Αναγκαίες νομοθετικές προσαρμογές για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

Αναγκαίες νομοθετικές προσαρμογές για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη

Μελών του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων 

Καθώς διαφαίνεται η πρόθεση της Πολιτείας να προσαρμόσει τη νομοθεσία που αφορά την διασφάλιση του τηλεφωνικού απορρήτου, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων οφείλει να συμβάλει με θετικές προτάσεις στην κατεύθυνση αυτή. Η παθητική και αδιάφορη στάση του προεδρείου  να μην ασχολείται με κανένα σοβαρό ζήτημα απομειώνοντας τον παρεμβατικό ρόλο και το κύρος που προσδώσαμε στην Ένωση τα προηγούμενα χρόνια, αναθέτει στην μειοψηφία του ΔΣ την παραπάνω υποχρέωση. Ο δημόσιος διάλογος ανέδειξε σημαντικές παθογένειες στο ισχύον σύστημα για την άρση των οποίων απαιτούνται διορθωτικές νομοθετικές παρεμβάσεις.

1ον) Καμία πραγματική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει εάν δεν ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αρχής που εποπτεύει την ΕΥΠ. Ο έλεγχος του αρμόδιου Εισαγγελέα πρέπει να γίνει ουσιαστικός. Να του απονεμηθεί η δυνατότητα να ελέγχει τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επιβάλλουν τη νόμιμη επισύνδεση συγκεκριμένου πολίτη. Η ΕΥΠ οφείλει να  αιτιολογεί εμπεριστατωμένα τους λόγους που επικαλείται και οι λόγοι αυτοί να κρίνονται από τον δικαστικό λειτουργό. Να ληφθεί υπόψη ο αριθμός των αιτήσεων που υποβάλει η ΕΥΠ ώστε να τοποθετηθεί ο ανάλογος αριθμός δικαστικών λειτουργών που εποπτεύουν το έργο της.

2ον) Η ουσιαστική προστασία ενός συνταγματικού δικαιώματος προϋποθέτει την διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών. Η διοίκηση έχει καθήκον να ενημερώσει για τους λόγους της αλματώδους αύξησης των τηλεφωνικών επισυνδέσεων τα τελευταία χρόνια. Να πληροφορηθεί ο πολίτης το ποσοστό των επισυνδέσεων που θεμελιώνονται σε λόγους εθνικής ασφάλειας και το αντίστοιχο που συνδέεται με τις διερεύνηση εγκληματικών πράξεων και πόσες από αυτές έχουν καταλήξει στην άσκηση ποινικών διώξεων και στην αμετάκλητη ποινική καταδίκη.

3ον) Αναγκαία πλέον καθίσταται η επαναφορά στο καθεστώς της πλήρους ενημέρωσης του πολίτη που υπήρξε στόχος της παρακολούθησης. Ο περιορισμός του δικαιώματος ενημέρωσης από την ΑΔΑΕ μόνο στους βουλευτές και στους δημοσιογράφους εξαιρεί αδικαιολόγητα και αντισυνταγματικά και άλλες ειδικές κατηγορίες κρατικών λειτουργών όπως οι δικαστές και εισαγγελείς.

 

 

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΑΜΕΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ Η ΑΜΕΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου της Ευρωπαικής  Ενωσης είναι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης έναντι του εθνικού δικαίου. Την παραπάνω αρχή οφείλουμε να γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε όλοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ανακριτικοί και προανακριτικοί υπάλληλοι είτε υπηρετούμε σε δικαστικές υπηρεσίες είτε σε Ανεξάρτητες Αρχές. Όπως οφείλουμε να γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε σε κάθε έκφανση λειτουργίας των καθηκόντων μας τη εθνική νομοθεσία, αλλά και τη νομολογία και νομοθεσία που διέπει το ενωσιακό δίκαιο για τα προσωπικά δεδομένα, το κυβερνοέγκλημα, το οικονομικό έγκλημα αλλά και την επίλυση των άκρως περίπλοκων ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας, της διατήρησης των προσωπικών δεδομένων με στόχο την ταυτόχρονη αποτελεσματικότητα των ερευνών των Αρχών. Οφείλουμε να γνωρίζουμε τις αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας, της ισοδυναμίας, και της αποτρεπτικότητας από τις οποίες επιβάλλεται να διέπονται οι αποφάσεις των Αρχών και την παρέκκλιση της αρχής του απορρήτου των επικοινωνιών μόνο όταν συνδέονται με τις περιπτώσεις καταπολέμησης σοβαρού εγκλήματος, εθνικής ασφάλειας και δημόσιας ασφάλειας. Ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί στην πράξη η πλήρης τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων, είναι σημαντικό η πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα να εξαρτάται, καταρχήν, εκτός αν πρόκειται για επείγουσες περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και η απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου ή της εν λόγω αρχής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμόδιων εθνικών αρχών υποβληθείσας στο πλαίσιο διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη πάντα υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Οφειλουμε να γνωρίζουμε πιο συγκεκριμένα τις διατάξεις της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης,  του νέου σύγχρονου νομικού πλαισίου του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 της 27ης Απριλίου ( GDPR) σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιολογητικός νόμος του οποίου είναι ο 4624/2019, του ν.2068/1992 που αποτελεί δικαιολογητικό νόμο της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και τις ενωσιακές οδηγίες περί προστασίας και επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και ιδίως την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Ότι τυχόν παρεκκλίσεις και περιορισμοί πρέπει να είναι αναγκαίοι σε δημοκρατική κοινωνία και ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Οτι η αποθήκευση δεδομένων για τηλεφωνικές κλήσεις που αφορούν την ιδιωτική και επαγγελματική ζωή παραβιάζει το άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Βρίθει η νομολογία του ΕΔΔΑ για όλα τα παραπάνω. Ενδεικτικά αναφέρουμε απόφαση του ΕΔΔΑ της  21.12.2016 Tele2 Sverige AB (C203/15) κατά Post- och telestyrelsen, και Secretary of State for the Home Department (C698/15), απόφαση ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου 2014 συνεκδικασθείσες υποθέσεις C293/12 και C594/12 Digital Rights Ireland Ltd κατά Minister for Communications, Marine and Natural Resources κ.λπ., απόφαση ΕΔΔΑ 18 Ιουλιου 2017 Mustafa Sezgin Tanrıkulu κατά Τουρκίας, απόφαση της 12 Ιανουαρίου 2016 Szabó and Vissy κατά Ουγγαρίας απόφαση της 4 Δεκεμβρίου 2015 Roman Zakharov κατά Ρωσίας.

Από την άλλη μεριά, η  νομοθετική εξουσία οφείλει να μεταφέρει αυτούσια  νομοθεσία του ενωσιακού δικαίου και τούτο επειδή  το άρθρο 5 ν.4624/2019  κατά το οποίο «οι δημόσιοι φορείς επιτρέπεται να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας», δεν εισάγει κανένα περιορισμό στην επεξεργασία δεδομένων από τις δημόσιες αρχές. Εφόσον λοιπόν υπάρχει κενό νόμου ως προς την εφαρμογή των αρχών της αναλογικότητας, αναγκαιότητας στις εθνικές αρχές ασφάλειας, επιβάλλεται  να μεταφερθούν στο εσωτερικό μας δίκαιο οι διατάξεις της ΟΔΗΓΙΑΣ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, η οποία περιλαμβάνει την  προστασία από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους (άρθρο 1), εφαρμόζεται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης (άρθρο 2), ορίζει σαφώς ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και του προσδιορισμού και του περιορισμού του σκοπού. Ορίζει επίσης την ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας να συμμορφωθεί με τις ανωτέρω αρχές και να είναι σε θέση να το αποδείξει (άρθρο 12), καθώς και το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου (άρθρα 13 και 14), την εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων (άρθρο 28), την γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 31) και τέλος  την έκθεση δραστηριοτήτων η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κατάλογο των τύπων των γνωστοποιημένων παραβάσεων και των ειδών των επιβαλλόμενων κυρώσεων και τίθεται στην διάθεση του εθνικού κοινοβουλίου, της κυβέρνησης και του κοινού (άρθρο 49). Οι ανωτέρω διατάξεις επιβάλλεται να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο και ειδικά στον ευαίσθητο και αχαρτογράφητο για τα ελληνικά δεδομένα αρρύθμιστο τομέα του σκληρού πυρήνα του κράτους. Επίσης,  η νομοθετική εξουσία οφείλει να τροποποποιήσει τον δικαιολογητικό της Σύμβασης 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης νόμο 2068/1992 , που πρέπει να τονιστεί ότι εφαρμόζεται και όταν ο επεξεργαστής δεδομένων  («maître du fichier») είναι ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΡΧΗ (« l’autorité publique»), ο οποίος θα διέπει ξεκάθαρα όλες τις συναφείς κρατικές υπηρεσίες ή ανεξάρτητες αρχές, όπως ΕΥΠ, Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δίωξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος κλπ.
Για να επιτευχθεί τούτο στην πράξη δεν αρκεί η μεταφορά αυτούσιας της οδηγίας σε όλες τις προαναφερόμενες Αρχές και Κρατικές Υπηρεσίες, αλλά και η σύσταση δικαστικών συμβουλίων αποτελούμενων από ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς, όπως αυτά λειτουργούν ήδη εξάλλου στις δικαστικές υπηρεσίες σχετικά  με την άρση απορρήτου όταν τελούνται ποινικά αδικήματα, τα οποία δικαστικά συμβούλια θα αντικαταστήσουν τον ένα ή δύο Εισαγγελείς, και θα είναι επιφορτισμένα με το καθήκον της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου προκειμένου οι προαναφερόμενες Υπηρεσίες και Αρχές να λειτουργούν στα πλαίσια της ουσιαστικής και πραγματικής νομιμότητας σε συνδυασμό με την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά τους.  Απαιτείται  επαρκής εκπαίδευση και κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών που θα στελεχώνουν τα εν λόγω δικαστικά συμβούλια αλλά και των υπαλλήλων των Αρχών και των κρατικών υπηρεσιών πχ (ΕΥΠ) σε θέματα ασφάλειας των δεδομένων. Απαιτείται η επιβολή πειθαρχικού και ποινικού ελέγχου όσων υπηρετούν στις ανωτέρω Υπηρεσίες και Αρχές ακόμα και για περιπτώσεις μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, ώστε αυτοί που επιλέγουν να στελεχώσουν αυτές τις Υπηρεσίες να είναι οι πλήρως καταρτισμένοι  και όχι αυτοί που θεωρούνται προνομιούχοι. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και Αρχές (π.χ.ΕΥΠ) να γνωστοποιούν παραβιάσεις των δεδομένων στα πιθανά θύματα και στις εθνικές αρχές ελέγχου και αυτό να αρχίσει άμεσα το πρώτον από την ΕΥΠ η οποία θα πρέπει να ενημερώσει τα θύματα των οποίων τα προσωπικά δεδομένα παραβιάστηκαν και τους λόγους, όπως άλλωστε ορίζει εκτός από την προαναφερόμενη οδηγία και η οδηγία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο άρθρο 4 παράγραφος 2  (βλ. I. κατά Φινλανδίας, προσφυγή αριθ. 20511/03, 17 Ιουλίου 2008).

Τα παραπάνω δεν αποτελούν πολιτικό ζήτημα, αποτελούν θεσμικές επιταγές που επιβάλλονται σε ένα κράτος δικαίου και εναρμονίζονται με το ενωσιακό δίκαιο. Γιατί ο εθνικός νόμος που επιτρέπει την επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος που παρέχεται από το άρθρο 8, δηλαδή τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία, θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια της προβλεψιμότητας και της σαφήνειας (βλ. υπόθεση Klass And Others v. Federal Republic of Germany (Series A, NO 28) (1979-1980) 2 EHRR 214, 6 September 1978, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) . Γιατί ο νόμος θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες επαρκή νομική προστασία κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και οιασδήποτε κατάχρησης και να καθορίζει με σαφήνεια τον τρόπο ασκήσεώς του, καθώς και το σκοπό της παρασχεθείσης ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές να επεμβαίνουν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης. Για να αποφεύγεται η  υπονόμευση της δημοκρατίας υπό το μανδύα της προάσπισής της. Για να προσανατολίζονται οι κρατικές υπηρεσίες και ανεξάρτητες Αρχές στην αποτελεσματικότητα του σκοπού για τον οποίο έχουν συσταθεί (εθνική ασφάλεια, καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος, καταπολέμηση της διαφθοράς) και μόνο. Για να μην καταστεί η Ελλάδα ένα αστυνομικό κράτος που θα διασύρεται διεθνώς.

Ουδέποτε από την μεταπολίτευση ένθεν οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπήρξαν εκτελεστικά όργανα και υπάλληλοι κρατικών υπηρεσιών, Αρχών, Οργανισμών. Ουδείς δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός έχει περιορισθεί στην χρήση σφραγίδας και υπογραφής, αφού άπαντες νυχθημερόν ερμηνεύουμε και εφαρμόζουμε τους νόμους του Ελληνικού Κράτους. Η εργαλειοποίηση του δικαστικού κλάδου μέσω αποσπασματικών διατάξεων που αφορούν είτε την ΕΥΠ είτε οποιαδήποτε άλλη αρχή αντιβαίνει στην θεσμική θωράκιση της δικαιοσύνης,  της δημοκρατίας, της ίδιας της χώρας.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ

Ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

Ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας στη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ- Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, 

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης, 

Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

   Η ποιότητα της δημοκρατίας και των συνταγματικών ελευθεριών σε ένα Κράτος Δικαίου δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά ή κυρίως από τους θεσπισμένους κανόνες αλλά και από τον τρόπο εφαρμογής τους. Οι θεσπισμένοι κανόνες είτε αυτοί που περιβάλλονται το κύρος των συνταγματικών ρυθμίσεων, είτε του απλού νόμου, δεν αρκούν αφ΄ εαυτού, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που η ύπαρξή τους έχει αξιοποιηθεί ως άλλοθι και ως βολική νομιμοποιητική βάση της καταπάτησης των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της εκάστοτε διοίκησης. Στο σύγχρονο  κόσμο η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ τυγχάνουν υψηλής θεσμικής προστασίας, δέχονται διαρκώς πίεση θεσμική και εξωθεσμική. Παλαιότερα συζήτηση προκάλεσε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ (που μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3917/2011) ως προς το ενδεχόμενο de facto κατάργησης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και εν τέλει κρίθηκε ανίσχυρη από το ΔΕΕ με την από 8-4-2014 απόφασή του. Η δε διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται θεσμικά στα περισσότερα Κράτη του κόσμου ακόμα και στα πιο απολυταρχικά, αφού ακόμα και το ψευδοσύνταγμα της δικτατορίας του 1968 προέβλεπε στο άρθρο 15 το «απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιοδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως». Το εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο με σειρά διατάξεων (άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος, άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,  άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) προστατεύουν κατ΄ αρχήν το απόρρητο της επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα με ένα πλέγμα ρυθμίσεων αποδεσμεύουν τις κρατικές και διεθνείς υπηρεσίες από το καθήκον σεβασμού αυτών των διατάξεων, παραπέμποντας σε λόγους εθνικής ασφάλειας, που όμως δεν εξειδικεύονται σαφώς. Έτσι κάθε συμφέρον μπορεί να λαμβάνει τον χαρακτηρισμό του «λόγου εθνικής ασφάλειας» και με τον τρόπο αυτό η νομιμοποίηση της παραβίασης του απορρήτου διέρχεται το πρώτο στάδιο, που γεννά την ανάγκη του επόμενου σταδίου «δικαστικής επικύρωσης». Για τον εισαγγελικό λειτουργό όμως στην Ελλάδα, που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της Ε.Υ.Π. και υπογράφει σύμφωνα με την έκθεση της Α.Δ.Α.Ε. παραπάνω από 15.000 διατάξεις άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας κάθε χρόνο, στις οποίες σε αντίθεση με εκείνες που αφορούν διακρίβωση εγκλημάτων δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το όνομα του παρακολουθούμενου (άρθρο 5παρ.1α ν.2225/1994), η δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού και όχι απλά «νομιμοποιητικού» ελέγχου συρρικνώνεται επικίνδυνα. Η δε τοποθέτηση δεύτερου εισαγγελικού λειτουργού για τον παραπάνω έλεγχο, που εξαγγέλθηκε πριν λίγες ημέρες, ενόψει του αριθμητικού όγκου των υποθέσεων, δεν φαίνεται ικανή να προσφέρει στο πρόβλημα καθαυτό, ενώ κατ΄ αποτέλεσμα τείνει να επαναλάβει την ίδια διαδρομή ενίσχυσης του κύρους της υπηρεσίας πληροφοριών και της διοίκησης, μέσα από την κατ΄ ουσίαν αδύναμη παρουσία της δικαστικής αρχής και τελικά να λειτουργήσει ως παρέμβαση επικοινωνιακού χαρακτήρα. 

    Αναμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα την επίσημη τοποθέτηση της πλειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσής μας σε ένα ζήτημα τόσο κομβικό για την προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών. Μάταια! Στο όνομα των εκατοντάδων Δικαστών και Εισαγγελέων, που εκπροσωπούμε, εκφράζουμε την αγωνία μας για τις εξελίξεις και την συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση. Δε θα έπρεπε να είναι αδιάφορο για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το ενδεχόμενο δικαστικοί λειτουργοί να έχουν τεθεί ή να τεθούν στο μέλλον υπό παρακολούθηση, υπό τους ίδιους ασαφείς λόγους «εθνικής ασφάλειας». Σημειωτέον δε ότι βάσει της τροπολογίας 826/145/31.3.2021, το άρθρο 87 ν.4790/2021 τροποποίησε το άρθρο 5 ν.2225/1994 και έτσι πλέον ειδικά η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων.  Υπεύθυνα και χωρίς να αδιαφορούμε για το θεσμικό ρόλο μιας εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, θεωρούμε ότι η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχο της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική. Μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς.   

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑΣ «ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑΣ  «ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

 Σε μία εποχή όπου το οικονομικό και κυβερνοέγκλημα (cyber crime)  εξελίσσονται ραγδαία και διεθνοποιημένα, όπου η συλλογή ηλεκτρονικών πειστηρίων (e-evidence) απαιτεί καθημερινά εξειδικευμένες ως προς θέματα δικαιοδοσίας και τεχνογνωσίας προανακριτικές και ανακριτικές πράξεις και η κατανόηση του modus operandi απαιτεί εξειδικευμένους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, η σύσταση δικαστικής αστυνομίας που θα επικουρεί το έργο των δικαστών, εισαγγελέων και πταισματοδικών είναι απολύτως  αναγκαία και επιβεβλημένη.

Είναι κατανοητό σε όλους ότι η αντιμετώπιση των νέων μορφών εγκληματικότητας είναι ιδιαίτερα δυσχερής, δυσλειτουργική, αναποτελεσματική και αργοπορημένη με την υπάρχουσα απαρχαιωμένη διασπαστική οργάνωση και υλικοτεχνική υποδομή, δικτύωση και ψηφιοποίηση, ενώ τα  υπάρχοντα  σύγχρονα μέσα και εξειδικευμένες υπηρεσίες (όπως η Δ/νη Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος) δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου υποθέσεων και την ταυτόχρονη διενέργεια συνθετών και παράλληλων ανακριτικών ενεργειών που απαιτούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα με αποτέλεσμα:

– τα ηλεκτρονικά ίχνη χάνονται διότι έχουν παρέλθει οι προθεσμίες και οι υποθέσεις να αρχειοθετούνται στο αρχείο αγνώστων δραστών

– αργοπορία, έλλειψη συντονισμού μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών και εποπτείας του διάχυτου προανακριτικού και ανακριτικού ελέγχου και συλλογής αποδεικτικών στοιχείων.

– αδυναμία εκμετάλλευσης των εξειδικευμένων ψηφιακών δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών της Eurojust, Europol, Interpol, FIU και assets recovery κατά την προανάκριση, που απαιτούν ειδική τεχνική και νομική επιμόρφωση και άδεια πρόσβασης.

– αδυναμία διευρυμένης και ταχείας διεθνούς ποινικής συνεργασίας   μέσω παραγγελιών και εκτέλεσης  άμεσα Ευρωπαικών Εντολής  Ερευνας και  Αμοιβαίας Δικαστικής συνεργασίας.

Με  αποτέλεσμα οι υπολήψεις να κομματιάζονται, τραπεζικοί λογαριασμοί να αδειάζουν και οι πολίτες να μένουν απροστάτευτοι.

Η ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ πιστεύει ότι η νεοσυσταθείσα Δικαστική Αστυνομία (στον ποινικό και αστικό τομέα) υπό την μορφή ενός υδροκέφαλου και υπαλληλοκεντρικού κρατικού οργανισμού με υπαλλήλους που απλώς θα έχουν πτυχίο νομικής, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες, δεν θα  συνεισφέρει τίποτα ουσιώδες αλλά θα αποτελέσει παρά μία δεξαμενή διορισμένων υπαλλήλων.

Η ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ προτείνει νέο οργανόγραμμα . Η  σύσταση της Δικαστικής Αστυνομίας (στον ποινικό τομεα) να αποτελείται μόνο από  εξειδικευμένο διεπιστημονικό προσωπικό  για τις αυξημένες ειδικές ανάγκες της συλλογής, επεξεργασίας, ανάλυσης και νόμιμης διάθεσης των αποδεικτικών στοιχείων :

– των σύγχρονων  διεθνοποιημένων οικονομικών εγκλημάτων (τύπου carousel), money laundering και κυβερνοεγκλήματος (πχ.στο darknet με χρήση cryptocurrencies )

-του ειδικού τρόπου κατάσχεσης, έρευνας, ανάλυσης και παρουσίασης των  ψηφιακών πειστηρίων και των με νέων συσκευών σε ένα συνεχώς μεταλλασσόμενο τεχνικά και δαιδαλώδες ψηφιακό περιβάλλον   ( web 3, NFT , IoT, cloud computing) και τη χρήση όλο και πιο περίπλοκων δεδομένων και metadata, κρυπτογραφίας και τεχνολογίας  blockchain.

Επίσης πολύ σημαντικό είναι η δικαστική αστυνομία να αποτελείται και από δικαστικούς μεταφραστές προκειμένου πχ. οι Ευρωπαικές Εντολές Έρευνας και Αμοιβαίες Δικαστικές Συνδρομές να εκτελούνται αμέσως και οι μεταφράσεις να καλύπτουν τα Standard  και να εναρμονίζεται  με τις αυξημένες δικονομικές απαιτήσεις των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

– Όλοι οι υπάλληλοι της δικαστικής αστυνομίας (στο δικαστικό τομέα) θα εποπτεύονται μόνο από δικαστικά όργανα  και θα τεθούν στη διάθεση των κατά τόπο ανακριτικών, εισαγγελικών αρχών και των πταισματοδικών  ώστε να διασφαλίζεται η μυστικότητα της διαδικασίας και η ανεξαρτησία της έρευνας. Και είναι καίρια η εποπτεία και καθοδήγηση τους από ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς  γιατί προκύπτουν σοβαρά νομικά ζητήματα από την ορθή συλλογή,  διατήρηση, επεξεργασία και καταστροφή προσωπικών δεδομένων κατά τα τρόπο συμβατό με τον Θεμελιώδη Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τη Law Enforcement Directive και GPDR που μόνο ανεξάρτητοι δικαστικοί και εισαγγελικοί  λειτουργοί μπορούν και νομιμοποιούνται να επιλύσουν σε ένα Δημοκρατικό Πολίτευμα  υπό το Κράτος Δικαίου και διάκρισης των εξουσιών.

Μόνο οι προανακριτικοί και ανακριτικοί υπάλληλοι είναι αυτοί που έχουν τις θεμελιώδεις γνώσεις που είναι αναγκαίες για τη γεφύρωση του χάσματος που υφίσταται μεταξύ των κόσμων της νομικής και της πληροφορικής γύρω από θέματα εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο.

Μόνο οι προανακριτικοί και ανακριτικοί υπάλληλοι ως ανεξάρτητα δικαστικά όργανα δικαιούνται να κρίνουν και να αποφασίζουν για τα πολύπλοκα θέματα των δικαιοδοσιών, των προσωπικών δεδομένων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην συλλογή και διατήρηση των ψηφιακών αποδείξεων.

Μόνο οι προανακριτικοί και δικαστικοί υπάλληλοι είναι οι καταλληλότεροι ώστε να προϊστανται του νεοσυσταθέντος οργανισμού της Δικαστικής Αστυνομίας, αφού με την εμπειρία τους και την θέση εις πέρας πολυάριθμων και δύσκολων υποθέσεων υπό δύσκολες  εργασίας έχουν αποδείξει ότι είναι γνώστες της ροής και της οργάνωσης της προανάκρισης και της ανάκρισης.

Με την ως άνω προτεινόμενη λειτουργία της Δικαστικής Αστυνομίας θα αναβαθμιστεί ουσιωδώς η προανακριτική διαδικασία και το Ελληνικό Δικαστικό Σύστημα να μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής με γνώμονα πάντα την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος της κοινωνίας  για ασφάλεια και τάξη  και των ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡOYΧΑΣ

 

Για το ΔΣ της 26ης Ιουλίου 2022 – Οι θέσεις της μειοψηφίας του ΔΣ

Για το ΔΣ της 26ης Ιουλίου 2022

 

Οι θέσεις της μειοψηφίας του ΔΣ

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

 

            Πριν την τοποθέτησή μας επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης θέσαμε ως ζήτημα τη στάση του προεδρείου κατά το σχέδιο νόμου για την Δικαστική Αστυνομία. Ειδικότερα ζητήσαμε εξηγήσεις για την μη πρόσκληση όλων των μελών του ΔΣ να καταθέσουν προτάσεις και πως αποφάσισε η πρόεδρος και η γενική γραμματέας χωρίς λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο να εκδώσουν ανακοίνωση. Υπενθυμίσαμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας σε όλα τα νομοσχέδια που κατατέθηκαν (για το οικογενειακό δίκαιο, για τους ποινικούς κώδικες, για την πολιτική δικονομία, για την ΕΣΔΙ) εμείς ως προεδρείο σεβόμενοι το καταστατικό και τις δημοκρατικές αρχές καλούσαμε πάντοτε όλα τα μέλη του ΔΣ να υποβάλουν τις θέσεις τους. Η αφοπλιστική απάντηση που λάβαμε από την πρόεδρο της Ένωσης για την περιφρόνηση του συλλογικού οργάνου ήταν ότι θεωρούσαν δεδομένο πως θα είχαμε κοινές απόψεις και επομένως ήταν περιττή η πρόσκλησή μας!

Το προεδρείο έθεσε ως θέμα την έγκριση προσφορών από ξενοδοχειακές μονάδες προς εξυπηρέτηση συναδέλφων που μεταβαίνουν στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους ή για λόγους αναψυχής. Θεωρούμε ότι αντικείμενο ψηφοφορίας ή έγκρισης από το ΔΣ δεν μπορούν να είναι οι απλές προσφορές από ξενοδοχεία, αλλά μόνο δεσμευτικές συμβάσεις και για το λόγο αυτό δεν συμμετείχαμε στην διαδικασία. Εξάλλου πολλές από τις υποτιθέμενες προσφορές που μας απαριθμήθηκαν είναι οι ήδη ισχύουσες τιμές για όλους τους πελάτες των συγκεκριμένων ξενοδοχείων και αυτό το γνωρίζουν καλά οι συνάδελφοι που μετακινούνται και διαμένουν τακτικά μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.

Στη συνέχεια μας ενημέρωσε η πρόεδρος της Ένωσης ότι σχεδιάζεται η πραγματοποίηση ημερίδας με συνδιοργανωτές την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, τον Ιατρικό Σύλλογο και την ΕΣΗΕΑ με θέμα «το φαινόμενο των τηλεδικών». Θεωρούμε αρχικά ότι δεν πρόκειται για «φαινόμενο» αλλά για μια παγιωμένη κατάσταση στα τηλεοπτικά κανάλια εδώ και δεκαετίες που έχει να κάνει με τους αριθμούς τηλεθέασης, το marketing, τις μεθόδους αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα μείζονα θέματα ώστε το δευτερεύον να καταστεί πρωτεύον. Είναι πολύ απλοϊκή αντιμετώπιση να θεωρεί κανείς ότι με ένα συνέδριο που γίνεται προφανώς μόνο για επικοινωνιακούς λόγους θα αντιμετωπιστούν οι αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα. Η αποστολή της Ένωσης είναι να διοργανώνει ημερίδες και συνέδρια που ενδυναμώνουν το επιστημονικό της κύρος και βοηθούν τα μέλη της. Διατυπώσαμε συνεπώς τις επιφυλάξεις μας ως προς την πραγματοποίηση της ημερίδας καθώς επιπλέον δεν πληροφορηθήκαμε ούτε τους ομιλητές ούτε τα θέματα των εισηγήσεων.

Τέθηκε τέλος και η οριστική έγκριση δαπάνης για την καθαριότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ενημερωθήκαμε ότι λόγω λήξης των συμβάσεων καθαριότητας και μη πληρωμής των οφειλομένων ποσών από το Δημόσιο, η Ένωση προτίθεται να αναλάβει τη σχετική δαπάνη που αγγίζει τα 5.000 ευρώ καθώς και ότι ήδη το ζήτημα ρυθμίστηκε νομοθετικά. Διατυπώσαμε την άποψη ότι το ταμείο της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις οφειλές και τα χρέη του Υπουργείου Δικαιοσύνης πολύ περισσότερο για παλαιότερο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μας διασφαλίσει ότι στο μέλλον δεν θα λήξουν κι’ άλλες συμβάσεις σε άλλα Δικαστήρια της χώρας και δεν θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα. Στο τέλος της συζήτησης πληροφορηθήκαμε ότι το προεδρείο είχε ήδη αναλάβει την εκταμίευση του ποσού και αυτό που ήθελε ήταν μόνο μια εκ των υστέρων έγκριση των ενεργειών του.

 

Οι θέσεις της μειοψηφίας του Δ.Σ. στο Σχέδιο Νόμου για τη Δικαστική Αστυνομία

Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου «σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

      Διαχρονικά το αίτημα των δικαστικών Ενώσεων για ίδρυση δικαστικής αστυνομίας ήταν από τα πρώτα στον κατάλογο καθώς θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο στους δικαστικούς λειτουργούς. Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου αποτελεί μια στρεβλή νομοθετική πρωτοβουλία που διαψεύδει τις αρχικές προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. 

      Προτεραιότητα για εμάς αποτελούσε η έκταση των καθηκόντων που θα έχει ο πολιτικός τομέας των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του προσωπικού αυτού ορίζονται στο άρθρο 4 του ΣχΝ. Πέρα από την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων, κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα ή του ανακριτή, η οποία και σήμερα διενεργείται από αστυνομικούς υπαλλήλους, το ενδιαφέρον σημείο είναι η παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ του άρθρου 4 ΣχΝ. Εκεί αναφέρεται ότι στα καθήκοντα του προσωπικού εμπίπτει η «παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις». Η συνδρομή αυτή μπορεί να παρέχεται κατά τις σχετικές προβλέψεις του ΣχΝ με την σύνταξη εκθέσεων, οι οποίες αναγνωρίζονται ως αποδεικτικά μέσα κατά τα άρθρα 178 ΚΠΔ και 339 ΚΠολΔ. Στην πραγματικότητα οι εκθέσεις αυτές αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, χωρίς ωστόσο να τηρούνται οι ελάχιστες εγγυήσεις τόσο του ΚΠΔ όσο και του ΚΠολΔ για τη διενέργειά της, όπως για παράδειγμα α) η δυνατότητα των διαδίκων να ορίζουν τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος έχει δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες των πραγματογνωμόνων και να ζητεί πληροφορίες, καθώς και να εξετάζει το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης και τελικά να υποβάλει γραπτή έκθεση με τις παρατηρήσεις του, β) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων, γ) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αιτήματα για διεύρυνση ή εξειδίκευση των θεμάτων στα οποία αφορά η πραγματογνωμοσύνη, κ.λ.π. Παράλληλα, το ΣχΝ προβλέπει ότι για τα θέματα, στα οποία αφορά η έκθεση του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές μπορούν να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Συνάγεται, επομένως, αφενός ότι οι εκθέσεις των πιο πάνω υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας δεν έχουν χαρακτήρα πραγματογνωμοσύνης αφετέρου ότι η πραγματογνωμοσύνη (είτε αρχική είτε μετά από τη σύνταξη της πιο πάνω έκθεσης της Δικαστικής Αστυνομίας) ποτέ δεν μπορεί να ανατεθεί στις περιφερειακές υπηρεσίες της Δικαστικής Αστυνομίας. Η πρόβλεψη αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς κύριος στόχος λειτουργίας της νέας υπηρεσίας πρέπει να είναι η συμβολή της σε επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και η ανάθεση πραγματογνωμοσύνης στο προσωπικό της με όλες τις εγγυήσεις του ΚΠΔ και του ΚΠολΔ. Με την προτεινόμενη διαμόρφωση των αρμοδιοτήτων του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας υπάρχει ορατός ο κίνδυνος αφενός αδικαιολόγητης συρρίκνωσης της πραγματικής αποστολής που πρέπει να έχει η Δικαστική Αστυνομία αφετέρου επικίνδυνης υποκατάστασης της πραγματογνωμοσύνης από τις εκθέσεις που συντάσσονται κατά το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ ΣχΝ χωρίς εγγυήσεις για την προστασία των εύλογων και δικαιολογημένων σε ένα κράτος δικαίου συμφερόντων των διαδίκων. 

      Παρατηρούμε επίσης για άλλη μια φορά στο άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΝ ότι της διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός. Αντί λοιπόν να γίνει σεβαστό το αίτημα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσής μας, να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης με τον διορισμό αφυπηρετούντων δικαστικών λειτουργών σε διοικητικές θέσεις, η σχέση αυτή μεταξύ των δύο λειτουργιών ενδυναμώνεται. 

      Σε σχέση με τις επιμέρους διατάξεις του ΣχΝ πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: 1) Η εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας της δικαστικής αστυνομίας ανατίθεται στον διευθύνοντα την εισαγγελία, αν, όμως, η περιφερειακή υπηρεσία εδρεύει σε δικαστικό μέγαρο, όπου δεν λειτουργεί εισαγγελία την εποπτεία ασκεί ο αρχαιότερος από τους διευθύνοντες δικαστικούς λειτουργούς (πρόβλεψη που παρά την εσφαλμένη χρήση του όρου «δικαστικούς λειτουργούς» παραπέμπει προφανώς στον «αρχαιότερο από τους διευθύνοντες το δικαστήριο δικαστικό λειτουργό»). Η επιλογή αυτή του ΣχΝ είναι εσφαλμένη, αφού το σύνολο των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών αυτών της Δικαστικής Αστυνομίας αφορά στη λειτουργία των δικαστηρίων και μάλιστα τόσο των ποινικών όσο και των πολιτικών και συνεπώς η εποπτεία των υπηρεσιών αυτών πρέπει να ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στους διευθύνοντες τα δικαστήρια δικαστές. Η επιλογή του ΣχΝ να καθορίζει το αρμόδιο για την εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας όργανο με μοναδικό κριτήριο το κτίριο στο οποίο εδρεύει η υπηρεσία αυτή και όχι με βάση τις ανάγκες για εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και τις σχέσεις αυτής με τις δικαστικές αρχές, είναι αδικαιολόγητη και στην πράξη αναμένεται να προκαλέσει πολλά προβλήματα, 2) Στο άρθρο 13 του ΣχΝ, το οποίο προβλέπει απαγόρευση διορισμού στην Δικαστική Αστυνομία των υπαλλήλων εκείνων (του Δημοσίου και νπδδ) που τιμωρήθηκαν πειθαρχικά με την ποινή της οριστικής παύσης, πρέπει να προβλεφθεί ρητή εξαίρεση για τους Δικαστικούς Λειτουργούς που κρίνονται μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου Δικαστικού Λειτουργού ή που παύονται οριστικά και οι οποίοι μπορούν κατά το άρθρο 126 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) να διοριστούν σε δημόσια διοικητική θέση, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, ώστε να αξιοποιείται η δικαστική εμπειρία τους, 3) στο άρθρο 33 του ΣχΝ, που αφορά στους φορείς εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ιδίως για το προσωπικό του πολιτικού τομέα. 

      Τέλος, παρατηρείται ότι τα περιγραφόμενα αστυνομικά καθήκοντα φύλαξης των δικαστικών κτιρίων, τα οποία μέχρι σήμερα είχαν ανατεθεί στην Ελληνική Αστυνομία, καταλαμβάνουν νομοτεχνικά δυσανάλογα μεγάλο τμήμα σε σχέση με αυτό που εισάγει τις καινοτομίες του νέου θεσμού και αφορούν την ενίσχυση του δικαστικού έργου. Το κατά τα άλλα σημαντικό έργο της ουσιαστικής φύλαξης των δικαστηρίων θεωρούμε ότι αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής πολιτικής βούλησης της οργανωμένης πολιτείας και δεν σχετίζεται ο σχεδιασμός του με την θέσπιση ενός σύγχρονου μηχανισμού τεχνικής υποβοήθησης της δικαιοδοτικής διαδικασίας. 

      Η κριτική στο Σχέδιο Νόμου δεν αναιρεί την αναγνώριση της προσπάθειας που έγινε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία για άλλη μία φορά δεν κλήθηκαν οι δικαστικές ενώσεις. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ένωσής μας αδιαμαρτύρητα δέχεται τον ρόλο του κομπάρσου που της αναθέτει το Υπουργείο τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών συμμερίζεται τους προβληματισμούς που θέσαμε κατά την περίοδο που ασκούσαμε την διοίκηση της Ένωσης. 

 

25 Ιουλίου 2022

Τα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Δ.Ν. Εφέτης

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης

 

Η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής, Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος ΔΣ. ΕΝΔΕ

Η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής

                                                            Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, μέλος ΔΣ. ΕΝΔΕ

               Το να είναι κάποιος δικαστής ακούγεται ενδιαφέρον. Ο δικαστής καλείται να ακούσει ή να διαβάσει ιστορίες, να μελετήσει ισχυρισμούς, να βγάλει συμπεράσματα και η άποψη στην οποία καταλήγει γίνεται αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο. Δε λύνει διαφορικές εξισώσεις, δε στέλνει ανθρώπους στο διάστημα, δε σώζει καν ζωές. Πότε πότε μάλιστα, το Σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη που έχει κάποια βασικά προσόντα να μπορεί να γίνει κι εκείνος– χωρίς εκπαίδευση ή προετοιμασία – για λίγες μέρες δικαστής. Αυτό που κάνει ο δικαστής φαίνεται στον πολίτη απλό, προσβάσιμο, κάποτε αυτονόητο. Άλλωστε οι κρίσεις και οι αποφάσεις είναι στοιχείο της καθημερινότητας όλων των ανθρώπων. Και για το λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής δεν τον ξεκόβει από την κοινωνία.Τις αποφάσεις τις λαμβάνουν πρόσωπα που προέρχονται από το λαό, αφού η κοινωνική σύνθεση του Δικαστικού Σώματος έχει ποικιλομορφία ανάλογη του συνόλου της κοινωνίας μας. Θεωρητικά καθένας μπορεί να γίνει δικαστής, αρκεί να είναι νομικός, δικηγόρος και να επιτύχει στις ιδιαίτερα απαιτητικές εξετάσεις που γίνονται κάθε χρόνο. Ο δικαστής προέρχεται από την κοινωνία, λειτουργεί εντός αυτής και της μοιάζει.Όσοι γνωρίζουν κάποιον, γνωρίζουν ότι είναι ένας κανονικός άνθρωπος, με τα ίδια προβλήματα, ενδιαφέροντα και ανησυχίες με τους υπόλοιπους πολίτες. Ένας άνθρωπος περίπου σαν και τους ίδιους. Και για το λόγο αυτό καθένας νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται ανεξαρτησία. Το πλέγμα κανόνων και εγγυήσεων που περιβάλει τους δικαστικούς λειτουργούς, τους δίνει τη δυνατότητα να εκτελέσουν το καθήκον τους χωρίς φόβο για την ελεύθερη εκφορά της κρίσης τους. Είναι μια δυνατότητα εντελώς άγνωστη στο χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ, η ύπαρξη της οποίας θωρακίζει το κράτος Δικαίου και καθημερινά εκθέτει εκείνους που το επιβουλεύονται. Η ανεξαρτησία του δικαστή έχει ως ιδανικούς εχθρούς, ανθρώπους που την υπονομεύουν ομνύοντας στο όνομά της και ταυτίζοντάς την με τα δικά τους πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα. Κατά καιρούς πρωθυπουργοί, υπουργοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες τη στοχοποιούν, αμφισβητούν την αξία της ύπαρξής της, τη συνδέουν με την αυθαιρεσία και την κρίνουν προβάλλοντας σε εκείνη το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η δική τους εξουσία. Και για το λόγο αυτό, καθένας τους νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής συνεπάγεται εξουσία. Η δικαστική απόφαση αλλάζει ζωές, επηρεάζει περιουσίες, διαμορφώνει ανθρώπινες σχέσεις. Η αίσθηση αυτή είναι μάλλον ελκυστική στην γενική της εικόνα. Και οι πολίτες, στερημένοι από ουσιαστική πρόσβαση στα κέντρα λήψης των κρίσιμων αποφάσεων για τη δική τους ζωή, αποκτούν τώρα, μέσα από τηλεοπτικούς δέκτες και social media, πρόσβαση στις υποθέσεις και τις ζωές «των άλλων». Η συστηματική και στοχευμένη διοχέτευση υλικού δικογραφιών κυρίως από διαδίκους προς ΜΜΕ, κάνει να φαίνεται ακόμα πιο προσιτό στον πολίτη το τι έχει ενώπιόν του ο δικαστής, όταν αποφασίζει. Η διαμεσολάβηση μεταξύ της ζώσας δικαστικής διαδικασίας και του τρόπου που αυτή μεταφέρεται στο δικαστικό ρεπορτάζ, αποτυπώνεται στη συνείδηση και την αντίληψη του φιλοθεάμονος κοινού, που γνωρίζει πλέον τόσα για μία υπόθεση, ώστε να νιώθει ότι μπορεί εύλογα να διαμορφώνει γνώμη και κρίση. Και για το λόγο αυτό καθένας τους νιώθει και λίγο δικαστής.

Το να είναι κάποιος δικαστής σημαίνει ότι αντέχει την πίεση. Οι δικαστικές αποφάσεις και ιδίως στις «μεγάλες» δίκες, αυτές που έχουν, για διάφορους λόγους, πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν είναι και θα είναι αμφιλεγόμενες, γιατί η Δικαιοσύνη βρίσκεται πάντα στο μάτι ενός κυκλώνα αντικρουόμενων συμφερόντων. Η ισχύς της Δικαιοσύνης αρχίζει και τελειώνει εντός της δικαστικής αίθουσας, αλλά είναι δυσανάλογα ανίσχυρη να υπερασπιστεί το έργο της στην κοινωνία. Η ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση του δικαστή έναντι του λαού, περιλαμβάνεται στην αιτιολογία των αποφάσεών του, αυτή είναι που τον δικαιώνει και τον προστατεύει από κάθε είδους ισχυρούς. Ασφαλώς και δεν είναι όλες οι δικαστικές αποφάσεις ορθές. Το ότι το δικονομικό μας σύστημα αποδέχεται πως σε μία δίκη μπορεί να υπάρχει π.χ. διαφορετική εισαγγελική πρόταση, διαφορετική μειοψηφία και διαφορετική πλειοψηφία του δικαστηρίου, δεν σημαίνει φυσικά ότι όλοι έχουν ταυτόχρονα δίκιο. Αντιθέτως: το σύστημά μας αναζητεί την αλήθεια μέσα από την ελεύθερη έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης σε συνδυασμό με την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η αλήθεια παραμένει αναμφίβολα μόνο μία ανά περίπτωση. Για την προσέγγισή της, έχει δικλείδες ασφαλείας, ένδικα μέσα και διαδικασίες που απομειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο του λάθους και αυτές μπορούμε βεβαίως να τις βελτιώσουμε. Αλλά σίγουρα δε βελτιώνεται με δημόσιες κυβερνητικές παρεμβάσεις ή με καταφυγή σε εργαλεία όπως το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που απρόσεκτα επικαλούνται πολλοί και παραλλάσσει σε περιεχόμενο, ανάλογα με εκείνον που το επικαλείται. Για αυτό, αναγκαία και σταθερή προϋπόθεση είναι η κοινωνική εμπίστευση στους δικαστές της ελευθερίας να ασκούν την εξουσία τους με επιστήμη και αιτιολογία.Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά του να νιώθεις από το να είσαι δικαστής.

Σε πείσμα εκείνων που θέλουν να θέσουν τη Δικαιοσύνη απέναντι από την κοινωνία και τις επιφυλάξεις της, εμείς οφείλουμε να απευθυνθούμε στους ανήσυχους πολίτες και να τους ζητήσουμε να δείξουν εμπιστοσύνη, ότι τα παιδιά που μεγάλωσαν στις ίδιες γειτονιές με εκείνους, με τις ίδιες αξίες και παραστάσεις με εκείνους,θα εκπληρώσουν το κοινωνικό καθήκον που τους ανατέθηκε για αντικειμενική και αμερόληπτη απονομή Δικαιοσύνης. Να ανησυχούν και να επαγρυπνούν όταν βλέπουν την εκτελεστική εξουσία να κρίνει δημόσια τις δικαστικές αποφάσεις, γιατί είναι ένα δικαίωμα που έχουν μόνο οι πολίτες και όχι εκείνη. Να αναζητούν την αιτιολογία της κάθε απόφασης και να αποκρούουν τις ολιστικές και εύκολες απαντήσεις που τους προσφέρονται.Να ασκούν κριτική ζητώντας διαρκώς και επιτακτικά τη βελτίωση του συστήματος Δικαιοσύνης, χωρίς όμως να πριονίζουν το κλαδί στο οποίο όλοι καθόμαστε. Η δικαιοσύνη είναι οχυρό της δημοκρατίας. Αξίζει να το προστατεύσουμε.