Επιστολή – Απάντηση. Θέμα: Οι αποδοχές των Δικαστών
Αθήνα, 23 Ιουλίου 2012
Θέμα: Οι αποδοχές των Δικαστών
Από: Βασιλική Θάνου Χριστοφίλου, Αρεοπαγίτη
Προέδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Προς: κ. Χρήστο Μεμή
Διευθυντή της εφημερίδας «Τα Νέα»
κ.κ. Νικόλαο Παπαδόπουλο
Στέφανο Τζανάκη
Διευθυντές Σύνταξης της εφημερίδας «Τα Νέα»
κ. Διευθυντά,
Στο φύλλο των Νέων του Σαββατοκύριακου 21-22 Ιουλίου 2012, δημοσιεύεται άρθρο του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Παπαχρήστου (σελ. 9), στο οποίο γίνεται αναφορά με ύφος και τρόπο ειρωνικό & προσβλητικό για τους Δικαστές και με σοβαρές ανακρίβειες, σχετικά με τις αποδοχές τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και να προκαλείται στους Έλληνες πολίτες εχθρική διάθεση κατά των Δικαστών, και κατ’ ακολουθίαν να κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους προς τους Λειτουργούς της Δικαστικής Εξουσίας.
Οι Δικαστικοί Λειτουργοί απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, όπως ορίζει το Σύνταγμα και για την προστασία της ανεξαρτησίας τους διασφαλίζονται και οι αποδοχές τους, επίσης από το Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 88 παρ. 2 προβλέπει ότι «οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το Λειτούργημά τους». Παρά την Συνταγματική αυτή κατοχύρωση, στα πλαίσια της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας, οι Δικαστές έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες περικοπές (ποσοστό 38%), ενώ οι πραγματικές περικοπές είναι ακόμη μεγαλύτερες, εάν συνυπολογισθεί η κατάργηση της χωριστής φορολόγησης, η αύξηση του φορολογικού συντελεστή κλπ, με αποτέλεσμα ο νέος Πρωτοδίκης να έχει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 2000 Ευρώ. Με δεδομένο επίσης, ότι ο Δικαστής έχει συχνές μεταθέσεις ( σε κάθε προαγωγή του στον επόμενο βαθμό), καθώς και ότι κωλύεται να υπηρετήσει στον τόπο της καταγωγής του και ότι απαγορεύεται (και ορθώς) να ασκήσει παράλληλα οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, καθίσταται σαφές ότι οποιαδήποτε νέα μείωση του μισθολογίου του είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, αφού οι αποδοχές του Δικαστή παύουν να είναι ανάλογες με το Λειτούργημά του.
Τέλος με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, προβλέπεται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Μισθοδικείο), στο οποίο, ως μειοψηφία συμμετέχουν Δικαστές, (συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστές, τρεις καθηγητές Πανεπιστημίου & τρεις δικηγόρους) και το οποίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση των αξιώσεων των Δικαστών, των σχετικών με τις αποδοχές τους. Είναι, επομένως, απολύτως ανακριβές το αναγραφόμενο στο ως άνω δημοσίευμα της εφημερίδας σας , ότι δήθεν ο Δικαστής μπορεί να προσφύγει σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Χώρας, όπου δήθεν θα δικαιωθεί από τον συνάδελφό του.
Απορία δημιουργεί το γεγονός ότι ορισμένοι δεν ενοχλούνται από τις υψηλές αποδοχές κάποιων Προέδρων Οργανισμών ή Επιτροπών, ενοχλούνται, όμως, εάν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου έχει αποδοχές, που του εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, όπως επίσης, δεν ενοχλούνται όταν Υπουργοί άλλων Υπουργείων εκφράζονται υπέρ της μη περικοπής του ειδικού Μισθολογίου των υπαγομένων στο Υπουργείο τους , ενοχλούνται όμως και αντιδρούν έντονα όταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρεται στο Συνταγματικά κατοχυρωμένο Μισθολόγιο των Δικαστών.
Οι Έλληνες Δικαστές δεν συναρτούν την άσκηση των καθηκόντων τους από το ύψος των αποδοχών τους. Ασκούν ένα λειτούργημα υψηλό, επαχθές και ψυχοφθόρο, εργαζόμενοι σε συνθήκες αντίξοες (μεγάλα κενά οργανικών θέσεων δικαστών και υπαλλήλων, έλλειψη τεχνολογικών υποδομών κλπ), και κάτω από μεγάλο φόρτο εργασίας, απασχολούμενοι και στο σπίτι τους κατά τις αργίες και τις εορτές. Και θα εξακολουθήσουν να ασκούν το Λειτούργημά τους, κατά τρόπο ανεξάρτητο και υπερήφανο. Πρέπει όμως, να αποφεύγονται προσπάθειες τραυματισμού της Δικαιοσύνης και κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους Λειτουργούς της, οι οποίοι, αγωνιζόμενοι για την εφαρμογή του δικαίου, διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και επίσης εξασφαλίζουν την κοινωνική ηρεμία και κατ’ ακολουθία διευκολύνουν και την επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη.