44t5t5457755t45t44

Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη στην Γενική Συνέλευση της 14ης Δεκ. 2019

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι μας, Φίλοι και συνάδελφοι,

Με ενισχυμένο το αίσθημα της μεταξύ μας ενότητας και σφυρηλατημένο σε δύσκολες εποχές για τη Δικαιοσύνη ανταμώνουμε άλλη μια φορά στην ετήσια Γενική μας Συνέλευση, με την ισχυρή θέληση να χαράξουμε μία νέα πορεία βασισμένοι πάνω στην εμπειρία που αποκτήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Μπορώ να πω πια με βεβαιότητα και με ιδιαίτερη ικανοποίηση, ότι στο διάστημα των τελευταίων ετών εμπεδώθηκε σε σταθερές βάσεις ένα αίσθημα εμπιστοσύνης των συναδέλφων στην Ένωση, έχουμε τη δυνατότητα να ανοίγουμε σε δημόσιο διάλογο όλα τα θέματα που μας αφορούν, να τα συζητούμε φανερά και απροκατάληπτα και να αποφασίζουμε με δημοκρατικές διαδικασίες. Στον πυρήνα της κριτικής μας βρίσκονται πάντα οι κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν και την ευθύνη της λειτουργίας του Κράτους. Χρέος μας είναι να εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις καθυστερήσεις, τα λάθη, να ασκούμε κριτική, να διεκδικούμε.
Να διεκδικούμε όχι με μια λογική συντεχνίας, που ενδιαφέρεται να προασπίσει και να περιφρουρήσει τα δικά της συμφέροντα αδιαφορώντας για τα κοινωνικά προβλήματα, για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βαθιά εγωιστικό σύνθημα Apres moi le deluge (μετά από μένα ο κατακλυσμός), που ενσαρκώνει το σύγχρονο ιδανικό της διάλυσης οποιασδήποτε κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης και αναβιβάζει το ατομικό και συντεχνιακό συμφέρον ως μοναδικό παράγοντα κινητοποίησης του ενδιαφέροντος, δεν μπορεί να προσφέρει στο δικαστικό σώμα την αναγκαία κοινωνική στήριξη ως θεσμού που ενεργεί στο όνομα του λαού αλλά στερείται άμεσης λαϊκής νομιμοποίησης. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έκανε μια πολύ σημαντική στροφή τα τελευταία χρόνια. Άλλαξε την οπτική που αντιμετωπίζει τις εξελίξεις, ξέφυγε από την περιχαράκωση στα στενά όρια των οικονομικών διεκδικήσεων για λογαριασμό των μελών της, διατυπώνει λόγο -όπως η επιστημονική και συνταγματική της αποστολή επιτάσσουν – για κάθε ρύθμιση που θίγει βασικά συνταγματικά δικαιώματα. Έτσι αποκτάται μια ευρύτερη αποδοχή, η αναγκαία εμπιστοσύνη της κοινωνίας και των πολιτικών κομμάτων στον ρόλο μας. Προσπαθούμε να περάσουμε από το στάδιο των αυθόρμητων οικονομικών διεκδικήσεων και της προβολής αποκλειστικά των οικονομικών αιτημάτων σε ένα πρώτο στάδιο συνειδητοποίησης της θέσης και του ρόλου των δικαστικών συστημάτων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια. Τολμώ να πω ότι η ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων από τις κυβερνήσεις είναι η πιο εύκολη και συμφέρουσα λύση γι’ αυτές, διότι με τον τρόπο αυτό ελπίζουν ότι θα πάψουμε να ασχολούμαστε με άλλα πολύ ουσιαστικά θέματα που αγγίζουν την λειτουργία του Κράτους, τις σχέσεις των τριών λειτουργιών και την κατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων.

(Ι) Στη βάση αυτή θα ξεκινήσω πρώτα με μία αντίληψη, που προσπαθεί να κερδίσει έδαφος σε πολλές κοινωνίες και απαιτεί την αξιοποίηση της Δικαιοσύνης ως μοχλού οικονομικής ανάπτυξης μιας Χώρας. Η ανάλυση του ζητήματος αυτού δεν είναι καθόλου θεωρητική ούτε δευτερεύουσα, αποκτά όμως τελευταία ιδιαίτερη σημασία, αφού έχει πολλές πρακτικές προεκτάσεις όπως θα εξηγήσω. Φαίνεται ότι είναι στις προθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης η δημιουργία ειδικών τμημάτων στα Δικαστήρια όπου θα εκδικάζονται ειδικού χαρακτήρα υποθέσεις (εμπορικών συμβάσεων, ανταγωνισμού) ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης και να εξαλειφθεί, κατά την αντίληψη αυτή, ένας από τους ανασταλτικούς παράγοντες για την προσέλκυση επενδυτών. Στην ίδια λογική κινήθηκε και το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση για το οποίο εδώ και καιρό έχουν ταχθεί θετικά τόσο ο Σ.Ε.Β. όσο και το Ε.Β.Ε.Α. Η θεωρία αυτή του συσχετισμού Δικαιοσύνης και Επενδύσεων καλλιεργείται και στην ΕΕ. Ο Γιούνκερ σε μια ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης το 2016, η οποία εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 σημείωσε ότι «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και υπερασπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα». Όμοια και η Επίτροπος Viviane Reding επισήμαινε ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας ως τόπου πραγματοποίησης επενδύσεων και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύεται από την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Την ίδια λογική υπηρετούν και διάφορα think tanks και διεθνείς οργανισμοί. Σε μελέτη του 2017 που εκπονήθηκε από το ευρωπαϊκό Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) καταγράφεται συσχέτιση μεταξύ της βελτίωσης της αποδοτικότητας των δικαστηρίων και του ποσοστού ανάπτυξης της οικονομίας καθώς και μεταξύ της αντίληψης που έχουν οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη επιχειρήσεων για την ανεξαρτησία του συστήματος της Δικαιοσύνης και της αύξησης της παραγωγικότητας. Κατά την μελέτη αυτή, όταν τα δικαστικά συστήματα εγγυώνται την εφαρμογή των δικαιωμάτων, οι πιστωτές είναι πιθανότερο να δανείζουν, οι εταιρείες αποθαρρύνονται από την υιοθέτηση καιροσκοπικής συμπεριφοράς, το κόστος των συναλλαγών μειώνεται και οι καινοτόμες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να πραγματοποιούν επενδύσεις. Ίδιες μελέτες με εξαγωγή όμοιων συμπερασμάτων έχουν γίνει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον ΟΟΣΑ, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και την Παγκόσμια Τράπεζα.
