ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ: ΠΟΙΝΕΣ – ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΝΗΣ- ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ-ΣΥΡΡΟΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, Χρήστος Νάστας, Πρόεδρος Εφετών
ΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
11-9-2019
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ: ΠΟΙΝΕΣ – ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΝΗΣ- ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ- ΣΥΡΡΟΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εισηγητής
Χρήστος Νάστας , Πρόεδρος Εφετών , Ποινικός Δικαστής αποκλειστικής απασχόλησης , τακτικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Με τον νέο ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ που κυρώθηκε με τον ν. 4619/ 2019 και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019 , το σύστημα ποινών αναμορφώνεται πλήρως: Ειδικότερα 1. Στις κύριες ποινές που γνωρίζαμε, (τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, όπως η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, και τις χρηματικές) προστίθεται η προσφορά κοινωφελούς εργασία. (Η προσφορά κοινωφελούς εργασία., ως ποινή δεν είναι άγνωστη στο Δίκαιο μας . Προβλέπεται στο άρθρο 82 παρ. 5 του προϋσχύσαντος Κώδικα , όχι όμως ως κύρια ποινή που την προβλέπει ο ΠΚ που ισχύει σήμερα). Τα όρια των στερητικών της ελευθερίας ποινών παραμένουν τα ίδια για τη φυλάκιση (άρθρο 53 ΠΚ) από 10 ημέρες έως 5 χρόνια , αλλά μειώνεται το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης σε 15 έτη ( άρθρο 52 ΠΚ). Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης προβλέπεται , εναλλακτικά, με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών , μόνο για τα εγκλήματα που προσβάλουν τα σημαντικότερα έννομα αγαθά , όπως η εσχάτη προδοσία( άρθρο 134 ΠΚ), η επιβολή της ακεραιότητας της χώρας ( άρθρο 138 ΠΚ) και η ανθρωποκτονία με πρόθεση ( 299 ΠΚ). Επίσης όπου σε ειδικούς ποινικούς νόμους απειλείται μόνο ποινή ισόβιας κάθειρξης προστίθεται διαζευκτικά και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών( άρθρο 463 ΠΚ , μεταβατικές διατάξεις) και με την από 27 Ιουνίου 2019 ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΈΝΟΥ, αλλά και με το άρθρο 95 του νόμου 4623/2019 με το άρθρο δεύτερο παρ. 2 περ. ιγ΄ προστέθηκε τρίτο εδάφιο , όπου σε ειδικούς ποινικούς νόμους απειλείται πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε ετών, επιβάλλεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Η παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να έχει διάρκεια ανώτερη των 720 ωρών , ούτε να είναι κατώτερη των 100 ωρών , εκτός αν ορίζεται διαφορετικά ( άρθρο 55 ΠΚ).
Η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες( άρθρο 57 ΠΚ) . Εδώ άλλαξε ριζικά ο τρόπος προσδιορισμού των χρηματικών ποινών, για τον υπολογισμό των οποίων ως μονάδα μέτρησης ορίζεται η ημερήσια μονάδα. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες , δηλαδή αντίστοιχες με τη διάρκεια ενός έτους , υπολογιζόμενης της διάρκειας κάθε μήνα σε 30 ημέρες. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις , η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη : α) από 90 ημερήσιες μονάδες , όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή και αφορά μικρής απαξίας πλημμελήματα, β) από 180 ημερήσιες μονάδες , όπου απειλείται διαζευκτικά με τη στερητική της ελευθερίας ποινή και αφορά μεσαίας βαρύτητας πλημμελήματα και γ) από 360 ημερήσιες μονάδες, όπου απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητικής της ελευθερίας και αφορά βαριά πλημμελήματα και κακουργήματα. Το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 1 ευρώ ούτε ανώτερο από 100 ευρώ.
Ως προς τις παρεπόμενες ποινές , που προβλέπονται στα άρθρα 59 και 60 του ΠΚ , καταργείται η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως απαρχαιωμένος θεσμός. Ουσιαστικά αντικαθίσταται από την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η οποία επιβάλλεται καταρχήν μόνο για κακουργήματα και μόνον εφόσον η πράξη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του{ Ωστόσο με βάση ειδικές διατάξεις αποστέρηση της δημόσιας θέσης του αξιώματος προβλέπεται και για πλημμελήματα, όπως το άρθρο 263 ΠΚ προβλέπει την παρεπόμενη αυτή ποινή για τα εγκλήματα των άρθρων 235( δωροληψία υπαλλήλων), 237 (δωροληψία δικαστή) και 243(νόθευση δικαστικού εγγράφου)}.
Τώρα στην επιμέτρηση της ποινής. Δεν υπάρχει πλέον ενότητα που αναφέρεται στην υποτροπή και ιδιαίτερη μεταχείριση των καθ΄ έξη εγκληματιών . Αυτή διαγράφηκε. Στο άρθρο 79 περιλαμβάνονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης όλων των ποινών. Ορίζεται αρχικά ότι με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται από τον Δικαστή η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι΄ αυτή , ενώ , όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση , το Δικαστήριο δεν οφείλει απλώς να σταθμίσει τα στοιχεία του εγκλήματος που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου , αλλά πρέπει επιπλέον να συνεκτιμήσει τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους( άρθρο 13 β΄ΠΚ). Στη δεύτερη παράγραφο αναφέρονται τα στοιχεία που πρέπει το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη βαρύτητα του εγκλήματος , ενώ στην τρίτη παράγραφο περιγράφονται τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει την ενοχή του δράστη. Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου μνημονεύονται όροι που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής, ενώ στην πέμπτη παράγραφο του ιδίου άρθρου μνημονεύονται όροι που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΕΝΤΎΠΩΣΗ είναι η έβδομη παράγραφος του άρθρου 79, στην οποία ορίζεται ότι η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα κριτήρια των προηγουμένων παραγράφων δεν συνιστά αιτιολογία . Αληθινά αναρωτιέμαι , χρειαζόταν αυτή η παράγραφος , όταν τούτο προβλέπεται ρητά από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος; Για να πούμε τα πράγματα ως έχουν: Η σύνταξη ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένου σκεπτικού για την επιμέτρηση της ποινής είναι πρακτικά ανέφικτη τις περισσότερες φορές , μάλιστα δε όταν ο κατηγορούμενος ερημοδικεί. Επειδή μάλλον είναι αβέβαιη και ίσως δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες η ερμηνευτική αδρανοποίηση της νέας διάταξης του άρθρου 79 παρ. 7 ΠΚ , τα ενδεχόμενα είναι δύο : είτε η παράλογη επιβάρυνση των ήδη βεβαρημένων δικαστών και η σύνταξη νέων σκεπτικών , τα οποία στην πραγματικότητα θα ισορροπούν μεταξύ αφενός του φτωχού αποδεικτικού υλικού και αφετέρου γενικόλογων και τυποποιημένων επαναλαμβανόμενων φράσεων, προκειμένου να βρίσκονται στο αναιρετικό απυρόβλητο , είτε η επιβολή της ελάχιστης δυνατής ποινής με την γενναιόδωρη χρήση και των διατάξεων για τις ελαφρυντικές περιστάσεις , προκειμένου να μην υπάρχει , κατά το δυνατόν , ουσιαστικός λόγος προσβολής της απόφασης περί επιβολής ποινής. Η θέσπισης της διάταξης αυτής, όπως έχει γράψει σε άρθρο του ο συνάδελφος, Γεώργιος Πλαγάκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών, το οποίο είναι δημοσιευμένο στο dikastis.gr αλλά και σε άλλες ιστοσελίδες, αναδεικνύει ότι η βούληση για λεπτομερή ρύθμιση των πάντων οδηγεί σε υπερβολή και δυσλειτουργία, διότι η σώρευση λεπτομερών ρυθμίσεων και υποχρεώσεων για κάθε επιμέρους ζήτημα εντέλει δεν οδηγεί απαραίτητα στην απονομή δικαιοσύνης υψηλής ποιότητας , αλλά παρεμβάλλει περισσότερα προσκόμματα στη λειτουργία της δικαιοσύνης , προσφέρει αφορμή για ακόμη περισσότερες δίκες και οδηγεί στην επιβράδυνσή της.
Στη συνέχεια στο άρθρο 80 προσδιορίζεται ο τρόπος επιμέτρησης και απότισης της χρηματικής ποινής , ο οποίος, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση , οργανώθηκε στο πρότυπο του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα. Με βάση τη νέα αυτή διάταξη, το δικαστήριο επιβάλλοντας χρηματική ποινή , οφείλει να ορίσει τόσο τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων , όσο και το ύψος κάθε μονάδας. Για τον προσδιορισμό των ημερήσιων μονάδων , το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ΜΟΝΟ τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι΄ αυτή. Αντίθετα σε ότι αφορά το ύψος της κάθε ημερήσιας μονάδας , το Δικαστήριο το καθορίζει με βάση την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα τα καθαρά έσοδα που αποκτά κατά την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε μέρα, άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν να συνυπολογισθούν από το Δικαστήριο. Η απλή αναφορά ότι το δικαστήριο έχει λάβει υπόψη του , κατά την επιμέτρηση της ποινής , την οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, κατά την άποψη των μελών της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής , δεν είναι επαρκής. Κατά την άποψή μου , εάν στην απόφαση αναφέρεται ότι το δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη την οικονομική κατάσταση του υπαιτίου , αυτό είναι αρκετό, αφού σε αυτή περιλαμβάνονται τα έσοδα από την εργασία, άλλα εισοδήματα και γενικά η περιουσία του υπαιτίου , δεν χρειάζεται κάτι άλλο παραπάνω ( δεν θα γίνεται ανάλυση πόσες ημέρες εργάζεται το μήνα , ποιο είναι το ημερομίσθιο κλπ). Αυτό, εξάλλου έχει δεχθεί και η νομολογία κατά την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική (άρθρο 82 παρ. 2 ΠΚ , όπως αυτό ίσχυε πριν από την κύρωση του νέου ΠΚ). Στο νέο αυτό άρθρο και συγκεκριμένα στην παράγραφο 4 λαμβάνεται ειδική πρόνοια για τα άτομα που αδυνατούν να καταβάλουν αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή που η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα. Προηγείται της έκτισης της ποινής η καταβολή της αποζημίωσης στον παθόντα. Το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, ώστε ο καταδικασθείς να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του. Ειδική πρόνοια λαμβάνεται επίσης στην 5η παράγραφο του άρθρου για την περίπτωση που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του δράστη μετά την επιμέτρηση της ποινής . Στην περίπτωση αυτή ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής , η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα 5 χρόνια, μείωση του ύψους της ημερήσιας μονάδας ή αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Τα αιτήματα μπορεί να υποβάλλονται σωρευτικά ή διαζευκτικά, μπορούν όμως να υποβληθούν μία μόνο φορά. Από το συνδυασμό των παρ. 4 και 5 του ιδίου άρθρου προκύπτει ότι ο καθορισμός των δόσεων μπορεί να γίνει μόνο με την απόφαση που επιβάλλεται χρηματική ποινή. Ωστόσο , αυτό θα συμβαίνει μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών. Δεν πρέπει να αποκλειστεί το δικαίωμα να ζητήσει με μεταγενέστερη αίτησή του την χορήγηση της προθεσμίας της παρ. 4 ( δηλαδή μέχρι 3 χρόνια). Ζήτημα αν μπορεί να επιβληθεί εξαρχής η παροχή κοινωφελούς εργασίας αντί για χρηματική ποινή σε περίπτωση που διαπιστωθεί αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής , έστω και σε δόσεις και μάλιστα ακόμη και εκεί που η χρηματική ποινή δεν απειλείται σωρευτικά ή διαζευκτικά με την παροχή κοινωφελούς εργασίας. Στην 6η παράγραφο του άρθρου σημειώνεται ότι μαζί με τη χρηματική ποινή , το δικαστήριο ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας , η οποία θα πρέπει να εκτιθεί , εάν ο καταδικασθείς δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. η διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων της χρηματικής ποινής. Η εκτέλεση αυτής της στερητικής της ελευθερίας ποινή, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 80 ΠΚ, δεν μπορεί να ανασταλεί. Και σωστά δεν μπορεί ν ανασταλεί , διότι κανένας καταδικασθείς δεν θα συναινέσει στη βεβαίωση και πληρωμή της χρηματικής ποινής στη ΔΟΥ, αλλά θα επιδίωκε τη μετατροπή της σε φυλάκιση και εν συνεχεία την αναστολή της με το 99 ΠΚ προκειμένου να μην την εκτίσει.
Σχετικά τώρα με την επιμέτρηση της παροχής κοινωφελούς εργασίας( άρθρο 81 ΠΚ) που προβλέπεται κατ΄ αρχήν ως κύρια ποινή ( άρθρο 50 ) αλλά και ως υποκατάσταση ή κατά μετατροπή της χρηματικής ποινής ( άρθρα 80παρ. 4, 104Α και 105Α ΠΚ), η εκτέλεση της οποίας προς το παρόν έχει ανασταλεί με το άρθρο 98 του Ν. 4623/2019, ελλείψει δομών στις Δημόσιες Υπηρεσίες , στους ΟΤΑ και στα μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας και η ηλικία , η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου , καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις. Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 24 μήνες. Προσδιορίζονται επίσης οι δομές στις οποίες μπορεί να προσφέρεται η κοινωφελής εργασία. Στην απόφαση καθορίζεται και η φυλάκιση ή η χρηματική ποινή που θα πρέπει να εκτίσει ο καταδικασθείς , αν δεν εκτελέσει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Οι 4 ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μία ημέρα φυλάκισης ή μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής . Η αντιστοιχία αυτή των ωρών κοινωφελούς εργασίας προς τη χρηματική ποινή ή την ποινή φυλάκισης καθορίζεται κατά τρόπο δεσμευτικό για το δικαστήριο. ΑΝ η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάσθηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο Εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής έχει στη διάθεσή του περισσότερες επιλογές. Οι επιλογές αυτές αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 81 ΠΚ.
Στο άρθρο 82 ΠΚ περιλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 87 ΠΚ , όπως ίσχυε πριν από τον νέο Κώδικα, όπου προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της προσωρινής κράτησης σε περίπτωση επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής. Ο χρόνος της προσωρινής κράτησης και ο χρόνος κράτησης από τη σύλληψη ως την προσωρινή κράτηση αφαιρούνται από την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή. Η ίδια αυτή ρύθμιση επεκτείνεται και για τον υπολογισμό του χρόνου παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατά τον ΚΠοινΔ (άρθρο 200 παρ. 3 εδ. γ΄ ) . Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται, από τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε αφαιρείται ο χρόνος κράτησης , η οποία διατάχθηκε για οποιαδήποτε από αυτά , ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασθέντα αθώο για το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί, καθώς και για αυτά που συνεκδικάσθηκαν, ο κράτησης αφαιρείται από άλλες ποινές , εφόσον επιβάλλονται για εγκλήματα που διαπράχθηκαν πριν από την κράτηση για την οποία δεν επακολούθησε καταδικαστική απόφαση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις , όπου ο χρόνος στέρησης της ελευθερίας αφαιρείται από οποιαδήποτε άλλη ποινή , δεν υπάρχει δικαίωμα του κρατηθέντος για αποζημίωση κατά τα άρθρα 535 ΚΠοινΔ. Επίσης όταν επιβάλλεται μόνο χρηματική ποινή για το έγκλημα που ο καταδικασθείς είχε κρατηθεί, αφαιρούνται από την ποινή οι ημερήσιες μονάδες που αντιστοιχούν στον χρόνο κράτησης.
ΜΕΙΩΣΗ της ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ(άρθρο 83 ΠΚ)
Στο άρθρο αυτό προσδιορίζονται τα μειωμένα πλαίσια των κύριων ποινών. Προβλέπεται ειδικότερα ότι όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιο της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.
Περαιτέρω στο άρθρο 84 γίνεται αναφορά των ελαφρυντικών περιστάσεων. 1ον Ως προς την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου ( άρθρο 84 παρ. 2 α΄) η νέα διατύπωση απαιτεί ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα <<σύννομα>>( αντί του <<έντιμα>> που προέβλεπε η προισχύσασα διάταξη) με την πρόσθετη μάλιστα διευκρίνιση ότι μόνη η προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα δεν αποκλείεται το σύννομο του πρότερου έντιμου βίου του. Η διατύπωση αυτή διευρύνει υπερβολικά τη δυνατότητα αναγνώρισης της σπουδαιότητας αυτής από τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Όπως αναφέρεται και στην Εισηγητική έκθεση , στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει , όπως ο ίδιος κρίνει , εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα ( άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) << απαραβίαστη>> προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει ΜΟΝΟ της περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, το δε λευκό ποινικό μητρώο δεν είναι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση της περίστασης αυτής, ο δε δικαστής μπορεί να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 ΚΠΔ (που αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα και στο βάρος απόδειξης. [[ παρ.2. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής.]]
Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου(ΑΠ 1466/2019)
Κατά μία άλλην άποψη , την οποία υποστηρίζει ο καθηγητής, Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης , ορθότερο θα ήταν μία ρύθμιση που θα είχε ως αφετηρία και τεκμήριο(μαχητό) σύννομου βίου την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου με την επιφύλαξη να μην προκύπτουν από την μέχρι την πράξη συμπεριφορά του υπαιτίου περιστατικά που ακόμη και αν δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη , καταδεικνύουν μία ιδιαίτερη επιλήψιμη και αντικοινωνική στάση ζωής αυτού.
2ον Ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις παρ. β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, παρ.γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, και δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, δεν έχουμε κάποια αλλαγή . Ό,τι ίσχυε , ισχύει και σήμερα.
3ον Εκεί που έχουμε διαφοροποίηση είναι η περ. 5 της παραγράφου 2 , που ορίζει ότι : το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καλή συμπεριφορά του καταδικασθέντος για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του αξιολογείται ελαφρυντικά ακόμα και κατά την κράτησή του. Το ελαφρυντικό αυτό το είχε δεχθεί η νομολογία και με τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα. Δεν μπορεί πλέον σήμερα που προβλέπεται και στον νόμο, να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ αυτής της καταστάσεώς του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κρατήσεώς του, προδήλως εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του κρατούμενου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η ύπαρξη καλής διαγωγής, η έλλειψη πειθαρχικής καταδίκης, η εργασία και γενικά η τυπική και συνήθης συμμόρφωση του καταδίκου στο εξαναγκαστικό ρυθμιστικό πλαίσιο των σωφρονιστικών καταστημάτων αξιολογούνται και αξιοποιούνται, καταρχήν, για την παροχή των ευεργετημάτων, που προβλέπει ρητά και ειδικά ο νόμος (συνυπολογισμός χρόνου εργασίας κατά την έκτιση της ποινής, λήψη αδειών κλπ.), στην απόλαυση των οποίων προδήλως και ευλόγως αποσκοπεί κάθε κρατούμενος, και δεν αρκούν για τη χορήγηση του σχετικού ελαφρυντικού. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού θέσπισης της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη (και όχι μόνο την ελεύθερη) διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η συνδρομή όρων χορήγησης του σχετικού ελαφρυντικού και υπό σχετικά μακρόχρονο καθεστώς κράτησης, που προβλέπεται πλέον ρητά στο άνω άρθρο 84 παρ. 2 ε΄, στις εξαιρετικές και διακριτές εκείνες περιπτώσεις που η στάση και συμπεριφορά του υπαιτίου υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη στάση και συμπεριφορά συμμόρφωσης του μέσου κρατούμενου για την εξασφάλιση των προβλεπόμενων σωφρονιστικών ευεργετημάτων και αντανακλά, με διαπιστωμένη βεβαιότητα, την ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή αυτού, τη σταθερή εναρμόνισή του προς τις επιταγές της έννομης τάξης και την ουσιαστική σωφρονιστική βελτίωση της προσωπικότητάς του( ΑΠ 909/2016 ΝΟΜΟΣ).
Επίσης μια άλλη περίπτωση που αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση είναι η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου και προβλέπεται το πρώτον στην παράγραφο 3 του άρθρου 84 ΠΚ . Η προσθήκη αυτή αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης που είχε πρωτοεισαχθεί με την παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν. 4239/2014, σύμφωνα με την οποία ΄΄ κατά την επιμέτρηση της ποινής το αρμόδιο δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου . Στη δικαστική απόφαση γίνεται ρητή μνεία με συνοπτική αιτιολογία ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την κατά τα άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, γεγονός το οποίο μπορεί να συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας ΄΄. Η διαφορά ως προς την νέα ρύθμιση είναι ότι αρχικά η εύλογη υπέρβαση της διαδικασίας είχε ενταχθεί στο άρθρο 79, δηλαδή στους κανόνες της επιμέτρησης της ποινής , ενώ τώρα πλέον συγκαταλέγεται στις ελαφρυντικές περιστάσεις. Κατά τη γνώμη μου το ελαφρυντικό αυτό δεν έχει σχέση με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αλλά με την μη δυνατότητα της πολιτείας να εκδικάζονται οι υποθέσεις σε εύλογο χρόνο. Το ζήτημα φαίνεται να μην είναι και τόσο απλό και πιθανότατα θα αποτελέσει άλλο ένα χτύπημα στο μαλακό υπογάστριο της Δικαιοσύνης και της ικανότητας της στον καταλογισμό και στην τιμωρία πράξεων που επηρεάζουν την κοινωνία, όπως οι υποθέσεις διαφθοράς με πολύ μεγάλο οικονομικό και ηθικό-κοινωνικό αντίκτυπο. Εφόσον η περίπτωση αυτή αποτελεί πλέον ελαφρυντική περίσταση που υποχρεωτικά, αν γίνει δεκτός ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, οδηγεί σε μείωση της ποινής, πρέπει το Δικαστήριο , όταν αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης να συνεκτιμήσει ιδίως: α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. Τα κριτήρια αυτά προβλέπονται ρητά στο άρθρο 5 του ν. 4239/2014.
