Θέσεις επί των σχεδίων του ΠΚ και ΚΠΔ, Μαργ. Στενιώτη, Κων/νου Βουλγαρίδη, Γρ. Κομπολίτη

 

ΘΕΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ  ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ   

                     Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη,

                     Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Προέδρου Πρωτοδικών

                     Γρηγόρη Κομπολίτη, Ειρηνοδίκη

 

Η αναγκαιότητα επανεξέτασης του ποινικού μας συστήματος και εκσυγχρονισμού αυτού είχε τονισθεί επανειλημμένα απ’ όλο το  νομικό κόσμο, δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ των βασικών νομοθετήματων ανάγεται σε χρόνο, που οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της χώρας μας ήταν διαφορετικές. Επομένως, η διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου που να στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ήταν επιβεβλημένη.

Οι θέσεις μας, που θα εκτεθούν κατωτέρω, πρέπει να σημειώσουμε, ότι δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν πλήρεις, λόγω του περιορισμένου χρόνου διαβούλευσης των σχεδίων των εν λόγω Κωδίκων. Αντίθετα διακρίνονται για τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα κατά τη διατύπωση προτάσεων,  αντιρρήσεων και διορθώσεων.

 

Γενικές παρατηρήσεις

Μέσα στα σχέδια και των δύο Κωδίκων διαφαίνεται η αλλαγή  της φιλοσοφικής προσέγγισης του ποινικού συστήματος της χώρας μας, η προσπάθεια να συμβαδίσει η χώρα μας με τις σύγχρονες τάσεις και να ανταποκριθεί στις διεθνείς και ευρωπαϊκές  δεσμεύσεις για τον εξορθολογισμό της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης από άποψη κόστους και χρόνου και η αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων. Συγκεκριμένα παρατηρείται:

Α. Εισαγωγή των βασικών αρχών της Αποκαταστατικής – Επανορθωτικής Δικαιοσύνης, δηλαδή ενός ποινικού συστήματος,  που σκοπό έχει τη συμφιλίωση των αντίδικων πλευρών μέσα από θεσμοθετημένες νομικές διαδικασίες και παράλληλα τη συμφιλίωση του δράστη με την κοινωνία π.χ με την πρόβλεψη  ως κύριας ποινής της επιβολής κοινωφελούς εργασίας, που συμβάλλει στη μη περιθωριοποίηση του δράστη.

Β. Εισαγωγή εναλλακτικών διαδικασιών επίλυσης της διαφοράς ως  μέσου εξορθολογισμού της ποινικής διαδικασίας.

Γ . Εξορθολογισμός των ποινών, που βρίσκεται σε σύμπνοια με την ελληνική νομική παράδοση και την επιεική νοοτροπία, που διαπνέει την τελευταία.  

Ωστόσο, επειδή πρόκειται για μία ριζική μεταρρύθμιση οφείλουμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις ως προς τα σχέδια, κυρίως δε του Ποινικού Κώδικα και αυτές είναι: η μη αντιμετώπιση του φαινομένου ποινικοποίησης των αστικών διαφορών, που επιβαρύνει ιδιαίτερα τα ποινικά Δικαστήρια και η μη ενσωμάτωση τουλάχιστον μέρους του μεγάλου αριθμού των ειδικών ποινικών νόμων στον Ποινικό Κώδικα με κατηγοριοποίηση αδικημάτων.      

Τοποθέτηση επί του σχεδίου του Ποινικού Κώδικα.

Θετικά αξιολογείται:  

  1. η διεύρυνση της έννοιας των «οικείων» (άρθρο 13 περ. β σχΠΚ)
  2. η δυνητικά ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του δράστη εγκλήματος που τελείται με παράλειψη (άρθρο 15 παρ. 2 σχΠΚ)
  3. ο καθορισμός χρόνου τέλεσης της πράξης μόνο του χρόνου κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει (άρθρο 17 σχΠΚ)
  4. ο πληρέστερος ορισμός της συναυτουργίας (άρθρο 45 σχΠΚ)   
  5. η εισαγωγή του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας, ως κύριας ποινής, που θα  εκτελείται σε δημόσιες υπηρεσίες, ΟΤΑ κλπ. (άρθρο 55 σχΠΚ). Με την παρατήρηση, όμως, της ανυπαρξίας ελεγκτικών μηχανισμών εκτέλεσης της ποινής.
  6. η κατάργηση της αυτοδίκαιης αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων και των αποτελεσμάτων αυτής και η πρόβλεψη μόνο παρεπόμενων ποινών αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων, απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος, δήμευσης περιουσιακών στοιχείων κλπ.  (άρθρο 59 σχΠΚ)
  7. το πλήρες νομοθετικό πλαίσιο της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων, ως παρεπόμενης ποινής (άρθρο 68 σχΠΚ)  
  8. η κατάργηση της μετατροπής της ποινής σε χρήμα στα πλημμελήματα (άρθρο 82 σχΠΚ),
  9. ο επανακαθορισμός  της ελαφρυντικής περίστασης «του προτέρου εντίμου βίου» με την εισαγωγή του όρου «σύννομη ζωή» (άρθρο 84 σχΠΚ)      
  10. η αναμόρφωση του κεφαλαίου των ποινών με τον εξορθολογισμό αυτών, δεδομένου ότι τα «ελαφρά» πλημμελήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως τρία έτη, οι οποίες αναστέλλονται με όρους ή δίχως, πλην εξαιρέσεων υποτροπής, ενώ τα «βαριά» πλημμελήματα, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη, ποινή η οποία και θα εκτίεται (θετική η πραγματική έκτιση σχΠΚ 99). Ως προς τα κακουργήματα προβλέπεται ποινή από 5 έως 15 έτη κάθειρξης, δηλαδή μείωση του ανώτατου ορίου κάθειρξης (σχΠΚ52). Ωστόσο, πρέπει η μείωση του ανώτατου ορίου να αντιμετωπισθεί συνδυαστικά με το άρθρο 105Β σχΠΚ, που προβλέπει την υφ’ όρον απόλυση, δεδομένου ότι ο χρόνος  πραγματικής έκτισης της ποινής στα κακουργήματα μειώνεται υπερβολικά και δυσανάλογα με την απαξία των εν λόγω πράξεων.  
  11. η πρόβλεψη δεκαπενταετούς παραγραφής των κακουργημάτων, πλην  της ειδικής εικοσαετούς παραγραφής για τα αδικήματα, που ο νόμος προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης, διότι ή αρχή του Κράτους Δικαίου επιβάλλει την ταχεία εκκαθάριση των δικαστικών υποθέσεων (άρθρο 111 σχΠΚ)
  12. η ποινική αντιμετώπιση δραστών νεαρής ηλικίας, 18 έως και 25 ετών,  ως και οι ανήλικοι (άρθρο 133 σχΠΚ)
  13. η αντικατάσταση της πράξης της αντίστασης από την ευρύτερη πράξη υπό τον τίτλο «βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων»  (άρθρο 167 σχΠΚ)
  14. η πρόβλεψη της άδικης πράξης της αθέμιτης επιρροής σε δικαστικό λειτουργό ή διαιτητή ή ένορκο για πράξεις που ανάγονται στα καθήκοντα τους (άρθρο 167Α σχΠΚ).
  15. η κατάργηση του άρθρου  195 του ισχύοντος ΠΚ περί κατάρτισης ένοπλης ομάδας, ως παρωχημένης διάταξης και άνευ εφαρμογής
  16. η κατάργηση του άρθρου 247 του ισχύοντος ΠΚ περί του αξιόποινου χαρακτήρα  της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία είχε περιπέσει σε αχρησία και ήταν αναχρονιστική
  17. η κατάργηση του αναχρονιστικού  ν. 1608/50, σύμφωνα με τον οποίο περιουσιακά εγκλήματα επέσυραν ποινές μεγαλύτερες απ’ αυτά κατά της ανθρώπινης ζωής (άρθρο 462 σχΠΚ)

 

Αρνητικά αξιολογείται:

 

  1. η κατάργηση της απρόσφορης απόπειρας ( άρθρο 43 ΠΚ), διότι αν και αμφιλεγόμενη έννοια του Ποινικού Δικαίου, δεν παύει να στοιχειοθετείται με δράση στρεφόμενη κατά ορισμένου έννομου αγαθού
  2. η εξομοίωση της άμεσης με την απλή συνέργεια (σχΠΚ 47)
  3. η πρόβλεψη ως ελαφρυντικής περίπτωσης και της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου (σχΠΚ 84 παρ. 3)
  4.  η ανάθεση της εποπτείας για την τήρηση των υποχρεώσεων του υπό όρο απολυομένου  και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων (άρθρο 106 παρ. 3 σχΠΚ). Απαιτείται διευκρίνιση ως προς την νομική της μορφή.      
  5. Η κατάργηση του άρθρου 81 Α, ήτοι του ειδικού πλαισίου ποινών για το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά και η λήψη μόνο υπόψη του ρατσιστικού κινήτρου κατά την επιμέτρηση της ποινής  (άρθρο 79 παρ. 5 σχΠΚ)
  6.  η πρόβλεψη ως ανώτατο όριο της συνολικής ποινής φυλάκισης επί αληθινής κατ’ ιδέαν συρροής στην ανθρωποκτονία από αμέλεια τα πέντε (5) έτη (σχΠΚ 94 παρ. 2) από δέκα (10), που προβλέπει ο ισχύον ΠΚ.
  7. Ειδικά για την εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 σχΠΚ)

Α. Διευρύνεται η έννοια της εγκληματικής οργάνωσης, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση αυτής προβλέπεται η διάπραξη όλων των κακουργημάτων, με απάλειψη της απαρίθμησης κακουργημάτων της ισχύουσας διάταξης.

Β. Στο ισχύον άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα η συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη 5 έως 10 ετών και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης τιμωρείται με πλαίσιο ποινής 10 – 20 έτη. Στην προτεινόμενη διάταξη το πλαίσιο ποινής για την πράξη της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης μειώνεται από 5 – 10 έτη κάθειρξης και  στην παρ. 2 του άρθρου 187 σχΠΚ η διεύθυνση προβλέπεται ως επιβαρυντική περίσταση, με συνέπεια το ανώτατο όριο ποινής να καθορίζεται σε κάθειρξη 15 ετών, που είναι και το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης. Ωστόσο, επειδή ο διευθύνων την εγκληματική οργάνωση έχει ξεχωριστό, σημαντικό, και καθοδηγητικό ρόλο θα πρέπει η απαξία της πράξης του  ν’ αντιμετωπισθεί αυτοτελώς με την πρόβλεψη ποινής κάθειρξης 10 – 15 ετών.

  1. Η διαζευκτική πρόβλεψη της ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (άρθρο  299 παρ. 1 σχΠΚ).
  2. Βιασμός (άρθρο 336 σχΠΚ) – Εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη (άρθρο 343 σχΠΚ)

Το νέο άρθρο 336 σχΠΚ προβλέπει αυστηρότερες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος  Το ανωτέρω άρθρο καθώς και το άρθρο 343 του σχΠΚ (εξαναγκασμός σε γενετήσια πράξη) θέτουν ως προϋπόθεση εφαρμογής τους την κατάργηση της βούλησης του θύματος ή τον περιορισμό της, κατά την τέλεση των ως άνω πράξεων ενώ ορθό θα ήταν να εισαχθεί ως προϋπόθεση η «έλλειψη ελεύθερης συναίνεσης του θύματος». Η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων (π.χ. γυμνών φωτογραφιών, προσωπικών στιγμών μέσω διαδικτύου κλπ.) με σκοπό τον εξαναγκασμό σε γενετήσια πράξη  και εν τέλει ο εξαναγκασμός σε τέτοια, φαινόμενο το οποίο έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και εμπίπτει στο πεδίο ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 σχΠΚ αντιμετωπίζεται με άκρα επιείκεια και δυσανάλογα με την απαξία της πράξης αυτής.

  1. η κατ’ έγκληση δίωξη της κλοπής (άρθρα 381 παρ. 1 σχΠΚ). Η πρόβλεψη αυτή γεννά πολλά προβλήματα, π.χ. στην περίπτωση που καταλαμβάνεται ο δράστης από αστυνομικά όργανα να αφαιρεί ξένα πράγματα π.χ. οικίας και απουσιάζει ο παθών.  Η μόνη νόμιμη ενέργεια των αστυνομικών οργάνων είναι η προσαγωγή του δράστη στο αστυνομικό τμήμα, η αναζήτηση και ανεύρεση του παθόντος άμεσα, η κλήση του, ώστε να προσέλθει στο επιληφθέν αστυνομικό τμήμα και κατόπιν η υποβολή σχετικής έγκλησης. Προτείνεται η μη τροποποίηση της παραπάνω διάταξης και επίσης να παραμείνει κακουργηματικής μορφής η πράξη της κλοπής ή ληστείας κατ’ επάγγελμα (άρθρο 374 παρ. 1 σχΠΚ).
  2. Η αυθαίρετη τροποποίηση των προβλεπόμενων ποινών σε ειδικούς ποινικούς νόμους (σχΠΚ 463), π.χ. όπου απειλείται κάθειρξη έως δέκα ετών, αυτή μετατρέπεται σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η βαρύτητα κλπ. κάθε εγκλήματος.    
  3. Ειδικά για την κατάργηση των πταισμάτων. Το σχΠΚ διακρίνει τα  ποινικά αδικήματα σε κακουργήματα και πλημμελήματα και συνεπώς  καταργεί δια παραλείψεως τα πταίσματα, είτε αυτά προβλέπονται στον ισχύοντα ΠΚ είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους (Κ.Ο.Κ., Αστυνομικές διατάξεις κλπ.). Η συλλήβδην κατάργηση των πταισμάτων προκαλεί προβληματισμό,  και ναι μεν τα σοβαρά μετατρέπονται σε πλημμελήματα τα υπόλοιπα δε θα τιμωρούνται ως διοικητικές παραβάσεις με πρόστιμα. Συνέπεια της τελευταίας αυτής μετατροπής είναι οι αντιρρήσεις κατά της επιβολής των προστίμων να  εισάγονται προς εκδίκαση στα Διοικητικά Δικαστήρια, που σημαίνει επιπρόσθετο κόστος για τον πολίτη, δεδομένου ότι ενώπιον του πταισματοδικείου ο κατηγορούμενος, κατά κανόνα, εμφανίζεται δίχως συνήγορο υπεράσπισης. Οι αντιρρήσεις αυτές δεν δύνανται να εκδικάζονται από τα πταισματοδικεία, όπως σχετική άποψη διατυπώθηκε, διότι από την επιβολή διοικητικού προστίμου αναφύεται Διοικητικού Δικαίου διαφορά. Η κατάργηση δε αυτή των πταισμάτων δεν λαμβάνει υπόψη την κοινωνική πραγματικότητα και το γεγονός ότι η πρόβλεψη πταισματικών παραβάσεων και η απειλούμενες ποινές συμβάλλουν στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υγείας, σκοπός, ο οποίος δεν επιτυγχάνεται με τις διοικητικές κυρώσεις. Συνεπώς, απαιτείται επανεξέταση της κατάργησης αυτών.

  

Τοποθέτηση επί του σχεδίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Θετικά αξιολογούνται:

 

  1. οι νέοι θεσμοί της ποινικής συνδιαλλαγής (άρθρα 301, 302 σχΚΠΔ), της ποινικής διαπραγμάτευσης (άρθρο 303 σχΚΠΔ) και της ποινικής διαταγής (άρθρο 409 σχΚΠΔ), οι οποίοι θα συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και στην επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα υπάρξουν οι απαιτούμενες υποδομές, το απαιτούμενο ανθρώπινο δυναμικό και η εκπαίδευση αυτού. Οι θεσμοί της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής εναρμονίζονται με τις, αγγλοσαξωνικής προέλευσης, θεσμοθετημένες νομικές διαδικασίες, που στοχεύουν στη συμφιλίωση, είναι ενσωματωμένες και λειτουργούν εντός του επίσημου ποινικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και ο ρόλος του διαμεσολαβητή ανατίθεται στους εισαγγελείς. Ειδικά, ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, κατά τον οποίο ο Εισαγγελέας θα μπορεί να προτείνει ποινή στον κατηγορούμενο πριν την άσκηση ποινικής δίωξης με δεδομένη την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας ανταποκρίνεται στη διεθνή άποψη της θεωρίας της επικοινωνίας με το δράστη, ώστε αυτός ν’ αποδεχθεί την τιμωρία και το νόημα μεταμέλειας που αυτή περικλείει.

Όσον αφορά την ποινική διαταγή, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής των αστικών διαφορών και ανακοπής κατ’ αυτής στην ποινική διαδικασία. Θεσμός γνωστός στις Ευρωπαϊκές χώρες και ιδίως στη Γερμανία, που θεωρείται και επιτυχημένος.  Αποσκοπεί στην αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, δίχως να θίγεται το δικαίωμα ακρόασης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και συνακόλουθα να παραβιάζεται το Σύνταγμα και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι ο καταδικασθείς μπορεί να υποβάλλει αντιρρήσεις και να επακολουθήσει  ακροαματική διαδικασία στο ποινικό δικαστήριο.

  1. Η πρόβλεψη, στον Κώδικα πλέον, Εισαγγελέων Ειδικών Καθηκόντων  και δη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 33 σχΚΠΔ) και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (άρθρο 35 σχΚΠΔ), θεσμοί ήδη επιτυχημένοι, η αποτελεσματικότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, όπως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αναγκαιότητα  ύπαρξης εξειδικευμένων εισαγγελικών λειτουργών για τα ως άνω πολύπλοκα εγκλήματα.
  2. η κατάργηση του παραβόλου υποβολής έγκλησης (άρθρο 51 σχΚΠΔ)
  3. η τροποποίηση των διατάξεων για την πολιτική αγωγή και η  πρόβλεψη παράστασης του δικαιούμενου αποζημίωση κλπ. κατά τον Αστικό Κώδικα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου για υποστήριξη της κατηγορίας (άρθρα 63 επ. σχΚΠΔ)     
  4. οι διατάξεις οι σχετικές με την κύρια ανάκριση (άρθρα 246 επ.  σχΚΠΔ)

Αρνητικά αξιολογείται:

 

  1. η κατάργηση των πταισματοδικείων ως δικαστηρίων που ασκούν και ποινική δικαιοδοσία (άρθρο 1 σχΠΚ), δεδομένου ότι θα υφίστανται ως οργανικές μονάδες, προκειμένου οι πταισματοδίκες (και ειρηνοδίκες) να ενεργούν προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση, κατά το άρθρο 31 σχΚΠΔ.
  2. η τροποποίηση της αρμοδιότητας των Μονομελών και Τριμελών Πλημμελειοδικείων, με επιβάρυνση και πάλι των Τριμελών Πλημμελειοδικείων (άρθρα 112,115 σχΚΠΔ)
  3. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων μόνο στην ποινική συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση (άρθρο 110 σχΚΠΔ). Η τροποποίηση αυτή παραγνωρίζει την αποτελεσματική λειτουργία των ανωτέρω Δικαστηρίων έως σήμερα και τη συμβολή τους στην  επιτάχυνση της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, που υπάγονταν στην αρμοδιότητά τους με την έκδοση ποιοτικών αποφάσεων επ’ αυτών καθώς και το γεγονός συγκρότησης αυτών από έμπειρους Δικαστές με υπηρεσία άνω των 20 ετών.       

Μία γενική παρατήρηση. Στο σχέδιο του εν λόγω Κώδικα διαφαίνεται η δυσπιστία απέναντι σε Δικαστήρια συγκροτούμενα από ένα Δικαστή, ανεξαρτήτως βαθμού και αντίθετα η εμπιστοσύνη στις πολυμελείς συνθέσεις, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, λόγω του τεράστιου εργασιακού φόρτου των Δικαστών (και Εισαγγελέων) των πολλαπλών καθηκόντων και υπηρεσιών που εκτελούν, είναι δυσλειτουργικές (π.χ. στην περίπτωση των δικών με μεγάλη διάρκεια και πολλές διακοπές συνεδριάσεων, που στα Εφετεία αποτελούν τον κανόνα). Η Επιτροπή, φρονούμε, θα έπρεπε, λαμβάνοντας υπόψη στατιστικά στοιχεία (ποσότητας – ποιότητας) να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων των μονομελών Δικαστηρίων.  

  1. η μη πρόβλεψη για το ποιες αποφάσεις πρέπει να καθαρογράφονται (άρθρο 142 σχΚΠΔ). Η καθαρογραφή όλων δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τις υπάρχουσες υποδομές και το προσωπικό που υπηρετεί στα Δικαστήρια.
  2. η πρόβλεψη φωνοληψίας της διαδικασίας απ’ όλους τους παράγοντες της δίκης σε κάθε περίπτωση και όταν ακόμη δεν τηρούνται με φωνοληψία τα επίσημα πρακτικά της δίκης (άρθρο 143 παρ. 3 και 6 σχΚΠΔ)    
  3. η ρύθμιση περί ορισμού εισηγητή δικαστή στην εκδίκαση κακουργημάτων (άρθρο 333 παρ. 1 σχΚΠΔ). Η ρύθμιση δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό, αντίθετα δυσχεραίνει το ήδη επιβαρυμένο έργο των Δικαστών.   

Τέλος, πρέπει ν’ αναφέρουμε και να μας προβληματίσει το φαινόμενο ατιμωρησίας που θα παρατηρηθεί, με την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογή της βασικής αρχής του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου στις εκκρεμείς υποθέσεις, χιλιάδες εξ αυτών θα υποπέσουν σε παραγραφή.  

                             

                     Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης

                     Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών

                     Γρηγόρης Κομπολίτης, Ειρηνοδίκης