Επόμενη στάση, η δικαστική ανεξαρτησία*. Παντελής Μποροδήμος, Γεν. Γραμματέας ΕΝΔΕ

Επόμενη στάση, η δικαστική ανεξαρτησία*.

                                                Παντελής Μποροδήμος, Γεν. Γραμματέας ΕΝΔΕ

Η συζήτηση για την ανεξαρτησία στο χώρο της Δικαιοσύνης υπήρξε ανέκαθεν αγαπημένο θέμα στο χώρο των νομικών. Αν γραφτεί και με «Α» κεφαλαίο δείχνει να αποκτά μεταφυσική υπόσταση, σαν πνεύμα που φυσάει μέσα σε κάθε δικαστικό λειτουργό και του χαρίζει ένα αόρατο πέπλο δύναμης. Η πνοή αυτή, όμως, για να γεννηθεί, χρειάζεται πνεύμονες, χρειάζεται καρδιά, χρειάζεται δηλαδή υλική υπόσταση και ακουμπάει στο πραγματικό σώμα της ανεξαρτησίας, που είναι ανθρώπινο, ατελές και συνάμα μια δύναμη για το καλύτερο ή το χειρότερο. Και αυτό είναι λιγότερο μεταφυσικό από όσο ίσως θα θέλαμε, είναι όμως εντελώς αληθινό.

Η ανεξαρτησία στη Δικαιοσύνη, δεν είναι, λοιπόν, ούτε ένα αόρατο μέγεθος, ούτε μια αυτονόητη υπόθεση. Οι κανόνες της Δημοκρατίας μας, που θεμελίωσαν αυτή την αρχή του Κράτους Δικαίου, διαμόρφωσαν το πλαίσιο, που την κάνει εφικτή ως στόχο, παραμένει όμως ένα διαρκές διακύβευμα, που περιλαμβάνει μικρές και μεγάλες μάχες στην καθημερινότητα. Ένα πλέγμα κανόνων που διαφυλάσσει το δικαστικό λειτουργό από τις άμεσες ή τις έμμεσες παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας υπάρχει ακόμα, αποτελώντας όμως μια μόνιμη ενόχληση για την τελευταία, που την αισθάνεται ως υπερβολική παραχώρηση, την αιτία της οποίας δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί. Η μεταπολιτευτική κληρονομιά δημοκρατικών θεσμών, γίνεται πια αντικείμενο συστηματικής αμφισβήτησης και στοχευμένης αποδόμησης, ενώ η ιστορική μνήμη των ταραγμένων χρόνων που τους γέννησαν, φαντάζει να αφορά μια διαφορετική εποχή. Στον οδικό χάρτη της ακύρωσης θεσμικών εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου, επόμενη στάση είναι η δικαστική ανεξαρτησία.

Σήμερα, δε χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα καχύποπτος. Η διαχρονική αγωνία της εκτελεστικής εξουσίας να εξακτινώνει την επιρροή της και σε άλλους θεσμούς, βρήκε χρήσιμους καταλύτες την οικονομική κρίση και την πανδημία. Ήδη τα τελευταία χρόνια βιώσαμε ως Δικαστικό Σώμα τη συστηματική ενοχοποίηση πολλών από εκείνους τους θεσμούς που συνθέτουν το πλέγμα προστασίας της ανεξαρτησίας μας. Η επετηρίδα, ο στέρεος και αντικειμενικός τρόπος υπηρεσιακής εξέλιξης, φαίνεται πια να εμποδίζει ένα αφήγημα περί αριστείας, που σπέρνει τον ανταγωνισμό για να θερίσει παρεμβατικότητα. Η αξιολόγηση, που ενώ είναι αυτονόητη και ισχύει ανέκαθεν στη Δικαιοσύνη, ανακαλύπτεται εκ νέου για να σχεδιαστεί σε πρότυπα ανώνυμης εταιρείας. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες διοικήσεις των μεγάλων Δικαστηρίων, καλούνται είτε να γίνουν, είτε να αντικατασταθούν από manager. Και αν οι φόβοι και οι εκτιμήσεις μας για όσα ακολουθούν, μπορούσαν να αποδοθούν σε «συνδικαλιστικές αγκυλώσεις», τι θα μπορούσε να πει κανείς για τη Διοικητική Ολομέλεια του ΣτΕ, που πρόσφατα κατέδειξε τους κινδύνους που θα προέκυπταν για τη δικαστική ανεξαρτησία, από την αποτραπείσα εισαγωγή γραπτών εξετάσεων στην επιμόρφωση και τη θέσπιση προδιαγεγραμμένων επιπέδων αξιολόγησης με μορφή κάστας; Για όσα δηλαδή διαμαρτυρήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών και αποτύπωσε με ενάργεια η ηλεκτρονική ψηφοφορία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Παράλληλα, δεν περνάει απαρατήρητη μια προσπάθεια «δολοφονίας χαρακτήρα» που επιχειρείται σε βάρος του Δικαστικού Σώματος. Η δημόσια υπερπροβολή συνήθων πειθαρχικών διαδικασιών, ως να ήταν κάτι καινοφανές, η συστηματική εργαλειοποίηση της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, αποκομμένη όμως από τις πραγματικές αιτίες της και η χρονική συγκυρία που συμβαίνουν αυτά, δεν αφήνουν περιθώριο για αμφιβολίες ως προς την υφιστάμενη στόχευση. Οι αλλαγές που έχουν ήδη εξαγγελθεί στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, δηλαδή στο νομοθέτημα που ορίζει τα σχετικά με την υπηρεσιακή μας κατάσταση (προαγωγές, μεταθέσεις, πειθαρχική διαδικασία κλπ.) είναι το επόμενο πεδίο πίεσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, που για να δικαιωθεί κοινωνικά χρειάζεται ένα δικαστικό Σώμα ένοχο έναντι της κοινωνίας και ενοχικό απέναντι στον εαυτό του. Ευτυχώς τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Γιατί οι δικαστές και εισαγγελείς, υφίστανται καθημερινά βαρύ φορτίο σε συνθήκες αντίξοες, ενώ έχουν επανειλημμένα υποδείξει προς τους ιθύνοντες, θεσμικά συνεπείς δρόμους εξόδου από τα διαχρονικά προβλήματα της Δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία μας πρέπει να πάψει να γίνεται αντιληπτή ως εμπόδιο για μια γρήγορη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη, αλλά ως conditio sine qua non.

Ο  τραγικός απολογισμός των θυμάτων της πανδημίας και οι οικονομικές επιπτώσεις που ήδη την ακολουθούν, καθιστούν περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ουσιαστική ενίσχυση του ανεξάρτητου συστήματος απονομής Δικαιοσύνης. Το Δικαστικό Σώμα θα κάνει το καθήκον του έναντι του συνταγματικού του ρόλου και θα προασπίσει την ανεξαρτησία του, ώστε την επόμενη μέρα της πανδημίας να μη μετρήσουμε απώλειες για το Κράτος Δικαίου. Ταυτόχρονα θα συνεχίσουμε να εισφέρουμε προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, την απλοποίηση των διαδικασιών, την χωρίς εκπτώσεις ταχύτητα. Σε τέτοιες δύσκολες εποχές αποκλεισμοί και επιλογή συνομιλητών δεν ωφελούν κανέναν. Μόνος δημοκρατικός δρόμος, είναι ο ουσιαστικός διάλογος, ένα «δώρο» που το χρειάζεται η Πολιτεία μας για να κοιτάξει με αισιοδοξία τη νέα χρονιά.

 

*Αναδημοσίευση από το δικτυακό τόπο dikastiko.gr της 01.01.2022