ΘΕΣΕΙΣ ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΑΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

Θέσεις του Χρήστου Νάστα, Προέδρου Εφετών, τακτικού μέλους του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.

                                                                 9-12-2018

Αγαπητοί συνάδελφοι , σας παραθέτω τις θέσεις μου  για την επικείμενη αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος,  τα οποία αφορούν τη Δικαστική Εξουσία  και έχουν συμπεριληφθεί στο ερωτηματολόγιο που  καλείστε να απαντήσετε με μυστική ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση, στις 15-12-2018:

1) Τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης (άρθρο 90 παρ.5 του Συντάγματος)

 Η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης να γίνεται σε δύο στάδια.

Σε πρώτο στάδιο, εκτιμώ αναγκαία την προεπιλογή με μυστική ψηφοφορία  από το σύνολο των ανωτάτων δικαστών του οικείου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας θα πρέπει να επιλέγονται μεταξύ των αντιπροέδρων του οικείου Δικαστηρίου, με θητεία στη θέση αυτή τουλάχιστον ένα έτος. Οι Αντιπρόεδροι των  Ανωτάτων Δικαστηρίων θα πρέπει να επιλέγονται μεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών του οικείου Δικαστηρίου από αριθμό δικαστών τετραπλάσιο του αριθμού των θέσεων που είναι κενές. Η δεσμευτική προεπιλογή των υποψηφίων από τους ανώτατους Δικαστές ενισχύει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών  λειτουργών έναντι των λοιπών λειτουργιών του Κράτους.

Σε δεύτερο στάδιο, η επιλογή μπορεί να γίνεται από τη Βουλή των Ελλήνων με απόλυτη πλειοψηφία  ως ακολούθως : α) για την κενή θέση του Προέδρου, από έναν εκ των τριών πρώτων προεπιλεγμένων Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου και β) για τις κενές θέσεις των Αντιπροέδρων, από διπλάσιο αριθμό Αρεοπαγιτών από τους προεπιλεγμένους από το Σώμα του εν λόγω Δικαστηρίου.  Τα ίδια να ισχύουν και για τη θέση του Εισαγγελέα του ΑΠ.

Δεν θεωρώ σωστό η προεπιλογή να γίνεται από το σύνολο του δικαστικού σώματος. Όχι γιατί οι συνάδελφοι δεν είναι άξιοι να το πράξουν, αλλά διότι είναι πρακτικά δύσκολο κάθε χρόνο να καλούνται όλοι οι δικαστές της χώρας να ψηφίζουν προεπιλεκτικά τον Πρόεδρο ή τον Εισαγγελέα ή τους Αντιπροέδρους του οικείου ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πρόβλημα καθίσταται εμφανέστερο και εντονότερο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, κάποιος από τους υπηρετούντες στον Άρειο Πάγο συναδέλφους μπορεί να παραιτηθεί, οπότε θα πρέπει το δικαστικό σώμα να καλείται εκτάκτως   για δεύτερη ή ενδεχομένως και για τρίτη φορά εντός του ιδίου έτους για να επιλέξει το πρόσωπο που θα καλύψει την κενή θέση. Φρονώ λοιπόν ότι αρκεί η προεπιλογή να γίνεται από τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς και όχι από το σύνολο του δικαστικού σώματος.    

2) Αύξηση ορίου συνταξιοδότησης στο 70ο  έτος (άρθρο 88 παρ.5)

  Το όριο συνταξιοδότησης εκτιμώ ότι θα πρέπει να είναι ενιαίο για  όλους τους Δικαστές στο 67ο έτος, με προαιρετική αύξηση στο 70ο έτος, υπό τον διττό όρο αφενός της κλιμακωτής εφαρμογής του μέτρου τα τρία πρώτα χρόνια και αφετέρου, σε περίπτωση αποχώρησης πριν από το 70ο έτος, να μην θίγονται τα ώριμα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Η εξασφάλιση των ανώτατων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο όριο των 67 ετών για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς κατοχυρώνει το δικαίωμα όλων των συναδέλφων να αποχωρήσουν ευπρεπώς από την υπηρεσία τους, έχοντας προσφέρει έως και 40 έτη αδιάλειπτου εργασιακού βίου, χωρίς να υποστούν μια ταπεινωτική μείωση της συντάξεώς τους. Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι το προσδόκιμο όριο ζωής έχει ανέβει και κάποιοι συνάδελφοι έχουν και τη σωματική ρώμη και τις πνευματικές αντοχές να ανταπεξέλθουν στο επίπονο έργο της θεραπείας της Δικαιοσύνης. Για τους ανθρώπους αυτούς που έχουν τη διάθεση να συνεχίσουν να προσφέρουν  με συνέπεια στο χώρο μας, θεωρώ ότι θα πρέπει να τους δίνεται η δυνατότητα να εξακολουθήσουν να προσφέρουν το δικαστικό τους έργο. Η εκμετάλλευση της τεράστιας εμπειρίας τους μέχρι και τρία επιπλέον έτη μόνο οφέλη μπορεί να έχει τόσο για το Κράτος, όσο και για τη συνέχεια της νομολογίας μας.

3) Απαγόρευση συμμετοχής συνταξιούχων δικαστικών σε άλλες θέσεις επί 2ετία μετά την αποχώρηση(άρθρο 89).

Ο Δικαστικός Λειτουργός, για να αποσείσει κάθε υπόνοια μεροληψίας που μπορεί να εμφιλοχωρήσει σε τμήμα της κοινωνίας μας, θα πρέπει, τουλάχιστον επί μια 2ετία μετά την αποχώρησή του από το δικαστικό Σώμα, να μη μπορεί να φέρει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 56 παρ. 3 του Συντάγματος ιδιότητες, ούτε να δύναται να καταλάβει θέση σε Ανεξάρτητες Αρχές που δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα (να έχει όμως τη δυνατότητα συμμετοχής στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα Ανεξάρτητες Αρχές).  Ο περιορισμός αυτός προστατεύει το κύρος του δικαστικού λειτουργού ως ατομική οντότητα, αλλά και τον ίδιο το θεσμό της Δικαιοσύνης.

4) Κατάργηση Μισθοδικείου. Αρμοδιότητα επίλυσης διαφορών από το Α.Ε.Δ.

Το Μισθοδικείο πρέπει να καταργηθεί.  Η ύπαρξή του με αντικείμενο την επίλυση των μισθολογικών μας διαφορών και μόνο, δίνει στην κοινωνία ένα λάθος σήμα ιδιοτελούς προσπάθειας διατήρησης των κεκτημένων και περαιτέρω συνιστά αμφισβήτηση της αμεροληψίας των Δικαστών. Οι μισθολογικές μας διαφορές μπορούν κάλλιστα να επιλύονται αξιόπιστα από το Α.Ε.Δ., όπως όλες οι υπόλοιπες διαφορές των πολιτών.

5) Κατάργηση του διάχυτου Συνταγματικού ελέγχου των νόμων .

Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων θα πρέπει να είναι διάχυτος, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Δεν θα πρέπει να στερηθεί από τον κάθε Δικαστή το δικαίωμα  να κρίνει αν μία διάταξη νόμου είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Συντάγματος ή του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η επεξεργασία της συνταγματικότητας των νόμων, αρχικά από τους πρώτους βαθμούς της δικαιοσύνης, έχει αποδειχθεί ότι προάγει το διάλογο, εμπλουτίζει τη νομολογιακή φαρέτρα και καθιστά το επίμαχο ζήτημα ώριμο, τόσο νομικά, όσο και κοινωνικά, ώστε σε μεταγενέστερο χρόνο το ζήτημα να κριθεί ουσιαστικά και αυθεντικά από το ανώτατο δικαστήριο. Η ύπαρξη Συνταγματικού Δικαστηρίου θεωρώ ότι ενδεχομένως μπορεί προσφέρει μια αμεσότερη επίλυση των συνταγματικών ζητημάτων, όμως τούτο γίνεται σ΄ένα στενό νομικό πλαίσιο, χωρίς να αφουγκραζόμαστε επαρκώς τον παλμό της κοινωνίας, που καθημερινά αναδεικνύει νέες εκφάνσεις των προβλημάτων. Άλλο ζήτημα είναι  η πιλοτική δίκη που εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία στο ΣτΕ και θα μπορούσε να εφαρμοσθεί και στον ΑΠ .

6) Ρύθμιση για την επιτάχυνση. Εισαγωγή ηλεκτρονικών τεχνολογιών. Κατά προτεραιότητα εκδίκαση των υποθέσεων.  Δυνατότητα εκδίκασης απευθείας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό να εκδικάζονται οι υποθέσεις από πολυμελή σύνθεση.

Όλα τα ανωτέρω  δεν αποτελούν θέματα συνταγματικής αναθεώρησης και πρέπει να ρυθμίζονται από τον κοινό νομοθέτη.

7) Έκφραση γνώμης από τους Δικηγορικούς Συλλόγους ενώπιον του Α.Δ.Σ. για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών.

Η θεσμοθέτηση «γνωμοδότησης» από τους Δικηγορικούς Συλλόγους για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών θεωρώ ότι αποτελεί σοβαρό πλήγμα της δικαστικής ανεξαρτησίας και τροχοπέδη στην ορθή αξιολόγηση του δικαστικού έργου από το Α.Δ.Σ. Όταν κάθε φορά ένας στους δυο διαδίκους δικαιώνεται στην κρίση ενός δικαστή, διερωτώμαι με ποιο εχέγγυο αμεροληψίας, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο θα εισακούσει τον αμφισβητούντα το κύρος και την εντιμότητα ενός δικαστή δικηγορικό σύλλογο, στον οποίο ο ηττηθείς διάδικος ή συνήγορος μπορεί να έχει άμεση επιρροή; Από την άλλη μεριά, τυχόν επισημοποίηση μιας τέτοιας τακτικής, δε μπορεί να αποκλείσει από κάποιους δικαστές, στο πλαίσιο της υπηρεσιακής αυτοπροστασίας τους, να υιοθετήσουν μια ελαστική συμπεριφορά προς τους δικονομικούς κανόνες, η οποία προοδευτικά μπορεί να διαβρώσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Είναι, εξάλλου, τοις πάσι γνωστό ότι τόσο οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, όσο και ατομικά οι δικηγόροι, αλλά και οι πολίτες, συχνά καταφεύγουν στους Επιθεωρητές Δικαστές της οικείας δικαστικής περιφέρειας, για να εκφράσουν τα παράπονά τους ή ενδεχομένως και την ευαρέσκειά τους προς κάποιους συναδέλφους μας. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με τη μακρόχρονη εμπειρία του, είναι σε θέση να διυλίζει τις πληροφορίες αυτές, να τις διασταυρώνει και να κρίνει αξιόπιστα για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Εάν θεωρούμε ότι η επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών δεν λειτουργεί επαρκώς, λόγω ενδεχομένως υπερβολικού φόρτου εργασίας των Επιθεωρητών Δικαστών, θα πρέπει τη λύση να την αναζητήσουμε εκ των έσω και όχι να επαφιέμεθα στη διαβλητή γνώμη τρίτων.

8)  Κατάργηση  της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης (άρθρο  96 παρ 4,5)

Σήμερα τα στρατιωτικά δικαστήρια είναι ανεξάρτητα δικαστήρια που λειτουργούν με τις εγγυήσεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και ασφαλώς δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που λειτουργούσαν σε ανώμαλες περιόδους της ιστορίας μας.

Η αναγκαιότητα της ύπαρξής τους βασίζεται α) σε ιστορικούς λόγους, αλλά και σε λόγους εξειδίκευσης για τις ιδιάζουσες υποθέσεις των ενόπλων δυνάμεων, β) στο γεγονός ότι είναι τα μόνα ειδικά ποινικά δικαστήρια στη χώρα, η εμπειρία των οποίων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από την πολιτεία για ενδεχόμενη, στο μέλλον, αυτονόμηση της ποινικής από την αστική δικαιοσύνη  και γ) στην ελάφρυνση των Κοινών ποινικών δικαστηρίων από χιλιάδες ποινικές υποθέσεις, που άλλως θα υπάγονταν σ’ αυτά και θα απαιτείτο πρόσθετη υλικοτεχνική, γραμματειακή και κτιριακή υποδομή.

9) Κατάργηση της παρέμβασης του Υπουργού Δικαιοσύνης , Διαφάνειας  και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις προαγωγές και τα πειθαρχικά των δικαστών με παραπομπή της υπόθεσης στην ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λειτουργών (άρθρα 90 παρ. 3 και 91 παρ. 1 και 3 Συντ.).

Η άσκηση πειθαρχικού ελέγχου εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας  και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και το δικαίωμα του ιδίου , όταν διαφωνεί με την κρίση Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου , σχετικά με την προαγωγή, τοποθέτηση μετάθεση, απόσπαση και μετάταξη δικαστικού λειτουργού, να παραπέμπει το ζήτημα στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιβάλλεται να καταργηθούν για λόγους ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η ανάμιξη  του Υπουργού Δικαιοσύνης στη διαδικασία υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών, δημιουργεί ρήγμα στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, διευκολύνει τον έλεγχο της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία και προκαλεί την εντύπωση προσωπικής αντιπαράθεσης του Υπουργού με τον κρινόμενο δικαστικό λειτουργό ή ενδεχομένως και συγκάλυψής του από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Αρείου Πάγου. Ο επανέλεγχος των αποφάσεων του ΑΔΣ σχετικά με την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών μπορεί να επιτευχθεί με την αναγνώριση δικαιώματος παραπομπής του υπηρεσιακού ζητήματος στην Ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου από τον Πρόεδρό του και την ταυτόχρονη κατάργηση του δικαιώματος του Υπουργού της Δικαιοσύνης.

Τέλος σχετικά με τη διαδικασία διαμόρφωσης της πρότασης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων επί των θεμάτων της συνταγματικής αναθεώρησης κατά το σκέλος που αφορούν τη Δικαιοσύνη , οφείλω να σας ενημερώσω ότι στην τελευταία  Συνεδρίαση του ΔΣ   αρχικά ψήφισα , όπως και άλλα μέλη του ΔΣ, η απόφαση να ληφθεί από το ΔΣ, θεωρώντας ότι υπάρχει επαρκής νομιμοποιητική βάση προς τούτο και καθένας μας θα μπορούσε να διαμορφώσει μια άποψη κοντά στη βούληση της πλειοψηφίας των συναδέλφων με προσωπικές επαφές που θα επεδίωκε μαζί τους. Η θέση αυτή απορρίφθηκε με οριακή πλειοψηφία οκτώ ψήφων έναντι επτά. Στη συνέχεια ακολούθησε ψηφοφορία, για να επιλεγεί το μέσο μέσω του οποίου θα καλείτο να εκφραστεί το δικαστικό σώμα, και συγκεκριμένα ανάμεσα στην Ηλεκτρονική Ψηφοφορία και στην ΓΣ. Εγώ προσχώρησα στη δεύτερη άποψη με το σκεπτικό ότι : α) η ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση έχει τη δυνατότητα να είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική από την ηλεκτρονική ψηφοφορία και  β) αρκετοί μεν συνάδελφοι δεν κάνουν χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ έχω επιφυλάξεις και για τη διασφάλιση της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Στη Γενική Συνέλευση οι συνάδελφοι θα μπορέσουν να ψηφίσουν εύκολα και κυρίως μυστικά, αφού προηγουμένως ακουστούν οι θέσεις των μελών του ΔΣ και όσων άλλων συναδέλφων θελήσουν να πάρουν το λόγο, για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Εξάλλου,  ηλεκτρονική ψηφοφορία δεν προβλέπεται από το Καταστατικό της Ένωσης.

Συνάδελφοι, για να είναι επιτυχημένη η προσπάθεια καταγραφής των απόψεων του δικαστικού σώματος και κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερη η θέση που θα προκύψει στα προαναφερόμενα κρίσιμα για την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και την προσωπική μας ανέλιξης ζητήματα, κρίνω αναγκαία την παρουσία σας στην επερχόμενη Γενική Συνέλευση και παρακαλώ για την ουσιαστική σας συμβολή σ΄ αυτή, έχοντας κατά νου ότι το διακύβευμα υπερβαίνει τις προσωπικές μας επιδιώξεις και φιλοδοξίες και θα καθορίσει σημαντικά την πορεία και των επόμενων γενεών δικαστών.    

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς 

Χρήστος Νάστας

Πρόεδρος Εφετών