Ο τρίτος γύρος ενίσχυσης της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης Θεσσαλονίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝ.Δ.Ε.

Ο τρίτος γύρος ενίσχυσης της ιδιωτικής διαμεσολάβησης

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης Θεσσαλονίκης, μέλος Δ.Σ. ΕΝ.Δ.Ε.

 

Η κατάθεση του νομοσχεδίου με τίτλο «Διαμεσολάβηση σε εμπορικές και αστικές υποθέσεις – Περαιτέρω εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008» αποτελεί την τρίτη κατά σειρά – μέσα σε εννιά χρόνια – προσπάθεια του Έλληνα νομοθέτη να ενσωματώσει στο ελληνικό δικονομικό σύστημα ένα σύστημα εξωδικαστικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών με άξονα τον ιδιώτη διαμεσολαβητή. Είχε προηγηθεί ο ν.3898/2010, ο οποίος εισήγαγε το πρώτον την έννοια του ιδιώτη διαμεσολαβητή και αποτέλεσε το έναυσμα για να σπεύσει ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός δικηγόρων (αρχικά) να λάβει την πολυδάπανη κατάρτιση που προσέφεραν οι άμεσα συγκροτηθέντες φορείς πιστοποίησης διαμεσολαβητών. Η μεγάλη επιτυχία που είχε – για τα κέντρα πιστοποίησης διαμεσολαβητών – ο νέος θεσμός καθώς και η σχετική ευρωπαϊκή νομολογία, ώθησε το νομοθέτη αρκετά χρόνια αργότερα με το ν. 4512/2018 να διευρύνει το επαγγελματικό υποκείμενο της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, ώστε να μπορεί να ενταχθεί σε αυτό κάθε κάτοχος πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που θα ελάμβανε την σχετική διαπίστευση μέσα από σεμιναριακή εκπαίδευση, ανεξάρτητα από επιστημονική ειδικότητα. Παράλληλα, όμως, διαπιστωνόταν μετά περισσής απογοητεύσεως ότι τα μέχρι τότε αποτελέσματα υλοποίησης του θεσμού, ήταν πενιχρά, διαψεύδοντας τις προσδοκίες τόσο των εκάστοτε εισηγητών του θεσμού, όσο και του σταδιακά συγκροτούμενου σώματος των διαμεσολαβητών, που είχε επενδύσει σημαντικά στην επιτυχία του. Αντιστρέφοντας ο νομοθέτης τη σχέση αιτίου – αιτιατού, είχε δημιουργήσει μια λύση, που έμενε, όμως, χωρίς πρόβλημα και αυτή η ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης, δε θα μπορούσε να γίνει για πολύ καιρό ανεκτή. Τη λύση, ενόψει της απροθυμίας εκούσιας συμμόρφωσης των παραγόντων του  δικονομικού μας συστήματος, κλήθηκε να δώσει η εισαγωγή της υποχρεωτικότητας στη διαμεσολάβηση με το ν.4512/2018.  

Με τη η με αριθμό 34/2018 Διοικητική Ολομέλεια του ΑΠ που συνεδρίασε την 28.06.2018 οι διατάξεις του ν.4512/18 που θέσπισαν την υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης κρίθηκαν ασύμβατες με το Σύνταγμα και την ευρωπαϊκή νομοθεσία-νομολογία. Αντίθετα, την 21.11.2019 με νεότερη απόφασή της η Διοικητική Ολομέλεια έκρινε τις διατάξεις του νέου ως άνω νομοσχεδίου, που κατατέθηκε για συζήτηση και ψήφιση, συμβατές με τα ίδια υπερνομοθετικής ισχύος κείμενα. Ανεξάρτητα από τη θέση που έλαβε καθένας στον επιστημονικό διάλογο που αναπτύχθηκε ως προς το ζήτημα αυτό, αμφότερες οι αποφάσεις είναι σεβαστές από όλους. Η δε άμεση σύγκληση και απόφανση της πρόσφατης Διοικητικής Ολομέλειας του ΑΠ, πριν την ψήφιση του επίμαχου νομοσχεδίου, αφενός καταδεικνύει τη σημασία του νομοθετικού εγχειρήματος, αφετέρου δημιουργεί μια παρακαταθήκη για αντίστοιχη κινητοποίηση του Ανώτατου δικαστικού σχηματισμού ενόψει της ψήφισης και άλλων εξ ίσου σημαντικών νομοθετημάτων στο μέλλον. 

Πέραν αυτών όμως, το ίδιο το νομοσχέδιο που εισάγεται προς ψήφιση, παρουσιάζει αξιοπρόσεκτες αντινομίες, τόσο στη λογική που το διαπνέει, όσο και στην εφαρμοσιμότητά του, κάποιες από τις οποίες θα σταχυολογηθούν παρακάτω επιγραμματικά:

-Η επιλογή του νομοθέτη που θέσπισε τον υπό κατάργηση ν.4512/2018, να ανατίθενται καθήκοντα διαμεσολαβητή σε μη νομικούς, επικρίθηκε δικαιολογημένα ευθύς εξαρχής τόσο από το δικαστικό κλάδο, όσο και από το δικηγορικό σώμα. Η προϊσχύσασα όμως ρύθμιση για την υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης, δεν περιείχε ρητό αποκλεισμό της εκούσιας προσφυγής των μερών στην αδάπανη δικαστική μεσολάβηση, η οποία θα μπορούσε να αναπληρώσει ικανοποιητικά την υποχρέωση για απεύθυνση στον ιδιώτη διαμεσολαβητή. Αντίθετα με το άρθρο 6παρ.3 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου ρητά ορίζεται ότι «Η προσφυγή των μερών στη δικαστική μεσολάβηση δεν απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία». Αυτή η πρωτοφανής σπουδή του νομοθέτη για σαφή αποκλεισμό της εμπλοκής δικαστικού λειτουργού στο στάδιο της διαμεσολάβησης, συνιστά σαφές αντικίνητρο πρόσβασης στη δικαιοσύνη και το χειρότερο είναι ότι φαίνεται να αποτυπώνει τη θέση του νομοθέτη ως προς τη στάθμιση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων μεταξύ δικαστή και ιδιώτη διαμεσολαβητή, προκρίνοντας τον τελευταίο. 

– Η εξασφάλιση της αμεροληψίας του διαμεσολαβητή γίνεται μέσα από το σχεδιασμό μιας διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου και στο άρθρο 17παρ. Δ του νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι η βαρύτερη πειθαρχική ποινή που επιβάλλεται σε διαμεσολαβητή για πειθαρχικό παράπτωμα που τέλεσε στα πλαίσια των καθηκόντων του είναι αυτή της οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης του διαμεσολαβητή, ποινή που επιβάλλεται σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων και ιδίως όταν ο διαμεσολαβητής τελέσει κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα ασυμβίβαστο με το θεσμό της διαμεσολάβησης ή όταν τιμωρηθεί επανειλημμένα με προσωρινή ανάκλησης διαπίστευσης. Όμως κατά την παράγραφο Δ2 με τίτλο «Συνέπειες ανάκλησης διαπίστευσης» ρητά ορίζεται ότι «Το κύρος της επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης και του συμφωνητικού που καταρτίστηκε δε θίγονται από την ποινή που επιβλήθηκε στο διαμεσολαβητή». Ως εκ τούτου ένας συμβιβασμός που θα ήταν αποτέλεσμα κακουργηματικής πράξης του διαμεσολαβητή, θα παραμένει έγκυρος και νομικά απρόσβλητος. Η ως άνω διάταξη, είχε ήδη δεχθεί κριτική ακόμα και πριν την ψήφιση του ν.4512/2018, όμως και στο παρόν νομοσχέδιο επανεισάγεται αμετάβλητη, χωρίς καμία αιτιολόγηση, η δε εφαρμογή της ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία του θεσμού, που όταν θα διαφανούν θα είναι πια αργά. 

