ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ; ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΒΕΡΓΩΝΗ,ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ, Β΄ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ Ε.Δ.Ε.

Από την 1η Ιουλίου 2019 έχουν  τεθεί σε ισχύ οι νέοι Κώδικες, Ποινικός και Ποινικής Δικονομίας, μετά από 70 περίπου χρόνια εφαρμογής των προηγούμενων Κωδίκων, που ίσχυαν από το 1951.  Η έναρξη ισχύος τους πραγματοποιήθηκε με σωρεία διαμαχών και κριτικών, σχετικά με τις άμεσες επιπτώσεις εφαρμογής τους. Οι διαμάχες αυτές εστιάζονται σε θέματα που απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη (κατάδικοι για τρομοκρατία π.χ.), βάζοντας την κριτική κάτω από το πρίσμα της συγκυρίας, παραμερίζοντας την οπτική της ιστορίας. Εστιάζοντας στην οπτική αυτή θα πρέπει να προχωρήσουμε σε δύο παρατηρήσεις, μία στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και μία σε αυτό του δικονομικού δικαίου.

Ο Ποινικός Κώδικας, στο ειδικό του μέρος, με την πρόβλεψη των ποινών για κάθε έγκλημα, είναι μια αξιολόγηση των ποινικά προστατευόμενων έννομων αγαθών και αντιστοίχως των εγκλημάτων. Η τιμώρηση δηλαδή ενός εγκλήματος με χαμηλή ποινή φυλάκισης ή με κάθειρξη, οφείλεται στην αξιολόγηση τόσο του έννομου αγαθού που προστατεύεται ποινικά όσο και της βλάβης που επιφέρει ή του κινδύνου που δημιουργεί. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής ως βλάβη αξιολογείται πολύ υψηλά με αποτέλεσμα η προβλεπόμενη ποινή να είναι ισόβια ή κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών ενώ η βλάβη της τιμής που επιφέρει η εξύβριση αξιολογείται χαμηλά και τιμωρείται με φυλάκιση από δέκα ημέρες έως έξι μήνες. Η αξιολόγηση αυτή, διεπόμενη πάντα από την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, δεν είναι αυστηρά επιστημονική, αλλά κυρίως κοινωνική απόφαση, δηλαδή εν τέλει πολιτική επιλογή. Η αξιολόγηση όμως για να παράξει τα επιδιωκόμενα κοινωνικά αποτελέσματα και να διαμορφώσει την ανάλογη συλλογική συνείδηση είναι αναγκαίο να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου. Στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα υπάρχει η ευχέρεια της αλλαγής αυτής της αξιολόγησης. Σημαντικότερο παράδειγμα το άρθρο 189 ΠΚ, που τιμωρεί τις βιαιοπραγίες σε μαζικές εκδηλώσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας. Το 2014 η προβλεπόμενη ποινή έφτανε μέχρι την κάθειρξη, και το 2015, μετά την αλλαγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, περιορίστηκε σε φυλάκιση μέχρι 6 μηνών. 

Μοναδικός τρόπος για την διασφάλιση της απαραίτητης μακροημέρευσης των ποινικών ρυθμίσεων, είναι η ευρεία συναίνεση στην νομοθέτησή τους. Και τέτοια συναίνεση δεν υπήρξε κατά την εσπευσμένη ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα, αντίθετα επελέγη η ψήφισή του μεσούσης ουσιαστικά της προεκλογικής περιόδου και με την μισή Βουλή απούσα. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί σε μια δυσοίωνη πρόβλεψη για την ουσιαστική κοινωνική λειτουργία. Ας ελπίσουμε ότι για τις όποιες αναγκαίες αλλαγές, θα επιδιωχθεί μια ευρύτατη συναίνεση, που θα διασφαλίσει την μακροημέρευση.

Το πεδίο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί κυρίως μέσω του δικονομικού συστήματος είναι δυνατή η αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης και η ποθούμενη δραματική μείωση του χρόνου περάτωσης των ποινικών υποθέσεων. Είχα τονίσει και παλαιότερα ότι ο βασικός λόγος της καθυστέρησης είναι ο υπερβολικός αριθμός δικαστικών λειτουργών, Δικαστών και Εισαγγελέων, που απαιτείται για την οριστική περαίωση των δυσχερών ποινικών υποθέσεων, που ανέρχεται σε 40 με 50. Μάλιστα το πρόβλημα της καθυστέρησης αντιμετωπίστηκε σε όλες τις χώρες με το ίδιο δικονομικό σύστημα με το ελληνικό, με την προώθηση μεταρρυθμίσεων που μείωσαν τον αριθμό αυτό σε 1 με 3 δικαστικούς λειτουργούς. Η πρόθεση για περισσότερους δικαστικούς λειτουργού υλοποιήθηκε και με τον αμφιλεγόμενο τρόπο της Πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που αυξάνει τις θέσεις των δικαστικών λειτουργών, λόγω των αναγκών που δημιουργεί ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας!

Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αυξάνεται ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών που απαιτούνται για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων εντυπωσιακά. Και αυτό γίνεται αφ’ ενός με την κατάργηση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως ουσιαστικού Δικαστηρίου, και την εκδίκαση αυτών από Τριμελές, και αφ’ ετέρου με τη  αύξηση της αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Παράλληλα οι νέοι θεσμοί περάτωσης της ποινικής διαδικασίας χωρίς παραπομπή των υποθέσεων σε Δικαστήριο, δεν είναι υποχρεωτική για τον αρμόδιο Εισαγγελέα, με αποτέλεσμα να επαφίεται η εφαρμογή τους, στην πρωτοβουλία του κάθε εισαγγελικού λειτουργού. Τέλος δεν αντιμετωπίστηκε καθόλου το πρόβλημα του περιορισμού των αποτελεσμάτων των ενδίκων μέσων, με την αξιοποίηση της πλούσιας νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

Για να μην οδηγηθεί λοιπόν η κοινωνία σε μια ακόμη χαμένη ευκαιρία για ουσιαστική μεταρρύθμιση με ευεργετικά αποτελέσματα, θα πρέπει σταδιακά και με σοβαρή μελέτη, να προωθηθούν οι αναγκαίες αλλαγές στα ήδη ισχύοντα νομοθετήματα, ώστε η μεταρρύθμιση να είναι πραγματική.