44t5t5457755t45t44

Παρατηρήσεις στο σχέδιο νόμου του ΠΚ και του ΚΠΔ, X. Μαυρίδη, Εφέτη και Σ. Γκαρά – Δημουλέα, Ειρηνοδίκη

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ  Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΔΕ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΑΥΡΙΔΗ – ΕΦΕΤΗ ΚΑΙ
ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΓΚΑΡΑ – ΔΗΜΟΥΛΕΑ – ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Με το νέο υπό ψήφιση Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα επέρχονται, κατά κύριο λόγο, οι κατωτέρω αλλαγές:
-Οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται, πλέον, μόνο σε κακουργήματα και πλημμελήματα και καταργούνται τα πταίσματα. Οι προβλεπόμενες δε με βάση το Σχέδιο κύριες ποινές είναι: α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας, ενώ στερητικές της ελευθερίας ποινές είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Καταργούνται, δηλαδή, η κράτηση και το πρόστιμο, ως συνέπεια της κατάργησης των πταισμάτων, όπως και ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα.
-Το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης μειώνεται από 20 χρόνια σε 15 και το ανώτατο χρονικό όριο εκτιτέας ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, από 25 σε 20 χρόνια. Ταυτόχρονα, λαμβάνει χώρα μια εντυπωσιακή αποκλιμάκωση των προβλεπόμενων ποινών σε πολλά επί μέρους εγκλήματα, ενώ σχετικοποιείται η ποινική προστασία της ανθρώπινης ζωής, αφού προβλέπεται, εναλλακτικά, με την ισόβια, και πρόσκαιρη κάθειρξη, τουλάχιστον 10 ετών.
-Όσον αφορά, στα βασικά οικονομικά εγκλήματα, καταργείται η διακεκριμένη κακουργηματική περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της πράξης, σε συνδυασμό με το ύψος του οφέλους ή της ζημίας άνω των 30.000 ευρώ και παραμένει ως μόνη κακουργηματική διακεκριμένη περίπτωση το χρηματικό όριο των 120.000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης. Πέραν δε τούτου, προβλέπεται, όταν τα αδικήματα αυτά τελούνται σε βάρος του Δημοσίου, να ισχύει ειδική εικοσαετής παραγραφή.
-Με παντελή έλλειψη δικαιολογίας, καταργείται η κακουργηματική μορφή της κατ’ επάγγελμα τέλεσης κλοπών.
-Αυξάνονται, αδικαιολόγητα, για κάποια από αυτά, τα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.
-Η έννοια της κατά συνήθεια τέλεσης, καταργείται, ως διακεκριμένη περίπτωση εγκλημάτων.
-Επίσης, καταργείται η δυνατότητα μετατροπής ποινών στερητικών της ελευθερίας σε χρήμα, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής ποινών μέχρι 3 ετών κατ’ άρθρο 99, όπως και η έκτιση στην κατοικία π.χ. όταν πρόκειται για μητέρα με ανήλικο μέχρι οκτώ ετών ή ο καταδικασμένος υπερβαίνει το εβδομηκοστό έτος και η έκτιση του 1/10 και η μετατροπή του υπολοίπου σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
-Για πρώτη φορά, προβλέπεται η μερική αναστολή εκτέλεσης της ποινής, καθόσον σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση, η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, σε περίπτωση που κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση μέρους της ποινής – η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών – και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
-Καταργούνται αρκετά αδικήματα που κρίθηκαν αναχρονιστικά ή ότι δεν προστατεύουν κάποιο έννομο αγαθό.
-Καταργείται ο Νόμος 1608/1950, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε τον νόμο αυτό.
-Όλα τα κακουργήματα, που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους και για τα οποία σήμερα απειλείται ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη, καθίστανται πλημμελήματα.
-Ο τρόπος προσδιορισμού των χρηματικών ποινών, για τον υπολογισμό των οποίων, ως μονάδα μέτρησης ορίζεται η ημερήσια μονάδα, αλλάζει, ριζικά κατά το πρότυπο του ελβετικού Ποινικού Κώδικα. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες, αντίστοιχες, δηλαδή, με τη διάρκεια ενός έτους, της διάρκειας υπολογιζόμενης κάθε μήνα σε 30 ημέρες. Προβλέπεται, ειδικότερα, ότι κατά τον προσδιορισμό του αριθμού των ημερήσιων μονάδων, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του μόνο την βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη γι’ αυτήν, ενώ, στη συνέχεια, καθορίζει το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας, με βάση την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του δράστη. Με τον ορισμό του εύρους του ύψους της ημερήσιας μονάδας από 1 έως 100 ευρώ, μειώνεται δραστικά το μέγεθος της χρηματικής ποινής. Λαμβάνεται, επίσης, μέριμνα για τις περιπτώσεις που ο καταδικασμένος αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, όπως και για τις περιπτώσεις που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του δράστη μετά την επιμέτρηση της ποινής (άρθρο 80).
-Μεταβάλλεται η ποινική αντιμετώπιση του άμεσου συνεργού και προβλέπεται ότι στον συνεργό επιβάλλεται καταρχήν μειωμένη ποινή. Παρέχεται όμως στο δικαστήριο η δυνατότητα να επιβάλει πλήρη ποινή στον άμεσο συνεργό, όταν δηλαδή ο υπαίτιος προσφέρει τη συνδρομή του κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης και θέτει με αυτήν το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.
-Προβλέπεται η περαιτέρω μείωση της ήδη μειωμένης ποινής, στις περιπτώσεις που στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 85).
-Για πρώτη φορά προβλέπεται ελαφρυντική περίσταση, η οποία δεν ανάγεται στην προσωπικότητα ή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, αλλά αφορά αποκλειστική ευθύνη της πολιτείας, αφού ως ελαφρυντική περίσταση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
-Ακόμη, ως ανήλικοι θεωρούνται, πλέον, όσοι συμπλήρωσαν το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους, αντί του ισχύοντος ογδόου.
-Διευρύνεται η δυνατότητα επιβολής της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για ανηλίκους άνω των 15 ετών, ώστε να είναι εφικτή η επιβολή της για όλα τα σοβαρά εγκλήματα βίας, ακόμα και όταν δεν απειλούνται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
-Διευρύνεται το ηλικιακό όριο της μετεφηβικής ηλικίας ως το 25ο έτος.
-Δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεταβολές για την παραγραφή των εγκλημάτων ή των ποινών, ενώ, για τις εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής προβλέπεται ότι, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να διατάσσει, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο.

Όσον αφορά το Σχέδιο του Ποινικού Κώδικα, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1) Η διχοτόμηση των αξιόποινων πράξεων, με την κατάργηση όλων των πταισμάτων, δεν είναι ορθή (άρθρο 18), καθώς η άποψη αυτή ήταν διάχυτη, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και πραγματοποιήθηκε, κατά ένα μέρος, σε αξιόποινες πράξεις, κυρίως του ΚΟΚ, κατά το παρελθόν. Η διχοτόμηση των αξιόποινων πράξεων θα αποποινικοποιήσει, ορθώς μεν αδικήματα, στα οποία επιβάλλεται πρόστιμο και εν συνεχεία ασκείται δίωξη σε βαθμό πταίσματος (πχ παράβαση του άρθρου 12 του 489/1976, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν.2170/1993 – ανασφάλιστο όχημα), θα μετατρέψει, όμως, κακώς και άλλα αδικήματα ήσσονος σημασίας σε πλημμελήματα, με ταυτόχρονη αύξηση του χρόνου παραγραφής τους (πχ μη κακόβουλης βλασφημίας όλως ελαφράς σωματικής βλάβης άρθρο 308 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ, αυτοδικίας άρθρο 331ΠΚ κ.α), ενώ θα αποποινικοποιήσει αξιόποινες πράξεις, οι οποίες έχουν θεσμοθετηθεί χάριν δημοσίου συμφέροντος.
2) Εσφαλμένα ορίζεται ως χρονικό πλαίσιο της ποινής κάθειρξης, από 5 έως 15 έτη αντί του προϊσχύοντος 5 έως 20 έτη (άρθρ. 52 παρ. 2), καθώς δεν κρίνεται αναγκαία μια τέτοια ρύθμιση, με δεδομένο ότι προβλέπεται (στο νέο άρθρο 105 Β΄) η υφ΄ όρον απόλυση, με την έκτιση (και πλασματικά) των 3/5 της ποινής και πραγματικά (σε σωφρονιστικό κατάστημα) με την έκτιση (τουλάχιστον) των 2/5 αυτής (επομένως ανώτερο όριο έκτισης της ποινής 9 και 6 έτη αντίστοιχα). Δημιουργείται ζήτημα ως προς το σκοπό της ποινής (ειδική και γενική πρόληψη), ενώ παραμένει (και με τον νέο ΠΚ) μεγάλη η διαφορά μεταξύ του ύψους των προβλεπόμενων (και επιβαλλόμενων από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη) ποινών κάθειρξης και του χρόνου πραγματικής έκτισης τους.
 3) Η κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της ποινής σε χρήμα σε όλες τις περιπτώσεις πλημμελημάτων (άρθρ. 82), δεν είναι ορθή, αλλά θα έπρεπε να διατηρηθεί και να μετατρέπεται η ποινή στις περιπτώσεις που ζητείται. Η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας ως κύριας ποινής (νέο άρθρο 55), είναι ορθή ειδικότερα λόγω των οικονομικών συνθηκών της εποχής αλλά απαιτείται άμεση και σημαντική ενίσχυση των υποδομών εφαρμογής της και εποπτεία στην εκτέλεσή της.
4) Η κατάργηση του άρθρου 100 ΠΚ, ήτοι του δικαιώματος αναστολής σε ποινές ανώτερες των 3 ετών φυλάκισης, δεν είναι ορθή επιλογή του νομοθέτη καθώς θα οδηγούνται προς υποχρεωτική πραγματική έκτιση στα σωφρονιστικά καταστήματα δράστες πλημμελημάτων, χωρίς να δίνεται καμία διακριτική ευχέρεια στο δικαιοδοτικό όργανο.
5) Στο αδίκημα της προσβολής συμβόλων του Κράτους, το οποίο τυποποιείται στο νέο άρθρο 191Α, προστέθηκε η φράση «και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη», δημιουργώντας αντίφαση με την νομοτυπική μορφή του άρθρου 155, που αφορά την προσβολή συμβόλων άλλου κράτους, η οποία δεν περιέχει τέτοιο όρο. Έτσι, η απαίτηση να έχει εκτεθεί σε κίνδυνο η δημόσια τάξη, για το αξιόποινο του αδικήματος του άρθρου 191Α, δημιουργεί το παράδοξο, να είναι αποδεκτό και επιτρεπτό να εκδηλώσει κάποιος, Έλληνας ή αλλοδαπός, δημόσια το μίσος ή την περιφρόνησή του για τα εθνικά μας σύμβολα, αρκεί οι πράξεις του να μην εκθέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, ενώ, σε κάθε περίπτωση, και χωρίς προϋποθέσεις τιμωρείται όποιος με αντίστοιχες πράξεις απλά εκδηλώσει δημόσια το μίσος ή την περιφρόνησή του για τα εθνικά σύμβολα οποιουδήποτε άλλου κράτους. (βλ. άρθρο 155).
6) Στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, περιλαμβάνεται και η εγκληματική καθώς και η τρομοκρατική οργάνωση. Και ενώ οι τροποποιήσεις που επέρχονται στις νομοτυπικές μορφές, τόσο του άρθρου 187 όσο και του 187Α, συνιστούν, πράγματι, εξορθολογισμό των εγκλημάτων, οι μεταβολές στην ποινική αντιμετώπιση των διευθυνόντων τις οργανώσεις, χωρίς, μάλιστα, να υπάρχει κάποια αιτιολογία για την αναγκαιότητα ή, έστω, την σκοπιμότητα της ρύθμισης, δεν φαίνεται να εξυπηρετούν τους σκοπούς της πολιτικής κατά του εγκλήματος, αλλά ούτε και ανταποκρίνονται στην πολύ μεγαλύτερη απαξία, που έχουν οι συμπεριφορές αυτές. Στα άρθρα αυτά καταργείται η αυτοτελής αυστηρότερη ποινική κύρωση σε βάρος των διευθυνόντων τις οργανώσεις και, αντ΄ αυτού, προβλέπεται ότι η διεύθυνση εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης αποτελεί, απλώς, επιβαρυντική περίσταση. Η απαξία της εγκληματικής συμπεριφοράς του διευθύνοντος, δηλαδή του «αρχηγού» της οργάνωσης, του ανθρώπου που αποφασίζει, διατάζει και ελέγχει την συνολική εγκληματική δράση της οργάνωσης, αλλά και την εκτέλεση των επί μέρους εγκλημάτων και καρπούται τα προϊόντα της εγκληματικής δράσης, δεν είναι ίδια με αυτή του απλού μέλους και εκτελεστικού οργάνου και, σαφώς, δεν πρέπει η τιμωρία τους να εντάσσεται στο ίδιο εύρος ποινής. Το γεγονός δε ότι η διευθυντική δράση αποτελεί, σύμφωνα με το Σχέδιο, επιβαρυντική περίσταση, στα ίδια, όμως, πλαίσια ποινής, δεν ανταποκρίνεται στην διαφορά απαξίας της συμπεριφοράς και σίγουρα δεν εξυπηρετεί αντεγκληματικούς σκοπούς. Εκτιμούμε, συνεπώς, ότι η ισχύουσα διαφοροποίηση στην ποινική αντιμετώπιση των διευθυνόντων τις οργανώσεις, δεν πρέπει να καταργηθεί.
7) Διαπιστώνουμε, περαιτέρω, ότι στο άρθρο 216 καταργείται η διακεκριμένη περίπτωση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης πράξεων πλαστογραφίας, ενώ στα σχετικά με την υπηρεσία εγκλήματα, σημειώνουμε την κατάργηση των εγκλημάτων απιστίας, σχετικής με την υπηρεσία και υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, κάτι που δεν ήταν γνωστό στην συντακτική επιτροπή του σχεδίου του Κ.Π.Δ., όπου γίνεται ευθεία αναφορά στα εγκλήματα αυτά.
8) Στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ζωής και, συγκεκριμένα, στο γνωστό άρθρο 299, αξίζει να σημειωθεί ότι σχετικοποιείται η μέχρι τώρα απόλυτη προστασία του έννομου αγαθού της ανθρώπινης ζωής. Και ενώ είναι πλήρως και πάγια αποδεκτό ότι η ανθρώπινη ζωή δεν εκτιμάται ούτε αξιολογείται, ώστε η ζωή ενός ανθρώπου να έχει μεγαλύτερη αξία από τη ζωή κάποιου άλλου, και για αυτό η προστασία της είναι απόλυτη, αφού, για την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, προβλέπεται ανελαστικά η βαρύτερη τιμωρία, δηλαδή η ισόβια κάθειρξη, με το νέο Σχέδιο η προστασία αυτή σχετικοποιείται, αφού μαζί με την ισόβια κάθειρξη προβλέπεται ως εναλλακτική ποινή η πρόσκαιρη κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών. Η σχετικοποίηση δε της ανθρώπινης ζωής, συναντάται και σε άλλα άρθρα του Σχεδίου, όπως στην περίπτωση του άρθρου 239Α για τα βασανιστήρια.
9) Στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, πρέπει να σημειωθεί η ουσιαστική εξίσωση της προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης για τα εγκλήματα της απλής με πρόθεση και από αμέλεια σωματικής βλάβης, η οποία, μάλιστα, στην προνομιούχο μορφή της (εντελώς ελαφρά), τιμωρείται βαρύτερα, όταν τελείται από αμέλεια απ’ ότι όταν τελείται με πρόθεση, αφού στην περίπτωση αμέλειας επιβάλλεται παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή, ενώ όταν τελείται με πρόθεση, τιμωρείται μόνο με παροχή κοινωφελούς εργασίας. Επίσης, καταργείται η απρόκλητη σωματική βλάβη του άρθρου 308Α του ισχύοντος Κώδικα.
10) Το κεφάλαιο που παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αυτό των εγκλημάτων κατά περιουσιακών αγαθών, δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που εισάγονται επιφέρουν πρωτοφανείς αλλαγές στην ποινική αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. α) Η πρώτη σημαντική αλλαγή είναι η κατάργηση της διακεκριμένης περίπτωσης της κατ’ επάγγελμα τέλεσης των εγκλημάτων. Και η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής, ειδικά στα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών, είναι σημαντική, γιατί διαχρονικά, οι εγκληματίες που ευθέως προσβάλλουν τα αγαθά αυτά, δρουν «κατ’ επάγγελμα», δηλαδή βιοπορίζονται από τις προσβολές των αγαθών αυτών. Με άλλα λόγια, η επαγγελματική δράση των εγκληματιών αυτών, είναι μια διαχρονική πραγματικότητα, που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί στην αντεγκληματική πολιτική ενός κράτους, αφού συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τα έννομα αυτά αγαθά. Έτσι, μόνο ως «έντονα εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη» για την προστασία των άνω εννόμων αγαθών μπορεί να θεωρηθεί η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής προσβολής τους. Περαιτέρω, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την σημερινή κοινωνική και οικονομική ελληνική πραγματικότητα, αφού τα τελευταία χρόνια, λόγω των γνωστών αιτίων (οικονομική κρίση, αθρόα είσοδος παράτυπων μεταναστών και προσφύγων) τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών αυξήθηκαν δραματικά και η κατ’ επάγγελμα διάπραξή τους, είναι, πλέον, καθημερινότητα. Η αγνόηση αυτής της πραγματικότητας είναι λάθος και η κατάργηση της διακεκριμένης αυτής μορφής, με βάση την οποία σήμερα είναι κρατούμενοι οι επαγγελματίες του είδους, θα έχει σαν συνέπεια την άμεση αποφυλάκισή τους, με τραγικές, πιστεύουμε, συνέπειες στην ελληνική κοινωνία. β) Περαιτέρω, για πρώτη φορά, απαιτείται η ύπαρξη έγκλησης, για τη δίωξη του εγκλήματος της κλοπής και εστιάζουμε σ΄ αυτό το έγκλημα, γιατί με αυτό προσβάλλεται, βασικά, το αγαθό της ιδιοκτησίας. Είναι αυτονόητο ότι η κλοπή, σχεδόν πάντα, δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον ιδιοκτήτη, τον φορέα, δηλαδή, του έννομου αγαθού και δικαιούμενο σε έγκληση και, συνεπώς, ούτε όταν τελείται η πράξη, αλλά, συνήθως, ούτε και μετά από εύλογα σύντομο χρόνο, μετά την πράξη, δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, η απαιτούμενη έγκληση. Άμεση συνέπεια αυτού θα είναι η αδυναμία της Πολιτείας να προστατεύσει, δια των οργάνων της, άμεσα και αποτελεσματικά των ιδιοκτησία των βλαπτόμενων πολιτών, αφού οι διωκτικές αρχές, μη υπάρχουσας σχετικής έγκλησης, θα αδυνατούν να ενεργήσουν για τη σύλληψη του δράστη, ακόμη και αν το έγκλημα διαπράττεται ενώπιον των διωκτικών οργάνων. Παράδοξα, όπως σύλληψη ενός διαρρήκτη, κράτησή του στο αστυνομικό τμήμα και την άλλη μέρα ο παθών να δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη, ή όπως αδράνεια του αστυνομικού, ενώ παρουσία του λαμβάνει χώρα διάρρηξη καταστήματος ή αυτοκινήτου, προκαλώντας, μάλιστα, την έντονη διαμαρτυρία τρίτων περαστικών, θα είναι καθημερινό φαινόμενο. Και, βέβαια, γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι εάν ο παθών δεν είναι παρών κατά την τέλεση του εγκλήματος της σε βάρος του κλοπής, όπως κατά βάση συμβαίνει, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και αυτό για ένα έγκλημα, που μέχρι σήμερα, συνήθως διώκεται με την αυτόφωρη διαδικασία. Ακόμη, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, υπάρχει κίνδυνος να δώσουν την δυνατότητα, στον με (επιείκεια αντιμετωπιζόμενο) επαγγελματία δράστη, να ασκήσει πιέσεις στα θύματά του, ώστε να μην υποβάλουν έγκληση σε βάρος του. Το παράδοξο και εσφαλμένο της απαίτησης για ύπαρξη εγκλήσεως, προκειμένου να διωχθεί το έγκλημα της κλοπής, είναι περισσότερο από εμφανές και θα είναι ολέθριο λάθος αν αυτό θεσπιστεί. γ) Περαιτέρω, για πρώτη, επίσης, φορά, απαιτείται η ύπαρξη έγκλησης, για την δίωξη του εγκλήματος της η απιστίας, που στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και, μάλιστα, και στην κακουργηματική της μορφή. Η ρύθμιση αυτή δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογητική βάση και δεν γίνεται κατανοητή. δ) Αξιοσημείωτη είναι και η πλημμεληματοποίηση της κακουργηματικής τοκογλυφίας.
11) Τέλος, η κατάργηση του Ν.1608/50 είναι, κατά την άποψή μας, απολύτως εσφαλμένη, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος λειτουργεί αποτρεπτικά, με την αυστηρότητά του, έναντι των επίδοξων καταχραστών δημόσιου χρήματος. Όταν, παρά την ύπαρξή του, σημειώθηκαν τόσες περιπτώσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος, εύκολα γίνεται αντιληπτό πόσα κρούσματα θα έχουμε στο μέλλον με ποινές «χάδι», πέραν του ότι θα οδηγήσει αρκετούς καταχραστές που είτε έχουν ήδη παραπεμφθεί είτε εκτίουν ισόβιες ή πολυετείς ποινές κάθειρξης, εκτός των καταστημάτων κάθειρξης. Ο ισχυρισμός ότι ο νόμος αυτός ήταν αναχρονιστικός, δεν αποτελεί αιτιολογία για την κατάργηση ενός αποτελεσματικού όπλου στα χέρια της Ελληνικής Δικαιοσύνης, σε βάρος αυτών που με τις πράξεις τους έφεραν, κατά κύριο λόγο, τη χώρα μας στη χρεωκοπία και οδήγησαν πολλούς από τους συνανθρώπους μας στην αυτοχειρία.
Όσον αφορά το Σχέδιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
1) Κακώς έγινε απάλειψη από τα άρθρα 1 και 3 του σχεδίου του ΚΠοινΔ, του Πταισματοδικείου ως ποινικού Δικαστηρίου και ουσιαστικά καταργούνται τα 41 οργανωμένα ειδικά Πταισματοδικεία που λειτουργούν στη Χώρα με αντίστοιχες 109 οργανικές θέσεις Ειρηνοδικών (σύνολο οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών 916) που ασκούν καθήκοντα Πταισματοδίκη και προτείνουμε να μετατραπούν πλημμελήματα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου σε πταίσματα κυρίως παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Ο.Κ και παραβάσεις των διατάξεων Υγειονομικού Κανονισμού καθώς και όλων των Υγειονομικών Διατάξεων  αντί για την εισαγωγή του νέου θεσμού της έκδοσης ποινικής διαταγής χωρίς ακροαματική διαδικασία θεσμός που παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. (άρθρα 409 επ.). Στη συνέχεια, αδόκιμα στο νέο άρθρο 31 σχεδίου του ΚΠοινΔ αναγράφεται ο «Πταισματοδίκης» ως γενικός ανακριτικός υπάλληλος που θα διενεργεί προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση (άρθρο 243 σχεδίου του ΚΠοινΔ) στα σοβαρότερα κατά τεκμήριο εγκλήματα (κακουργήματα και πλημμελήματα) με σημαντικές εγγυήσεις για το πρόσωπο είτε αυτού που φέρεται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη, είτε αυτού που απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Σαφώς πρέπει να γίνει διάκριση του Ειρηνοδίκη – Πταισματοδίκη ως Δικαστικού Λειτουργού από του υπόλοιπους ανακριτικούς υπαλλήλους, διότι μόνο αυτοί κατά την άσκηση των ανακριτικών τους λειτουργιών αποτελούν τον εγγυητή στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιφέρουν την επιτάχυνση της ποινικής προδικασίας. Τονίζουμε ότι από το σύνολο των 109 οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών που υπηρετούν σε 41 ειδικά Πταισματοδικεία της Χώρας στα 35 ειδικά Πταισματοδικεία υπάρχουν 44 οργανικές θέσεις (δηλαδή υπηρετούν 1 ή 2 Πταισματοδίκες), ενώ οι υπόλοιπες 65 οργανικές θέσεις έχουν κατανεμηθεί στα 6 μεγαλύτερα ειδικά Πταισματοδικεία (Πταισματοδικείο Αθηνών 32, Θεσσαλονίκης 15, Πειραιά 8, Πατρών 4, Ηρακλείου 3, Λάρισας 3), δηλαδή μικρός αριθμός Πταισματοδικών που έχει επιφορτιστεί με τη διενέργεια προκαταρκτικών και προανακριτικών πράξεων, επεξεργάζεται μεγάλο αριθμό δικογραφιών με όγκο και πολυπλοκότητα για την οποία απαιτείται νομική κατάρτιση, εμπειρία, καθημερινή παρουσία καθώς σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είτε λόγω αντικειμένου της διαφοράς είτε λόγω κινδύνου παραγραφής ζητείται η περαίωση τους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (από 3 ημέρες έως 30 ημέρες). Προτείνουμε, λοιπόν, να μην γίνει κατάργηση όλων των πταισμάτων διότι προσβάλλονται ατομικά και προσωπικά έννομα αγαθά και η «απεγκληματοποίησή» τους με βάση δογματικές ευαισθησίες θα έχει δυσάρεστα αποτελέσματα και θα οδηγήσει σε αυθαιρεσίες με την  επιβολή υπέρογκων διοικητικών προστίμων, χωρίς δικαίωμα προγενέστερης ακρόασης και ουσιαστικά στερώντας από τον πολίτη την πρόσβαση του στη δικαιοσύνη (χρόνος και κόστος προσφυγής στη Διοικητική Δικαιοσύνη).
2) Η κατάργηση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, κατά το άρθρο 42 παρ 4, το οποίο είναι προαπαιτούμενο της υποβολής έγκλησης, με ποινή απαραδέκτου αυτής, είναι μη ορθή, διότι απέτρεπε σε μεγάλο βαθμό την υποβολή αβάσιμων εγκλήσεων και την προσφυγή δικομανών στην δικαιοσύνη.
3) Η κατάργηση, επί της ουσίας, του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων (άρθρο 110), στο οποίο εκδικάστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αποτελεσματικότητα, χιλιάδες υποθέσεις και συνετέλεσε τα μέγιστα στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης κάτι το οποίο το κατέστησε έναν πετυχημένο θεσμό, είναι απολύτως εσφαλμένη και θα οδηγήσει, με απόλυτη βεβαιότητα, στην καθυστέρηση απονομής της ποινικής  Δικαιοσύνης. Με τη νέα ρύθμιση όλα τα κακουργήματα, εκτός από αυτά που εκδικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, θα εκδικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ο αριθμός των δικασίμων του οποίου αναμένεται, τουλάχιστον, να διπλασιασθεί, όπως θα διπλασιασθούν και οι δικάσιμοι του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, με αντίστοιχη αύξηση των υπηρεσιών των Εφετών. Το ίδιο θα συμβεί και στον πρώτο βαθμό, με την αύξηση των δικασίμων του  Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, αφού τα περισσότερα πλημμελήματα θα εκδικάζονται από αυτό και στη συνέχεια, βέβαια, θα δικάζονται κατ΄ έφεση από τα Τριμελή Εφετεία Πλημμελημάτων. Ο αριθμός των υποθέσεων που εκδικάζονται σήμερα, ανά δικάσιμο, από τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων, είναι, τουλάχιστον, τριπλάσιος από αυτόν των Τριμελών Εφετείων Κακουργημάτων. Η επιλογή αυτή – παρά το όποιο σημαντικό κόστος, το οποίο δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη – επιχειρείται να τεκμηριωθεί με το επιχείρημα της ανάγκης ορθότερης απονομής της Δικαιοσύνης, για τα κακουργήματα, πράγμα που, κατά την ίδια άποψη, διασφαλίζεται όταν απονέμεται  από τα δικαστήρια με πολυμελή σύνθεση και όχι με μονομελή, διότι, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, είναι υπαρκτός ο  κίνδυνος, ο μονομελής  Δικαστής να υποπέσει ευκολότερα σε λάθος κρίση που θα καταστεί επώδυνη για τον πολίτη. Όμως η θεώρηση αυτή είναι πολλαπλώς εσφαλμένη, αφενός μεν διότι τα εγκλήματα που καλούνται να δικάσουν οι μονομελείς συνθέσεις του Εφετείου είναι ευκολότερα διαχειρίσιμα, καθόσον είναι επαναλαμβανόμενα και σε σημαντικό βαθμό τυποποιημένα, ώστε να μην απαιτείται ιδιαίτερη δυσκολία στην ανάλυση του ουσιαστικού τους μέρος, αφετέρου δε διότι, σε κάθε περίπτωση, τυχόν λάθος του Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, μπορεί να διορθωθεί από το δευτεροβάθμιο ποινικό Δικαστήριο που  συγκροτείται πάντοτε σε πολυμελή σύνθεση. Σε κάθε περίπτωση, οι  προεδρεύοντες Δικαστές των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, ανταποκρίνονται πλήρως στα καθήκοντά τους, διαψεύδοντας στην πράξη αυτούς που διατύπωσαν και εξακολουθούν να διατυπώνουν επιφυλάξεις.
4) Εσφαλμένη θα πρέπει να θεωρηθεί και η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 6, καθόσον η δυνατότητα φωνοληψίας της διαδικασίας με ίδια μέσα από τους παράγοντες της δίκης δεν μπορεί να πραγματοποιηθέι, όπου δεν προβλέπεται υποχρεωτική φωνοληψία με μέσα του δικαστηρίου.
5) Η διάταξη, του άρθρου 333 παρ. 1, στην οποία ορίζεται ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, στις δίκες που αφορούν σε υποθέσεις κακουργημάτων, ορίζει προηγουμένως έναν εισηγητή δικαστή, εισάγοντας το πρότυπο της διαδικασίας της αστικής δίκης στην ποινική δίκη, υπονοώντας, προφανώς, ότι οι σύνεδροι δικαστές στην ποινική δίκη δεν συμμετέχουν ενεργά σ΄ αυτήν, οπότε θα πρέπει να υποχρεώθούν να το κάνουν, οριζόμενοι ως εισηγητές είναι και απολύτως εσφαλμένη, αλλά, προεχόντως, άκρως προσβλητική για το σύνολο των δικαστών και, βέβαια, θα προσθέσει, ακόμη μεγαλύτερο φόρτο στους σύνεδρους δικαστές, οι οποίοι, εκτός από την συγγραφή των πολιτικών υποθέσεων που χρεώνονται θα είναι επιφορτισμένοι και με την συγγραφή των ποινικών υποθέσεων, στις οποίες ορίσθηκαν εισηγητές.

Συμπερασματικά, φρονούμε ότι
παρά τα αρκετά θετικά στοιχεία τους, τα υπό ψήφιση νομοσχέδια, τόσο του Ποινικού Κώδικα όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εμπεριέχουν πλείστες όσες διατάξεις, οι οποίες, με απόλυτη βεβαιότητα, θα οδηγήσουν σε ασφυξία τα Δικαστήρια της χώρας, ιδίως τα Εφετεία, με αποτέλεσμα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να παραστεί ανάγκη τροποποίησής τους. Και είναι, τουλάχιστον, άκαιρο, σε εποχές που η χώρα μας πλήττεται από ιδιαιτέρως βαριάς μορφής εγκληματικότητα, να εισάγονται προς ψήφιση Κώδικες, αφορώντες το ποινικό δίκαιο, οι οποίοι δεν κατατείνουν στην ορθή και αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική του Κράτους.