Επαναλαμβάνω ότι κριτήριο για την κατάφαση της υπέρβασης εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης ως λόγος μείωσης της ποινής δεν είναι μόνο η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος αλλά συνεκτιμώνται και τα προαναφερόμενα , δηλαδή η καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, η πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και το διακύβευμα της υπόθεσης για τον κατηγορούμενο.
Όταν λοιπόν ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, γίνει δεκτός κατ΄ ουσία από το δικαστήριο, ή το δικαστήριο, σε περίπτωση απουσίας του κατηγορουμένου, αυτεπαγγέλτως θετικά διαπιστώσει τη συνδρομή τέτοιας περίπτωσης, τότε κατά την επιμέτρηση της ποινής θα γίνει αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 79 του ΠΚ αλλά και στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 του Ν.4239/2014. Στην περίπτωση όμως που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζητήσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 3 του ΠΚ και το δικαστήριο απορρίψει αυτόν τον αυτοτελή ισχυρισμό , ως ουσία αβάσιμο, τότε στην επιμέτρηση της ποινής δεν γίνεται αναφορά στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 του Ν.4239/2014, παρά μόνο στις διατάξεις του άρθρου 79 του ΠΚ , για το λόγο ότι η επίκληση αυτής της διάταξης αντιφάσκει με την προηγηθείσα απόφαση του Δικαστηρίου που έχει απορρίψει το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού.] Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει αρνητικά, ότι δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, όταν, μάλιστα, δεν έχει υποβληθεί συναφής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο, δοθέντος και του ότι αυτός (κατηγορούμενος) διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει συναφώς στα αρμόδια όργανα, για τη δίκαιη ικανοποίησή του λόγω της καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας(ΑΠ 1191/2019).
Η ελαφρυντική αυτή περίσταση πρέπει να προβλέπεται μόνο στο άρθρο 79 ΠΚ, όπως πριν από την ισχύ του νέου ΠΚ, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, πάντα όμως μέσα στο αρχικά όρια της ποινής, ανεξάρτητα αν το προτείνει ή όχι ο κατηγορούμενος. Με τη ρύθμιση αυτή η νομοθεσία μας δεν έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ και ο κατηγορούμενος μετά την καταδίκη του δεν θα έχει λόγο να προσφύγει στα αρμόδια όργανα του άρθρου 2 του ν. 4239/2014, για τη δίκαιη ικανοποίησή του λόγω της καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας, αφού το σχετικό αίτημά του θα έχει γίνει δεκτό και θα του έχει επιβληθεί μικρότερη ποινή ή θα έχει απορριφθεί για το λόγο ότι δεν συντρέχει στην περίπτωσή του υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του ιδίου.
Περαιτέρω στο άρθρο 85 ΠΚ που αφορά τη συρροή λόγων μείωσης της ποινής , προβλέπεται μείωση του κατώτατου ορίου , μετά την πρώτη μείωση κατά το άρθρο 83 ΠΚ. Η συνδρομή περισσοτέρων λόγων μείωσης της ποινής ή ενός ή περισσοτέρων λόγων μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις , πρέπει να αποτυπώνεται στην απειλούμενη από το έγκλημα ποινή. Το ανώτατο όριο της μειωμένης ποινής παραμένει αμετάβλητο , μειώνεται ουσιωδώς όμως το κατώτερο όριο. Έτσι το κατώτερο όριο της στερητικής της ελευθερίας ποινής των 5 ετών μειώνεται στα 3 έτη, τα 2 έτη φυλάκισης μειώνεται σε 1 έτος και το 1 έτος σε 6 μήνες και η μειωμένη ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική. Η νομολογία μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ, τηρούσε αρνητική στάση ως προς τη δυνατότητα διπλής μείωσης της ποινής, με μόνη εξαίρεση την υπ΄αριθμ. 12/2018 απόφαση του ΜΟΕ Ιωαννίνων. Δεχόταν όμως προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής ότι θα λάβει υπόψη του μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων.
Επίσης οι προαναφερόμενες μειωμένες ποινές επιβάλλονται και όταν, πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίστασης , ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του πριν από το τέλος της προδικασίας , συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης . Η τελευταία αυτή περίπτωση αποτελεί εξειδίκευση των υποπεριπτώσεων γ΄και δ΄ του άρθρου 79 παρ. 4 του ΠΚ , όπου στα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου κατά την επιμέτρηση της ποινής περιλαμβάνονται και ότι αυτός έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει καθώς επίσης και ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Με τη διάταξη αυτή επιχειρείται να δοθεί ένα κίνητρο στον κατηγορούμενο να αποδεχθεί έγκαιρα την ενοχή του, ώστε να ολοκληρωθεί ταχύτερα η ποινική διαδικασία. Μόνη όμως η ομολογία δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει με την ομολογία του να έχει << συμβάλει>> στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης. Αν αντίθετα υπάρχουν ήδη επαρκή για την καταδίκη του στοιχεία , η ομολογία καθαυτήν δεν επηρεάζει την ποινή.
ΣΥΡΡΟΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ( άρθρο 94 ΠΚ)
Στο άρθρο αυτό διατηρείται η διάκριση μεταξύ πραγματικής και κατ΄ιδέα συρροή εγκλημάτων . Στην περίπτωση της αληθινής πραγματικής συρροής επέρχονται οι εξής σημαντικές αλλαγές: 1ον μειώνεται η συνολική εκτιτέα ποινή για τα κακουργήματα σε 20 έτη (από 25 που ήταν υπό τον προισχύσαντα ΠΚ) και για τα πλημμελήματα σε 8 έτη (από 10 που ήταν υπό τον προισχύσαντα ΠΚ), 2ον δεν προβλέπεται ελάχιστο όριο προσαύξησης και 3ον η μέγιστη επαύξηση της ποινής είναι μέχρι το ½ της συντρέχουσας ( αντί για τα 3/4 του αθροίσματος των συντρεχουσών ποινών ). Καταργήθηκε η πρόβλεψη για αθροιστική έκτιση ποινής των εγκλημάτων( κακουργημάτων ή με δόλο τελούμενων πλημμελημάτων) που έχουν διαπραχθεί από κρατούμενους κατά άλλων κρατουμένων ή υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης ή κατά τη διάρκεια της αδείας( παρ. 4 του προισχύσαντος ΠΚ) . Επίσης καταργήθηκε η ειδική πρόβλεψη της παρ. 2 εδ. β΄του προισχύσαντος ΠΚ, σχετικά με το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που έδινε τη δυνατότητα επιβολής συνολικής ποινή με βάση την παρ.1 του άρθρου 94 ΠΚ.
Στη συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα ( άρθρο 96) , αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει το ½ του αθροίσματος των υπολοίπων χρηματικών ποινών (αντί για τα 3/4 του αθροίσματος των συντρεχουσών ποινών ). Ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψιν εκείνη που είναι η μεγαλύτερη εκτιμώμενη σε ευρώ, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού των ημερήσιων μονάδων επί το ύψος της αξίας έκαστης. Η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος εκτιμάται στον τρόπο επαύξησης κατά το άρθρο 96παρ.1 ΠΚ. Ως προς τον προσδιορισμό της επαύξησης της ποινής βάσης ο νόμος διαχωρίζει ανάμεσα στην περίπτωση της πραγματικής και της κατ΄ ιδέα συρροής:
i) Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις (αληθινή πραγματική συρροή) η βαρύτερη χρηματική ποινή επαυξάνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος όχι όμως περισσότερο από το μισό του αθροίσματος των λοιπών συντρεχουσών (96παρ.1 ΠΚ).
Παράδειγμα: Συνάντηση τριών χρηματικών ποινών: 5.000 ευρώ + 1800 + 90 ευρώ. Ποινή βάσης τα 5.000 ευρώ και η επαύξηση από τις συντρέχουσες ύψους ως το όριο του ½ του αθροίσματος τους(1800+90), δηλαδή 1890:2= 945 ευρώ. Επομένως ΣΧΠ μπορεί να ανέλθει από τα 5.001 ευρώ έως τα 5.945 ευρώ, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος.
ii) Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με μία πράξη (αληθινή κατ΄ ιδέα συρροή) το άρθρο 96παρ.2 ΠΚ με ρητή παραπομπή στα οριζόμενα στο άρθρο 94παρ.2 ΠΚ, ορίζει ότι η επαύξηση γίνεται ελεύθερα, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Εδώ ανακύπτει ερμηνευτικό ζήτημα για το ποιο είναι το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής. Από τη συνδυαστική εκτίμηση των άρθρων 57 και 80παρ.1 ΠΚ, συνάγεται ότι κατά κανόνα το ανώτατο όριο προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο των ημερήσιων μονάδων, επί το ανώτατο όριο του προβλεπόμενου ύψους, ήτοι 360 μονάδες Χ 100 ευρώ έκαστη μονάδα. Επομένως κατά κανόνα το ανώτατο όριο της ΧΠ ανέρχεται στο ποσό των 36.000 ευρώ. Κατ΄ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων, όπου επιβάλλεται σωρευτικά με την κάθειρξη και χρηματική ποινή έως 1000 ημερήσιες μονάδες, το ανώτατο όριο του είδους της ποινής ανέρχεται στις 1000 μονάδες Χ 100 ευρώ έκαστη= 100.000 ευρώ, όταν η χρηματική ποινή αυτή είναι η ποινή βάση για το σχηματισμό της συνολικής ποινής. Αναγκαίο η ελεύθερη επαύξηση να μην υπερβαίνει το ύψος ΧΠ που θα προέκυπτε σε περίπτωση πραγματικής συρροής.
Παράδειγμα: Συνάντηση τριών χρηματικών ποινών 28.800 + 18.000 + 9.000 ευρώ. Ποινή βάση τα 28.800 ευρώ και επαύξηση ελεύθερα από τις λοιπές των 18.000 ευρώ και 9.000 ευρώ αντίστοιχα, έως τις 36.000 ευρώ (αφού το ½ του αθροίσματος των συντρεχουσών 27.000:2 =13.500 ευρώ, που υπερβαίνει το ανώτατο όριο του είδους της ποινής).
Περαιτέρω η περίπτωση του σχηματισμού συνολικής ποινής μεταξύ χρηματικών ποινών του νέου ΠΚ, όταν αυτές συναντώνται με χρηματικές ποινές ειδικών ποινικών νόμων, ήδη έχει αμφισβητηθεί έντονα, στη λογική ότι πρόκειται για χρηματικές ποινές που διέπονται από εντελώς διαφορετικά συστήματα. Μάλιστα, είναι ακριβές ότι ενόψει της έλλειψης ημερήσιων μονάδων, στην περίπτωση των ειδικών ποινικών νόμων, αλλά και των χρηματικών ποινών του παλαιού ΠΚ, δε φαίνεται δυνατή de lege lata η τροπή της χρηματικής ποινής σε στερητική της ελευθερίας, όπως προβλέπει πλέον το άρθρο 80 παρ.6 ΠΚ. Αντίστοιχο πρόβλημα διαφαίνεται ενόψει της κατ΄ ιδέα τέλεσης εγκλημάτων, αφού δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας της ελεύθερης επαύξησης της ποινής βάσης μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής (άρθρο 96παρ.2 και 94παρ.2 ΠΚ), καθώς στους ειδικούς ποινικούς νόμους υφίστανται διατάξεις με χρηματικές ποινές που συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του νέου ΠΚ. (π.χ. ιδιαίτερα διακεκριμένα εγκλήματα ναρκωτικών που η ΧΠ φτάνει το ένα εκατομμύριο).Παρά τους προβληματισμούς, όμως και με άξονα την ανάγκη να αντιμετωπισθούν και πρακτικά, τα ανακύπτοντα ζητήματα σχηματισμού συνολικής ποινής, θα πρέπει σε περίπτωση συνάντησης χρηματικών ποινών διαφορετικής προέλευσης να ισχύσουν οι ίδιοι ως άνω κανόνες. Έτσι ως ποινή βάσης θα τεθεί η αριθμητικά μεγαλύτερη σε ευρώ, προσαυξανόμενη κατά το άρθρο 96 ΠΚ, από τα ποσά των συντρεχουσών, έστω και αν προέρχονται από ειδικό ποινικό νόμο.
Π.χ. Συνάντηση καταδικαστικών αποφάσεων για διακίνηση ναρκωτικών με απόφαση για ληστεία και κακουργηματική κλοπή : κάθειρξη 8 ετών και ΧΠ 300.000 ευρώ (μέγιστη)+ κάθειρξη 5 ετών και ΧΠ 36.000 ευρώ(μέγιστη) + κάθειρξη 5 ετών και ΧΠ 36.000 ευρώ (μέγιστη). Η ΣΧΠ έχει ποινή βάση τις 300.000 ευρώ με προσαύξηση από τις λοιπές ύψους 36.000 έκαστη, όχι περισσότερο από το ½ του αθροίσματος (ήτοι 36.000ευρώ) επομένως ΣΧΠ 336.000 ευρώ. Όσο, για τις ποινές που επιβλήθηκαν προ της 01.07.2019 θα θεωρούνται ότι εκτίθηκαν μόνο με τη βεβαίωση στη Δ.Ο.Υ., εφόσον για αυτές δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται το δυσμενέστερο καθεστώς του άρθρου 80παρ.6 ΠΚ. Οι νέες των ειδικών ποινικών νόμων θα συντρέχουν κανονικά στο σχηματισμό νέας συνολικής ποινής με τις νέες χρηματικές του ΠΚ, χωρίς όμως και αυτές ποτέ να τρέπονται σε στερητικές της ελευθερίας, τουλάχιστον μέχρι να υπάρξει σχετική νομοθετική παρέμβαση.
Στη συνέχεια στη συνολική ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας ( άρθρο 96 Α ) , σε περίπτωση αληθινής πραγματικής συρροής η βαρύτερη ποινή προσαυξάνεται χωρίς ελάχιστο όριο , αλλά με μέγιστο το ½ της συντρέχουσας ποινής και μέγιστη διάρκεια της συνολικής ποινής 800 ώρες . Σε περίπτωση αληθινής κατ΄ιδέα συρροής , το δικαστήριο επαυξάνει τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής , δηλαδή μέχρι 720 ώρες( άρθρο 55 ΠΚ). Η ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας δεν εκτελείται όταν συντρέχει με στερητική της ελευθερίας ποινή, μεγαλύτερης των 3 ετών . Θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι δεν αρκεί η επιβολή της στερητικής της ελευθερίας ποινή άνω των 3 ετών , αλλά θα πρέπει να εκτίεται αυτή , διαφορετικά( πχ σε περίπτωση αμνηστίας), θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ποινή της κοινωφελούς εργασίας εκτελείται.
Τέλος στο άρθρο 98 περιγράφεται το κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα το οποίο δεν άλλαξε και ισχύει ό,τι ίσχυε και πριν τεθεί σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας.
Όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις που είναι και αυτές σημαντικές.
Με τη διάταξη του άρθρου 462 νέου ΠΚ καταργήθηκε ο Ν 1608/1950, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό. Η ρύθμιση αυτή έτυχε ευρύτατης αποδοχής από το νομικό κόσμο επειδή προέβλεπε δρακόντειες ποινές (μέ¬χρι και αυτή της ισόβιας κάθειρξης) ακόμα και για περιπτώσεις απλής απειλής ζημίας εις βάρος του Δημοσίου. Σε συνδυασμό με την απαράδεκτα ευρύτα¬τη διατύπωση της επίσης καταργηθείσας διάταξης του άρθρου 263Α προϊσχύσαντος ΠΚ, είχε οδηγήσει σε άδικη και παραβιάζουσα την αρχή της αναλογικότητας μεταχείριση ενός ευρύτατου φάσματος αξιόποι¬νων συμπεριφορών, πολλές από τις οποίες ελάχιστα σχετίζονταν με πραγματική ζημία του εν στενή έννοια Δημοσίου τομέα. Με την κατάργηση του Ν 1608/1950 ο ποινικός νομοθέτης έρχε¬ται να ικανοποιήσει ένα σχεδόν καθολικό αίτημα σύμπαντος του νομι-κού κόσμου( Αρ. Χαραλαμπάκης Ο νέος Ποινικός Κώδικας σελ.117 επομ.).
Απόρροια δικαιοπολιτικής ανάγκης αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 463 νέου ΠΚ που προβλέπει ότι α) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, β) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη αυτή μετατρέπεται σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποι¬νή γ) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δεκαπέντε ετών, επιβάλλεται ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέ¬κα ετών και δ) όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται μόνο ποινή ισόβιας κά¬θειρξης προστίθεται διαζευκτικά και η πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχι¬στον δέκα ετών. Στη ρύθμιση αυτή οδήγησε και η διαπίστωση ότι σε πολλούς ειδικούς ποινικούς νόμους οι ποινές που προβλέπονταν ήταν υπερβολικά υψηλές και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινω¬νική βλάβη που επέφερε η αντίστοιχη αξιόποινη πράξη. Όμως πρέπει να επισημανθεί ότι από την κλιμακωτή παραπάνω απαρίθμηση λείπει η πρόβλεψη για την περίπτωση που στον ειδικό νόμο ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Το κενό αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να συ¬μπληρωθεί. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 463 ΠΚ, από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα καταργούνται όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους με τις οποίες καθορίζονται παρε-πόμενες ποινές ή άλλες συνέπειες που καταργούνται με αυτόν.
Η διάταξη του άρθρου 464 νέου ΠΚ προβλέπει ότι εκκρεμείς ποινι¬κές διαδικασίες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκλη¬ση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του πα¬ρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους. Η διάταξη αυτή αφορά κυρίως την εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο χώρο της περιουσίας και της ιδιο¬κτησίας, όπου η μεν κλοπή (άρθρ. 372 ΠΚ) εμφανίζεται πλέον ως με-ρικώς κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα η δε υπεξαίρεση (άρθρ. 375 ΠΚ) και η απάτη (άρθρ. 386 ΠΚ) έχουν λάβει πλέον τη μορφή απολύτως κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων.
Με τη διάταξη του άρθρου 465 νέου ΠΚ, προβλέπεται ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΠΚ για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο, εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος.
Η διάταξη του άρθρου 466 νέου ΠΚ προβλέπει ότι σε περίπτωση εξά¬λειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής εγκλημάτων που ο χαρακτή¬ρας τους μεταβλήθηκε από κακούργημα σε πλημμέλημα, κατ’ εφαρμο¬γήν των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, δεν επηρεάζονται οι αστι¬κές αξιώσεις του παθόντος. Η διάταξη αυτή προσπαθεί να αποτρέψει αδικίες εις βάρος εμπλεκομένων σε αστική δίκη, η έκβαση της οποίας συναρτάται με κάποια ποινική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 467 νέου ΠΚ, για εκκρεμείς υποθέ¬σεις στις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής κατ’ εφαρμογή των άρθρων 111 επ. ΠΚ, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να διατάσσει με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών, ο αρμόδιος Εισαγ¬γελέας Πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο. Η διά¬ταξη αυτή έχει ως στόχο την αποφόρτιση των ποινικών δικογραφιών και την ανακούφιση της διαδικασίας στο ακροατήριο με την αφαίρεση ενεργειών που μπορούν κάλλιστα να λάβουν χώρα με μονομερή πράξη της Εισαγγελίας.
Στο άρθρο 468 νέου ΠΚ, προβλέπεται ρητά πλέον η κατάργηση των πταισμάτων και η θέση στο αρχείο με πράξη του κατά τόπον αρμόδι¬ου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όλων των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν πταίσματα.
Ως πρώτο βήμα αναδιαρθρώσεως και εκσυγχρονισμού της ποινικής νο¬μοθεσίας στο πεδίο και των ειδικών ποινικών νόμων πρέπει να θεωρη¬θεί η διάταξη του άρθρου 469 νέου ΠΚ, που αφορά στο αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 Ν 1882/1990). Με τη νέα ρύθμιση αφαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου αυτού δύο μεγάλες πηγές προέλευσης οφειλών προς το Δημόσιο: αυτές που προ¬έρχονται από χρηματικές ποινές και αυτές που προέρχονται από φο¬ρολογικές παραβάσεις, όπως αυτές τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, μαζί με τις σχετικές με αυτά προ¬σαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις. Με την αφαίρεση αυτών των δύο ομάδων περιπτώσεων στενεύει μέχρι σημείου σχεδόν κατάρ-γησης το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 Ν 1882/1990, το οποίο ού¬τως ή άλλως έχει επικριθεί κατά καιρούς ως ατυχής πρωτοτυπία του ελληνικού δικαίου, που όμοιά της δεν απαντάται στα ξένα δίκαια, μο¬ναδικός στόχος της οποίας ήταν να ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση σε οφειλέτες του Δημοσίου να φανούν συνεπείς προς τις υποχρεώ¬σεις τους. Όσον αφορά τα φορολογικά αδικήματα ειδικότερα, επειδή η εν γένει φορολογική ασυνέπεια τυποποιείται ήδη σε αυτά, ορθά εί¬χε θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 25 Ν1882/1990 παραβιάζει και την αρχή της απαγόρευσης του διττού αξιόποινου (ne bis in idem).
Ενδιαφέρουσες είναι εδώ και οι σχετικές επισημάνσεις της Αιτιολογικής Έκθεσης, ότι με τη μεταβατική αυτή διάταξη η μη καταβολή επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται ως αυτοτελές αδίκημα δη¬λαδή ως περίπτωση μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού το ενδεχόμενο αυτό ρυθμίζεται πλέον από τη διάταξη του άρθρου 80 παρ. 6 ΠΚ. Θεραπεύεται επίσης και το άτοπο διπλής αξιολόγησης αξιόποι¬νων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν αυτών αποκλείονται από την αντικειμενι¬κή υπόσταση του αδικήματος τη μη καταβολής χρεών προς το Δημό¬σιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρ¬θρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δη¬μόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαιώσεως για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν θίγεται ως προς άλλες απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοτελής ποινι¬κή προστασία( Αρ. Χαραλαμπάκης ο.π.).
ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΑΣ.