ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΙΣΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΑΣΧΗΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ» 920 ΑΝΘΡΩΠΩΝ – Παναγιώτης Σίσκος, Ειρηνοδίκης, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ -Υπ. Δρ. Κανονικού Δικαίου ΕΚΠΑ

ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΙΣΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΑΣΧΗΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ» 920 ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΣ ΕΚ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΣ ΕΞ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΩΝ?

Με ιδιαίτερη έκπληξη ως δικαστικός λειτουργός και μέλος της ΕΝΔΕ, διάβασα στο από 20-11-2023 Δελτίο Τύπου της ΕΝΔΕ περί ενημέρωσης του Προεδρείου ότι σε περίπτωση ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας οι ειρηνοδίκες θα εξελίσσονται μόνον μέχρι τον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών.

Είναι προφανές ότι μια τέτοια μεταχείριση μειώνει και αδικεί ηθικά, εργασιακά και επιστημονικά έναν ολόκληρο κλάδο 920 ανθρώπων που ουδόλως είναι λιγότερο ικανοί, χρησιμοποιώντας τους στα πρωτοδικεία – χωρίς να το ζητήσουν οι ίδιοι – με ίδιες υποχρεώσεις με τον πρωτοδίκη, χωρίς ταυτόχρονα να τους δίνονται και ίδια δικαιώματα, όπως η δυνατότητα εξέλιξης που χορηγείται σε όλους τους άλλους δικαστικούς λειτουργούς της χώρας (πολιτικοί δικαστές, διοικητικοί δικαστές, εισαγγελείς, στρατιωτικοί δικαστές).

Το ζήτημα της στασιμότητας 920 ανθρώπων εφ’ όρου ζωής στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών, καίτοι θα είναι ομοιόβαθμοι με τους δικαστές του πρωτοδικείου, είναι προφανώς αντίθετο στο άρθρο 88 παρ. 2 εδ. β Συντ. που κάνει λόγο για βαθμολογική εξέλιξη, στο άρθρο 90 παρ. 1 Συντ. που αναφέρεται σε προαγωγές δικαστών και στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. περί της αρχής της ισότητας, η οποία επιτάσσει όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων.

Βασικά πρόκειται εν προκειμένω περί ομοίων περιπτώσεων. Εάν το κράτος έκρινε κάποιον ως ικανό πρωτοδίκη κατόπιν υπηρέτησής του στο βαθμό του παρέδρου πρωτοδικείου, εφόσον επέτυχε στις σχετικές εξετάσεις παρέδρου πρωτοδικείου, ή εάν τον έκρινε ικανό πρωτοδίκη – χωρίς μάλιστα να το ζητήσει ο ίδιος – κατόπιν υπηρεσίας του στο βαθμό του ειρηνοδίκη, εφόσον επέτυχε στις σχετικές εξετάσεις ειρηνοδικών (σε συνδυασμό και με σχετική κρίση του ΑΔΣ), είναι ζήτημα που αφορά αποκλειστικά και μόνον τον τρόπο που το κράτος επιλέγει κάποιον ως άξιο και ικανό να γίνει πρωτοδίκης. Είναι ζήτημα που άπτεται του τρόπου εισόδου στον κλάδο των πρωτοδικών. Δεν είναι ζήτημα ικανό να προκαλέσει διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων, δεδομένου ότι αμφότερες οι κατηγορίες θα υπηρετούν στον ίδιο βαθμό και θα εκτελούν ίδια καθήκοντα.

Επικουρικά, ήτοι σε περίπτωση που κάποιος επιμένει ότι πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις, ζήτημα τίθεται ποιος είναι ο ανώτερος πρωτοδίκης (που θα άξιζε την εξέλιξη) και ποιος ο κατώτερος πρωτοδίκης (που δεν θα άξιζε την εξέλιξη). Ο προερχόμενος από τον κλάδο των δικηγόρων που έχει φοιτήσει στην ΕΣΔΙ ή ο προερχόμενος από τον κλάδο των δικαστών ειρηνοδικών που έχει φοιτήσει ομοίως στην έδρα των δικαστηρίων και έχει παρακολουθήσει σχετικά εισαγωγικά σεμινάρια στην ΕΣΔΙ ; Κατά την άποψή μου Ουδείς, αλλά είναι Αμφότερες οι περιπτώσεις Όμοιες, έχοντας εισέλθει στο δικαστικό σώμα με εξετάσεις σε μαθήματα της ίδιας ακριβώς ύλης και δυσκολίας (διότι όταν επί παραδείγματι στον τελευταίο διαγωνισμό ειρηνοδικών συμμετείχαν 1.600 άτομα, σαφώς και δεν μπορούσε ο βαθμός δυσκολίας να είναι χαμηλός, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα περνούσαν σχεδόν όλοι, πλην όμως πέρασαν μόνον οι 961 με γενικό βαθμό από 8 και άνω).

Η άποψη που θα ήθελε έναν πρωτοδίκη εξ ειρηνοδικών χωρίς υπηρεσιακή εξέλιξη όπως οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, οδηγεί στο οξύμωρο σχήμα ότι εάν κάποιος πρωτοδίκης εξ ειρηνοδικών ήθελε να εξελιχθεί υπηρεσιακά, έπρεπε να πάει ξανά να δώσει εξετάσεις για να γίνει αυτή τη φορά πρωτοδίκης εκ δικηγόρων και να φοιτήσει εκ νέου στην ΕΣΔΙ, ενώ ήδη έχει φοιτήσει στην δικαστική έδρα, στη συγγραφή αποφάσεων και ενώ ήδη κρίθηκε ικανός να γίνει πρωτοδίκης !

Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από όλους τους παράγοντες της δικαιοσύνης και να διορθωθεί μια κατάφωρη αδικία ότι δηλαδή στο ελληνικό δικαστικό σύστημα ο Ειρηνοδίκης είναι ο ΜΟΝΟΣ δικαστικός λειτουργός που για να ανέλθει σε επόμενο βαθμό και να έχει βαθμολογική εξέλιξη, πρέπει να δώσει εξετάσεις (οι οποίες ξέρουμε πόσο ψυχοφθόρες είναι), επαφιέμενος κυρίως στον παράγοντα τύχη, διότι η καθημερινή του ενασχόληση με τόσα δικαστικά καθήκοντα (ειρηνοδίκης υπηρεσίας, προκαταρκτικές, αποφάσεις, έρευνες, τριμελή), δεν του επιτρέπει αξιόλογη προετοιμασία, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει να αντιμετωπίσει μια ύλη (συμπεριλαμβανομένης και αρεοαπαγιτικής νομολογίας πολιτικής και ποινικής) τελείως διαφορετική από αυτήν της καθημερινής του ενασχόλησης (ιδίως με τον ν. 3869/2010 αλλά και με εκουσία, μικροδιαφορές, τροχαία χαμηλού αντικειμένου, προκαταρκτική, έρευνες, διαταγές πληρωμής, ένορκες βεβαιώσεις). Με δεδομένο ότι όποιος επιθυμεί να γίνει δικαστικός λειτουργός στην πολιτική-ποινική δικαιοσύνη, συνήθως δίνει και στις 3 εξετάσεις (πρωτοδικών, εισαγγελέων, ειρηνοδικών) και όπου περάσει (χωρίς και ο παράγοντας «τύχη» να είναι άνευ σημασίας), η είσοδός κάποιου στο βαθμό του ειρηνοδίκη, σημαίνει από πρακτικής απόψεως και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, καθήλωσή του μόνον στο βαθμό του ειρηνοδίκη. Και ενώ διαγωνίστηκε και αυτός στην ίδια ακριβώς ύλη με τους πρωτοδίκες-εισαγγελείς και σε θέματα αρεοπαγιτικής νομολογίας, στην πορεία και εκτελώντας τα δικαστικά καθήκοντα του ειρηνοδίκη, ξεχνάει όλη αυτή την διαφορετική ύλη των εξετάσεων . Διότι οι λοιποί υποψήφιοι είθισται να προετοιμάζονται με φροντιστήρια και όχι με το να ασχολούνται με αντικείμενα διαφορετικά από την ύλη για τις εξετάσεις της ΕΣΔΙ. Σε αντίθεση λοιπόν με τον μοναδικό μη εξελισσόμενο ειρηνοδίκη, όλοι οι λοιποί οι δικαστικοί λειτουργοί (πρωτοδίκες, εισαγγελείς, διοικητικοί δικαστές, στρατιωτικοί δικαστές) εξελίσσονται σε επόμενους βαθμούς δυνάμει των χρόνων υπηρεσίας και της εργασιακής τους ικανότητας.

Η ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 88 του Συντάγματος περί ενοποίησης του Πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (και όχι περί ενοποίησης π.χ. του δευτέρου βαθμού), δεν μπορεί να εμποδίσει την εξέλιξη του πρωτοδίκη εξ ειρηνοδικών και στον δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι η διάταξη αναφέρεται στον τρόπο και στο βαθμό εισόδου εντός του κλάδου των πρωτοδικών, χωρίς να σημαίνει ότι ο πρωτοδίκης εξ ειρηνοδικών θα παραμένει μέχρι την αφυπηρέτησή του εκεί στον πρώτο βαθμό, ενώ ασκεί τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με τους λοιπούς πρωτοδίκες. Άλλωστε, θα ήταν αλλόκοτο να προβλέπεται απευθείας “ενοποίηση του δευτέρου βαθμού” για έναν δικαστή που δεν έχει εμπειρία σε εκδίκαση εφέσεων. Διαφορετική ερμηνεία, ότι δηλαδή ενοποίηση του πρώτου βαθμού σημαίνει και παραμονή για πάντα στον πρώτο βαθμό, θα ερχόταν σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις (άρθρ. 4 παρ. 1, 88 παρ. 2 εδ. β΄, 90 παρ. 1 Συντ.) , ενώ θα πρέπει να προκριθεί η ερμηνεία εκείνη που έρχεται σε εναρμόνισή με αυτές.

Ενδεχόμενος περιορισμός εξέλιξης των 920 ειρηνοδικών, θα αποτελούσε ένα άσχημο ιστορικό γεγονός, δεδομένου ότι ο οποιοσδήποτε πλέον εισερχόταν στο δικαστικό σώμα θα ελάμβανε κάθε είδους εξέλιξη, ενώ αυτοί οι 920 πρωτοδίκες εξ ειρηνοδικών θα είναι πάντοτε στάσιμοι σε έναν συγκεκριμένο βαθμό.

Τέλος, ορθότατα ο κος Υπουργός Δικαιοσύνης σε πρόσφατο συνέδριο ανέφερε ότι δεν έχει κανένα νόημα η εκδίκαση υπόθεσης τροχαίου ατυχήματος με το ίδιο ακριβώς δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο από μεν τον ειρηνοδίκη, εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι κάτω από 20.000 ευρώ, από δε τον πρωτοδίκη, εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι πάνω από 20.000 ευρώ. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, εφόσον ειρηνοδίκες και πρωτοδίκες δικάζουν με το ίδιο ακριβώς δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, δεν έχει κανένα νόημα η μη δυνατότητα εξέλιξης των πρωτοδικών εξ ειρηνοδικών με ίσους όρους όπως και για τους πρωτοδίκες εκ δικηγόρων.

Παναγιώτης Σίσκος

Ειρηνοδίκης

ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

Υπ. Δρ. Κανονικού Δικαίου ΕΚΠΑ

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΡΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Π. ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Το σχέδιο για ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας – Μία συνολική κριτική και οι θέσεις μας

Το σχέδιο για ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας-

Μία συνολική κριτική και οι θέσεις μας

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη,

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

Μελών του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2023.

 

Τις τελευταίες ημέρες με δημοσιεύματα στον Τύπο και μέσω συνεντεύξεων του ίδιου του Υπουργού Δικαιοσύνης, διαρρέουν συστηματικά γενικές πληροφορίες περί ύπαρξης προχωρημένου σχεδιασμού ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατέθεσε στις 13 Οκτωβρίου 2023 τις δικές του θέσεις. Ενόψει της απουσίας συγκεκριμένου κειμένου που θα αποτελούσε βάση συζήτησης, δεν είναι δυνατό να εκφράσουμε σε αυτό το στάδιο ολοκληρωμένη γνώμη ή κριτική, επί των σχεδιαζόμενων αλλαγών. Δεν μπορούμε όμως να προσποιούμαστε και ότι δε συμβαίνει τίποτα, καθώς η τακτική του νομοθετικού αιφνιδιασμού των δικαστικών λειτουργών, για νομοθετήματα τα οποία τους επηρεάζουν άμεσα, έχει αποκτήσει δυστυχώς πια, στοιχεία κανονικοποίησης. Ως εκ τούτου είναι απολύτως αναγκαίο να εκφράσουμε μια γενική τοποθέτηση την οποία οφείλει να έχει υπόψη ο νομοθέτης  σε οποιοδήποτε σχέδιο ενοποίησης επιλέξει να προχωρήσει.

         Το κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων είναι δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης προς την Παγκόσμια Τράπεζα – Οι λόγοι της διαφωνίας μας

Τόσο οι πληροφορίες που διαρρέουν από το υπουργείο όσο και η πρόταση του προεδρείου της Ένωσης, περιλαμβάνουν την άμεση και ολοκληρωτική κατάργηση δεκάδων δικαστικών σχηματισμών. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η θέση αυτή δεν είναι καινοφανής, ούτε εκπορευόμενη από τις ανάγκες ή τα αιτήματα του Δικαστικού Σώματος. Αποτυπώθηκε με σαφήνεια πριν μερικά χρόνια στο σχέδιο Πισσαρίδη (σελ. 68), όπου αναφέρεται «Η γεωγραφική κατανομή των δικαστηρίων είναι επίσης προβληματική. Δικαστήρια σε γεωγραφικά κοντινές περιοχές της ελληνικής επαρχίας που θα πρέπει να συγχωνευτούν σε μεγαλύτερες μονάδες, καθώς το όφελος της διακριτής τους ύπαρξης είναι μικρό σε σχέση με το κόστος για τον φορολογούμενο. Τα δικαστήρια αυτά συχνά υπολειτουργούν». Άξονας των μεταρρυθμίσεων θα είναι η λογική κόστους-οφέλους και το κράτος καλείται να βάλει λουκέτο σε όσα δικαστικά καταστήματα έχουν κόστος συντήρησης δυσανάλογο με το όφελος που προκύπτει από την λειτουργία τους. Αυτή η αξιωματικού χαρακτήρα αντίληψη για το ρόλο και τη λειτουργία του κράτους, που έχει εφαρμοσθεί και σε άλλες δημόσιες δομές (σχολεία, νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα) εδώ και καιρό, προσπαθεί πια να παραεισφρύσει και στη Δικαιοσύνη. Το κράτος που θεωρητικά υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών και να παρέχει πρόσβαση στη Δικαιοσύνη ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές, τείνει να την ταυτίσει με επιχείρηση και να αποδώσει στη λειτουργία της κριτήρια αποκλειστικά οικονομικού οφέλους. Κι ενώ από τη μία υποτάσσει τις ανάγκες των πολλών σε αυτό το αξίωμα, από την άλλη δημιουργεί ειδικά επενδυτικά δικαστήρια στα μεγάλα κεντρικά δικαστήρια της χώρας, ανεξαρτήτως κόστους, προκειμένου να παράσχει στοχευμένη αρωγή στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» διαβάζουμε (σελ. 374) «Συνολικά, η επίτευξη των επιδιωκόμενων προτεραιοτήτων του Άξονα αναμένεται να οδηγήσει σε ένα καλύτερο σύστημα δικαιοσύνης για τις επιχειρήσεις οδηγώντας έτσι στην εύρυθμη λειτουργία της Ελληνικής οικονομίας και στην προσέλκυση επενδύσεων, και για τους πολίτες, επιταχύνοντας τις διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης και διευθέτησης διαφορών πάσης φύσεως μεταξύ τους».

Στη λογική αυτή που προαναφέρθηκε η Παγκόσμια Τράπεζα απαιτεί πλέον την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, τον περιορισμό Πρωτοδικείων και Εφετείων. Στο 2ο παράρτημα «Εκτελεστικής Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» του 2021, στο σχέδιο Ελλάδα 2.0 προκύπτουν ξεκάθαρα οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση. Στις σελ. 62 επ. αναφέρεται ότι μέχρι το 4ο τρίμηνο του 2024 προβλέπεται «Αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη- πλήρης λειτουργία τουλάχιστον του 70% των διοικητικών δικαστηρίων και πλήρης λειτουργία τουλάχιστον του 40% των πολιτικών- ποινικών δικαστηρίων» ενώ για το 4ο τρίμηνο του 2025 προβλέπεται πλήρης υλοποίηση της αναθεώρησης των δικαστικών χαρτών.

Για τον λόγο αυτό εμείς είμαστε εντελώς αντίθετοι στο κλείσιμο δικαστικών καταστημάτων. Όχι γιατί έχουμε εμμονές και αγκυλώσεις με το παρελθόν. Αλλά γιατί γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πως όσο κι αν προσπαθούν να εμφανίσουν ως λογικοφανή τη μέση και προσωρινή οδό της λελογισμένης μείωσης του αριθμού των δικαστικών καταστημάτων, ο τελικός σκοπός τους είναι άλλος. Οι εξελίξεις επομένως μπροστά στις οποίες βρισκόμαστε δεν αποτελούν προϊόν ορθολογικής διαχείρισης της κατάστασης. Είναι αποτέλεσμα δεσμευτικών συμφωνιών που αποκρύπτονται τεχνηέντως. Όπως και να έρθει το σχέδιο του Υπουργείου σε λίγες εβδομάδες, θα αποτελέσει το πρώτο βήμα για την σαρωτική αλλαγή του δικαστικού χάρτη με την πλήρη κατάργηση των Ειρηνοδικείων και την διατήρηση λίγων Πρωτοδικείων και ακόμα λιγότερων Εφετείων στα πρότυπα άλλων χωρών με αντίστοιχο πληθυσμό (πχ Ολλανδία) αλλά εντελώς διαφορετική δικαστική, γεωγραφική και κοινωνική διάρθρωση.  Το πόρισμα της Ομάδας Εργασίας για την χωροταξική αναδιάρθρωση των Διοικητικών Δικαστηρίων της 1ης Ιουνίου 2022 είναι ενδεικτικό. Διατηρούνται 16 μόνο Διοικητικά Πρωτοδικεία, 14 Πρωτοδικεία μετατρέπονται σε δικαστήρια τηλεματικής και 15 μεταβατικά Πρωτοδικεία μετατρέπονται επίσης σε δικαστήρια τηλεματικής. Διατηρείται πλέον το 30% των Πρωτοδικείων ενώ τα υπόλοιπα σταδιακά απονεκρώνονται. Η Ένωση Διοικητικών Δικαστών σημειώνεται ότι είχε προβάλει επιχειρήματα κατά της κατάργησης των Δικαστηρίων και της μετατροπής τους σε δικαστήρια τηλεματικής. Το σχέδιο ωστόσο προχώρησε παρά τις αντιρρήσεις και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης τον Μάρτιο του 2023, το οποίο στο Παράρτημα ΙΙ (χρονοδιάγραμμα ενεργειών) προβλέπει στον αριθμό 9 «την επιλογή του μέτρου ….. της διατήρησης του δικαστηρίου ως δικαστικού γραφείου τηλεματικής, εάν οι εισροές του δεν επιτρέπουν την διατήρησή του έστω και μονοτμηματικού». Γεγονός που αποδεικνύει ότι μέσα στο β’ εξάμηνο του 2026 ενδέχεται να οδηγηθούν σε οριστικό κλείσιμο τα δικαστήρια που σε πρώτη φάση ορίζονται ως δικαστήρια τηλεματικής.

Αντί της κατάργησης των Δικαστηρίων λοιπόν εμείς προτείνουμε την μεταβίβαση της εξουσίας διαχείρισης και προγραμματισμού των υπηρεσιών των Δικαστηρίων, σε επίπεδο εφετειακής έδρας, ώστε να επιτυγχάνεται η ισομερής κατανομή της ύλης μεταξύ δικαστηρίων με περισσότερη και λιγότερη ύλη.

 

         Οι προτάσεις του προεδρείου της Ένωσης. Ασυνέπειες και τραγικές αντιφάσεις.

  1. Προτείνουν την κατάργηση 50 Ειρηνοδικείων, όσων ακριβώς σχεδιάζει να πραγματοποιήσει το Υπουργείο γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας και η Ένωση λειτουργεί ως προπομπός των αλλαγών που επίκεινται. Ο ορισμός «πολυδύναμου Ειρηνοδικείου» στον οποίο αναφέρονται παραπέμπει στα «πολυδύναμα Αστυνομικά Τμήματα» και στις συγχωνεύσεις που έγιναν με αποτέλεσμα να έχει καταστεί τραγική η φύλαξη μεγάλων περιοχών της επικράτειας. Δεν εξέτασαν καθόλου την δυνατότητα του ισοκαταμερισμού των υποθέσεων σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας, όπως προτείνουμε εμείς ως εναλλακτική λύση. Για τους σκοπούς που επιδιώκουν τέτοιες προτάσεις αναφερθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο.
  2. Προτείνουν την αύξηση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων κατά 10.000 ευρώ, την στιγμή που είχαν υποσχεθεί στους συναδέλφους ότι δεν θα υπάρξει καμία αύξηση της αρμοδιότητας για την επόμενη 5ετία, ότι θα πρέπει να μειωθεί η ύλη των Ειρηνοδικείων, να μην συμμετέχουν στις συνθέσεις των αυτοφώρων στα επαρχιακά δικαστήρια και να μην πραγματοποιούν τις κατ’ οίκον έρευνες. Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους το προεδρείο μας είχε ενημερώσει σε συνεδρίαση του Δ.Σ., ότι έχει έτοιμη πρόταση να καταθέσει προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης ώστε νομοθετικά να γίνουν οι παραπάνω αλλαγές. Σήμερα όχι μόνο δεν τήρησε τις υποσχέσεις του αλλά επιχειρηματολογεί υπέρ της μιας μικρής αύξησης της αρμοδιότητας, γνωρίζοντας ότι οι εξελίξεις έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο τα πράγματα. Η πρότασή τους για αύξηση υλικής αρμοδιότητας κατά 10.000 ευρώ είναι προάγγελος νέων διαδοχικών αυξήσεων στις οποίες θα συναινέσουν δεδομένου ότι επιλέγουν να δημοσιοποιούν στατιστικά στοιχεία μόνο από Ειρηνοδικεία που έχουν την μικρότερη κατά κεφαλήν χρέωση.
  3. Προτείνουν την μεταφορά ύλης ανεξαρτήτως ποσού στα Ειρηνοδικεία (κτηματολογικές διαφορές). Και αυτή ακόμα δεν είναι δική τους πρόταση. Αποτελεί πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης που μας εξέθεσε στην συνάντησή μας στις 31 Ιουλίου. Το προεδρείο της Ένωσης αντιγράφει κατά λέξη ό,τι ακριβώς άκουσε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης παρουσιάζοντας τάχα όλα αυτά ως δικές του θέσεις. Αναρωτιόμαστε εν προκειμένω: Η μεταφορά ύλης στο Ειρηνοδικείο ανεξαρτήτως ποσού αποτέλεσε βασικό πυλώνα της μελέτης της Επιτροπής Ειρηνοδικών την διετία 2020-2022 η οποία λοιδορήθηκε και απορρίφθηκε από τις ομάδες Στενιώτη-Κώνστα. Η διαφορά έγκειται στο ότι η πρόταση της Επιτροπής Ειρηνοδικών ήταν ολοκληρωμένη και συνολική, δεν θα οδηγούσε σε αύξηση της ατομικής χρέωσης, θα αποτελούσε την βάση για μια μισθολογική αναβάθμιση των Ειρηνοδικών. Οι Ειρηνοδίκες θα εξακολουθούσαν να δικάζουν αντικείμενα με τα οποία ήδη ασχολούνταν. Η αποσπασματική πρόταση του προεδρείου σήμερα αφήνει τους Ειρηνοδίκες δικαστές χαμηλού αντικειμένου, τους αναθέτει αντικείμενο εντελώς καινούριο ενώ ταυτόχρονα ανοίγει την πόρτα και για μια σταδιακή μεταφορά ύλης ανεξαρτήτως ποσού.
  4. Από το 2021 η ομάδα Στενιώτη ως μειοψηφία είχε καταθέσει πρόταση για μισθολογική εξομοίωση Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών καθώς και για συνταξιοδότηση των Ειρηνοδικών στο 67ο έτος της ηλικίας τους χωρίς συνταγματική αλλαγή αλλά με νόμο. Στην προχθεσινή τους ανακοίνωση αναφέρουν γενικά και αφηρημένα την ανάγκη νέου μισθολογίου των Ειρηνοδικών. Την στιγμή που στα αιτήματα προς το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών δεν τέθηκε όχι μόνο η μισθολογική εξομοίωση αλλά ούτε καν η μισθολογική αναβάθμιση, το προεδρείο αναφέρεται σε μισθολόγιο Ειρηνοδικών λες και δεν υπάρχει ενιαίο δικαστικό μισθολόγιο αλλά μισθολόγιο χωριστό σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Είναι φανερός ο εμπαιγμός που γίνεται αυτή τη στιγμή σε 916 συναδέλφους.

         Οι προτάσεις μας

  1. Δεν είναι αποδεκτό κανένα σχέδιο που να κινείται στη βάση της υποχρεωτικότητας. Ο τεράστιος όγκος υποθέσεων που έχουν να διαχειριστούν τα Πρωτοδικεία της χώρας απαιτεί μια πρόβλεψη σταδιακής ενσωμάτωσης ορισμένου αριθμού Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία σε εθελοντική μόνο βάση. Η διαδικασία ενσωμάτωσης Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία πρέπει να αφορά μόνο εκείνους που την επιθυμούν με ταυτόχρονο δικαίωμα των υπολοίπων να παραμείνουν στην ίδια βαθμίδα Δικαιοσύνης στην οποία σήμερα υπηρετούν και με τους ίδιους ακριβώς όρους.
  2. Η διαδικασία ενοποίησης πρέπει να είναι σταδιακή και να διαρκέσει τόσο ώστε να μην διαταραχθεί η υπηρεσιακή εξέλιξη των συναδέλφων σε όποιο βαθμό κι αν βρίσκονται καθώς η περίπτωση μαζικής εισόδου νέων δικαστών στο Πρωτοδικείο θα οδηγούσε μεσοπρόθεσμα σε μια ακραία υπηρεσιακή στασιμότητα και στρεβλώσεις.
  3. Δεν θα πρέπει να διαταραχθεί η υπάρχουσα επετηρίδα η οποία έχει υπηρετήσει επιτυχώς τον στόχο της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας. Συνεπώς οποιαδήποτε μορφή ενοποίησης δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την υπάρχουσα σειρά της επετηρίδας χωρίς υπερβάσεις.
  4. Η ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των Πρωτοδικών μέσω της ενσωμάτωσης Ειρηνοδικών, με τον τρόπο αυτό θα οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση του αριθμού των δικαστικών αποφάσεων που θα εκδίδονται από τα Πρωτοδικεία. Για να έχει αποτέλεσμα το σχέδιο επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να προβλεφθεί ανάλογη αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των εφετών οι οποίοι θα επιλαμβάνονται των υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό. Παράλληλα με τον τρόπο αυτό δεν θα δημιουργηθεί κανένα εμπόδιο στην υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών του πρώτου βαθμού.
  5. Με την ένταξη Ειρηνοδικών σε θέσεις νέων Πρωτοδικών θα μειωθούν αντίστοιχα οι θέσεις των συναδέλφων που θα εξακολουθούν να υπηρετούν στα Ειρηνοδικεία και συνεπώς θα αυξηθεί και η κατά κεφαλήν χρέωσή τους. Θεωρούμε συνεπώς σκόπιμο να μην επιχειρηθεί καμία αύξηση της υφιστάμενης υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, καθώς το ύψος και το είδος της ύλης που θα ανατεθεί στο Ειρηνοδικείο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη διαδικασία ενσωμάτωσης και το αριθμητικό αποτέλεσμά της.
  6. Αυτονόητη συνέπεια της διατήρησης λειτουργίας των Ειρηνοδικείων θα είναι και η λειτουργία της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.
  7. Δεν είναι αποδεκτό κανένα σχέδιο που να καταργεί ή να υπονομεύει υπαρκτά μισθολογικά δικαιώματα. Η ένταξη των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία δεν μπορεί να σημαίνει σε καμία περίπτωση απώλεια της κατακτημένης μισθολογικής τους βαθμίδας. Αντίστοιχα πρέπει να προβλεφθεί μισθολογική αναβάθμιση και των Ειρηνοδικών που θα εξακολουθούν να υπηρετούν στα Ειρηνοδικεία.

Δεν μπορεί να υπάρξει ενοποίηση χωρίς εκτενή συζήτηση, διαβούλευση με όλους τους φορείς, ανταλλαγή επίσημων θέσεων, ώστε να οδηγηθούμε στα καλύτερο αποτέλεσμα. Η συμμετοχή συναδέλφων δικαστικών λειτουργών σε επιτροπές του Υπουργείου που προετοιμάζουν τόσο σημαντικές αλλαγές, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον διάλογο με την εκλεγμένη διοίκηση της Ένωσης, η οποία με την σειρά της οφείλει να ακούσει τις απόψεις των μελών της. Η τακτική Γενική Συνέλευση αφενός λόγω της χρονικής απόστασης που μας χωρίζει απ αυτήν αφετέρου λόγω των περιορισμένων χρονικών δυνατοτήτων για εκτενή και διεξοδική συζήτηση, δεν επαρκεί. Απαιτείται άμεσα η σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, αίτημα το οποίο θα επαναφέρουμε άλλη μία φορά στο ΔΣ. Στην περίπτωση που το προεδρείο δεν συναινέσει και πάλι, οδηγεί ενδεχόμενα τους συναδέλφους σε σύγκληση Ολομελειών των Δικαστηρίων ως το μοναδικό όργανο στο οποίο μπορούν να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Η συζήτηση τόσο κομβικών αλλαγών στη δομή της Δικαιοσύνης αποσπασματικά και όχι σε κεντρικό επίπεδο με την σύγκληση Γενικής Συνέλευσης, ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης διαφορετικών αποφάσεων των Ολομελειών, εξέλιξη που θα επιφέρει εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στο Σώμα. Η Ένωση οφείλει να διατηρήσει τον ενοποιητικό και καθοδηγητικό της ρόλο και να μην μετατραπεί σε κομπάρσος των εξελίξεων. Εμείς ως ομάδα αναμένουμε και το σχέδιο που θα καταθέσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης για να τοποθετηθούμε ειδικότερα.

 

ΠΡΟΣ ΔΣ της ΕΝΔΕ – Αφροδιτη Σακελλαροπούλου Πανος Βασταρούχας

ΠΡΟΣ ΔΣ της ΕΝΔΕ

 

Αξιότιμοι κύριοι και κυρίες του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΝΔΕ,

Η διετής διάρκεια των αρχαιρεσιών, όπως καθορίζεται από το καταστατικό μας, έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική για την ομαλή λειτουργία και την εσωτερική σταθερότητα της Ένωσης. Εν ολίγοις, το δεύτερο έτος της διετούς θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) έχει καταστεί κατά κανόνα μια προεκλογική περίοδος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναβολή ή την επιφανειακή αντιμετώπιση ουσιαστικών ζητημάτων, καθώς οι εκλεγμένοι επικεντρώνονται στην επικράτηση στις επερχόμενες εκλογές.

Επιπλέον, η διεξαγωγή της Γενικής Συνέλευσης (ΓΣ) κατά τον Δεκέμβριο, όπως προβλέπεται από το άρθρο  6 παρ.1 του καταστατικού μας, δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα. Οι υποψήφιοι αναγκάζονται να απουσιάζουν από τις υπηρεσίες τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, επιφέροντας καθυστερήσεις και επιβαρύνσεις στους συναδέλφους τους.

Οι παραπάνω πρακτικές είναι αναχρονιστικές και δεν συνάδουν με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια πιο διαφανή και αποτελεσματική διαδικασία, η οποία θα επιτρέπει στα μέλη να ακούνε τους υποψηφίους και τα επιχειρήματά τους σε μια Γενική Συνέλευση πριν από τις εκλογές.

Τέλος, το άρθρο 4 του καταστατικού μας πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να προβλέπει τη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα, προσαρμοζόμενο έτσι στις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες.

Ως εκ τούτου, προτείνουμε την διεξαγωγή καταστατικής ΓΣ με σκοπό: 1) την τροποποίηση  του άρθρου 9 του καταστατικού της ΕΝΔΕ που αφορά την χρονική διάρκεια της θητείας του ΔΣ της ΕΝΔΕ δια της ψήφισης της τριετούς αντί της υφισταμενης διετούς θητείας του ΔΣ αρχομένης από τις μεθεπόμενες εκλογές, 2)την τροποποίηση του άρθρου 6 του καταστατικού της ΕνΔΕ που αφορά την διεξαγωγή της τακτικής ΓΣ κατά τον μήνα Δεκέμβριο δια της  ψήφισης της διεξαγωγής της γενικής ΓΣ κατά τον μήνα Μάιο αντί της καθιερωμένης έως τώρα διεξαγωγής αυτής κατά τον μήνα Δεκέμβριο, με δεδομένο ότι τα οικονομικά βιβλία  των επιστημονικών ενώσεων, σωματείων και ΑΕ εγκρίνονται εντός του επομένου έτους της λογιστικής χρήσης και τέλος 3)την συμπλήρωση του άρθρου 4 του καταστατικού με την καθιέρωση ως  πηγής εσόδων της ΕΝΔΕ και τα ευρωπαικά προγράμματα.