– Η διάταξη του άρθρου 3παρ.2 του νομοσχεδίου θεσπίζει την υποχρεωτική σύνταξη έγγραφης ενημέρωσης του δικηγόρου προς τον εντολέα για την ύπαρξη διαμεσολαβητικής διαδικασίας, η οποία κατατίθεται μαζί με το ένδικο βοήθημα, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής του. Η υποχρέωση, ως φαίνεται, αφορά σε όλα τα ένδικα βοηθήματα αστικών και εμπορικών υποθέσεων και η μη τήρησή της κωλύει τη συζήτηση, ανεξάρτητα από το αν εμπίπτει η υπόθεση στο πεδίο της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης. Όμως, αποτελεί σαφή αντινομία η έγγραφη ενημέρωση να συνοδεύει την κατάθεση κάθε δικογράφου, η έλλειψή της όμως να οδηγεί στον απαράδεκτο χαρακτήρα της συζήτησής του, καθώς έτσι δεν διαφαίνεται ο τρόπος θεραπείας ενός τέτοιο απαραδέκτου (π.χ. με κλήση;). Επιπλέον, η κατασκευή άλλης μια τυπικής προϋπόθεσης, με τόσο ισχυρές συνέπειες για την πορεία και την ταχύτητα της δίκης, που κείται εκτός του ΚΠολΔ, χρήζει επαρκούς νομιμοποιητικού αντισταθμίσματος, που δεν μπορεί να αναζητηθεί ικανοποιητικά στο δικαίωμα ενημέρωσης του διαδίκου για τη διαδικασία διαμεσολάβησης. Αν ο νομοθέτης κρίνει τόσο αναγκαία την ενημέρωση για το νέο θεσμό, ώστε να δικαιολογεί την καθυστέρηση της συζήτησης όλων των αστικών και εμπορικών υποθέσεων, θα πρέπει τουλάχιστον να την αποσυνδέσει από την κατάθεση του δικογράφου και να τη συνδέσει αποκλειστικά με τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος.   

– Τέλος, επειδή η νομοθετική λειτουργία έχει σε ένα βαθμό και διδακτικό χαρακτήρα, όλο το δικαστικό σώμα οφείλει να διδαχθεί από την ευελιξία και την πρωτοτυπία που δείχνει ο νομοθέτης κατά την θέσπιση αντικινήτρων υποβολής αναφοράς σε βάρος του διαμεσολαβητή, που μπορεί να κινήσει την πειθαρχική του δίωξη, καθώς στο άρθρο 17Επαρ.5 ορίζεται ότι «Για την υποβολή αναφοράς κατά διαμεσολαβητή απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η καταβολή παραβόλου, ποσού τριάντα (30) ευρώ, το ύψος του οποίου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση υπουργού Δικαιοσύνης και Οικονομικών». Η ρύθμιση μπορεί να λειτουργήσει ως επιχείρημα όσων τονίζουν τον εντελώς διαφορετικό ρόλο του διαμεσολαβητή από εκείνο του δικαστή στο δικονομικό μας σύστημα, καθώς είναι αλήθεια ότι ο δικαστής ποτέ δεν έτυχε αντίστοιχης προστασίας…   

Οι δικαστές ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε πρόκειται να γίνουν εμπόδιο στην προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών. Μεγάλος αριθμός υποθέσεων θα μπορούσε να οδηγείται σε οριστική διευθέτηση πριν την άσκηση ή και τη συζήτηση ενδίκου βοηθήματος με προσφυγή σε διαμεσολάβηση από δικαστικό λειτουργό, χωρίς έξοδα για τους πολίτες και αξιοποιώντας το πλέγμα των ουσιαστικών και δοκιμασμένων στο χρόνο δικαιοκρατικών εγγυήσεων που ακολουθούν το δικαστή. Ο νομικός κόσμος, αλλά και οι πολίτες ξέρουν ότι παρά την προσπάθεια που καταβλήθηκε για απαξίωση της Δικαιοσύνης, αυτή παραμένει θεσμός οργανωμένος και αξιόπιστος, ικανός για τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες. Η πολιτεία οφείλει να παράσχει σε όλους γρήγορο και αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, αναλαμβάνοντας η ίδια και όχι παραχωρώντας στην αγορά ευθύνες και κρατική εξουσία. Γιατί πάντα ο τρόπος, αντανακλά στο αποτέλεσμα.