Οι θέσεις μας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2018

Οι θέσεις μας για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Α. Η Σημασία Συνταγματικής Αναθεώρησης και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων

Η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι μια από τις σημαντικότερες στιγμές μιας Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Εκτός της νομικής σημασίας της και των συνεπειών που προκαλεί στην λειτουργία του πολιτεύματος το περιεχόμενο της Αναθεώρησης , καθίσταται καίρια η παραδοχή ότι σε μια έννομη τάξη που κοιτάζει στο παρελθόν ασκώντας δημιουργική κριτική είναι απαραίτητο η κατεύθυνση στο μέλλον να είναι προϊόν όχι μόνον της συναίνεσης, που απαιτούν οι πλειοψηφίες του Συντάγματος , αλλά και της σύνεσης που πρέπει να σχηματοποιεί το αποτέλεσμα.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων βρίσκεται τώρα στη στιγμή της επεξεργασίας των προτάσεων που θα προβάλει στην εκκινηθείσα διαδικασία . Φύσει και θέσει η Ένωση,  ανταποκρινόμενη στο ρόλο πού το ίδιο το Σύνταγμα της αποδίδει, οφείλει να διατυπώσει με παρρησία και υπευθυνότητα απόψεις που θα διακρίνονται για τον ρεαλισμό, την αποτελεσματικότητα και την αντοχή τους στο χρόνο. Σε αυτήν τη διαδικασία δεν χωρεί ακτιβισμός , ή η λογική του εκκρεμούς , όπου από το ένα άκρο μιας προβληματικής κατάστασης καταλήγουμε στο άλλο άκρο μιας εξωπραγματικής λύσης.

Β. Επι της διαδικασίας της διαμόρφωσης της πρότασης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Β1. Ερώτημα και θέση μας

Τέθηκε σε ψηφοφορία στο ΔΣ  η επιλογή ανάμεσα σε δύο θέσεις : α) Απόφαση του ΔΣ β) Ηλεκτρονική Διαδικασία /Γενική Συνέλευση. Στην ψηφοφορία υποστηρίξαμε την θέση ότι την απόφαση έπρεπε να πάρει το ΔΣ διότι η ΕΔΕ λειτουργεί με το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και για το λόγο αυτό η  νομιμοποίηση των μελών του ΔΣ είναι επαρκής, δεδομένου ότι οι  σύμβουλοι που εξελέγησαν έλαβαν εκατοντάδες ψήφους. Η διαδικασία μέσω του ΔΣ ενέχει και την ευχέρεια της ευελιξίας στην τοποθέτηση σε επιμέρους θέματα που θα προκύψουν σε κάθε φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας. Επιπλέον , όπως ποτέ στο παρελθόν έτσι και τώρα δεν θα διστάσουμε να πάρουμε θέση στα δύσκολα θέματα και να έχουμε ακέραια την ευθύνη γι αυτές.

Β2. Κριτική των άλλων θέσεων

Εκφράσαμε την άποψη ότι η ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν προβλέπεται στο καταστατικό (μάλιστα στην ΓΣ που αποφάσισε την τροποποίηση του απορρίφθηκε μια συγγενής πρόταση για ψηφοφορία εξ αποστάσεως στο ΔΣ) και εκ των πραγμάτων αποκλείει μη εξοικειωμένους με την διαδικασία δικαστές και εισαγγελείς , πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπόψη μας . Επίσης για την ΓΣ εκφράσαμε την άποψη ότι για μια τόσο σοβαρή διαδικασία δεν είναι αντιπροσωπευτική του δικαστικου σώματος η απόφαση που λαμβάνει στο τέλος της ημέρας διψήφιος αριθμός παρισταμένων και με απαρτία που έχει σχηματιστεί πολλές ώρες νωρίτερα. Οι λόγοι αυτοί επισημαίνουν τον υψηλό κίνδυνο να μην χαρακτηρίζεται ως αντιπροσωπευτικό επί της ουσίας , αλλά μόνον ως προς τον τύπο, το αποτέλεσμα μιας τόσο καθοριστικής διαδικασίας.  Επιπλέον το επιχείρημα ότι οι διαδικασίες της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και της ΓΣ είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικές καταρρίπτεται από το γεγονός ότι τα μέλη θα κληθούν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με τις απόψεις του ΔΣ και όχι να συμμετάσχουν σε ένα διαδραστικό διάλογο μιας άμεσης δημοκρατικής διαδικασίας , καθιστώντας μάλιστα την άποψη μας ανελαστική.

Η θέση αυτή απερρίφθη με οκτώ ψήφους κατά και επτά υπέρ. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε αναμεσα στην Ηλεκτρονική Ψηφοφορία και στην ΓΣ προσχωρήσαμε στην άποψη υπερ της ΓΣ με το σκεπτικό ότι έχει τη δυνατότητα να είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική από την ηλεκτρονική ψηφοφορία.  

 

Γ. Επι του περιεχομένου της Συνατγματικής Αναθεώρησης για την Δικαιοσύνη και της διαμόρφωσης της θέσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Με δεδομένη πλέον την αρμοδιότητα της ΓΣ να λάβει αποφάσεις επί του περιεχομένου της Αναθεώρησης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ρόλος της προτείνουσας Βουλής στην διαδικασία δεν περιορίζεται μόνον στην καταγραφή των διατάξεων που πρέπει να αναθεωρηθούν , αλλά επιπλέον πρέπει να δώσει στην Αναθεωρητική Βουλή την κατεύθυνση της Αναθεώρησης . Χρήσιμη για τον προβληματισμό στην διαδικασία και την αρμοδιότητα των δύο βουλών είναι η υπ αρ. 11/2003 απόφαση του ΑΕΔ . Για το λόγο αυτό θα ζητήσουμε από τη ΓΣ να εξουσιοδοτήσει το ΔΣ για τη περαιτέρω υποστήριξη των θέσεων ενώπιον της Αναθεωρητικής Βουλής.

Επί των άρθρων του Συντάγματος προς Αναθεώρηση προτείναμε τα ακόλουθα  :

Γ1. Επιλογή ηγεσίας Ανωτάτων Δικαστηρίων (άρθρο 90 παρ.5 του Συντάγματος)   

Γ.1.α Περιεχόμενο ρύθμισης

Οι Πρόεδροι, οι Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων και ο Εισαγγελέας του ΑΠ επιλέγονται από Ειδικό Συμβούλιο της Βουλής το οποίο συγκροτείται από τους αρχηγούς των κομμάτων ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και συνεδριάζει υποχρεωτικά εντός του επόμενου από την κένωση της θέσης μήνα. Υποψήφιοι για την επιλογή σε κάθε θέση είναι οι τρεις υποδεικνυόμενοι με μυστική ψηφοφορία από την οικεία ολομέλεια δικαστές και εισαγγελείς. Για την επιλογή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υποψήφιοι μπορεί να είναι αντιπρόεδροι, αρεοπαγίτες και τουλάχιστον ένας εκ των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου ως νόμος ορίζει.  Το Ειδικό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα. Σε περίπτωση μη επίτευξης ομοφωνίας η επιλογή για κάθε θέση γίνεται με την διευρυμένη πλειοψηφία του άρθρου 101Α που ισχύει στην συνδιάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Η διαδικασία τελεί υπό την εγγύηση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Γ.1.β. Αιτιολογία θέσης

Με την ρύθμιση αυτή επιχειρείται η διακοπή της παρέμβασης της Εκτελεστικής Λειτουργίας στην Δικαστική. Οι επικεφαλείς των Ανωτάτων Δικαστηρίων απολαμβάνουν της δημοκρατικής νομιμοποίησης με την επιλογή τους από ένα κορυφαίο (λόγω της σύνθεσης του) όργανο της Νομοθετικής Λειτουργίας με το εγγυητικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας και την πρόθεση ο κανόνας να είναι η ομόφωνη επιλογή και εξαίρεση η υψηλή πλειοψηφία . Η δεσμευτική προεπιλογή των υποψηφίων από την οικεία ολομέλεια του Δικαστηρίου ενισχύει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών όχι μόνον έναντι των λοιπών λειτουργιών ,αλλά και εσωτερικά.  

Γ.1.γ. Κριτική σε άλλες απόψεις

  • Διαδικασία επιλογής υποψηφίων κατόπιν ψηφοφορίας  του συνόλου του δικαστικού σώματος : Η θέση αυτή ,αν και φέρει τον μανδύα της δημοκρατικής νομιμοποίησης, ουσιαστικά οδηγεί το δικαστικό σώμα στην περιπέτεια ενός διαρκούς εκλογικού αγώνα που θα διεξάγεται κάθε χρόνο λόγω των κενών που προκαλούνται με τις αποχωρήσεις λόγω ορίου ηλικίας. Επιπλέον, δημιουργεί σύγχυση κριτηρίων επιλογής , δεδομένου ότι η έννοια της δημοφιλίας και της καταλληλότητας διαφέρουν ουσιωδώς. Άλλωστε η υπηρεσιακή αρχαιότητα των υποψηφίων εκ των πραγμάτων δίνει ένα τακτικό πλεονέκτημα για κρίση υπο ασφαλέστερες προϋποθέσεις μεταξύ των ομοίων υπηρεσιακά. Θυμίζουμε , ότι διαχρονικά το βασικό επιχείρημα του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων και της εκλογής των μελών του Συμβουλίου Διεύθυνσης από την οικεία Ολομέλεια ήταν η καλύτερη γνώση της αξίας και των ικανοτήτων από τους υπηρεσιακά σύγχρονους. Τέλος, στη σχέση εκλογέα-εκλεγόμενου και στις ομαδοποιήσεις που εκ των πραγμάτων σε μια τέτοια έκταση εκλογής θα σχηματισθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να επιδρά η άσκηση των καθηκόντων επιθεώρησης και πειθαρχικών διαδικασιών, γεγονός που δρα εις βάρος της διαφάνειας και της εσωτερικής προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.Συνεπώς το κριτήριο για το ποια  διαδικασία επιλογής προτείνει το δικαστικό σώμα πρέπει να είναι και ο περιορισμός των ανωτέρω κινδύνων στο μικρότερο δυνατό βαθμό.
  • Η επιλογή από την Βουλή επιστρέφει ουσιαστικά το δικαίωμα επιλογής στην Κυβέρνηση ,δεδομένου ότι η πλειοψηφία των βουλευτών έχει δεσμευτεί με την δεδηλωμένη υπέρ αυτής.

Γ.2. Αύξηση του ορίου ηλικίας αποχώρησης από το Σώμα (άρθρο 88 παρ.5)

Γ.2.α Περιεχόμενο ρύθμισης

Οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς ,αποχωρούν από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς, αποχωρούν από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους, δικαιούμενοι τις ανώτατες συντάξιμες αποδοχές ως νόμος ορίζει . Κατ΄εξαίρεση και μόνον όσοι επιθυμούν μπορούν να παραμείνουν μέχρι δύο και τρία επιπλέον έτη αντίστοιχα στην υπηρεσία , η δε οργανική τους θέση σε αυτήν την περίπτωση λογίζεται ως κενή προς πλήρωση.   

Γ.2.β. Αιτιολογία θέσης

Η προτεινόμενη ρύθμιση στηρίζεται στις εξής παραδοχές : α) το προσδόκιμο όριο ζωής έχει ανέβει με συνέπεια να παρέχονται επαρκή εχέγγυα ανταπόκρισης σωματικά και νοητικά στα καθήκοντά τους αυτοί που το επιθυμούν, β) η εθελοντική παραμονή δίνει την ευκαιρία στην αξιοποίησης της εμπειρίας δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών για περισσότερο χρόνο , γ) η εξασφάλιση των ανώτατων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο όριο των 65 και 67 ετών κατοχυρώνει το δικαίωμα για  αποχώρηση χωρίς εκπτώσεις , δ) η θεώρηση ως κενής της οργανικής θέσης του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού που προαιρετικά παραμένει στην υπηρεσία εξασφαλίζει την υπηρεσιακή εξέλιξη των λοιπών , προκαλεί δε εμμέσως αυτόματη αύξηση των οργανικών θέσεων στα δικαστηρια που υπηρετούν οι ασκούντες το δικαίωμα.    

Γ.2.γ. Κριτική σε άλλες απόψεις

  • Η αντιμετώπιση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από το Σύνταγμα και τους νόμους δεν μπορεί να γίνεται με όρους που αντιστοιχούν σε κοινό εργαζόμενο ,αλλά μόνον σε εκπρόσωπο μίας εκ των τριών Λειτουργιών του Κράτους. Συνεπώς δεν είναι συνεπής με την όλη στάση μας διαχρονικά η σύγκριση με άλλες ομάδες εργαζομένων και η άντληση επιχειρημάτων από αυτήν.
  • Η προαιρετική παραμονή μέχρι το ανώτατο όριο ηλικίας δεν συνιστά  παραίτηση από δικαίωμα και δη  το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
  • Η ελεύθερη βούληση για την άσκηση δικαιώματος δεν πρέπει να παρεμποδίζεται εφόσον δεν προσκρούει σε δικαίωμα άλλου

Γ.3. Απαγόρευση κατάληψης θέσης μετά την απαγόρευση (άρθρο 89)

Γ.3.α Περιεχόμενο ρύθμισης

Για μία τριετία μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού να μην επιτρέπεται ο με οποιονδήποτε τρόπο ορισμός του  σε θέση έμμεσου οργάνου του Κράτους αμειβόμενη αμέσως ή εμμέσως από τον κρατικό προϋπολογισμό, με εξαίρεση τις Ανεξάρτητες Αρχές που προβλέπονται από το Σύνταγμα.

Γ.3.β. Αιτιολογία θέσης

Από τον συνδυασμό των προτάσεων αναθεώρησης των άρθρων 88 παρ.5 και 89 που προαναφέρθηκαν και προκειμένου να επιτευχθεί η άρση οποιασδήποτε υπόνοιας για την σχέση ανάμεσα στην εκτελεστική και την δικαστική λειτουργία ,προτείνεται ο ανωτέρω περιορισμός , οποίος ουσιαστικά προστατεύει το κύρος του δικαστή. Η απαγόρευση ισχύει για κάθε θέση έμμεσου οργάνου της διοίκησης , μετακλητού υπαλλήλου , διοικητή οργανισμού , ή εταιρίας που ελέγχεται από το δημόσιο , δημάρχου ή περιφερειάρχη και η αμοιβή για την παροχή εργασίας (ανεξάρτητα αν ο δικαστής έχει παραιτηθεί από αυτή) καλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Από την ρύθμιση εξαιρούνται οι θέσεις των άμεσων οργάνων του κράτους διότι αφενός μεν για την θέση βουλευτή ή ευρωβουλευτή  προέχει η λαϊκή νομιμοποίηση και  δεν μπορεί να περιοριστεί το συνταγματικό δικαίωμα του εκλέγεσθαι , αφετέρου δε, η θέση υπουργού και μέλους ανεξάρτητης συνταγματικής αρχής προβλέπεται άμεσα από το Σύνταγμα και υπόκειται στη λαϊκή νομιμοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας, συνάδει δε με το πνεύμα της ρύθμισης του άρθρου 37 παρ.3 για την ανάθεση στον Πρόεδρο του ΣτΕ του ΑΠ ή του ΕΣ των καθηκόντων του Πρωθυπουργού για τον σχηματισμο κυβέρνησης.

Γ.3.γ. Κριτική σε άλλες απόψεις

  • Η συλληβδην απαγόρευση δημιουργεί μια ατιμωτική παραδοχή : Ότι όλοι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί είναι  εν δυνάμει ύποπτοι για σχέσεις διαφθοράς και ως εκ τούτου πρέπει προληπτικά να ληφθούν κατασταλτικά μέτρα
  • Η συλλήβδην απαγόρευση επειδη ερείδεται ουσιαστικά στην αποτροπή του κινδύνου της διαφθοράς μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες απαγορεύσεις ακόμα και στην άσκηση δικηγορίας ή και άλλων δράσεων ιδιωτικού δικαίου μετά την αποχώρηση από το δικαστικό σώμα .
  • Τα ιστορικά παραδείγματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους προτείνοντες την απόλυτη απαγόρευση δεν μπορούν να αναμετρηθούν με την αναγκαιότητα πολλές φορές που προκύπτει στην κοινωνία να αξιοποιηθούν δικαστές σε θέσεις που θα διασφαλίζουν με την ακεραιότητα τους την λειτουργία της Δημοκρατίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομόφωνη επιλογή από την Βουλή του τ.Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Κουτρουμάνου ως Προέδρου του ΕΣΡ.   

 

Γ.4. Επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης (άρθρο 93 παρ.3)

Γ.4.α Περιεχόμενο ρύθμισης

Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση, ως νόμος ορίζει. Τα ανώτατα δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν σε πλήρη ολομέλεια σημαντικές κατηγορίες υποθέσεων ως νόμος ορίζει. Η χρήση νέων τεχνολογιών στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων κατά την εκτέλεση του δικαιοδοτικού έργου είναι δυνατή ,εφόσον δεν προσκρούει στην έννοια της δίκαιης δίκης.

Γ.4.β. Αιτιολογία θέσης

Η ρύθμιση έχει σκοπό να διευκολύνει την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης παρέχοντας την δυνατότητα στο νομοθέτη να περιορίσει υπό τους όρους που διέπουν στο σύνολο της την έννομη τάξη την έκταση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η μέχρι σήμερα δικονομική διαχείριση τέτοιων μέτρων , χωρίς την  συνταγματική κάλυψη, έχει αποδώσει αποτελέσματα και βάσιμη προσδοκία για επιτυχία του μέτρου σε ευρύτερη κλίμακα υπο προυποθέσεις. Η αναγκαιότητα της θεσμοθέτησης της δίκης πιλότου στα ανώτατα δικαστήρια μπορεί να οδηγήσει στην σύντμηση του χρόνου εκρεμοδικίας δεδομένου ότι δεν θα ασκούνται περιττά ένδικα μέσα. Τέλος η εισαγωγή νέων τεχνολογιών μπορεί να διευκολύνει τον σκοπό της διαχείρισης των δικονομικών χρόνων αποτελεσματικά σύμφωνα και με την διεθνή εμπειρία.

Γ.4.γ. Κριτική σε άλλες απόψεις

  • Ο περιορισμός της αιτιολογίας δεν συνιστά κατάργηση της αλλά ρύθμιση
  • Ο περιορισμός της αιτιολογίας από το νομοθέτη δεν μπορεί να αγνοήσει άλλες υπερκείμενες της διάταξης αυτής συνταγματικές ρυθμίσεις για την δίκαιη δίκη και την λειτουργία του κράτους δικαίου


Γ.5. Λοιπές προτάσεις προς αναθεώρηση  

Γ.5.1. Προτάσεις προς απαραδοχή

  • Κατάργηση μισθοδικείου και την εγκατάσταση της αρμοδιότητας στο ΑΕΔ
  • Διατήρηση διάχυτου συνταγματικού ελέγχου

Γ.5.2. Προτάσεις προς απόρριψη

  • Αναμόρφωση πειθαρχικής διαδικασίας
  • Συμμετοχή δικηγορικών συλλόγων στην λήψη αποφάσεων ΑΔΣ

Δ. Πρόσκληση για συμμετοχή

Η Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στις 15 Δεκεμβρίου 2018 έχει να διαχειριστεί κάτι πολύ σημαντικό : την παρουσίαση της εικόνας του ΔΙκαστικού Σώματος και της απονομής της Δικαιοσύνης στην Χώρα για τα επόμενα πολλά χρόνια. Μια τόσο σοβαρή υπόθεση δεν μπορεί να αφεθεί στη βούληση των λίγων που θα παραμένουν στην διαδικασία μέχρι το τέλος. Αν συμβεί αυτό οι λίγοι που εκπροσωπούν μόνον τον εαυτό τους αυτόματα θα εκπροσωπήσουν όλους εμάς στην δημόσια διαβούλευση που θα ακολουθήσει. Επειδή στο παρελθόν η σιωπηλή πλειοψηφία κάποιες φορές απείχε και μετά βρισκόταν μπροστα σε τετελεσμένα, σας ζητούμε να έρθετε όλοι στη γενική συνέλευση και να υποστηρίξετε αυτό που πιστεύετε. Η συμμετοχή σας είναι αυτή που θα δείξει τη συνέχεια σε όλους μας.

 

 

                               Παναγιώτης Λυμπερόπουλος                                 Δημήτρης Φούκας

                                               Εφέτης                                               Πρόεδρος Πρωτοδικών

                             Α΄Αντιπρόεδρος της ΕΔΕ                                Αν.Γεν.Γραμματέας της ΕΔΕ