Ιδεολογική επιβολή μιας κυρίαρχης αντίληψης, Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ, Εφέτη- Προέδρου της ΕΔΕ

        Με αφορμή άρθρο που δημοσίευσα πριν λίγες ημέρες με τίτλο «οι άδειες των κρατουμένων και κατά πόσο απαιτείται η ιδεολογική τους μεταστροφή» μου ασκήθηκε έντονη κριτική για το χρονικά ανεπίκαιρο της δημοσίευσης και τον ενδεχόμενο επηρεασμό των δικαστικών λειτουργών, που θα κρίνουν επί της ουσίας για την άδεια του κρατουμένου Δ. Κουφοντίνα. Σκοπός της παρέμβασής μου ήταν αφενός να γίνει αντιληπτό το βάρος της ιδεολογικής επιβολής της κρατούσας άποψης και πως σταδιακά μετουσιώνεται σε αδιαμφισβήτητη δικαιοπολιτική θέση. Κατά δεύτερο να συμφωνήσουμε ότι ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν γίνεται επιλεκτικά ούτε αποκλείονται a priori οι καταδικασθέντες για συγκεκριμένα αδικήματα, πρακτική που θα οδηγούσε στη δυνητική ευχέρεια του Κράτους να διευρύνει κατά βούληση τον κατάλογο τέτοιων αδικημάτων.

     Για κάποιον που ξέρει να διαβάζει και δεν παρερμηνεύει σκόπιμα τα όσα έγραψα γίνεται κατανοητό, ότι στην τελευταία παράγραφο του κειμένου υποστηρίζω ακριβώς το δικαίωμα του δικαστή και του εισαγγελέα να οδηγείται στην απόφασή του χωρίς κανέναν επηρεασμό ούτε από το φόβο άσκησης πειθαρχικού ελέγχου ούτε από την πιθανότητα αναίρεσης της απόφασης ή του βουλεύματος.  Σε όλες τις ομιλίες μου και τις τοποθετήσεις μου αλλά και έμπρακτα με ανακοινώσεις της Ένωσης τα τελευταία τρία χρόνια υπερασπίζομαι σταθερά το συνταγματικό δικαίωμα των συναδέλφων μου ελεύθερα να διατυπώνουν τη γνώμη τους. Όλοι γνωρίζουν ότι στα δύσκολα χρόνια δεν δείλιασα να διατυπώνω με σθένος τις θέσεις μου απέναντι και στην φυσική και στην πολιτική ηγεσία της Δικαιοσύνης, χωρίς να μετράω το κόστος αλλά έχοντας μοναδικό γνώμονα τη συνείδησή μου και αυτό που θεωρώ συμφέρον για τον θεσμό που υπηρετώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πριν τη δημοσίευση του άρθρου ανέμενα την έκδοση του αμετάκλητου βουλεύματος του Αρείου Πάγου, θεωρώντας ότι ολοκληρώθηκε νομικά η διαδικασία.  Με ποιόν τρόπο εξάλλου θα μπορούσε ο Πρόεδρος της Ένωσης να επηρεάσει τους συναδέλφους του σε ένα επιστημονικό θέμα, αφού ούτε πειθαρχικό έλεγχο ασκεί, ούτε κρίνει επί της υπηρεσιακής τους εξέλιξης; Εκτός εάν ως επηρεασμός νοείται η ισχύς των επιχειρημάτων σε έναν επιστημονικό διάλογο και ο φόβος κλονισμού μιας αντίληψης εδραιωμένης εδώ και μερικά χρόνια. Η κατάθεση μιας επιστημονικά αντίθετης άποψης σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο εννοιών (πχ της βίας, της μεταμέλειας) ακόμα και επ’ αφορμή μιας δικαστικής απόφασης –χωρίς φυσικά να παίρνει θέση στα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά με τα οποία ασχολείται η δικαστική απόφαση- δεν μπορεί να τρομάζει κανέναν. Το διαλεκτικό δίπολο θέσης- αντίθεσης οδηγεί στη σύνθεση σε νέα βάση και οπλίζει με περισσότερα επιχειρήματα τον δικαστή και τον επιστήμονα ώστε να θεμελιώσει σε πιο στέρεες βάσεις τη σκέψη του. Για ποιόν λόγο ως προσπάθεια επηρεασμού νοείται η έκφραση της δικής μου άποψης και όχι της απόλυτα σεβαστής αλλά αντίθετης γνώμης του συναδέλφου κ. Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, Αντιπροέδρου της Ένωσης, η οποία δημοσιεύτηκε ακριβώς την επομένη ημέρα του δικού μου άρθρου και έλαβε σαφώς θέση επί της ουσίας; Η Ευρωβουλευτής κ. Ελίζα Βόζενμπεργκ, με πολύ ευπρεπή τρόπο, έκανε κριτική στο άρθρο μου, στην ηλεκτρονική σελίδα newpost.gr, αρχικά για το ανεπίκαιρο της δημοσίευσης διότι εκκρεμούσε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου. Θέλω να θυμίσω στο σημείο αυτό τις αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου όταν το Συμβούλιο Φυλακών με τη συμμετοχή Εισαγγελικού λειτουργού, χορήγησε για πρώτη φορά άδεια στον κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα. Εξέχοντες πολιτικοί παράγοντες δήλωναν ότι «είναι αδιανόητη οποιαδήποτε άδεια στον Κουφοντίνα», ότι «άνθρωποι όπως ο Κουφοντίνας δεν θα πρέπει να βγαίνουν από τη φυλακή» και η κ. Βόζενμπεργκ ότι «αμετανόητος δολοφόνος δε νοείται εκτός φυλακής κανένας». Σε μια από τις επόμενες άδειες του ίδιου κρατουμένου θέση έλαβε τόσο η Τουρκική όσο και η Αμερικανική Πρεσβεία (!) θεωρώντας την χορήγηση άδειας «επαίσχυντη αδικία στις οικογένειες των θυμάτων». Οι ομοβροντίες αυτές των δηλώσεων κατά του Συμβουλίου των Φυλακών συνοδεύτηκαν από την άσκηση πειθαρχικών διώξεων σε βάρος των εισαγγελικών λειτουργών που συμμετείχαν σ’ αυτά. Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το ιδανικό κλίμα της απόλυτης ελευθερίας και της ανεμπόδιστης διατύπωσης γνώμης, χαρακτηρίστηκε η κατάθεση της δικής μου αντίθετης άποψης ως ανεπίκαιρη έκφραση θέσεων σε εκκρεμή υπόθεση!

      Έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι αυτό που ενόχλησε δεν είναι το χρονικό σημείο δημοσίευσης του άρθρου αλλά το περιεχόμενο αυτού. Επικρατεί εδώ και χρόνια μια τάση εκφοβισμού πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία θεωρούνται απαγορευμένα προς συζήτηση και επομένως κάθε αντίθετη τοποθέτηση προβάλλεται περίπου ως ανοσιούργημα. Επιχειρείται με πολύ φανερό και άκομψο τρόπο η επιβολή της μίας και μοναδικής αλήθειας την οποία επιθυμούν ορισμένοι να επιβάλουν, διαμορφώνοντας συνειδητά αντιλήψεις, από τις οποίες στο μέλλον δύσκολα θα μπορεί κανείς να ξεφύγει. Για τον ρόλο που παίζουν συγκεκριμένα ΜΜΕ εκφράζοντας σταθερά τις ίδιες φοβικές για τα δικαιώματα των κρατουμένων απόψεις, ας μιλήσει καλύτερα αντί για μένα ο σπουδαίος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου, Ιωάννης Μανωλεδάκης (Τρομοκρατία και νομοκρατία, Ποινική Δικαιοσύνη 1/2003, 65 επ), η απουσία του οποίου έχει δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο της επιστήμης: «Καλλιεργείται από ορισμένα ΜΜΕ και συγκεκριμένους δημοσιογράφους η εντύπωση πως όποιος σήμερα υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, την αρχή της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης, είναι σύμμαχος (εκούσιος ή, έστω, ακούσιος) της τρομοκρατίας, «ρίχνει νερό στο μύλο της» και θα πρέπει να αλλάξει στάση….Το δυσάρεστο και επικίνδυνο σήμερα είναι ότι ακόμα και νομικοί και συνταγματολόγοι (!) – κάνοντας και υποκριτική αυτοκριτική – προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις εκτροπές από τη νομιμότητα για χάρη της αποτελεσματικής πάταξης της τρομοκρατίας, ισχυριζόμενοι (άμεσα ή έμμεσα) ότι πρέπει να αλλάξουν οι αρχές που χαρακτηρίζουν το κράτος δικαίου της εποχής μας, ενόψει του φαινομένου της τρομοκρατίας και κατηγορώντας όσους υπερασπίζονται αυτές τις αρχές ως υποστηρικτές επιστημονικά άγονων και ξεπερασμένων θέσεων…Και πάλι από ορισμένα ΜΜΕ και συγκεκριμένους δημοσιογράφους παρακάμπτεται επιμελώς το αυτονόητο σε μία δημοκρατική πολιτεία αίτημα για ευλαβική τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης στην αντιμετώπιση του οποιουδήποτε εγκλήματος, όσο βαρύ κι αν είναι αυτό, ενώ τονίζονται μονομερώς οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για την κοινωνία και τον κάθε άνθρωπο από την οργανωμένη εγκληματικότητα και ιδίως από την τρομοκρατία. Έτσι αφήνουν να καλλιεργείται η εντύπωση ότι οποιοδήποτε μέτρο για την αντιμετώπιση των εγκληματιών και ιδίως των τρομοκρατών είναι δικαιολογημένο και νομιμοποιημένο στη συνείδηση του λαού».

      Μετά την άσκηση κριτικής στην απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε αμετάκλητα υπέρ του δικαιώματος άδειας των πολυισοβιτών, μετά την σφοδρή επίθεση των παραπάνω Μέσων Ενημέρωσης εναντίον μου προσωπικά καθώς και των απόψεων που διατύπωσα και χωρίς να σχολιαστεί από κανέναν η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου στους εισαγγελείς που ελεύθερα έκριναν ως μέλη του συμβουλίου φυλακών υπέρ της χορήγησης άδειας στον κρατούμενο,  γίνεται φανερό ότι η αντίθετη άποψη όχι μόνο δεν γίνεται σεβαστή αλλά οφείλει να συντριβεί για να μην βρεθεί κάποιος στο μέλλον να την υποστηρίξει. Να μην ξεχνάμε ότι οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες και η τρομοϋστερία έχουν καταλήξει σε χειρότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όσες τέλεσαν οι εγκληματίες (Ν. Κιάος, Η δημοκρατία, το πρώτο μέλημα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, Ελευθεροτυπία 3/1/2002) και επομένως στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να υπερισχύσει η προστασία και η υπεράσπιση της ελευθερίας αυτών που διαφωνούν και όχι αυτών που συντάσσονται. Ακόμα λοιπόν κι αν ο κόσμος εύλογα τρομοκρατείται και μερικοί παραιτούνται οικειοθελώς από τις εγγυήσεις των ελευθεριών χάριν ασφαλείας (Ν. Αλιβιζάτος, Αγωνίες για παραβιάσεις ελευθεριών, Νέα 19-11-2001), ούτε ο νομοθέτης επιτρέπεται να τρομοκρατείται και να θεσπίζει δρακόντειους νόμους ούτε η Δημοκρατία πρέπει να μπαίνει σε διλλήματα επιστροφής στη βαρβαρότητα (Γ. Πανούσης, Πρόλογος σε Δ. Μπελαντή, Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό).  

     Γνωρίζω ότι η άποψή μου ενδεχομένως δεν εκφράζει την πλειοψηφία των συναδέλφων μου και άρα ως εντελώς προσωπική την καταθέτω. Σημειώνω επίσης το αυτονόητο ηθικό καθήκον μου να είμαι ο πρώτος που θα υπερασπιστώ κάθε συνάδελφο οποιαδήποτε απόφαση κι’ αν λάβει. Ο εύκολος δρόμος θα ήταν αβασάνιστα να δεχτεί ο πολίτης, στα πλαίσια της κοινωνικής και επαγγελματικής του ζωής, τα κελεύσματα των καιρών. Θυμίζω τα πάντα επίκαιρα λόγια του Κάλβου «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία».

Η Δημοκρατία, οι εχθροί της και ολίγα νομικά, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, Εφέτη, Α΄Αντιπροέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Η Δημοκρατία,  οι εχθροί της και ολίγα νομικά

 

Η Δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα είπαν κάποιοι σοφοί . Κάποιοι άλλοι είπαν ότι είναι το δικαιότερο και μερικοί προχώρησαν περισσότερο και είπαν ότι είναι τόσο σπουδαίο ώστε να μπορεί να αντέξει και τους εχθρούς του.

Με αφορμή άρθρο του συναδέλφου και φίλου Χριστόφορου Σεβαστίδη για την κατ’ ουσίαν κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου σε βούλευμα, που απέρριψε αίτημα χορήγησης άδειας καταδικασθέντος για τρομοκρατική  δράση, κρατούμενου, που δεν έχει εκτίσει ακόμα την ποινή του , κάνω τις εξής σκέψεις:

Η νομική συζήτηση για την τρομοκρατία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης γίνεται πάντα κάτω από τη στάθμιση δύο ουσιωδών παραγόντων που το Κράτος Δικαίου έχει οριοθετήσει ως κρίσιμα μεγέθη :  Ο πρώτος είναι πότε η ιδεολογία μετουσιώνεται σε αδίκημα, ο  δεύτερος είναι η γενική και ειδική πρόληψη στην οποία στοχεύει η τιμώρηση των αδικημάτων.

Ας δούμε λοιπόν με το βασικό εργαλείο του νομικού, την απλή λογική σε συνδυασμό με τα διδάγματα του νομικού μας πολιτισμού, αυτούς τους παράγοντες, παραμένοντας σταθεροί στην άποψη ότι  η Δημοκρατία αντέχει κάθε ιδεολογική προσέγγιση της πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης του Κράτους, όσο απειλητική και να είναι και μάλιστα οποιασδήποτε απόχρωσης.  Διότι είναι μεθοδολογικό σφάλμα να δούμε την ιδεολογία ως κίνδυνο. Έστω και αν ο φορέας της επιθυμεί να δολοφονήσει την Δημοκρατία.

Η αξιολόγηση της ουσιαστικής κρίσης του δικαστή με προβληματίζει στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου νομικών, όταν μεθοδολογικά δεν περιλαμβάνει τουλάχιστον ως επιφύλαξη την άγνοια του περιεχομένου του φακέλου. Ο φυσικός δικαστής έχει ένα προνόμιο έναντι όλων ημών και γι αυτό θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί όταν αποφασίζουμε να αξιολογήσουμε την επί της ουσίας κρίση του: εκείνος έχει συστηματική πρόσβαση στο συνολικό περιεχόμενο της δικογραφίας, εμείς όχι. Το επιχείρημα “και οι κρίνοντες κρίνονται” στο επίπεδο της αξιολόγησης της ουσίας της υπόθεσης από νομικούς δεν είναι επαρκής δικαιολογία. Ιδίως σε εκκρεμούσα υπόθεση. Ιδίως όταν κατέχουμε θέση ευθύνης. Ιδίως όταν όλοι μας εντός του δικαστικού σώματος έχουμε σαν γνώμονα την υπαγωγή στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και στην εσωτερική εκδοχή της, που και πολύτιμη είναι και πρέπει να φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού.

Συνεπώς η αξιολόγηση της ουσιαστικής κρίσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου δεν με αφορά και δεν αποτελεί αντικείμενο αυτης της παρέμβασης.

Περαιτέρω, μια αρχική παραδοχή είναι ότι αναγκαίο στοιχείο της κοινωνικής ζωής σε μια δημοκρατία είναι η νομιμότητα . Η τήρηση των κανόνων και η υπαγωγή όλων σε αυτούς . Θα τελείωνα πολύ εύκολα την παρέμβαση αυτή παραθέτοντας αποσπάσματα από τον Κρίτωνα και την Απολογία του Σωκράτη. Αυτή την άσκηση δημοκρατίας και δικαίου δεν θέλω να την στερήσω από τον φιλότιμο αναγνωστη αυτής της θέσης.

Ας μιλήσουμε λοιπόν δικαιοπολιτικά για το Νόμο και το τι προβλέπει :   

Το Συμβούλιο Φυλακών δεν είναι δικαστήριο, είναι διοικητικό όργανο  αρα οι κρίσεις του δεν μπορούν να συγκρίνονται με δικαστικές αποφάσεις γιατι δεν έχει τα απαιτούμενα εχέγγυα με κυριότερο την συγκρότηση αποκλειστικά από δικαστές (βλ. και ΟλΣτΕ 2011/2003). Συνεπώς θεσμικά πρόκειται για ανόμοιους σχηματισμούς, επιπλέον δε είναι  τμήμα του  σωφρονιστικού συστήματος της Χώρας, που στο σύνολο του λειτουργικά δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νομοθέτη. Απτή απόδειξη ο αριθμός των ανθρωποκτονιών και άλλων αδικημάτων που τελούνται εντός φυλακής.

Το άρθρο 55 του Σωφρονιστικού κώδικα θέτει μεταξύ άλλων τυπικών προϋποθέσεων  και τις εξής : στην παράγραφο 3 να εκτιμήσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως από τον κρατούμενο, κατά την διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων και στην παράγραφο 4 να εκτιμήσει ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής του και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειας του.  Δηλαδή , ο νομοθέτης και όχι το Δικαστικό Συμβούλιο απαιτεί από τον κρατούμενο να έχει σωφρονιστεί, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων ούτε κίνδυνος να διαφύγει ή να κάνει κακή χρήση της άδειας του. Συνεπώς, ο Νομοθέτης ζητά από τον Δικαστή να διαπιστώσει με την επι της ουσίας κρίση του, αν η απαίτηση του για την πλήρωση της ειδικής πρόληψης της ποινής  έχει επικυριαρχίσει στην προσωπικότητα του δράστη   έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος υποτροπής. Ο νομοθέτης ζητά αποχή από νέες πράξεις. Ο Δικαστής υπερασπιζόμενος το Κράτος Δικαίου δεν ζητά δήλωση φρονημάτων, ζητά απάντηση στο ερώτημα αν ο κρατούμενος με την όλη του στάση και συμπεριφορά παρέχει εγγυήσεις σωφρονισμού. Το κοινωνικό σύνολο που εβλήθη από την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη δεν ζητά αστυνόμευση της σκέψης αλλά απαιτεί να έχει επιτευχθεί η ειδική πρόληψη. Για να μην κινδυνεύσει ξανά κανείς από τον ίδιο δράστη.  Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατούμενου δεν περιορίζεται από το νόμο με κάποιο μέτρο, όπως πχ την παραβατική συμπεριφορά του στις τυχόν άδειες που έλαβε, αλλά εκτιμάται ολιστικά από κάθε τι που σχετίζεται με την πιθανότητα τέλεσης νέων πράξεων , ή την κακή χρήση της άδειας του. Κατά λογική ακολουθία πολύ περισσότερο διεισδυτική πρέπει να είναι η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατούμενου, όταν με την ad hoc πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου αναγνωρίζεται ότι δικαίωμα στην άδεια έχει και ο πολυισοβίτης.

Ο θεσμός των αδειών κρατουμένων, εξαιρετικά χρήσιμος για την εύρυθμη λειτουργία και απόδοση ενός σωφρονιστικού συστήματος, έχει στόχο την σταδιακή επανένταξη των καταδίκων στην κοινωνία. Έχει στόχο να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο σύνολο και στο μέρος, επειδή στο παρελθόν το δεύτερο έδρασε εις βάρος του πρώτου. Εδώ πάλι παρεμβαίνει ο ρόλος του Δικαστή για να διαπιστώσει τον βαθμό της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και το πως και πόσο έχει συντελέσει σε αυτήν ο κρατούμενος.

Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώθηκε στο άρθρο η επιβληθείσα ποινή σε έναν καταδικασθέντα εξαντλεί τις αξιώσεις της Πολιτείας. Αυτή η θέση είναι ορθή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι έχει εκτιθεί ολοκληρωτικά η ποινή. Τυπολογικά τότε εξαντλείται η αξίωση της Πολιτείας. Άλλη εκδοχή δεν μπορεί να υπάρχει γιατί ο Νόμος δεν το επιτρέπει. Η απαγγελία της ποινής από το δικαστήριο δεν είναι μόνον λέξη είναι και ενέργεια που πρέπει να εκτελεστεί. Συνεπής στην θέση αυτή ο νομοθέτης θέτει αυστηρές προϋποθέσεις όταν εξαιρετικά χορηγεί στον κρατούμενο το δικαίωμα της ολιγοήμερης αδείας , ή ακόμα και της υπό όρους απόλυσης. Σε διαφορετική περίπτωση τα εν λόγω δικαιώματα θα δίδοντο άνευ όρων , με προφανή συνέπεια την ματαίωση του στόχου της ποινικής τιμωρίας. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό την εγκληματολογική παρατήρηση ότι  κρατούμενοι τελούν αδικήματα στις άδειες τους αλλά και κατευθύνουν τρίτους μέσα από τη φυλακή με παροτρύνσεις ή εντολές στην τέλεση αδικημάτων.  

Τέλος, η νομολογιακή ταυτοποίηση υποθέσεων προϋποθέτει όχι μόνον την κατά το συντάκτη του σχολιαζόμενου άρθρου ταύτιση των προσώπων των δραστών ως δολοφόνων της Δημοκρατίας (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αλλά επιπλέον την ομοιότητα των πραγματικών περιστατικών και την αναγωγή τους στους ίδιους κανόνες δικαίου και όχι σε διαφορετικούς (διατάξεις υφ όρον απόλυσης λόγω ανήκεστης βλάβης – διατάξεις χορήγησης άδειας σε κρατούμενο).    

Η Δημοκρατία σε αυτή τη Χώρα δεν κινδυνεύει από κάποιον εγκληματία. Μπορεί να κινδυνεύσει μόνον από εμάς τους πολίτες αν την αφήσουμε απροστάτευτη σε νοοτροπίες που τρέφουν την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Και επειδή είναι μέσα στις αναμενόμενες αστοχίες της κοινωνικής μας οργάνωσης το ότι το θύμα μιας προηγούμενης παράνομης πράξης δεν είχε την ευκαιρία να προστατευθεί επαρκώς, ας αφήσουμε το  φυσικό δικαστή να κρίνει αν πρέπει να παράσχει την απαιτούμενη προστασία σε κάθε τυχόν επόμενο.

 

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος

Εφέτης

Α΄Αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Οι άδειες των κρατουμένων και κατά πόσο απαιτείται η ιδεολογική τους μεταστροφή, Άρθρο του Προέδρου της ΕΔΕ κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη

Χριστόφορου Σεβαστίδη,

ΔΝ- Εφέτη,

Προέδρου της  Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Έξι συμβούλια φυλακών –στα οποία συμμετέχει ένας εισαγγελικός λειτουργός, ένας κοινωνικός λειτουργός και ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης- ομόφωνα δέχτηκαν στο παρελθόν ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και χορήγησαν άδειες στον κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα. Το Νοέμβριο του 2017 και τον Φεβρουάριο του 2018 ζητήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο πειθαρχικός έλεγχος των εισαγγελέων, που συμμετείχαν στα συμβούλια αυτά.  Τον Φεβρουάριο του 2019 για πρώτη φορά δημιουργήθηκε διχογνωμία στο συμβούλιο φυλακών για το ίδιο αίτημα του ίδιου κρατουμένου και η υπόθεση εισήχθη προς κρίση στο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου, το οποίο με το υπ’ αριθμό 37/2009 βούλευμα απέρριψε την χορήγηση άδειας. Με το ίδιο σκεπτικό απορρίφθηκε πριν λίγες εβδομάδες όμοιο αίτημα από το ίδιο δικαστικό συμβούλιο με το υπ’ αριθμό 93/2019 βούλευμα. Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αυτή τη φορά άσκησε αναίρεση κατά του βουλεύματος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Πέρα από το ακατανόητο της πειθαρχικής δίωξης δικαστικών λειτουργών για την ελεύθερη δικαιοδοτική τους κρίση – βασικό θεμέλιο της δικαστικής ανεξαρτησίας- είναι βέβαιο ότι δημιουργήθηκε σύγχυση για τον ορθό νομικό τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων υποθέσεων. Με το υπ’ αριθμό 1001/2019 βούλευμά του ο Άρειος Πάγος έλυσε το νομικό θέμα που ανέκυψε και δέχτηκε το δικαίωμα άδειας από τις φυλακές και για τους πολυισοβίτες.

Πέρα από το παραπάνω νομικό ζήτημα το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου είχε και μια επάλληλη σκέψη απόρριψης της αίτησης χορήγησης άδειας. Στις προϋποθέσεις χορήγησής της περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι δεν συντρέχει κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της άδειας καθώς και η προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της άδειάς του. Ορθά δέχεται το βούλευμα ότι στην έννοια του σωφρονισμού δεν περιλαμβάνεται η ιδεολογική μεταστροφή του καταδικασθέντος. Εγώ θα συμπλήρωνα ότι δεν χρειάζεται ούτε η μεταμέλειά του για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε. Πρόκειται για στοιχείο που κρίθηκε κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβληθείσα ποινή εξαντλεί τις αξιώσεις της Πολιτείας έχοντας προσμετρήσει το είδος των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν και την προσωπικότητα του δράστη. Τα Δικαστήρια δεν έχουν ρόλο πολιτικού – ιδεολογικού καθοδηγητή και δεν ζητούν δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης ιδεών που αποκλίνουν από τις κρατούσες αντιλήψεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αποφυλάκιση του δικτάτορα Παττακού το 1990 «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας» με την υποχρέωση να παρουσιάζεται ανά 15θήμερο στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε αμετανόητος υπεραμυνόμενος των εγκλημάτων της Χούντας. Δεν αμφισβητήθηκε τότε από κανέναν το δικαίωμα του εγκλείστου να αποφυλακιστεί για ανθρωπιστικούς λόγους και κανένας δεν ζήτησε από τον δικτάτορα να αποκηρύξει τις απόψεις του. Κυκλοφορούσε ελεύθερος ακόμα και γύρω από το Πολυτεχνείο χωρίς να θεωρηθεί πρόκληση και ασέβεια στους νεκρούς του 1973! Συνέχιζε να έχει επαφές με κύκλους και πολιτικά κόμματα που ήταν και είναι θιασώτες της δικτατορίας, χωρίς αυτό το γεγονός να θεωρηθεί επιβαρυντικό για την υφ’ όρον απόλυσή του. Και σωστά!

Θα πρέπει επίσης να γίνεται μια διάκριση μεταξύ των ιδεολογικών αρχών του κρατουμένου που υποστηρίζουν το αναγκαίο της ένοπλης δράσης για την κοινωνική αλλαγή και της έμπρακτης συμπεριφοράς του κατά το διάστημα που έκανε χρήση της άδειάς του. Αυτό που ενδιαφέρει το Δικαστήριο είναι το δεύτερο. Πως συμπεριφέρθηκε ο κρατούμενος τις προηγούμενες φορές που έλαβε άδεια. Εάν ήταν ή όχι συνεπής με τις υποχρεώσεις που του επιβάλει ο νόμος. Εάν η συμπεριφορά του κατά το χρόνο που βρίσκονταν σε άδεια δημιουργεί βάσιμα υποψίες ότι ετοιμάζεται να τελέσει νέα εγκλήματα ή εκδηλώνει έμπρακτα την πρόθεσή του να μην επιστρέψει στο κατάστημα κράτησης.   Η ιδεολογικοπολιτική και φιλοσοφική συζήτηση για τον ρόλο της βίας στην ιστορία είναι πολύ παλιά και δεν λύνεται με δικαστικές αποφάσεις. Το σημερινό αστικό – κοινοβουλευτικό πολίτευμα εδραιώθηκε στην Ευρώπη μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την βίαιη σύγκρουση με τους φεουδαρχικούς θεσμούς και την Βασιλεία. Η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ιστορία συγκρούσεων, πολέμων και συνεχών βίαιων αλλαγών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Εκφεύγει ωστόσο της αρμοδιότητάς του Δικαστηρίου ή του Συμβουλίου Φυλακών κάθε ενασχόληση με τέτοια ζητήματα. Στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο υπάρχουν νόμιμα πολιτικά κόμματα, πολλά από τα οποία κυβερνούν ή συγκυβερνούν και τα οποία ανοιχτά υποστηρίζουν δικτατορίες που επιβλήθηκαν και τα φοβερά εγκλήματα που αυτές διέπραξαν. Όσο τα πολιτικά αυτά κόμματα δεν λειτουργούν και τα ίδια ως εγκληματική οργάνωση και δεν συμμετέχουν σε διάπραξη εγκλημάτων, λειτουργούν επιτρεπτά μέσα στη Δημοκρατία. Η δυνατότητα αυτή που δεν αμφισβητείται σε οργανωμένα πολιτικά κόμματα ασφαλώς και είναι ανεκτή με την αναγνώριση αντίστοιχου δικαιώματος σε έναν πολίτη. Ο αντίλογος που θα μπορούσε εδώ να υπάρξει είναι ότι ο κατάδικος για τρομοκρατία έχει προχωρήσει ήδη στην πράξη και δεν έμεινε στο στάδιο της θεωρίας ή της φανερής ιδεολογικής υποστήριξης της ένοπλης βίας. Ωστόσο για τις πράξεις που τέλεσε έχει ήδη καταδικαστεί και τιμωρείται. Αυτό που μένει πλέον είναι ο χώρος των ιδεών του.

Το να ζητείται από έναν κρατούμενο να αποκηρύξει τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις –όποιες κι’ αν είναι αυτές, όσο αποκρουστική κι’ αν είναι η ατομική βία σε επίπεδο ηθικό, όσο προβοκατόρικα και υπονομευτικά κι’ αν λειτουργεί σε επίπεδο διεκδίκησης κοινωνικών δικαιωμάτων- και να συμμορφωθεί με το αξιακό σύστημα που επικρατεί, θα οδηγούσε πολλές φορές είτε σε μια υποκριτική και κατ’ επίφαση δήλωση μετάνοιας, μη επαληθεύσιμη αφού εδράζεται αποκλειστικά στην ενδιάθετη βούληση του δηλούντος, είτε σε ρητή άρνηση συμμόρφωσης. Και στις δύο αντικειμενικά όμοιες περιπτώσεις οι θεωρητικές πιθανότητες «κινδύνου» για την κοινωνία είναι οι ίδιες. Στην πρώτη περίπτωση αμβλύνεται το υποκειμενικό αίσθημα φόβου ενώ στη δεύτερη οξύνεται. Πρόκειται όμως για κριτήριο αρκετά επισφαλές και καθόλου χρήσιμο στην αξιολόγηση.

Ίδια ή παρεμφερή διλήμματα αξιολόγησης της προσωπικότητας ενός κρατουμένου καλούνται συχνά να αντιμετωπίσουν δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί.  Οδηγός στη λήψη απόφασης δεν μπορεί να είναι ούτε ο φόβος άσκησης πειθαρχικού ελέγχου ούτε η πιθανότητα αναίρεσης της απόφασης ή του βουλεύματος, αλλά μόνο το ελεύθερο φρόνημα και ο ορθός και απόλυτα τεκμηριωμένος νομικός συλλογισμός.

 

Παρατηρήσεις στα σχέδια του νέου ΠΚ και του νέου ΚΠΔ, Παν.Λυμπερόπουλου και Δημ. Φούκα

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Παρατηρήσεις και σχόλια στο σχέδιο νόμου του ΠΚ και ΚΠΔ Ν.Σαλάτα, Ευστ. Βεργώνη, Α.Ερμίδου, Β.Πάπαρη

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Συνέντευξη του Προέδρου της ΕΔΕ κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη στον Real FM – 09/04/2019

Θέσεις επί των σχεδίων του ΠΚ και ΚΠΔ, Μαργ. Στενιώτη, Κων/νου Βουλγαρίδη, Γρ. Κομπολίτη

 

ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ  ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ   

                     Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη,

                     Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Προέδρου Πρωτοδικών

                     Γρηγόρη Κομπολίτη, Ειρηνοδίκη

 

Η αναγκαιότητα επανεξέτασης του ποινικού μας συστήματος και εκσυγχρονισμού αυτού είχε τονισθεί επανειλημμένα απ’ όλο το  νομικό κόσμο, δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ των βασικών νομοθετήματων ανάγεται σε χρόνο, που οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της χώρας μας ήταν διαφορετικές. Επομένως, η διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου που να στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ήταν επιβεβλημένη.

Οι θέσεις μας, που θα εκτεθούν κατωτέρω, πρέπει να σημειώσουμε, ότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν πλήρεις, λόγω του περιορισμένου χρόνου διαβούλευσης των σχεδίων των εν λόγω Κωδίκων. Αντίθετα διακρίνονται για τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα κατά τη διατύπωση προτάσεων,  αντιρρήσεων και διορθώσεων.

 

Γενικές παρατηρήσεις

Μέσα στα σχέδια και των δύο Κωδίκων διαφαίνεται η αλλαγή  της φιλοσοφικής προσέγγισης του ποινικού συστήματος της χώρας μας, η προσπάθεια να συμβαδίσει η χώρα μας με τις σύγχρονες τάσεις και να ανταποκριθεί στις διεθνείς και ευρωπαϊκές  δεσμεύσεις για τον εξορθολογισμό της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης από άποψη κόστους και χρόνου και η αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων. Συγκεκριμένα παρατηρείται:

Α. Εισαγωγή των βασικών αρχών της Αποκαταστατικής – Επανορθωτικής Δικαιοσύνης, δηλαδή ενός ποινικού συστήματος,  που σκοπό έχει τη συμφιλίωση των αντίδικων πλευρών μέσα από θεσμοθετημένες νομικές διαδικασίες και παράλληλα τη συμφιλίωση του δράστη με την κοινωνία π.χ με την πρόβλεψη  ως κύριας ποινής της επιβολής κοινωφελούς εργασίας, που συμβάλλει στη μη περιθωριοποίηση του δράστη.

Β. Εισαγωγή εναλλακτικών διαδικασιών επίλυσης της διαφοράς ως  μέσου εξορθολογισμού της ποινικής διαδικασίας.

Γ . Εξορθολογισμός των ποινών, που βρίσκεται σε σύμπνοια με την ελληνική νομική παράδοση και την επιεική νοοτροπία, που διαπνέει την τελευταία.  

Ωστόσο, επειδή πρόκειται για μία ριζική μεταρρύθμιση οφείλουμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις ως προς τα σχέδια, κυρίως δε του Ποινικού Κώδικα και αυτές είναι: η μη αντιμετώπιση του φαινομένου ποινικοποίησης των αστικών διαφορών, που επιβαρύνει ιδιαίτερα τα ποινικά Δικαστήρια και η μη ενσωμάτωση τουλάχιστον μέρους του μεγάλου αριθμού των ειδικών ποινικών νόμων στον Ποινικό Κώδικα με κατηγοριοποίηση αδικημάτων.      

Τοποθέτηση επί του σχεδίου του Ποινικού Κώδικα.

Θετικά αξιολογείται:  

  1. η διεύρυνση της έννοιας των «οικείων» (άρθρο 13 περ. β σχΠΚ)
  2. η δυνητικά ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του δράστη εγκλήματος που τελείται με παράλειψη (άρθρο 15 παρ. 2 σχΠΚ)
  3. ο καθορισμός χρόνου τέλεσης της πράξης μόνο του χρόνου κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει (άρθρο 17 σχΠΚ)
  4. ο πληρέστερος ορισμός της συναυτουργίας (άρθρο 45 σχΠΚ)   
  5. η εισαγωγή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας, ως κύριας ποινής, που θα  εκτελείται σε δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ κλπ. (άρθρο 55 σχΠΚ). Με την παρατήρηση, όμως, της ανυπαρξίας ελεγκτικών μηχανισμών εκτέλεσης της ποινής.
  6. η κατάργηση της αυτοδίκαιης αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων και των αποτελεσμάτων αυτής και η πρόβλεψη μόνο παρεπόμενων ποινών αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων, απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος, δήμευσης περιουσιακών στοιχείων κλπ.  (άρθρο 59 σχΠΚ)
  7. το πλήρες νομοθετικό πλαίσιο της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων, ως παρεπόμενης ποινής (άρθρο 68 σχΠΚ)  
  8. η κατάργηση της μετατροπής της ποινής σε χρήμα στα πλημμελήματα (άρθρο 82 σχΠΚ),
  9. ο επανακαθορισμός  της ελαφρυντικής περίστασης «του προτέρου εντίμου βίου» με την εισαγωγή του όρου «σύννομη ζωή» (άρθρο 84 σχΠΚ)      
  10. η αναμόρφωση του κεφαλαίου των ποινών με τον εξορθολογισμό αυτών, δεδομένου ότι τα «ελαφρά» πλημμελήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, οι οποίες αναστέλλονται με όρους ή δίχως, πλην εξαιρέσεων υποτροπής, ενώ τα «βαριά» πλημμελήματα, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη, ποινή η οποία και θα εκτίεται (θετική η πραγματική έκτιση σχΠΚ 99). Ως προς τα κακουργήματα προβλέπεται ποινή από 5 έως 15 έτη κάθειρξης, δηλαδή μείωση του ανώτατου ορίου κάθειρξης (σχΠΚ52). Ωστόσο, πρέπει η μείωση του ανώτατου ορίου να αντιμετωπισθεί συνδυαστικά με το άρθρο 105Β σχΠΚ, που προβλέπει την υφ’ όρον απόλυση, δεδομένου ότι ο χρόνος  πραγματικής έκτισης της ποινής στα κακουργήματα μειώνεται υπερβολικά και δυσανάλογα με την απαξία των εν λόγω πράξεων.  
  11. η πρόβλεψη δεκαπενταετούς παραγραφής των κακουργημάτων, πλην  της ειδικής εικοσαετούς παραγραφής για τα αδικήματα, που ο νόμος προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης, διότι ή αρχή του Κράτους Δικαίου επιβάλλει την ταχεία εκκαθάριση των δικαστικών υποθέσεων (άρθρο 111 σχΠΚ)
  12. η ποινική αντιμετώπιση δραστών νεαρής ηλικίας, 18 έως και 25 ετών,  ως και οι ανήλικοι (άρθρο 133 σχΠΚ)
  13. η αντικατάσταση της πράξης της αντίστασης από την ευρύτερη πράξη υπό τον τίτλο «βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων»  (άρθρο 167 σχΠΚ)
  14. η πρόβλεψη της άδικης πράξης της αθέμιτης επιρροής σε δικαστικό λειτουργό ή διαιτητή ή ένορκο για πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντα τους (άρθρο 167Α σχΠΚ).
  15. η κατάργηση του άρθρου  195 του ισχύοντος ΠΚ περί κατάρτισης ένοπλης ομάδας, ως παρωχημένης διάταξης και άνευ εφαρμογής
  16. η κατάργηση του άρθρου 247 του ισχύοντος ΠΚ περί του αξιόποινου χαρακτήρα  της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία είχε περιπέσει σε αχρησία και ήταν αναχρονιστική
  17. η κατάργηση του αναχρονιστικού  ν. 1608/50, σύμφωνα με τον οποίο περιουσιακά εγκλήματα επέσυραν ποινές μεγαλύτερες απ’ αυτά κατά της ανθρώπινης ζωής (άρθρο 462 σχΠΚ)

 

Αρνητικά αξιολογείται:

 

  1. η κατάργηση της απρόσφορης απόπειρας ( άρθρο 43 ΠΚ), διότι αν και αμφιλεγόμενη έννοια του Ποινικού Δικαίου, δεν παύει να στοιχειοθετείται με δράση στρεφόμενη κατά ορισμένου έννομου αγαθού
  2. η εξομοίωση της άμεσης με την απλή συνέργεια (σχΠΚ 47)
  3. η πρόβλεψη ως ελαφρυντικής περίπτωσης και της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου (σχΠΚ 84 παρ. 3)
  4.  η ανάθεση της εποπτείας για την τήρηση των υποχρεώσεων του υπό όρο απολυομένου  και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων (άρθρο 106 παρ. 3 σχΠΚ). Απαιτείται διευκρίνιση ως προς την νομική της μορφή.      
  5. Η κατάργηση του άρθρου 81 Α, ήτοι του ειδικού πλαισίου ποινών για το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και η λήψη μόνο υπόψη του ρατσιστικού κινήτρου κατά την επιμέτρηση της ποινής  (άρθρο 79 παρ. 5 σχΠΚ)
  6.  η πρόβλεψη ως ανώτατο όριο της συνολικής ποινής φυλάκισης επί αληθινής κατ’ ιδέαν συρροής στην ανθρωποκτονία από αμέλεια τα πέντε (5) έτη (σχΠΚ 94 παρ. 2) από δέκα (10), που προβλέπει ο ισχύον ΠΚ.
  7. Ειδικά για την εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 σχΠΚ)

Α. Διευρύνεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση αυτής προβλέπεται η διάπραξη όλων των κακουργημάτων, με απάλειψη της απαρίθμησης κακουργημάτων της ισχύουσας διάταξης.

Β. Στο ισχύον άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα η συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη 5 έως 10 ετών και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης τιμωρείται με πλαίσιο ποινής 10 – 20 έτη. Στην προτεινόμενη διάταξη το πλαίσιο ποινής για την πράξη της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης μειώνεται από 5 – 10 έτη κάθειρξης και  στην παρ. 2 του άρθρου 187 σχΠΚ η διεύθυνση προβλέπεται ως επιβαρυντική περίσταση, με συνέπεια το ανώτατο όριο ποινής να καθορίζεται σε κάθειρξη 15 ετών, που είναι και το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης. Ωστόσο, επειδή ο διευθύνων την εγκληματική οργάνωση έχει ξεχωριστό, σημαντικό, και καθοδηγητικό ρόλο θα πρέπει η απαξία της πράξης του  ν’ αντιμετωπισθεί αυτοτελώς με την πρόβλεψη ποινής κάθειρξης 10 – 15 ετών.

  1. Η διαζευκτική πρόβλεψη της ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο  299 παρ. 1 σχΠΚ).
  2. Βιασμός (άρθρο 336 σχΠΚ) – Εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη (άρθρο 343 σχΠΚ)

Το νέο άρθρο 336 σχΠΚ προβλέπει αυστηρότερες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος  Το ανωτέρω άρθρο καθώς και το άρθρο 343 του σχΠΚ (εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη) θέτουν ως προϋπόθεση εφαρμογής τους την κατάργηση της βούλησης του θύματος ή τον περιορισμό της, κατά την τέλεση των ως άνω πράξεων ενώ ορθό θα ήταν να εισαχθεί ως προϋπόθεση η «έλλειψη ελεύθερης συναίνεσης του θύματος». Η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων (π.χ. γυμνών φωτογραφιών, προσωπικών στιγμών μέσω διαδικτύου κλπ.) με σκοπό τον εξαναγκασμό σε γενετήσια πράξη  και εν τέλει ο εξαναγκασμός σε τέτοια, φαινόμενο το οποίο έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και εμπίπτει στο πεδίο ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 σχΠΚ αντιμετωπίζεται με άκρα επιείκεια και δυσανάλογα με την απαξία της πράξης αυτής.

  1. η κατ’ έγκληση δίωξη της κλοπής (άρθρα 381 παρ. 1 σχΠΚ). Η πρόβλεψη αυτή γεννά πολλά προβλήματα, π.χ. στην περίπτωση που καταλαμβάνεται ο δράστης από αστυνομικά όργανα να αφαιρεί ξένα πράγματα π.χ. οικίας και απουσιάζει ο παθών.  Η μόνη νόμιμη ενέργεια των αστυνομικών οργάνων είναι η προσαγωγή του δράστη στο αστυνομικό τμήμα, η αναζήτηση και ανεύρεση του παθόντος άμεσα, η κλήση του, ώστε να προσέλθει στο επιληφθέν αστυνομικό τμήμα και κατόπιν η υποβολή σχετικής έγκλησης. Προτείνεται η μη τροποποίηση της παραπάνω διάταξης και επίσης να παραμείνει κακουργηματικής μορφής η πράξη της κλοπής ή ληστείας κατ’ επάγγελμα (άρθρο 374 παρ. 1 σχΠΚ).
  2. Η αυθαίρετη τροποποίηση των προβλεπόμενων ποινών σε ειδικούς ποινικούς νόμους (σχΠΚ 463), π.χ. όπου απειλείται κάθειρξη έως δέκα ετών, αυτή μετατρέπεται σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η βαρύτητα κλπ. κάθε εγκλήματος.    
  3. Ειδικά για την κατάργηση των πταισμάτων. Το σχΠΚ διακρίνει τα  ποινικά αδικήματα σε κακουργήματα και πλημμελήματα και συνεπώς  καταργεί δια παραλείψεως τα πταίσματα, είτε αυτά προβλέπονται στον ισχύοντα ΠΚ είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους (Κ.Ο.Κ., Αστυνομικές διατάξεις κλπ.). Η συλλήβδην κατάργηση των πταισμάτων προκαλεί προβληματισμό,  και ναι μεν τα σοβαρά μετατρέπονται σε πλημμελήματα τα υπόλοιπα δε θα τιμωρούνται ως διοικητικές παραβάσεις με πρόστιμα. Συνέπεια της τελευταίας αυτής μετατροπής είναι οι αντιρρήσεις κατά της επιβολής των προστίμων να  εισάγονται προς εκδίκαση στα Διοικητικά Δικαστήρια, που σημαίνει επιπρόσθετο κόστος για τον πολίτη, δεδομένου ότι ενώπιον του πταισματοδικείου ο κατηγορούμενος, κατά κανόνα, εμφανίζεται δίχως συνήγορο υπεράσπισης. Οι αντιρρήσεις αυτές δεν δύνανται να εκδικάζονται από τα πταισματοδικεία, όπως σχετική άποψη διατυπώθηκε, διότι από την επιβολή διοικητικού προστίμου αναφύεται Διοικητικού Δικαίου διαφορά. Η κατάργηση δε αυτή των πταισμάτων δεν λαμβάνει υπόψη την κοινωνική πραγματικότητα και το γεγονός ότι η πρόβλεψη πταισματικών παραβάσεων και η απειλούμενες ποινές συμβάλλουν στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υγείας, σκοπός, ο οποίος δεν επιτυγχάνεται με τις διοικητικές κυρώσεις. Συνεπώς, απαιτείται επανεξέταση της κατάργησης αυτών.

  

Τοποθέτηση επί του σχεδίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Θετικά αξιολογούνται:

 

  1. οι νέοι θεσμοί της ποινικής συνδιαλλαγής (άρθρα 301, 302 σχΚΠΔ), της ποινικής διαπραγμάτευσης (άρθρο 303 σχΚΠΔ) και της ποινικής διαταγής (άρθρο 409 σχΚΠΔ), οι οποίοι θα συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και στην επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα υπάρξουν οι απαιτούμενες υποδομές, το απαιτούμενο ανθρώπινο δυναμικό και η εκπαίδευση αυτού. Οι θεσμοί της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής εναρμονίζονται με τις, αγγλοσαξωνικής προέλευσης, θεσμοθετημένες νομικές διαδικασίες, που στοχεύουν στη συμφιλίωση, είναι ενσωματωμένες και λειτουργούν εντός του επίσημου ποινικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και ο ρόλος του διαμεσολαβητή ανατίθεται στους εισαγγελείς. Ειδικά, ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, κατά τον οποίο ο Εισαγγελέας θα μπορεί να προτείνει ποινή στον κατηγορούμενο πριν την άσκηση ποινικής δίωξης με δεδομένη την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ανταποκρίνεται στη διεθνή άποψη της θεωρίας της επικοινωνίας με το δράστη, ώστε αυτός ν’ αποδεχθεί την τιμωρία και το νόημα μεταμέλειας που αυτή περικλείει.

Όσον αφορά την ποινική διαταγή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής των αστικών διαφορών και ανακοπής κατ’ αυτής στην ποινική διαδικασία. Θεσμός γνωστός στις Ευρωπαϊκές χώρες και ιδίως στη Γερμανία, που θεωρείται και επιτυχημένος.  Αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, δίχως να θίγεται το δικαίωμα ακρόασης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και συνακόλουθα να παραβιάζεται το Σύνταγμα και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι ο καταδικασθείς μπορεί να υποβάλλει αντιρρήσεις και να επακολουθήσει  ακροαματική διαδικασία στο ποινικό δικαστήριο.

  1. Η πρόβλεψη, στον Κώδικα πλέον, Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων  και δη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 33 σχΚΠΔ) και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (άρθρο 35 σχΚΠΔ), θεσμοί ήδη επιτυχημένοι, η αποτελεσματικότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, όπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αναγκαιότητα  ύπαρξης εξειδικευμένων εισαγγελικών λειτουργών για τα ως άνω πολύπλοκα εγκλήματα.
  2. η κατάργηση του παραβόλου υποβολής έγκλησης (άρθρο 51 σχΚΠΔ)
  3. η τροποποίηση των διατάξεων για την πολιτική αγωγή και η  πρόβλεψη παράστασης του δικαιούμενου αποζημίωση κλπ. κατά τον Αστικό Κώδικα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου για υποστήριξη της κατηγορίας (άρθρα 63 επ. σχΚΠΔ)     
  4. οι διατάξεις οι σχετικές με την κύρια ανάκριση (άρθρα 246 επ.  σχΚΠΔ)

Αρνητικά αξιολογείται:

 

  1. η κατάργηση των πταισματοδικείων ως δικαστηρίων που ασκούν και ποινική δικαιοδοσία (άρθρο 1 σχΠΚ), δεδομένου ότι θα υφίστανται ως οργανικές μονάδες, προκειμένου οι πταισματοδίκες (και ειρηνοδίκες) να ενεργούν προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, κατά το άρθρο 31 σχΚΠΔ.
  2. η τροποποίηση της αρμοδιότητας των Μονομελών και Τριμελών Πλημμελειοδικείων, με επιβάρυνση και πάλι των Τριμελών Πλημμελειοδικείων (άρθρα 112,115 σχΚΠΔ)
  3. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων μόνο στην ποινική συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση (άρθρο 110 σχΚΠΔ). Η τροποποίηση αυτή παραγνωρίζει την αποτελεσματική λειτουργία των ανωτέρω Δικαστηρίων έως σήμερα και τη συμβολή τους στην  επιτάχυνση της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, που υπάγονταν στην αρμοδιότητά τους με την έκδοση ποιοτικών αποφάσεων επ’ αυτών καθώς και το γεγονός συγκρότησης αυτών από έμπειρους Δικαστές με υπηρεσία άνω των 20 ετών.       

Μία γενική παρατήρηση. Στο σχέδιο του εν λόγω Κώδικα διαφαίνεται η δυσπιστία απέναντι σε Δικαστήρια συγκροτούμενα από ένα Δικαστή, ανεξαρτήτως βαθμού και αντίθετα η εμπιστοσύνη στις πολυμελείς συνθέσεις, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, λόγω του τεράστιου εργασιακού φόρτου των Δικαστών (και Εισαγγελέων) των πολλαπλών καθηκόντων και υπηρεσιών που εκτελούν, είναι δυσλειτουργικές (π.χ. στην περίπτωση των δικών με μεγάλη διάρκεια και πολλές διακοπές συνεδριάσεων, που στα Εφετεία αποτελούν τον κανόνα). Η Επιτροπή, φρονούμε, θα έπρεπε, λαμβάνοντας υπόψη στατιστικά στοιχεία (ποσότητας – ποιότητας) να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων των μονομελών Δικαστηρίων.  

  1. η μη πρόβλεψη για το ποιες αποφάσεις πρέπει να καθαρογράφονται (άρθρο 142 σχΚΠΔ). Η καθαρογραφή όλων δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τις υπάρχουσες υποδομές και το προσωπικό που υπηρετεί στα Δικαστήρια.
  2. η πρόβλεψη φωνοληψίας της διαδικασίας απ’ όλους τους παράγοντες της δίκης σε κάθε περίπτωση και όταν ακόμη δεν τηρούνται με φωνοληψία τα επίσημα πρακτικά της δίκης (άρθρο 143 παρ. 3 και 6 σχΚΠΔ)    
  3. η ρύθμιση περί ορισμού εισηγητή δικαστή στην εκδίκαση κακουργημάτων (άρθρο 333 παρ. 1 σχΚΠΔ). Η ρύθμιση δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό, αντίθετα δυσχεραίνει το ήδη επιβαρυμένο έργο των Δικαστών.   

Τέλος, πρέπει ν’ αναφέρουμε και να μας προβληματίσει το φαινόμενο ατιμωρησίας που θα παρατηρηθεί, με την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογή της βασικής αρχής του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου στις εκκρεμείς υποθέσεις, χιλιάδες εξ αυτών θα υποπέσουν σε παραγραφή.  

                             

                     Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης

                     Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών

                     Γρηγόρης Κομπολίτης, Ειρηνοδίκης

 

Παρατηρήσεις επί των νέων σχεδίων ΠΚ και ΚΠΔ, Εφετειακής Επιτροπής Πατρών

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΝΟΜΩΝ ΠΚ ΚΑΙ ΚΠΔ (ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1/02.04.2019).

(Εισήγηση Αντωνίου Αλαπάντα, Προέδρου Πρωτοδικών, με κάποιες τροποποιήσεις και προσθήκες)

 

Γενική παρατήρηση: οι αλλαγές στους κώδικες αυτούς έχουν μεγάλη σπουδαιότητα και κοινωνικό αντίκτυπο και δεν μπορούν να γίνουν βιαστικά, χωρίς ουσιαστική και μακρόχρονη διαβούλευση με την κοινωνία και τους σχετικούς φορείς (Δικαιοσύνη, Νομικές Σχολές, επιστημονικούς και επαγγελματικούς συλλόγους). Εξ άλλου, η ισχύς των νέων αυτών κωδίκων πρέπει να μετατεθεί τουλάχιστον ένα εξάμηνο μετά την ψήφιση τους για να μπορούν να αφομοιωθούν από τους εφαρμοστές οι σημαντικές αλλαγές σε αυτούς.

Α.- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ –ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ  ΣΤΟ ΝΕΟ Π.Κ

1.- Λάθος η κατάργηση της μετατροπής της ποινής σε χρήμα στα πλημ/τα (άρθρο 82 ΠΚ), ορθή η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας ως κύριας ποινής (νέο άρθρο 55 ΠΚ), με (αναγκαία) άμεση ενίσχυση όμως των υποδομών εφαρμογής της. Λάθος η υποχρεωτική πραγματική έκτιση (σε σωφρονιστικό κατάστημα) των ποινών στα «βαριά» πλημ/τα (από 3 έως 5 έτη Π.Φ, αρ. 99 νέου ΠΚ). Στα πλημ/τα αυτά πρέπει να υπάρχει (εκτός από τη δυνατότητα μετατροπής σε χρήμα της ποινής φυλάκισης  ή την παροχή κοινωφελούς εργασίας), η δυνατότητα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αναστολής της ποινής υπό όρους και επιτήρηση (ισχύον άρθρο 100 ΠΚ).

2.- Λάθος η μείωση του ανώτατου ορίου ποινής για τα κακουργήματα (με το νέο αρ. 52 ΠΚ) στα 15 έτη κάθειρξης (από 20 έτη), με δεδομένο ότι προβλέπεται (στο νέο άρθρο 105 Β ΠΚ) η υφ΄ όρον απόλυση με την έκτιση (και πλασματικά) των 3/5 της ποινής και πραγματικά (σε σωφρονιστικό κατάστημα) με την έκτιση (τουλάχιστον) των 2/5 αυτής (επομένως ανώτερο όριο έκτισης της ποινής 9 και 6 έτη αντίστοιχα). Δημιουργείται ζήτημα ως προς το σκοπό της ποινής (ειδική και γενική πρόληψη), ενώ παραμένει (και με το νέο ΠΚ) μεγάλη η διαφορά μεταξύ του ύψους των προβλεπόμενων (και επιβαλλόμενων από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη) ποινών κάθειρξης και του χρόνου πραγματικής έκτισης τους. Ορθή πάντως η κατάργηση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης για τα οικονομικά εγκλήματα (κατάργηση ν. 1608/1950).

3.- Η υφ΄ όρον απόλυση του καταδίκου (αρ. 110 ΠΚ), προς ελάφρυνση του έργου των συμβουλίων πλημ/κων, να γίνεται από τον εισαγγελέα ή από το συμβούλιο των φυλακών με σύμφωνη γνώμη του μετέχοντος εισαγγελέα, με πρόβλεψη προσφυγής κατά της διάταξης αυτής στο συμβούλιο πλημ/κων του τόπου έκτισης της ποινής.

4.- Λάθος η κατάργηση της διάκρισης σε άμεση και απλή συνέργεια (ισχύουσες διατάξεις αρ. 46 §1β και 47 ΠΚ) και η κατ΄ αρχήν εξομοίωση  τους (νέο αρ. 47 ΠΚ, κατ΄ εξαίρεση, δυνητικά και υπό προϋποθέσεις, η αυστηρότερη τιμωρία του άμεσου συνεργού), αφού ο άμεσος συνεργός πρέπει να τιμωρείται αυστηρότερα (η πράξη του ομοιάζει με αυτή του συναυτουργού).

5.-  Λάθος η κατάργηση των πταισμάτων  (και των πταισματοδικείων) και η μετατροπή τους σε διοικητικές παραβάσεις  (μεταφορά ύλης από τη «ζωντανή» ποινική δίκη με βασικό πρόσωπο τον κατ/νο και τις σχετικές θεμελιώδεις αρχές, στη διοικητική δίκη που έχει και μεγαλύτερους χρόνους εκδίκασης).

6.-Λάθος η κατάργηση του ανώτατου ορίου των 10 ετών Π.Φ επί αληθινής κατ΄ ιδέαν συρροής στην ανθρωποκτονία από αμέλεια (ισχύον αρ. 94 §2 ΠΚ) και η πρόβλεψη με το νέο αρ. 94§2 ΠΚ του ορίου των 5 ετών και στην περίπτωση αυτή. Επίσης λάθος η τροποποίηση του αρ. 94§1 ΠΚ, με μείωση των συνολικών ποινών επί πραγματικής συρροής από 25 έτη κάθειρξης σε 20 και από 10 έτη φυλάκισης σε 8, με βάση και τα αναφερόμενα ως άνω (με αρ.2), ενώ το ισχύον ανώτατο όριο στα ¾ της επαύξησης της συνολικής ποινής  από το άθροισμα των συντρεχουσών ποινών να μειωθεί στα 2/3 και όχι στο ½ κατά την ίδια νέα διάταξη.

7- Λάθος η κατάργηση του άρθρου 73 ΠΚ (απαγόρευση διαμονής σε ορισμένο τόπο, δυνητικά, πρόσκαιρα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως μέτρο ασφαλείας), καθώς  και του άρθρου 74 ΠΚ (δικαστική απέλαση καταδίκων για κακούργημα αλλοδαπών μετά την έκτιση της ποινής, ως μέτρο ασφαλείας, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012) που άλλωστε (ορθά) ισχύει δυνητικά, περιορισμένα και με αυστηρές προϋποθέσεις, με βάση την αρχή της αναλογικότητας και τις διεθνείς συμβάσεις (δεν εφαρμόζεται σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο).

8.- Λάθος η μετατροπή της κλοπής και της υπεξαίρεσης (στη βασική τους μορφή, αρ. 372 και 375 §1 νέου ΠΚ) ως κατ΄ έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων (νέο άρθρο 381 §1 ΠΚ). Eπίσης, εσφαλμένη η μετατροπή (στο νέο ΠΚ) ως κατ΄ έγκληση διωκόμενων εγκλημάτων  της απιστίας (σε όλες τις μορφές και τις κακουργηματικές, αρ.390§1,2 ΠΚ), της απάτης (στα αρ. 386 §1 και 386 Α ΠΚ και στην κακουργηματική μορφή της κατά ιδιώτη, αυτεπαγγέλτως πλέον μόνο η κακουργηματική μορφή της απάτης εις βάρος του Δημοσίου στο αρ. 386 §2 ΠΚ) και της κλεπταποδοχής (αρ.394 ΠΚ),  με το νέο άρθρο 405 §1 ΠΚ. Να παραμείνει κακούργημα η κλοπή από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ΄ επάγγελμα ή κατά συνήθεια (ισχύον άρθρο 374 περ. ε ΠΚ που καταργείται με το άρθρο 374§1 νέου ΠΚ).

9.- Λάθος η μείωση του πλαισίου της ποινής για τον διευθύνοντα την εγκληματική οργάνωση από 10-20 σε 5-10 έτη κάθειρξης με το νέο άρθρο 187 §1,2 ΠΚ. Δεν αρκεί η πρόβλεψη ότι η πράξη αυτή συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.

10.- Λάθος η μετατροπή από κακούργημα σε πλημ/μα της δωροδοκίας επί παράνομων πράξεων (αρ. 236 §2 νέου ΠΚ), με τη μνεία ότι η αντίστοιχη διάταξη της δωροληψίας επί παράνομων πράξεων (αρ. 236 §2 νέου ΠΚ) παραμένει κακούργημα. Ορθός ο περιορισμός της έννοιας της υπαλλήλου στα υπηρεσιακά εγκλήματα στον στενό δημόσιο τομέα (κατάργηση ισχύοντος αρ. 263 Α ΠΚ, εφαρμογή αρ. 13 α ΠΚ).

11- Λάθος η διαζευκτική πρόβλεψη της ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (νέο αρ. 299 §1 ΠΚ). Δεν συμβαδίζει με τη σπουδαιότητα του εννόμου αγαθού της ζωής.

12.- Λάθος η συλλήβδην (γενική, χωρίς ειδικά κριτήρια)  αλλαγή των πλαισίων ποινών στους ειδικούς ποινικούς νόμους με το νέο άρθρο 463 ΠΚ (απαιτείται ειδική αντιμετώπιση για καθένα εξ αυτών).

Β.- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ -ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΕΟ Κ.Π.Δ

1.- Λάθος η κατάργηση του παραβόλου για την υποβολή έγκλησης (στο νέο αρ. 51 ΚΠΔ) που αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό την υποβολή προφανώς αβάσιμων εγκλήσεων. Να υπάρχει  δυνατότητα απαλλαγής από αυτό στους άπορους. Διευκρίνηση στο νόμο ότι επί μηνύσεως (αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος) δεν απαιτείται παράβολο.

2- Λάθος η εισαγωγή του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης (άρθρο 303 νέου ΚΠΔ) που αλλοιώνει το χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου ως κλάδου του Δημοσίου Δικαίου, φαλκιδεύει το σκοπό της ποινής (γενική και ειδική πρόβλεψη) και περιορίζει το ρόλο του φυσικού δικαστή, ενώ προβληματική (κατά την ΕΣΔΑ) είναι η μη συμμετοχή (έστω η ακρόαση) στη διαδικασία αυτή του παθόντος από το έγκλημα. Η ποινική συνδιαλλαγή (αρ. 301, 302 νέου ΚΠΔ, βλ. και ισχύον αρ. 308 Β ΚΠΔ) πρέπει να ισχύει αποκλειστικά για τα κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας (αρ. 372 επ. ΠΚ), της περιουσίας (αρ. 386 επ. ΠΚ, όχι πάντως σε αυτά που τελούνται με βία ή απειλή, δηλ. όχι στα εγκλήματα των αρ. 380 και 385 ΠΚ) και του ν. 3691/2008, εφόσον αυτά δεν στρέφονται κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ (δηλαδή μόνο μεταξύ ιδιωτών και όχι και με το Δημόσιο όπως προβλέπεται στο νέο ΚΠΔ).

3.- Λάθος η τροποποίηση της αρμοδιότητας των μονομελών και τριμελών πλημ/κείων και πλέον το βάρος θα έχουν τα τριμελή πλημ/κεία (άρθρα 112, 115 νέου ΚΠΔ), με αποτέλεσμα την επιβάρυνση αυτών (περισσότερες εργατοώρες χωρίς λόγο) και  των τριμελών εφετείων πλημ/των (πέραν του ότι απαιτείται εκ νέου σχετική τροποποίηση των κανονισμών των δικαστηρίων). Να μην τροποποιηθούν οι διατάξεις αυτές.

4.- Λάθος η κατάργηση των μονομελών εφετείων κακ/των (προβλέπονται μόνο για την ποινική συνδιαλλαγή και  διαπραγμάτευση, αρ. 110 νέου ΚΠΔ) που άλλωστε έχουν εξαιρετική αρμοδιότητα και στην πράξη απέδωσαν σημαντικά (κυρίως ποσοτικά, χωρίς ποιοτική υστέρηση).

5.- Αμφίβολης συνταγματικότητας (και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ) και πρακτικής αξίας (ανεφάρμοστος στην πράξη, δεν θα οδηγήσει σε μείωση της ύλης) είναι ο νέος θεσμός της έκδοσης ποινικής διαταγής χωρίς ακροαματική διαδικασία επί πλημ/των του μονομελούς πλημ/κείου (άρθρα 409 επ. νέου ΚΠΔ). Δεν πρέπει να εισαχθεί.

6.-Ορθές οι νέες διατάξεις για την κύρια ανάκριση (αρ. 246 επ. νέου ΚΠΔ) και ιδίως η σύνταξη κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα που ασκεί την ποινική δίωξη. Ορθές και οι διατάξεις για την απολογία του κατ/νου (αρ. 270 επ νέου ΚΠΔ), με εξαίρεση την υποχρέωση απόρριψης με αιτιολογημένη διάταξη του ανακριτή επί αποδεικτικού αιτήματος του κατ/νου (αρ. 274 εδ. τελ νέου ΚΠΔ, σήμερα είναι χωρίς αιτιολογία) που προσθέτει έργο στην ανακριτική διαδικασία (που άλλωστε ισχύει η αρχή της σκοπιμότητας –αναγκαιότητας των ανακριτικών πράξεων) χωρίς λόγο, αφού ο κατ/νος σε περίπτωση άρνησης του ανακριτή μπορεί να προσφύγει στο συμβούλιο πλημ/κων (άρθρα 101 και 307 περ.α νέου ΚΠΔ).

7.- Ορθή η αποσύνδεση της αστικής αξίωσης από την υποστήριξη της κατηγορίας από τον παθόντα που δημιουργεί στην πράξη διαδικαστικά προβλήματα (νέες διατάξεις για αυτόν που υποστηρίζει την κατηγορία, άρθρα 63 επ και 82 επ νέου  ΚΠΔ, αντί του ισχύοντος όρου πολιτικώς ενάγων).

8.- Λάθος η εισαγωγή της ρύθμισης περί ορισμού εισηγητή δικαστή στην εκδίκαση κακουργημάτων (αρ.333 §1 νέου ΚΠΔ),αφού επιβαρύνει αναίτια το έργο των δικαστών

9.- Εσφαλμένα στο νέο άρθρο 142 ΚΠΔ δεν ορίζεται ποιες ποινικές αποφάσεις καθαρογράφονται και ποιες όχι (για τις οποίες αρκεί απόσπασμα). Εισαγωγή στο νέο άρθρο 142 ΚΠΔ ρύθμισης ανάλογης με αυτή του ισχύοντος αρ. 142 §3-5 ΚΠΔ, με αλλαγή όμως της σχετικής προθεσμίας (από 8 σε 30 ημέρες) και νέα ρύθμιση ότι η καθαρογραφή των αθωωτικών ποινικών αποφάσεων θα γίνεται μόνο επί ασκήσεως ένδικου μέσου κατά αυτών ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, εισαγγελέα ή παθόντος.

Τέλος, να εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο για τη Δικαστική Αστυνομία που θα βοηθήσει σημαντικά τη Δικαιοσύνη, ιδίως στην ποινική προδικασία, με την παρατήρηση ότι η δημόσια διαβούλευση επ΄ αυτού έχει τελειώσει τον Ιούλιο του 2018.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Αν το κρίνετε απαραίτητο, το πλήρες κείμενο της απόφασης αυτής της ολομέλειας του Πρωτοδικείου Πατρών, θα σας αποσταλεί μετά τη σύνταξή του.                    

                                                                                        Πάτρα 03 Απριλίου 2019

                                                                                    Εκ της Εφετειακής Επιτροπής

                                                                                                Ο Πρόεδρος

                                                                                   Μιχαήλ Τσέφας Πρωτοδίκης

 

Παρατηρήσεις στο σχέδιο νόμου του ΠΚ και του ΚΠΔ, X. Μαυρίδη, Εφέτη και Σ. Γκαρά – Δημουλέα, Ειρηνοδίκη

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ  Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΔΕ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΑΥΡΙΔΗ – ΕΦΕΤΗ ΚΑΙ
ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΓΚΑΡΑ – ΔΗΜΟΥΛΕΑ – ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Με το νέο υπό ψήφιση Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα επέρχονται, κατά κύριο λόγο, οι κατωτέρω αλλαγές:
-Οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται, πλέον, μόνο σε κακουργήματα και πλημμελήματα και καταργούνται τα πταίσματα. Οι προβλεπόμενες δε με βάση το Σχέδιο κύριες ποινές είναι: α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας, ενώ στερητικές της ελευθερίας ποινές είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Καταργούνται, δηλαδή, η κράτηση και το πρόστιμο, ως συνέπεια της κατάργησης των πταισμάτων, όπως και ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα.
-Το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης μειώνεται από 20 χρόνια σε 15 και το ανώτατο χρονικό όριο εκτιτέας ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, από 25 σε 20 χρόνια. Ταυτόχρονα, λαμβάνει χώρα μια εντυπωσιακή αποκλιμάκωση των προβλεπόμενων ποινών σε πολλά επί μέρους εγκλήματα, ενώ σχετικοποιείται η ποινική προστασία της ανθρώπινης ζωής, αφού προβλέπεται, εναλλακτικά, με την ισόβια, και πρόσκαιρη κάθειρξη, τουλάχιστον 10 ετών.
-Όσον αφορά, στα βασικά οικονομικά εγκλήματα, καταργείται η διακεκριμένη κακουργηματική περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης, σε συνδυασμό με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας άνω των 30.000 ευρώ και παραμένει ως μόνη κακουργηματική διακεκριμένη περίπτωση το χρηματικό όριο των 120.000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Πέραν δε τούτου, προβλέπεται, όταν τα αδικήματα αυτά τελούνται σε βάρος του Δημοσίου, να ισχύει ειδική εικοσαετής παραγραφή.
-Με παντελή έλλειψη δικαιολογίας, καταργείται η κακουργηματική μορφή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης κλοπών.
-Αυξάνονται, αδικαιολόγητα, για κάποια από αυτά, τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.
-Η έννοια της κατά συνήθεια τέλεσης, καταργείται, ως διακεκριμένη περίπτωση εγκλημάτων.
-Επίσης, καταργείται η δυνατότητα μετατροπής ποινών στερητικών της ελευθερίας σε χρήμα, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ποινών μέχρι 3 ετών κατ’ άρθρο 99, όπως και η έκτιση στην κατοικία π.χ. όταν πρόκειται για μητέρα με ανήλικο μέχρι οκτώ ετών ή ο καταδικασμένος υπερβαίνει το εβδομηκοστό έτος και η έκτιση του 1/10 και η μετατροπή του υπολοίπου σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
-Για πρώτη φορά, προβλέπεται η μερική αναστολή εκτέλεσης της ποινής, καθόσον σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση, η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, σε περίπτωση που κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ποινής – η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών – και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
-Καταργούνται αρκετά αδικήματα που κρίθηκαν αναχρονιστικά ή ότι δεν προστατεύουν κάποιο έννομο αγαθό.
-Καταργείται ο Νόμος 1608/1950, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε τον νόμο αυτό.
-Όλα τα κακουργήματα, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους και για τα οποία σήμερα απειλείται ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη, καθίστανται πλημμελήματα.
-Ο τρόπος προσδιορισμού των χρηματικών ποινών, για τον υπολογισμό των οποίων, ως μονάδα μέτρησης ορίζεται η ημερήσια μονάδα, αλλάζει, ριζικά κατά το πρότυπο του ελβετικού Ποινικού Κώδικα. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες, αντίστοιχες, δηλαδή, με τη διάρκεια ενός έτους, της διάρκειας υπολογιζόμενης κάθε μήνα σε 30 ημέρες. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο την βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι’ αυτήν, ενώ, στη συνέχεια, καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας, με βάση την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του δράστη. Με τον ορισμό του εύρους του ύψους της ημερήσιας μονάδας από 1 έως 100 ευρώ, μειώνεται δραστικά το μέγεθος της χρηματικής ποινής. Λαμβάνεται, επίσης, μέριμνα για τις περιπτώσεις που ο καταδικασμένος αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, όπως και για τις περιπτώσεις που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του δράστη μετά την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 80).
-Μεταβάλλεται η ποινική αντιμετώπιση του άμεσου συνεργού και προβλέπεται ότι στον συνεργό επιβάλλεται καταρχήν μειωμένη ποινή. Παρέχεται όμως στο δικαστήριο η δυνατότητα να επιβάλει πλήρη ποινή στον άμεσο συνεργό, όταν δηλαδή ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.
-Προβλέπεται η περαιτέρω μείωση της ήδη μειωμένης ποινής, στις περιπτώσεις που στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 85).
-Για πρώτη φορά προβλέπεται ελαφρυντική περίσταση, η οποία δεν ανάγεται στην προσωπικότητα ή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αλλά αφορά αποκλειστική ευθύνη της πολιτείας, αφού ως ελαφρυντική περίσταση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
-Ακόμη, ως ανήλικοι θεωρούνται, πλέον, όσοι συμπλήρωσαν το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, αντί του ισχύοντος ογδόου.
-Διευρύνεται η δυνατότητα επιβολής της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για ανηλίκους άνω των 15 ετών, ώστε να είναι εφικτή η επιβολή της για όλα τα σοβαρά εγκλήματα βίας, ακόμα και όταν δεν απειλούνται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
-Διευρύνεται το ηλικιακό όριο της μετεφηβικής ηλικίας ως το 25ο έτος.
-Δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεταβολές για την παραγραφή των εγκλημάτων ή των ποινών, ενώ, για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής προβλέπεται ότι, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να διατάσσει, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο.

Όσον αφορά το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1) Η διχοτόμηση των αξιόποινων πράξεων, με την κατάργηση όλων των πταισμάτων, δεν είναι ορθή (άρθρο 18), καθώς η άποψη αυτή ήταν διάχυτη, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και πραγματοποιήθηκε, κατά ένα μέρος, σε αξιόποινες πράξεις, κυρίως του ΚΟΚ, κατά το παρελθόν. Η διχοτόμηση των αξιόποινων πράξεων θα αποποινικοποιήσει, ορθώς μεν αδικήματα, στα οποία επιβάλλεται πρόστιμο και εν συνεχεία ασκείται δίωξη σε βαθμό πταίσματος (πχ παράβαση του άρθρου 12 του 489/1976, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν.2170/1993 – ανασφάλιστο όχημα), θα μετατρέψει, όμως, κακώς και άλλα αδικήματα ήσσονος σημασίας σε πλημμελήματα, με ταυτόχρονη αύξηση του χρόνου παραγραφής τους (πχ μη κακόβουλης βλασφημίας όλως ελαφράς σωματικής βλάβης άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ, αυτοδικίας άρθρο 331ΠΚ κ.α), ενώ θα αποποινικοποιήσει αξιόποινες πράξεις, οι οποίες έχουν θεσμοθετηθεί χάριν δημοσίου συμφέροντος.
2) Εσφαλμένα ορίζεται ως χρονικό πλαίσιο της ποινής κάθειρξης, από 5 έως 15 έτη αντί του προϊσχύοντος 5 έως 20 έτη (άρθρ. 52 παρ. 2), καθώς δεν κρίνεται αναγκαία μια τέτοια ρύθμιση, με δεδομένο ότι προβλέπεται (στο νέο άρθρο 105 Β΄) η υφ΄ όρον απόλυση, με την έκτιση (και πλασματικά) των 3/5 της ποινής και πραγματικά (σε σωφρονιστικό κατάστημα) με την έκτιση (τουλάχιστον) των 2/5 αυτής (επομένως ανώτερο όριο έκτισης της ποινής 9 και 6 έτη αντίστοιχα). Δημιουργείται ζήτημα ως προς το σκοπό της ποινής (ειδική και γενική πρόληψη), ενώ παραμένει (και με τον νέο ΠΚ) μεγάλη η διαφορά μεταξύ του ύψους των προβλεπόμενων (και επιβαλλόμενων από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη) ποινών κάθειρξης και του χρόνου πραγματικής έκτισης τους.
 3) Η κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της ποινής σε χρήμα σε όλες τις περιπτώσεις πλημμελημάτων (άρθρ. 82), δεν είναι ορθή, αλλά θα έπρεπε να διατηρηθεί και να μετατρέπεται η ποινή στις περιπτώσεις που ζητείται. Η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας ως κύριας ποινής (νέο άρθρο 55), είναι ορθή ειδικότερα λόγω των οικονομικών συνθηκών της εποχής αλλά απαιτείται άμεση και σημαντική ενίσχυση των υποδομών εφαρμογής της και εποπτεία στην εκτέλεσή της.
4) Η κατάργηση του άρθρου 100 ΠΚ, ήτοι του δικαιώματος αναστολής σε ποινές ανώτερες των 3 ετών φυλάκισης, δεν είναι ορθή επιλογή του νομοθέτη καθώς θα οδηγούνται προς υποχρεωτική πραγματική έκτιση στα σωφρονιστικά καταστήματα δράστες πλημμελημάτων, χωρίς να δίνεται καμία διακριτική ευχέρεια στο δικαιοδοτικό όργανο.
5) Στο αδίκημα της προσβολής συμβόλων του Κράτους, το οποίο τυποποιείται στο νέο άρθρο 191Α, προστέθηκε η φράση «και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη», δημιουργώντας αντίφαση με την νομοτυπική μορφή του άρθρου 155, που αφορά την προσβολή συμβόλων άλλου κράτους, η οποία δεν περιέχει τέτοιο όρο. Έτσι, η απαίτηση να έχει εκτεθεί σε κίνδυνο η δημόσια τάξη, για το αξιόποινο του αδικήματος του άρθρου 191Α, δημιουργεί το παράδοξο, να είναι αποδεκτό και επιτρεπτό να εκδηλώσει κάποιος, Έλληνας ή αλλοδαπός, δημόσια το μίσος ή την περιφρόνησή του για τα εθνικά μας σύμβολα, αρκεί οι πράξεις του να μην εκθέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, ενώ, σε κάθε περίπτωση, και χωρίς προϋποθέσεις τιμωρείται όποιος με αντίστοιχες πράξεις απλά εκδηλώσει δημόσια το μίσος ή την περιφρόνησή του για τα εθνικά σύμβολα οποιουδήποτε άλλου κράτους. (βλ. άρθρο 155).
6) Στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, περιλαμβάνεται και η εγκληματική καθώς και η τρομοκρατική οργάνωση. Και ενώ οι τροποποιήσεις που επέρχονται στις νομοτυπικές μορφές, τόσο του άρθρου 187 όσο και του 187Α, συνιστούν, πράγματι, εξορθολογισμό των εγκλημάτων, οι μεταβολές στην ποινική αντιμετώπιση των διευθυνόντων τις οργανώσεις, χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει κάποια αιτιολογία για την αναγκαιότητα ή, έστω, την σκοπιμότητα της ρύθμισης, δεν φαίνεται να εξυπηρετούν τους σκοπούς της πολιτικής κατά του εγκλήματος, αλλά ούτε και ανταποκρίνονται στην πολύ μεγαλύτερη απαξία, που έχουν οι συμπεριφορές αυτές. Στα άρθρα αυτά καταργείται η αυτοτελής αυστηρότερη ποινική κύρωση σε βάρος των διευθυνόντων τις οργανώσεις και, αντ΄ αυτού, προβλέπεται ότι η διεύθυνση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης αποτελεί, απλώς, επιβαρυντική περίσταση. Η απαξία της εγκληματικής συμπεριφοράς του διευθύνοντος, δηλαδή του «αρχηγού» της οργάνωσης, του ανθρώπου που αποφασίζει, διατάζει και ελέγχει την συνολική εγκληματική δράση της οργάνωσης, αλλά και την εκτέλεση των επί μέρους εγκλημάτων και καρπούται τα προϊόντα της εγκληματικής δράσης, δεν είναι ίδια με αυτή του απλού μέλους και εκτελεστικού οργάνου και, σαφώς, δεν πρέπει η τιμωρία τους να εντάσσεται στο ίδιο εύρος ποινής. Το γεγονός δε ότι η διευθυντική δράση αποτελεί, σύμφωνα με το Σχέδιο, επιβαρυντική περίσταση, στα ίδια, όμως, πλαίσια ποινής, δεν ανταποκρίνεται στην διαφορά απαξίας της συμπεριφοράς και σίγουρα δεν εξυπηρετεί αντεγκληματικούς σκοπούς. Εκτιμούμε, συνεπώς, ότι η ισχύουσα διαφοροποίηση στην ποινική αντιμετώπιση των διευθυνόντων τις οργανώσεις, δεν πρέπει να καταργηθεί.
7) Διαπιστώνουμε, περαιτέρω, ότι στο άρθρο 216 καταργείται η διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης πράξεων πλαστογραφίας, ενώ στα σχετικά με την υπηρεσία εγκλήματα, σημειώνουμε την κατάργηση των εγκλημάτων απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία και υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κάτι που δεν ήταν γνωστό στην συντακτική επιτροπή του σχεδίου του Κ.Π.Δ., όπου γίνεται ευθεία αναφορά στα εγκλήματα αυτά.
8) Στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ζωής και, συγκεκριμένα, στο γνωστό άρθρο 299, αξίζει να σημειωθεί ότι σχετικοποιείται η μέχρι τώρα απόλυτη προστασία του έννομου αγαθού της ανθρώπινης ζωής. Και ενώ είναι πλήρως και πάγια αποδεκτό ότι η ανθρώπινη ζωή δεν εκτιμάται ούτε αξιολογείται, ώστε η ζωή ενός ανθρώπου να έχει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή κάποιου άλλου, και για αυτό η προστασία της είναι απόλυτη, αφού, για την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, προβλέπεται ανελαστικά η βαρύτερη τιμωρία, δηλαδή η ισόβια κάθειρξη, με το νέο Σχέδιο η προστασία αυτή σχετικοποιείται, αφού μαζί με την ισόβια κάθειρξη προβλέπεται ως εναλλακτική ποινή η πρόσκαιρη κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών. Η σχετικοποίηση δε της ανθρώπινης ζωής, συναντάται και σε άλλα άρθρα του Σχεδίου, όπως στην περίπτωση του άρθρου 239Α για τα βασανιστήρια.
9) Στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, πρέπει να σημειωθεί η ουσιαστική εξίσωση της προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης για τα εγκλήματα της απλής με πρόθεση και από αμέλεια σωματικής βλάβης, η οποία, μάλιστα, στην προνομιούχο μορφή της (εντελώς ελαφρά), τιμωρείται βαρύτερα, όταν τελείται από αμέλεια απ’ ότι όταν τελείται με πρόθεση, αφού στην περίπτωση αμέλειας επιβάλλεται παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή, ενώ όταν τελείται με πρόθεση, τιμωρείται μόνο με παροχή κοινωφελούς εργασίας. Επίσης, καταργείται η απρόκλητη σωματική βλάβη του άρθρου 308Α του ισχύοντος Κώδικα.
10) Το κεφάλαιο που παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αυτό των εγκλημάτων κατά περιουσιακών αγαθών, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που εισάγονται επιφέρουν πρωτοφανείς αλλαγές στην ποινική αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. α) Η πρώτη σημαντική αλλαγή είναι η κατάργηση της διακεκριμένης περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των εγκλημάτων. Και η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής, ειδικά στα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών, είναι σημαντική, γιατί διαχρονικά, οι εγκληματίες που ευθέως προσβάλλουν τα αγαθά αυτά, δρουν «κατ’ επάγγελμα», δηλαδή βιοπορίζονται από τις προσβολές των αγαθών αυτών. Με άλλα λόγια, η επαγγελματική δράση των εγκληματιών αυτών, είναι μια διαχρονική πραγματικότητα, που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί στην αντεγκληματική πολιτική ενός κράτους, αφού συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τα έννομα αυτά αγαθά. Έτσι, μόνο ως «έντονα εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη» για την προστασία των άνω εννόμων αγαθών μπορεί να θεωρηθεί η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής προσβολής τους. Περαιτέρω, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την σημερινή κοινωνική και οικονομική ελληνική πραγματικότητα, αφού τα τελευταία χρόνια, λόγω των γνωστών αιτίων (οικονομική κρίση, αθρόα είσοδος παράτυπων μεταναστών και προσφύγων) τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών αυξήθηκαν δραματικά και η κατ’ επάγγελμα διάπραξή τους, είναι, πλέον, καθημερινότητα. Η αγνόηση αυτής της πραγματικότητας είναι λάθος και η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής, με βάση την οποία σήμερα είναι κρατούμενοι οι επαγγελματίες του είδους, θα έχει σαν συνέπεια την άμεση αποφυλάκισή τους, με τραγικές, πιστεύουμε, συνέπειες στην ελληνική κοινωνία. β) Περαιτέρω, για πρώτη φορά, απαιτείται η ύπαρξη έγκλησης, για τη δίωξη του εγκλήματος της κλοπής και εστιάζουμε σ΄ αυτό το έγκλημα, γιατί με αυτό προσβάλλεται, βασικά, το αγαθό της ιδιοκτησίας. Είναι αυτονόητο ότι η κλοπή, σχεδόν πάντα, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον ιδιοκτήτη, τον φορέα, δηλαδή, του έννομου αγαθού και δικαιούμενο σε έγκληση και, συνεπώς, ούτε όταν τελείται η πράξη, αλλά, συνήθως, ούτε και μετά από εύλογα σύντομο χρόνο, μετά την πράξη, δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, η απαιτούμενη έγκληση. Άμεση συνέπεια αυτού θα είναι η αδυναμία της Πολιτείας να προστατεύσει, δια των οργάνων της, άμεσα και αποτελεσματικά των ιδιοκτησία των βλαπτόμενων πολιτών, αφού οι διωκτικές αρχές, μη υπάρχουσας σχετικής έγκλησης, θα αδυνατούν να ενεργήσουν για τη σύλληψη του δράστη, ακόμη και αν το έγκλημα διαπράττεται ενώπιον των διωκτικών οργάνων. Παράδοξα, όπως σύλληψη ενός διαρρήκτη, κράτησή του στο αστυνομικό τμήμα και την άλλη μέρα ο παθών να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη, ή όπως αδράνεια του αστυνομικού, ενώ παρουσία του λαμβάνει χώρα διάρρηξη καταστήματος ή αυτοκινήτου, προκαλώντας, μάλιστα, την έντονη διαμαρτυρία τρίτων περαστικών, θα είναι καθημερινό φαινόμενο. Και, βέβαια, γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι εάν ο παθών δεν είναι παρών κατά την τέλεση του εγκλήματος της σε βάρος του κλοπής, όπως κατά βάση συμβαίνει, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και αυτό για ένα έγκλημα, που μέχρι σήμερα, συνήθως διώκεται με την αυτόφωρη διαδικασία. Ακόμη, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να δώσουν την δυνατότητα, στον με (επιείκεια αντιμετωπιζόμενο) επαγγελματία δράστη, να ασκήσει πιέσεις στα θύματά του, ώστε να μην υποβάλουν έγκληση σε βάρος του. Το παράδοξο και εσφαλμένο της απαίτησης για ύπαρξη εγκλήσεως, προκειμένου να διωχθεί το έγκλημα της κλοπής, είναι περισσότερο από εμφανές και θα είναι ολέθριο λάθος αν αυτό θεσπιστεί. γ) Περαιτέρω, για πρώτη, επίσης, φορά, απαιτείται η ύπαρξη έγκλησης, για την δίωξη του εγκλήματος της η απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και, μάλιστα, και στην κακουργηματική της μορφή. Η ρύθμιση αυτή δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογητική βάση και δεν γίνεται κατανοητή. δ) Αξιοσημείωτη είναι και η πλημμεληματοποίηση της κακουργηματικής τοκογλυφίας.
11) Τέλος, η κατάργηση του Ν.1608/50 είναι, κατά την άποψή μας, απολύτως εσφαλμένη, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος λειτουργεί αποτρεπτικά, με την αυστηρότητά του, έναντι των επίδοξων καταχραστών δημόσιου χρήματος. Όταν, παρά την ύπαρξή του, σημειώθηκαν τόσες περιπτώσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος, εύκολα γίνεται αντιληπτό πόσα κρούσματα θα έχουμε στο μέλλον με ποινές «χάδι», πέραν του ότι θα οδηγήσει αρκετούς καταχραστές που είτε έχουν ήδη παραπεμφθεί είτε εκτίουν ισόβιες ή πολυετείς ποινές κάθειρξης, εκτός των καταστημάτων κάθειρξης. Ο ισχυρισμός ότι ο νόμος αυτός ήταν αναχρονιστικός, δεν αποτελεί αιτιολογία για την κατάργηση ενός αποτελεσματικού όπλου στα χέρια της Ελληνικής Δικαιοσύνης, σε βάρος αυτών που με τις πράξεις τους έφεραν, κατά κύριο λόγο, τη χώρα μας στη χρεωκοπία και οδήγησαν πολλούς από τους συνανθρώπους μας στην αυτοχειρία.
Όσον αφορά το Σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1) Κακώς έγινε απάλειψη από τα άρθρα 1 και 3 του σχεδίου του ΚΠοινΔ, του Πταισματοδικείου ως ποινικού Δικαστηρίου και ουσιαστικά καταργούνται τα 41 οργανωμένα ειδικά Πταισματοδικεία που λειτουργούν στη Χώρα με αντίστοιχες 109 οργανικές θέσεις Ειρηνοδικών (σύνολο οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών 916) που ασκούν καθήκοντα Πταισματοδίκη και προτείνουμε να μετατραπούν πλημμελήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου σε πταίσματα κυρίως παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Ο.Κ και παραβάσεις των διατάξεων Υγειονομικού Κανονισμού καθώς και όλων των Υγειονομικών Διατάξεων  αντί για την εισαγωγή του νέου θεσμού της έκδοσης ποινικής διαταγής χωρίς ακροαματική διαδικασία θεσμός που παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. (άρθρα 409 επ.). Στη συνέχεια, αδόκιμα στο νέο άρθρο 31 σχεδίου του ΚΠοινΔ αναγράφεται ο «Πταισματοδίκης» ως γενικός ανακριτικός υπάλληλος που θα διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση (άρθρο 243 σχεδίου του ΚΠοινΔ) στα σοβαρότερα κατά τεκμήριο εγκλήματα (κακουργήματα και πλημμελήματα) με σημαντικές εγγυήσεις για το πρόσωπο είτε αυτού που φέρεται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη, είτε αυτού που απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Σαφώς πρέπει να γίνει διάκριση του Ειρηνοδίκη – Πταισματοδίκη ως Δικαστικού Λειτουργού από του υπόλοιπους ανακριτικούς υπαλλήλους, διότι μόνο αυτοί κατά την άσκηση των ανακριτικών τους λειτουργιών αποτελούν τον εγγυητή στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιφέρουν την επιτάχυνση της ποινικής προδικασίας. Τονίζουμε ότι από το σύνολο των 109 οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών που υπηρετούν σε 41 ειδικά Πταισματοδικεία της Χώρας στα 35 ειδικά Πταισματοδικεία υπάρχουν 44 οργανικές θέσεις (δηλαδή υπηρετούν 1 ή 2 Πταισματοδίκες), ενώ οι υπόλοιπες 65 οργανικές θέσεις έχουν κατανεμηθεί στα 6 μεγαλύτερα ειδικά Πταισματοδικεία (Πταισματοδικείο Αθηνών 32, Θεσσαλονίκης 15, Πειραιά 8, Πατρών 4, Ηρακλείου 3, Λάρισας 3), δηλαδή μικρός αριθμός Πταισματοδικών που έχει επιφορτιστεί με τη διενέργεια προκαταρκτικών και προανακριτικών πράξεων, επεξεργάζεται μεγάλο αριθμό δικογραφιών με όγκο και πολυπλοκότητα για την οποία απαιτείται νομική κατάρτιση, εμπειρία, καθημερινή παρουσία καθώς σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είτε λόγω αντικειμένου της διαφοράς είτε λόγω κινδύνου παραγραφής ζητείται η περαίωση τους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (από 3 ημέρες έως 30 ημέρες). Προτείνουμε, λοιπόν, να μην γίνει κατάργηση όλων των πταισμάτων διότι προσβάλλονται ατομικά και προσωπικά έννομα αγαθά και η «απεγκληματοποίησή» τους με βάση δογματικές ευαισθησίες θα έχει δυσάρεστα αποτελέσματα και θα οδηγήσει σε αυθαιρεσίες με την  επιβολή υπέρογκων διοικητικών προστίμων, χωρίς δικαίωμα προγενέστερης ακρόασης και ουσιαστικά στερώντας από τον πολίτη την πρόσβαση του στη δικαιοσύνη (χρόνος και κόστος προσφυγής στη Διοικητική Δικαιοσύνη).
2) Η κατάργηση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, κατά το άρθρο 42 παρ 4, το οποίο είναι προαπαιτούμενο της υποβολής έγκλησης, με ποινή απαραδέκτου αυτής, είναι μη ορθή, διότι απέτρεπε σε μεγάλο βαθμό την υποβολή αβάσιμων εγκλήσεων και την προσφυγή δικομανών στην δικαιοσύνη.
3) Η κατάργηση, επί της ουσίας, του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων (άρθρο 110), στο οποίο εκδικάστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αποτελεσματικότητα, χιλιάδες υποθέσεις και συνετέλεσε τα μέγιστα στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης κάτι το οποίο το κατέστησε έναν πετυχημένο θεσμό, είναι απολύτως εσφαλμένη και θα οδηγήσει, με απόλυτη βεβαιότητα, στην καθυστέρηση απονομής της ποινικής  Δικαιοσύνης. Με τη νέα ρύθμιση όλα τα κακουργήματα, εκτός από αυτά που εκδικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, θα εκδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ο αριθμός των δικασίμων του οποίου αναμένεται, τουλάχιστον, να διπλασιασθεί, όπως θα διπλασιασθούν και οι δικάσιμοι του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με αντίστοιχη αύξηση των υπηρεσιών των Εφετών. Το ίδιο θα συμβεί και στον πρώτο βαθμό, με την αύξηση των δικασίμων του  Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού τα περισσότερα πλημμελήματα θα εκδικάζονται από αυτό και στη συνέχεια, βέβαια, θα δικάζονται κατ΄ έφεση από τα Τριμελή Εφετεία Πλημμελημάτων. Ο αριθμός των υποθέσεων που εκδικάζονται σήμερα, ανά δικάσιμο, από τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων, είναι, τουλάχιστον, τριπλάσιος από αυτόν των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων. Η επιλογή αυτή – παρά το όποιο σημαντικό κόστος, το οποίο δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη – επιχειρείται να τεκμηριωθεί με το επιχείρημα της ανάγκης ορθότερης απονομής της Δικαιοσύνης, για τα κακουργήματα, πράγμα που, κατά την ίδια άποψη, διασφαλίζεται όταν απονέμεται  από τα δικαστήρια με πολυμελή σύνθεση και όχι με μονομελή, διότι, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, είναι υπαρκτός ο  κίνδυνος, ο μονομελής  Δικαστής να υποπέσει ευκολότερα σε λάθος κρίση που θα καταστεί επώδυνη για τον πολίτη. Όμως η θεώρηση αυτή είναι πολλαπλώς εσφαλμένη, αφενός μεν διότι τα εγκλήματα που καλούνται να δικάσουν οι μονομελείς συνθέσεις του Εφετείου είναι ευκολότερα διαχειρίσιμα, καθόσον είναι επαναλαμβανόμενα και σε σημαντικό βαθμό τυποποιημένα, ώστε να μην απαιτείται ιδιαίτερη δυσκολία στην ανάλυση του ουσιαστικού τους μέρος, αφετέρου δε διότι, σε κάθε περίπτωση, τυχόν λάθος του Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, μπορεί να διορθωθεί από το δευτεροβάθμιο ποινικό Δικαστήριο που  συγκροτείται πάντοτε σε πολυμελή σύνθεση. Σε κάθε περίπτωση, οι  προεδρεύοντες Δικαστές των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, ανταποκρίνονται πλήρως στα καθήκοντά τους, διαψεύδοντας στην πράξη αυτούς που διατύπωσαν και εξακολουθούν να διατυπώνουν επιφυλάξεις.
4) Εσφαλμένη θα πρέπει να θεωρηθεί και η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 6, καθόσον η δυνατότητα φωνοληψίας της διαδικασίας με ίδια μέσα από τους παράγοντες της δίκης δεν μπορεί να πραγματοποιηθέι, όπου δεν προβλέπεται υποχρεωτική φωνοληψία με μέσα του δικαστηρίου.
5) Η διάταξη, του άρθρου 333 παρ. 1, στην οποία ορίζεται ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, στις δίκες που αφορούν σε υποθέσεις κακουργημάτων, ορίζει προηγουμένως έναν εισηγητή δικαστή, εισάγοντας το πρότυπο της διαδικασίας της αστικής δίκης στην ποινική δίκη, υπονοώντας, προφανώς, ότι οι σύνεδροι δικαστές στην ποινική δίκη δεν συμμετέχουν ενεργά σ΄ αυτήν, οπότε θα πρέπει να υποχρεώθούν να το κάνουν, οριζόμενοι ως εισηγητές είναι και απολύτως εσφαλμένη, αλλά, προεχόντως, άκρως προσβλητική για το σύνολο των δικαστών και, βέβαια, θα προσθέσει, ακόμη μεγαλύτερο φόρτο στους σύνεδρους δικαστές, οι οποίοι, εκτός από την συγγραφή των πολιτικών υποθέσεων που χρεώνονται θα είναι επιφορτισμένοι και με την συγγραφή των ποινικών υποθέσεων, στις οποίες ορίσθηκαν εισηγητές.

