Ομιλία της Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Βασιλικής Θάνου-Χριστοφίλου, Αρεοπαγίτη στην Τακτική Γενική Συνέλευση της 8ης-12-2012

Η παρούσα Γενική Συνέλευση πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα βαρύ, λόγω της εξαιρετικά δυσχερούς κατάστασης της χώρας καθώς και λόγω της μεγάλης έντασης που επικρατεί στο χώρο της Δικαιοσύνης. Kαι η μεν εξαιρετικά δυσχερής κατάσταση της χώρας οφείλεται στη μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία προκλήθηκε από την, επί μακρά σειρά ετών και από διαδοχικές κυβερνήσεις, κακή διαχείριση των οικονομικών του Κράτους. Σε περιόδους όμως που η χώρα διέρχεται κρίση, σε περιόδους που καταλογίζεται στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία ότι με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους οδήγησαν την χώρα στην κρίση, επιβάλλεται η Τρίτη και ισότιμη με τις άλλες δύο Δικαστική Εξουσία, να θωρακίζεται και να ενισχύεται ακόμη περισσότερο, ώστε να λειτουργεί με τρόπο απρόσκοπτο και να συμβάλλει, για να εξέλθει η χώρα από την κρίση. Αντ’ αυτού, σ’ αυτή την πολύ δύσκολη για τη χώρα μας περίοδο, έγιναν εκ μέρους των άλλων δύο Λειτουργιών ενέργειες απαξιωτικές και βλαπτικές για τη Δικαιοσύνη και τους Λειτουργούς της, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα τη δικαιολογημένα έντονη αντίδραση των τελευταίων.
Κυρίες και Κύριοι,
Βασικό χαρακτηριστικό του Κράτους Δικαίου είναι η ύπαρξη κανόνων δικαίου που εγγυώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των διοικουμένων έναντι της κρατικής εξουσίας και η αναγνώριση στους διοικουμένους της αξίωσης έναντι της κρατικής εξουσίας να σέβεται τα δικαιώματα αυτά. Η υλοποίηση της επιταγής περί σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών, που προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήκει στα Δικαστήρια. Ο θεσμικός ρόλος του Δικαστή είναι να διασφαλίζει την εφαρμογή των αρχών αυτών και να εγγυάται την τήρηση της αρχής της νομιμότητας.
Όταν τα αντίδικα μέρη προσφεύγουν στο Δικαστήριο, έχουν τηνθεσμικά κατοχυρωμένη αξίωση για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και γιατην έκδοση απόφασης από «δίκαιο» Δικαστή, δηλαδή από Δικαστήαμερόληπτο και αντικειμενικό. Η ανεξαρτησία, επομένως, του Δικαστήείναι στοιχείο απαραίτητο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης και για την εμπέδωση στους πολίτες της εμπιστοσύνης ότι το Δικαστήριο θα κρίνει σύμφωνα με το νόμο και χωρίς οποιαδήποτε επιρροή από οποιαδήποτε μορφή εξουσίας ή από τους διαδίκους. Ο Δικαστής δικαιώνειτον λειτουργικό του ρόλο μόνον εφόσον αναδεικνύεται ως κριτήςεξοπλισμένος με την εγγύηση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, η οποία είναι το βασικότερο στοιχείο της ποιοτικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Για το λόγο αυτό τα Συντάγματα κατοχυρώνουν την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών (και της ισοτιμίας των τριών Εξουσιών), καθώς και την δικαστική ανεξαρτησία, ως θεμελιώδεις οργανωτικές βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών αποκτά υπόσταση και πρακτική αξία διά μέσου του ελέγχου της κρατικής δράσης από τα Δικαστήρια και κυρίως του ελέγχου της συνταγματικότητας των ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων των άλλων δύο Λειτουργιών.
Η ανεξαρτησία του Δικαστή είναι το θεμέλιο του Κράτους Δικαίου, εντοπίζεται δε τόσο στην ανεξαρτησία του έναντι των οργάνων των άλλων δύο Εξουσιών, όσο και στη στάση του ως ουδέτερου κριτή απέναντι στα συμφέροντα των αντίδικων μερών. Η αρχή της διάκρισης των Εξουσιών αναφέρεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και η της ανεξαρτησίας (προσωπικής και λειτουργικής του Δικαστή) στο άρθρο 87. Η δικαστική ανεξαρτησία διασφαλίζεται με δύο τρόπους: α) με την κατοχύρωση της υπηρεσιακής θέσης του Δικαστή. Ο Δικαστής δεν επιτρέπεται να παυθεί από το αξίωμά του, παρά μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος και για λόγους που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, β) με την διασφάλιση της οικονομικής τους ανεξαρτησίας του Δικαστή. Η διασφάλιση αυτή παρέχεται από το Σύνταγμα, το οποίο, στο άρθρο 88§2 επιτάσσει ειδική μισθολογική μεταχείριση των Δικαστικών Λειτουργών, ανάλογη με το λειτούργημά τους. Η διασφάλιση αυτή θεωρείται αυτονόητο και αναγκαίο στήριγμα της ανεξαρτησίας τους, τόσο της προσωπικής όσο και της θεσμικής. Θεωρώ άξιο να υπογραμμιστεί ότι σε ορισμένα κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής, το Μισθολόγιο των Δικαστών Λειτουργών καθορίζεται από ανεξάρτητη Επιτροπή, ώστε να μην είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή συναλλαγής μεταξύ των Δικαστικών και της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας και να αποφεύγεται έτσι ο κίνδυνος οποιασδήποτε πολιτικής εμπλοκής ή επέμβασης, που θα μπορούσε να πλήξει τη δικαστική ανεξαρτησία. (Αυτή θα είναι, πολύ σύντομα, και η πρόταση των Δικαστικών Ενώσεων, προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης). Εξάλλου, το Μισθολόγιο των Δικαστικών Λειτουργών συνδέεται όχι μόνο με τη δικαστική ανεξαρτησία, αλλά και με το κύρος του δικαστικού αξιώματος και με την προσέλκυση στο Δικαστικό Σώμα νέων νομικών, με προσόντα. Σημειωτέων ότι και η Διεθνής Ένωση Δικαστών, με πρόσφατο (από 15-11-2012) ψήφισμά της που εκδόθηκε, μετά από αίτημα της Ένωσής μας το οποίο αποστείλαμε ήδη προς την Κυβέρνηση, «εκφράζει την ανησυχία της, για τις πολύ σοβαρές μειώσεις, που εφαρμόστηκαν σε ορισμένες χώρες (σαφώς υπονοεί την Ελλάδα, όπου οιΔικαστές έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες περικοπές, σε σύγκριση με όλες τις χώρες, που αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα), που δεν σέβονται τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές αρχές ως προς τον καθορισμό των αποδοχών των Δικαστών σε ύψος που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους» και έτσι «θέτουν σε διακινδύνευση, με απαράδεκτο τρόπο, την ανεξαρτησία των Δικαστών των χωρών αυτών» και καλεί τα κράτη νασεβασθούν τις διεθνείς αρχές, που εγγυώνται τη δικαστική ανεξαρτησία.
Πλούσια είναι στο ζήτημα αυτό της συνταγματικής κατοχύρωσης του μισθολογίου των Δικαστών και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, «το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ.1 και 88 παρ.2), προς εξασφάλιση της δικαστικής λειτουργίας, αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και μέσω αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), με την ανεξαρτησία των δικαστών. εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας την χορήγηση σ’ αυτούς αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημά τους,δηλαδή προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων των αποδοχών των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Επομένως, χορήγηση στα τελευταία αυτά όργανα αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στους Δικαστές παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Η παραβίαση αυτή έχει ως συνέπεια την κατ’ ευθείαν εφαρμογή του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 87 παρ.1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σε αυτούς, με τον ίδιο τρόπο των ίδιων συνολικών καθαρών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών.
Επομένως οι νέες μειώσεις των αποδοχών των δικαστών και μάλιστα σε μέγεθος τόσο υψηλό ώστε το σύνολο των περικοπών να υπερβαίνει το 50% των αποδοχών τους, αναδρομικά από 1ης /8/2012 είναι σαφώς αντισυνταγματική και δίνει στους Δικαστές το δικαίωμα να προσφύγουν διά της νομίμου οδού και να ζητήσουν την αποκατάσταση της Συνταγματικής νομιμότητας.
Η προφανής αντισυνταγματικότητα των νέων μειώσεων του μισθολογίου μας, η γενομένη κατά παράβαση Συνταγματικών αρχών του ισότιμου και ισόκυρου των τριών Εξουσιών, της αναλογικότητας, της ίσης κατανομής στα δημόσια βάρη, του δικαιώματος της προστασίας της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας, της περιουσίας αναγνωρίζεται και από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (56/7-11-2012). Υπογραμμίζουμε, ότι και σε όσες άλλες χώρες, πληττόμενες, επίσης, από μεγάλη οικονομική κρίση, οι Κυβερνήσεις επέβαλλαν μειώσεις στις αποδοχές των Δικαστών (και μάλιστα σε πολύ μικρότερο ποσοστό από τις εδώ επιβληθείσες), οι μειώσεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές και οι σχετικοί νόμοι ακυρώθηκαν (απόφαση της 18-2-2004 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, απόφασης της 14-7-2005 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τσεχίας, απόφαση της 7-12-2006 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Σλοβενίας και η πρόσφατη απόφαση 223/8-10-2012 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας).
Κυρίες και Κύριοι,
Ανέφερα όλα τα ανωτέρω, για να καταδείξω, ότι το ζήτημα δεν είναι οικονομικό, είναι πρωτίστως θεσμικό, αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την οποία οι Δικαστές δικαιούνται και υποχρεούνται να την διασφαλίζουν και αφού εξάντλησαν κάθε άλλο μέσο διαπραγμάτευσης δικαιούνται να την διασφαλίζουν ακόμα και με το έσχατο μέσο των διακοπών συνεδριάσεων, το οποίο, εν προκειμένω, δεν έχει αντισυνταγματικό χαρακτήρα, αφού, διά μέσου αυτού, οι Δικαστές κατατείνουν στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας και στηνεξασφάλιση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 87 παρ.1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, διατάξεις οι οποίες σαφώς παραβιάζονται και σαφώς θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, με τιςυπερβολικές μειώσεις, οι οποίες επιβλήθηκαν στις αποδοχές τους (υπερβαίνουν το 50%), που είναι οι μεγαλύτερες μειώσεις σε ολόκληρο το Δημόσιο Τομέα και έχουν, ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση των αποδοχών των Δικαστών. Το άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει στους Δικαστές την απεργία, υπό οποιαδήποτε μορφή, βρίσκεται σε άμεση σχέση και συνάφεια με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος, άρθρα τα οποία επιτάσσουν την υποχρέωση στην Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία των Δικαστών, εξασφαλίζοντας σε αυτούς και οικονομική ανεξαρτησία με αποδοχές ανάλογες με το Λειτούργημά τους. Επομένως, η υποχρέωση εκ μέρους των Δικαστών για εφαρμογή του άρθρου 23 του Συντάγματος, έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση την τήρηση εκ μέρους των άλλων δύο Εξουσιών της υποχρέωσης τους για εφαρμογή των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ.2 του Συντάγματος. Δεν τίθεται, συνεπώς, ζήτημα παραβίασης, εκ μέρους των Δικαστών του άρθρου 23 του Συντάγματος, με τις διακοπές συνεδριάσεων, όπως επίσης δεν τίθεται και ζήτημα πειθαρχικής ευθύνης αυτών για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις, αφού η συνολική σχεδόν συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις αυτές πραγματοποιείται σε εφαρμογή των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία είναι θεσμικό όργανο, αφού η ίδρυση και η λειτουργία της(όπως και των λοιπών Δικαστικών Ενώσεων) προβλέπεται ειδικώς και ρητώς από το Σύνταγμα (αρθρ. 89 παρ.5). Όσο για το μέτρο της περικοπής μισθού τόσο οι Δικαστικές Ενώσεις όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Α.Π., όταν γνωμοδότησε για τις διατάξεις του Ν. 4055/2012, χαρακτήρισαν τη σχετική διάταξη αμφιβόλου συνταγματικότητας, διότι η περικοπή μισθού δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται, κατά την υποκειμενική και ενδεχομένως αυθαίρετη κρίση του Διευθύνοντος κάθε Δικαστήριο ή Εισαγγελία. Είναι μεταξύ των διατάξεων του Ν. 4055/2042, των οποίωνζητούμε την άμεση τροποποίηση.
Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες επίσης διατάξεις του Ν. 4055/2012 οι οποίες χρήζουν άμεσης τροποποίησης, όπως πχ. η διάταξη που κατήργησε στην πραγματικότητα την αρμοδιότητα της Ολομέλειας κάθε Δικαστηρίου αφού η απόφαση της Ολομέλειας ισχύει μόνο εάν επικυρωθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ή επίσης η διάταξη με την οποίαπεριορίσθηκε (σε πέντε μήνες) ο χρόνος της άδεια ανατροφής τέκνου μόνο για τους Δικαστικούς Λειτουργούς, με σαφή άνιση μεταχείριση εις βάρος τους, αφού για όλους τους εργαζόμενους του Δημόσιου Τομέα εξακολουθεί να είναι εννέα μηνών.
Όσο για τη διάταξη της ποινικής δικονομίας με την οποία οι Προεδρεύοντες των Ποινικών Δικαστηρίων υποχρεούνται να αναβάλλουν τις υποθέσεις σε συγκεκριμένες δικασίμους, οριζόμενες εκ των προτέρων έγινε κατανοητό μετά από αλλεπάλληλες προτάσεις μας ότι δημιουργεί πλείστα προβλήματα στην πράξη και πληροφορούμαστε με ικανοποίηση ότι δρομολογείται η αναστολή της εφαρμογής της.
Ζητούμε επίσης τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας όπως ειδικότερα αναφέρουμε και σε αποσταλέν έγγραφό μας και είμαστε βέβαιοι κύριε Υπουργέ ότι θα κάνετε ότι μπορείτε για την εξεύρεση λύσης. Και κλείνοντας την παρένθεση που άνοιξα συνεχίζω επί του προηγουμένου ζητήματος ( του Μισθολογίου και της Ανεξαρτησίας των Δικαστών).
Η Κυβέρνηση, επιβάλλοντας τις νέες υπερβολικού ύψους μειώσεις, δεν επέδειξε αδιαφορία μόνο για το γεγονός ότι με τις υπερβολικές αυτές μειώσεις του Μισθολογίου των Δικαστών, καταφανώς παραβιάζονται οι προαναφερθείσες Συνταγματικές Διατάξεις. Από την Κυβέρνηση, βεβαίως, εξαιρώ τον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτη, ο οποίος είναι ομόνος Υπουργός της Κυβέρνησης που μας στήριξε, με προσωπικό κόστος και με δημόσιες δηλώσεις του, κατ΄ επανάληψη αναγνώρισε και τη Συνταγματική κατοχύρωση του Μισθολογίου των Δικαστών και τον θεσμικό τους ρόλο. Τον ευχαριστούμε για τη στήριξή του, καθώς και για την πρωτοβουλία του για την πραγματοποίηση της συνάντησης με τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους τους οποίους επίσης όλους ευχαριστούμε, καθώς και για την επακολουθήσασα συνάντηση με τον Πρωθυπουργό, για την εξεύρεση λύσης.
Η Κυβέρνηση επέδειξε αδιαφορία και για το γεγονός ότι με τις νέες αυτές υψηλές μειώσεις των αποδοχών των Δικαστών καθίσταται πλέοναντικειμενικά προβληματική η άσκηση των καθηκόντων τους. Και τούτο διότι όλες τις αναγκαίες για την άσκηση του Λειτουργήματός τους δαπάνες, τις οποίες μέχρι τώρα εκάλυπταν με δικά τους έξοδα είναι πλέοναντικειμενικά αδύνατο να εξακολουθούν να τις καλύπτουν. Είναιαδύνατον δηλαδή να εξακολουθούν να καλύπτουν τις δαπάνες για την διατήρηση γραφείου και βιβλιοθήκης στην κατοικία τους, όπου είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται καθημερινά και τις νυχτερινές ώρες, καθώς και τις αργίες και τις εορτές, όλοι οι δικαστές, από τον πρώτο βαθμό μέχρι τον Ανώτατο βαθμό, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας (φόρτος ο οποίος ποτέ δεν συνεκτιμήθηκε από όσους επικρίνουν τους Δικαστές, για την καθυστέρηση απονομής Δικαιοσύνης, όπως δεν συνεκτιμήθηκε ότι ο Έλληνας Δικαστής χειρίζεται τον μεγαλύτερο αριθμό υποθέσεων από τους Δικαστές όλων των άλλων χωρών), όπως επίσης είναι αδύνατον να εξακολουθούν να καλύπτουν τις δαπάνες για υπολογιστή, αναλώσιμα, γραφική ύλη, τις δαπάνες για την διαμονή τους και τις μετακινήσεις τους, σε πόλεις άλλες , εκτός της οικογενειακής τους εγκατάστασης, κατά τις μεταθέσεις και αποσπάσεις τους. Δαπάνες, οι οποίες δεν καλύπτονται από την υπηρεσία τους, όπως συμβαίνει με άλλους ισότιμους κρατικούς λειτουργούς, όπως π.χ. τους Βουλευτές, των οποίων οι αντίστοιχες δαπάνες καλύπτονται από τον Προϋπολογισμό της Βουλής, (τα έξοδα μετακίνησης, τα έξοδα για τη μίσθωση αυτοκινήτου, τα έξοδα διαμονής στην Αθήνα των Βουλευτών επαρχιών, τα έξοδα διατήρησης γραφείου, τηλεφώνου σταθερού και κινητού κ.λ.π.).
Επέδειξε αδιαφορία για το ότι το Λειτούργημα του Δικαστή, πέραν της μεγάλης ευθύνης και του μεγάλου φόρτου εργασίας, ενέχει και μεγάλη επικινδυνότητα, λόγω της φύσεως των υποθέσεων που χειρίζεται (οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία, μεγάλα οικονομικά συμφέροντα). Αδιαφόρησε για το ότι μέσα στους τελευταίους δύο μήνες είχαμε δύο βομβιστικές επιθέσεις κατά Δικαστών.
Το επιχείρημα της Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας ότι οι νέες υψηλές μειώσεις των αποδοχών των Δικαστών ήταν αναγκαίες για την οικονομική ανάπτυξη δεν πείθει, για τον εξής λόγο: όλοι οι οικονομικοί αναλυτές αναγνωρίζουν τη θετική συνεισφορά που έχει ένα ποιοτικό δικαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης στην οικονομική ανάπτυξη και στις επενδύσεις, όπως επίσης αναγνωρίζουν τον άμεσο συσχετισμό μεταξύ του βαθμού δικαστικής ανεξαρτησίας και της οικονομικής προόδου. Τα καλά οργανωμένα δικαστήρια, τα συγκροτούμενα από ανεξάρτητους και αμερόληπτους Δικαστές, ενισχύουν την ασφάλεια των συναλλαγών, μειώνουν την διακινδύνευση (ρίσκο) των επιχειρήσεων και έτσι αυξάνουν την επιθυμία τους για επενδύσεις. Ουδείς οικονομικός αναλυτής αμφισβητεί ότι η ταχεία και αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης είναι μοχλός οικονομικής ανάπτυξης. Είναι δε ταχεία και αποτελεσματική όταν υπάρχει α) εύλογος χρόνος προσδιορισμού και εκδίκασης των υποθέσεων, β) εύλογος χρόνος έκδοσης της απόφασης και γ) επίλυση της διαφοράς κατά τρόπο ανεξάρτητο και αμερόληπτο, από Δικαστή που λαμβάνει υπόψημόνο το νόμο και τα στοιχεία της υπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε επιρροή.
Με ποιον τρόπο, λοιπόν η Κυβέρνηση θα εξασφαλίσει ποιοτικό και αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα και κατ’ ακολουθία οικονομική ανάπτυξη, όταν μειώνοντας τόσο πολύ τις αποδοχές των Δικαστών, θέτει σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία και καθιστά προβληματική την άσκηση των καθηκόντων τους;
Επομένως, οι νέες και μάλιστα τόσο μεγάλου μεγέθους μειώσεις του Μισθολογίου των Δικαστών δεν ήταν ούτε αναγκαίες, ούτε αναλογικές, όπως ορισμένοι, ανεπιτυχώς, προσπαθούν να πείσουν, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη και του γεγονότος ότι το σύνολο των Δικαστικών Λειτουργών είναι μόνο 4.000 και συνεπώς το όφελος του Δημοσίου από τις περικοπές του Μισθολογίου τους είναι ελάχιστο. Αντίθετα, οι Δικαστές, εξαιτίας της ανυποχώρητης, ως προς το υπερβολικό ύψος των νέων περικοπών, στάσης της Κυβέρνησης, δικαιολογημένα πιστεύουν ότι ασκείται πολιτική, η οποία έχει ως στόχο να υποβαθμίσει τη Δικαιοσύνη, να περιορίσει τη δικαστική ανεξαρτησία και να πλήξει το κύρος και την αξιοπρέπεια των Δικαστικών Λειτουργών. Αυτός είναι και ο λόγος της έντονης δυσαρέσκειας των Δικαστών και των έντονων αντιδράσεων.
– Διαβεβαιώνουμε ότι οι Δικαστές δεν εξαρτούν την άσκηση των καθηκόντων τους από το ύψος των αποδοχών τους.
– Διαβεβαιώνουμε τον ελληνικό λαό ότι μπορεί και πρέπει να εξακολουθεί να εμπιστεύεται τους Έλληνες Δικαστές.
– Διαβεβαιώνουμε ότι έχουμεπλήρη επίγνωση των ευθυνών και των υποχρεώσεων του Λειτουργήματός μας και ότι διά των αποφάσεών μας, θα προστατεύσουμε τα δικαιώματα των πολιτών όταν αυτά παραβιάζονται.
– Δεν δεχόμαστε υποδείξεις περί πατριωτικού καθήκοντος από κανέναν και θέλω να πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί ούτε να εννοεί ούτε να αναμένει ότι ο Δικαστής θα εκδίδει αποφάσεις σκοπιμότητας και ότι θα αγνοεί το Νόμο και το Σύνταγμα προκειμένου να διευκολύνει την οικονομική πολιτική.
– Αξιώνουμε από την Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία να αναθεωρήσουν τη μέχρι τώρα εχθρική στάση τους, να σεβασθούν επιτέλους την ισότιμη με εκείνους Δικαστική Εξουσία και να εξασφαλίσουν στους Δικαστικούς Λειτουργούς τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ασκούν, κατά τρόπο απρόσκοπτο και απερίσπαστο το δύσκολο έργο τους.