Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

 

ΣΧΕΔΙΟ: «ΘΕΜΙΔΑ», ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (PDF, Unknown)

Τα αιτήματα και οι προτάσεις που καταθέσαμε στη συνάντηση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς ενιαία θέση του προεδρείου ετοιμάζεται η συνάντηση με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ Εφέτη,

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Εφέτη,

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη,

Μιχάλη Τσέφα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών,

Έφης Κώστα, Ειρηνοδίκη.

Μελών του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Το προχθεσινό ΔΣ της 8ης Ιουλίου 2023 είχε στην ημερήσια διάταξή του τα ζητήματα που θα θέσουμε στην επικείμενη συνάντηση με το νέο Υπουργό Δικαιοσύνης. Επικράτησε ένα χάος λογικής και συνέπειας και αποδείχθηκε ξεκάθαρα ότι υπάρχουν εσωτερικές διαφωνίες στο προεδρείο που συγκαλύπτονται τεχνηέντως προκειμένου τα μέλη του να εξακολουθούν να διατηρούν τις θέσεις τους. Η έλλειψη συγκεκριμένων θέσεων και στρατηγικών επιδιώξεων δείχνει την προχειρότητα και την έλλειψη σοβαρότητας στην αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων που θα αντιμετωπίσει το Σώμα. Ειδικότερα:

      Α) Κατάργηση του άρθρου 81 παρ. 8 ΚΟΔΚΔΛ που εμποδίζει την προσφυγή των συναδέλφων στην Ολομέλεια ΑΠ.

Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε εάν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος από όλα τα μέλη του προεδρείου ενόψει των αντιφατικών ανακοινώσεων που εκδόθηκαν από την Ένωση πριν τις τελευταίες κρίσεις της Ολομέλειας του ΑΠ. Η γενική γραμματέας κ. Ελευθερία Κώνστα λαμβάνοντας τον λόγο είπε ότι η αιτία που δεν συνυπέγραψε την ανακοίνωση όπως όφειλε κατά το καταστατικό αλλά παραχώρησε αυτήν την αρμοδιότητα στον αναπληρωτή της, αφορά την ίδια και τα άλλα μέλη του προεδρείου και δεν είναι υποχρεωμένη να μας ενημερώσει. Ουσιαστικά αποδέχτηκε ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προεδρείου αλλά δεν έχουν υποχρέωση να ενημερώσουν τους συναδέλφους για τις θέσεις τους. Η άποψη αυτή που την συμμερίστηκε και η πρόεδρος της Ένωσης πέρα από εξόφθαλμα αντιδημοκρατική και υπεροπτική, αδυνατίζει τα επιχειρήματά μας στην συζήτηση με τον αρμόδιο Υπουργό. Τα μέλη του προεδρείου εμφανίζονται διχασμένα καθώς κάποια υποστηρίζουν την αντισυνταγματικότητα της διάταξης και άλλα όχι. Δεν τοποθετήθηκαν καν ονομαστικά για να γνωρίζουμε το βάθος της μεταξύ τους ασυνεννοησίας. Ακούστηκε μάλιστα και το επιχείρημα από αυτούς που έκαναν σημαία την αντισυνταγματικότητα μέχρι σήμερα, ότι τελικά είναι διαφορετική η θέση ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική (που τάχα ποτέ δεν ισχυρίστηκαν) και διαφορετική ότι ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα!!!  Με τέτοια επιχειρήματα και τέτοιες οβιδιακές μεταμορφώσεις περιμένουν σοβαρή αντιμετώπιση από την Κυβέρνηση. Η ομάδα μας έθεσε για πρώτη φορά το θέμα στην ανακοίνωσή της από 8 Μαΐου 2023 και με σταθερή και ενιαία βούληση θα διεκδικήσει την κατάργηση της διάταξης.

      Β) Οικονομικές απαιτήσεις: Μας ενημέρωσαν ότι πριν την συνάντησή μας με τον Υπουργό Δικαιοσύνης θα προηγηθεί χωριστή συνάντηση των προέδρων των δικαστικών Ενώσεων για τα οικονομικά αιτήματα. Το αίτημά τους θα είναι αύξηση 10% στον βασικό μισθό, όση δηλαδή είναι η αύξηση που ήδη έχει υποσχεθεί ο πρωθυπουργός σε όλο το Δημόσιο. Το αίτημα για αύξηση των επιδομάτων έχει εγκαταλειφθεί σε μια χρονική συγκυρία που η κυβέρνηση υπόσχεται επανεξέταση των επιδομάτων σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες. Τα 700 ευρώ το μήνα αύξηση που υπόσχονταν το προεδρείο από τον περασμένο Δεκέμβριο έγιναν με έναν μαγικό τρόπο 200 ευρώ! Η δεδομένη βούληση της Κυβέρνησης να αυξήσει τους μισθούς στο δημόσιο, όπως προκύπτει από τις προγραμματικές δηλώσεις της, έγινε επιτυχία της Ένωσής μας! Οι μεγάλες απώλειες του μισθού μας που έχει μείνει καθηλωμένος για 15 χρόνια περίπου με τον συνυπολογισμό της αύξησης του πληθωρισμού, δεν ισοσταθμίζονται με την προβολή τόσο χαμηλών προσδοκιών.

Τα δικόγραφα που θα διανεμηθούν στους συναδέλφους για την διεκδίκηση των Δώρων είναι έτοιμα. Φτάνει σε ένα αίσιο τέλος η προσπάθεια που ανέλαβε η ομάδα μας από τον περασμένο Δεκέμβριο και στηρίχθηκε από την πλειοψηφία της ΓΣ. Μια προσπάθεια που πολεμήθηκε φανερά από το προεδρείο κατά τη διάρκεια της τελευταίας ΓΣ στη λογική των παραχωρήσεων στο οικονομικό επιτελείο ώστε δήθεν να ωφεληθούμε από μισθολογική αύξηση 700 ευρώ που θα μας δίνονταν μετά από «μυστικές συνεννοήσεις»!

      Γ) Δικαστικός Καλλικράτης. Μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης για «ενοποίηση των οργανικών θέσεων σε ένα κεντρικό δικαστήριο», ζητήσαμε να ενημερωθούμε για την θέση του προεδρείου. Κατά την άποψη της προέδρου της Ένωσης κ Στενιώτη, οι προγραμματικές δηλώσεις του Υπουργού είναι γενικόλογες και δεν αποτελούν πρόταση (!!!) αλλά θα πρέπει να αναμείνουμε να δημιουργηθεί επιτροπή από το Υπουργείο, να κληθούμε κι εμείς, να στείλουμε κάποιον εκπρόσωπό μας και μετά να δούμε τι θέση θα λάβουμε. Μέχρι τότε δεν είναι ανάγκη το προεδρείο να έχει κάποια θέση. Αυτά θα υποστηρίξουν μεθαύριο στην συνάντηση με τον Υπουργό. Δύο μόνο μέλη του προεδρείου (κκ Φούκας και Καραναστάσης) έλαβαν από τώρα την θέση ότι αντιμετωπίζουν θετικά την υπουργική εξαγγελία.

Η ομάδα μας και ως προεδρείο έχει λάβει θέση στο θέμα από την περίοδο που ασκούσε την διοίκηση στην Ένωση και την έχει διατυπώσει χωρίς περιστροφές και δημόσια σε Γενική Συνέλευση παρουσία των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων. Τότε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Τσιάρας αρνούνταν ότι υπήρχε πρόθεση της κυβέρνησης για Δικαστικό Καλλικράτη. Θεωρούμε ότι οι εξαγγελίες του νέου Υπουργού Δικαιοσύνης αποτελούν συνέχεια της πολιτικής του κ. Τσιάρα και είναι το πρώτο βήμα για την συγχώνευση και κατάργηση περιφερειακών δικαστηρίων που «κοστίζουν» στον κρατικό προϋπολογισμό. Η ορθή κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών της ίδιας περιφέρειας μπορεί να επιτευχθεί με τις ήδη υπάρχουσες διατάξεις και την χρήση της σχετικής αρμοδιότητας από τους προϊσταμένους των Εφετείων με την κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση όπως ήδη ισχύει για τους Ειρηνοδίκες  (άρθρα 7, 6, 4 ΚΟΔΚΔΛ) και κατ’ αναλογία της διάταξης του άρθ. 6Α του ν. 1756/1988 όπως ίσχυε με το άρθ. 3 ν. 2479/1988 και δεν απαιτείται η λήψη ενός μέτρου που υποτάσσεται μόνο στους δημοσιονομικούς στόχους της διοίκησης μακρυά από τις ανάγκες των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών. Οι συγχωνεύσεις και οι καταργήσεις δικαστηρίων συνεπάγονται κατά λογική ακολουθία την μείωση των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων και των δικαστικών λειτουργών.

      Δ) Θέματα Ειρηνοδικών: Για άλλη μια φορά στα θέματα των Ειρηνοδικών ο εμπαιγμός καλά κρατεί. Για το ζήτημα της αύξησης της υλικής αρμοδιότητας αυτή τη στιγμή το προεδρείο «συγκεντρώνει στοιχεία» ώστε αν προκύψει μείωση των εκδικαζομένων υποθέσεων, θα εισηγηθεί την αύξηση της υλικής αρμοδιότητας. Μέχρι και πριν τις τελευταίες εκλογές η θέση τους ήταν ξεκάθαρα αρνητική. Μάλιστα όπως μας ενημέρωσε προχθές η κ Στενιώτη είχαν υποσχεθεί στους συναδέλφους ότι μέχρι το 2025 δεν θα τεθεί θέμα αρμοδιότητας αλλά πλέον βλέπουν ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Ετοιμάζουν ήδη το έδαφος της συναίνεσης σε μια τέτοια πρόταση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν.

Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε εάν ισχύει η δέσμευσή τους για μισθολογική εξομοίωση Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών. Η κ Στενιώτη αρχικά απάντησε θετικά. Στη συνέχεια μας ενημέρωσε ότι είναι ζήτημα που θα εξεταστεί γιατί εξαρτάται και από τις άλλες Ενώσεις, εάν επιβαρύνει υπερβολικά τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν μπορεί να δεσμευτεί από τώρα. Την ίδια στιγμή το μέλος του προεδρείου κ Βελίας υποστήριζε ότι δεσμεύεται να ζητήσει πλήρη εξομοίωση. Πραγματική Βαβέλ! Ούτε και οι ίδιοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή τι θέλουν. Κάθε μέλος του προεδρείου απευθύνεται σε συγκεκριμένο τμήμα του Δικαστικού Σώματος, που δεν θέλει να δυσαρεστήσει, χωρίς να υπάρχει συνεννόηση μεταξύ τους, χωρίς κανέναν σχεδιασμό για τα αιτήματα που θα προβάλουν. Το Δικαστικό Σώμα στην όλο και πιο δύσκολη συγκυρία βρίσκεται πλέον χωρίς εκπροσώπηση ακολουθώντας την πρακτική του «πάμε κι όπου βγει».

Οι μαζικές παραιτήσεις 23 Ανώτατων Δικαστών από την Ένωση και οι τεράστιες ευθύνες του προεδρείου, Χριστόφορος Σεβαστίδης, Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Παντελής Μποροδήμος, Μιχάλης Τσέφας, Ιωάννης Ασπρογέρακας, Ευθαλία Κώστα, Μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Η ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Π. ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Η ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Με τα άρθρα 81 και 91 του Οργανισμού επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές.

Το δικαίωμα της πραγματικής προσφυγής στο ενωσιακό δίκαιο και στο δημόσιο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ορίζεται στα εξής άρθρα: 1)σύμφωνα με το άρθρο 13 ΕΣΔΑ, «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». 2)Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 ΣΕΕ, «Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης». 3)Σύμφωνα δε με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, “Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν Άρθρο”.

Στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μια από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου, όπως το διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 194/83, Πράσινοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Συλλ. 1986, σ. 1339).

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit , (ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101), η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, δεν απευθύνεται στον δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Για τη διασφάλιση λοιπόν της, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, «πραγματικής δικαστικής προστασίας», πρωταρχική σημασία έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων που την παρέχουν, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος σε «πραγματική προσφυγή”, (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses C-64/16). Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελιώδη σημασία της υποχρέωσης του άρθρου 19 ΣΕΕ, δηλαδή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το ενωσιακό δίκαιο, για τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης –μιας ένωσης δικαίου– πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο των εθνικών κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών με γνώμονα τις επιταγές της ως άνω διάταξης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οικειοποίηση της σχετικής κρατικής αρμοδιότητας από την Ένωση. Με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες οργανωτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών δεν μπορούν, κατά καταστρατήγηση της αρχής της δικονομικής και θεσμικής αυτονομίας, να λειτουργούν ως «δούρειος ίππος για την άλωση του οχυρού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» . Πρόκειται για την υποχρέωση να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να καταλήξει στην άσκηση προσφυγής λόγω παράβασης και στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους (https://www.prevedourou.gr/%CE%B7-/, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, Ευγενία Πρεβεδούρου).

Τα παραπάνω μετουσιώθηκαν σε πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ (σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις οι οποίες θίγουν την ανεξαρτησία των δικαστών στην Πολωνία, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας του πειθαρχικού τμήματος, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C 625/18 [βλ. και σχετικό άρθρο Lawspot], καθώς και με άλλα ζητήματα που αφορούν το νέο πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, όπως καταδεικνύεται στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18).

Πρόσφατα, με τις δημοσιευθείσες στις 6-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Evgeni Tanchev πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να κάνει δεκτή την ασκηθείσα προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Πολωνίας και να αποφανθεί ότι  η πολωνική νομοθεσία για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης. Κατά τον γεν. εισαγγελέα, η παρούσα υπόθεση είναι θεμελιώδους σημασίας για την έννομη τάξη της Ένωσης. Σε γενικές γραμμές, το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι καθιστούν δυνατό να λογοδοτούν οι δικαστές που ευθύνονται για σοβαρά παραπτώματα και οι οποίοι, ως εκ τούτου, συμβάλλουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τα δικαστήρια. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς εγγυήσεις ώστε να μη θίγεται η ανεξαρτησία των δικαστών από την απειλή ή την επιβολή κυρώσεων που ενδέχεται να τους επιβληθούν. Επομένως, το καθεστώς αυτό συνδέεται με το κράτος δικαίου και, συνακόλουθα, με τη λειτουργία και το μέλλον του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης το οποίο βασίζεται στο Δικαστήριο και στα εθνικά δικαστήρια. Ο γεν. εισαγγελέας συμπέρανε ότι η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αναπτύξει τη νομολογία του επί του συμβατού των μέτρων που λαμβάνονται από κράτος μέλος σχετικά με την οργάνωση του δικαιοδοτικού του συστήματος, ιδίως δε του πειθαρχικού καθεστώτος των δικαστών, με τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ για τη διασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και τον σεβασμό του κράτους δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης

Σύμφωνα δε με το άρθρο 267  της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαικής Ενωσης, «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α)επί της ερμηνείας των Συνθηκών, β)επι του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ενωσης. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ’ αυτού. Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.»  Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ προβλέπεται Αστική ευθύνη κ.μ. από τη μη συμμόρφωση της εθνικής δικαιοσύνης στην υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. (Απόφαση ΔΕΕ 2018, Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Γαλλία, C-416/17). Επιβάλλεται να τονιστεί ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και άλλα δικαστήρια της Πολωνίας σχετικά με την ερμηνεία των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 19 παρ.  1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 47 του Χάρτη και την ενδεχόμενη υποχρέωση των εν λόγω δικαστηρίων να μην εφαρμόσουν τις επίμαχες εθνικές διατάξεις .

Μοναδική εξαίρεση άρνησης υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, συνιστά η προσφυγή του Γενικού Εισαγγελέα της Πολωνίας, στις 5 Οκτωβρίου 2018, στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του, από το οποίο ζητεί να κρίνει ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν είναι σύμφωνο με το πολωνικό Σύνταγμα, στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιτρέπει την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η διάρθρωση και οργάνωση του πολωνικού δικαστικού συστήματος καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων (Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης»).

Για να έχει ο Χάρτης θετικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων είναι απαραίτητο να υπάρχουν ανεξάρτητοι και άρτια καταρτισμένοι δικαστές. Ευτυχώς, οι ελληνες ανώτατοι δικαστές έχουν άριστες γνώσεις του ευρωπαικού δικαίου και γνωρίζουν πότε και με ποιο τρόπο θα υποβάλλουν τα ανάλογα προδικαστικά ερωτήματα. Η υποβολή λοιπόν του λυσιτελούς προδικαστικού ερωτήματος από την Ολομέλεια του ΑΠ, η οποία λειτουργεί ως δικαστική αρχή, όπου εκκρεμούν προσφυγές των παραλειφθέντων δικαστικών λειτουργών, ενώπιον του ΔΕΕ με το ερώτημα «αν οι διατάξεις των άρθρων 81 και 91 του ΚΟΔΚΔΛ δυνάμει των οποίων επιτρέπεται το δικαίωμα Προσφυγής στην Ολομέλεια μόνο, εφόσον ο δικαστικός λειτουργός έλαβε τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές, παραβιάζει  τα άρθρα 19 παρ.1 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51, του Χάρτη , αφού το ελληνικό κράτος μέλος με την συγκεκριμένη νομοθεσία ως προς την λειτουργία και οργάνωση της Δικαιοσύνης ενεργεί εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υπόθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609), καθώς   οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Φυσικά τα παραπάνω εννοείται πως θα λάβουν χώρα με την διαδικασία της ταχείας και επείγουσας διαδικασίας όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού ΔΕΕ καθώς και στα άρθρα 105 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως έπραξε  μάλιστα ήδη το ΔΕΕ, όταν το πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο και η Επιτροπή ζήτησαν  να εφαρμοστεί η Ταχεία Προκαταρκτική Διαδικασία, εκθέτοντας ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ήταν αναγκαία για να είναι σε θέση να ασκεί τη δικαιοδοτική αρμοδιότητά του νομίμως και σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Zakład Ubezpieczeń Społecznych, C-522/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:786, σκέψη 12). Ταυτόχρονα, οι δικαστικές ενώσεις μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να προσφύγει στο ΔΕΕ με τα παραπάνω ερωτήματα καθώς και να ζητήσει (η Επιτροπη) την αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, προκειμένου το ΔΕΕ να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να αναστείλει τα επίμαχα άρθρα έως την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση υπόθεσης, όπως ακριβώς το έπραξε ήδη με την από 23 Ιανουαριου 2020 αίτησή της κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η οποία και έγινε δεκτή από το ΔΕΕ με την από 8 Απριλίου 2020 διάταξή του. Εξάλλου, οι πολιτικες, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας επιβάλλουν πλεον την χρήση από τις  δικαστικές ενώσεις των εργαλείων του ενωσιακού δικαίου.

Με αυτόν την λύση, τόσο οι παραλειφθέντες δικαστικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν από το ΔΕΕ ως προς τον αποκλεισμό του δικαιώματος προσφυγής τους στην ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου αφού ο εθνικός νόμος τους απαγορεύει την προσφυγή αυτή, αφετέρου οι Ανώτατοι Ελληνες Δικαστές, εφόσον έχουν την σχετική βούληση, θα έχουν χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που τους παρέχει το ενωσιακό δίκαιο ώστε να τάμουν την διαφορά αυτή που προέκυψε μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας και των δικαστικών λειτουργών, ως προς το δικαίωμα της προσφυγής τους στην Ολομέλεια του ανώτατου υπηρεσιακού τους οργάνου.

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, πταισματοδίκης

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ, ειρηνοδίκης,

Ομάδα IUSTITIA

Μέλη της ΕΝΔΕ

 

 

Η επιστημονική μας άποψη για τις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών με βάση τις διατάξεις του ΚΟΔΚΔΛ, Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Π. ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΝΙΚΗΤΑ ΒΕΛΙΑ, ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΝΔΕ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΚΤΑΚΤΟΥ Δ.Σ. ΣΤΙΣ 2-5-2023

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

AITHMA, ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, , ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ, Μέλη της ΕΝΔΕ

ΠΡΟΣ ΔΣ Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

AITΗΜΑ ΓΙΑ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΔΣ και έκτακτης ΓΣ δυνάμει του άρθρου 3 παρ.1 του Καταστατικού της ΕΝΔΕ

 

Με δεδομένη την φημολογούμενη αύξηση της καθ΄ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων, την στασιμότητα της υπηρεσιακής και μισθολογικής κατάστασης των Ειρηνοδικών, τις απαράδεκτες πλέον για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς συνθήκες εργασίας και την δυσαναλογία των αποδοχών μας σε σχέση με το σύνολο των δικαστικών λειτουργών των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών, προτείνουμε τις δημοσιευμένες από την ομάδα μας στην ιστιοσελίδα της ΕΝΔΕ ριζικές αλλαγές στο ελληνικό δικαστικό στερέωμα προκειμένου να υιοθετηθούν ή τροποποιηθούν ή συμπληρωθούν είτε από έκτακτη ΓΣ των μελών της ΕΝΔΕ είτε από το ΔΣ της ΕΝΔΕ στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση. Θεωρούμε ότι η ανταλλαγή προτάσεων και απόψεων από όλα τα μέλη του ΔΣ αλλά και τα μέλη της ΓΣ της ΕΝΔΕ σχετικά με την υπηρεσιακή και μισθολογική μας κατάσταση είναι πλέον απαραίτητη προκειμένου να εμποδίσουμε την λήψη καίριων αποφάσεων από τη νομοθετική εξουσία άνευ της δικής μας συμμετοχής. Κρίνουμε αναγκαία την αναθεώρηση του Δικαστικού Χάρτη της ελληνικής δικαιοσύνης ακόμα και με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που εμείς προτείνουμε προκειμένου να γίνουμε όλοι συνυπεύθυνοι, συμμέτοχοι και να αποτελέσουμε την πλέον σημαντική συνιστώσα στις εξελίξεις στη λειτουργία του ελληνικού δικαστικού συστήματος ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος των εθνικών εκλογών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΟΥΜΕ

  • ΑΜΕΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΣ προκειμένου να αποφασίσει είτε την σύγκληση έκτακτης ΓΣ είτε την κατάθεση προτάσεων των εκλεγμένων συμβούλων  προς την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία για νέο δικαστικό χάρτη.
  • Ψηφοφορία των ήδη δημοσιευμένων στην ιστιοσελίδα της ΕΝΔΕ προτάσεων για νέο δικαστικό χάρτη της ομάδας IUSTITIA έκαστη χωριστά.
  • Ομόφωνη παράσταση του ΔΣ στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να μην προχωρήσει σε οιαδήποτε σημαντική για την υπηρεσιακή κατάσταση των Ειρηνοδικών αλλαγή προτού ολοκληρωθούν οι ως άνω προτεινόμενες διαδικασίες.

 

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΝΟΣ ΒΑΣΤΑΡΟΥΧΑΣ

Μέλη της ΕΝΔΕ

 

Τροπολογία για τη λειτουργία του Α1 τμήματος Αρείου Πάγου ενόψει των εθνικών εκλογών, Μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)