Επιστολή Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών (νεοπροαχθέντος Εφέτη Εύβοιας)

ΟΜΑΔΑ ΕΔΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ

Επιστολή Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών (νεοπροαχθέντος Εφέτη Εύβοιας)

Από τις 14 του Σεπτέμβρη προτεραιότητα μας θα αποτελεί η υπηρεσιακή καθημερινότητα των συναδέλφων.

                                                                                    21-8-2020

Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι

Η αντίστροφη μέτρηση για τις εκλογές στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ξεκίνησε.

Για άλλη μία φορά οι ελλείψεις υλικοτεχνικών και τεχνολογικών υποδομών σε όλα τα Δικαστήρια της χώρας είναι εμφανείς. Ελλείψεις, όμως, η κάλυψη των οποίων, πέρα από την ευθύνη της Πολιτείας, εξαρτάται άμεσα και σε μεγάλο βαθμό από ενέργειες της Διοίκησης της Ενώσεως. Και τη λύση, βέβαια, στο πρόβλημα δεν μπορεί να δώσει η διάθεση συμβολικών και μόνο κονδυλίων από την Ένωση για το σκοπό αυτό. Απαιτούνται στοχευμένες και συντονισμένες ενέργειες ενώπιον του αρμόδιου Υπουργείου.

Από τις 14 Σεπτεμβρίου οι ενέργειες μας θα επικεντρωθούν μεταξύ άλλων:

– Καταρχήν, στη συνεχή εγρήγορση προς εξασφάλιση των αναγκαίων υγειονομικών συνθηκών για την ασφαλή άσκηση του δικαιοδοτικού έργου κατά την κρίσιμη περίοδο της πανδημίας Covid – 19, που διανύουμε και για όσο χρονικό διάστημα απαιτηθεί ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα. Προς το σκοπό αυτό θα συσταθεί άμεσα στην Ένωση Ειδική Επιτροπή με μόνο αντικείμενο ενασχόλησης το εν λόγω ζήτημα

– Στον άμεσο εξοπλισμό όλων των Δικαστηρίων της χώρας, κατ΄ αναλογία με τον αριθμό των υπηρετούντων Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών, με την αναγκαία τεχνολογική υποστήριξη, που θα διαθέτει σύγχρονα λειτουργικά λογισμικά συστήματα. Η κρατική δαπάνη, που απαιτείται κινείται σε απόλυτα λογικά επίπεδα.

– Στον εξοπλισμό όλων των Δικαστηρίων της χώρας με οργανωμένο σύστημα Wi-Fi για την άμεση και γρήγορη πρόσβαση των συναδέλφων στο διαδίκτυο και στις υπηρεσίες νομικών πληροφοριών, έλλειψη, η οποία κρίνεται ουσιώδης.

– Στη δημιουργία ηλεκτρονικού αρχείου των δημοσιευόμενων δικαστικών αποφάσεων, καθώς και στην πλήρη αξιοποίηση της τεχνολογίας στον τομέα σύνταξης των πρακτικών των ποινικών αποφάσεων

– Στην αποσυμφόρηση χώρων των Δικαστηρίων από άχρηστα υλικά και αντικείμενα και στην άμεση απομάκρυνση τους. Η εικόνα, που δημιουργείται σε πολλές περιπτώσεις είναι τραγική.

– Στη χορήγηση των αναγκαίων ειδών τεχνολογίας (αναλώσιμων κλπ.) προς τους συναδέλφους, οι οποίοι μετά το Ν. 4055/2012 είναι υποχρεωμένοι να συντάσσουν τις αποφάσεις σε ηλεκτρονική μορφή χωρίς να καλύπτονται οι αντίστοιχες λειτουργικές τους δαπάνες.

– Στη διαμόρφωση ενός πλαισίου προγραμμάτων ιδιωτικής ασφάλισης για λογαριασμό των συναδέλφων και των οικογενειών τους. Το ζήτημα κατά την άποψη μου είναι κεφαλαιώδους σημασίας και πρέπει να δημιουργήσουμε όρους και προϋποθέσεις ασφάλειας και ποιοτικών υπηρεσιών στον τομέα της υγείας για το μέλλον

Περαιτέρω, εκατοντάδες συνάδελφοι κάθε χρόνο καλούνται να υποβληθούν σε υπέρογκες λειτουργικές δαπάνες για λόγους υπηρεσιακών μετακινήσεων χωρίς ουδέποτε μέχρι σήμερα να έχει χορηγηθεί αντίστοιχο επίδομα. Η Ομάδα μας, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά τις επόμενες ημέρες, στο πλαίσιο, διαχρονικά, του έργου, που έχουμε προσφέρει, με συγκεκριμένες και στοχευμένες ενέργειες πέτυχε την υλοποίηση της 89/2013 αποφάσεως του Μισθοδικείου (σχετικά με τη φοροαπαλλαγή του 25%) και μάλιστα σε βάθος πενταετίας και όχι τριετίας όπως είχε αρχικώς ρυθμισθεί. Η «φοροαπαλλαγή» αυτή, που κάλυπτε ένα μέρος μόνο των προαναφερόμενων λειτουργικών δαπανών συναδέλφων, καταργήθηκε πριν περίπου από τρία χρόνια και έκτοτε το ζήτημα εγκαταλείφθηκε πλήρως από την προηγούμενη Διοίκηση της Ενώσεως. Το γενικότερο θέμα για εμάς δεν θεωρείται λήξαν και εφόσον αναλάβουμε τη Διοίκηση της Ενώσεως θα επανατεθεί στη σωστή του βάση.

Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι

Τις αντιλήψεις περί «αρραγών δικαστικών μετώπων αντίστασης», «πάλης εξουσιών», «θεωριών περί εχθρών εντός και εκτός των τειχών» και άλλων παρόμοιων συνθημάτων και ρητορικών τις γνωρίσαμε, τις βιώσαμε και είδαμε εκ του αποτελέσματος, πού οδήγησαν την Ένωση. Αντιλήψεις, οι οποίες όχι απλώς δεν αντανακλούν το προφίλ της Δικαστικής Εξουσίας, που αποτελεί χώρο Ανεξαρτησίας και όχι πεδίο «συστράτευσης»,  αλλά εμφανίστηκαν αυτόκλητα, αιφνίδια και ευκαιριακά χωρίς, όμως, ποτέ μέχρι σήμερα και διαχρονικά να τύχουν της αποδοχής τόσο της συντριπτικής πλειοψηφίας του ΔΣ, όσο και του Δικαστικού Σώματος. Κοντά σε όλα αυτά χάθηκαν σημαντικές ευκαιρίες σε θεσμικό επίπεδο, αλλά και στο οικονομικό πεδίο. Ο Δικαστής πάνω και πρώτα από όλα είναι Λειτουργός του Κράτους και με βάση την ιδιότητα αυτή προσδιορίζονται οι διεκδικήσεις και τα δικαιώματα του.  Συγχρόνως, οι επιθέσεις σε βάρος των Δικαστικών Λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους όχι απλώς μειώθηκαν αλλά εντάθηκαν και διογκώθηκαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η ανεξέλεγκτη υπεισέλευση της Ένωσης κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα σε πεδία, που άπτονται ακόμη και της άσκησης πολιτικής οδήγησε αντανακλαστικά σε αντίστροφες αντιδράσεις και έδωσε, αντιστοίχως, «πάτημα» για παρεμβατικές τάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης.

Στις 14 Σεπτεμβρίου η αντίληψη στη Διοίκηση της Ενώσεως αλλάζει. Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου προϋποθέτει την ύπαρξη και διατήρηση ενός περιβάλλοντος ηρεμίας στο χώρο της Δικαιοσύνης. Άμεση προτεραιότητα μας αποτελεί η ιεράρχηση των ζητημάτων στην σωστή θεσμική τους διάσταση και συγχρόνως η ενασχόληση μας με την υπηρεσιακή καθημερινότητα των συναδέλφων. Στόχος απόλυτα συγκεκριμένος και εφικτός.

Η Ομάδα μας των οκτώ (8) υποψηφίων, πέραν της υποψήφιας Προέδρου κ. Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη Αθηνών και του υπογράφοντος την παρούσα, αποτελείται από έξι ακόμη συναδέλφους, που μας τιμούν με την υποψηφιότητα τους και συγκεκριμένα: την κ. Ελένη Ασημακοπούλου, Εφέτη Θεσσαλονίκης (υποψήφια της Ομάδας μας από τη Β. Ελλάδα, που θα προσδώσει αυξημένο κύρος στο ΔΣ της Ενώσεως), την κ. Γλυκερία – Λουΐζα Ιωαννίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών (η υποψηφιότητα της Ομάδας μας από το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, που θα προσδώσει δυναμική στο ΔΣ της Ενώσεως), την κ. Ωραιοζήλη Καραγιάννη, Πρωτοδίκη Ηρακλείου Κρήτης (για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια κατέρχεται στην Ένωση ως υποψήφια στην πιο νευραλγική θέση του πρώτου βαθμού Πρωτοδίκης γυναίκα, η παρουσία της οποίας στο ΔΣ κρίνεται επιβεβλημένη), τον κ. Ιωάννη Τριανταφυλλίδη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (ήρθε πλέον η ώρα να μετάσχει για πρώτη φορά στο ΔΣ της ΕνΔΕ Εισαγγελικός Λειτουργός από τον πρώτο βαθμό) και τους κ.κ. Νικήτα Βελία και Εμμανουήλ Φωτάκη, Ειρηνοδίκες Αθηνών (η υποψηφιότητα δύο Ειρηνοδικών υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της μέγιστης δυνατής εκπροσώπησης των Ειρηνοδικών σε μία περίοδο, που σημαντικά ζητήματα, που αφορούν τους Ειρηνοδίκες βρίσκονται σε εξέλιξη. Η παρουσία ειδικώς των δύο αυτών συναδέλφων Ειρηνοδικών στο ΔΣ της ΕνΔΕ με έντονη και πολλαπλή δράση στα κοινά του Δικαστικού Σώματος αποτελεί, πλέον, αναγκαιότητα).

Ήρθε, πλέον, η ώρα για μια νέα αντίληψη Διοίκησης στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με την παρουσία στο τιμόνι της Ένωσης της Εφέτη κ. Μαργαρίτας Στενιώτη, μιας συναδέλφου με πολυετή και επιτυχημένη διαδρομή στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, που έχει υπηρετήσει σε νευραλγικές θέσεις του Προεδρείου και με ιδιαίτερα σημαντική συμβολή και έργο στις μέχρι σήμερα διεκδικήσεις του Δικαστικού Σώματος.

Τα μηνύματα από όλα τα Δικαστήρια της χώρας είναι πλέον σαφή!

Ζητούμε να μας δώσετε καθαρή εντολή πλειοψηφίας!

Με τιμή

Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών (νεοπροαχθείς Εφέτης Ευβοίας)

Η αιτιολογία της απόφασης. Επιστημονικό έργο ή διήγημα; Γιάννη Ευαγγελάτου, Προέδρου Πρωτοδικών

Η αιτιολογία της απόφασης. Επιστημονικό έργο ή διήγημα;

Γιάννη Ευαγγελάτου, Προέδρου Πρωτοδικών

Το Σύνταγμα του 1827 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη για την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, αλλά αναφέρει μόνο στο άρθρο 141 ότι: «Αι αποφάσεις των Δικαστηρίων γίνονται πάντοτε δημοσίως». Για πρώτη φορά γίνεται μνεία για την αιτιολογία της δικαστικής απόφασης στο Σύνταγμα του 1864, στο άρθρο 93, που ορίζει ότι «πάσα απόφασις πρέπει να είναι ητιολογημένη». Στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 προστέθηκε και η λέξη «ειδικώς» ητιολογημένη, διατύπωση που διατηρήθηκε στο Σύνταγμα του 1927 (στο άρθρο 99) και στο Σύνταγμα του 1952 στο άρθρο 93. Στο Σύνταγμα του 1975 προστέθηκε και το «εμπεριστατωμένως», για να καταλήξουμε στη διατύπωση του ισχύοντος Συντάγματος στο άρθρο 93 παρ. 3 που αναφέρεται ότι: «Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι από το «οι αποφάσεις πρέπει να γίνονται δημόσια», περάσαμε στις «αιτιολογημένες αποφάσεις», εν συνεχεία στις «ειδικώς αιτιολογημένες» για να καταλήξουμε στις «ειδικώς και εμπεριστατωμένες αποφάσεις». Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στην συνεχώς αυξανόμενη δυσπιστία της πολιτείας απέναντι στη Δικαιοσύνη, αλλά και στην προσπάθεια αποφυγής αυθαιρεσίας των δικαστικών λειτουργών, σε σημείο όμως που φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για απολογία του δικαστή που εξέδωσε την απόφαση.
Αιτιολογία σημαίνει ότι πρέπει στην απόφαση να περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά που στήριξαν την κρίση του Δικαστηρίου, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική διάταξη. Η απόφαση δηλαδή πρέπει να είναι ένα επιστημονικό, νομικό έργο και όχι ένα διήγημα. Παρατηρούμε, όμως, πολλές φορές για παράδειγμα σε υποθέσεις για διατροφή τέκνου να αναφέρεται στην απόφαση: «Οι διάδικοι τέλεσαν στις 25-3-2001 νόμιμο πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αργυρούπολης και στη συνέχεια θρησκευτικό γάμο στις 28-10-2002 στη Γλυφάδα Αττικής στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου (βλ υπ’ αριθμ. 123/2002 ληξιαρχική πράξη). Από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα τον Αριστοτέλη που γεννήθηκε την 17η Νοεμβρίου 2005 και τη Νεφέλη που γεννήθηκε την 15η Αυγούστου 2007. Τα πρώτα χρόνια της έγγαμης συμβίωσής τους ήταν αρμονικά κτλ κτλ». Σε αυτοκινητικές επίσης διαφορές διαβάζουμε: «Ο ενάγων την Πρωτομαγιά του 2010 οδηγούσε το υπ’ αριθμ κυκλ. ΗΚΟ 7777 ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας Fiat, τύπου Punto, χρώματος κόκκινου, που ήταν ιδιοκτησίας του δεύτερου ενάγοντος και ασφαλισμένο κτλ κτλ κινούμενος στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης με κατεύθυνση προς τη Βάρκιζα. Το πλάτος του οδοστρώματος στο σημείο εκείνο ήταν κτλ κτλ Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και η ορατότητα του ενάγοντος ήταν πλήρης κτλ κτλ. Από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή κινούμενος προς Πειραιά, ερχόταν ο εναγόμενος που οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας 1313 αυτοκίνητο, πράσινου χρώματος κτλ κτλ». Δηλαδή, η απόφαση για να έχει μια διηγηματική μορφή και μια συνοχή, αναφέρει περιστατικά και στοιχεία που δεν αμφισβητούνται, με κίνδυνο όμως έτσι να πλατειάζει, εις βάρος των αμφισβητούμενων και κρίσιμων περιστατικών.
Στα βουλεύματα παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για κακούργημα και στο σκεπτικό αναφερόμαστε μόνο στην εισαγγελική πρόταση προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Στην έφεση, όμως, για ένα αυτοκινητικό ή μια μισθωτική διαφορά, δεν μπορούμε να αναφερθούμε στην πρωτόδικη, αλλά πρέπει να επαναλάβουμε το σκεπτικό της! Οι ξένοι συνάδελφοί μας δικαστές μάς αποκαλούν «συγγραφείς» εξαιτίας του τρόπου γραφής και του πλήθους των σελίδων που έχουν οι αποφάσεις μας! Όλοι μας έχουμε δει πόσο συνοπτικές είναι οι αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις, χωρίς να στερούνται αιτιολογίας. Αυτό συμβαίνει διότι αναφέρονται μόνο στα κρίσιμα, ουσιώδη και αμφισβητούμενα περιστατικά της ένδικης διαφοράς, χωρίς την αναγραφή περιττών στοιχείων και δίχως τη διηγηματική δομή που ακολουθούμε εμείς. Δίχως μείζονες και δαιδαλώδεις σκέψεις, αλλά επικεντρωμένες στη λύση της υπόθεσης και μόνο. Γιατί να χρειάζεται σε δίκη διατροφής να αναφέρουμε πότε, που και πως έγινε ο γάμος των διαδίκων, όταν αυτά δεν αμφισβητούνται; Γιατί θα πρέπει στις αυτοκινητικές διαφορές να γράφουμε όλα τα στοιχεία που συνομολογούν έτσι κι αλλιώς οι διάδικοι; Γιατί θα πρέπει να αρχίζουμε το γράψιμο της δικαστικής απόφασης σαν να γράφουμε ένα διήγημα; Η συγγραφή διηγήματος απαιτεί άλλες ικανότητες, ιδιαίτερη τεχνική, αλλά και την ανάλογη διάθεση και προπαντός την εύρεση και του ανάλογου χρόνου. Είναι πολυτέλεια να γράφουμε με διηγηματική μορφή!
Ένας δικαστής δημοσιεύει περίπου 250 αποφάσεις το χρόνο, με μέσο όρο 10 σελίδες την απόφαση, δηλαδή γράφει 2.500 σελίδες το χρόνο ή 675.000 λέξεις! Η Οδύσσεια του Ομήρου είχε περίπου 12.000 στίχους… Και ο Όμηρος είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του, σε αντίθεση με τους δικαστές που, αν υπολογίσει κανείς ότι στους 10 μήνες του δικαστικού έτους (ή έπους), έχουν κατά μέσο όρο 10 υπηρεσίες το μήνα, απομένουν μόνο 265 μέρες το χρόνο, που οι δικαστές μπορούν να επεξεργαστούν τις δικογραφίες. Συνεπώς, όλες αυτές τις 265 μέρες, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, καλοκαίρι και χειμώνα, οι δικαστές πρέπει να εργάζονται και να βγάζουν τουλάχιστον μια απόφαση την ημέρα! Δηλαδή, πρέπει να μελετήσουν (και όχι απλά να διαβάσουν) την αγωγή, τις προτάσεις του ενάγοντος, τους ισχυρισμούς του εναγομένου, τα σχετικά έγγραφα των διαδίκων, τη νομολογία και τη νομοθεσία, να αποφασίσουν και να γράψουν την απόφαση, δηλαδή τα εισαγωγικά, το ιστορικό της αγωγής, το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης!
H μεγάλη παθογένεια που αφορά στην καθυστέρηση του χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης δεν επιλύεται με μικρές και επουσιώδεις τροποποιήσεις νόμων. Τα τελευταία χρόνια ψηφίσθηκαν σαράντα (40) νόμοι με τον τίτλο «Επιτάχυνση της Δικαιοσύνης», ενώ κάθε τόσο αλλάζουμε και τους βασικούς κώδικες. Και η καθυστέρηση, ωστόσο, παραμένει ως το μεγαλύτερο πρόβλημα, που μοιάζει άλυτο και δυσθεώρητο. Η καθυστέρηση, όμως, σχετίζεται και με τη σύνταξη της απόφασης. Αφού δεν μπορούμε να έχουμε λιγότερες υποθέσεις, αφού δεν μπορούμε να έχουμε περισσότερους δικαστές, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε πιο εύκολο και πιο γρήγορο το γράψιμο της απόφασης, αλλά και πιο ουσιαστικό. Οι Έλληνες Δικαστές σήμερα «γράφουν πολλά γιατί δεν έχουν το χρόνο να γράψουν λίγα», αλλά και γιατί δεν έχουν διδαχθεί άλλο τρόπο. Η τελευταία φορά που η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, με πρωτοβουλία και με δαπάνες της, συνέταξε σχέδια πολιτικών αποφάσεων και τα μοίρασε στα μέλη της ήταν το Μάιο του 2000, δηλαδή πριν από είκοσι έτη (και μάλιστα τα σχέδια αυτά είχαν αρχικά συνταχθεί από πενταμελή επιτροπή δικαστών υπό την προεδρία του τότε Προέδρου Πρωτοδικών Δημ. Κυριτσάκη το έτος 1986!!!). Είναι καιρός, λοιπόν, για καινούρια σχέδια, σύγχρονα, εναρμονισμένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, για να πάψει η απόφαση να αποτελεί ένα διήγημα, αλλά να αναδειχθεί αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ένα επιστημονικό έργο. Πλέον είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει κάτι ριζικά για να απονέμεται το Δίκαιο, όπως αξίζει σε ένα αγαθό, δηλαδή άμεσα και έγκαιρα, πριν αυτό αλλοιωθεί και χάσει την ουσία του.

Κρήτη, 21-8-2020

Γιάννης Ευαγγελάτος
Πρόεδρος Πρωτοδικών-Εκπρόσωπος τύπου της ΕνΔΕ

ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΣΕ ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΣΕ ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι

Σας παρουσιάζουμε το δεύτερο  μέρος των θέσεων μας , που εξειδικεύεται σε θέματα Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, βελτιστοποίησης της οργάνωσης της και αποτελεσματικότερης λειτουργίας της.

Ενίσχυση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης

            Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις η πρόοδος μιας Χώρας στηρίζεται στην αποτελεσματική λειτουργία των Θεσμών και την εδραίωση του Κράτους Δικαίου. Στην Ελληνική Δημοκρατία η Δικαστική Λειτουργία, ως ισότιμη και ισόκυρη με την Εκτελεστική και τη  Νομοθετική οφείλει να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να αυτοπροσδιορίζεται με γνώμονα το συνταγματικό της ρόλο και την ευθύνη του κάθε Δικαστικού και Εισαγγελικού Λειτουργού, ως άμεσου οργάνου του Κράτους. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων πιστεύουμε ακράδαντα ότι πρέπει να έχει θέσεις και δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή και για το σκοπό αυτό παρουσιάζουμε κάποιες προτάσεις μας, που θεωρούμε ότι ενισχύουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών.

Ι.  Ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης

            Σε όλα τα σύγχρονα δικαστικά συστήματα υιοθετούνται εργαλεία καταγραφής της αποτελεσματικότητας και σχεδιασμού των απαιτούμενων λύσεων. Στην ελληνική πραγματικότητα η σχετική δράση ασκείται με αναποτελεσματικότητα  από τις διοικητικές υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης, για λόγους που άπτονται κυρίως της έλλειψης οργάνωσης της Δημόσιας Διοίκησης. Η πρόταση μας είναι :

  •     Η θεσμοθέτηση Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης, το οποίο θα έχει οριζόντια αρμοδιότητα για την καταγραφή και το σχεδιασμό των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται από την Πολιτεία για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης.
  •     Θα συγκροτείται από ανώτατους Δικαστές όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης και θα συμμετέχουν σε αυτό: αιρετός εκπρόσωπος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εκπρόσωποι των Δικηγορικών Συλλόγων, των Δικαστικών Υπαλλήλων, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, των λοιπών νομικών επαγγελμάτων κατά περίπτωση.

Το Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης θα έχει σκοπό:

  •     Την παρακολούθηση  της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελληνική Δικαιοσύνη,
  •     Την εκτίμηση στατιστικών εργαλείων
  •     Την συμμετοχή σε ευρωπαϊκά fora
  •     Τη συνεργασία με την CEPEJ
  •     Τον Στρατηγικό Σχεδιασμό των αναγκαίων δράσεων για την Δικαιοσύνη σε βάθος πενταετίας
  •   Την υποβολή αιτιολογημένων προτάσεων νομοθετικής πρωτοβουλίας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Σε κάθε κλάδο της Δικαιοσύνης θα λειτουργούν Ομάδες Εργασίας  υποστηρικτικές της δράσης του Εθνικού Συμβουλίου.

ΙΙ. Προστασία της Συνταγματικής Αρχής της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας  των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών

Η πρόταση μας αφορά στην οργάνωση με αυστηρά εμπιστευτικό χαρακτήρα διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου αναφορών Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών για παραβιάσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Ο εσωτερικός έλεγχος θα διενεργείται προσωπικά από τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και από τον Προϊστάμενο της Επιθεώρησης. Η εμπειρία των τελευταίων ετών από περιστατικά που γνώρισαν δημοσιότητα επιβάλλει την ανάληψη πρωτοβουλιών εκ μέρους μας, για την προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης.

ΙΙΙ. Ενίσχυση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης με την καθιέρωση της Οικονομικής Αυτοτέλειας των Δικαστηρίων

Η πρόταση μας στηρίζεται στην εμπειρία, που έχει μέχρι σήμερα συσσωρευτεί από την επιτυχή λειτουργία του θεσμού στα Δικαστήρια και τις Εισαγγελίες της Χώρας. Στόχος είναι η κατάλληλη οργάνωση των διοίκησης των δικαστηρίων ώστε να θεσμοθετηθεί η οικονομική αυτοτέλεια τους, που θα ενισχύσει έτι περαιτέρω το θεσμό του αυτοδιοίκητου και την Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Προτείνουμε :

  •     Το κάθε Δικαστήριο και Εισαγγελία να καταρτίζει τον δικό του προϋπολογισμό και να διαχειρίζεται τα αντίστοιχα κονδύλια χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
  •     Η κατανομή των πόρων ανά δικαστικό σχηματισμό και η κατάρτιση προϋπολογισμού θα υπόκειται στην εποπτεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάθε κλάδου της Δικαιοσύνης.
  •     Η πιλοτική εφαρμογή θα περιλάβει τα Ανώτατα Δικαστήρια της Χώρας σύμφωνα με το υπάρχον μοντέλο του Συμβουλίου της Επικρατείας και θα προβλέπει σταδιακή ενεργοποίηση του μέτρου εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.

ΙV.Συμβούλια Διεύθυνσης Δικαστηρίων και Εισαγγελιών

Η πρόταση μας αποσκοπεί στην αναβάθμιση του κύρους και της αποτελεσματικότητας του θεσμού. Είναι γνωστό ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διοίκηση των Δικαστηρίων αποτελεί εξειδικευμένο πεδίο της δημόσιας διοίκησης. Η εισαγωγή και στην ελληνική πραγματικότητα των σύγχρονων τρόπων διοίκησης του Κράτους,  απαιτεί, στον Τομέα της Δικαιοσύνης, οι Δικαστές και Εισαγγελείς, που ασκούν τα συγκεκριμένα καθήκοντα να είναι εξοπλισμένοι με δεξιότητες για να επιτελούν αποτελεσματικά το έργο τους. Για την ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων προτείνουμε την καθιέρωση στην Εθνική Σχολή Δικαστών:

  •     Ειδικών εκπαιδευτικών σεμιναρίων για τους σπουδαστές και
  •     Επιμορφωτικών για τους εν ενεργεία Δικαστές και Εισαγγελείς σε θέματα διοίκησης

Δικαστηρίων. Με την πληρέστερη κατάρτιση των διοικούντων τα Δικαστήρια στα θέματα αυτά, θα μπορεί να υποστηριχθεί και το αίτημα μας για οικονομική αυτοτέλεια της Δικαιοσύνης, που σαφώς ενισχύει την ανεξαρτησία της.

Περαιτέρω, ως προς το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και πάντα με γνώμονα την ενίσχυση του θεσμού:

  •     διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις, αναφορικά με τη διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα να είναι υποψήφιος ως διευθύνων ή μέλος Δικαστηρίου ή Εισαγγελίας για δεύτερη φορά δικαστής ή εισαγγελέας που άσκησε τα ίδια καθήκοντα και στο παρελθόν, διότι είμαστε υπέρ της ανάθεσης καθηκόντων διοίκησης σε όσο περισσότερους δικαστές γίνεται
  •     Θεωρούμε ότι η θεσμοθέτηση της δισταυρίας για τον διευθύνοντα τον δικαστικό σχηματισμό θα εμποδίσει εκφυλιστικά φαινόμενα παραταξιοποίησης των υποψηφίων και θα αποτελέσει κίνητρο για την συμμετοχή περισσότερων υποψηφίων
  •   Προτείνουμε την ειδική αξιολόγηση των διευθυνόντων και των μελών της διοίκησης κατά την διαδικασία της τακτικής επιθεώρησης και την εκπόνηση ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων εκ μέρους των Συμβουλίων Διεύθυνσης των Δικαστηρίων.

V.Περιορισμός της νόμιμης παρέμβασης της Εκτελεστικής στην Δικαστική Εξουσία

Μέχρι τη στιγμή, που εκ νέου θα εκκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, πιστεύουμε ότι πρέπει η Πολιτεία στο πλαίσιο της ενίσχυσης των Θεσμών και της κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, να προχωρήσει στην κατάργηση αναχρονιστικών ρυθμίσεων που επιφυλάσσουν αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας σε θέματα της Δικαστικής Λειτουργίας.

Συγκεκριμένα προτείνουμε την κατάργηση:

  •     Της υποβολής ερωτήματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για την σύγκληση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις και εν γένει υπηρεσιακές μεταβολές των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών. Κατ΄ εξαίρεση να διατηρηθεί η υποβολή ερωτήματος για τις θέσεις εκείνες που αφορούν στην διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας σε Οργανισμούς και Υπηρεσίες (άρθρο 49 ΚΟΔΔΛ).
  •     Του δικαιώματος του Υπουργού Δικαιοσύνης να ασκεί έφεση σε απαλλακτική ή καταδικαστική απόφαση πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου (άρθρο 105 παρ.2 ΚΟΔΔΛ)
  •     Της χορήγησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης σε Δικαστικους και Εισαγγελικου κανονικής άδειας (άρθρο 44 παρ.7 ΚΟΔΔΛ) , άδειας ανατροφής τέκνου (άρθρο 44 παρ.21 ΚΟΔΔΛ), αναρρωτικής άδειας (άρθρο 45 ΚΟΔΔΛ), εκπαιδευτικής άδειας (άρθρο 45 ΚΟΔΔΛ)

Οι ανωτέρω ενέργειες προτείνουμε να περιέλθουν στην αρμοδιότητα των Ανωτάτων Δικαστηρίων και να υποστηρίζονται από Τμήμα Προσωπικού, που θα περιληφθεί στο Οργανόγραμμα τους.

  1. Τροποποίηση θεσμικού πλαισίου ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ

Η πρόταση μας αφορά στον εξορθολογισμό της διαδικασίας ελέγχου και των εργαλείων της και αποσκοπεί  στην αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου προς την κατεύθυνση του πραγματικού ελέγχου και όχι της λογικής της αξιοποίησης του λάθους του υπόχρεου. Τα σύγχρονα ελεγκτικά συστήματα πλούτου μπορούν να διακριβώσουν τα παράνομα εισοδήματα και αυτό θα πρέπει να είναι ο στόχος του θεσμού. Η διαφάνεια και η καθαρότητα της περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και Εισαγγελικών Δικαστικών Λειτουργών αποτελεί κύριο επιχείρημα μας απέναντι σε κάθε αμφισβητία της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας μας.

Θεωρούμε ότι υφιστάμενες ρυθμίσεις του ελέγχου πρέπει να αναθεωρηθούν, διότι μεταφέρουν το κέντρο βάρους σε επουσιώδη θέματα, αποπροσανατολίζοντας το στόχο του. Συγκεκριμένα προτείνουμε:

  •     Την κατάργηση της τυπολατρικής επανάληψης του περιεχομένου της δήλωσης,ανεξαρτήτως της ύπαρξης μεταβολών
  •     Την κατάργηση της συμπλήρωσης στοιχείων, που είναι γνωστά στην Ελεγκτική Αρχή, όπως πχ το ύψος των τραπεζικών λογαριασμών, ή των συναλλαγών με πιστωτικές κάρτες
  •     Την συνολική επανεξέταση του περιεχομένου της δήλωσης, προκειμένου να αποκτήσει απλούστερο και σαφέστερο περιεχόμενο.

Αποτελεί σταθερή θέση μας η μη δημοσιοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο μέρους ή του συνόλου της δήλωσης ή του περιεχομένου του ελέγχου αυτής.

Βελτιστοποίηση της Οργάνωσης της Δικαιοσύνης και μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της

 Ι.Περιορισμός της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης υπό όρους

Με σεβασμό στον συνταγματικό περιορισμό, η πρόταση μας είναι να οργανωθεί ένα πλέγμα δράσεων με στόχο τον λειτουργικό περιορισμό της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης, χωρίς έκπτωση των αρχών του Κράτους Δικαίου, προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης. Η πρόταση υιοθετεί την αντίληψη ότι η συνταγματική επιταγή για την αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αποτελεί ρύθμιση-πλαίσιο. Η καταγραφή των περιπτώσεων (πολιτικών και ποινικών) αποφάσεων,  που ο νομοθέτης έχει ήδη θεσμοθετήσει την περιορισμένη αιτιολογία θα καταδείξουν την δυνατότητα εφαρμογής της λύσης και σε άλλες περιπτώσεις. Ενδεικτικά, οι κατευθύνσεις προς τις οποίες θα αναζητηθούν συνταγματικά συμβατές λύσεις είναι:

  • η καθιέρωση υπό όρους της πλήρους αιτιολογίας σε ορισμένες αποφάσεις
  • η εφαρμογή στις απλές υποθέσεις της περιορισμένης αιτιολογίας
  • η θεσμοθέτηση έκδοσης πράξης αντί απόφασης

ΙΙ.Αναμόρφωση διατάξεων Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών

Το υφιστάμενο σχέδιο του Οργανισμού πρέπει να δημοσιοποιηθεί, να βγει στην διαβούλευση και να επικαιροποιηθεί.

Η πρόταση μας περιλαμβάνει ρυθμίσεις που τείνουν στον εκσυγχρονισμό του νομοθετήματος και ενδεικτικά αναφέρουμε :

  •     Κατάργηση των κωλυμάτων συνυπηρέτησης και εντοπιότητας: Θα πρέπει η αξιοπιστία του Δικαστή  και του Εισαγγελέα να κτίζεται με θετικό τρόπο και όχι με “αστυνομικά μέτρα”. Τα κωλύματα του ισχύοντος  ΚΟΔΔΛ, εντασσόμενα στα μέτρα διαφάνειας που πρέπει να διέπουν την άσκηση των καθηκόντων μας αποτελούν εργαλεία πρόληψης, τα οποια η σύγχρονη ζωή ξεπέρασε. Η πράξη έχει αποδείξει ότι τα θεσμικά εργαλεία της Επιθεώρησης μπορούν να έχουν αποτελεσματικότητα. Το γεγονός ότι οι Δικηγόροι πλέον μπορούν να παρίστανται εκτός της περιφέρειας του δικηγορικού Συλλόγου που είναι εγγεγραμμένοι επί της ουσίας καταργεί το αντίστοιχο κώλυμα συνυπηρέτησης για τον συγγενή Δικαστή.  Η αντίστοιχη δυσπιστία στον Δικαστή για το κώλυμα εντοπιότητας θα πρέπει να περιοριστεί σε μικρές πόλεις εξορθολογισμένα.
  •     Οι αποσπάσεις να γίνονται μόνο εντος της εφετειακής περιφέρειας κατά προτεραιότητα. Να καθιερωθεί δικαίωμα υποβολής αίτησης απόσπασης (όταν δεν θα μπορούν να ικανοποιηθούν αιτήματα μεταθέσεων) που θα παραμένουν σε εκκρεμότητα και θα  ικανοποιούνται όταν θα εμφανίζονται οι αντίστοιχες ανάγκες στο εκαστοτε Δικαστήριο.
  •     Την κατάργηση της διάταξης περί ανάθεσης στους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου. Η θέση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι για λόγους συμβολισμού αλλά και ουσίας ουδέτερη, μέχρι τη στιγμή της τελικής κρίσης του ελεγχόμενου.
  •   Την Κατάργηση διατάξεων του ν. 4055/2012 : α) για την έγκριση των Κανονισμών των Δικαστηρίων από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου  και β) την επαναφορά του περιεχομένου  των άρθρων  43 § 3 περί περικοπής μισθού και 44 περί περικοπής δικαστικών διακοπών  ως είχαν προ του ν. 4055/2012 και αναδρομική ισχύ του άρθρου 57 παρ.1 του ν.1756/1988.
  •     Τον εκσυγχρονισμό του συστήματος Επιθεώρησης με την ανάδειξη ειδικών στατιστικών εργαλείων μέσω των οποίων θα αναδεικνύεται το παραγόμενο έργο από τους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς Λειτουργούς και θεσμοθέτηση της αξιολόγησης και της δυσκολίας των υποθέσεων που χειρίστηκαν κατά το επιθεωρούμενο έτος σε συνάρτηση με την αρχαιότητα και την εμπειρία τους. Η αναμόρφωση του συστήματος θα είναι καθολική, δεν θα καταργεί τις μέχρι την έναρξη του προηγούμενες αξιολογήσεις μέσω των εκθέσεων επιθεώρησης και δεν θα αποτελεί συνέχεια τους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο διαφορετικός τρόπος χαρακτηρισμού
  •     Την δημιουργία νομολογιακής βάσης πειθαρχικών αποφάσεων, ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα νομικής και πραγματικής ασφάλειας των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών. Η πρόταση αυτή καθίσταται αναγκαία μετά το κύμα πειθαρχικών διώξεων των τελευταίων ετών, οφειλομένων κυρίως στην μη συμμόρφωση με συγκεκριμένες απόψεις επί σημαντικών ποινικών υποθέσεων.

Επισημαίνουμε ότι είμαστε αντίθετοι σε οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του χρόνου των δικαστικών διακοπών, διότι θα προκαλέσει επιβράδυνση στους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη που έχουμε ήδη καταρτίσει και την οποία θα δημοσιοποιήσουμε εφόσον καταστεί απαραίτητο.

ΙΙΙ.Χρήση νέων τεχνολογιών στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης

 Ηλεκτρονική Δικαιοσύνη

Θεωρούμε ότι ο σύγχρονος Δικαστής και Εισαγγελέας πρέπει να απαιτεί από την Πολιτεία να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης. Ο ρόλος μας στην εποχή της ψηφιοποίησης, που έρχεται δυναμικά, πρέπει να είναι υποστηρικτικός στην εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών μεθόδων και διαδικασιών και ταυτόχρονα ελεγκτικός για την απαρέγκλιτη τήρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου.

Η πρόταση μας περιλαμβάνει :

  •     Την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων Ποινικής και Πολιτικής Δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΠΠ), που λειτουργεί στις δικαστικές περιφέρειες Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά και Χαλκίδας.
  •     Την επέκταση του συστήματος και στις λοιπές δικαστικές περιφέρειες στον συντομότερο δυνατό χρόνο
  •     Τον σχεδιασμό και υλοποίηση επιπλέον εφαρμογών, όπως:

o   Χορήγηση ηλεκτρονικής υπογραφής στους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς Λειτουργούς για ασφαλή αυθεντικοποιημένη επικοινωνία με την Γραμματεία του Δικαστηρίου

o   Ηλεκτρονικής δημοσίευσης από τον ίδιο τον Δικαστικό και Εισαγγελικό Λειτουργό της απόφασης, πρότασης κλπ (με χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής) και την επιστροφή του φακέλου στην Γραμματεία σε δεύτερο χρόνο.

o   Πρόσβασης στο ψηφιοποιημένο φάκελο κάθε υπόθεσης

o   Λήψης ειδοποιήσεων ημερολογίου για τις υπηρεσιακές  υποχρεώσεις

  •     Την εγκατάσταση κεραιών wi-fi στα δικαστικά κτίρια για πρόσβαση στο διαδίκτυο και στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του Δικαστηρίου

Η πρόταση μας περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες συνοδούς δράσεις:

o  Διαμόρφωση διαρκούς μηχανισμού εξέτασης των δικονομικών διαδικασιών με στόχο την απλούστευση τους με αφορμή την ψηφιοποίηση, προκειμένου να περιοριστεί η διαιώνιση της δικονομικής γραφειοκρατίας

o   Συμμετοχή στο διάλογο για την βελτιστοποίηση των υφιστάμενων δομών και το σχεδιασμό νέων, προκειμένου να αξιοποιηθεί η εφαρμογή Νέων Τεχνολογιών στην Δικαιοσύνη

  • Η ανάλυση και εξέταση των δυνατοτήτων και προοπτικών που παρουσιάζονται για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης στην Δικαιοσύνη, με την προϋπόθεση της τήρησης των αρχών του Κράτους Δικαίου.

Βασίλης Πορτοκάλλης — Μαίρη Μπουτάκη — Στάθης Βεργώνης
Εφέτης Αθηνών  —- Πρωτοδίκης Αθηνών —–Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών

Ελευθερία Κώνστα — Δημήτρης Φούκας,
Εφέτης Λάρισας — Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος
Εφέτης Αθηνών

Πρώτη αποτίμηση του σχεδίου για την επιτάχυνση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη, Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

Πρώτη αποτίμηση του σχεδίου για την επιτάχυνση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών

 

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

 

Η περίοδος των θερινών διακοπών σε συνδυασμό με την έλλειψη πραγματικής διοίκησης της Ένωσης Δικαστών, είναι αναμφίβολα η πιο ακατάλληλη περίοδος για ουσιαστική συζήτηση επί ζητημάτων νομικών ή και τεχνικών, που επηρεάζουν τη ζωή και υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών και εισαγγελέων. Ως εκ τούτου, προκαλεί απορία η επιλογή του υπουργείου να εξαγγείλει σε αυτό το χρόνο την θέση σε διαβούλευση νομοσχέδιου που αφορά στην επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του ν.3869/2010. Τέτοια ζητήματα, προϋποθέτουν ουσιαστικό διάλογο με τις δικαστικές Ενώσεις, που δεν μπορεί να παρακαμφεί με πρόσχημα τη συμβολή των εκπροσώπων τους στη νομοτεχνική βελτίωση των νομοσχεδίων, καθώς οι αιφνιδιασμοί δίνουν χώρο σε εξιδανικεύσεις ή αφορισμούς συνθηματικού χαρακτήρα.

Επί της ουσίας:

Στην κατάρτιση του νομοσχεδίου που διέρρευσε και αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση, συνεισέφερε ομάδα εργασίας που συστήθηκε από το υπουργείο, στην οποία συμμετείχε εκ μέρους της Ένωσης η εξαίρετη συνάδελφος και τότε Υπεύθυνη Οικονομικής Διαχείρισης της Ένωσης, κ. Ακριβή Ερμίδου και εκ μέρους του Ειρηνοδικείου Αθηνών οι πολύ καταρτισμένοι συνάδελφοι Βασίλης Φούρκας και Γιώργος Δελής. Σημειώνεται ότι το πόρισμα της ομάδας εργασίας, που στηρίχθηκε στα επίσημα στοιχεία χρεώσεων, υιοθετήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο κείμενο του διαρρεύσαντος νομοσχεδίου, το οποίο εκ πρώτης ανάγνωσης φαίνεται να στοχεύει στην γρηγορότερη εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, που έχουν ήδη προσδιορισθεί για να συζητηθούν τα επόμενα χρόνια. Προς το σκοπό αυτό εισάγει τις εξής βασικές καινοτομίες η κριτική αποτίμηση των οποίων θα επιχειρηθεί παρακάτω:

  • α) επαναπροσδιορισμός της αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του ν.3869/2010, με ενέργειες του ίδιου του αιτούντος, επί ποινή απαραδέκτου, σε καθορισμένες προθεσμίες, επιμεριζόμενες κατά χρόνο κατάθεσης της αρχικής αίτησης και υποχρέωση κοινοποίησής της στους διαδίκους επί ποινή θεώρησης της αίτησης μηδέποτε ασκηθείσας, κατά τα πρότυπα της νέας τακτικής διαδικασίας,

β) κατ΄ εξαίρεση τήρηση της προφορικής διαδικασίας μόνο όταν τα στοιχεία κριθούν ανεπαρκή για έκδοση απόφασης και υιοθέτηση συστήματος τυπικής συζήτησης της υπόθεσης με μόνο το κλείσιμο του φακέλου (κατάθεση προσθήκης), δηλαδή χωρίς διαδικασία σε ακροατήριο και πριν χρεωθεί σε δικαστή.

  • γ) υιοθέτηση συστήματος ηλεκτρονικής κοινοποίησης της αίτησης προς τους διαδίκους

δ) διαβίβαση στον ειρηνοδίκη που ορίζει ο εκάστοτε διευθύνων του Ειρηνοδικείου μετά το κλείσιμο του φακέλου,

ε) υποχρέωση έκδοσης της απόφασης σε διάστημα έξι (6) μηνών από τη χρέωση σε αυτόν

στ) δυνατότητα προσφυγής σε διαμεσολάβηση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας κατ΄ εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στην υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση των άρθρων 5, 7, και 8 ν.4640/2019.

Πρώτη αποτίμηση των προτεινόμενων διατάξεων:

  • α) ο επαναπροσδιορισμός της αίτησης με ενέργειες του αιτούντος, στο βαθμό που σκοπεί στην εκκαθάριση των «νεκρών» υποθέσεων, ήτοι εκείνων που για διάφορους λόγους ματαιώνονται και δεν εκδικάζονται εν τέλει ποτέ, αλλά επιβαρύνουν τον προγραμματισμό των Ειρηνοδικείων και καθυστερούν τις «ζωντανές» υποθέσεις, κρίνεται ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Οι πραγματικά ενδιαφερόμενοι επαναπροσδιορίζουν την αίτηση και οι υπόλοιπες υποθέσεις, που για διάφορους λόγους δεν έχουν ενδιαφέρον πλέον για τους αιτούντες, παύουν να καταγράφονται ως εκκρεμείς, δημιουργώντας ζωτικό χώρο για τις υπόλοιπες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για τις αρμόδιες υπηρεσίες που καταγράφουν την εκκρεμότητα ενώπιον των Δικαστηρίων, πλην της νέας τακτικής διαδικασίας, οι λοιπές ματαιωθείσες υποθέσεις θεωρούνται εκκρεμείς, λόγω της δυνατότητας που υπάρχει να επανέλθει ο διάδικος και να επιβαρύνουν εκ νέου το σύστημα. Στα πλαίσια του ως άνω επαναπροσδιορισμού, ενόψει της οριστικότητας της εκκαθάρισης και του γεγονότος ότι ένας αριθμός παλαιών αιτήσεων έχει κατατεθεί από τους ίδιους τους διαδίκους αυτοπροσώπως, δέον να χορηγηθεί ο αναγκαίος χρόνος και η αναγκαία δημοσιότητα, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειας ενεργού δικαιώματος.

β) η πέραν των ορίων της νέας τακτικής διαδικασίας παράκαμψη της αρχής της προφορικότητας όμως εγείρει προβληματισμούς. Είναι ακριβές βέβαια, ότι οι αρχές της προφορικότητας και της δημοσιότητας της πολιτικής δίκης δεν διαδραματίζουν τον ίδιο σπουδαίο ρόλο που κατέχουν στην ποινική δίκη (βλ. έτσι Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδοση, σ.278), ενώ είναι αρκετά διαδεδομένο να συγχέονται μεταξύ τους εσφαλμένα, ως προς το πεδίο λειτουργίας εκάστης. Ήδη, με το ν.4335/2015 που εισήγαγε την νέα τακτική διαδικασία στον ΚΠολΔ η προφορική συζήτηση περιορίσθηκε στα ελάχιστα, καθώς η συζήτηση σε ακροατήριο είναι τυπική, χωρίς εξέταση μαρτύρων ή διαδίκων και χωρίς την υποχρεωτική παρουσία πληρεξουσίων δικηγόρων, γεγονός που δεν έχει εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας. Επιπλέον, γίνεται αντιληπτό ότι η υιοθέτηση προφορικής συζήτησης, ενόψει της επιλογής για συνύπαρξη αφενός ενός συστήματος με αρχή συγκεντρώσεως ισχυρισμών και αποδείξεων και αφετέρου της εκούσιας δικαιοδοσίας με το  ανακριτικό σύστημα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσχέρειες. Από την άλλη, η πλήρης απουσία προφορικής διαδικασίας, συνεφέλκεται μια σειρά από αρνητικές συνέπειες: α) Αρχικά, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται ευχερώς περιπτώσεις όπως της παραίτησης του αιτούντος από την αίτηση ή ακόμα και της επιτυχούς έκβασης της εκούσιας προσφυγής σε διαμεσολάβηση, κατά το διάστημα που ακολουθεί την κατάθεση της προσθήκης και μέχρι την έκδοση απόφασης, γεγονός που λαμβάνει μεγαλύτερη σημασία ενόψει της διαγραφόμενης ως σημαντικής χρονικής απόστασης μεταξύ κλεισίματος του φακέλου και χρέωσης σε δικαστή. Αντίθετα στη νέα τακτική διαδικασία η ύπαρξη τυπικής προφορικής συζήτησης αμβλύνει αυτά τα αδιέξοδα και δημιουργεί στάδιο εκδίκασης, που μπορεί να αναδειχθούν και άλλα τέτοια ζητήματα, β) ο διάδικος στερείται μέρος της ενώπιόν του δημοσιότητας της δίκης, αφού δεν υφίσταται διαδικασία στο ακροατήριο για να προσέλθει, διαμορφώνοντας την εικόνα μιας δίκης απρόσιτης στον πολίτη με τρόπο που επιδρά στην κοινωνική αντίληψη για την διαφάνεια στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, γ) φαίνεται να δυσχεραίνεται η δυνατότητα να γνωρίζει ο διάδικος ποιος είναι ο φυσικός του δικαστής, επηρεάζοντας την εικόνα λειτουργικότητας της αρχής του νόμιμου Δικαστή, που αξιώνει μεταξύ άλλων και να μην αφαιρείται από δικαστή μια διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του, παρά μόνο με τους ίδιους αντικειμενικούς όρους που απαιτούνται για τον αρχικό καθορισμό της αρμοδιότητας (Νίκας, ο.π., σ. 269). Από την παραπάνω πρώτη σταχυολόγηση θετικών και αρνητικών συνεπειών, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ευπρόσδεκτη αξιοποίηση της τυπικής συζήτησης που επιχειρείται, δε θα πρέπει να οδηγήσει έως την πλήρη κατάργηση της διαδικασίας στο ακροατήριο, η δε διαφορά στο εκτιμώμενο όφελος ανθρώπινων πόρων, δέον να καλυφθεί από την πολιτεία μέσω της αύξησης διαθέσιμων χώρων και οργανικών θέσεων ειρηνοδικών. Για το σκοπό αυτό, με κατάλληλη νομοθετική πρόβλεψη, μπορεί να αμβλυνθούν και τα αδιέξοδα που θα μπορούσε κανείς να προβλέψει από τη σύγκρουση της αρχής συγκεντρώσεως και της εκούσιας δικαιοδοσίας, ώστε να μην υπάρξει εκ πλαγίου παραβίαση της τυπικής συζήτησης.

  • γ) η δημιουργία συστήματος ηλεκτρονικών κοινοποιήσεων κινείται αναμφίβολα στην ορθή κατεύθυνση της αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, που βοηθούν στην επιτάχυνση των διαδικασιών, την μείωση του κόστους και επιτυγχάνουν μεγαλύτερα ποσοστά πραγματικής ενημέρωσης των διαδίκων, έναντι των περιπτώσεων των νόμιμων πλασματικών ενημερώσεων.
  • δ) Το στάδιο που ακολουθεί το κλείσιμο του φακέλου, ήτοι η διαβίβαση στον διευθύνοντα του Ειρηνοδικείου, ο οποίος πλέον χρεώνει «συζητηθείσες» υποθέσεις, αποτελεί καινοτομία, που φαίνεται να στοχεύει στην καταγραφή ως εκκρεμών, όχι των υποθέσεων για τις οποίες έχει κατατεθεί αίτηση, αλλά μόνο εκείνων για τις οποίες έχει κλείσει ο φάκελος, ολοκληρώνοντας το σκοπό εκκαθάρισης των «νεκρών» υποθέσεων. Κατά τα λοιπά, υπό την αναγκαία προϋπόθεση υιοθέτησης της πρότασης της ομάδας εργασίας, ο ρυθμός χρέωσης θα εξακολουθεί να παρακολουθεί τα όρια που διαγράφει ο κανονισμός του εκάστοτε Δικαστηρίου, με το πρόσθετο όφελος της θέσπισης εκ του νόμου υποχρέωσης επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων ακόμα και για τα λίγα δικαστήρια που δεν κατάφεραν να το κάνουν νωρίτερα και σήμερα αντιμετωπίζουν πιο έντονο πρόβλημα. Είναι δε σαφές από τις διατάξεις που μέχρι σήμερα έχουν τεθεί υπόψιν, καθώς και από τις προτάσεις της ομάδας εργασίας, ότι δεν προκύπτει υποχρέωση έκδοσης αποφάσεων με χρόνο έναρξης της διαγραφόμενης εξάμηνης προθεσμίας το χρόνο της τυπικής τους συζήτησης, αλλά από το χρόνο χρέωσής τους σε δικαστή, που θα γίνεται όμως ανάλογα με τον κάθε κανονισμό. Σημειώνεται βέβαια, ότι στο κείμενο του νομοσχεδίου που έχει διαρρεύσει δεν περιλαμβάνεται σχετική πρόβλεψη ως προς την υποχρέωση η χρέωση να γίνεται με βάση του κανονισμούς, όπως ορθά υποδεικνύει η ομάδα εργασίας. Τέτοια πρόβλεψη δέον να περιληφθεί είτε στο κείμενο του νόμου, είτε οπωσδήποτε στην αιτιολογική έκθεση που θα τον ακολουθήσει. Ως εκ τούτου, στο βαθμό που το μοντέλο αυτό υιοθετηθεί ολοκληρωμένο, εκτιμάται ότι θα προκύψει μερική ελάφρυνση του όλου συστήματος, χωρίς όμως ουσιαστική διαφοροποίηση ως προς την ατομική επιβάρυνση των ειρηνοδικών. Συνεπώς, ερμηνευτικές προσεγγίσεις περί ενδεχόμενων εξωπραγματικών χρεώσεων έως και 1000 υποθέσεων ανά έτος σε κάθε δικαστή, που εξ ορισμού κινούνται εκτός ορίων της λογικής, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση αξιόπιστης κριτικής του νομοσχεδίου.
  • ε) Τέλος, ως προς την προβλεπόμενη δυνατότητα προσφυγής σε διαδικασία διαμεσολάβησης, φαίνεται από τη διατύπωση του σχεδίου να έχει μόνο εκούσιο χαρακτήρα, παρόλο που δανείζεται τη διαδικασία του ν.4690/2019 για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση. Η δε χρησιμότητα και αποτελεσματικότητά της, ενόψει του είδους των διαδίκων αυτών των υποθέσεων και της ουσιώδους τους διαφοράς στην οικονομική ισχύ (τράπεζες – δανειολήπτες), αναμένεται να εξαρτηθεί απολύτως από τη στάση του τραπεζικού συστήματος.

Αναμφίβολα ο ν.3869/2010 που επικράτησε να λέγεται «υπερχρεωμένα νοικοκυριά», βρίσκεται στη δύση του και η οριστική εκκαθάριση των υποθέσεων που αφορά, γεννά πολυπαραγοντικό κοινωνικό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, αποτελεί ορόσημο απελευθέρωσης ανθρώπινου δυναμικού για τα Ειρηνοδικεία που όλη τη δεκαετία που πέρασε σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της εφαρμογής του με προσωπικό κόστος για τον κάθε δικαστή. Η υλοποίηση του σχεδίου, που προτείνεται δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη λύση, αντίθετα φαίνεται να «θυσιάζει» πολλά από τις δικονομικές μας αρχές, στο βωμό της «ανάγκης», περιέχει, όμως, με την συμβολή των συναδέλφων μας της ομάδας εργασίας, εργαλεία που μπορούν να κινητοποιήσουν το μηχανισμό που οδήγησε στην επιτυχή αποσυμφόρηση του μεγαλύτερου μέρους των Ειρηνοδικείων της χώρας. Όμως καμία πρόταση δεν μπορεί να υλοποιηθεί επιτυχημένα χωρίς ουσιαστική ενίσχυση των Ειρηνοδικείων από τον κρατικό προϋπολογισμό με δικαστές, δικαστικούς υπαλλήλους και πραγματική μηχανοργάνωση και χωρίς τη συνεργασία και την υπεύθυνη διαχείριση εκ μέρους των διευθύνσεών τους. Η δε κριτική θεσμικών αλλαγών, χωρίς επιχειρήματα, με στόχευση μόνο στην επικοινωνία ενόψει και των επικείμενων αρχαιρεσιών, δεν συνθέτει το είδος του συνδικαλισμού που λείπει από την Ένωσή μας. Αντίθετα από τον επιστημονικό διάλογο και την ουσιαστική κριτική θα παραχθεί αποτέλεσμα ωφέλιμο τόσο για εμάς τους δικαστές, όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό το διάλογο ξεκινά αυτή η πρώτη αποτίμηση του προς διαβούλευση νομοσχεδίου, φιλοδοξώντας να κινητοποιήσει κατά το δυνατόν περισσότερους συναδέλφους στην προσπάθεια βελτίωσης των νομοτεχνικών του αστοχιών.

 

«Η απενοχοποίηση του ψεύδους και η υπεράσπιση της αλήθειας» – Απάντηση στην από 10-8-2020 επιστολή Χρ. Σεβαστίδη – Δημητρίου Φούκα, Προέδρου πρωτοδικών

«Η απενοχοποίηση του ψεύδους και η υπεράσπιση της αλήθειας»

Απάντηση στην από 10-8-2020 επιστολή Χρ. Σεβαστίδη

Δημητρίου Φούκα, Προέδρου πρωτοδικών

                                                                       Αθήνα, 17-8-2020

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η αγωνιώδης προσπάθεια του απελθόντος μειοψηφικού προέδρου της ΕνΔΕ και ορισμένων εκ των υποψηφίων της ομάδας του να προωθήσουν μία, βολική γι’ αυτούς, εκδοχή της πραγματικότητας, συνιστά πλήρη απόδειξη του άγχους που αισθάνονται μπροστά στην αλήθεια και στην επερχόμενη εκλογική συντριβή. Στην προσπάθειά τους αυτή, συνειδητά παραπληροφορούν, ψεύδονται και διαστρεβλώνουν τις θέσεις των λοιπών υποψηφίων, με μόνο δόγμα την με κάθε τρόπο κατάληψη της εξουσίας. Δεν αντιλαμβάνονται, ωστόσο, ότι ο μανδύας αυτού του στρεβλού ιδεολογήματος δεν επαρκεί για να προσδώσει ιδεολογικό βάρος στις μίζερες συνδικαλιστικές πρακτικές τους. Έχουν απενοχοποιήσει το ψεύδος και αυτό είναι πλέον το βασικό συστατικό της υποψηφιότητάς τους. Περιορίζονται στις αήθεις, ψυχολογικού τύπου, επιχειρήσεις «γκριζαρίσματος» των αντιπάλων, διότι δεν μπορούν με άλλο τρόπο να καλύψουν την έλλειψη θέσεων και προτάσεων. Και διότι ΔΕΝ έχουν το ανάστημα να αντιμετωπίσουν την αλήθεια.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι η διάλυση του Ενωτικού Προεδρείου, για την επιτυχία του οποίου δώσαμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς να ζητούμε ανταλλάγματα και χωρίς να επιδιώκουμε την προβολή μας, έγινε με υπαιτιότητα και ενέργειες του απελθόντος προέδρου και δεν συνέβη τον Ιούλιο του 2019, όπως διατείνεται η προπαγάνδα Σεβαστίδη, αλλά λίγους μήνες μετά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό του Αυγούστου του 2018. Τότε κατέστη σαφές σε όλους, ακόμα και στους πιο καλόπιστους, ότι ο απελθών μειοψηφικός πρόεδρος της ΕνΔΕ χρησιμοποιούσε την Ένωση για την εξυπηρέτηση της, ενίοτε εξωδικαστικής, ατζέντας που κάθε φορά υιοθετούσε, «προσαρμόζοντας» την θέση της Ένωσης ανάλογα με την προσωπική σχέση που διατηρούσε ο τότε πρόεδρός της με τον εκάστοτε Υπουργό και τις εκάστοτε επιδιώξεις του. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει αβίαστα από τα θέματα που την περίοδο αυτή εισήχθησαν στο ΔΣ από τον πρόεδρο, ιδίως από τα εκτός ημερήσιας διάταξης, και από το περιεχόμενο των προσωπικών του ανακοινώσεων, οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από δύο κομβικά ζητήματα: την λειτουργία και την «αναγκαιότητα» κατάργησης της Εισαγγελίας Διαφθοράς και τη χορήγηση αδειών σε πρόσωπα καταδικασμένα για τρομοκρατικές πράξεις. Οι άθλιες και απεχθείς απόπειρες του απελθόντος προέδρου, ορισμένων εκ των μελών της ομάδας του και των μηχανισμών του να αποδώσουν μομφές κομματισμού σε όλα τα μέλη του ΔΣ που δεν συμμερίζονται τις μειοψηφικές θέσεις του, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία και επιστρέφονται στους οικτρούς εμπνευστές των.

Μας κατηγόρησε όλους ως «πρόθυμους, ενδοτικούς, εγκάθετους» κλπ διότι δεν αντιδράσαμε στην υποτιθέμενη μείωση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ και τη μεταφορά της Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Κατά την προσφιλή του τακτική, αποκρύπτει ότι η όποια μείωση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ, οφείλεται στην κατάργηση των χρηματικών ποινών και των πταισμάτων με τον νέο Ποινικό Κώδικα και ότι το τελικό ποσό που διατίθεται για την λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν μειώθηκε. Αποκρύπτει, επίσης, ότι η μεταφορά της Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, τελικά αφορούσε την ενοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής φύλαξης των καταστημάτων. Αυτοί ήταν οι λόγοι που η πλειοψηφία των μελών του ΔΣ έκρινε τότε ότι δεν συνέτρεχε λόγος έκδοσης σχετικής ανακοίνωσης. Μας κατηγόρησε, επίσης ότι μεταβάλαμε την θέση μας στο ζήτημα της διαμεσολάβησης μεταξύ του Φεβρουαρίου του 2018 και του Νοεμβρίου του 2019, υπονοώντας ότι αυτή η υποτιθέμενη αλλαγή στάσης οφείλεται στην κυβερνητική αλλαγή του περασμένου έτους. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Η θέση της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ, την οποία κάποιοι από εμάς έχουμε διατυπώσει δημοσίως και με σχετική αρθρογραφία εδώ και έτη, ήταν και παραμένει αυτή που δύο φορές διατύπωσε η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ο,τιδήποτε άλλο είναι απλά κακόβουλο και ψευδές. Ο μόνος που δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί το περιεχόμενο της απόφασης της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ήταν ο απελθών πρόεδρος, ο οποίος κατά την ανάγνωσή της διαπίστωσε ότι ο Άρειος Πάγος κήρυξε συλλήβδην τον θεσμό της διαμεσολάβησης αντισυνταγματικό(!).

Δεν μας εξέπληξε η εκ μέρους του απελθόντος προέδρου επιλογή αυτής της τακτικής. Έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πλέον ευτελείς πρακτικές των πιέσεων και της λογοκρισίας για να εξυπηρετήσει τους εξίσου ευτελείς σκοπούς του. Εξακολουθεί όμως να μας εκπλήσσει η εμμονή του στην «ανακάλυψη» εχθρών και συνωμοσιών. Τελευταία θύματα της μανίας του είναι οι συνάδελφοι που τόλμησαν να εκκινήσουν την διαδικασία σύγκλισης έκτακτης ΓΣ, χωρίς να έχουν λάβει την άδειά του και οι, κατά την αντίληψή του για τα πράγματα, «δολεροί υποκινητές» τους. Συνάδελφοι δυσφημίστηκαν, λοιδορήθηκαν, καταγγέλθηκαν ως πέμπτη φάλαγγα, ως υποκινούμενοι από σκοτεινά κέντρα και ως υποκινητές, η δε προσπάθειά τους χαρακτηρίστηκε ως «δήθεν αυθόρμητη» και «επικίνδυνο παιχνίδι». Η αντίδραση όλων των συναδέλφων στις συκοφαντίες ήταν αρκετή για να βάλει τους τραγικούς υβριστές, ιδίως δε τον απελθόντα πρόεδρο, στην θέση τους και να καταδείξει σε όλους την αναξιοπιστία του λόγου τους και το μέγεθος της υποκρισίας τους. Αυτοί που θέλουν να  εμφανίζονται ως ανεξάρτητοι και ακηδεμόνευτοι, επιδιώκουν απλά να φιμώσουν κάθε αντίθετη φωνή. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι το σθένος και η ανεξάρτητη συνείδηση του Έλληνα Δικαστή και Εισαγγελέα δεν θα επιτρέψουν την ανάπτυξη των απολυταρχικών λογικών τους. Όλοι πλέον έχουν αντιληφθεί ότι η εξουσία στην ΕνΔΕ είναι γι’ αυτούς αυτοσκοπός και ότι, προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους, θα πουν και θα κάνουν ο,τιδήποτε, χωρίς να περιορίζονται από τις αρχές ή τους ηθικούς φραγμούς που ισχύουν για όλους τους άλλους.

Το ζοφερό κλίμα του διχασμού, του ψεύδους, της εμπάθειας, της αμετροέπειας, της απρέπειας και των προσωπικών προσβολών που έφερε στην Δικαιοσύνη το ατυχές πέρασμα της ομάδας Σεβαστίδη από την διοίκηση της ΕνΔΕ θα ανατραπεί από τη συμπαράταξη όλων των θετικών και δημιουργικών δυνάμεων του θεσμικού τόξου της Ένωσης. Οι δυνάμεις αυτές που, με μόνο γνώμονα την δημοκρατική αρχή, απορρίπτουν το λαϊκιστικό ιδεολόγημα της άρνησης και την αήθεια της διαστρέβλωσης, θα επαναφέρουν την ΕνΔΕ σε τροχιά δημοκρατίας και, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορία και την συνταγματική θέση του Σώματος, θα εξασφαλίσουν θεσμική, ειλικρινή και αξιόπιστη εκπροσώπηση, για το σύνολο των συναδέλφων, προσηλωμένη στην υπεράσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας, των συμφερόντων και της προσωπικότητας των συναδέλφων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.

 

Δημήτριος Φούκας

Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών

Μέλος ΕνΔΕ

Οι προτάσεις μας για τους Ειρηνοδίκες

 

Οι προτάσεις μας για τους Ειρηνοδίκες

 

Εκτός των οριζοντίων ζητημάτων, τα οποία θίγουμε στο πρόγραμμα μας και αφορούν όλους τους βαθμούς Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών, παρουσιάζουμε σήμερα κάποιες εξειδικευμένες προτάσεις  μας για θέματα Ειρηνοδικών.

Ι) Αναστολή επικείμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας για τα υπερχρεώμενα νοικοκυριά- Δράσεις προς επίλυση του ζητήματος που ανέκυψε 

Τοποθετηθήκαμε από την πρώτη στιγμή στο ζήτημα του επίμαχου νομοσχεδίου, επισημαίνοντας τα συνταγματικά και νομικά του προβλήματα και τις συνέπειες, που θα έχει για τους Ειρηνοδίκες, ανεξάρτητα από το Δικαστήριο, που υπηρετούν και για τους χρόνους απονομής της Δικαιοσύνης συνολικά, η διπλή δέσμευση του προσδιορισμού εντός του 2021 των 37.000 εκκρεμών αποφάσεων και η έκδοση απόφασης επ αυτών εντός έξι μηνών.  Η πρόταση μας είναι ξεκάθαρη από την αρχή και περιλαμβάνει δύο στάδια:

  • Πρώτον, με ενέργειες της η προσωρινή Διοίκηση της ΕνΔΕ να ζητήσει από το Υπουργείο Δικαιοσύνης την αναστολή της νομοθετικής πρωτοβουλίας.
  • Δεύτερον, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μέχρι την τελική κατάθεση του σχεδίου νόμου στη Βουλή η Ένωση να οργανώσει και να διατυπώσει τη θέση της πάνω σε δύο άξονες : i)Την έκφραση της πάγιας θέσης του Σώματος, ότι δεν αποτελεί λύση η μετακύλιση στους Δικαστές του βάρους της επίλυσης σε ασφυκτικούς χρόνους ενός οικονομικού θέματος, που δημιούργησαν οι εσφαλμένες πολιτικές της εκτελεστικής εξουσίας και οι συστηματικές συμπεριφορές περισσότερων παραγόντων με διαφορετικά κίνητρα, που επένδυσαν στην τεχνική της μακροχρόνιας εκκρεμοδικίας. ii) Την ανάδειξη της ανάγκης να αντιμετωπιστεί το ζήτημα προεχόντως, ως οικονομικό, με την έννοια της επίδρασης του συνολικού αποτελέσματος των δικαστικών αποφάσεων στους τραπεζικούς ισολογισμούς και την εξ αυτού του λόγου ανάγκη εμπλοκής του Υπουργείου Οικονομικών στην καταγραφή των επιπτώσεων και στην ανεύρεση λύσης δημοσιονομικής κατεύθυνσης και όχι δικαστικής.

Η πρόταση μας κινούμενη σε αυτούς τους άξονες υποστηρίζει :

α) την θέσπιση υποχρεωτικής διαδικασίας διαμεσολάβησης, μέσω της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία θα αναλάβει χρέη διαμεσολαβητή,

β) τη νομοθέτηση συνδυασμού κινήτρων υπέρ των διαδίκων για την επίτευξη του συμβιβασμού και αντικινήτρων για την περίπτωση αποτυχίας του, εις βάρος αντίστοιχα του υπαίτιου διαδίκου (κατά προσαρμογή του αντίστοιχου μηχανισμού που είχαμε προτείνει στην Δικαστική Μεσολάβηση),

γ) τη νομοθέτηση ειδικών εργαλείων, όπως η χρήση αλγορίθμου για τον υπολογισμό της οικονομικής δυνατότητας του οφειλέτη, με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων, ώστε να είναι σε κάποιο βαθμό προβλέψιμη από τους διαδίκους η τύχη της αίτησης κατά το χρόνο της διαμεσολάβησης, γεγονός το οποίο θα μπορεί να δράσει θετικά στην κατεύθυνση της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς.

 

ΙΙ. Τρέχοντα Θέματα

  • Αμεση κάλυψη οργανικών κενών Ειρηνοδικών και Πταισματοδικών

Ο στόχος μας είναι η Ένωση να παρακολουθεί από κοντά το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του μέτρου για την κάλυψη των υφιστάμενων κενών, ώστε να καταστεί εφικτή η άμεση πρόσληψη των νέων Ειρηνοδικών από τον πίνακα και η εμφάνιση τους στα Δικαστήρια εντός του φθινοπώρου 2020. Επίσης, ο στόχος μας είναι η υποστήριξη προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης κάθε χρόνο του αιτήματος για την έγκαιρη έναρξη της διαδικασίας πρόσληψης των νέων Ειρηνοδικών, ώστε να είναι εφικτή η τοποθέτηση τους στο ΑΔΣ του Μαΐου και η εμφάνιση τους στα Δικαστήρια το Σεπτέμβριο κάθε έτους.

  • Άμεση έναρξη διαδικασιών λειτουργίας της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην  Εθνική Σχολή Δικαστών

Με την ψήφιση του ν. 4689/2020 ιδρύθηκε η Κατεύθυνση Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Η εξέλιξη αυτή είναι απόλυτα θετική και αποτελεί το επιστέγασμα της πολυετούς προσπάθειας της Ομάδας μας που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχε ως ενδιάμεσα βήματα την θεσμοθέτηση της επιμόρφωσης των Ειρηνοδικών στη Σχολή Δικαστών με τους νόμους 3659/2008 (άρθρο 47) και 3689/2008 (άρθρο 34) και αποτέλεσε βασική επιλογή του ενωτικού προεδρείου, που προέκυψε από τις εκλογές του 2016 και του 2018. Ο στόχος είναι πλέον να δρομολογηθούν όλες οι απαιτούμενες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη της λειτουργίας της κατεύθυνσης τον Σεπτέμβριο 2021 με εισαγωγή σπουδαστών από τον Πίνακα Επιτυχόντων για την κάλυψη των ετήσιων κενών του επόμενου έτους, πρακτική ,που θα πρέπει να συστηματοποιηθεί μέχρι την διενέργεια νέου διαγωνισμού. 

  • Επιμόρφωση των Ειρηνοδικών στη Σχολή Δικαστών

Μετά την ίδρυση κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστών ο στόχος μας είναι να οργανώνονται σε σταθερή βάση περιοδικά θεματικά σεμινάρια επί επικαίρων νομικών θεμάτων.

  • Απόδοση μισθολογικής προαγωγής στις αποδοχές του Προέδρου Εφετών για τους Ειρηνοδίκες Α΄ Τάξης έπειτα από υπηρεσία τριάντα ετών

 

ΙΙΙ. Εκσυχρονισμός του θεσμού Ειρηνοδικών

 Η πρόταση μας έχει ως στόχο την αναβάθμιση του θεσμού των Ειρηνοδικών και παράλληλα τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης με βάση το πρότυπο της εξειδίκευσης του Δικαστικού Σώματος, κατά το δυνατόν, σε τομείς του Δικαίου για την αποδοτικότερη λειτουργία του Δικαστικού Συστήματος.

Η πρόταση μας επικεντρώνεται στο σχέδιο της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, για το οποίο η συζήτηση έχει ξεκινήσει στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Για το σκοπό αυτό είχε παρακαμφθεί από την Αναθεωρητική Βουλή του 2001 το σχετικό συνταγματικό κώλυμα με την εισαγωγή στο άρθρο 88 του Συντάγματος Ερμηνευτικής Δήλωσης. Έχοντας τους ανωτέρω στόχους, θεωρούμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να εξετασθεί η πρόταση να μετατραπούν τα Ειρηνοδικεία σε Πρωτοδικεία και Εφετεία Ειδικών Διαδικασιών (ενδεικτικά Οικογενειακό Δίκαιο), στα οποία θα υπηρετούν οι Ειρηνοδίκες, ως Πρόεδροι Εφετών, Εφέτες, Πρόεδροι Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες, κατά την αρχαιότητα τους, απαρτίζοντας χωριστή επετηρίδα Δικαστών Ειδικών Διαδικασιών, η οποία θα λειτουργεί παράλληλα με την επετηρίδα των λοιπών Δικαστών Ποινικής και Πολιτικής Δικαιοσύνης. Αντίστοιχη ρύθμιση, προτείνουμε, να  ισχύσει και για τους Πταισματοδίκες, κατά το πλαίσιο των καθηκόντων τους και με ενδεχόμενο να τους ανατεθεί η εκδίκαση ορισμένων πλημμελημάτων που τιμωρούνται με προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Η πρόταση αυτή της οποίας το περίγραμμα παρουσιάζεται και οι παράμετροι θα εξειδικευθούν μέσα από διάλογο λαμβάνει υπόψη της τα ακόλουθα δεδομένα :

α) Οι Ειρηνοδίκες, σήμερα, ασχολούνται με το ίδιο νομικό αντικείμενο με τους πρωτοδίκες και εφέτες

β) Ο χωρισμός της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου, εκτός του ότι είναι απολύτως προσχηματικός, δεν εξυπηρετεί κανένα ιδιαίτερο λόγο ουσιαστικής απονομής του δικαίου.

γ) Η κατάρτιση των Ειρηνοδικών, έτσι όπως η νομολογία μέχρι τώρα καταδεικνύει, η επικείμενη έναρξη εκπαίδευσης στην Σχολή Δικαστών των νεοεισερχομένων και η συστηματική επιμόρφωση των ήδη υπηρετούντων, αποτελούν επαρκείς παράγοντες για την επιτυχία της μεταρρύθμισης

δ) Η εξειδίκευση των Ειρηνοδικών στην εκδίκαση των υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών κατέδειξε την επάρκεια του θεσμού να αντιμετωπίσει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα και να επιλύσει  με τη νομολογία αστοχίες της νομοθεσίας.

ε) Η ύπαρξη μισθολογικών διαφορών μεταξύ Δικαστών για την άσκηση όμοιων καθηκόντων κάτω από όμοιες συνθήκες δεν μπορεί να αποτελεί αποδεκτή πρακτική σήμερα.

στ) Η υπηρεσιακή εξέλιξη με την διατήρηση δύο διαφορετικών επετηρίδων αίρει οποιονδήποτε ενδοιασμό είχε στο παρελθόν διατυπωθεί.

Με την υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου, του οποίου οι εξειδικευμένες ρυθμίσεις, ο τρόπος υλοποίησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω μελέτης και ευρύτατου διαλόγου, αναβαθμίζεται συνολικά το Δικαστικό Σώμα, δεδομένου, ότι η εξειδίκευση του Δικαστή θα συμβάλει θετικά στην ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου και στην καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας.

Βασίλης Πορτοκάλλης                 Μαίρη Μπουτάκη                    Στάθης Βεργώνης

               Εφέτης Αθηνών                   Πρωτοδίκης Αθηνών            Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών

                                            Ελευθερία Κώνστα                                  Δημήτρης Φούκας

Εφέτης Λάρισας                             Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος

Εφέτης Αθηνών

 

 

Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη-Πρόοδος ή προαναγγελία ενός δυστοπικού μέλλοντος; Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Αικατερίνης Ντόκα, Εφέτη, Ιωάννας Ξυλιά, Προέδρου Πρωτοδικών

 Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη-

Πρόοδος ή προαναγγελία ενός δυστοπικού μέλλοντος;

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη,

Αικατερίνης Ντόκα, Εφέτη,

Ιωάννας Ξυλιά, Προέδρου Πρωτοδικών

 

Μία πρώτη επισήμανση των κινδύνων που καλείται να αντιμετωπίσει η Δικαιοσύνη με την εισαγωγή της λεγόμενης Τεχνητής Νοημοσύνης έγινε στη Γενική Συνέλευση της Ένωσής μας στις 14 Δεκεμβρίου 2019. Στον χαιρετισμό του τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανέφερε μεταξύ άλλων: «Βρέθηκα σε 4 ταξίδια της μιας ημέρας στο Παρίσι, στο Στρασβούργο, στο Λουξεμβούργο και στις Βρυξέλες. Το μείζον ζήτημα συζήτησης μεταξύ των Υπουργών Δικαιοσύνης αυτή την περίοδο είναι το πώς θα εντάξουν την τεχνητή νοημοσύνη στο χώρο της Δικαιοσύνης. Και αντιλαμβάνομαι την ανησυχία και τον φόβο. Η πραγματικότητα λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να κάνει τεράστια βήματα, έχει να διανύσει μια τεράστια διαδρομή για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο». Η προτεραιότητα που δίνει το Υπουργείο στον συγκεκριμένο σχεδιασμό είναι αδιαμφισβήτητη μετά και την ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες εβδομάδες με θέμα τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη στα δικαστικά συστήματα. Και στην εκδήλωση αυτή ο Υπουργός Δικαιοσύνης αφού σχολίασε το αναντικατάστατο της δικανικής κρίσης τόνισε ότι κανείς δεν δικαιούται να καθυστερήσει την εξέλιξη της τεχνολογίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δικαιοσύνης και ότι υποχρέωση της Πολιτείας είναι να βρει την «χρυσή τομή» με πολιτικές που θα διευκολύνουν την διείσδυση των νέων τεχνολογιών.

Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δεοντολογίας για τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.) στα δικαστικά συστήματα υιοθετήθηκε από την CEPEJ (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης) στο Στρασβούργο στις 3-4 Δεκεμβρίου 2018 χωρίς μέχρι σήμερα στην Ελλάδα να έχει ανοίξει ένας διάλογος ή να έχει γίνει κάποια ενημέρωση στους δικαστικούς λειτουργούς και στις Δικαστικές Ενώσεις, παρά το γεγονός ότι υπήρχε τέτοια σύσταση (παράγραφος 155 Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.). Η ενημέρωση συνήθως γίνεται λίγο πριν την εξαγγελία μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας, όταν δεν υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος συζήτησης, ζυμώσεων και προβολής αντεπιχειρημάτων. Την ίδια στιγμή που ο Υπουργός Δικαιοσύνης εμφανίζει την Τεχνητή Νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη ως ένα αναγκαίο βήμα προόδου και σύγκλισης της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δεοντολογίας εκφράζει έναν βαθύτατο σκεπτικισμό και πολλές επιφυλάξεις για τη συστηματική χρήση της.

Τι είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη- Πως λειτουργεί: Ο Ε.Χ.Δ.Τ.Ν. όπως αναφέρει και στο Παράρτημα Ι συντάχθηκε με την επιστημονική συνδρομή και του κ. Βασίλειου Λάμπου, ερευνητή στο Τμήμα Επιστήμης του University College London. Ο συγκεκριμένος ερευνητής μαζί με άλλους δύο Έλληνες επιστήμονες ανέπτυξαν από το 2016 μία μέθοδο Τεχνητής Νοημοσύνης χρησιμοποιώντας αλγόριθμους που μπορούν να προβλέψουν, όπως ισχυρίζονται, με πιθανότητα 79% τις δικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πρόκειται για την λεγόμενη «προβλεπτική δικαιοσύνη» η οποία στηριζόμενη σε αλγόριθμους εξετάζει προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και λαμβάνοντας υπόψη το υλικό της κάθε δικογραφίας, μπορεί να προβλέψει την απόφαση του δικαστηρίου σε κάθε νέα υπόθεση. Οι πιθανότητες διαμορφώνονται μέσω στατιστικής μοντελοποίησης προηγούμενων αποφάσεων, κάνοντας χρήση δύο ειδικών τομέων της επιστήμης των υπολογιστών: την επεξεργασία φυσικής γλώσσας και την μηχανική μάθηση. Όπως αναφέρεται και στον Ε.Χ.Δ.Τ.Ν. (παράγραφος 64) «η αξιοπιστία του μοντέλου που δημιουργείται εξαρτάται σημαντικά από την ποιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται και από την επιλογή της τεχνικής της μηχανικής μάθησης».

 

Σε τι (υποτίθεται ότι) αποβλέπει: Τόσο στην Αμερική όσο και στον Καναδά και στην Αυστραλία έχουν προ ετών ξεκινήσει οι καμπάνιες της «έξυπνης δικαιοσύνης» ώστε αυτή να καθίσταται πλέον δικαίωμα. Η δικηγόρος Χρίστια Μίτλεττον στο άρθρο της με τίτλο ‘Τεχνητή  Νοημοσύνη, Δικαιοσύνη και Έξυπνη Δικαιοσύνη’ αναφέρει: «Κάπως έτσι μπαίνει στο διάλογο η συσχέτιση της τεχνητής νοημοσύνης με την δικαστική διαφάνεια ή καλύτερα η έννοια της «έξυπνης δικαιοσύνης» που βασίζεται σε τεχνολογικά δεδομένα για να αποδιώξει από τους κόλπους της δικαιοσύνης τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες, για να επιτύχει τόσα πολλά που περιλαμβάνουν και την ανάκτηση και ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στη λειτουργία των νόμων, του δικαίου και της δικαιοσύνης. …Η «έξυπνη δικαιοσύνη» είναι βασισμένη στην επιστήμη και στην τεχνολογία, είναι λιγότερο ενστικτώδης ή εμποτισμένη με προσωπικές πεποιθήσεις ή μεταβαλλόμενες συναισθηματικές καταστάσεις ή πάθη».  Ο Ε.Χ.Δ.Τ.Ν. βλέπει στην Τεχνητή Νοημοσύνη «έναν τρόπο για να παρέχουν οι δικηγόροι καλύτερες συμβουλευτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους» και «κάποιοι ασφαλιστές προσφέρουν ήδη τη χρήση προβλεπτικών συστημάτων στους πελάτες τους για να μπορούν να αξιολογήσουν τη βασιμότητα των υποθέσεών τους», ενώ για το Δημόσιο θα είναι «ένα μέσο για τη μείωση των λειτουργικών δαπανών της Δικαιοσύνης» (παράγραφοι 96 και 97 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.). Στην Εσθονία η αιτιολόγηση της «μεταρρύθμισης», που θα περιγραφεί παρακάτω, φαίνεται ότι έχει αρκετές ομοιότητες με αυτήν που χρησιμοποιήθηκε και στη Χώρα μας όταν εισήχθη η υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση: η αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών και η εκκαθάριση υποθέσεων που συσσωρεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ποιους εξυπηρετεί:  Μία πρώτη απάντηση δίνεται χωρίς περιστροφές από τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας: «Η πρωτοβουλία για την ανάπτυξη αυτών των εργαλείων προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον ιδιωτικό τομέα, του οποίου η πελατεία είναι κυρίως ασφαλιστικές εταιρίες, δικηγόροι και εταιρίες παροχής νομικών υπηρεσιών που επιθυμούν να μειώσουν τη νομική αβεβαιότητα και τη μη προβλεψιμότητα των δικαστικών αποφάσεων» (παράγραφος 3). Και συνεχίζει «Οι δικηγόροι κάνουν από παλιά προσπάθειες σύγκρισης των συνθέσεων του δικαστηρίου, λιγότερο ή περισσότερο εμπειρικά, έτσι ώστε να μπορούν να συμβουλέψουν καλύτερα τον πελάτη τους σε σχέση με έναν συγκεκριμένο δικαστή ή μια σύνθεση δικαστηρίου» (παράγραφος 43 και 96). Τι λιγότερο μας λέει ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δεοντολογίας από την εισαγωγή μιας μεθόδου «επιλογής δικαστή» σύμφωνα με τα συμφέροντα του πελάτη μιας εταιρίας ή ενός δικηγορικού γραφείου κατά παρέκκλιση της Συνταγματικής αρχής του «φυσικού δικαστή» ; Είναι μάλλον περιττό να θυμίσουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ελληνικού Συντάγματος η αρχή του «φυσικού δικαστή» δεν περιορίζεται μόνο στο δικαστήριο το οποίο σύμφωνα με το νόμο έχει δικαιοδοσία και αρμοδιότητα να δικάσει αλλά αναφέρεται και στα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα που θα συγκροτήσουν το εν λόγω δικαστήριο. Τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων με βάση αντικειμενικά κριτήρια και όχι επιλεκτικά και ενόψει συγκεκριμένων υποθέσεων (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ. 406). Ο κίνδυνος τον οποίο θέλει να αποτρέψει το άρθρο 8 Σ «δεν έγκειται σε ποιο δικαστήριο θα δικάσει αλλά στην επιλογή των δικαστών της αρεσκείας των διοικήσεων ή των προϊσταμένων των δικαστηρίων» (έτσι ΑΠ 1740/2007, Δνη 2009, 1027 και Κονδύλης σε Σπυρόπουλου, Κοντιάδη, Ανθόπουλου, Γεραπετρίτη, Σύνταγμα – κατ’ άρθρο ερμηνεία, άρθρο 8 παρ. 19), πόσο μάλλον των εταιριών και των δικηγορικών γραφείων θα προσέθετε κανείς!  Και πραγματικά ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δεοντολογίας αναγνωρίζει την ύπαρξη αυτού του κινδύνου: «η τακτική αυτή έχει ήδη παρατηρηθεί εδώ και καιρό στις ΗΠΑ και στη Γαλλία για αδικήματα στον τομέα του Τύπου …όπου οι ενάγοντες είναι γνωστό ότι επιλέγουν το δικαστήριο το οποίο φαίνεται να επιδικάζει τα υψηλότερα ποσά αποζημίωσης και τόκων»! (παράγραφος 46 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.).

Μια σύντομη ματιά στον υπόλοιπο κόσμο: Η στάση των κρατών στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι ενιαία αλλά αποτελεί συνάρτηση πολλών παραμέτρων, όπως η κουλτούρα και η παράδοση ενός λαού, το βάθος και η ταχύτητα της διείσδυσης των επιχειρηματικών συμφερόντων σε κρατικές λειτουργίες, η χαλαρή ή σθεναρή αντίσταση της επιστημονικής κοινότητας και των πολιτικών κομμάτων. Η Εσθονία για παράδειγμα που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «πιλότος» σε «καινοτόμες μεταρρυθμίσεις» ανακοίνωσε από το 2019 ότι έχει αναπτύξει και θα θέσει σε εφαρμογή εντός του 2020 ένα πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης το οποίο θα εκδίδει δικαστικές αποφάσεις για υποθέσεις μικροδιαφορών έως 7.000 ευρώ! Οι διάδικοι θα εφοδιάζουν μία πλατφόρμα με τα αναγκαία έγγραφα και το πρόγραμμα θα εκδίδει την απόφαση. Ο περιορισμός της υποκατάστασης του φυσικού δικαστή από τους αλγόριθμους μόνο στη διαδικασία των μικροδιαφορών είναι φυσικά μια καλή αρχή και είναι θέμα χρόνου να διευρυνθεί και να οδηγήσει σταδιακά στην ολοκληρωτική υποκατάσταση! Η Λετονία μαζί με την Μ. Βρετανία και την Ολλανδία έχουν επίσης επεξεργαστεί σχέδια ανάθεσης υποθέσεων μικρού χρηματικού αντικειμένου στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Όπως αναφέρεται και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας (παράγραφος 105) το αντικείμενο των υπηρεσιών ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών (ΗΕΔ) φαίνεται να επεκτείνεται και δεν αφορά μόνο διαφορές μικρού χρηματικού αντικειμένου αλλά και φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές καθώς και διαδικασίες διαζυγίων. Στην Ολλανδία στα ιδιωτικά ασφαλιστήρια υγείας προβλέπεται αυτόματη προσφυγή στην ΗΕΔ πριν την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος. Κι’ αν η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα εμβρυακό στάδιο υιοθέτησης τέτοιων πρακτικών, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού οι ΗΠΑ έχουν περάσει στο στάδιο της υποχρεωτικής χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης από τους δικαστές. Το περίφημο λογισμικό της COMPAS, που αναπτύχθηκε από ιδιωτική εταιρία, είχε ως στόχο να αξιολογήσει τον κίνδυνο υποτροπής του καταδικασμένου και χρησιμοποιείται υποχρεωτικά από τους δικαστές σε ορισμένες Πολιτείες των ΗΠΑ.  Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι στα άτομα αφροαμερικανικής καταγωγής αποδόθηκε βαθμός υποτροπής δύο φορές μεγαλύτερος από αυτόν σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Στην υπόθεση State v. Loomis η ποινή των έξι ετών κάθειρξης που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο για κλοπή αυτοκινήτου  επηρεάστηκε από το λογισμικό της COMPAS. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν συμβάδιζε με την αρχή της δίκαιης δίκης. Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Wisconsin, το οποίο τελικά αποφάνθηκε ότι η χρήση του συγκεκριμένου λογισμικού δεν συνιστούσε προσβολή οποιουδήποτε δικαιώματος του κατηγορουμένου, παρόλο που η μεθοδολογία του COMPAS δεν έχει κοινοποιηθεί επαρκώς από την εταιρία που επικαλείται το εμπορικό απόρρητο.  Η εταιρία ακόμα και μετά την κοινωνική αντίδραση που προκλήθηκε, αρνήθηκε να επιτρέψει σε τρίτους επιστήμονες τον έλεγχο του αλγορίθμου της. Η Γαλλία τέλος από πέρσι ενσωμάτωσε στο άρθρο 33 του Νόμου για την μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης την απαγόρευση της αλγοριθμικής ανάλυσης δικαστικών αποφάσεων (με ποινή φυλάκισης μέχρι 5 ετών), της χρήσης δηλαδή προσωπικών δεδομένων δικαστικών λειτουργών με σκοπό την ανάλυση, σύγκριση, αξιολόγηση και πρόβλεψη των επαγγελματικών τους πρακτικών.

 Οι κίνδυνοι: Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Δεοντολογίας στο Παράρτημα ΙΙ κατηγοριοποιεί τις πιθανές χρήσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη εντάσσοντας την κατάρτιση προφίλ δικαστών και την πρόβλεψη δικαστικών αποφάσεων στις «χρήσεις για τις οποίες πρέπει να προηγηθούν πρόσθετες επιστημονικές μελέτες» ενώ διατυπώνει «έντονες επιφυλάξεις» για χρήση αλγορίθμων σε ποινικές υποθέσεις για την κατάρτιση προφίλ συγκεκριμένων ατόμων. Προκαλεί ωστόσο εντύπωση το γεγονός ότι στην παραπάνω κατηγοριοποίηση δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε υπάρχει προβληματισμός για τις περιπτώσεις εκείνες που Ευρωπαϊκά Κράτη έχουν ήδη αναθέσει την επίλυση διαφορών στους αλγόριθμους. Όταν για το έλασσον (πρόβλεψη δικαστικών αποφάσεων) απαιτούνται πρόσθετες επιστημονικές μελέτες, πόσο επικίνδυνη αλήθεια είναι η ανάθεση δικαστικών καθηκόντων σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές;

Μεταξύ των κινδύνων που επισημαίνονται από τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη ορισμένοι αφορούν θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές όπως η αρχή της νομιμότητας. «Το αποτέλεσμα αυτών των εργαλείων μπορεί να είναι όχι απλώς να παρέχονται προτροπές, αλλά να παράγεται οιονεί επιτακτικότητα, με συνέπεια να δημιουργείται μια νέα μορφή κανονιστικότητας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το νόμο, θέτοντας περιοριστικό πλαίσιο στην κυρίαρχη διακριτική ευχέρεια του δικαστή και να οδηγήσει πιθανώς μακροπρόθεσμα σε μια τυποποίηση των δικαστικών αποφάσεων» (παράγραφος 7 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.). Η νομολογία των δικαστηρίων όπως και η νομική θεωρία δεν είναι στατική αλλά εμπλουτίζεται με τον διάλογο, μεταβάλλεται ανάλογα με τις κοινωνικές εξελίξεις. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα της μεταβλητότητας και προσαρμοστικότητας της ανθρώπινης σκέψης στις νέες συνθήκες. Θα αναπαράγει θέσεις και αντιλήψεις παρωχημένες σε πλήρη αναντιστοιχία με την εξέλιξη και την πρόοδο. Ανησυχία προκαλεί ο βαθμός δέσμευσης των δικαστών από τις επιταγές των αλγορίθμων. Με την χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης «οι δικαστές δεν θα επέλυαν τις διαφορές μόνο σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου αλλά και με τις τάσεις της νομολογίας που προκύπτουν από στατιστικά που συγκεντρώνονται από ένα ψηφιακό εργαλείο… Η εξαγωγή ενός κανόνα από μεγάλο αριθμό δικαστικών αποφάσεων χωρίς αυτές να κατατάσσονται σε σχέση με την ιεραρχία των δικαστηρίων που τις εκδίδουν, δεν θα αγνοούσε την ιεραρχία μεταξύ των δικαστηρίων και τη σημασία των αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων;» (παράγραφος 35 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.).

Για την παραβίαση της αρχής του «φυσικού δικαστή» ειπώθηκαν παραπάνω ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί.

Ζήτημα τίθεται επίσης και ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων των διαδίκων και των μαρτύρων (εθνοτική ή φυλετική προέλευση, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση κλπ) τα οποία θα τα διαχειρίζονται ιδιωτικές εταιρίες.

Ιδιαίτερο αντικείμενο  συζήτησης αποτέλεσε η δημοσιοποίηση των ονομάτων των δικαστικών λειτουργών μέσα σε μια ολοκληρωμένη βάση δεδομένων, ένα ζήτημα εντελώς ξεχωριστό από την αρχή της δημοσιοποίησης των πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων των δικαστικών αποφάσεων.  Σε μια μελέτη που διεξήχθη στη Γαλλία προτάθηκε η δυνατότητα δημοσίευσης μόνο των ονομάτων των δικαστών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, παρότι αναγνωρίστηκε ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή (παράγραφος 53 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.).

Συναφής και ιδιαίτερα ανησυχητικός είναι ο προβληματισμός της χειραγώγησης των δικαστών μέσω της πίεσης που τους ασκείται από το συγκεκριμένο μοτίβο των αλγόριθμων. «Είναι πιθανόν οι δικαστές να μην αναλάβουν το πρόσθετο βάρος, ιδιαίτερα σε συστήματα όπου η θητεία τους δεν είναι μόνιμη.. ή όταν μπορεί να τεθεί ζήτημα προσωπικής τους ευθύνης (πειθαρχικής, αστικής ακόμα και ποινικής)» (παράγραφος 140 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.) και σε άλλο σημείο «Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τον κίνδυνο να ασκείται με τον τρόπο αυτό έμμεση πίεση στους δικαστές κατά τη λήψη των αποφάσεων και να αναγκαστούν να συμφωνήσουν με τον κανόνα ή η διοίκηση των δικαστηρίων να ελέγχει ποιοι αποκλίνουν από τον κανόνα» (παράγραφος 116 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.). Η πίεση γίνεται ακόμα πιο φορτική όταν ήδη ορισμένες εταιρίες ανακοίνωσαν ότι θα μπορούσαν να διαπιστώσουν προσωπικές απόψεις δικαστών και να εγείρουν υποψίες μεροληψίας (παράγραφος 86 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.) όταν η κρίση τους διαφέρει σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις ή είναι διαφορετική από τις προσωπικές και δημόσιες δηλώσεις τους ή δεν εξηγείται με βάση τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Με άλλα λόγια θα τίθεται στον δικαστικό λειτουργό το δίλημμα να εξακολουθεί να αναπαράγει συνειδητά μια εσφαλμένη άποψη ή να μεταβάλει τη θέση του αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο έγερσης υπονοιών μεροληψίας και επιβολής σοβαρών κυρώσεων σε βάρος του.

Αμφισβητούμενη είναι η αξιοπιστία των αλγορίθμων ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με την αδιαφάνεια στη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι ιδιωτικές εταιρίες (σχετικά η παράγραφος 131 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.) Ο κίνδυνος της «παράλειψης δεδομένων», της επιλογής μόνο των δεδομένων που ταιριάζουν σε προκαθορισμένα πλαίσια ανάλυσης αποκλείοντας αποφάσεις που δεν ανταποκρίνονται εύκολα στους συσχετισμούς γλωσσικών αλληλουχιών (παράγραφος 101 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.) είναι η πλευρά μόνο της τεχνικής και χωρίς δόλο αδυναμίας ανταπόκρισης στην πραγματικότητα. Η συζήτηση φτάνει σε άλλο επίπεδο όταν τίθενται ερωτήματα όπως «Πώς θα υπολογιστεί η αποζημίωση που προτείνει το πρόγραμμα; Με ποια μέθοδο; Ο αλγόριθμος θα επεξεργάζεται δίκαια τις πληροφορίες;» (παράγραφος 107 του Ε.Χ.Δ.Τ.Ν.).  Ο εγκληματολόγος Ales Zavrsnik υπογραμμίζει ότι «η κατασκευή και ερμηνεία των αλγορίθμων γίνονται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο και δεν μπορούν να αποφευχθούν σφάλματα, προκαταλήψεις, αξίες, ανθρώπινα συμφέροντα και μια ανθρώπινη αναπαράσταση του κόσμου». Ανάλογη εμπειρία υπάρχει ήδη στους δικαστικούς λειτουργούς από τις Τράπεζες Νομικών Πληροφοριών οι οποίες έχουν τη δυνατότητα κατά την διαχείριση του τεράστιου όγκου πληροφοριών να υπερπροβάλουν ή να υποβαθμίσουν συγκεκριμένες νομικές θέσεις και να μεταβάλουν ακόμα και τη νομολογία των δικαστηρίων. Ο Ε.Χ.Δ.Τ.Ν. αναγνωρίζει ότι «δεν είναι καθόλου απίθανη η διακριτική και μη χρήση συστημάτων αναφοράς επί πληρωμή (στα πρότυπα της διαφήμισης στη μηχανή αναζήτησης της Google) που θα επιτρέπουν σε ορισμένους φορείς να δίνουν λιγότερο βάρος σε αποφάσεις που είναι μη ευνοϊκές γι’ αυτούς» (παράγραφος 159).

Ειδικότερα στον ευαίσθητο τομέα του ποινικού δικαίου η χρήση αλγοριθμικών μεταβλητών μπορεί να αναπαράγει αδικαιολόγητες και ήδη υπάρχουσες ανισότητες και στερεότυπα σε ένα συγκεκριμένο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και αντί να διορθώσει η τεχνολογία ορισμένες προβληματικές πολιτικές, αντίθετα να καταλήξει να τις νομιμοποιήσει. Πρόσφατα ο Λουτσιάνο Φλορίντι, καθηγητής Φιλοσοφίας και Ηθικής της Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα Καθημερινή (2-8-2020) εξέφρασε τις σοβαρές ανησυχίες του από τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στον τομέα αυτό: «Βλέπω εξαίσια πράγματα αλλά βλέπω και φρικτά πράγματα, όπως τις διακρίσεις στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα».

 Συμπεράσματα: Οι προβληματισμοί και οι σοβαρές επιφυλάξεις που εκτέθηκαν παραπάνω για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης στο χώρο της Δικαιοσύνης δε συνδέονται με την αδιαμφισβήτητη ανάγκη εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Οι πρόοδοι στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν μπορούν να μας αφήνουν αδιάφορους και θα συνιστούσε οπισθοδρόμηση να εναντιωνόμαστε ως νέοι Λουδίτες με αδικαιολόγητη καχυποψία σε κάθε τι καινοτόμο. Αντίθετα αποτελεί πάγιο αίτημα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων η μηχανοργάνωση των Δικαστηρίων, η κάλυψη κάθε Δικαστηρίου με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εκτυπωτές ανάλογους με τον αριθμό των υπηρετούντων Δικαστών και Εισαγγελέων, ο εκσυγχρονισμός του τηλεπικοινωνιακού δικτύου ώστε να υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο. Η Ελλάδα προφανώς δεν ακολουθεί τον τεχνολογικό βηματισμό της υπόλοιπης Ευρώπης όχι διότι τάχα δεν εναρμονίστηκε με τις πρακτικές της Τεχνητής Νοημοσύνης αλλά διότι για παράδειγμα στο μεγαλύτερο Δικαστήριο της Χώρας, στο Πρωτοδικείο των Αθηνών που υπηρετούν 450 δικαστές υπάρχουν 6 ηλεκτρονικοί υπολογιστές και 3 εκτυπωτές (εκ των οποίων ο ένας είναι δωρεά της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) και είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση στο διαδίκτυο.  Δικαιούμαστε ωστόσο να διερευνήσουμε από ποιόν αξιοποιείται μια νέα τεχνολογία και σε τι αποβλέπει. Η Τεχνητή Νοημοσύνη ως προβλεπτική Δικαιοσύνη ή με τη μορφή της κατάρτισης προφίλ δικαστών, μαρτύρων, κατηγορουμένων, παραγόντων της δίκης ή ως πλατφόρμα δικαστικής και εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών συνιστά ένα επικίνδυνο εργαλείο με πολλαπλές χρήσεις στα χέρια ιδιωτικών εταιριών. Θα μπορεί δυνητικά να καθοδηγεί και να εκφοβίζει δικαστικούς λειτουργούς, ενώ ταυτόχρονα καταργεί την αρχή της νομιμότητας και την αρχή του φυσικού δικαστή, υποτάσσει το τεκμήριο της αθωότητας σε αδιαφανείς διαδικασίες, αναπαράγει στερεότυπα και προκαταλήψεις, παραβιάζει την ίδια τη Συνταγματική πρόβλεψη για δικαίωμα δίκαιης δίκης ενώπιον δικαστών, άρα ενώπιον φυσικών προσώπων. Αξιοποιείται από ιδιωτικές εταιρίες και Κράτη που θέλουν να υποκαταστήσουν την ανεξάρτητη, απρόβλεπτη και άρα επικίνδυνη ανθρώπινη σκέψη με ελεγχόμενες ψηφιακές πλατφόρμες και λογισμικά που οδηγούν σε δεδομένα αποτελέσματα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι η δίδυμη αδελφή των υποχρεωτικών μορφών ιδιωτικής διαμεσολάβησης στο χώρο της Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό έχουν την ίδια δικαιολογητική βάση: Μείωση των δαπανών, κατάργηση των χρονοβόρων διαδικασιών για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης, αποσυμφόρηση της σωρευμένης ύλης. Η Δικαιοσύνη ως κρατική λειτουργία ατροφεί. Η δικαστική απόφαση ως έργο ανεξάρτητων κρατικών λειτουργών, ως ανθρώπινη σκέψη, με κάθε πιθανότητα σφάλματος, είναι αρκετά δύσκολο να τυποποιηθεί και να μπει εκ των προτέρων σε καλούπια. Μεθοδικά και με στοχευμένη «ενημέρωση» των πολιτών ιδιωτικές εταιρίες, διεθνείς οργανισμοί, Κράτη, ΜΜΕ, ειδικοί επιστήμονες στρέφουν σε μια προκαθορισμένη κατεύθυνση. Το δίλημμα δεν μπαίνει συνεπώς όπως το έθεσε ο Υπουργός της Δικαιοσύνης: ή με την πολιτισμένη Ευρώπη ή οπισθοδρόμηση. Φωνές αντίστασης, ασυμβίβαστοι άνθρωποι, διορατικοί και ανήσυχοι επιστήμονες υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, μόνο που είναι δύσκολο να ακουστούν. Αργά ή γρήγορα η παγκόσμια κοινότητα θα αναρωτιέται: Δικαιοσύνη από ποιόν και για ποιους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟ 28ης-07-2020 ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ Κ. ΑΚΡΙΒΗΣ ΕΡΜΙΔΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΡΕΜΜΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3869/2010, Ιάκωβος Γ. Απέργης ,Ειρηνοδίκης

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟ 28ης-07-2020 ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ Κ. ΑΚΡΙΒΗΣ ΕΡΜΙΔΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΡΕΜΜΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3869/2010

 

Στις 28-07-2020 αναρτήθηκε δημόσια στον ιστότοπο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κείμενο της κ. Ακριβής Ερμίδου με τίτλο «Οι θέσεις μου στην ομάδα Εργασίας για το ν. 3869/2010 και οι λόγοι των προσωπικών επιθέσεων». Στο κείμενο αυτό αναφέρονται αφενός εντελώς ανακριβή δεδομένα ως προς το Ειρηνοδικείο Πειραιά, αφετέρου ο παντελώς αβάσιμος ισχυρισμός ότι οι εκπρόσωποι του Ειρηνοδικείου μας κατά την συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2020 στην  Ομάδα Εργασίας για τον ν.3869/2010 συναίνεσαν στις προτάσεις της ανωτέρω ομάδας σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό και εκκαθάριση  όλων των αιτήσεων του ν. 3869  εντός του έτους 2021 και την κατάργηση του ακροατηρίου, όπως οι προτάσεις αυτές έχουν αποτυπωθεί στο σχέδιο νόμου που ήδη έχει κυκλοφορήσει σε νομικούς ιστότοπους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην ανωτέρω συνεδρίαση συμμετείχα ως εκπρόσωπος του Ειρηνοδικείου Πειραιά μαζί με την κυρία Διευθύνουσα το Ειρηνοδικείο. Επειδή δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που διακινούνται τέτοιες ανακρίβειες και επειδή, ενόψει της επικείμενης υποβολής για δημόσια διαβούλευση και εν συνεχεία προς ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου, δεν πρέπει να δημιουργούνται υπόνοιες στους συναδέλφους ότι συναίνεσαν και άλλοι δικαστικοί λειτουργοί, πλην των τριών (3) Ειρηνοδικών που συμμετείχαν στην Ομάδα Εργασίας, στις αναφερόμενες στο σχετικό νομοσχέδιο ρυθμίσεις, βρίσκομαι στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση, προς αποκατάσταση της αλήθειας, να θέσω υπόψη όλων των συναδέλφων τα κάτωθι,  ζητώντας προκαταβολικά την κατανόησή τους για το μακροσκελές του κειμένου, το οποίο ωστόσο αποτυπώνει  τα πραγματικά γεγονότα και την στάση εκάστου φορέα από αυτούς που συμμετείχαν  στην αναφερόμενη στην ανάρτηση της κας Ερμίδου ομάδα εργασίας.

Α) Στις αρχές του περασμένου δικαστικού έτους ζητήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε Ειρηνοδικεία στα οποία εκκρεμούσε μεγάλος αριθμός αδίκαστων αιτήσεων του ν. 3869/2010 να καταθέσουν προτάσεις σχετικά με την δυνατότητα επίσπευσης των αιτήσεων αυτών. Μεταξύ των Ειρηνοδικείων ήταν και το Ειρηνοδικείο Πειραιά. Ακολούθως στις 19-10-2020 συγκλήθηκε στο Ειρηνοδικείο μας Ολομέλεια με αντικείμενο την εκπόνηση σχετικών προτάσεων. Για την εκπόνηση του τελικού σχεδίου των προτάσεων απαιτήθηκε επισταμένη νομική έρευνα και εκτεταμένος νομικός διάλογος από όλα τα μέλη του Ειρηνοδικείου μας. Συνοπτικά, θέση του Ειρηνοδικείου μας ως προς τις αιτίες  της  υπερπληθώρας των αιτήσεων του ν. 3869 ήταν, ανάμεσα σε άλλες,  η αδυναμία του νομοθέτη να προβλέψει την μαζικότητα των αιτήσεων του νόμου αυτού, η ειδικότερη κοινωνική διαστρωμάτωση περιφερειών συγκεκριμένων Ειρηνοδικείων και η, σε πολλές περιπτώσεις, άστοχη κατανομή των 140 οργανικών θέσεων που προέβλεψε ο νόμος 4336/2015 για την αντιμετώπιση των εκκρεμών αιτήσεων του ν. 3869/2010. Ειδικά ως προς το Ειρηνοδικείο Πειραιά η κατανομή των θέσεων ήταν εκτός οποιασδήποτε λογικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Ειρηνοδικείο μας προβλέφθηκε η μικρότερη κατά ποσοστό αύξηση των οργανικών θέσεων στην Αττική και η δεύτερη μικρότερη σε ολόκληρη την επικράτεια και, ενώ κατά την ψήφιση του νόμου στο ειρηνοδικείο μας εκκρεμούσαν 13.928 αγωγές και αιτήσεις, ο αριθμός των οργανικών θέσεων αυξήθηκε μόνο κατά 2. Με τον τρόπο αυτόν, το Ειρηνοδικείο μας, από τρίτο, πλέον κατέστη (όχι από άποψη δικαστηριακής ύλης, αλλά από αριθμό οργανικών θέσεων) το τέταρτο Ειρηνοδικείο της Επικράτειας. Ενδεικτικό του παραλογισμού της κατανομής ήταν ότι σε έτερο Ειρηνοδικείο στο οποίο εκκρεμούσαν κατά την ψήφιση του νόμου 5.148 αιτήσεις και αγωγές ο αριθμός των οργανικών θέσεων αυξήθηκε -και ορθώς- κατά 9, ενώ ακόμα και στην ίδια την περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιά σε Ειρηνοδικείο που εκκρεμούσαν 738 αγωγές και αιτήσεις χορηγήθηκαν 3 επιπλέον θέσεις. Ως προς την επίσπευση των αιτήσεων του ν. 3869/10,  θέση του Ειρηνοδικείου μας ήταν ότι αυτό μπορούσε  να γίνει κυρίως  με αύξηση οργανικών θέσεων, ενώ, παράλληλα με τις προτάσεις μας για την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων από τις εκκρεμείς αιτήσεις του ν. 3869/2010, υποβάλαμε και γενικότερες  προτάσεις για  τον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης. Οι προτάσεις μας αυτές διαβιβάστηκαν προς γνώση και ενδεχόμενη υιοθέτησή τους και στα λοιπά Ειρηνοδικεία που κλήθηκαν από το Υπουργείο. Προς ικανοποίησή μας, οι προτάσεις μας αυτές αγκαλιάστηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από όσους συνάδελφους έλαβαν γνώση αυτών. Ωστόσο, προς μεγάλη μας έκπληξη στις 21-11-2019 αναρτήθηκαν δημόσια στον ιστότοπο dikastis.blogspot.com παρατηρήσεις της κ. Ακριβής Ερμίδου με τίτλο «ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ».  Στην ανάρτηση αυτή η κυρία Ερμίδου δεν χαιρέτισε ούτε την πρωτοβουλία για την σύγκληση της ολομέλειας και υποβολή προτάσεων ούτε  κάποια  εκ των προτάσεών μας. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν χαιρέτισε ακόμα και προτάσεις που και η ίδια υιοθέτησε, όπως λ.χ. την πρόταση η λήψη ένορκων βεβαιώσεων να γίνεται από γραμματέα, όπως η πρόταση αυτή διαμορφώθηκε το πρώτον στην από 19ης-05-2017 Ολομέλεια του Ειρηνοδικείου μας. Αντίθετα, διαστρεβλώνοντας μάλιστα το περιεχόμενό τους, άσκησε κριτική σε συγκεκριμένες προτάσεις, καθώς, μεταξύ άλλων, ήταν αντίθετη στην πρότασή μας για εισαγωγή του τεκμηρίου ομολογίας στις ερήμην υποθέσεις των εργατικών διαφορών, στην υποβολή αιτήσεων άπορων για Νομική Βοήθεια στους οικείους Δικηγορικούς Συλλόγους και στην έναρξη ευρείας συζήτησης για την αναγκαιότητα παράστασης Δικαστικού Λειτουργού στις κατ’ οίκον έρευνες και αντικατάστασή της με χρήση δικαστικού εντάλματος, όπως γίνεται στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν θα κρίνω επί του παρόντος  αν  η κυρία Ερμίδου είχε  δικαίωμα να διαφωνήσει δημόσια με κάποιες ή και με όλες τις προτάσεις, καθόσον αυτές δεν εκφράστηκαν δημόσια, αλλά στο πλαίσιο του προαναφερόμενου εσωτερικού επιστημονικού διαλόγου με το Υπουργείο.  Φυσικά, επειδή  είναι αυτονόητο ότι αφενός  οι παραπάνω προτάσεις δεν διεκδικούν τεκμήριο ορθότητας και συνιστούν απλή έκφραση γνώμης, αφετέρου επειδή επιβάλλεται να υπάρχει επιστημονικός διάλογος, κάθε κριτική ήταν ευπρόσδεκτη. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ύφος και το περιεχόμενο της επιστολής, οι παρατηρήσεις αυτές δεν έγιναν επί σκοπώ ανταλλαγής επιστημονικών απόψεων, αλλά με καθαρή πρόθεση επίκρισης, όπως προκύπτει άλλωστε από το γεγονός αφενός ότι οι προτάσεις αυτές διαστρεβλώθηκαν και αφετέρου  ότι στην επίμαχη ανάρτηση η κα Ερμίδου  διατείνεται ότι  τις προτάσεις αυτές τις χαρακτηρίζει η  έλλειψη αναγκαίας  υπευθυνότητας που πρέπει να μας διακρίνει  όλους κατά την εκφορά του δημόσιου λόγου. Πραγματικά εκπλαγήκαμε για τις παραπάνω τοποθετήσεις της κυρίας Ερμίδου και εύλογα διερωτηθήκαμε ποιος ήταν ο λόγος αυτής της επίθεσης, καθόσον αποτελεί πρωτοφανές γεγονός εκλεγμένος  Ειρηνοδίκης, εκπρόσωπος της Ένωσης, να επιτίθεται σε  τμήμα του σώματος των ψηφοφόρων του, ήτοι σε ένα ολόκληρο Ειρηνοδικείο  χαρακτηρίζοντας ως  ανεύθυνη στάση την εκπόνηση σχεδίου επιστημονικών  προτάσεων. Μετά ταύτα, στις 24-11-2019 αναγκαστήκαμε να απαντήσουμε στην κυρία Ερμίδου με ανάρτησή μας που δημοσιεύτηκε στον ανωτέρω ιστότοπο. Η επικριτική στάση της κας Ερμίδου ουδέποτε μεταβλήθηκε, αλλά, για λόγους που κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει, παραμένει σταθερή μέχρι σήμερα. Συνεπώς, είναι απολύτως αβάσιμος ο ισχυρισμός της ότι υπερασπίστηκε το Ειρηνοδικείο Πειραιά κατά την προαναφερόμενη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας έναντι των λοιπών μελών της επιτροπής. Άλλωστε, τόσο ο πρόεδρος της επιτροπής τόσο και τα λοιπά μέλη της επιτροπής δεν είχαν ως πρόθεση να αναδείξουν ευθύνες στα πάσχοντα Ειρηνοδικεία, ώστε να χρειαστεί κάποιος να μας υπερασπίσει. Αντιθέτως, κατά την ανωτέρω  πολύωρη συνεδρίαση της 10ης-03-2020 κριτική και επίκριση δεχτήκαμε από  τους  Ειρηνοδίκες-μέλη της ομάδας εργασίας, γεγονός κατά την γνώμη μου πολύ δυσάρεστο, καθόσον ακόμα και στην υποθετική περίπτωση όπου ένα Ειρηνοδικείο δεν επέδειξε ορθή διαχείριση σε μεγάλο όγκο υποθέσεων, οι συνάδελφοι Ειρηνοδίκες θα έπρεπε να είναι αυτοί που  στηρίζουν και όχι αυτοί που επικρίνουν συναδέλφους.

Β) Στην ίδια ανάρτηση η κυρία Ερμίδου επικρίνει το Ειρηνοδικείο Πειραιά διότι δεν είχε εναρμονίσει τον κανονισμό λειτουργίας του και δεν είχε προβεί σε επαναπροσδιορισμό επαρκών αιτήσεων του ν. 3869/10 (με τον όρο «εναρμόνιση» προδήλως η κα Ερμίδου αναφέρεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 3 ΥΠΟΑ4 Ν. 4336/2015 δυνατότητα τροποποίησης του κανονισμού λειτουργίας των δικαστηρίων, συγχέοντάς την με την υποχρέωση εναρμόνισης της Εθνικής Νομοθεσίας με τους Κανονισμούς των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η θέση αυτή αποτυπώνει πλημμελή γνώση του νόμου για την βελτίωση του οποίου συστάθηκε η ομάδα εργασίας, στην οποία συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων η κυρία Ερμίδου. Και τούτο, διότι, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της διάταξης του ανωτέρω άρθρου, αφενός η τροποποίηση του κανονισμού με την σύσταση και λειτουργία ειδικών τμημάτων εκδίκασης των υποθέσεων του Ν.3869/2010 είναι δυνητική, αφετέρου, αν πραγματοποιηθεί, η στελέχωση του τμήματος εκδίκασης υποθέσεων του Ν.3869  με δικαστές γίνεται σε ποσοστό ανάλογο του ποσοστού των σχετικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε κάθε δικαστήριο. Το ζήτημα της τροποποίησης του κανονισμού τέθηκε στην από 16ης-01-2017 Ολομέλεια του Δικαστηρίου μας. Εκεί διαπιστώθηκε ότι λόγω της ασήμαντης ενίσχυσης του Ειρηνοδικείου μας με αύξηση μόνο 2 οργανικών θέσεων (όπως αυτές κατανεμήθηκαν σύμφωνα με το άρθρ. 4 ΥΠΟ Α4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2015) εάν τελικώς αποφασιζόταν η τροποποίηση του κανονισμού και με δεδομένο ότι: α) οι εκκρεμείς αιτήσεις του ν. 3869  ήταν άνω των 8.000 και β) ότι η επάνδρωση του τμήματος θα έπρεπε να γίνει αναλογικά του αριθμού των ανωτέρω  αιτήσεων, θα επέρχετο  ο  πλήρης αποδεκατισμός των λοιπών τμημάτων. Αυτό θα είχε ως περαιτέρω συνέπεια ότι πλέον υποθέσεις λ.χ. εργατικής φύσης θα προσδιορίζονταν σε διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας, προοπτική δηλαδή που  δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι η εν λόγω τροποποίηση θα έπρεπε να αναβληθεί μέχρι την ουσιαστική ενίσχυση του Ειρηνοδικείου, η οποία (ενίσχυση), παρά τα συνεχή αιτήματα του Ειρηνοδικείου μας, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, καθόσον έκτοτε ουδεμία αύξηση ή ανακατανομή στις οργανικές θέσεις των Ειρηνοδικείων έλαβε χώρα.

Γ) Στην ίδια ανάρτηση η κυρία Ερμίδου αναφέρει ότι οι συνάδελφοι του Ειρηνοδικείου Πειραιά που υπηρετούσαν στο τμήμα υπερχρεωμένων χρεώνονταν μέγιστο αριθμό δικογραφιών  80-90 ετησίως.  Αυτός ο παντελώς αβάσιμος  αριθμός αναφέρεται μόνο προς δημιουργία εντυπώσεων φυγοπονίας, στο πλαίσιο του (σε πολλούς συναδέλφους γνωστού) κανιβαλισμού και στοχοποιήσης  που επιχειρείται ήδη από τις αρχές του προηγούμενου δικαστικού έτους εις βάρος των Ειρηνοδικείων που είχαν μεγάλο αριθμό εκκρεμών αιτήσεων του ν. 3869/2010 και χωρίς να φυσικά να εξεταστεί αν υπήρχε ή όχι αντικειμενική δυνατότητα επαναπροσδιορισμού όλων των ανωτέρω αιτήσεων σύμφωνα με τον ν. 4336/2015. Δυστυχώς, είναι πραγματικά χωρίς προηγούμενο  αυτή η προσπάθεια διαίρεσης ενός συμπαγούς τμήματος του δικαστικού σώματος, και δη των Ειρηνοδικών, και κατηγοριοποίησης των Ειρηνοδικείων αφενός σε «καλά», ευπειθή και φίλεργα Ειρηνοδικεία και αφετέρου σε «κακά», απείθαρχα και φυγόπονα Ειρηνοδικεία. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του κριτή της επαγγελματικής απόδοσης κάθε Δικαστηρίου και εκάστου Ειρηνοδίκου δεν ανήκει στην κυρία Ερμίδου, αλλά στα θεσμοθετημένα Όργανα Επιθεώρησης των Δικαστηρίων και των Δικαστικών Λειτουργών, τα οποία, αν διαπιστώσουν μειωμένη απόδοση, μπορούν να πράξουν ό,τι προβλέπεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Μια ανταγωνιστική παρουσίαση αριθμού χρεώσεων διαφόρων δικαστηρίων ανοίγει πολύ επικίνδυνα μονοπάτια και θα πρέπει να αποφεύγεται· εντούτοις, έχει πάρει τέτοια έκταση στον χώρο των Ειρηνοδικών η ανωτέρω πολλαπλώς αναπαραγόμενη αναφορά, ούτως ώστε να υπάρχει ανάγκη άρσης των ψευδών εντυπώσεων που έχει δημιουργήσει. Οφείλω συνεπώς να αναφέρω ότι στο αμέσως επόμενο της ψήφισης του Ν.4336/2015 δικαστικό έτος πολλοί συνάδελφοί μας ξεπέρασαν, όχι φυσικά τον αριθμό των 90 δικογραφιών, που αναφέρει η κυρία Ερμίδου, αλλά τον διπλάσιο αριθμό (180) από αυτόν που αναφέρεται. Εξάλλου, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει  τον αριθμό των ετησίως εκδιδομένων αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Πειραιά (και την ανακρίβεια των ισχυρισμών της κυρίας Ερμίδου), όπως και οποιουδήποτε Δικαστηρίου της χώρας, στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπου δημοσιεύονται τα στατιστικά στοιχεία εκάστου Δικαστηρίου. Στις παραπάνω χρεώσεις μάλιστα δεν περιλαμβάνονται οι χρεώσεις υποθέσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της μόνιμης αναπλήρωσης των περιφερειών των Ειρηνοδικείων των νήσων  Σαλαμίνας, Αίγινας, Πόρου, Σπετσών και Κυθήρων.

Δ) Στην ίδια ανάρτηση η κυρία Ερμίδου αναφέρει ότι οι εκπρόσωποι του Ειρηνοδικείου Πειραιά παρουσίασαν και προφορικά τα στατιστικά στοιχεία της υπηρεσίας και εξέφρασαν την άποψη ότι το προτεινόμενο σχέδιο ήταν υλοποιήσιμο. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται ότι στις προτάσεις της ομάδας εργασίας συναίνεσαν τα Ειρηνοδικεία με εκκρεμείς αιτήσεις. Προς αποκατάσταση της αλήθειας, οφείλω να αναφέρω ότι αφενός μεν ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς αβάσιμος, αφετέρου δε είναι εκτός λογικής να συναινούσαμε σε τέτοιες αντισυνταγματικές, μη εφαρμόσιμες και επιβαρυντικές για εμάς προτάσεις. Αυτό που η κυρία Ερμίδου δεν αναφέρει είναι  ότι  η αντιπροσωπεία του Ειρηνοδικείου μας δεν παρουσίασε απλώς με προφορικό τρόπο στατιστικά στοιχεία, αλλά επιπλέον κατάθεσε στα Πρακτικά πολυσέλιδο κείμενο  έγγραφων  προτάσεων τις οποίες έχουμε ήδη δημοσιοποιήσει. Και επειδή scripta manent, καλώ τους συναδέλφους – μέλη της Ομάδας Εργασίας:

Ι) να γνωστοποιήσουν στους συναδέλφους μας το κείμενο των Πρακτικών που υπέγραψαν και στο οποίο φαίνονται ξεκάθαρα οι θέσεις κάθε φορέα, αλλά και

ΙΙ) να γνωστοποιήσουν το κείμενο των δικών τους έγγραφων προτάσεων, το οποίο κατέθεσαν εκπροσωπώντας την δικαστική εξουσία στη συγκεκριμένη ομάδα εργασίας.

Η θέση μας, η οποία, μάλιστα, σε ό,τι με αφορά, εκφράστηκε δημοσίως στις 07-02-2020, υπό την ιδιότητά μου ως εισηγητή στο Επιμορφωτικό Σεμινάριο της ΕΣΔΙ για τους Νέους Ειρηνοδίκες, έναν δηλαδή ακριβώς μήνα πριν από την πρόσκλησή μας στην ομάδα εργασίας, για την αξία της προφορικότητας της διαδικασίας και την συμβολή της στην ορθή δικαστική διάγνωση των υποθέσεων είναι γνωστή και περιορίζομαι απλώς να επισημάνω πως όχι μόνο δεν είμαστε υπέρ της κατάργησης του ακροατηρίου, αλλά υποστηρίζουμε την επαναφορά του και στην τακτική διαδικασία. Ωστόσο, για να μην καταλείπεται οποιαδήποτε υπόνοια συναίνεσης  δηλώνω με σαφήνεια σε σχέση με το προτεινόμενο νομοσχέδιο τα κάτωθι:

– Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε  σε  διατάξεις  που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 93 παρ. 2 Συντ. και καταργούν την δημοσιότητα κατά την εκδίκαση των υποθέσεων.

-Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε με την κατάργηση της προφορικότητας, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, μάς βρίσκει αντίθετους, καθώς εκτιμούμε ότι συμβάλλει  στην πληρέστερη διάγνωση της υπόθεσης.

-Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε με διατάξεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 26 παρ. 3 και 87  Συντ., παραβιάζοντας την αρχή του Αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων.

-Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συμφωνήσουμε με διατάξεις νομοσχεδίου που υποχρεώνει συναδέλφους να εκδώσουν εξωπραγματικό αριθμό υποθέσεων (ενδεικτικά αναφέρεται ότι αν εφαρμοστούν όσα προβλέπονται, συνάδελφοι που υπηρετούν σε  έτερο Ειρηνοδικείο της Αττικής, θα χρεωθούν ετησίως με αριθμό υποθέσεων που υπερβαίνει τις 1.000!!!!), ευτελίζοντας τις συνθήκες απονομής της Δικαιοσύνης και αντιμετωπίζοντας κρίσιμες υποθέσεις που αφορούν στο προσωπικό και οικονομικό μέλλον των πολιτών ως απλά νούμερα τα οποία «πρέπει» να μειωθούν.

Εξάλλου, η πρόταση της κυρίας Ερμίδου για πλασματική συζήτηση της υπόθεσης και χρέωσης κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό του εκάστοτε Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο. Επιπλέον, εξ όσων γνωρίζω, σε κανέναν Κανονισμό Δικαστήριού της χώρας δεν ορίζεται ανώτατο όριο χρεώσεων ανά Δικαστή. Ας υποδείξει η κ. Ερμίδου τους  Κανονισμούς ποιων Δικαστηρίων είχε υπόψη της όταν υπέβαλε αυτήν την πρόταση. Περαιτέρω, στην υποθετική περίπτωση που καθοριζόταν αυτός ο ανώτατος αριθμός, αν η υπέρβαση δεν είχε κάποια κύρωση, θα ήταν απλό ευχολόγιο, όπως γίνεται καθημερινά  με την υπέρβαση του μέγιστου αριθμού των προσδιορισμένων υποθέσεων στα πινάκια των Δικαστηρίων όλης της χώρας. Αλλά ακόμα και αν τα ανωτέρω μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, καμία επιτάχυνση δεν θα υλοποιείτο, αλλά, αντιθέτως, θα είχαμε το παράδοξο φαινόμενο ο Δικαστής να επεξεργάζεται λ.χ. το έτος 2025 φάκελο δικογραφίας με οικονομικά στοιχεία του έτους 2020, όταν δηλαδή θα φερόταν ως συζητηθείσα η υπόθεση.

Σε κάθε περίπτωση, όταν κάποιος προτείνει ή δέχεται  να συζητηθούν 90.000 εκκρεμείς αιτήσεις εντός ενός έτους με παράλληλη αναστολή πειθαρχικών διώξεων (τις οποίες, προφανώς, η ομάδα τις θεώρησε δεδομένες)  ή με εκ των υστέρων πραγματική χρέωση με ανώτατο όριο αριθμού υποθέσεων ανά Δικαστή, διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει δεκτό μόνο το πρώτο μέρος της πρότασής του, όπως εν προκειμένω συνέβη. Είναι -φρονώ- αυτονόητο ότι τέτοιες νομικές «καινοτομίες» θα πρέπει αντιμετωπίζονται με την ανάλογη υπευθυνότητα και να ζητείται η ευρύτερη συμμετοχή και συναίνεση  όλου του νομικού κόσμου. Εξάλλου, η Δικαστική Εξουσία δεν είναι δυνατόν να δώσει λύσεις στα αδύνατα, διότι δεν υπηρετούν σε αυτήν μάγοι με μαγικά ραβδιά. Τι λύση θα μπορούσε να δώσει το Δικαστικό Σώμα αν λ.χ. υπήρχε αίτημα να εκδικαστούν όλες οι εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις στα Πλημμελειοδικεία και τα Εφετεία όλης της χώρας εντός προθεσμίας ενός έτους; Οι συνάδελφοι της ομάδας εργασίας φαίνεται να αποδέχτηκαν ένα παράλογο δεδομένο -δηλαδή ότι ο επαναπροσδιορισμός των εκκρεμών αιτήσεων έπρεπε να λάβει χώρα μέχρι τον Ιούνιο του 2021- ανεξαρτήτως του ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως κάποιοι  συνάδελφοί τους θα χρεωθούν πάνω από 1.000 υποθέσεις σε ένα έτος και ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των Ειρηνοδικών (ενδεχόμενα διότι, όπως προαναφέρθηκε, οι ανήκοντες στα «κακά» Ειρηνοδικεία θα πρέπει τώρα να υποστούν τις συνέπειες),  όσο και ως προς  την ποιότητα αυτών των fast track αποφάσεων. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι στο νομοσχέδιο στο οποίο συναίνεσαν υπάρχει υποχρέωση επαναπροσδιορισμού 90.000 εκκρεμών αιτήσεων, χωρίς παράλληλη ρητή πρόβλεψη για αύξηση συγκεκριμένων  οργανικών θέσεων στα πάσχοντα Ειρηνοδικεία. Τουλάχιστον, ο ν.4336/2015, παράλληλα με τις προθεσμίες επαναπροσδιορισμού που έθεσε, ενίσχυσε προς αυτήν την κατεύθυνση τα Ειρηνοδικεία, αυξάνοντας στοχευμένα (ανεξαρτήτως του ότι η κατανομή πολλές φορές δεν έγινε με ορθολογικά κριτήρια) τις οργανικές θέσεις των Ειρηνοδικών κατά 140. Ίσως δεν ελήφθη υπόψη η  βασική αρχή του Δικαίου ότι ουδείς είναι υποχρεωμένος στα αδύνατα και ότι δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα ολόκληρη (σύντομος επαναπροσδιορισμός) και τον σκύλο χορτάτο (όχι ενίσχυση με οργανικές θέσεις).

Πειραιάς, 12-08-2020

Ιάκωβος Γ. Απέργης

Ειρηνοδίκης

 

Αντί απαντήσεως- (Και μία υπενθύμιση), Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, Εφέτη

                                                                                                            Αθήνα, 10.08.2020

 

Αντί απαντήσεως- (Και μία υπενθύμιση)

Στις δύσκολες ημέρες που περνάμε οι προτεραιότητες είναι αυτονόητες. Αυτοί που επιμένουν, να επενδύουν το μέλλον τους στο διχασμό δεν είναι χρήσιμοι. Η χρησιμότητα τους εξαντλείται στο να διδάσκουν τους υπόλοιπους τι ζημιά έχουν προκαλέσει στο παρελθόν και στο παρόν και γιατί πρέπει να απορρίπτονται οι κοσμοθεωρίες τους και οι ίδιοι για το αύριο, που όλοι μας θέλουμε να χτίσουμε.

 

                Παναγιώτης Λυμπερόπουλος

                                      Εφέτης

 

(ή κατά Χριστόφορο Σεβαστίδη : ο πρώην σύμβουλος του Υπουργού, που συμφώνησε μαζί του να τον ψηφίσει δύο φορές ως Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων)