ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2020: ΑΠΟΦΑΣΗ 26/2021 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ. Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

     Η  αναγνώριση του δικαιώματος για κατάλληλη κατοικία, ως αναγκαία προϋπόθεση για την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου και της οικογένειάς του, προβλέπεται  από τη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1948. Επίσης, σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (1976), στο Χάρτη  Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς  και στο Σύνταγμα, το οποίο επιβάλλει στη νομοθετική εξουσία να μεριμνά για τη διασφάλισή του (άρθρ.   21 παρ.  4,  5 παρ. 1 και 17). Η  διασφάλιση  του δικαιώματος  αυτού θεσμοθετήθηκε μέσω της ειδικής ρύθμισης του άρθρου  9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά), με την οποία ο νομοθέτης απέβλεψε στη δημιουργία ενός προστατευτικού πλαισίου για την κύρια κατοικία του οφειλέτη, έναντι όμως ανταλλάγματος, επειδή, ακριβώς, πρόκειται για ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο και με σκοπό να εξισορροπηθεί η απώλεια εκ μέρους των πιστωτών του προϊόντος της εκποίησής της. Με τις νομικές αυτές σκέψεις και με δεδομένο ότι η εξαιρετική αυτή ρύθμιση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας είχε συγκεκριμένη χρονική ισχύ και δη έως την 28η Φεβρουαρίου 2019 και ότι και η ισχύς του νόμου 4605/2019, που προέβλεπε ένα μηχανισμό ρύθμισης ορισμένων δανείων και συνεπώς μία, έστω,  περιορισμένη δυνατότητα προστασίας της κατοικίας,  επίσης, έληξε την 31η Ιουλίου 2020, το Ειρηνοδικείο Πατρών εξέδωσε την  πολύ σημαντική  απόφαση με αριθμό 26/2021. Με την άνω απόφαση παρέχεται προστασία στην κύρια κατοικία, με την παραδοχή ότι η ανάγκη προστασίας αυτής εξακολουθεί να υπάρχει. Το Δικαστήριο με νομικό επιχείρημα, που αντλεί  από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (3869/2010), δηλαδή της ευχέρειας του Δικαστή να θεωρήσει προσφορότερη την εκμετάλλευση  περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη για την ικανοποίηση των πιστωτών και κατ’ επέκταση μη αναγκαία την εκποίησή του, καταλήγει στην προστασία της κύριας κατοικίας, έστω και αν τερματίστηκε  το ειδικό καθεστώς της προστασίας της. Προϋπόθεση, όμως, της κρίσης περί προστασίας της κατοικίας του οφειλέτη αποτελεί η ικανοποίηση των πιστωτών αυτού στον ίδιο βαθμό, στον οποίο θα ικανοποιούνταν σε περίπτωση ρευστοποίησης του ακινήτου της κατοικίας, δηλαδή οι πιστωτές να λάβουν το ποσό που θα ελάμβαναν σε μία διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης κατά τον ΚΠολΔ. Με μια τέτοια ρύθμιση, σύμφωνα με το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης, αποφεύγεται ο εκπλειστηριασμός  του ακινήτου και προστατεύεται το περιουσιακό στοιχείο της συνταγματικά κατοχυρωμένης κατοικίας του οφειλέτη, ενώ παράλληλα   δεν θίγονται ουσιώδη συμφέροντα των πιστωτών, αφού σε αντιστάθμισμα της απώλειας της εξουσίας διάθεσης του κεφαλαίου που τους αναλογεί από την εκποίηση της κατοικίας, θα αποκομίσουν τα οφέλη από την μακροχρόνια διάθεση της χρήσης του στον οφειλέτη, τα οποία θα είναι ανάλογα αυτών που θα αποκόμιζαν σε ανάλογη χρηματοδότηση με το ίδιο κεφάλαιο.  Παράλληλα, το Δικαστήριο προσδιόρισε τους όρους μιας τέτοιας  ρύθμισης (εφόσον πλέον δεν προσδιορίζονται αυτοί από το νόμο), ώστε να είναι βιώσιμη και να διασφαλίζεται η τήρησή της από τον οφειλέτη και η μέσω αυτής ικανοποίηση των πιστωτών. Ειδικότερα, προέβη σε μακροχρόνια ρύθμιση του χρέους,  σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η αποπληρωμή  από  τον οφειλέτη του κεφαλαίου, που θα αποκόμιζαν οι πιστωτές, σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης της κατοικίας,  σε μηνιαίες δόσεις, οι οποίες θα είναι έντοκες με βάση το επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου. Συνεπώς, κατέληξε, δεν είναι αναγκαία η αναγκαστική εκποίηση του ακινήτου της κατοικίας του οφειλέτη,  αφού  είναι προσφορότερη   η εκμετάλλευση  αυτού κατά τον προαναφερθέντα τρόπο. Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση, ο Δικαστής έκρινε, ότι το  ποσό που θα αποκόμιζαν οι πιστωτές του αιτούντος σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης της κατοικίας αυτού θα ανερχόταν σε 108.000 ευρώ, καθόρισε χρόνο αποπληρωμής από τον οφειλέτη του άνω ποσού τα 20 έτη και επίσης καθόρισε το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης σε 450 ευρώ, με βάση, μεταξύ άλλων, και της οικονομικής δυνατότητας αυτού, τα οποία διένειμε, ανάλογα, μεταξύ των περισσοτέρων πιστωτών του. Η απόφαση αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τη δεδομένη χρονική στιγμή, που στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ αναφέρεται ως μία μεγάλη πρόκληση, που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις πιστώτριες τράπεζες, ο μεγάλος αριθμός μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο οποίος αναμένεται, να αυξηθεί ακόμη περισσότερο λόγω της πανδημίας και της σταδιακής άρσης των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών και ενώ επίκειται και η ισχύς του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, στον οποίο προβλέπεται και πτώχευση οφειλετών μη εμπόρων, χωρίς, κατ’ εξαίρεση, προστασία της κύριας κατοικίας τους, γεγονός που θα προκαλέσει μεγάλο κοινωνικό  πρόβλημα.