Το Σύνταγμα ως προϊόν ενός κοινωνικού συμβιβασμού ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής κατοχυρώνει τόσο τα ατομικά όσο και τα κοινωνικά δικαιώματα. Διασφαλίζει την επιχειρηματική ελευθερία και την ιδιοκτησία, προστατεύει όμως και το δικαίωμα στην εργασία, τις σσε και την απεργία. Στην επιδίωξη μιας ταξικής ουδετερότητας και στους συγκερασμούς αντίθετων συμφερόντων που στοχεύει ο θεμελιώδης νόμος του Κράτους, ο ρόλος της Δικαιοσύνης οφείλει επίσης να είναι αποστασιοποιημένος. Τα άρθρα 87 επ αναθέτουν στη Δικαστική Εξουσία την επίλυση διαφορών χωρίς καμία άλλη δέσμευση. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν μπορούν να έχουν το χαρακτήρα ούτε του λαγού, ούτε της ουράς στην άσκηση πολιτικής εξουσίας.
Στην αρχή της πρόσφατης οικονομικής κρίσης έγινε δριμεία κριτική στις αποφάσεις των Δικαστηρίων από τις κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Πορτογαλία, ότι δήθεν εμποδίζουν την εκτελεστική εξουσία στην χάραξη οικονομικής πολιτικής (θυμηθείτε την κριτική στην απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το χαράτσι της ΔΕΗ). Με λίγα λόγια μας προέτρεπαν –όχι πάντοτε με τον κόσμιο τρόπο που συνηθίζει η αστική ευγένεια- σε αυτοπεριορισμό και συμμόρφωση στην πολιτική που αποφασίστηκε. Οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας συνεπικουρούνται και από ορισμένους πανεπιστημιακούς οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να θεωρούν «δικαστικό ακτιβισμό» και «σφετερισμό της νομοθετικής και κυβερνητικής εξουσίας» τις δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν αιτήματα εργαζομένων με βάση την συνταγματική αρχή της ισότητας και οι οποίες τάχα εκτροχιάζουν την δημοσιονομική στρατηγική της Κυβέρνησης. Με τη γνωστή μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε» προκαλούν τα κοινωνικά αντανακλαστικά και στρέφουν τους ανέργους και τους εξαθλιωμένους απέναντι στους εργαζομένους που διεκδικούν τις νόμιμες αξιώσεις τους. Η σύγχρονη στρατηγική έχει πλέον πιο γενικό χαρακτήρα, πιο μακροπρόθεσμο και συγκαλυμμένο και γι’ αυτό περισσότερο επικίνδυνο: «Βοηθείστε στην προσέλκυση επενδύσεων. Είναι εθνικός στόχος. Ας φτιάξουμε το κατάλληλο κλίμα». Τι ζητούν οι επενδυτές; Ποια είναι τα μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν; Η μείωση των δικαστικών διακοπών, η διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των δικαστηρίων, η ακόμα μεγαλύτερη πίεση και εντατικοποίηση της εργασίας μας, η θέσπιση διαδικαστικών εμποδίων και οικονομικών αντικινήτρων για να προσφύγει ο πολίτης στη Δικαιοσύνη, η αφαίρεση ύλης από τον φυσικό δικαστή και η ανάθεση του έργου του στις εταιρίες διαμεσολάβησης, η αξιοποίηση των αρχών του σύγχρονου management στα δικαστήρια με ενίσχυση του ρόλου των δικαστών που ασκούν διοικητικά καθήκοντα και η αξιολόγηση των επιδόσεων των δικαστών συνοδευόμενη από κίνητρα επιβράβευσης της ταχύτητας και της αποδοτικότητας, με αντικίνητρα σε περίπτωση καθυστερήσεων. Ειδικότερα στην πρόταση θέσπισης οικονομικών αντικινήτρων για πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, όπως υλοποιήθηκε και με την πρόσφατη τροπολογία για επιβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κάνω την υπόμνηση, ότι εφόσον η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη είναι μεν κατ’ όνομα εξισωτική αλλά στην πράξη πολύ ακριβή, τα αποτελέσματα συχνά είναι μεροληπτικά υπέρ εκείνων που έχουν οικονομική δύναμη. Όλες αυτές οι προτάσεις έχουν υποστηριχθεί σε ομιλίες, σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, σε συνέδρια από πολιτικούς, από δικαστές, από καθηγητές πανεπιστημίου. Σύντομα θα τα δούμε να τίθενται και επίσημα στα διάφορα τραπέζια των συζητήσεων. Το κατάλληλο κλίμα έχει καλλιεργηθεί από την διανόηση και τα πάντα πρόθυμα ΜΜΕ είναι έτοιμα να παρέχουν τις ιδιοτελείς υπηρεσίες τους χωρίς να τηρούν πλέον ούτε τα προσχήματα αντικειμενικότητας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι δεν αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση πρωτόφαντη. Από τη δεκαετία του 1970 το Εθνικό Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ υποστήριζε ότι θα πρέπει να τεθεί επικεφαλής της εφόδου στους μείζονες θεσμούς-πανεπιστήμια, σχολεία, ΜΜΕ, Δικαστήρια- προκειμένου να αλλάξει ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων για τις εταιρίες, το δίκαιο, την κουλτούρα, το άτομο. Οι επιχειρήσεις δεν στερούνταν τους πόρους για μια τέτοια προσπάθεια, ιδίως εάν αυτοί οι πόροι συνενώνονται. Δικαστήρια – επιχειρήσεις λοιπόν με κριτήρια παραγωγής και απόδοσης, δικαστές στην υπηρεσία των αγορών και του επιχειρηματικού κέρδους. Δικαστές με άλλα λόγια μεροληπτικοί υπέρ των συμφερόντων του ενός εκ των κοινωνικών ανταγωνιστών. Πόσο σύμφωνη με το πνεύμα του Συντάγματος είναι άραγε μια τέτοια προοπτική;
Στον κοινωνικό ανταγωνισμό, που είναι πάντοτε παρών, τα συμφέροντα είναι αντίρροπα και πλήρως αντιτιθέμενα. Η διασφάλιση ελεύθερου πεδίου στις αγορές και στις επενδύσεις συνοδεύεται κάθε φορά από περιοριστικές ρυθμίσεις στα συνταγματικά κοινωνικά δικαιώματα. Θυμίζω τις αποκαλύψεις του οικονομικού συμβούλου της Θάτσερ, του Άλαν Μπαντ, ο οποίος είπε κάποτε ότι οι οικονομικές πολιτικές της δεκαετίας του 1980 στη Μ. Βρετανία μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημοσίων δαπανών ήταν το πρόσχημα για το τσάκισμα των εργατών. Πως μπορούν να επιβιώσουν οι αναλώσιμοι υπάλληλοι και εργάτες σ’ έναν κόσμο ευέλικτων αγορών εργασίας και βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, χρόνιας εργασιακής ανασφάλειας, ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας και εργασίας συχνά σε βαθμό πλήρους εξάντλησης, μέσα στα συντρίμμια των συλλογικών θεσμών που κάποτε τους έδιναν κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας και υποστήριξης; Η επιχειρηματική ανάπτυξη στηρίχθηκε διεθνώς σε έναν ανηλεή περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Σ’ αυτήν την σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος των ατόμων στην επιδίωξη κέρδους και άλλων αναπαλλοτρίωτων κοινωνικών δικαιωμάτων, η Δικαστική Λειτουργία οφείλει κατά την συμβιβαστική λογική του Συντάγματος να τηρεί ίσες αποστάσεις. Δεν μπορεί να εξυπηρετεί κανέναν συγκυριακό πολιτικό στόχο ούτε να στρατεύεται στα οικονομικά πλάνα της κάθε κυβέρνησης. Τέλος, να μην ξεχνούμε συνάδελφοι την ιδιόμορφη θέση μας στην κοινωνία. Αφενός την συνταγματική αποστολή μας στην υπηρεσία του ενός εκ των τριών θεμελιωδών πυλώνων της Δημοκρατίας, αφετέρου την μισθολογική, φορολογική, ασφαλιστική, συνταξιοδοτική μας αντιμετώπιση με όρους ανάλογους –ορισμένες φορές και χειρότερους- με αυτούς που ισχύουν για όλους τους άλλους εργαζόμενους.

(ΙΙ) Το δεύτερο θέμα της σημερινής Ημερήσιας Διάταξης αφορά την ανάγκη κρατικής στήριξης και ενίσχυσης των δομών της Δικαιοσύνης. Είχα την ευκαιρία και σε προηγούμενη Γενική Συνέλευση να παραθέσω τις διαρκώς μειούμενες δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την Δικαιοσύνη. Από τα 914 εκ. το 2009 φτάσαμε σταδιακά στα 622 εκ. το 2017, ενώ πέρσι στον προϋπολογισμό του 2019 για το Υπουργείο Δικαιοσύνης προβλέπονταν 657 εκ. ευρώ. Φέτος ο Κρατικός Προϋπολογισμός για το Υπουργείο Δικαιοσύνης προβλέπει 532 εκ. ευρώ και εάν σ’ αυτά συνυπολογίσουμε και τα 120 εκ. ευρώ που πηγαίνουν στην Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, πάλι παρατηρούμε ότι βρισκόμαστε στα περσινά επίπεδα. Και τούτο ενώ τα προβλήματα από την υποχρηματοδότηση στη Δικαιοσύνη όλη την προηγούμενη δεκαετία έχουν γίνει ήδη ορατά και είναι πλέον οξυμένα. Η κύρια πηγή χρηματοδότησης των Δικαστικών Κτιρίων είναι το ΤΑΧΔΙΚ. Σχεδόν όλες οι δαπάνες για την συντήρησή τους, την αναλώσιμη ύλη, την θέρμανση προέρχονται όχι από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αλλά από το συγκεκριμένο Ταμείο. Μετά την μεταφορά της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ψηφίστηκε τροπολογία που προβλέπει τη μείωση του ποσοστού που αποδίδει το Δημόσιο στο ΤΑΧΔΙΚ από 30% σε 10%. Υπάρχουν δικαστήρια και εισαγγελίες που λόγω της έλλειψης κρατικής χρηματοδότησης προσφεύγουν στο Ταμείο της Ένωσής μας για να καλύψουν άμεσες και επιτακτικές ανάγκες τους. Υπάρχουν δικαστήρια και εισαγγελίες που λόγω έλλειψης πετρελαίου τους χειμερινούς μήνες δεν έχουν θέρμανση και υποχρεώνονται να διεξάγουν δίκες σε παγωμένες αίθουσες. Βλέπετε εδώ στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, όπου διεξάγονται και δίκες αλλά γίνονται και εκδηλώσεις, ότι τα 2/3 των λαμπτήρων είναι εκτός λειτουργίας εδώ και χρόνια και δεν αντικαθίστανται γιατί χρειάζεται κονδύλιο να στηθούν σκαλωσιές και να τους αντικαταστήσουν. Θεωρώ ότι πριν ασχοληθεί το Υπουργείο με τις τηλεδιασκέψεις και την διείσδυση νέων τεχνολογιών στη Δικαιοσύνη –χωρίς βέβαια να υποτιμούμε την σπουδαιότητά τους στη σύγχρονη εποχή- θα πρέπει να αυξηθούν οι πόροι για να λυθούν τα χρόνια προβλήματα συντήρησης των Δικαστικών Μεγάρων. Διάβασα σε ομιλία σας κ. Υπουργέ, ότι στους σχεδιασμούς της Κυβέρνησης είναι η δημιουργία αξιόπιστων υποδομών σε όλες τις Εφετειακές Περιφέρειες της Χώρας και ότι στο τραπέζι δεν βρίσκονται μόνο οι πεπερασμένοι πόροι του ΤΑΧΔΙΚ, αλλά επενδύετε ταυτόχρονα σε «νέα εναλλακτικά εργαλεία όπως οι συμπράξεις Δημοσίου με τον Ιδιωτικό Τομέα που θα εξασφαλίσουν χωρίς δημοσιονομικό κόστος άρτιες υποδομές για τους πολίτες και τους δικαστικούς λειτουργούς». Θα θέλαμε ειλικρινά να μας εξηγήσετε σε ποιους τομείς των υποδομών της Δικαιοσύνης θα συμπράττει ο ιδιωτικός τομέας και ποια είναι τα ανταλλάγματα που θα λαμβάνει. Είναι σύμπτωση και τυχαίο γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ξεκίνησε συζήτηση και για την μετατροπή των δημοσίων νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ με συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα; Μήπως υπάρχουν ανάλογες σκέψεις και για την Δικαιοσύνη; Αναφερθήκατε επίσης κ. Υπουργέ σε έναν χωροταξικό ανασχεδιασμό των Δικαστηρίων, σε έναν «Δικαστικό Καλλικράτη». Πρόκειται για μία ανακατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών σε Δικαστήρια και Εισαγγελίες με βάση ενδεχομένως στατιστικά στοιχεία για τις κατά κεφαλήν χρεώσεις ή μήπως σχεδιάζεται η συγχώνευση Δικαστηρίων και Εισαγγελιών σε ευρύτερες Περιφέρειες και άρα η κατάργηση ορισμένων υφιστάμενων Δικαστηρίων; Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν και βάσιμος λόγος για να μην προχωρήσουν οι αναγκαίες προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι στενάζουν κυριολεκτικά κάτω από εξοντωτικές συνθήκες εργασίας; Θεωρώ ότι η όποια αλλαγή στον χωροταξικό σχεδιασμό των Δικαστηρίων δεν σχετίζεται με τις ανάγκες σε αύξηση του αριθμού των δικαστικών υπαλλήλων. Οι ανάγκες αυτές συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τον ρυθμό αύξησης των υποθέσεων που εισάγονται σε Δικαστήρια και Εισαγγελίες.
Από την 1η Ιανουαρίου 2019 έπαψε να ισχύει το νομοθετικό «πάγωμα» των μισθολογικών ωριμάνσεων και των χρονοεπιδομάτων και συνεπώς το Δημόσιο θα έπρεπε να έχει τους μηχανισμούς ώστε αυτόματα να ενσωματώνονται τα επιδόματα στους μισθούς των δικαστικών λειτουργών. Έχει περάσει ήδη ένα έτος και οι περισσότεροι συνάδελφοι εξακολουθούν να λαμβάνουν μισθό χωρίς επιδόματα με την δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν υπάλληλοι στο Υπουργείο που θα ασχοληθούν με τον υπολογισμό των ατομικών πράξεων. Φαντάζει πράγματι αντιφατικό από τη μια μεριά να μιλάμε για υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα και από την άλλη να επικαλείστε την έλλειψη δημοσίων υπαλλήλων ώστε να συμμορφωθείτε στις νομικές υποχρεώσεις σας. Το θέμα σας το θέσαμε κ. Υπουργέ ήδη από τον Ιούλιο και κατόπιν σε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις μου και προς τον κ. Υφυπουργό. Προσφέρθηκαν τα Δικαστήρια να θέσουν στην διάθεση του Υπουργείου υπαλλήλους ώστε να συντομεύσουν οι διαδικασίες. Θεωρώ απαράδεκτο να υπάρχει τέτοια κωλυσιεργία και να μην συμμορφώνεται η Διοίκηση όχι μόνο στην υποχρέωσή της να σεβαστεί την αμετάκλητη απόφαση 209/2018 του Ειδικού Δικαστηρίου για επιστροφή των αντισυνταγματικά μη καταβληθέντων επιδομάτων της περιόδου 2017-2018, αλλά και για την καταβολή των επιδομάτων από τις αρχές του τρέχοντος έτους.
Με την ψήφιση και εφαρμογή των νέων Ποινικών Κωδίκων αναδείχθηκε το ζωτικής σημασίας αίτημα της Ένωσης για αύξηση των οργανικών θέσεων Δικαστών και Εισαγγελέων. Μετά από πολλά υπομνήματα που υποβάλλαμε στην προηγούμενη Κυβέρνηση, τελικά με την ΠΝΠ του Ιουνίου του 2019, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 106/2019, προβλέφθηκαν 85 νέες οργανικές θέσεις δικαστών και εισαγγελέων. Θεωρήσαμε σημαντική επιτυχία την πρόβλεψη αυτών των θέσεων καθώς θα αποφόρτιζαν από την συσσωρευμένη ύλη ιδίως στα ποινικά ακροατήρια. Η ΠΝΠ δεν επικυρώθηκε από τη νέα Βουλή, στη συνάντηση ωστόσο που είχε το ΔΣ της Ένωσής μας με σας κ. Υπουργέ στα τέλη Ιουλίου, δεσμευτήκατε να μας απαντήσετε σύντομα. Στις 30 Οκτωβρίου επανυποβάλαμε το αίτημα στο Υπουργείο και προβήκαμε σε μια αναλυτική παράθεση των θέσεων που απαιτούνται ανά βαθμό δικαιοδοσίας λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες Δικαστηρίων και Εισαγγελιών. Μέχρι σήμερα το αίτημά μας δεν ικανοποιήθηκε, κρατάμε όμως την υπόσχεση που δώσατε στη Βουλή πριν λίγες εβδομάδες για μια μεγάλη αύξηση οργανικών θέσεων. Δεν σας κρύβω ωστόσο την μεγάλη δυσαρέσκεια του Δικαστικού Σώματος από την επιμονή σας να προβείτε σε μια μεγάλη ανακατανομή των θέσεων Προέδρων Εφετών και Εφετών, χωρίς προηγούμενα να ενημερώσετε και να διαβουλευτείτε με τις Ενώσεις. Καταθέσατε μια τροπολογία την παραμονή της ψήφισής της στη Βουλή και μέσα σε μία ημέρα διαβάσατε την σφοδρή εναντίωση που έφερε η πλειοψηφία των 8 μελών του ΔΣ της Ένωσής μας. Ποιος ήταν ο εξαιρετικά σπουδαίος λόγος κ. Υπουργέ, για τον οποίο δεν μπορούσατε να περιμένετε και να διαβουλευτείτε μαζί μας; Αυτός ο σπουδαίος λόγος ανέκυψε ξαφνικά στις 26 Νοεμβρίου και έπρεπε να επιλυθεί στις 28 Νοεμβρίου; Άκουσα ότι επικαλεστήκατε δημόσια ότι τάχα η Ένωσή μας στη συνάντηση που είχαμε στις 30 Ιουλίου σας το ζήτησε. Δεν είναι ακριβές αυτό που είπατε κύριε Υπουργέ. Η Ένωσή μας –και αυτό είναι αποτυπωμένο στο δελτίο τύπου που εκδώσαμε την επομένη ημέρα- σας ζήτησε κατ’ αρχήν αύξηση οργανικών θέσεων όλων των βαθμών δικαιοδοσίας και ειδικότερα για τις θέσεις των Προέδρων Εφετών να εξετάσετε τη δυνατότητα αύξησης μέχρι τον αριθμό των προεδρευόντων Εφετών στα τρία μεγαλύτερα Εφετεία. Δεν σας ζητήσαμε ποτέ κατάργηση θέσεων Εφετών, δεν σας ζητήσαμε ποτέ ανακατανομή των θέσεων. Αυτό το έκανε πρόσφατα η Ένωση Εισαγγελέων, η οποία ενώ πριν 2 εβδομάδες εξέδιδε Δελτίο Τύπου διαμαρτυρόμενη για την επίμαχη τροπολογία, σήμερα διεκδικεί ανακατανομή θέσεων για τους Εισαγγελείς Εφετών. Θεωρώ ότι με τέτοιες αντιφατικές δηλώσεις και χωρίς κανέναν υπολογισμό των συνεπειών μιας πρότασης, δημιουργείται σύγχυση στους συναδέλφους και προσφέρονται κακές υπηρεσίες στο Σώμα. Μας κάνει επίσης εντύπωση κ. Υπουργέ, ότι ενώ στη συνάντηση που είχαμε προβάλαμε 9 συνολικά αιτήματα, εσείς δεν ικανοποιήσατε κανένα από αυτά, αλλά σπεύσατε να ρυθμίσετε ένα ζήτημα που θα προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στη λειτουργία των Εφετείων, ιδιαίτερα από το επόμενο δικαστικό έτος και θα επηρεάσει αρνητικά την υπηρεσιακή και οικογενειακή ζωή εκατοντάδων δικαστών. Τα μεγάλα Εφετεία της Χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς) έχουν ήδη διατυπώσει εγγράφως την αρνητική στάση τους στην τροπολογία επισημαίνοντας αναλυτικά τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στη Δικαιοσύνη, ενώ η Ένωσή μας κατέθεσε αίτημα στον κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου για σύγκληση της διοικητικής Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκφράζοντας τον προβληματισμό της για την συνταγματικότητα της ρύθμισης. Θεωρώ ότι η κατάργηση ή η αναστολή του άρθρου 38 ν. 4640/2019 μέχρι να γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, θα είναι πράξη πολιτικής γενναιότητας μετά τις καθολικές αντιδράσεις του Δικαστικού Σώματος.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί είναι η πρόσφατη ομιλία του Υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης, του κ. Πιερακάκη, στην Ημερίδα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης στις δικαστικές υποθέσεις. Να μπορούν δηλ. οι αλγόριθμοι, διαβάζοντας τα δικόγραφα, να κάνουν έναν πρώτο έλεγχο σε σχέση με το ποια πρέπει να είναι η έκβαση μιας υπόθεσης. Το ρίσκο όπως παραδέχθηκε ο κ. Υπουργός είναι να υπάρχει αδιαφάνεια στους αλγορίθμους. Όσο θα πηγαίνουμε προς αυτήν την κατεύθυνση, συνέχισε, πρέπει η στρατηγική και τα τεχνολογικά σχήματα που θα χρησιμοποιούνται να τίθενται τα ίδια σε δημόσιο έλεγχο και οι αλγόριθμοι σε δημόσιο διάλογο μεταξύ των ειδικών. Δεν γνωρίζω κ. Υπουργέ ποιες ακριβώς είναι οι σκέψεις της Κυβέρνησης πάνω στο ζήτημα αυτό, ξέρω όμως τον προβληματισμό που επικρατεί στη Γαλλία και την νομοθετική απαγόρευση από τις αρχές αυτού του έτους της αλγοριθμικής ανάλυσης δικαστικών αποφάσεων. Οι τεχνολογίες αυτές εμπίπτουν στην κατηγορία της συμπεριφορικής ανάλυσης και φιλοδοξούν να καταστήσουν δυνατή την πρόβλεψη μελλοντικών δικαιοδοτικών κρίσεων μέσω του σχηματισμού profile για κάθε δικαστή, ώστε να μπορούν οι δικηγόροι να καταστρώνουν την στρατηγική τους και οι επιχειρήσεις να εκτιμήσουν την έκβαση των υποθέσεών τους. Και αν το σενάριο αυτό φαντάζει μακρινό και αποκρουστικό, κκ. συνάδελφοι, αν οδηγούμαστε σύντομα σε μια εποχή υποκατάστασης του δικαστή από τους αλγόριθμους, σε μια εποχή πλήρους αδιαφάνειας, να γνωρίζετε ότι στις ΗΠΑ η εφαρμογή τέτοιων τεχνικών συμπεριφορικής ανάλυσης θεωρείται αποδεκτή εξέλιξη της τεχνολογικής προόδου και δεν απαγορεύεται.
Οι σχέσεις των δικαστικών λειτουργών με τους δικηγόρους δεν ήταν πάντα ανέφελες, διατηρούσαν ωστόσο ένα επίπεδο πολιτισμού και ευπρέπειας. Ο ΔΣΑ είχε την τύχη να έχει στην ηγεσία του Προέδρους, που με το βάρος της προσωπικότητάς τους λάμπρυναν τον μεγαλύτερο επιστημονικό σύλλογο της Χώρας. Δεν μπορώ δυστυχώς να πω το ίδιο και για την σημερινή του ηγεσία, η οποία διαπνέεται από ένα τυφλό αντιδικαστικό μένος. Τη θέση των νομικών επιχειρημάτων έλαβαν οι προσωπικές ύβρεις, ο λαϊκισμός και η ψεύτικη υπεράσπιση των δικαιωμάτων των δικηγόρων. Τέτοια συμπεριφορά έχει γίνει πλέον κανόνας από τον Πρόεδρο του ΔΣΑ και δεν είναι μόνο η πρόσφατη κατηγορία που εξαπέλυσε εναντίον του Δικαστικού Σώματος, ότι τάχα συμμετείχε αντισυνταγματικά στις αρχαιρεσίες των Σωματείων από το 2001 και μετέπειτα αλλά και η προκλητική άποψή του ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν δικαιούνται να συμμετέχουν στο μέλλον στις διαδικασίες αυτές επειδή παρατηρείται καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων. Στις αιρετικές αυτές απόψεις του δεν έχει δυστυχώς γι’ αυτόν σύμμαχο ούτε το Σύνταγμα, ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας το οποίο επικαλείται, ούτε και τους ίδιους τους εργαζόμενους οι οποίοι επέλεξαν κατά κακή τους τύχη να διατυπώσουν την άποψη ότι η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών αποτελεί γι’ αυτούς ύψιστη διασφάλιση του κύρους και του αδιάβλητου των αρχαιρεσιών. Η μη πρόσκληση του Προέδρου του ΔΣΑ στην φετινή Γενική μας Συνέλευση αποτελεί μια ένδειξη διαμαρτυρίας του Δικαστικού Σώματος στον τρόπο που επέλεξε προσωπικά ο ίδιος να πορευτεί.

(ΙΙΙ) Το ζήτημα της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι κομβικής σημασίας για τη λειτουργία του Πολιτεύματος και για το λόγο αυτό επιμένουμε συχνά να το αναδεικνύουμε ως κυρίαρχο. Πριν δύο χρόνια διοργανώσαμε ειδική Διεθνή Ημερίδα με την παρουσία και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι ανησυχίες της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών για την θέση των δικαστικών συστημάτων παγκοσμίως φαίνεται ότι εντείνονται. Στη Γενική Συνέλευση της Ένωσής μας τον Δεκέμβριο του 2017 αναφέρθηκα στα συμπεράσματα και στους προβληματισμούς της 60ης Συνέλευσης της Διεθνούς Ένωσης ιδιαίτερα για χώρες που άρχιζαν τότε να εμφανίζουν κάποια ανησυχητικά σημάδια, όπως η Τουρκία, η Πολωνία, η Βουλγαρία. Ο κατάλογος των χωρών αυτών διευρύνεται και ανάλογης μορφής ζητήματα τίθενται πλέον και σε άλλα Κράτη, όπως στην Ουγγαρία και στη Ρουμανία. Σήμερα θα έχουμε την τιμή και την χαρά να ακούσουμε από τον Πολωνό συνάδελφο, Bogdan Jedrys, την κατάσταση της Δικαιοσύνης στην χώρα του, καθώς εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο του Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Είναι η προβολή ενός δυστοπικού μέλλοντος πλήρους υποταγής της δικαστικής λειτουργίας στην αδηφάγο εκτελεστική. Η σημασία της παρέμβασης του συναδέλφου είναι πρόδηλη. Δεν έχει μόνο χαρακτήρα ενημέρωσης για τον τρόπο που μία ευρωπαϊκή Κυβέρνηση προσπαθεί επίμονα να χειραγωγήσει και να καθυποτάξει τη Δικαιοσύνη. Προσφέρεται για σοβαρό προβληματισμό και συζήτηση, αποτελεί αφορμή για εντονότερη επαγρύπνηση. Μία Δικαστική Ένωση σε μία μικρή Χώρα μπορεί να έχει επιτυχία μόνο εφόσον αξιοποιεί την πείρα άλλων Χωρών. Και για μια τέτοια αξιοποίηση δεν αρκεί η απλή γνώση της πείρας αυτής. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορούμε να βλέπουμε την πείρα αυτή κριτικά και να την επαληθεύουμε με αυτοτέλεια.
Στη Χώρα μας η πολιτική εξουσία έχει έναν ιδιόμορφο τρόπο να αντιλαμβάνεται την δικαστική ανεξαρτησία. Σε επίπεδο διακηρύξεων και κανονιστικού πλαισίου υπάρχει ένα ισχυρό πλέγμα εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής μας ανεξαρτησίας. Θα μπορούσε βεβαίως το πλέγμα αυτό να ενισχυθεί εάν τα πολιτικά κόμματα εξουσίας υιοθετούσαν τις προτάσεις της περσινής μας Γενικής Συνέλευσης με αφορμή την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Το ουσιωδέστερο ωστόσο πρόβλημα είναι το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις διακηρύξεις και στην πράξη. Τα προηγούμενα χρόνια η Ένωση ασχολήθηκε κατά κόρον με τις δηλώσεις του αναπληρωτή Υπουργού Υγείας του κ. Πολάκη και τις κατήγγειλε τόσο με Δελτία Τύπου όσο και με αναφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών. Τον περασμένο μήνα είχαμε την υπόθεση του βουλευτή κ. Σαλμά, η οποία είναι χαρακτηριστική και θα την χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα όχι μόνο για το πώς αντιλαμβάνεται ένας πολιτικός την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αλλά πως αντιμετωπίζεται η συμπεριφορά του από τμήματα του ιδεολογικού μηχανισμού του Κράτους, των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, όπως τα πολιτικά κόμματα, οι δικαστικές ενώσεις και τα μέσα ενημέρωσης. Μετά την καταγγελία στην οποία είχε θεσμικό καθήκον να προβεί η Ένωσή μας αφού πληροφορηθήκαμε την ενέργεια του βουλευτή να κάνει τηλεφωνική παρέμβαση σε δικαστή που δίκαζε την υπόθεσή του, ο πρώτος όχι μόνο δεν αναγνώρισε το λάθος του αλλά δικαιολόγησε με κυνικότητα την πράξη του εκφράζοντας και την αγανάκτησή του για τον διασυρμό που υπέστη, διότι θεώρησε ότι είναι νόμιμο δικαίωμά του να ζητάει επίσπευση της υπόθεσής του. Είναι κοινός τόπος βεβαίως ότι παρέμβαση σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση δεν μπορεί να γίνει όχι μόνο στην ουσιαστική κρίση του δικάζοντος αλλά ούτε και σε παρεμπίπτουσα. Μέλος της νομοθετικής λειτουργίας επομένως φαίνεται να μην κατανοεί το απαράδεκτο της πράξης του. Και η Κυβέρνηση όμως αντί να κάνει κάποιο σχόλιο υποστηρικτικό της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, όπως όλοι αναμέναμε, καλύπτει τον βουλευτή με την σιωπή της. Η Ένωση Εισαγγελέων από την άλλη μεριά προβαίνει σε μια ακατανόητη ανακοίνωση την επομένη ημέρα της δικής μας και διαστρεβλώνοντας πλήρως τα γεγονότα αναφέρεται σε «δήθεν παρέμβαση», σε δικαίωμα του πολίτη να ενημερώνεται για την πορεία της υπόθεσής του και σε κόσμια τηλεφωνική επικοινωνία του βουλευτή, ενώ ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν τηλεφώνησε απλά για να ενημερωθεί για το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση αλλά για να ζητήσει επίσπευση. Δικαιολογεί συνεπώς η Ένωση Εισαγγελέων απόλυτα την ενέργεια του βουλευτή και νομιμοποιεί κάθε μελλοντική παρέμβαση διαδίκου σε εκκρεμή υπόθεση αρκεί να γίνεται με κόσμιο τρόπο. Τα Μέσα Ενημέρωσης, συνεπή στο έργο που ανέλαβαν, προέβαλαν περισσότερο την δικαιολογία του βουλευτή παρά την ίδια την καταγγελία έχοντας σαφή στόχευση να καταπραϋνθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, να εμφανιστεί ο βουλευτής ως θύμα της καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης και τελικά η Ένωσή μας ως υπερβολική στις αντιδράσεις της.
Η υπόθεση του βουλευτή κ. Σαλμά είναι εξόχως διδακτική και μας βοηθάει να αυξήσουμε την εμπειρία μας πάνω σε ένα ζήτημα που πολλές φορές προσεγγίζουμε θεωρητικά αλλά δυσκολευόμαστε να το αντιμετωπίσουμε στην ουσία του. Αντιλαμβανόμαστε ότι η έννοια της «δικαστικής ανεξαρτησίας» είναι μια έννοια ρευστή και νοηματοδοτείται από τα συμφέροντα και τη θέση την οποία κάποιος κατέχει στο πολιτικό ή οικονομικό σύστημα. Λόγω του εμβληματικού χαρακτήρα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της αίγλης με την οποία περιβάλλεται από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, οι πολιτικοί δεν χάνουν την ευκαιρία να την επικαλούνται για να προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος στις πράξεις τους οι οποίες περνούν μέσα από το φίλτρο νομιμοποίησης της δικαστικής κρίσης. Συμπληρωματικά με την αρχή της ισότητας και της μη διάκρισης των πολιτών ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας θωρακίζει τους πολιτικούς από την ανεπιθύμητη κριτική της ιδιαίτερης ευνοϊκής μεταχείρισης. Από τη στιγμή όμως που η αφηρημένη «δικαστική ανεξαρτησία» μετουσιώνεται σε πράξη αμφισβήτησης κυβερνητικών επιλογών ή ειδικών προσωπικών προνομίων, τότε όλο το πολιτικό- οικονομικό- μιντιακό σύστημα αφρίζει από ιερή αγανάκτηση. Ο καταγγέλων δικαστής γίνεται απολογούμενος διότι δεν ενέδωσε στα απροκάλυπτα ή συγκαλυμμένα, στα κόσμια ή άκομψα κελεύσματα όλων όσων επικαλούνται με υποκρισία την ανεξαρτησία μας.

Συνάδελφε δικαστή και εισαγγελέα, στον δρόμο της προσωπικής σου αξιοπρέπειας δεν βαδίζεις μόνος. Η Ένωσή μας κι’ εγώ προσωπικά αυτό το μήνυμα θέλουμε να σου στείλουμε. Θα στεκόμαστε πλάϊ σου κάθε φορά που με παρρησία και σθένος εκτελείς τα καθήκοντά σου κόντρα στις αντιξοότητες και στα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά σου. Κόντρα σε όλους όσους θέλουν να σε πείσουν ότι είναι συνετό να προσπερνάς με αδιαφορία τις κάθε είδους αθέμιτες παρεμβάσεις, ότι πρέπει να επικεντρώνεσαι μόνο στα επαγγελματικά σου καθήκοντα και να θεωρείς ασήμαντες τις κοινές υποθέσεις, ότι πρέπει να μάθεις να συμβιβάζεσαι με την πραγματικότητα της αδιαφάνειας, της επιδίωξης ατομικού οφέλους, των υπόγειων διαδρομών. Η δικαστική ανεξαρτησία έχει περιεχόμενο μόνο όσο εσύ αισθάνεσαι απρόσβλητος από επιρροές, όσο δεν θα τολμά κανείς να παρεμβαίνει στο έργο σου, όσο θα μπορείς να κάνεις με ελεύθερη σκέψη σκληρή κριτική σε κάθε τι στρεβλό που παρατηρείς στον χώρο μας, σε κάθε τι που σε πληγώνει και σε προσβάλει σαν ελεύθερο και υπεύθυνο άτομο. Έτσι έχεις υποχρέωση συνάδελφε να περιφρουρήσεις το κύρος της δικαστικής έδρας που έχεις την τιμή να κατέχεις, και η οποία –παραφράζοντας τον Αριστόβουλο Μάνεση- είναι φυσικό εφόσον βρίσκεται στο ύψος της, να δέρνεται από τις πολιτικές καταιγίδες.