποιηθεί προς έκδοση δικανικής κρίσης, πριν η διαφορά οριστικοποιηθεί διοικητικά. Η προσοχή, που πρέπει να επιδειχθεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στην περίπτωση της (πρώτης) ενημέρωσής του με την αποστολή της εκτελεστής πράξης της διοίκησης είναι αν σε περίπτωση μη απόδοσης ΦΠΑ ή μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, σχετίζεται με το ύψος του ποσού του (μη αποδοθέντος) φόρου. Τούτο διότι σε περίπτωση που ο μη αποδοθείς φόρος είναι (ανάλογα με την οικεία στο άρθρο 66 Ν.4174/2013 περιπτωσιολγία) κάτω του ορίου του αξιοποίνου, δεν έχει νόημα να αναμένει περαιτέρω (τη δεύτερη κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα) ενημέρωσή του και πρέπει να θέσει στο αρχείο την υπόθεση.
3ον. Οι πιο πάνω προβλέψεις είναι ακόλουθες με την αποφυγή του κινδύνου αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων και αποβλέπουν στην κατά το δυνατό προσαρμογή της νομοθεσίας στις θέσεις του ΕΔΔΑ για την αποφυγή παραβίασης της αρχής ne bis in idem. Είναι γνωστό ότι το ΕΔΔΑ ακολουθεί τα εξής κριτήρια για να διαπιστωθεί αν μια διαφορά είναι αμιγώς διοικητική ή έχει και ποινικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι τα εξής: α) ο χαρακτηρισμός της παράβασης στο δίκαιο του κράτους του κατηγορουμένου, β) η φύση του αδικήματος, γ) ο βαθμός σοβαρότητας της ποινής. Το πρώτο κριτήριο είναι αυστηρά τυπικό, δεδομένου ότι στηρίζεται αποκλειστικά στο νομικό χαρακτηρισμό, που αποδίδεται στις κυρώσεις από το εσωτερικό δίκαιο. Το κριτήριο αυτό είναι το πρώτο, που πρέπει να ληφθεί υπόψη, αν και δεν είναι από μόνο του αρκετό. Τα άλλα δύο εναλλακτικά κριτήρια συμπεριλαμβάνουν μια ουσιαστική προσέγγιση. Αναφέρονται αντίστοιχα στην ταυτότητα της παράβασης (στο τι συνίσταται πραγματικά και νομικά η παράβαση) και το βαθμό σοβαρότητας της επιβληθείσας κύρωσης. Αν ένα από τα τρία κριτήρια πληρούται, η ποινή, που διακυβεύεται από το κράτος σε βαρος του ιδιώτη, αξιολογείται ως «ποινική» και οι εγγυήσεις, που προβλέπονται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθίστανται εφαρμόσιμες.
4ον. Η αναβολή της ποινικής διαδικασίας για τους λόγους, που αναφέρονται πιο πάνω, επιφέρουν αναστολή της παραγραφής της πράξης και μάλιστα στην αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής δεν ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 113 ΠΚ χρονικός περιορισμός της αναστολής.
5ον. Συνεχίζεται να υφίσταται η διάκριση μεταξύ του χρόνου τέλεσης της πράξης και του χρόνου παραγραφής της, η δε έναρξη της τελευταίας αποτελεί και την αφετηρία της ποινικής δίωξης. Ωστόσο παύει πια να ισχύει το φαινόμενο να ασκείται η ποινική δίωξη και παρά ταύτα η παραγραφή της πράξης να μην έχει αρχίσει ακόμη.
6ον. Ειδική μνεία γίνεται στη μεταβατική διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 96 Ν.4745/2020, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις του άρθρου 32 καταλαμβάνουν τις πράξεις, που τελούνται μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,η οποία είναι η 6η-11-2020. Χρόνος τέλεσης στην πράξη της έκδοσης εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων είναι ο χρόνος, που ο εκδότης τα συντάσσει και αναγράφει σε αυτά, χρόνος αποδοχής των εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι ο χρόνος, που ο λήπτης τα παραλαμβάνει για καταχώρηση στα λογιστικά του βιβλία από τον εκδότη, χρόνος τέλεσης της μη υποβολής δήλωσης απόδοσης ΦΠΑ είναι η τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα, που πρέπει να γίνει η σχετική δήλωση για τη φορολογική (μηνιαία ή τριμηνιαία) περίοδο που έληξε, χρόνος της μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είναι η τελευταία ημέρα, που με βάση το ΑΦΜ ο φορολογούμενος πρέπει να προβεί σε αυτή.

Η περιπέτεια του αυτονόητου, Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Χριστόφορου Σεβαστίδη,

ΔΝ Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Την περασμένη Δευτέρα σε αναμονή της ΚΥΑ, η οποία θα ρύθμιζε τον τρόπο λειτουργίας των Δικαστηρίων σε έκτακτες συνθήκες κορύφωσης της πανδημίας, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καταλήγει στην ανάγκη αναστολής των δικών της πολιτικής διαδικασίας που γίνονται με παρουσία μαρτύρων θεωρώντας αυτονόητη και την αναστολή των ποινικών δικών με εξαίρεση τις κατεπείγουσες υποθέσεις. Την ίδια ημέρα ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κ. Βερβεσός πανηγύριζε διότι «μετά από συνεχή και επίμονη παρέμβασή μου  (σε ποιους άραγε;) τα δικαστήρια όλων των δικαιοδοσιών και στις περιοχές με επιδημιολογικό επίπεδο αυξημένου κινδύνου παραμένουν ανοικτά»!!! Αισθάνθηκε δικαιωμένος διότι μετά από παρεμβάσεις του θα έμπαινε σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή χιλιάδων πολιτών και παραγόντων της δίκης που θα συνωστίζονταν στα ακροατήρια των Δικαστηρίων. Κατηγόρησε μάλιστα εντελώς απρόκλητα σε απαράδεκτο και ανάρμοστο ύφος τους Δικαστικούς Λειτουργούς ότι είναι προστατευμένοι θεσμικά και οικονομικά και επιχειρούν χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση να περιορίσουν τη λειτουργία των Δικαστηρίων και να στερήσουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των πολιτών σ’ αυτά. Στην ίδια λογική η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων αποφάνθηκε με στόμφο ότι «η Δικαιοσύνη δεν είναι φέουδο κανενός». Αλήθεια γιατί δεν υπήρχαν παρόμοιες ευαισθησίες για την απρόσκοπτη λειτουργία των Δικαστηρίων όταν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι αποφάσιζαν στο παρελθόν πολύμηνες αποχές από τα καθήκοντά τους και μάλιστα για δικαιολογημένες μεν, συντεχνιακές ωστόσο διεκδικήσεις τους; Οι Δικαστικές Ενώσεις αποφάσισαν την προειδοποιητική διακοπή συνεδριάσεων για μία ημέρα όχι για την επιδίωξη κάποιου δικού τους συμφέροντος αλλά με αίτημα την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.  Το εάν τα αιτήματα των Δικαστικών Ενώσεων είχαν ή όχι επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση αποδείχθηκε τέσσερις ημέρες αργότερα όταν η Κυβέρνηση ακολουθώντας τις υποδείξεις των ειδικών επιστημόνων αποφάσισε το γενικό lock down στη Χώρα. Αντίθετα η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων διαπίστωσε με δικά της επιστημονικά κριτήρια ότι «τα δικαστήρια μέχρι σήμερα δεν έχουν αποτελέσει εστία υπερμετάδοσης του ιού». Θα είχε αλήθεια ενδιαφέρον να μας ενημερώσουν για τις επιστημονικές έρευνες πάνω στις οποίες βασίζουν τα συμπεράσματά τους. Οφείλουν επίσης ορισμένες εξηγήσεις για την αλλοπρόσαλλη στάση τους να απαιτούν στις 11 Μαρτίου 2020 από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Υγείας την αναστολή λειτουργίας των Δικαστηρίων σε μια περίοδο που τα κρούσματα του κορονοϊού ήταν πολύ λιγότερα και να επιμένουν σήμερα για πλήρη λειτουργία, όταν η πανδημία έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Βασίζεται κι’ αυτή η απόφαση σε κάποια επιστημονική έρευνα που δεν γνωρίζουμε;

Η μόνιμη επωδός της ηγεσίας του ΔΣΑ για θεσμικά και οικονομικά προνομιούχους, που αγνοούν τις συνθήκες επαγγελματικής ανασφάλειας στην ελεύθερη αγορά, επιχειρεί για άλλη μια φορά να διχάσει και να θέσει ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές στο νομικό κόσμο. Επαναλάβαμε πολλές φορές και αποδείξαμε έμπρακτα στο παρελθόν την αλληλεγγύη και την στήριξή μας στα δίκαια αιτήματα των Δικηγόρων, πολλοί από τους οποίους υφίστανται με τρόπο οδυνηρό τις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής από τις αρχές του 2010. Την ίδια σύμπνοια και ενότητα χρειάζεται η νομική κοινότητα σήμερα και προς τούτο είμαστε ανοιχτοί σε συζητήσεις και προτάσεις. Η δημιουργία ενός εικονικού εχθρού λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και συγκαλύπτει τις πραγματικές ευθύνες και τους υπαίτιους. Προσυπογράφω στο σημείο αυτό κάθε λέξη του πρόσφατου άρθρου του συναδέλφου Βασίλη Φαϊτά, Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, για τον κοινωνικό αυτοματισμό στον χώρο της Δικαιοσύνης, όπως και την εξαιρετική σε τεκμηρίωση και ουσία Ανοιχτή Επιστολή 48 Δικηγόρων Ιωαννίνων.

Οι υποθέσεις που δεν συζητήθηκαν λόγω της πανδημίας από τον Μάρτιο μέχρι και τον Μάΐο του 2020 έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εκδικαστεί ήδη με υπερφόρτωση των πινακίων των Δικαστηρίων και με υπερένταση των προσπαθειών που κατέβαλαν οι δικαστικοί λειτουργοί. Το ίδιο θα γίνει και με τις υποθέσεις που δεν θα εκδικαστούν εντός του Νοεμβρίου λόγω της νέας αναστολής. Αυτές οι λεπτομέρειες παραλήφθηκαν στις σχοινοτενείς ανακοινώσεις της Συντονιστικής Επιτροπής. Δεν υπήρχε εξ αρχής καμία λογική βάση στην απαίτηση της ηγεσίας του ΔΣΑ να παραμείνουν ανοιχτά τα Δικαστήρια σε περιοχές αυξημένου επιδημιολογικού φορτίου και να τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία. Η τελική απόφαση της Κυβέρνησης, υπαγορευόμενη από την σκληρή πραγματικότητα, δικαίωσε πλήρως τις θέσεις μας. Η υπεύθυνη στάση των Δικαστικών Ενώσεων νίκησε τον παραλογισμό!

Αθλητική Δικαιοσύνη συγκροτούμενη από Τακτικούς Δικαστικούς Λειτουργούς. Το Αυτοδιοίκητο της Ε.Π.Ο. υποχωρεί στο Αυτοδιοίκητο της Δικαιοσύνης. Προς τη σωστή θεσμική κατεύθυνση η διάταξη σε σχέδιο νόμου, που προβλέπει την υπόδειξη των Αθλητικών Δικαστών από θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης. Άρθρο Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Εφέτη – Μέλους του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Δημητρίου Φούκα, Προέδρου Πρωτοδικών, μέλους ΔΣ ΕνΔε, Ελευθερίας Κώνστα, Εφέτη, μέλους ΔΣ ΕνΔε

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Κοινωνικός αυτοματισμός και δημόσια υγεία , Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Δικηγόροι ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης: Δικαιώματα ή και Υποχρεώσεις; του Γεωργίου Κασίμη, Προέδρου Πρωτοδικών

                                                                                               Του Γεωργίου Κασίμη, Προέδρου Πρωτοδικών

 

Η έννοια του “Συλλειτουργού της δικαιοσύνης”, αναφερομένη στους ασκούντες την δικηγορία, χρησιμοποιήθηκε κατά την δεκαετία του 1980 από την νομολογία του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Στρασβούργο (ΕΔΔΑ) και εκδικάζει υποθέσεις που άπτονται της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Μία από τις πρώτες υποθέσεις όπου το ΕΔΔΑ είχε την δυνατότητα να αναπτύξει αυτή την έννοια αφορούσε την προσφυγή Γάλλου δικηγόρου, η οποία εκδικάσθηκε το 1991, υπόθεση EZELIN c. FRANCE (Requête no11800/85), http://hudoc.echr.coe.int/sites/fra/pages/search.aspx?i=001-62231.

Τα περιστατικά ήταν τα εξής: Κατά την διάρκεια διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα στην πρωτεύουσα της Γουαδελούπης, Μπάς-Τερ, η οποία σημειωτέον είναι γαλλική κτήση, σημειώθηκαν διάφορα έκτροπα όπως ύβρεις και φθορές με γκράφιτι στους τοίχους του δικαστικού μεγάρου. Στις διαδηλώσεις αυτές συμμετείχε και ο προσφεύγων, δικηγόρος, Εζελίν, ο οποίος τιμωρήθηκε από το πειθαρχικό όργανο του οικείου δικηγορικού συλλόγου με επίπληξη επειδή, εκ της μόνης συμμετοχής του στη διαδήλωση, δεν αποδοκίμασε τις φθορές επί των δημοσίων κτιρίων, ως θα όφειλε εφόσον ήταν δικηγόρος. Η τιμωρία αυτή ήταν πειθαρχική και όχι ποινική και, όπως εξετέθη και κατά τη διάρκεια της προφορικής συζητήσεως της υποθέσεως, απορρέει από την έννοια του “συλλειτουργού της δικαιοσύνης”. Ο Εζελίν προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενος ότι η τιμωρία αυτή παραβιάζει την Ελευθερία εκφράσεως και την Ελευθερία τoυ συvέρχεσθαι και συvεταιρίζεσθαι που προστατεύεται από τα άρθρα 10 και 11 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το ΕΔΔΑ τον δικαίωσε, όχι επειδή η δικηγορική ιδιότητά του ήταν άσχετη με τις διαδηλώσεις, αλλά επειδή απεδείχθη ότι η διαδήλωση στην οποία συμμετείχε ο εν λόγω προσφεύγων, ήταν ειρηνική. Όπως καθαρά προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 53της αποφάσεως του ΕΔΔΑ, ο δικηγόρος μπορεί να συμμετέχει σε διαδηλώσεις όταν είναι ειρηνικές, εφόσον ο ίδιος δεν διαπράττει καμία αξιόποινη πράξη. Σε αντίθετη περίπτωση είναι ελεγκτέος, όχι μόνο ποινικά, πράγμα άσχετο με την παρούσα περίπτωση, αλλά και πειθαρχικά βάσει του άρθρου 106 του εκεί εφαρμοζομένου κώδικα περί δικηγόρων εφόσον εκ της ιδιότητός του υποχρεούται σε αυτοσυγκράτηση και délicatesse, όπως ακριβώς λέει το άρθρο.

Έτυχε να παρίσταμαι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στα πλαίσια εκπαιδευτικής επισκέψεως στο ΕΔΔΑ και κατά τη συζήτηση που είχαμε εκ των υστέρων με τους δικαστές του ΕΔΔΑ εξετέθη η έννοια του “συλλειτουργού της δικαιοσύνης” ως έννοια που διέτρεχε όλη την ανωτέρω υπόθεση και ως έννοια που ενέχει κυρίως υποχρεώσεις για τους δικηγόρους. Δηλαδή, αν ο προσφεύγων Εζελίν, είχε χρησιμοποιήσει γκράφιτι στο δικαστικό μέγαρο, πέραν των όποιων ποινικών ευθυνών, θα είχε και πειθαρχικές ευθύνες επί τη βάσει όχι του τελεσθέντος ποινικού αδικήματος αλλά ως “συλλειτουργός της δικαισύνης”, εφόσον φαντάζεσθε τις κυρώσεις θα είχαμε εμείς αν αύριο χρησιμοποιούσαμε γκράφιτι στην Ευελπίδων.

Η έννοια του συλλειτουργού της δικαιοσύνης, την οποία σπεύδει ο ΑΝΩΝΥΜΟΣ “Ενάγων” να επικαλεσθεί στην πρώτη παράγραφο της “αγωγής” του, ως θεμέλιο αυτής, είναι έννοια ΕΥΘΥΝΗΣ και ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ, κατά το ΕΔΔΑ πάντοτε, και όχι έννοια ασυδοσίας.

Βέβαια στην Ελλάδα όλα αντιστρέφονται, γι’ αυτό και κάποιοι δικηγόροι θα φθάσουν να ζητούν από εμάς αποζημίωση για τις ενέργειές μας, λες και όλο αυτόν τον καιρό, δεν γράφουμε, δεν διασκεπτόμασθε, δεν δικάζουμε τα αυτόφωρα και τις παραγραφές.

Ούτως ή άλλως βέβαια θα μου πείτε οι Δικηγόροι, ως “ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΌΤΕΡΟΙ” της δικαιοσύνης μπορούν να κάνουν αποχές και να παρεμποδίζουν την πρόοδο της δίκης (άρθρο 349 ΚΠΔ) εφόσον, φυσικά, ουδεμία σχέση έχουν με την κρίση, απλά η τρόικα τους επιβουλεύεται επειδή είναι κακιά (η τρόικα εννοείται).

 

Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική σελίδα dikastis.blogspot.com και αναρτήθηκε πρώτη φορά στις 26 Οκτωβρίου 2012

 

Οι θέσεις που διατύπωσε η Ομάδα μας «Δικαστική Πρωτοβουλία» κατά τη συνάντηση του ΔΣ της ΕνΔΕ της 1ης Οκτωβρίου 2020 με τον Υπουργό Δικαιοσύνης

Οι θέσεις που διατύπωσε η Ομάδα μας «Δικαστική Πρωτοβουλία» κατά τη συνάντηση του ΔΣ της ΕνΔΕ της 1ης Οκτωβρίου 2020 με τον Υπουργό Δικαιοσύνης                                                                            

Αθήνα, 26-10-2020

Κατά τη συνάντηση του νεοεκλεγέντος Δ.Σ. της ΕνΔΕ της 1ης Οκτωβρίου 2020 με τον Υπουργό της Δικαιοσύνης και επί των θεμάτων, που συζητήθηκαν, όπως αυτά προσδιορίστηκαν στο με αριθμό πρωτ. 420/25-9-2020 έγγραφο της Ένωσης συμφωνήσαμε:

1) Στην επίσπευση της διαδικασίας επικαιροποίησης του σχεδίου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών ώστε η ψήφιση του να έχει ολοκληρωθεί εντός του τρέχοντος δικαστικού έτους 2020-2021

2) Στο καθολικό αίτημα περί της αναγκαιότητας σύνταξης ενιαίου πρωτοκόλλου για την αντιμετώπιση της πανδημίας κατά τη λειτουργία των δικαστηρίων, που θα έχει θετικά αποτελέσματα σε ζητήματα εν γένει συντονισμού ενεργειών. Εξάλλου, επί του εν λόγω ζητήματος (της πανδημίας) και των τρόπων αντιμετώπισης της είχαμε δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο προεκλογικό μας πρόγραμμα

3) Στην κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών, που αποτελεί διαχρονικά πάγιο αίτημα της Ένωσης και στην προκήρυξη διαγωνισμού για την Κατεύθυνση Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Ο Υπουργός δεσμεύθηκε ότι η σχετική προκήρυξη θα εκδοθεί το συντομότερο δυνατόν

4) Στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης οικονομικών απαιτήσεων, η οποία καθυστερεί λόγω της υποστελέχωσης του σχετικού τμήματος του Υπουργείου.

5) Στην κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων των Δικαστικών Υπαλλήλων.

Ως προς τα ανωτέρω θέματα η Ομάδα μας συμφώνησε απόλυτα ότι πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητες τόσο της Ένωσής μας όσο και του αρμόδιου Υπουργείου Δικαιοσύνης.

 

Ιδιαίτερη συζήτηση διεξήχθη για:

Α) το θέμα του σχεδίου νόμου για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα και δη τον επαναπροσδιορισμό και την εκδίκαση 40.000 περίπου εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον 30 Ειρηνοδικείων της χώρας εντός χρονικού διαστήματος ενός εξαμήνου. Τα μέλη της Ομάδας μας – υπογράφοντες την παρούσα διατυπώσαμε τη διαφωνία μας στην επίσπευση της συζήτησης αυτών των υποθέσεων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, διότι, πλην του γεγονότος ότι δεν παρέχονται εγγυήσεις ορθής απονομής της Δικαιοσύνης και τούτο θα αποβεί εις βάρος των πολιτών, παραβιάζεται η αρχή της αυτοδιοίκησης των Δικαστηρίων λόγω της μη τήρησης των Κανονισμών Λειτουργίας των Ειρηνοδικείων. Προτείναμε, δε, ο επαναπροσδιορισμός των ανωτέρω υποθέσεων να γίνει εντός τριών ετών,   χρονικό διάστημα, το οποίο είχε προβλεφθεί ως εύλογος χρόνος περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων κατά το έτος 2015 με το Ν. 4336/2015. Τονίσαμε, επίσης, ότι από 1-1-2021 τα Ειρηνοδικεία της χώρας θα επιβαρυνθούν, και πάλι, ιδιαίτερα, καθότι, με σχετικό σχέδιο νόμου, του οποίου εκκρεμεί η ψήφιση, αλλάζει η αρμοδιότητα των πτωχευτικών υποθέσεων και ποσοστό περίπου 90% αυτών των υποθέσεων θα υπάγεται στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων. Εκφράσαμε, δε, τις επιφυλάξεις μας σχετικά με το γεγονός ότι με τις νέες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα πτωχευτική ικανότητα αποκτούν και φυσικά πρόσωπα για οφειλές σε πιστωτικά ιδρύματα υπό τις προϋποθέσεις, που καθορίζονται και ότι στην πτωχευτική περιουσία υπάγεται και η πρώτη κατοικία.   Τέλος, αναφέραμε ότι ο διαχωρισμός σε «καλά» και «κακά» Ειρηνοδικεία είναι προσβλητικός για πολλούς συναδέλφους και ότι πρέπει να διερευνηθούν τα αίτια της καθυστέρησης προσδιορισμού των παραπάνω υποθέσεων, π.χ. κενές οργανικές θέσεις, μη ειδικά τμήματα, μη ορθή κατανομή των οργανικών θέσεων στα Ειρηνοδικεία κατά την αύξηση αυτών (οργανικών θέσεων) και με βάση τα εισερχόμενα δικόγραφα κλπ.

Β) την πρόταση περί νομοθετικής παρέμβασης, που θα απαγορεύει στους αφυπηρετούντες Δικαστικούς Λειτουργούς ν’ αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα εντός διαστήματος δύο ετών από την αφυπηρέτησή τους. Επί της πρότασης αυτής η Ομάδα μας δια της Εφέτη κ. Μαργαρίτας Στενιώτη διατύπωσε την άποψη ότι πρέπει να διαχωρίσουμε την ηθική από τη νομική διάσταση του ζητήματος. Σε νομικό επίπεδο εκφράσαμε τον προβληματισμό μας περί της συνταγματικότητας μίας τέτοιας διάταξης νόμου και κυρίως σε σχέση με τις αρχές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της οικονομικής ελευθερίας κλπ., απόψεις, που είχαμε εκθέσει εκτενώς και κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνελεύσεως του 2018. Σε κάθε, όμως, περίπτωση επίσημη θέση της Ένωσης μας αποτελεί η θέση, που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του Σώματος το έτος 2018 περί θέσπισης της σχετικής απαγόρευσης.

Τέλος, η Ομάδα μας τόνισε την ανάγκη εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης, ώστε να καταπολεμηθούν χρόνιες παθογένειές της, την ανάγκη ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης και την άμεση πρόβλεψη νομοθετικού πλαισίου για χορήγηση ψηφιακής υπογραφής σε Δικαστικούς Λειτουργούς και Δικαστικούς Υπαλλήλους, η αναγκαιότητα της οποίας αναδείχθηκε εντονότερα λόγω της πανδημίας.                                          

 Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Κώστας Βουλγαρίδης, Εφέτης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης, Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης Μέλος ΔΣ της ΕνΔΕ

 

                                                          Αθήνα, 26-10-2020

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Tα όρια της κριτικής σε βάρος δικαστικών λειτουργών και ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων, Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Τα όρια της κριτικής σε βάρος δικαστικών λειτουργών 

και ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, 

ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Θεμελιώδης δημοκρατική κατάκτηση είναι η ελευθερία έκφρασης του πολίτη και η ανεμπόδιστη άσκηση κριτικής. Αντικείμενο της κριτικής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Ιδιαίτερη ωστόσο αξία αποκτά η κριτική όταν στρέφεται εναντίον φορέων της κρατικής εξουσίας. Όσο πιο διευρυμένο είναι το πλαίσιο της κριτικής και όσο πιο ελεύθερα ασκείται τόσο περισσότερο εμπεδωμένη είναι η Δημοκρατία στο Λαό, τόσο μεγαλύτερη νομιμοποίηση αποκτούν οι θεσμοί. Εισαγωγικά μπορούμε να ομολογήσουμε ότι ενώ είναι δυσάρεστη σε προσωπικό και ανθρώπινο επίπεδο, είναι απόλυτα αναγκαία σε επίπεδο θεσμικό. 

Στη συνήθη σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και στην προστασία της προσωπικότητας η στάση των κοινωνιών παραλλάσει ανάλογα με την παράδοση και τα ιστορικά βιώματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το περισσότερο φιλελεύθερο στον κόσμο στα ζητήματα ελεύθερης έκφρασης και ανεμπόδιστης κριτικής, θεωρεί ότι «ο διάλογος πάνω σε δημόσια θέματα πρέπει να είναι χωρίς αναστολές, ζωηρός και ανοιχτός στα πάντα». Κάθε άποψη, κάθε ιδέα, ακόμα και η πιο εξωφρενική ή αστήριχτη, έχει τη θέση της στην αγορά των ιδεών (Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, έκδ. Νομική Βιβλιοθήκη). Στην υπόθεση The New York Times v. Sullivan το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία του λόγου υπερτερεί έναντι της προστασίας της υπόληψης των δημοσίων προσώπων, εκτός από την περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. 

Το ΕΔΔΑ σε αντίθεση με την απόλυτη προστασία που παρέχει στην ελευθερία λόγου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, δεν παρέχει απόλυτο προβάδισμα στην εν λόγω ελευθερία αλλά εφαρμόζει την αρχή της στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Παρέχεται ωστόσο τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας του λόγου, ιδίως όταν οι ισχυρισμοί αφορούν δημόσια πρόσωπα. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει επανειλημμένα ότι τα όρια της κριτικής κατά πολιτικών προσώπων είναι ευρύτερα από τα όρια κριτικής κατά ιδιωτών. Και ναι μεν έκρινε ότι τα περιθώρια κριτικής σε βάρος δικαστικών λειτουργών είναι στενότερα από αυτά σε βάρος των πολιτικών, διότι οι δικαστικοί λειτουργοί υπόκεινται στο καθήκον αυτοσυγκράτησης και δεν μπορούν να απαντήσουν, ενώ σε περίπτωση προσβολής της τιμής τους υπονομεύεται η δημόσια εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα του Δικαστικού Σώματος ως συνόλου (υπoθέσεις Busuioc κατά Μολδαβίας, 12-12-2004 και Prager and Oberschlick κατά Αυστρίας, 26-4-1995), ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις όταν ενεργούν υπό την επίσημη ιδιότητά τους, τα όρια κριτικής είναι σαφώς ευρύτερα σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος (ΕΔΔΑ 27-4-2004, ΤοΣ 2007,509) το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη δημοσιογράφων σε καταβολή αποζημίωσης σε εισαγγελικό λειτουργό λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας ανακριβούς δημοσιεύματος, προσέβαλε την ελευθερία έκφρασης, καταλήγοντας ότι το συμφέρον του εισαγγελέα να προστατεύσει την τιμή και την υπόληψή του δεν υπερισχύει του συμφέροντος του κοινού για πληροφόρηση. Σε στάθμιση υπέρ της ελευθερίας του Τύπου κατέληξε το ΕΔΔΑ και σε πολλές άλλες υποθέσεις (De Haes and Gijsels κατά Βελγίου, της 24-2-1997, Kobenter and Standard Verlags GMBH κατά Αυστρίας, της 2-11-2006) που αφορούσαν κριτική σε βάρος Δικαστών από τον Τύπο. Τελευταία το ΕΔΔΑ έκρινε την υπόθεση Tolmachev κατά Ρωσίας της 2-6-2020. Ο προσφεύγων δημοσιογράφος έγραψε για μία Δικαστή ότι «έχει ντροπιάσει τον εαυτό της σε ολόκληρη τη χώρα και είμαι πεπεισμένος ότι άτομα όπως ο κ…. η κα … δεν πρέπει να έχουν δικαστικές εξουσίες. Τις χρησιμοποιούν για το προσωπικό τους όφελος και αποτελούν ντροπή για τη ρωσική δικαστική εξουσία». Για άλλη Δικαστή έγραψε  «Η εμπειρία της πρώην δικαστίνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου L., η κα. A., που εντοπίστηκε να δωροδοκείται, αποτελεί καθιερωμένη πρακτική μεταξύ των δικαστών εδώ και πολύ καιρό …». Μετά από άσκηση αγωγών εναντίον του υποχρεώθηκε με δικαστικές αποφάσεις να καταβάλει σημαντικά ποσά αποζημίωσης λόγω των άρθρων του. Διαμαρτυρόμενος για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, κατήγγειλε ότι στερήθηκε το δικαίωμα του να ξεσκεπάσει τη δικαστική διαφθορά. Κατά το Στρασβούργο η λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης εμπίπτει  στο δημόσιο συμφέρον. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η προστασία του δικαστή από κάθε κριτική του Τύπου δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που προάγει το κράτος δικαίου και έκρινε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης).

Το ελληνικό Σύνταγμα από μόνο του δεν θα μπορούσε να βάλει όρια στην κριτική. Ούτε φυσικά αυτά μπορούν να τεθούν από τους δέκτες της κριτικής, τους κρατικούς λειτουργούς. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε πως η φύση των λειτουργιών και το είδος της απασχόλησης καθορίζουν μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αντοχή στην κριτική. Τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας φέρουν το βάρος της μεγαλύτερης ανεκτικότητας. Οι δικαστικοί λειτουργοί, λιγότερο συνηθισμένοι στη δημόσια προβολή, μακριά από κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, θέτουν πιο κλειστές γραμμές. Κι’ εδώ ωστόσο υπάρχουν διαφοροποιήσεις καθώς τα μέλη των Δικαστικών Ενώσεων περισσότερο εκτεθειμένα στον δημόσιο διάλογο και την αντιπαράθεση οφείλουν να δείχνουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι δικαστικοί λειτουργοί ως φορείς δημόσιας εξουσίας οφείλουν να ανέχονται την κριτική, ακόμα και την πιο επιθετική και κακόβουλη. Ένα σημείο σοβαρής παρερμηνείας, που πολλές φορές γίνεται ασυνείδητα, είναι ο αδικαιολόγητος περιορισμός των ορίων της θεμιτής κριτικής μόνο στο επίπεδο που αυτή γίνεται γενικά και αφηρημένα (πχ προς το θεσμό της Δικαιοσύνης), θεωρώντας κάθε άλλου είδους κριτική σε ατομικό επίπεδο ως «ανοίκεια επίθεση» και «προσωπική στοχοποίηση».  

Και ποιος είναι ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων; Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων μέχρι και το έτος 2016 ήταν ανύπαρκτη στον τομέα αυτό. Θεωρούσε προφανώς ότι δεν εμπίπτει στα καθήκοντά της η στήριξη συναδέλφων από κριτική που δέχονταν κατά καιρούς. Η στάση της Ένωσης άλλαξε ριζικά από το Μάϊο του 2016. Εκδόθηκαν από τότε πάνω από 20 ανακοινώσεις ως απάντηση σε άδικες κριτικές από Μέσα Ενημέρωσης, Δικηγορικούς Συλλόγους, πολιτικούς, επιχειρηματίες και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι Δικαστικές Ενώσεις δεν μπορούν να απαγορεύσουν το αυτονόητο συνταγματικό δικαίωμα της κριτικής, ακόμα και της άδικης. Απειλές για άσκηση ποινικών ή πειθαρχικών διώξεων σε όσους καταφέρονται κατά συναδέλφων, βρίσκονται μακριά από τις αντιλήψεις μας για τον τρόπο λειτουργίας ενός συλλογικού οργάνου, που θεωρεί την αντίθετη άποψη οξυγόνο της δημοκρατίας.  Μπορούν ωστόσο και δικαιούνται οι Ενώσεις να ασκούν κριτική στους επικριτές μας. Θεωρώ ότι θα συμφωνούσε ο καθένας στην εκτίμηση πως οι ανακοινώσεις μιας Δικαστικής Ένωσης δεν μπορούν να εκδίδονται αδιάκριτα σε κάθε περίπτωση που ασκείται κριτική σε συνάδελφο. Η υιοθέτηση μιας τυφλής συντεχνιακής λογικής θα ανέκοπτε κάθε προσπάθεια προσέγγισης της κοινωνίας και θα ακύρωνε τον εξωστρεφή προσανατολισμό των τελευταίων ετών. Η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι πολλές φορές απότοκος του απομονωτισμού και της εσωστρέφειας των φορέων τους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να σταθμίζονται στη λήψη μιας απόφασης κάλυψης συναδέλφων από αθέμιτη κριτική, όπως η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας της Ένωσης, ως συλλογικού οργάνου που εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία του Δικαστικού Σώματος και η προστασία της από λαθεμένες επιλογές. Υπήρχαν τέσσερις περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που η Ένωση επέλεξε να μην τοποθετηθεί, παρά το γεγονός πως υπήρχε αντίθετο αίτημα από ορισμένα μέλη μας. Πιστεύω ότι η εξέλιξη των γεγονότων δικαίωσε τις επιλογές μας και διέσωσε τη συλλογική αξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση και η απόφαση μιας Δικαστικής Ένωσης να σιωπήσει ή να τοποθετηθεί σε ένα ζήτημα που έχει δημόσιο ενδιαφέρον υπόκειται σε κριτική, ακόμα και κακόβουλη! 

Η ουσιαστική προσέγγιση του άρθρου 290 ΠΚ. Επισημάνσεις για τα ειδικά αναφυόμενα ζητήματα και διαχρονικό δίκαιο, Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Θράκης

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Οι λαϊκές συγκεντρώσεις, το τεκμήριο της αθωότητας και η πίεση στην κρατική εξουσία, Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν Εφέτη- Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Οι λαϊκές συγκεντρώσεις, το τεκμήριο της αθωότητας

και η πίεση στην κρατική εξουσία

Χριστόφορου Σεβαστίδη,

Δ.Ν Εφέτη- Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Η προχθεσινή συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών έξω από την αίθουσα του Εφετείου κατά την εκφώνηση της απόφασης στη δίκη της «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ» άνοιξε μια συζήτηση για το κατά πόσο συνιστά αθέμιτη πίεση στους Δικαστές και κατά πόσο επηρεάζει τη δικαιοδοτική κρίση τους.

Το άρθρο 11 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει το δικαίωμα των Ελλήνων να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Αποδέκτης του συνταγματικού αυτού δικαιώματος είναι η κρατική εξουσία. Κανένας περιορισμός δεν μπορεί να υπάρχει ως προς το περιεχόμενο των αιτημάτων μιας συγκέντρωσης ούτε φυσικά μπορούν οι λαϊκές συγκεντρώσεις να χαρακτηριστούν αθέμιτες. Συνηθέστερα τα αιτήματα στρέφονται προς τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία: Πολίτες έξω από τη Βουλή ή από τα Υπουργεία ζητούν κατάργηση ή τροποποίηση ή θέσπιση νομοθετικών διατάξεων. Ορισμένες φορές αποδέκτης των αιτημάτων είναι και η δικαστική εξουσία. Δεν είναι σπάνιες οι συγκεντρώσεις έξω από Δικαστήρια της Χώρας με αιτήματα την απαλλαγή ή την καταδίκη συλληφθέντων. Ο Λαός έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τα αιτήματά του, να ασκεί μια θεμιτή «πίεση» προς την εξουσία. Είναι άραγε η μοναδική πίεση που ασκείται στο Κράτος; Οι απαιτήσεις επιχειρηματιών για ευνοϊκές ρυθμίσεις (φορολογικές, μισθολογικές, εργασιακές) προκειμένου να παραμείνει μια επένδυση σε συγκεκριμένη Χώρα δεν συνιστούν πίεση προς την Κυβέρνηση; Η σφοδρή επιστημονική κριτική σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων με σκοπό να αλλάξει η νομολογία θεωρείται αθέμιτη; Ορισμένες πιέσεις είναι σαφώς περισσότερο αποτελεσματικές γι’ αυτούς που τις ασκούν αν και λιγότερο αντιληπτές από την κοινωνία. Οι κρατικοί λειτουργοί (βουλευτές, υπουργοί, δικαστές, εισαγγελείς) έχουν τέτοια υψηλή συνταγματική θωράκιση ακριβώς για να μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με την δική τους συνείδηση και να μην επηρεάζονται στην κρίση τους. Ζουν και εργάζονται μέσα σε μια κοινωνία ζωντανή. Μια κοινωνία με αντιτιθέμενα συμφέροντα, με συγκρούσεις, με πολύπλευρες προσεγγίσεις και αντιλήψεις. Θα ταίριαζε σε ανελεύθερο καθεστώς να απαιτεί από τον κυρίαρχο Λαό συνθήκες απομόνωσης και απόλυτης σιγής ως προϋπόθεσης για να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά οι θεσμοί. Θα ήταν μια ξεκάθαρη ομολογία αποτυχίας της Δημοκρατίας. Είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της υποχρέωσης της Πολιτείας να προστατεύει τη ζωή και την περιουσία των κρατικών λειτουργών ώστε να μπορούν ανεμπόδιστα να επιτελούν το καθήκον τους.  Η Δημοκρατία πρέπει να επιδιώκει να δημιουργήσει ενημερωμένους και συνειδητοποιημένους πολίτες. Όχι φοβισμένους και απαθείς. Πολίτες που κάνουν θαρρετά χρήση των συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Πολίτες που αντιλαμβάνονται ότι η αδράνεια στην άσκηση δικαιώματος, η συναίνεση στον περιορισμό τους οδηγεί στη σταδιακή απονέκρωσή τους και λογίζεται ως οικειοθελής παραίτηση.

Μήπως όμως η συγκέντρωση πολιτών έξω από μια αίθουσα Δικαστηρίου παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων; Το άρθρο 7 ν. 4596/2019 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2016/343 του Ε.Κ. και του Συμβουλίου της 9-3-2016, προβλέπει τη δυνατότητα αποζημίωσης του κατηγορουμένου προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου της αθωότητάς του «από δηλώσεις δημοσίων αρχών.. οι οποίες αναφέρονται σε εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση». Δύο επισημάνσεις είναι ουσιαστικές: Πρώτον, η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας δεν είναι απόλυτη υπό την έννοια ότι το προοίμιο της Οδηγίας (παρ. 19) θεωρεί ότι κάμπτεται μπροστά στην ελευθερία του Τύπου και των λοιπών μέσων ενημέρωσης. Πόσο μάλλον μπροστά στο δικαίωμα διαμαρτυρίας των συγκεντρωμένων! Δεύτερον, ότι αποδέκτης της παραπάνω υποχρέωσης είναι «οι δημόσιες αρχές» και όχι ο Λαός. Θα ήταν συνεπώς αδιανόητο να ισχυριστεί κανείς παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας για το λόγο ότι πολίτες ασκούν το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και ζητούν από τις Αρχές (Δικαστήρια) την τιμωρία συγκεκριμένων κατηγορουμένων.

Οι Δικαστές είναι οι μόνοι θεσμικά αρμόδιοι να κρίνουν μία ποινική υπόθεση σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες και εγγυήσεις. Κανένας εξάλλου δεν στερείται του φυσικού του δικαστή (άρθρο 8 Συντάγματος).  Κανείς αντίστοιχα δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα της κοινωνίας να απαιτεί, να διαμαρτύρεται, να εκφράζεται ελεύθερα με τον τρόπο που αυτή επιλέγει. Δύο δικαιώματα ανεξάρτητα μεταξύ τους και πάντως όχι αλληλοαποκλειόμενα.

*Αναδημοσίευση από την ΕφΣυν της 12-10-2020