Επειδή τόσο για την διεξαγωγή έκτακτης ΓΣ όσο και καταστατικής ΓΣ προβλέπεται η αυτή προθεσμία τους ενός μηνός με απόφαση του Προέδρου του ΔΣ και με δεδομένο ότι υπάρχει ήδη αίτημα 311 μελών της ΕνΔε προς διεξαγωγή έκτακτης ΓΣ προτείνουμε την διεξαγωγή των δύο αυτών ΓΣ κατά την  ίδια ημέρα και στον ίδιο τόπο ή σε οιοδήποτε χρόνο το αξιότιμο Συμβούλιό σας κρίνει.

Επικαλούμενοι το άρθρο 3 παρ. 1 του καταστατικού, το οποίο προσδίδει στα τακτικά μέλη το δικαίωμα να καταθέτουν προτάσεις, ευελπιστούμε σε μια θετική ανταπόκριση από την πλευρά σας.

 

Μετά τιμής,

Τα μέλη της ΕΝΔΕ

 

Αφροδιτη Σακελλαροπούλου

Πανος Βασταρούχας

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

 

ΣΧΕΔΙΟ: «ΘΕΜΙΔΑ», ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (PDF, Unknown)

Τα αιτήματα και οι προτάσεις που καταθέσαμε στη συνάντηση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς ενιαία θέση του προεδρείου ετοιμάζεται η συνάντηση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη,

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη.

Μελών του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Το προχθεσινό ΔΣ της 8ης Ιουλίου 2023 είχε στην ημερήσια διάταξή του τα ζητήματα που θα θέσουμε στην επικείμενη συνάντηση με το νέο Υπουργό Δικαιοσύνης. Επικράτησε ένα χάος λογικής και συνέπειας και αποδείχθηκε ξεκάθαρα ότι υπάρχουν εσωτερικές διαφωνίες στο προεδρείο που συγκαλύπτονται τεχνηέντως προκειμένου τα μέλη του να εξακολουθούν να διατηρούν τις θέσεις τους. Η έλλειψη συγκεκριμένων θέσεων και στρατηγικών επιδιώξεων δείχνει την προχειρότητα και την έλλειψη σοβαρότητας στην αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων που θα αντιμετωπίσει το Σώμα. Ειδικότερα:

      Α) Κατάργηση του άρθρου 81 παρ. 8 ΚΟΔΚΔΛ που εμποδίζει την προσφυγή των συναδέλφων στην Ολομέλεια ΑΠ.

Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε εάν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος από όλα τα μέλη του προεδρείου ενόψει των αντιφατικών ανακοινώσεων που εκδόθηκαν από την Ένωση πριν τις τελευταίες κρίσεις της Ολομέλειας του ΑΠ. Η γενική γραμματέας κ. Ελευθερία Κώνστα λαμβάνοντας τον λόγο είπε ότι η αιτία που δεν συνυπέγραψε την ανακοίνωση όπως όφειλε κατά το καταστατικό αλλά παραχώρησε αυτήν την αρμοδιότητα στον αναπληρωτή της, αφορά την ίδια και τα άλλα μέλη του προεδρείου και δεν είναι υποχρεωμένη να μας ενημερώσει. Ουσιαστικά αποδέχτηκε ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προεδρείου αλλά δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώσουν τους συναδέλφους για τις θέσεις τους. Η άποψη αυτή που την συμμερίστηκε και η πρόεδρος της Ένωσης πέρα από εξόφθαλμα αντιδημοκρατική και υπεροπτική, αδυνατίζει τα επιχειρήματά μας στην συζήτηση με τον αρμόδιο Υπουργό. Τα μέλη του προεδρείου εμφανίζονται διχασμένα καθώς κάποια υποστηρίζουν την αντισυνταγματικότητα της διάταξης και άλλα όχι. Δεν τοποθετήθηκαν καν ονομαστικά για να γνωρίζουμε το βάθος της μεταξύ τους ασυνεννοησίας. Ακούστηκε μάλιστα και το επιχείρημα από αυτούς που έκαναν σημαία την αντισυνταγματικότητα μέχρι σήμερα, ότι τελικά είναι διαφορετική η θέση ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική (που τάχα ποτέ δεν ισχυρίστηκαν) και διαφορετική ότι ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα!!!  Με τέτοια επιχειρήματα και τέτοιες οβιδιακές μεταμορφώσεις περιμένουν σοβαρή αντιμετώπιση από την Κυβέρνηση. Η ομάδα μας έθεσε για πρώτη φορά το θέμα στην ανακοίνωσή της από 8 Μαΐου 2023 και με σταθερή και ενιαία βούληση θα διεκδικήσει την κατάργηση της διάταξης.

      Β) Οικονομικές απαιτήσεις: Μας ενημέρωσαν ότι πριν την συνάντησή μας με τον Υπουργό Δικαιοσύνης θα προηγηθεί χωριστή συνάντηση των προέδρων των δικαστικών Ενώσεων για τα οικονομικά αιτήματα. Το αίτημά τους θα είναι αύξηση 10% στον βασικό μισθό, όση δηλαδή είναι η αύξηση που ήδη έχει υποσχεθεί ο πρωθυπουργός σε όλο το Δημόσιο. Το αίτημα για αύξηση των επιδομάτων έχει εγκαταλειφθεί σε μια χρονική συγκυρία που η κυβέρνηση υπόσχεται επανεξέταση των επιδομάτων σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες. Τα 700 ευρώ το μήνα αύξηση που υπόσχονταν το προεδρείο από τον περασμένο Δεκέμβριο έγιναν με έναν μαγικό τρόπο 200 ευρώ! Η δεδομένη βούληση της Κυβέρνησης να αυξήσει τους μισθούς στο δημόσιο, όπως προκύπτει από τις προγραμματικές δηλώσεις της, έγινε επιτυχία της Ένωσής μας! Οι μεγάλες απώλειες του μισθού μας που έχει μείνει καθηλωμένος για 15 χρόνια περίπου με τον συνυπολογισμό της αύξησης του πληθωρισμού, δεν ισοσταθμίζονται με την προβολή τόσο χαμηλών προσδοκιών.

Τα δικόγραφα που θα διανεμηθούν στους συναδέλφους για την διεκδίκηση των Δώρων είναι έτοιμα. Φτάνει σε ένα αίσιο τέλος η προσπάθεια που ανέλαβε η ομάδα μας από τον περασμένο Δεκέμβριο και στηρίχθηκε από την πλειοψηφία της ΓΣ. Μια προσπάθεια που πολεμήθηκε φανερά από το προεδρείο κατά τη διάρκεια της τελευταίας ΓΣ στη λογική των παραχωρήσεων στο οικονομικό επιτελείο ώστε δήθεν να ωφεληθούμε από μισθολογική αύξηση 700 ευρώ που θα μας δίνονταν μετά από «μυστικές συνεννοήσεις»!

      Γ) Δικαστικός Καλλικράτης. Μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης για «ενοποίηση των οργανικών θέσεων σε ένα κεντρικό δικαστήριο», ζητήσαμε να ενημερωθούμε για την θέση του προεδρείου. Κατά την άποψη της προέδρου της Ένωσης κ Στενιώτη, οι προγραμματικές δηλώσεις του Υπουργού είναι γενικόλογες και δεν αποτελούν πρόταση (!!!) αλλά θα πρέπει να αναμείνουμε να δημιουργηθεί επιτροπή από το Υπουργείο, να κληθούμε κι εμείς, να στείλουμε κάποιον εκπρόσωπό μας και μετά να δούμε τι θέση θα λάβουμε. Μέχρι τότε δεν είναι ανάγκη το προεδρείο να έχει κάποια θέση. Αυτά θα υποστηρίξουν μεθαύριο στην συνάντηση με τον Υπουργό. Δύο μόνο μέλη του προεδρείου (κκ Φούκας και Καραναστάσης) έλαβαν από τώρα την θέση ότι αντιμετωπίζουν θετικά την υπουργική εξαγγελία.

Η ομάδα μας και ως προεδρείο έχει λάβει θέση στο θέμα από την περίοδο που ασκούσε την διοίκηση στην Ένωση και την έχει διατυπώσει χωρίς περιστροφές και δημόσια σε Γενική Συνέλευση παρουσία των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων. Τότε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Τσιάρας αρνούνταν ότι υπήρχε πρόθεση της κυβέρνησης για Δικαστικό Καλλικράτη. Θεωρούμε ότι οι εξαγγελίες του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης αποτελούν συνέχεια της πολιτικής του κ. Τσιάρα και είναι το πρώτο βήμα για την συγχώνευση και κατάργηση περιφερειακών δικαστηρίων που «κοστίζουν» στον κρατικό προϋπολογισμό. Η ορθή κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών της ίδιας περιφέρειας μπορεί να επιτευχθεί με τις ήδη υπάρχουσες διατάξεις και την χρήση της σχετικής αρμοδιότητας από τους προϊσταμένους των Εφετείων με την κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση όπως ήδη ισχύει για τους Ειρηνοδίκες  (άρθρα 7, 6, 4 ΚΟΔΚΔΛ) και κατ’ αναλογία της διάταξης του άρθ. 6Α του ν. 1756/1988 όπως ίσχυε με το άρθ. 3 ν. 2479/1988 και δεν απαιτείται η λήψη ενός μέτρου που υποτάσσεται μόνο στους δημοσιονομικούς στόχους της διοίκησης μακρυά από τις ανάγκες των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών. Οι συγχωνεύσεις και οι καταργήσεις δικαστηρίων συνεπάγονται κατά λογική ακολουθία την μείωση των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων και των δικαστικών λειτουργών.

      Δ) Θέματα Ειρηνοδικών: Για άλλη μια φορά στα θέματα των Ειρηνοδικών ο εμπαιγμός καλά κρατεί. Για το ζήτημα της αύξησης της υλικής αρμοδιότητας αυτή τη στιγμή το προεδρείο «συγκεντρώνει στοιχεία» ώστε αν προκύψει μείωση των εκδικαζομένων υποθέσεων, θα εισηγηθεί την αύξηση της υλικής αρμοδιότητας. Μέχρι και πριν τις τελευταίες εκλογές η θέση τους ήταν ξεκάθαρα αρνητική. Μάλιστα όπως μας ενημέρωσε προχθές η κ Στενιώτη είχαν υποσχεθεί στους συναδέλφους ότι μέχρι το 2025 δεν θα τεθεί θέμα αρμοδιότητας αλλά πλέον βλέπουν ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ετοιμάζουν ήδη το έδαφος της συναίνεσης σε μια τέτοια πρόταση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν.

Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε εάν ισχύει η δέσμευσή τους για μισθολογική εξομοίωση Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών. Η κ Στενιώτη αρχικά απάντησε θετικά. Στη συνέχεια μας ενημέρωσε ότι είναι ζήτημα που θα εξεταστεί γιατί εξαρτάται και από τις άλλες Ενώσεις, εάν επιβαρύνει υπερβολικά τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν μπορεί να δεσμευτεί από τώρα. Την ίδια στιγμή το μέλος του προεδρείου κ Βελίας υποστήριζε ότι δεσμεύεται να ζητήσει πλήρη εξομοίωση. Πραγματική Βαβέλ! Ούτε και οι ίδιοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή τι θέλουν. Κάθε μέλος του προεδρείου απευθύνεται σε συγκεκριμένο τμήμα του Δικαστικού Σώματος, που δεν θέλει να δυσαρεστήσει, χωρίς να υπάρχει συνεννόηση μεταξύ τους, χωρίς κανέναν σχεδιασμό για τα αιτήματα που θα προβάλουν. Το Δικαστικό Σώμα στην όλο και πιο δύσκολη συγκυρία βρίσκεται πλέον χωρίς εκπροσώπηση ακολουθώντας την πρακτική του «πάμε κι όπου βγει».

Οι μαζικές παραιτήσεις 23 Ανώτατων Δικαστών από την Ένωση και οι τεράστιες ευθύνες του προεδρείου, Χριστόφορος Σεβαστίδης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Παντελής Μποροδήμος, Μιχάλης Τσέφας, Ιωάννης Ασπρογέρακας, Ευθαλία Κώστα, Μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Η ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Π. ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Η ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Με τα άρθρα 81 και 91 του Οργανισμού επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές.

Το δικαίωμα της πραγματικής προσφυγής στο ενωσιακό δίκαιο και στο δημόσιο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ορίζεται στα εξής άρθρα: 1)σύμφωνα με το άρθρο 13 ΕΣΔΑ, «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». 2)Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 ΣΕΕ, «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». 3)Σύμφωνα δε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν Άρθρο”.

Στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μια από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου, όπως το διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 194/83, Πράσινοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Συλλ. 1986, σ. 1339).

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit , (ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101), η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, δεν απευθύνεται στον δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Για τη διασφάλιση λοιπόν της, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, «πραγματικής δικαστικής προστασίας», πρωταρχική σημασία έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων που την παρέχουν, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος σε «πραγματική προσφυγή”, (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses C-64/16). Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελιώδη σημασία της υποχρέωσης του άρθρου 19 ΣΕΕ, δηλαδή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το ενωσιακό δίκαιο, για τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης –μιας ένωσης δικαίου– πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο των εθνικών κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών με γνώμονα τις επιταγές της ως άνω διάταξης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οικειοποίηση της σχετικής κρατικής αρμοδιότητας από την Ένωση. Με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες οργανωτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών δεν μπορούν, κατά καταστρατήγηση της αρχής της δικονομικής και θεσμικής αυτονομίας, να λειτουργούν ως «δούρειος ίππος για την άλωση του οχυρού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» . Πρόκειται για την υποχρέωση να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να καταλήξει στην άσκηση προσφυγής λόγω παράβασης και στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους (https://www.prevedourou.gr/%CE%B7-/, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, Ευγενία Πρεβεδούρου).

Τα παραπάνω μετουσιώθηκαν σε πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ (σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις οι οποίες θίγουν την ανεξαρτησία των δικαστών στην Πολωνία, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C 625/18 [βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot], καθώς και με άλλα ζητήματα που αφορούν το νέο πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18).

Πρόσφατα, με τις δημοσιευθείσες στις 6-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να κάνει δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Πολωνίας και να αποφανθεί ότι  η πολωνική νομοθεσία για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά τον γεν. εισαγγελέα, η παρούσα υπόθεση είναι θεμελιώδους σημασίας για την έννομη τάξη της Ένωσης. Σε γενικές γραμμές, το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι καθιστούν δυνατό να λογοδοτούν οι δικαστές που ευθύνονται για σοβαρά παραπτώματα και οι οποίοι, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τα δικαστήρια. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς εγγυήσεις ώστε να μη θίγεται η ανεξαρτησία των δικαστών από την απειλή ή την επιβολή κυρώσεων που ενδέχεται να τους επιβληθούν. Επομένως, το καθεστώς αυτό συνδέεται με το κράτος δικαίου και, συνακόλουθα, με τη λειτουργία και το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης το οποίο βασίζεται στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια. Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε ότι η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αναπτύξει τη νομολογία του επί του συμβατού των μέτρων που λαμβάνονται από κράτος μέλος σχετικά με την οργάνωση του δικαιοδοτικού του συστήματος, ιδίως δε του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, με τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης

Σύμφωνα δε με το άρθρο 267  της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαικής Ενωσης, «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α)επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β)επι του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ενωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.»  Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ προβλέπεται Αστική ευθύνη κ.μ. από τη μη συμμόρφωση της εθνικής δικαιοσύνης στην υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. (Απόφαση ΔΕΕ 2018, Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Γαλλία, C-416/17). Επιβάλλεται να τονιστεί ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και άλλα δικαστήρια της Πολωνίας σχετικά με την ερμηνεία των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 19 παρ.  1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 47 του Χάρτη και την ενδεχόμενη υποχρέωση των εν λόγω δικαστηρίων να μην εφαρμόσουν τις επίμαχες εθνικές διατάξεις .

Μοναδική εξαίρεση άρνησης υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, συνιστά η προσφυγή του Γενικού Εισαγγελέα της Πολωνίας, στις 5 Οκτωβρίου 2018, στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του, από το οποίο ζητεί να κρίνει ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν είναι σύμφωνο με το πολωνικό Σύνταγμα, στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιτρέπει την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η διάρθρωση και οργάνωση του πολωνικού δικαστικού συστήματος καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων (Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης»).

Για να έχει ο Χάρτης θετικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων είναι απαραίτητο να υπάρχουν ανεξάρτητοι και άρτια καταρτισμένοι δικαστές. Ευτυχώς, οι ελληνες ανώτατοι δικαστές έχουν άριστες γνώσεις του ευρωπαικού δικαίου και γνωρίζουν πότε και με ποιο τρόπο θα υποβάλλουν τα ανάλογα προδικαστικά ερωτήματα. Η υποβολή λοιπόν του λυσιτελούς προδικαστικού ερωτήματος από την Ολομέλεια του ΑΠ, η οποία λειτουργεί ως δικαστική αρχή, όπου εκκρεμούν προσφυγές των παραλειφθέντων δικαστικών λειτουργών, ενώπιον του ΔΕΕ με το ερώτημα «αν οι διατάξεις των άρθρων 81 και 91 του ΚΟΔΚΔΛ δυνάμει των οποίων επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές, παραβιάζει  τα άρθρα 19 παρ.1 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51, του Χάρτη , αφού το ελληνικό κράτος μέλος με την συγκεκριμένη νομοθεσία ως προς την λειτουργία και οργάνωση της Δικαιοσύνης ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υπόθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609), καθώς   οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Φυσικά τα παραπάνω εννοείται πως θα λάβουν χώρα με την διαδικασία της ταχείας και επείγουσας διαδικασίας όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού ΔΕΕ καθώς και στα άρθρα 105 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως έπραξε  μάλιστα ήδη το ΔΕΕ, όταν το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο και η Επιτροπή ζήτησαν  να εφαρμοστεί η Ταχεία Προκαταρκτική Διαδικασία, εκθέτοντας ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να ασκεί τη δικαιοδοτική αρμοδιότητά του νομίμως και σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Zakład Ubezpieczeń Społecznych, C-522/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:786, σκέψη 12). Ταυτόχρονα, οι δικαστικές ενώσεις μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να προσφύγει στο ΔΕΕ με τα παραπάνω ερωτήματα καθώς και να ζητήσει (η Επιτροπη) την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, προκειμένου το ΔΕΕ να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να αναστείλει τα επίμαχα άρθρα έως την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση υπόθεσης, όπως ακριβώς το έπραξε ήδη με την από 23 Ιανουαριου 2020 αίτησή της κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η οποία και έγινε δεκτή από το ΔΕΕ με την από 8 Απριλίου 2020 διάταξή του. Εξάλλου, οι πολιτικες, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας επιβάλλουν πλεον την χρήση από τις  δικαστικές ενώσεις των εργαλείων του ενωσιακού δικαίου.

Με αυτόν την λύση, τόσο οι παραλειφθέντες δικαστικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν από το ΔΕΕ ως προς τον αποκλεισμό του δικαιώματος προσφυγής τους στην ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου αφού ο εθνικός νόμος τους απαγορεύει την προσφυγή αυτή, αφετέρου οι Ανώτατοι Ελληνες Δικαστές, εφόσον έχουν την σχετική βούληση, θα έχουν χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που τους παρέχει το ενωσιακό δίκαιο ώστε να τάμουν την διαφορά αυτή που προέκυψε μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και των δικαστικών λειτουργών, ως προς το δικαίωμα της προσφυγής τους στην Ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, πταισματοδίκης

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ, ειρηνοδίκης,

Ομάδα IUSTITIA

Μέλη της ΕΝΔΕ

 

 

Η επιστημονική μας άποψη για τις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών με βάση τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Π. ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)