Συμπερασματικά, φρονούμε ότι
παρά τα αρκετά θετικά στοιχεία τους, τα υπό ψήφιση νομοσχέδια, τόσο του Ποινικού Κώδικα όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εμπεριέχουν πλείστες όσες διατάξεις, οι οποίες, με απόλυτη βεβαιότητα, θα οδηγήσουν σε ασφυξία τα Δικαστήρια της χώρας, ιδίως τα Εφετεία, με αποτέλεσμα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να παραστεί ανάγκη τροποποίησής τους. Και είναι, τουλάχιστον, άκαιρο, σε εποχές που η χώρα μας πλήττεται από ιδιαιτέρως βαριάς μορφής εγκληματικότητα, να εισάγονται προς ψήφιση Κώδικες, αφορώντες το ποινικό δίκαιο, οι οποίοι δεν κατατείνουν στην ορθή και αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική του Κράτους.

Παρατηρήσεις επί των σχεδίων του ΠΚ και ΚΠΔ, Χρισ. Σεβαστίδη, Χαρ. Σεβαστίδη και Παν. Μποροδήμου

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

ΤΟΥ ΠΚ ΚΑΙ ΚΠΔ

(όπως θα κατατεθούν στα πρακτικά του ΔΣ τα οποία στη συνέχεια θα υποβληθούν στις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές)

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου ΕΔΕ

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Προέδρου Πρωτοδικών, Εκπροσώπου Τύπου ΕΔΕ

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη, Αναπλ. Ταμία ΕΔΕ

 

Χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για να κάνουμε μια διεξοδική αποτίμηση και έναν επιστημονικό σχολιασμό κάθε άρθρου των σχεδίων των δύο Κωδίκων, που κατατέθηκαν, θα εκθέσουμε συνοπτικά τις απόψεις μας για την γενική κατεύθυνση στην οποία κινούνται. Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε εισαγωγικά ότι οι νέοι Κώδικες πρόκειται να αναμορφώσουν συνολικά και εκ θεμελίων το ποινικό σύστημα στη Χώρα μας, καταργώντας εκατοντάδες άρθρα και εισάγοντας νέους θεσμούς.  Πολλές από τις νέες διατάξεις έχουν αναμφίβολα θετικό πρόσημο και κινούνται σε σωστή κατεύθυνση. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές που χρειάζονται μια περαιτέρω επεξεργασία και άλλες που πρέπει να εγκαταλειφθούν.

Η επιτυχία του εγχειρήματος να αναμορφωθεί το ποινικό σύστημα περνάει μέσα από μια βασική προϋπόθεση: την δημιουργία και στήριξη εκείνων των αναγκαίων δομών που θα το υποστηρίξουν. Η επιλογή για παράδειγμα ενίσχυσης των πολυμελών συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων σε βάρος των μονομελών (Πλημμελειοδικείων και Εφετείων) καθώς και η εισαγωγή των νέων θεσμών της ποινικής διαταγής, της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής, δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς την κατάλληλη αύξηση των οργανικών θέσεων δικαστών και εισαγγελέων. Ο αναμφίβολα θετικός προσανατολισμός της ενίσχυσης της κοινωφελούς εργασίας σε βάρος της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως αποκλειστικής ποινής, δεν θα λειτουργήσει χωρίς έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό των δημοσίων υπηρεσιών και των ΟΤΑ στις οποίες θα πραγματοποιείται η κοινωφελής εργασία. Η κατάργηση της μετατροπής της ποινής σε χρηματική σε συνδυασμό με την συλλήβδην κατάργηση της μετατροπής της φυλάκισης άνω των 3 ετών σε κοινωφελή εργασία ή της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση των φυλακών ή θα επιφέρει αντίστροφο αποτέλεσμα;

Σχολιασμοί στον Ποινικό Κώδικα

  1. Αποτιμάται θετικά η κατάργηση του ν. 1608/50 (περί καταχραστών Δημοσίου) και η ενσωμάτωση των περιπτώσεών του στον Π.Κ, που θέτει τέρμα στην εφαρμογή δρακόντειων και δυσανάλογων με το αδίκημα ποινών
  2. Επίσης θετικά αποτιμάται και η κατάργηση των πταισμάτων, τα οποία αντιστοιχούν σε διοικητικές παραβάσεις, ιδιαίτερα χαμηλής απαξίας. Σημειώνουμε εδώ ότι στη γενικότερη φιλοσοφία του νέου ΠΚ για εξορθολογισμό και μείωση των ποινών σε επίπεδα που θα αντιστοιχούν στο χρόνο της πραγματικής έκτισής τους και μετά την αποποινικοποίηση πλήθους αδικημάτων και την μείωση του ανωτάτου ορίου της προσωρινής κάθειρξης, θα ήταν εντελώς ανορθολογικό να παραμένουν ως εγκλήματα τα πταίσματα, τη στιγμή μάλιστα που δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο ως διοικητικές παραβάσεις στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης. Η κατάργησή τους δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ως κατάργηση των Πταισματοδικείων. Αντίθετα με τα σχέδια των Κωδίκων ορθά ενδυναμώνεται ο ρόλος και το έργο των Πταισματοδικών αφού θα διενεργούν πλέον υποχρεωτική προκαταρκτική εξέταση και για τα αδικήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
  3. Η αναβάθμιση της κοινωφελούς εργασίας ως αυτοτελούς κατηγορίας ποινής, εναλλακτικής της στέρησης της ελευθερίας είναι σύμφωνη με την σύγχρονες αντιλήψεις για την λειτουργία του ποινικού δικαίου. Δύο επισημάνσεις πρέπει να γίνουν: Όπως αναφέρουμε και στην εισαγωγή στην παρούσα φάση παραγνωρίζεται η πραγματική αδυναμία της Πολιτείας να υλοποιήσει την εκτέλεση χιλιάδων τέτοιων «ελαφρών» ποινών. Επιπλέον η διάταξη, στο βαθμό που εξαρτά το είδος της έκτισης της ποινής από την δικονομική παρουσία του κατηγορουμένου, προβληματίζει από άποψη συνταγματικότητας στη βάση της αρχής της ισότητας, αφού ο δικονομικά παριστάμενος ωφελείται έναντι του απόντος κατηγορουμένου, διότι ο νόμος απειλεί εκ προοιμίου για τους δύο τους για ίδια πράξη, διαφορετική ποινική αντιμετώπιση. Η περίπτωση εμφανίζεται ιδιαίτερα προβληματική στην περίπτωση που δεν συντρέχει περίπτωση δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης, οπότε ο παρών θα εκτελεί ποινή κοινωφελούς εργασίας και ο απών θα εκτίει ποινή φυλάκισης, ακόμα και για πολύ χαμηλές ποινές.
  4. Στο άρθρο 52 παρ. 2 θα πρέπει να οριστεί η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης «πέντε έτη και άνω» και όχι «ανώτερη των πέντε ετών» αφού έτσι δεν καλύπτεται η ποινή των 5 ετών.
  5. Η απαίτηση του άρθρου 79 παρ. 7 ότι «η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη» μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση πλήθους αποφάσεων χωρίς σοβαρό λόγο. Ορθή η αλλαγή ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολογία μόνο όταν τα στοιχεία που πρέπει να εκτιμηθούν είναι διαφορετικά από εκείνα που μνημονεύονται στο σκεπτικό της απόφασης για την κήρυξη της ενοχής ή εισφέρονται το πρώτον μετά την κήρυξη της ενοχής.
  6. Στο άρθρο 82 θα πρέπει να προβλεφθεί και συνυπολογισμός του χρόνου κράτησης στα πλαίσια εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και στα πλαίσια διαδικασίας έκδοσης.
  7. Στο άρθρο 85 διατηρούμε επιφυλάξεις για την δεύτερη μείωση της ποινής ειδικά για την περίπτωση συνδρομής περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμίζεται η απειλούμενη ποινή. Η υποχρεωτικότητα να ελαττώνει το Δικαστήριο την ποινή θα πρέπει να αναθεωρηθεί στην κατεύθυνση της θέσπισης διακριτικής ευχέρειας.
  8. Στο άρθρο 94 να επανεξεταστεί η απάλειψη από την παράγραφο 2 της περίπτωσης επιβολής συνολικής ποινής για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή με βάση την παράγραφο 1
  9. Η νέα μορφή των άρθρων 99 και 104Α δημιουργούν ασάφεια ως προς το πεδίο αλληλοεπικάλυψής τους. Κατά το 99 κάθε ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη είτε μόνη της είτε αθροιζόμενη με παλαιότερες ποινές, αναστέλλεται χωρίς άλλη προϋπόθεση, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει το δικαστήριο ότι πρέπει να εκτελεστεί. Στο δε 104Α ορίζεται ότι η ποινή φυλάκισης για ένα πλημμέλημα, που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εκτελεστεί, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 99 και 100 ΣχΠΚ. Παρατηρεί κανείς μία σημαντική διεύρυνση του πεδίου λειτουργίας της αναστολής, που πλέον απέχει ολοένα και περισσότερο από την αναμενόμενη επιείκεια απέναντι στον «πρωτόπειρο» δράστη, δημιουργώντας στην πράξη ένα πλέγμα προστασίας απέναντι στη συστηματική μικροεγκληματικότητα. Παράλληλα, ενόψει του προσδιορισμού ίδιου ορίου ποινής τόσο για την χορήγηση αναστολής όσο και για την παροχή κοινωφελούς εργασίας (ποινές έως τριών ετών), δημιουργείται ασάφεια για το σε ποια περίπτωση (πλην εκείνης που το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι θα πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση) είναι δυνατό ο ένας θεσμός να αποκλείσει τον άλλο. Ο προβληματισμός γίνεται εντονότερος λαμβάνοντας υπόψιν τη διάταξη περί μετατροπής σε κοινωφελή εργασία, που θέτει ως προϋπόθεση την καταδίκη για «ένα» πλημμέλημα. Άραγε αυτό σημαίνει ότι καταδίκη για περισσότερα του ενός πλημμελήματα, που συνολικά δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δεν μετατρέπεται σε κοινωφελή εργασία; Η κλιμάκωση προϋποθέσεων, που έθετε το 99 ΠΚ ως ισχύει, σε συνδυασμό με την διάταξη περί μετατροπής ως ισχύει, δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας για τα όρια των δύο θεσμών και επομένως μία πιο εύστοχη νομοτεχνικά διατύπωση, φαίνεται εν προκειμένω αναγκαία.
  10. Το άρθρο 104Β θα πρέπει να προσαρμοστεί στο άρθρο 45 παρ. 2 και 3 του ΣχΚΠΔ τόσο ως προς τις προϋποθέσεις όσο και ως προς το ότι οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής μπορούν να κριθούν από τον εισαγγελέα πριν την άσκηση ποινικής δίωξης
  11. Στο άρθρο 105Β θεωρούμε ότι το ελάχιστο όριο της εκτιθείσας ποινής για την υφ’ όρον απόλυση (περ. α’ και β’) πρέπει να αυξηθεί ενόψει του ότι ήδη με το νέο σχέδιο ΠΚ οι ποινές έχουν μειωθεί
  12. Στο άρθρο 113 το εδ. β΄ της παρ. 1 να ρυθμιστεί σε χωριστή παράγραφο, διότι διαφορετικά μπορεί να ανακύψει ερμηνευτικό ζήτημα σε σχέση με το ανώτατο όριο αναστολής κατά την παρ. 2 δηλ. αν αφορά μόνο το εδ. α΄ ή και το εδ. β΄ της παρ. 1. Στο εδ. β΄ της παρ. 2 να ενταχθεί και ρητά (παρά το ότι μάλλον συνάγεται ερμηνευτικά) και η περίπτωση αναστολής βάσει του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ. Η παρ. 2 να παραπέμπει ορθότερα στο άρθρο 29 αντί του άρθρου 30 παρ. 2 ΚΠΔ.
  13. Στο άρθρο 129Α η παραπομπή να γίνει στο άρθρο 284 και όχι στο άρθρο 283Α ΚΠΔ
  14. Το άρθρο 187 παρ. 2 (εγκληματική οργάνωση) μειώνει το πλαίσιο ποινής για τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης. Η διάταξη που επιφύλασσε διαφορετική ποινική μεταχείριση για τον διευθύνοντα εγκληματική οργάνωση, αξιολογούσε την ιδιαίτερη θέση του διευθύνοντος την οργάνωση σε σχέση με τα απλά μέλη της και κάλυπτε την αποδεδειγμένη αποδεικτική δυσχέρεια που εμφανίζεται στα πλαίσια της αντιμετώπισης της επί μέρους εγκληματικής δράσης της οργάνωσης μέσα από το εργαλείο της ηθικής αυτουργίας. Η δυσχέρεια αυτή είναι προφανής, στο βαθμό που ο διευθύνων την εγκληματική οργάνωση συχνά διατηρεί ρόλο ρυθμιστικό και ελάχιστα εμπλεκόμενο με τη φυσική αυτουργία των επί μέρους εγκληματικών πράξεων, καταλήγοντας στην αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των οργάνων, έναντι του εγκεφάλου. Η αλλαγή που επιχειρείται κανένα ζήτημα έλλειψης αναλογικότητας δε λύνει, ούτε η ύπαρξη της διάταξης οδηγεί αναγκαία στην κατασκευή διευθυνόντων εγκληματικής οργάνωσης εκεί που η δομή δεν ανταποκρίνεται στο πυραμιδοειδές σχήμα του νόμου. Αντίθετα αφαιρεί ένα χρήσιμο εργαλείο του ποινικού οπλοστασίου χωρίς εύλογη αιτία, εκθέτοντας το νομοθέτη σε κριτική αναγόμενη στη σκοπιμότητα εκκρεμών δικών.  
  15. Στο άρθρο 167Α εισάγεται νέα ποινική διάταξη με τίτλο «αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς». Στα θετικά εντάσσεται η πρόβλεψη εγκλήματος άσκησης βίας κατά δικαστικών λειτουργών. Ερμηνευτική δυσχέρεια προκαλείται ωστόσο με την χρήση της έννοιας της «αθέμιτης» επιρροής, δεδομένου ότι ο όρος δεν έχει νόημα, καθώς κανένας τρόπος επιβολής απόφασης σε δικαστικό λειτουργό δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί θεμιτός.
  16. Στο άρθρο 361 η παρ. 2 θεωρούμε ότι πρέπει να παραπέμπει ορθότερα στην παρ. 4 και όχι στην παρ. 3 του άρθρου 308. Στην παρ. 1 μάλλον εσφαλμένα χρησιμοποιείται ο όρος «δημόσια», αφού αυτό μπορεί να γίνει ενώπιον λίγων προσώπων σε δημόσιο χώρο. Μάλλον ορθότερα θα πρέπει να γίνεται λόγος για εξύβριση με χρήση ΜΜΕ (τηλεόρασης, ραδιοφώνου, εφημερίδων και περιοδικών). Το ίδιο και στα άρθρα 362, 363, 369.
  17. Στο άρθρο 366 πρέπει να περιληφθεί διάταξη αντίστοιχη με αυτήν που σήμερα προβλέπεται στο άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, μετά την τροποποίησή του με το ν. 4596/2019 για ανταπόδειξη.
  18. Στο άρθρο 372 θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης της κλοπής.
  19. Η κατάργηση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της κλοπής, πλαστογραφίας, απάτης, τοκογλυφίας, δωροληψίας υπαλλήλου και δωροδοκίας και η μετατροπή τους σε πλημμελήματα, αφενός οδηγεί σε αθρόα παραγραφή εκκρεμών κακουργημάτων, αφετέρου αυξάνει κατά πολύ την αρμοδιότητα του Πλημμελειοδικείου σε ένα αντικείμενο που ανήκε παραδοσιακά στην ύλη Εφετείου. Από την πλευρά δε της γενικής πρόληψης,  η κατ’ επάγγελμα τέλεση εγκλημάτων, η οποία συνδέεται ουσιαστικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντιμετωπισθεί με πλημμεληματικές ποινές και δεν φαίνεται να αποδεικνύεται κάτι αντίθετο από την ποινική πράξη. Ειδικότερα ως προς το πλημμέλημα της κατ’ επάγγελμα τοκογλυφίας, ο νομοθέτης με την μετάπτωσή της σε πλημμέλημα, ουσιαστικά αμνηστεύει όσους την εποχή της κρίσης του τραπεζικού συστήματος, όταν ο τραπεζικός δανεισμός στέρεψε, οργανώθηκαν  και εκμεταλλεύθηκαν με τον σκληρότερο τρόπο, με μεθόδους, που δεν εξαντλούνται στην έκδοση π.χ. μιας διαταγής πληρωμής, εκείνους που βρέθηκαν ξαφνικά σε πρόσκαιρη αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.
  20. Με το άρθρο 314 καταργείται η αυτεπάγγελτη δίωξη στα τροχαία. Δημιουργεί προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο θα επιλαμβάνεται πλέον η Αστυνομία για την καταγραφή των τροχαίων με σωματική βλάβη, ενώ δεν έχει ακόμα υποβληθεί έγκληση.
  21. Στο άρθρο 336 δημιουργείται ερμηνευτικό ζήτημα σχετικά με το ποιες είναι οι πράξεις που θα θεωρούνται «ίσης βαρύτητας με τη συνουσία».
  22. Η μετατροπή του αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας από κακούργημα σε πλημμέλημα είναι λανθασμένη.

Σχολιασμοί στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  1. Οι νέοι θεσμοί της ποινικής διαταγής, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης ως λύσεις ανάγκης προκειμένου να αποφορτιστούν τα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων, απαιτούν αύξηση οργανικών θέσεων δικαστών και εισαγγελέων. Το ίδιο και ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αλλά και η μεταφορά ύλης από το Μονομελές στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
  2. Προβληματική παραμένει η διατήρηση των θεσμών του Οικονομικού Εισαγγελέα και του Εισαγγελέα Διαφθοράς και μάλιστα η ένταξή τους στον ΚΠΔ δίνει σ’ αυτούς έναν μόνιμο χαρακτήρα.
  3. Είναι απολύτως ορθή η πλήρης αποσύνδεση της πολιτικής αγωγής από την αστική αξίωση του ζημιωθέντος. Στην σωστή κατεύθυνση κινούνται η κατάργηση των παραβόλων για κατάθεση μήνυσης και έγκλησης, η υποχρεωτικότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης πριν την άσκηση ποινικής δίωξης για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
  4. Ιδιαίτερα προβληματική η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 6. Η δυνατότητα φωνοληψίας της διαδικασίας με ίδια μέσα από τους παράγοντες της δίκης δεν μπορεί να είναι δυνατή όπου δεν προβλέπεται υποχρεωτική φωνοληψία με μέσα του δικαστηρίου. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπάρχει συγκριτικός άξονας πιστοποίησης της αλήθειας των φερόμενων ως καταγεγραμμένων και ο κίνδυνος αποσπασματικής αξιοποίησης και μοντάζ των δικών, από τη φωνοληψία με μέσα των διαδίκων θα δώσει της δυνατότητα για εκμετάλλευση ενός αμφίβολης πιστότητας υλικού κατά τις επιδιώξεις των κατόχων της καταγραφής. Ουσιαστικά θα υφίστανται πρακτικά δύο ταχυτήτων, που θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιοπιστίας του Δικαστηρίου.
  5. Λανθασμένη πρέπει να θεωρείται η διάταξη περί ορισμού εισηγητή δικαστή στα κακουργήματα (333), δεδομένου ότι το ισχύον καθεστώς ήταν ιδιαίτερα πετυχημένο και δεν είχε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στην διαδικασία.
  6. Απαιτείται απάλειψη του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 235 ΚΠΔ που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις την επιβολή εξόδων διερμηνείας σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού κατά τη σχετική Οδηγία η διερμηνεία πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρέχεται δωρεάν στον κατηγορούμενο, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση.
  7. Θα πρέπει να γίνει πρόβλεψη σε μεταβατικές διατάξεις για την κατάργηση ειδικών ρυθμίσεων σύντμησης προθεσμιών εμφάνισης στο ακροατήριο στα δια του τύπου τελούμενα εγκλήματα. Μετά την κατάργηση των ειδικών διατάξεων για την παραγραφή και την περιορισμένη διάρκεια της αναστολής της παραγραφής η σύντμηση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη.
  8. Στο άρθρο 340 παρ. 4 και στο άρθρο 432 θα πρέπει να περιληφθεί η αντίστοιχη με το ισχύον σήμερα καθεστώς (άρθρο 340 παρ. 3) σχετικά με το ότι η εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς την παρουσία ή την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου προϋποθέτει και ενημέρωσή του για τις συνέπειες της ερημοδικίας του.