Εκφάνσεις ποινικής ευθύνης κατά την περιγεννητική, Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας

 

Εκφάνσεις ποινικής ευθύνης κατά την περιγεννητική

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

===Με την υπ’αριθ.401/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε απόφαση Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Η αναίρεση έλαβε χώρα μετά το παραδεκτό της αίτησης του καταδικασθέντος ιατρού  γυναικολόγου για το λόγο της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής της πράξης. Έτσι ο Άρειος Πάγος έπαυσε  οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσίοντος για το ότι  στις 13.11.2010, όντας επιμελητής της Α΄ Μαιευτικής Γυναικολογικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου …, με την  ιδιότητα του γυναικολόγου παρακολουθούσε την εξέλιξη της εγκυμοσύνης της εγκαλούσας  από την αρχή της κύησης αυτής μέχρι του τοκετού, ο οποίος (τοκετός) έγινε στις 13.11.2010 στο πιο πάνω Νοσοκομείο από αυτόν. Η εξέλιξη της εγκυμοσύνης της εγκαλούσας ήταν ομαλή, χωρίς κανένα πρόβλημα, τόσο από τις διαπιστώσεις τις οποίες έκανε ο αναισερίων, όσο και από τις κατ’ επανάληψη εξετάσεις σε άλλα διαγνωστικά κέντρα. Κατά τη διενέργεια του φυσιολογικού τοκετού, για την εξαγωγή του εμβρύου από τη μήτρα, προέβη σε αναρροφητική ελαστική εμβρυουλκία , με αποτέλεσμα, από αδεξιότητά του, να προκαλέσει στο νεογνό βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων το εν λόγω νεογνό κατέληξε. Στο αποτέλεσμα του θανάτου του ανωτέρω νεογνού συνέβαλε αιτιακά ο κατηγορούμενος με την κακή χρήση της αναρροφητικής ελαστικής εμβρυουλκίας  κατά τη διάρκεια του τοκετού, από την πράξη του οποίου και μόνο προήλθε το αποτέλεσμα αυτό, καθώς από έλλειψη της δέουσας επιμέλειας και σύνεσης, που κάθε μέτριος, συνετός, επιμελής και ευσυνείδητος ιατρός της αυτής ειδικότητας όφειλε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, αλλά και που μπορούσε λόγω των προσωπικών του δυνατοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, δηλαδή τις βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, οι οποίες αποτέλεσαν την αιτία θανάτου του εν λόγω νεογνού. Η προαναφερθείσα απόφαση είναι χρήσιμη για την εξαγωγή των εξής συμπερασμάτων: α) Η ζωή αρχίζει κατά την έξοδο του εμβρύου στον εξωτερικό κόσμο, β) η περιγεννητική ευθύνη του γυναικολόγου όσον αφορά το νεογνό συνεέται οπωσδήποτε χρονικά με τις βλάβες κατά τον τοκετό. Για το χρονικό διάστημα όμως μεταξύ της κύησης και του τοκετού κατά το οποίο προκλήθηκε βλάβη στο έμβρυο με αποτέλεσμα κατά τον τοκετό το νεογνό να καταλήξει εφαρμογή έχει πια η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 304 νέου ΠΚ σύμφωνα με το οποίο  με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος κατά την πραγματοποίηση προγεννητικού ελέγχου μετά την εικοστή εβδομάδα της κύησης ή κατά τη διάρκεια του τοκετού και πριν από την εμφάνιση του παιδιού στον εξωτερικό κόσμο, προκαλεί με αμέλεια διακοπή της κύησης ή βαριά βλάβη στο έμβρυο, που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του νεογνού. Η διάταξη αυτή προφανώς καλύπτει το κενό στην ευθύνη κατά τον προγεννητικό έλεγχο στην κύηση που έχει ως συνέπεια βαριά βλάβη στο έμβρυο με τελικό επακόλουθο το θάνατό του, όταν πια τούτο αρχίσει να εξέρχεται στον κόσμο ως νεογνό.

===Όταν η ευθύνη του ιατρού κατά την περιγεννητική θεμελιώνεται εξ αλοκλήρου σε παραλείψεις του, τότε εκείνο που πρέπει να αιτιολογηθεί πλήρως, είναι η αιτώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεών του  με το επελθόν αποτέλεσμα. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’αριθ.250/2021 απόφασή του επανέλαβε τη θέση που σταθερά έχει υιοθετήσει στο παρελθόν όταν το αποτέλεσμα προέρχεται από παράλειψη. Έτσι τόνισε ότι στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, που τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 365/2018, ΑΠ 521/2017, ΑΠ 35/2016). Κατά λογική συνέπεια όταν ο ιατρός αναλαμβάνει τη διαχείριση ασθενούς σε χρόνο  που με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης θεωρείται ότι πλέον είναι αργά για τον ασθενή λόγω του ότι ο ιατρός δεν   μπορεί να αποτρέψει  τη  διαδρομή  προς το αποτέλεσμα του ασθενούς δηλαδή το θάνατο ή τη σωματική βλάβη του, δεν μπορεί να υποστηριχθεί  ότι η εμπλοκή του ιατρού συνιστά όρο για το επελθόν  βλαπτικό αποτέλεσμα

===Οπωσδήποτε βασικό ζήτημα στην περιγεννητική ευθύνη του γυναικολόγου μαιευτήρα αποτελεί το αν ο εν λόγω ιατρός ακολούθησε τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Τούτοι πρέπει να αποσαφηνίζονται ποιοι είναι  στην οικεία απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η παράλειψη να μνημονευτούν ποιοι ήταν οι οφειλόμενοι από τον ιατρό να ακολουθηθούν κανόνες της ιατρικής επιστήμης αποτελεί ελλειπή αιτιολογία και συνιστά λόγο αναίρεσης (σχετική είναι ως προς το ζήτημα αυτό η υπ’αριθ.1431/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου). Ειδικότερα με την προαναφερθείσα απόφαση αναιρέθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας και για το λόγο ότι “δεν παρατίθενται στην απόφαση οι επιστημονικές απόψεις, οι οποίες, κατά την κρίση του Εφετείου, ταυτίζονται με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, ως προς την δυνατότητα επιβίωσης των πρόωρα γεννηθέντων βρεφών και δεν διευκρινίζεται αν στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τις επιστημονικές απόψεις για την επιβίωση των βρεφών, εφόσον είχε επιτευχθεί η γέννησή τους με καισαρική τομή, αν υπήρχε δυνατότητα αντιμετώπισης της κατάστασης των πρόωρων βρεφών και τέλος αν οι σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης των βρεφών πλησίαζαν τα όρια της βεβαιότητας, στην περίπτωση  που είχε μεσολαβήσει καισαρική τομή. Η πιο πάνω όμως απόφαση είναι ενδιαφέρουσα και το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 469 ΚΠΔ. Ειδικότερα στην οικεία υπόθεση κατηγορούμενοι ήταν δύο ιατροί για το θάνατο δίδυμων νεογνών κατά τον τοκετό με διαφορετικά περιστατικά ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η γενομένη δεκτή αναίρεση του ενός πρέπει να οδηγήσει σε επεκτατικό αποτέλεσμα για τον έτερο μη ασκήσαντα αίτηση αναίρεσης με το σκεπτικό ότι δημιουργουμένης αμφισβήτησης ως προς τα ακριβή αίτια αυτά κυρίως ως προς τη δυνατότητα αντιμετώπισης της καταστάσης της προωρότητας και τις σοβαρές πιθανότητες επιβίωσης που είχαν τα δύο νεογνά, μέχρι βεβαιότητας, αν η γέννησή τους είχε επιτευχθεί με καισαρική τομή, ο λόγος αναίρεσης δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος πρώτου κατηγορουμένου ιατρού.

===Όταν όμως υπάρχουν περισσότερες τεχνικές που μπορεί να ακολουθήσει με βάση τους εν λόγω κανόνες, τότε γεννάται το ερώτημα αν θεμελιώνεται ποινική ευθύνη του σε περίπτωση που επέλεξε τη μία έναντι της άλλης. Διαφωτιστική ως προς το πιο πάνω ζήτημα είναι η υπ’αριθ. 1551/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου. Τούτη  η απόφαση αφορά περίπτωση θανάτου κυοφορούμενου κατά τον τοκετό λόγω ενσφήνωσης του πρόσθιου ώμου κάτω από την ηβική σύμφυση, που παρουσίασε το βρέφος μετά τη γέννηση της εμβρυϊκής κεφαλής του. Έτσι μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι η μη εφαρμογή από τον ιατρό   άλλων γνωστών στην ιατρική βιβλιογραφία χειρισμών, όπως του κατάγματος της κλείδας του βρέφους και του χειρισμού Ζavanelli, δεν συνδέεται με αμελή συμπεριφορά αυτού και άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει, αλλά οφείλεται στην εκτίμησή του, ότι η εφαρμογή τους δεν θα είχε επιτυχές αποτέλεσμα, καθόσον για τον πρώτο χειρισμό, δεν υπήρχε η δυνατότητα να προσεγγίσει με ασφάλεια την κλείδα του νεογνού με γυμνό χέρι, λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου, ενώ ο δεύτερος (χειρισμός Ζavanelli) δεν επιχειρείται από τον μέσο συνετό και επιμελή μαιευτήρα, διότι αποτελεί δραματικό τρόπο εξώθησης του βρέφους με μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας.

===Περαιτέρω στο ζήτημα της υιοθέτησης των κοινώς αναγνωρισμένως κανόνων από τον μαιευτήρα κατά τη διάρκεια του τοκετού είναι χρήσιμη και  η υπ’αριθ.782/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην υπόθεση που αφορά η εν λόγω απόφαση αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της εσφαλμένης εκτίμησης της κατάστασης της επιτόκου από τους ιατρούς (μαιευτήρες). Η περίπτωση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν περίπτωση άσκησης αμυντικής ιατρικής, κατά την οποία η εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης της επιτόκου, οδήγησε τους ιατρούς στην εσφαλμένη απόφαση να καταλήξουν στην ανάγκη της μεταφοράς της από το Νοσοκομείο γειτονικής πόλης της Θεσσαλονίκης στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης.  Αν όμως τελικά, όπως ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι αιτιολογημένα αποφάσισε το Δικαστήριο της ουσίας,  τούτοι τηρούσαν τους κοινώς αναγνωρισμένους ιατρικούς κανόνες και επεδείκνυαν την ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή που επιβάλλεται από τους  κανόνες και την υποχρέωση τους ως εγγυητών των έννομων αγαθών της ζωής και της υγείας των υπό την φροντίδα και παρακολούθηση  ασθενών, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός αντιστοίχου ειδικότητας, θα απέτρεπαν το  αξιόποινο αποτέλεσμα με την άμεση διενέργεια της ολικής υστερεκτομίας στην ασθενή, που αποτελεί και το σφάλμα και συνακόλουθα την απαξία της συμπεριφοράς τους και δεν θα άφηναν να παρέλθει πολύτιμος χρόνος για να μεταφερθεί αυτή στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, κατά τον οποίον (χρόνο) επιβαρύνθηκε τόσο πολύ η υγεία της με αποτέλεσμα το θάνατο της στο ύψος των διοδίων Ν. Μαλγάρων. Μάλιστα στην περίπτωση της υπόθεσης που αναλύεται  το δικαστήριο της ουσίας έκανε ιδαίτερη μνεία στις καταθέσεις των μαρτύρων, από τις οποίες προέκυπτε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την εμπειρία να προβούν στην πιο πάνω επέμβαση. Κατά τούτο  ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι το Δικαστήριο της ουσίας ορθά και με πλήρη αιτιολογία αποφάσισε  ότι είχε μεγάλη σημασία ο χρόνος εντός του οποίου έπρεπε με βάση την κατάσταση της επιτόκου να γίνει η επέμβαση, από το χρόνο που θα μεσολαβούσε μέχρι   να εισαχθεί στη ΜΕΘ. Η ανάγκη εισαγωγής της μετά την επέμβαση στη ΜΕΘ θα κρινόταν από την μετεγχειρητική κατάσταση της υγείας της και μόνο αν αυτή κρινόταν αναγκαία για τη βελτίωση της, θα διενεργούνταν διακομιδή σε άλλο νοσοκομείο, που διέθετε ΜΕΘ. Αλλωστε σ’ αυτή την περίπτωση θα διακομιζόταν σταθεροποιημένη και όχι, όπως διακομίστηκε με ενεργό αιμορραγία. Η ανωτέρω απόφαση είναι ενδιαφέρουσα, αφού συχνά απαντάται στην πράξη η τακτική της άμεσης μεταγωγής επιτόκου από περιφερειακά Νοσοκομεία σε πιο οργανωμένα Νοσοκομεία μεγαλύτερων πόλεων προκειμένου να αποφευχθεί η αναζήτηση της ευθύνης τους για το λόγο της μη άμεσης μεταγωγής. Ωστόσο τούτο όταν γίνεται, ενώ  έπρεπε προηγουμένως να σταθεροποιηθεί η κατάσταση της ασθενούς και η ιατρική επεμβατική πράξη της σταθεροποίησης ήταν δυνατή με βάση την εμπειρία των ιατρών που αποφάσισαν την μεταγωγή της σε άλλο (μεγαλύτερο) Νοσοκομείο, είναι δυνατό να  θεμελιωθεί ευθύνη σε βάρος τους.

 

===Ωστόσο υπάρχουν περίπτώσεις που απαιτείται άμεση μεταφορά ασθενούς σε οργανωμένο Νοσοκομείο μετά τον τοκετό, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω παρακολούθηση της ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό. Ως προς το θέμα αυτό σχετική είναι η υπ’αριθ. 1863/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην ανωτέρω υπόθεση ο κατηγορούμενος ως ιατρός μαιευτήρας-γυναικολόγος διενήργησε σε ιδιωτική μαιευτική κλινική καισαρική τομή σε επίτοκο που είχε εισαχθεί αυτή για τοκετό δια καισαρικής τομής, κατά τη διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε ρήξη του τοιχώματος της μήτρας και αιμορραγία. Για την αντιμετώπιση τους διενεργήθηκε από τον κατηγορούμενο υφολική υστερεκτομή, κατά την οποία αφαιρέθηκε η μήτρα  και χορηγήθηκε αίμα. Μετά την ολοκλήρωση της χειρουργικής επέμβασης η ασθενής μεταφέρθηκε σε θάλαμο της κλινικής για νοσηλεία και περαιτέρω παρακολούθηση. Διενεργήθηκε δε σε αυτή περί ώρα 08:00 γενική εξέταση αίματος, τα αποτελέσματα της οποίας δηλωτικά της επιβάρυνσης της υγείας της. Παρά ταύτα, όμως, ο κατηγορούμενος, ως θεράπων ιατρός, ο οποίος παρακολουθούσε την ασθενή αποχώρησε από την κλινική, δεν διέγνωσε τον ελλοχεύοντα κίνδυνο εγκατάστασης διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης εξαιτίας της μεγάλης προηγούμενης αιμορραγίας της επιτόκου, που είναι συνήθης σε παρόμοια γυναικολογικά περιστατικά. Ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι  από το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε χώρα ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 15, 302 ΠΚ και η σχετική αιτιολογία ήταν ειδική με τις αναφορές ότι ο μαιευτήρας- γυναικολόγος ως ο θεράπων ιατρός της θανούσας, που ανέλαβε τη διενέργεια της καισαρικής τομής και της επακολουθήσασας υφολικής υστερεκτομής στην ίδια, ήταν αναμφισβήτητα υπεύθυνος και για τη μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς του. Έτσι έπρεπε να λάβει υπόψη του την πιθανότητα της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης (η οποία όπως προειπώθηκε εμφανίζεται τόσο κατά τη διάρκεια της κύησης και λοχείας όσο και μετά από βαρύ τραυματισμό όπως εν προκειμένω είναι η υφολική υστεροκτομή) και να συνδέσει τις εργαστηριακές αιματολογικές εξετάσεις της ασθενούς  με την άσχημη κλινική της εικόνα και ενώ έτσι ήταν σε γνώση της επιτακτικής ανάγκης χορήγησης αίματος προς αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των πηκτικών μηχανισμών της και θα μπορούσε εύκολα να διακομισθεί στο Γενικό Νοσοκομείο της πόλης δεν αποφάσισε τούτο.

 

===Ακόμη ως προς το ζήτημα της αιτιολογίας της απόφασης για την ευθύνη ιατρού σχετική είναι η υπ’αριθ. 1063/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στη σχετική υπόθεση  ο αναιρεσείων ζήτησε  την αναίρεση της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας με τις  αιτιάσεις  ότι δεν εκτίθεται στην απόφαση: α) σε τι συνίσταται η παραλειφθείσα ενέργειά του, γιατί δηλαδή έπρεπε να προσέλθει στο νοσοκομείο και να εξετάσει τον ασθενή, αντί να αρκεσθεί στην αποδοχή της εισήγησης της συγκατηγορουμένης του και β) γιατί μπορούσε να προβλέψει το επελθόν αποτέλεσμα.  Ο Άρειος Πάγος με την πιο πάνω απόφασή του έκρινε ότι  επαρκώς προσδιορίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία με την παράθεση των περιστατικών και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος  ότι ως  εφημερεύων ιατρός στο Νοσοκομείο, στο οποίο μεταφέρθηκε η ασθενής, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προσέλθει στο Νοσοκομείο και να προβεί στην εξέτασή της ευθύς μόλις ειδοποιήθηκε και ότι ότι οι γνώσεις του, οι ικανοτήτές του  και η πείρα του αποτελούσαν τους παράγοντες ώστε με βάση αυτά, αφού προέβαινε  στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις, θα προέβλεπε το αποτέλεσμα.  Επιπλέον οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι δεν απαντήθησαν οι εκφρασθείσες κατά την απολογία του απόψεις του περί έλλειψης υπαιτιότητάς του συνεπεία της ενημέρωσής του με την λανθασμένη διάγνωση της ειδικευόμενης ιατρού, στην οποία είχε εμπιστοσύνη και της συμπεριφοράς της παθούσας, μη αποκαλύψασας το πραγματικό πρόβλημα της υγείας της, τις οποίες ήδη χαρακτηρίζει ως αυτοτελείς ισχυρισμούς περί πλάνης του και διακοπής του αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου,  κρίθηκαν επίσης αβάσιμες, διότι από τα παραπάνω αναφερόμενα περί προσωπικής του υποχρέωσης προς μετάβαση στο νοσοκομείο και εξέταση της ασθενούς ως εκ της προαναφερθείσας ιδιότητάς του, αλλά και της δυνατότητάς του λόγω της ειδικότητας που είχε, των γνώσεων και της εμπειρίας του στη διάγνωση, προκύπτει ότι επαρκείς δόθηκαν επαρκείς απαντήσεις από το Δικαστήριο της ουσίας.

 

===Για το ζήτημα της ευθύνης ειδικού ιατρού και ειδικευόμενου ιατρού χαρακτηριστική είναι η υπ’αριθ.1484/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία αν ο ειδικευόμενος ιατρός αναλάβει σοβαρό περιστατικό χωρίς τις απαιτούμενες γνώσεις και δεν ειδοποιησει εγκαίρως τον εφημερεύοντα ειδικό ιατρό για να γίνουν οι δέουσες εξετάσεις και ιατρικές επεμβάσεις θεμελιώνεται ευθύνη του ειδικευόμενου ιατρού.

 

===Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο Άρειος Πάγος με την υπ’αριθ.318/2017 απόφασή του αποσαφήνισε οι ισχυρισμοί ότι το αποτέλεσμα οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια άλλου, όπως και ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του φερόμενου ως υπαιτίου και του αποτελέσματος, συνιστούν άρνηση της κατηγορίας (ως αναφερόμενοι στην έλλειψη στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης του εξ αμελείας εγκλήματος) και δεν είναι αυτοτελείς ισχυρισμοί (αφού δεν επάγονται την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας του δράστη για καταλογισμό ούτε την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής αλλά η τυχόν δικαστική τους επιβεβαίωση οδηγεί στην αθώωσή του), αποτελούν δε απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής, που αντιμετωπίζονται με βάση τα δεκτά γενόμενα από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ως αναγόμενα στην κυριαρχική του κρίση, δεν ελέγχονται αναιρετικώς αναφορικά με την εκτίμησή τους και την εσφαλμένη ή ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων.

===Επιπλέον ως προς το ζήτημα της πλήρους αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας  χρήσιμη είναι η υπ’αριθ. 97/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποίο έγινε δεκτό ότι αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογίας, ότι η παθούσα υπέστη ρήξη της μήτρας της στο αριστερό πλάγιο τμήμα από τον τράχηλο αυτής και δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινισθεί τι προκάλεσε την εν λόγω ρήξη, αφού ευθέως το δικάσαν Δικαστήριο συνήγαγε ιατρικό σφάλμα του αναιρεσείοντος, από το τι όφειλε και μπορούσε αυτός να πράξει για την έγκαιρη διαπίστωση και τον ακριβή εντοπισμό της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας μεγάλου βαθμού, καθώς και για την αποτελεσματική επίσχεση αυτής με την ενδεδειγμένη χειρουργική επέμβαση.

===Σχετικά με την ευθύνη του αναισθησιολόγου κατά την περιγεννητική ενδιαφέρον έχει  η υπ’αριθ.1209/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με αυτή το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν πλήρως  αιτιολογημένη η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεχόμενο ότι εάν ο κατηγορούμενος είχε πραγματοποιήσει την επισκληρίδιο αναισθησία με μεγαλύτερη επιμέλεια και σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, θα είχε αποφευχθεί η δημιουργία του επισκληριδίου αιματώματος, η οποία οφείλεται στην τεχνική της επισκληριδίου αναισθησίας και ειδικότερα στον τραυματισμό κατά την παρακέντηση για την τοποθέτηση του επισκληριδίου καθετήρα. Επίσης, εάν ο κατηγορούμενος φρόντιζε να παρακολουθεί ο ίδιος την παθούσα και δεν ανέθετε την παρακολούθησή της στις μαίες της κλινικής, θα μπορούσε να διαγνώσει έγκαιρα τις επιπλοκές στην υγεία της και να μεταφέρει αυτή στο νοσοκομείο  το συντομότερο δυνατό, ώστε να επισπευσθούν τόσο οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε αυτή στο εν λόγω νοσοκομείο, όσο και η χειρουργική επέμβαση για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας της. Εξαιτίας δε της παραπάνω περιγραφόμενης αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου η ασθενής υπέστη εκτεταμένο επισκληρίδιο αιμάτωμα, υποβλήθηκε  σε πεταλεκτομή  και αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού, νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο  για 21 ημέρες, παρέμεινε στη συνέχεια κλινήρης για 3 μήνες και παρουσιάζει έκτοτε κινητικά προβλήματα,

===Στην αναζήτηση της ιατρικής ευθύνης κατά την περιγεννητική είναι βέβαια συχνό το φαινόμενο της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης. Ο Άρειος Πάγος με την υπ’αριθ. 1372/2017 απόφαση επεσήμανε ότι η πραγματογνωμοσύνη ως  ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων,  πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη. Τούτο  συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Οφείλει όμως το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση. Επισημαίνεται, ότι το καθήκον του δικαστικού πραγματογνώμονα περατώνεται με την παρουσίαση και ερμηνεία των προς εξέταση ευρημάτων και δεν μπορεί να επεκταθεί σε βεβαίωση  γεγονότων άσχετων προς το ανωτέρω καθήκον του, η έρευνα των οποίων ανήκει στο δικαστήριο ανάλογα με τις ανάγκες του ουσιαστικού ελέγχου της υπόθεσης. Αν, λοιπόν, στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης περιέχονται, πέραν των ευρημάτων, και κρίσεις ή σχόλια περί  γεγονότων, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την τυχόν αντίθετη προς εκείνα άποψή του.

===Τέλος αναφορικά με τη συνδρομή της πραγματογνωμοσύνης στη δίκαιη δίκη στις υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι χαρακτηριστικά τα πορίσματα του ΕΔΔΑ όπως τούτα εκτίθενται πιο κάτω:

1ον Στην υπόθεση MAHMOOD κατά Ελλάδας Ο προσφεύγων  είναι Πακιστανός υπήκοος που ζει στην Αθήνα. Η καταγγελία του στις ελληνικές αρχές αφορούσε το θάνατο της συζύγου του   σε δημόσιο νοσοκομείο λίγες μέρες μετά τον τοκετό. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι αυτό οφείλονταν σε ιατρική αμέλεια.Η σύζυγος του προσφεύγοντος η οποία γέννησε το δεύτερο παιδί τους στις 5.7.2011, απεβίωσε στο νοσοκομείο στις 9.7.2011. Οι ποινικές διαδικασίες άρχισαν τον Αύγουστο του 2011. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, τον Ιούνιο του 2016, η εισαγγελία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία δικαιολογούσαν  την ποινική δίωξη του γυναικολόγου κατά το τοκετό της συζύγου του προσφεύγοντος ή οποιουδήποτε άλλου γιατρού για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεαας. Επίσης έγινε   έγινε σχετική διοικητική έρευνα από τα αρμόιδια διοικητικά όργανα, ωστόσο τούτα Σεπτέμβριο του 2012 προέβησαν στην αρχειοθετηση της υπόθεσης μη διαπιστώνοντας πειθαρχικές-διοικητικές ευθύνες  ιατρών και νοσηλευτών. Έτσι ο προσφεύγων επικαλούμενος το άρθρο 2  της ΕΣΔΑ ισχυρίστηκε ότι ο θάνατος της συζύγου του επήλθε από ιατρική αμέλεια παραπονούμενος για πλημμελή  έρευνα για τις συνθήκες του θανάτου της.Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κύρια έλλειψη της έρευνας σχετίζεται με τις δύο ιατρικές πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, ως προς τις οποίες διαπίστωσε ανεπάρκεια, επισημαίνοντας ότι ο πρώτος πραγματογνώμονας ιατρός, με χειρόγραφη έκθεση, επανέλαβε τις έγγραφες εξηγήσεις του εμπλεκόμενου στην υπόθεση γυναικολόγου και δεν τεκμηρίωσε το καταληκτικό συμπέρασμά του με κάποια αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα με παραπομπές στη σχετική βιβλιογραφία, ενώ  ο δεύτερος πραγματογνώμονας, με δισέλιδο κείμενο, παρέπεμπε στις γνώμες των παρόντων κατά το θάνατο της γυναίκας ιατρών και στήριξε το συμπέρασμά του στη διοικητική εξέταση που διενεργήθηκε στο νοσοκομείο. Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του δικονομικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ επισημαίνονατας ότι στην καταγγελία του προσφεύγοντο ότι  ο θάνατος της συζύγου του οφειλόταν σε ιατρική αμέλεια, το εθνικό σύστημα δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς σύμφωνα με την υποχρέωση την οποία το άρθρο 2 επέβαλε στο ελληνικό κράτος.

2ον. Για τη διαπίστωση ή μη της εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας φυσικά λαμβάνεται υπόψη  και η συμπεριφορά του προσφεύγοντος. Ενόψει του ότι  τούτο αποτελεί αντικειμενικό γεγονός, είναι αναμενόμενο ότι δεν υπολογίζεται ο χρόνος που μεσολάβησε από τη συμεριφορά του προσφεύγοντος σε βάρος  του  Κράτους (Σχετική η απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Enker et Hofauer κατά Αυστρίας, σκέψη 68). Το ΕΔΔΑ όμως  επισημαίνει την πιο πάνω παραβίαση σε καθυστερήσεις που συνδέονται γενικά με κρατικά όργανα  και όχι αποκλειστικά με δικαστικά. Επομένως τούτο ισχύει και για τους πραγματογνώμονες που διορίζονται από το δικαστήριο για να δώσουν τα πορίσματά τους, αφού τούτοι  ελέγχονται από το δικαστήριο. Συνεπώς η καθυστέρηση που οφείλεται στους  ιατρούς πραγματογνώμονες βαρύνει το κράτος. Η υποχρέωση τήρησης του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης διατρέχει όλα τα επίπεδα δικαιοδοσίας. Κατά συνέπεια μεγάλα χρονικά διαστήματα αδράνειας σε κάποιο στάδιο της δίκης οδηγεί σε  παραβίαση του σχετικού άρθρου της ΕΣΔΑ (6 παρ. 1) ακόμη και στην περίπτωση που  η διάρκεια της δίκης συνολικά δεν είναι υπερβολική (Σχετική η απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Gouttard κατά Γαλλίας σκέψη 36 )

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ» Των μελών του Δ.Σ. Στενιώτη, Βουλγαρίδη, Κώνστα, Φούκα, Μαυρίδη, Βελία και Φωτάκη.

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος, Χαράλαμπου Θ. Σεβαστίδη, Εφέτη

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Επισημάνσεις Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης Χρήστου Νάστα επί του σχεδίου νόμου για τον ΚΟΔΚΚΔΛ

Αποθήκευση αρχείου (PDF, Unknown)

Εμπορία ανθρώπων. Προσέγγιση πρακτικών ζητημάτων μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα διεθνή νομοθετικά κείμενα, τον ΠΚ και τη σχετική Εγκύκλιο του ΕισΑΠ – Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας

Εμπορία ανθρώπων.Προσέγγιση πρακτικών ζητημάτων μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα διεθνή νομοθετικά κείμενα, τον ΠΚ και τη σχετική Εγκύκλιο του ΕισΑΠ

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

===Όταν ο Δικαστικός Λειτουργός  ασχολείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του με το ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων είναι αναγκαίο να έχει κατά νου ότι ασχολείται με ζήτημα μειίζονος σημασίας. Τούτο διότι αυτό αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Επομένως η προτεραιοποίηση του σχετικού χειριζόμενου δικονομικά ζητήματος είναι αυτονόητη. Ειδικά στην περίπτωση που ο Δικαστικός Λειτουργός είναι ο Εισαγγελέας η προτεραιοποίηση δεν εξαντλείται στην άμεση επεξεργασία από αυτόν της σχετικής καταγγελίας μέσω της έκδοσης της οικείας παραγγελίας του. Απαιτείται επίσης η άμεση εκτέλεσή της από τις αρχές, που είναι επιφορτισμένες με προανακριτικά καθήκοντα. Κατά συνέπεια ο Εισαγγελέας πρέπει να ασκεί το εποπτικό του από τα άρθρα 245, 246 ΚΠΔ έργο στους προανακριτικούς υπαλλήλους δίνοντας σχετικές κατευθύνσεις, που θα συμβάλουν στην άμεση και αποτελεσματική διεξαγωγή της έρευνας. Τούτα τα στοιχεία της αποτελεσματικότητας και της αμεσότητας αξιολογούνται από το ΕΔΔΑ σε κάθε υπόθεση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και δυστυχώς αποτέλεσαν αιτία καταδίκης της χώρας μας. Για το λόγο αυτό  εξάλλου ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέδωσε την υπ’αριθ.9/2020 εγκύκλιό του. Σε αυτή μεταξύ άλλων τονίζεται ότι  η εφαρμογή του άρθρου 4 στο ειδικότερο πλαίσιο της εμπορίας ανθρώπων, η διάταξη αυτή, πλην των άλλων, επιβάλλει την  υποχρέωση δικονομικής φύσης (obligation procedural) στα κράτη-μέλη, να διενεργούν ττραγματική-αποτελεσματική έρευνα στις υποθέσεις σωματεμπορίας, η οποία να χαρακτηρίζεται από επιμέλεια, ταχύτητα και ανεξαρτησία  και συνάμα να μπορεί να οδηγήσει στην ταυτοποίηση και την τιμωρία των υπαιτίων.  Στην απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υπ’αριθ.40311/2010 προσφυγής αναφέρεται ότι αφενός μεν η έρευνα των ελληνικών αρχών αργοπόρησε ενώ η προσπάθεια να επιδοθούν κλήσεις στις προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν υποβάλει αίτηση να συμμετάσχουν στις διαδικασίες ως πολιτική αγωγή απέτυχαν. Οι προσφεύγουσες είχαν δώσει τη διεύθυνση κατοικίας τους, αλλά δεν έγινε καμία προσπάθεια να εντοπιστούν σε αυτή τη διεύθυνση. Έτσι καταληκτικά το  ΕΔΔΑ  έκρινε ότι οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν ασχολήθηκαν με την υπόθεση τους με το επίπεδο επιμέλειας που επιβάλλει το άρθρο 4 της σύμβασης και ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν συμμετάσχει στις έρευνες στο βαθμό που απαιτείται από το διαδικαστικό σκέλος της διάταξης αυτής. Ωστόσο απαιτείται προσοχή από τις αρμόδιες αρχές, αφού η  υποχρέωση για διεξαγωγή  έρευνας (αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης)  δεν απαιτεί την υποβολή έγκλησης  από το ν παθόντα ή μήνυσης από οικείο του. Αρκεί το  κρίσιμο συμβάν να  υπέπεσε στην αντίληψη των αρμόδιων κρατικών οργάνων.Τότε τούτα πρέπει να  ενεργησουν αυτεπάγγελτα  (ΕΔΔΑ  Rantsev v. Cyprus and Russia).

===Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί τι προβλέπεται στο άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα λοιπόν με το εν λόγω άρθρο:

  1. Ουδείς δύναται να κρατηθή εις δουλείαν ή ειλωτείαν. 2. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις αναγκαστικήν ή υποχρεωτικήν εργασίαν. 3. Δεν θεωρείται ως «αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία» υπό την έννοιαν του παρόντος άρθρου : α. πάσα εργασία ζητουμένη παρά προσώπου κρατουμένου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης Συμβάσεως ή κατά την διάρκειαν της υπό όρους απολύσεώς του. β. πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις την περίπτωσιν των εχόντων αντιρρήσεις συνειδήσεως εις τας χώρας όπου τούτο αναγνωρίζεται ως νόμιμον, πάσα άλλη υπηρεσία εις αντικατάστασιν της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας. γ. πάσα υπηρεσία ζητουμένη εις περίπτωσιν κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν την ζωήν ή την ευδαιμονίαν του συνόλου. δ. πάσα εργασία ή υπηρεσία απαρτίζουσα μέρος των τακτικών υποχρεώσεων του πολίτου.

 

===Η βασική ποινική διάταξη του ΠΚ για την εμπορία ανθρώπων είναι αυτή της παργράφου 1 του άρθρου 323Α ΠΚ σύμφωνα με την οποία: Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, στρατολογεί, απάγει, μεταφέρει, κατακρατεί παράνομα, υποθάλπει, παραδίδει ή παραλαμβάνει άλλον με σκοπό την εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα  έτη και χρηματική ποινή. Κατά την παράγραφο 5 της διάταξης του άρθρου 323Α ΠΚ η έννοια της εκμετάλλευσης περιλαμβάνει τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους από: α) την υπαγωγή του σε καθεστώς δουλείας ή σε παρεμφερείς προς τη δουλεία πρακτικές, β) την υπαγωγή του σε καθεστώς ειλωτείας, γ) την εργασία ή την επαιτεία του θύματος (εργασιακή εκμετάλλευση), δ) την τέλεση εγκληματικών πράξεων από αυτό, ε) την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματός του, στ) την τέλεση από αυτό γενετήσιων πράξεων, πραγματικών ή προσποιητών, ή την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τη γενετήσια διέγερση (γενετήσια εκμετάλλευση) ή ζ) τον εξαναγκασμό του σε τέλεση γάμου.

Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων είναι βέβαιο ότι έχουν να αντιμερωπίσουν μια εμπειρική κατάσταση, που εκ των πραγμάτων τους εισάγει σε φόβο.  Ως προς το ζήτημα του φόβου των θυμάτων και της συμπεριφοράς που αυτά εκδηλώνουν επειδή είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων υπό το κράτος του έντονου αυτού αισθήματος είναι χρήσιμα όσα επισημαίνονται στην υπ’αριθ.2/2019 απόφαση της ΟλΑΠ. Στην απόφαση αυτή τονίζεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας  στήριξε την κρίση του, ως προς τη μη τέλεση από τους κατηγορούμενους  της αξιόποινης πράξης της εμπορίας ανθρώπων με τα εξαναγκαστικά μέσα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 323Α ΠΚ, όχι σε πραγματικά γεγονότα, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά στην παραδοχή ότι δεν πείσθηκε για απειλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά των  κατηγορουμένων έναντι των αλλοδαπών, διότι η τέλεση τέτοιων εκφοβιστικών γεγονότων θα έπρεπε να οδηγήσει τους αλλοδαπούς στην αποχώρησή τους από τον εργασιακό χώρο, άνευ άλλου τινός, αφού, κατά την κοινή λογική, το συναίσθημα του φόβου, που αγγίζει την απειλή για την ίδια τη ζωή και η αντιμετώπισή του, υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου οφέλους ή αγαθού, όπως διεκδίκηση οφειλόμενης αμοιβής, ανάγκη για βιοπορισμό, που δεν μπορεί να επιτευχθεί, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας εξεύρεσης άλλης εργασίας. Είναι δε ελλιπής η ανωτέρω, βάσει της παραπάνω παραδοχής, αθωωτική αιτιολογία, διότι η παραδοχή αυτή δεν συνιστά πραγματικό γεγονός, αλλά συμπέρασμα του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αφού δεν αναφέρονται τέτοια περιστατικά. Εκείνο που επίσης είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 323Α ΠΚ, όπως προκύπτει από όσα έγιναν δεκτά με την υπ’αριθ.2/2019 απόφαση της ΟλΑΠ είναι το ότι κατά την ορθή ερμηνεία της εν λόγω διάταξης για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη, όταν θύμα είναι  εργαζόμενος δεν απαιτείται να έχει  παραδώσει πλήρως την ελευθερία του στο δράστη, αφού τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος.

===Περαιτέρω είναι χρήσιμο να αναφερθούν αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που αφορούν ζητήματα θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, ώστε να κατανοηθούν ποια είναι τα απαραίτητα βήματα, που τα Κράτη πρέπει να ακολουθούν για να μην παραβιάζονται τα άρθρα 4, 6 της ΕΣΔΑ.

Η πρώτη υπόθεση αφορά την προσφυγή 58216/12. Η εν λόγω  υπόθεση σχετίζεται με την  έρευνα των αυστριακών αρχών αναφορικά με δύο γυναίκες υπηκόους Φιλιππίνων, οι οποίες αρχικά εργάστηαν ως οικιακές βοηθοί   στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τούτες  ισχυρίστηκαν ότι οι εργοδότες τους παρακράτησαν τα διαβατήριά τους και τις εκμεταλλεύτηκαν. Ισχυρίστηκαν ότι αυτή η μεταχείριση επαναλήφθηκε και κατά τη διάρκεια μίας σύντομης παραμονής τους στη Βιέννη, όπου οι εργοδότες τους μετέβησαν έχοντας και αυτές μαζί τους, από τον έλεγχο των  οποίων   τελικά κατάφεραν να διαφύγουν. Οι εν λόγω υπήκοοι Φιλιππίνων  υπέβαλαν ενώπιον των αρχών της Αυστρίας καταγγελία, οι αυστριακές όμως αρχές έκριναν ότι δεν είχαν δικαιοδοσία για τις αξιόποινες πράξεις  που τελέστηκαν εκτός του εδάφους της Αυστρίας και αποφάσισαν να μην προχωρήσουν την έρευνα για την υπόθεση . Οι υπήκοοι Φιλιππίνων διατύπωσαν με την προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ  ότι είχαν υποβληθεί σε καταναγκαστική εργασία και κατά συνέπεια σε εμπορία ανθρώπων και ότι οι αυστριακές αρχές δεν προέβησαν σε  ικανοποιητική και αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες τους αποτυγχάνοντας έτσι να επιδείξουν επιμέλεια για τη διαπίστωση της κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει, δηλαδή ότι ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Το παράπονό τους συνίστατο στο ότι τα περιστατικά  που έλαβαν χώρα σε βάρος τους στην Αυστρία ήταν αντικείμενο μεμονωνένης  έρευνας, αφού   οι αυστριακές αρχές είχαν την υποχρέωση, βάσει των διεθνών κανόνων , να διερευνήσουν και τα περιστατικά, που έλαβαν χώρα και εκτός αυστριακού εδάφους. Το ΕΔΔΑ, διαπιστώνοντας ότι οι αυστριακές αρχές ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους να προστατεύσουν τις προσφεύγουσες ως  θύματα εμπορίας ανθρώπων, απεφάνθη ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 και του άρθρου 3  της ΕΣΔΑ. Σημείωσε μάλιστα ότι δεν υπήρχε από την ΕΣΔΑ υποχρέωση να διερευνηθεί η καταγγελθείσα εκμετάλλευση τους στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τούτο διότι δεν απαιτείται, βάσει του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, από τα κράτη να προβλέπουν διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους για αδικήματα εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Περαιτέρω για τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην Αυστρία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές της Αυστρίας είχαν προχωρήσει σε ενέργειες που  εύλογα  αναμένονταν με βάση την  κατάσταση, που περιέγραψαν οι προσφεύγουσες. Ειδικότερα   οι προσφεύγουσες  με τη βοήθεια χρηματοδοτούμενων από το κράτος οντοτήτων έτυχαν ακροάσεων από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, έλαβαν άδεια διαμονής και άδεια εργασίας προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη διαμονή τους στην Αυστρία, ενώ διασφαλίστηκε η  μη αποκάλυψη των προσωπικών τους δεδομένων για την προστασία τους. Επιπλέον, η έρευνα που διεξήχθη σχετικά με τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, που σχετίζονταν με τη διαμονή τους στη Βιέννη, κρίθηκε ικανοποιητική και το τελικό πόρισμα των αρχών δεδομένων των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων κρίθηκε ότι ήταν εύλογο. Τέλος το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω βήματα σχετικά με την υπόθεση, όπως η απόδοση ευθυνών στους εργοδότες  εκτός Αυστρίας δε θα είχε  πιθανότητα επιτυχίας, καθώς δεν υπήρχε σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής μεταξύ της Αυστρίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ενώ οι προσφεύγουσες στράφηκαν στις αστυνομικές αρχές ένα χρόνο μετά τα κρίσιμα περιστατικά, αφότου οι εργοδότες τους είχαν πλέον εγκαταλείψει τη χώρα.

===Η πιο πάνω απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προαναφερθείσας προσφυγής είναι χρήσιμη για τις εξής διαπιστώσεις:

1ον. Την έλλειψη υποχρέωσης των Κρατών από την ΕΣΔΑ για πρόβλεψη διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων τους για αδικήματα εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή. Ωστόσο με βάση τον ελληνικό ΠΚ στο άρθρο 8εδ.ι’ καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων για πράξεις εμπορίας ανθρώπων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή.

2ον. Τα μέτρα που είναι χρήσιμο να λαμβάνονται από τα κρατικά όργανα για να κριθεί αν μια καταγγελία περί θυματοποίησης κάποιου από την πράξη της εμπορίας ανθρώπων έτυχε της αποτελεσματικής έρευνας. Στην περίπτωση της έρευνας των αυστριακών αρχών έγινε ακρόαση των καταγγελουσών από αστυνομικά όργανα με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων, διασφαλίστηκε η μη διαρροή των προσωπικών τους δεδομένων, τους δόθηκε άδεια παραμονής για εργασία. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι η προστασία τους ως προς τη διαφύλαξη των στοιχείων ταυτότητάς τους είναι ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα. Ο ελληνικός ΚΠΔ στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 218 προβλέπει ότι κατά την ποινική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323Α και 348 παρ. 2 ΠΚ, καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 (Α΄ 80), μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. ι΄ και ια΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4251/2014, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ. Κατά την παράγραφο 4 τέτοια μέτρα προστασίας είναι είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας του, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών

3ον. Τη σοβαρότητα των αποδείξεων που είναι  σε θέση να εισφέρουν τα θύματα και  ο χρόνος εντός του οποίου εκδόθηκαν τα σχετικά πορίσματα των αρμοδίων αρχών. Κατά συνέπεια η  εκδήλωση ενδιαφέροντος των κρατικών αρχών για τη συλλογή όλων των αποδείξεων που είναι σε θέση να προσφέρουν οι παθόντες, η αξιολόγηση της σοβαρότητάς τους και ο εύλογος χρόνος ολοκλήρωσης της έρευνας αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για τη μη παραβίαση των άρθρων 4 και 6 της ΕΣΔΑ.

===Η δεύτερη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την υπόθεση με την υπ’αριθ. 21884/15 προσφυγή. Οι προσφεύγοντες ήταν υπήκοοι  Μπαγκλαντές (42 στον αριθμό) και  προσλήφθηκαν  στην Ελλάδα  στο τέλος του έτους 2012 και στις  αρχές του έτους  2013.  Οι ίδιοι δεν ήταν εφοδιασμένοι με άδεια εργασίας  προκειμένου να εργαστούν στη βασική μονάδα καλλιέργειας φράουλας στη Μανωλάδα. Οι εργοδότες τους δεν απέδωσαν στους προσφεύγοντες τους οφειλόμενους μισθούς , ενώ τους εξανάγκασαν  να εργαστούν υπό σκληρές  συνθήκες και υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι υπήρξαν θύματα αναγκαστικής εργασίας. Υποστήριξαν επιπλέον ότι το κράτος είχε υποχρέωση να προβεί σε προληπτικά μέτρα για να αποτρέψει την έκθεσή τους σε εμπορία ανθρώπων  και όφειλε  και να τιμωρήσει τους εργοδότες τους για εμπορία ανθρώπων. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 § 2 της ΕΣΔΑ  που αφορά την απαγόρευση καταναγκαστικών έργων . Έτσι αποφάσισε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει την απαιτούμενη  αποτελεσματική προστασία από το ελληνικό κράτος τονίζοντας  ότι η εκμετάλλευση των προσφευγόντων μέσω της εργασίαςτους αποτελεί μορφή εμπορίας ανθρώπων. Το ΕΔΔΑ καταλήγοντας αποφάσισε ότι το ελληνικό κράτος ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση τήρησγς προληπτκών μέκτρων για την αποτροπή  φαινομένων εμπορίας ανθρώπων, ούτε κατάφερε  προστατεύσει τα θύματα μέσω   αποτελεσματικής έρευνας για τη σε βάρος τους πράξη και της  τιμωρίας των δραστών της εμπορίας ανθρώπων.

===Η ανωτέρω απόφαση είναι χρήσιμη για να εντοπιστούν οι αδυναμίες των ελληνικών κρατικών οργάνων στις περιπτώσεις θυμάτων εμπορίας ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα προληπτικά μέτρα (που αξιώνει το ΕΔΔΑ να λαμβάνονται για να μην υπάρχει παραβίαση του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ) τούτα περιλαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση του συντονισμού σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των διαφόρων φορέων καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και την αποθάρρυνση της ζήτησης για κάθε μορφή εκμετάλλευσης προσώπων. Τα μέτρα προστασίας περιλαμβάνουν τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των θυμάτων από ειδικευμένα άτομα και τη βοήθεια των θυμάτων στη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική τους αποκατάσταση. Σε ό,τι αφορά τη μη τιμωρία των δραστών για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων είναι χρήσιμη η επισήμανση της υπ’αριθ.2/2019 απόφασης ΟλΑΠ ότι ο εργαζόμενος δεν απαιτείται να έχει  παραδώσει πλήρως την ελευθερία του στο δράστη, και ότι η διπαίστωση της μη διαφυγής του από το χώρο της εργασίας δεν αποτελεί επιχείρημα περί μη διαπίστωσης της πράξης της εμπορίας ανθρώπων.

 

===Η τρίτη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την προσφυγή με αριθμό 60561/14. Η υπόθεση σχετίζεται με καταγγελία  υπηκόου Κροατίας, η οποία ισχυρίστηκε ότι εξαναγκάστηκε σε πορνεία. Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι ο εξαναγκασμός σε  πορνεία, ακόμα και αν δεν υπάρχει κανένα στοιχείο διεθνούς χαρακτήρα στην υπόθεση πρέπει να ερευνάται σε επίπεδο εμπορίας ανθρώπων. Περαιτέρω το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι  δεν έγινε εξέταση όλων  των πιθανών μαρτύρων από τις κροατικές αρχές και ότι τούτες αρκέστηκαν στη διαπίστωση ότι η καταγγέλλουσα είχε προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της, απαλλάσσοντας έτσι  τον κατηγορούμενο.  Όμως με τον τρόπο αυτό δεν  εφαρμόστηκε η διεθνής νομοθεσία σχετικά με την εμπορία ανθρώπων, σύμφωνα με την οποία η συναίνεση του θύματος είναι αδιάφορη.

===Πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 ν.4216/2013 που κύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης η Σύμβαση ισχύει για όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων, είτε εθνικής είτε διεθνούς, είτε σχετίζεται με οργανωμένο έγκλημα είτε όχι. Περαιτέρω είναι άξιο αναφοράς ότι στι άρθρο 4 της εν λόγω Σύμβασης, στο οποίο δίνεται ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων καθορίζονται τρία κριτήρια στη σχέση δράστη και θύματος, ώστε το τελευταίο να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Τα τρία αυτά κριτήρια είναι τα εξής:πρώτον συγκεκριμένη  δράση του υπόπτου εμπίπτουσα στην αναφερόμενη στο άρθρο αυτό περιπτωσιολογία, τα μέσα που χρησιμοποίησε και τέλος ο σκοπός του δράστη. Έτσι η ανάγνωση του σχετικού άρθρου κάνει κατανοητό την υιοθέτηση των ανωτέρω κριτηρίων. Σύμφωνα λοιπόν με πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού: Ως «εμπορία ανθρώπων» ορίζεται η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή προσώπων, που γίνεται με απειλή ή άσκηση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη ή κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευση ιδιαίτερα ευάλωτης θέσης ή με προσφορά ή πρόσληψη χρημάτων ή προνομίων, με σκοπό την επίτευξη συναίνεσης αυτών των προσώπων στον έλεγχο τους από άλλο πρόσωπο για λόγους εκμετάλλευσης. Στον όρο εκμετάλλευση περιλαμβάνεται τουλάχιστον η εκμετάλλευση της πορνείας άλλων, ή άλλες μορφές σεξουαλικής   εκμετάλλευσης, η αναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, η δουλεία και οι παρεμφερείς πρακτικές καθώς και η αφαίρεση οργάνων.

===Δεν πρέπει όμως να διαφύγει της προσοχής ότι σύμφωνα με το εδάφιο β’ του αρθρου 4 η συναίνεση ενός θύματος της εμπορίας ανθρώπων στην εκ προθέσεως εκμετάλλευση που ορίζεται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου δεν λαμβάνεται υπόψη, στις περιπτώσεις όπου έχει χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε από τα μέσα που ορίζονται σε αυτήν. Τούτο έλαβε υπόψη του το ΕΔΔΑ με την πιο πάνω αναφερόμενη απόφασή του.

===Ακόμη δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι σύμφωνα με το εδάφιο γ’ του άρθρου 4 όταν το θύμα της εμπορίας είναι ανήλικο ισχύει μια εξαίρεση στην υιοθέτηση των πιο πάνω μνημονευθέντων τριών κριτηρίων. Ειδικότερα στο εδάφιο γ’ προβλέπεται ότι η στρατολόγηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή υποδοχή ενός παιδιού με σκοπό την εκμετάλλευση θεωρείται εμπορία ανθρώπων ακόμη κι εάν αυτή δεν περιλαμβάνει κανένα από τα μέσα που ορίζονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

===Για τα ζητήματα της συναίνεσης και της ανηλικότητας των θυμάτων της πράξης της εμπορίας ανθρώπων ο ελληνικός ΠΚ στο άρθρο 323Α έλαβε θέση. Έτσι σύμφωνα στην παράγραφο 2 του έν λόγω άρθρου με την ποινή της παργράφου 1  τιμωρείται ο υπαίτιος και αν, για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, τελεί τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου αποσπώντας τη συναίνεση άλλου με τη χρήση απατηλών μέσων ή παρασύροντάς τον εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκεται, ενώ σύμφωνα  με την παράγραφο 4 του άρθρου 323Α η πράξη της εμπορίας ανθρώπων (που προβλέπεται στις παραγράφους1 και 2 του εν λόγω άρθρου) όταν στρέφεται κατά ανηλίκου, τιμωρείται ακόμα κι όταν τελείται χωρίς τη χρήση των μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους αυτές.

===Η τέταρτη απόφαση του ΕΔΔΑ αφορά την υπ’αριθ. 77587/12 με προσφεύγοντες δύο υπηκόους Βιετνάμ κατά του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι καταδικάστηκαν για καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών, μολονότι ήταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας και μάλιστα ανήλικοι. Το Εφετείο του Ηνωμένου Βασιλείου ασχολήθηκε κυρίως αν έγινε παραβίαση δικονομικών κανόνων στην έρευνα της υπόθεσης παρασυρόμενο από τις ομολογίες των συλληφθέντων ότι τέλεσαν την πράξη. Πλην όμως το ΕΔΔΑ προέβη στις εξής διαπιστώσεις: Η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος ενός θύματος ή πιθανού θύματος εμπορίας πρέπει να συνοδεύεται από σεβασμό στις ελευθερίες που εγγυάται το άρθρο 4 της ΕΣΔΑ. Γι’αυτό η έγκαιρη ταυτοποίησή του είναι υψίστης σημασίας. Εννοείται ότι, από τη στιγμή που οι αρχές γνωρίζουν  τις περιστάσεις που δημιουργούν βάσιμη υποψία ότι ένα άτομο που είναι ύποπτο για διάπραξη ποινικού αδικήματος (πχ καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών) μπορεί να έχει υποστεί εκμετάλλευση στα πλαίσια εξαναγκασμού του, τούτο πρέπει να εξεταστεί αμέσως από άτομα εκπαιδευμένα και καταρτισμένα για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα σχετικά με θύματα εμπορίας ανθρώπων. Αυτή η αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται στα κριτήρια που προσδιορίζονται στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο και στη Σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων (δηλαδή ότι το άτομο υποβλήθηκε σε πράξη στρατολόγησης, μεταφοράς, μεταφοράς, στέγασης ή παραλαβής, μέσω απειλής βίας ή άλλης μορφής εξαναγκασμός, με σκοπό την εκμετάλλευση) λαμβάνοντας ειδικά υπόψη το γεγονός ότι η απειλή βίας ή ο εξαναγκασμός δεν απαιτείται όταν το θύμα είναι ανήλικο.Επιπλέον, δεδομένου ότι η ιδιότητα ενός ατόμου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων μπορεί να επηρεάσει το ζήτημα εάν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη δίωξή του και εάν είναι προς το δημόσιο συμφέρον να γίνει κάτι τέτοιο, οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με το εάν θα ασκηθεί δίωξη ή όχι σε ένα πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει – στο βαθμό που είναι δυνατό – να λαμβάνεται μόνο εφόσον έχει γίνει αξιολόγηση της πιθανότητας  εμπορίας ανθρώπων από εξειδικευμένο επιστήμονα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τους ανηλίκους. Το ΕΔΔΑ τόνισε ακόμη  ότι επειδή τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, τα μέτρα που εφαρμόζει το κράτος για την προστασία τους από πράξεις βίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ πρέπει να είναι αποτελεσματικά και να περιλαμβάνουν τα εύλογα μέτρα για την πρόληψη της κακομεταχείρισής τους. Επιπλέον το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι μόλις γίνει εξέταση του πιθανού θύματος εμπορίας ανθρώπων από ειδικευμένο άτομο, οποιαδήποτε μεταγενέστερη εισαγγελική απόφαση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτή την εξέταση. Αν και ο εισαγγελέας ενδέχεται να μην δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις μιας τέτοιας εξέτασης, τούτος θα πρέπει να έχει σαφείς λόγους που να συνάδουν με τον ορισμό της εμπορίας που περιέχεται στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο και στη Σύμβαση κατά της εμπορίας ανθρώπων για τη διαφωνία του με τις διαπιστώσεις του εξειδικευμένου εμπειρογνώμονα. Στις υποθέσεις που εξετάστηκαν από τα Δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, οι συλληφθέντες προέβησαν  σε δηλώσεις ενοχής και, καθώς εκπροσοπώθηκαν στις δικαστικές διαδικασίες από δικηγόρο, ήταν  βέβαιο ότι γνώριζαν ότι δεν θα γινόταν εξέταση της ουσίας των υποθέσεών τους, εάν ομολογούσαν την ενοχή τους. Ωστόσο, ελλείψει οποιασδήποτε εξειδικευμένου πορίσματος  για το εάν ήταν θύματα εμπορίας ανθρώπων και σε θετική περίπτωση  εάν το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην ποινική τους ευθύνη,  γίνεται σαφές ότι αυτές οι δηλώσεις ενοχής τους  δεν έγιναν με  πλήρη επίγνωση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η εμπορία ανθρώπων απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των θυμάτων της και δεν είναι συμβατή με την έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας και τις αξίες που προστατεύονται με την ΕΣΔΑ, ελλείψει οποιασδήποτε τέτοιας εξειδικευμένης εξέτασης των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, η  παραίτηση των δικαιωμάτων τους θα ήταν αντίθετη με το  δημόσιο συμφέρον για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων της.

===Η πιο πάνω απόφαση του ΕΔΔΑ πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής στα εξής σημεία:

1ον Στην ανάγκη να γίνεται  εξέταση από εξειδικευμένο προσωπικό του προσώπου που είναι πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων. Τούτο μπορεί να αποτελέσει λόγο για μη άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του για αξιόποινη πράξη (πχ καλλιέργεια ναρκωτικών ουσιών) που τέλεσε επειδή τελούσε σε αυτήν την κατάσταση, δηλαδή της εκμετάλλευσής του στα πλαίσια εξαναγκασμού. Η τυχόν διαφορετική κρίση του Εισαγγελέα πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη μη λήψη υπόψη της σχετικής έκθεσης του εξειδικευμένου επιστήμονα.

2ον Η δήλωση ενοχής του θύματος εμπορίας ανθρώπων για κάποια αξιόποινη πράξη, που τέλεσε βρισκόμενο σε αυτήν την κατάσταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε με πλήρη επίγνωση των συνεπειών της, αν λείπει σχετική έκθεση από εξειδικευμένο επιστήμονα ως προς το αν ο συλληφθείς ήταν θύμα εμπορίας ανθρώπων ή όχι.

3ον Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 του ελληνικού  ΚΠΔ το ανήλικο θύμα της παράβασης άρθρου 323Απαρ.4 ΠΚ, δηλαδή του ανηλίκου θύματος εμπορίας ανθρώπων, εξετάζεται οπωσδήποτε  από ειδικό ψυχολόγο κατά τα διαλαμβανόμενα από την πιο πάνω διάταξη του ΚΠΔ.

4ον Σε περίπτωση τέλεσης κάποιας αξιόποινης πράξης από θύμα εμπορίας ανθρώπων λόγω του ότι  βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση, πρέπει να ερευνάται η ανάγκη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25ΠΚ ,δηλαδή της κατάστασης ανάγκης που αίρει το άδικο.

 

Ζητήματα ουσιαστικής και δικονομικής φύσης από τη συμμετοχή του θύματος στην ποινική δίκη με βάση τη νομολογία, Λάμπρου Σ.Τσόγκα Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας

Ζητήματα ουσιαστικής και δικονομικής φύσης από τη συμμετοχή του θύματος στην ποινική δίκη με βάση τη νομολογία

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

Περιληπτική παρουσίαση:

  • ΑΠ 1996/2019: Υπηστήριξη κατηγορίας από Ο.Ε, η επιρροή της εκκαθάρισης και η διαγραφή της στα μητρώα ΓΕΜΗ. Η εξαίρεση της διαπίστωσης και άλλης περιουσίας.
  • ΑΠ 479/2021: Παράνομη λήψη απόφασης ΓΣ Σωματείου και την τύχη της περιουσίας κατά τη διάλυσή του, προσβολή δικαιώματος προσδοκίας άλλου Σωματείο από τη λήψη της απόφασης ,τέλεση απιστίας.
  • ΑΠ 25/2021: Δημόσιος δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και η η επιρροή της στην πραγματική οικοπεδική αξία σε περίπτωση απάτης σε βάρος του δημοσίου.
  1. ΑΠ 858/2020: Δικαούμενοι σε υποστήριξη της κατηγορίας σε υπόθεση που αφορά την παράβαση του άρθρου 1 Ν.927/1979.
  2. ΑΠ 586/2020: Για τη γνωστοποίηση της εξέτασης μάρτυρα από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία στο Δικαστήριο δεν απαιτείται η ανάγνωση του σχετικού αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί τούτο να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας.
  3. ΑΠ 887/2020: Αξιολόγηση οποιουδήποτε εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού που προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη.

7.ΑΠ 100/2021: Ποιος ο άμεσα ζημιωμένος στο έγκλημα του άρθρου 397 ΠΚ και αν δικαιούται  να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας.

8.ΑΠ 630/2017: Ως την πράξη της ρευματοκλοπής ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας στην οποία στην αξία της ρευματοκλοπής για την παθούσα εταιρία συμπεριλαβάνεται και ο ΦΠΑ.

9.ΑΠ 623/2020: Τι πρέπει να αποδειχθεί στο έγκλημα της αρπαγής, τι είναι ο ισχυρισμός ότι η πράξη συνιστά παράνομη κατακράτηση και όχι αρπαγή.

10.ΣτΕ  291/2020: Πως και πότε επέρχεται η παραγραφή αξίωσης σε βάρος του Δημοσίου κατά τις διατάξεις άρθρων 105.106 ΕισΝ ΑΚ και η επιρροή της στη δήλωση υποστήρξης κατηγορίας στην ποινική δίκη.

 

Από τα συχνοτερα ζητηματα (ουσιαστικά και δικονομικά) που ανακύπτουν στην πράξη, είναι όσα συνδέονται με τη θέση του θύματος στην ποινική δίκη. Έτσι μπορούν να επισημανθούν τα εξής:

1ον. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έχει αυτός που ζημιώθηκε από την αδικοπραξία αμέσως και όχι εμμέσως. Ειδικότερα επί αξιόποινης πράξης που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, η οποία κατά το άρθρο 784 ΑΚ αποτελεί νομικό πρόσωπο, διάφορο από εκείνο των ομορρύθμων, εταίρων, μόνο η εταιρία αυτή δικαιούται να παραστεί προς υποστήριξη της κατηγορίας στη σχετική ποινική διαδικασία και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, γιατί αυτοί στην εν λόγω περίπτωση θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία ή ηθική βλάβη από την ανωτέρω πράξη. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778 ΑΚ, 249, 268 και 281 Ν 4072/2012 και 62 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η λύση του Νομικού Προσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρίας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρίας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της εταιρίας και, έχει ως σκοπό την διευθέτηση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρίας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Το στάδιο της εκκαθάρισης Ομόρρυθμης Εταιρίας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν, μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή. Εξάλλου, τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και όταν επήλθε ήδη τυπική λήξη της εκκαθάρισης της εταιρίας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής δε δημοσιότητα που ισχύει αναφορικά με την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), το οποίο αποτελεί Μητρώο Εμπορικής Δημοσιότητας και αντικατέστησε το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (ΜΑΕ) που ετηρείτο στις Νομαρχίες και τα βιβλία εταιριών (ΕΠΕ και Προσωπικών) που ετηρούντο στα Πρωτοδικεία. Από την καταχώριση στο ΓΕΜΗ η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 251 παρ. 2 Ν 4072/2012). Η καταχώριση της διαγραφής στο ΓΕΜΗ έχει σχετικά συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται περάτωση της ομόρρυθμης εταιρίας. Αν όμως διαπιστωθεί, ότι η εταιρία είχε και άλλη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της, έστω και αν είχε διαγραφεί στο ΓΕΜΗ, λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί (ΑΠ 1996/2019).

2ον. Με την υπ’αριθ.479/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε το ζήτημα της νόμιμης δήλωσης υποστήριξης κατηγορίας σωματείου στο έγκλημα της απιστίας σε περίπτωση ματαίωσης του δικαιώματος προσδοκίας του από τη λήψη παράνομης απόφασης τροποποίησης καταστατικού του διαλυθέντος σωματείου για τη διάθεση της περιουσίας του  σωματείου σε άλλο νομικό πρόσωπο. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είχαν ως εξής:

“Στον Πειραιά στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος εν γνώσει της ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει δικαιοπραξίας είχε εν μέρει τη διαχείριση. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου και δη της Προέδρου του εδρεύοντος στον Πειραιά (…) Σωματείου με την επωνυμία “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ” , του οποίου η κινητή και ακίνητη περιουσία σε περίπτωση διάλυσής του θα περιερχόταν κατά διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 του καταστατικού του στο σωματείο με την επωνυμία “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Ρ….. ΚΑΙ Ρ…… ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”, προέβη χωρίς να έχει άμεση υποχρέωση προς τούτο, στις 13/04/2013, στη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης με θέμα τροποποίησης του ως άνω καταστατικού μεταξύ άλλων και ως προς το προαναφερθέν άρθρο 27 παρ. 2, εισηγουμένη να τροποποιηθεί αυτό ως προς το ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία του Σωματείου, του οποίου ετύγχανε η ίδια πρόεδρος, σε περίπτωση διάλυσής του, θα περιερχόταν κατά διαχείριση στην ΠΝΟ, εκδοθείσης κατόπιν της εισήγησης αυτής της από 13/04/2013 απόφασης της ως άνω έκτακτης γενικής συνέλευσης που την έκανε δεκτή, χωρίς ωστόσο να έχει συγκληθεί νομότυπα η ως άνω γενική συνέλευση καθόσον φέρεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πέντε (εκ του συνόλου των 10 παρόντων ψηφισάντων) μέλη τα οποία δεν ήταν ενεργά και δη ο Ν. Α. του Σ., ο Π. Κ. του Κ., η Μ. Π. του Χ., ο Γ. Β. του Χ. και ο Π. Β. του Γ.. Ακολούθως δε στις 27/11/2013 συγκάλεσε Ειδική Γενική Συνέλευση και εισηγήθηκε τη διάλυση του Σωματείου   “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”και στην περίπτωση που δεν ανασυσταθεί το σωματείο έως τις 31/12/2015 να περιέλθει η κινητή και ακίνητη περιουσία του στην Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία, εκδοθείσης προς τούτο της από 27/11/2013 απόφασης της 1ης Ειδικής Γενικής Συνέλευσης που έκανε δεκτή την ως άνω εισήγηση. Με τις επιμέρους ενέργειες της αυτές ζημίωσε η κατηγορουμένη την περιουσία του σωματείου  “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”, το οποίο σύμφωνα με το προϊσχύον καταστατικό, είχε προσδοκία δικαιώματος να αναλάβει κατά διαχείριση την κινητή και ακίνητη περιουσία του τελευταίου σε περίπτωση διάλυσής του και το οποίο κατ’ αυτόν τον τρόπο αποστερήθηκε”.

3ον. Στις περιπτώσεις απάτης και πλαστογραφίας το Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής μη αναιρούμενη από το δημόσιο δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και μπορεί να υπολογιστεί με βάση την πραγματική οικοπεδική αξία. Ειδικότερα κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι η αιτίαση ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να παραστεί σε βάρος του ως πολιτικώς ενάγον προβάλλοντας αξίωση προς αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, καθόσον τα επίδικα ακίνητα που αφορούν οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε τυγχάνουν δημόσιες δασικές εκτάσεις και ως εκ τούτου στερούνται αγοραίας αξίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ορθή νομική προσέγγιση δέχθηκε ότι το Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφού η περιουσία του Δημοσίου αποτελεί μείζον προστατευόμενο έννομο αγαθό καθώς προορίζεται για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και η περιουσιακή ζημία του Δημοσίου από την αμφισβήτηση της κυριότητάς του είναι αποτιμητή σε χρήμα μη αναιρούμενη από το δημόσιο δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και μπορεί να υπολογιστεί με βάση την πραγματική οικοπεδική αξία (ΑΠ 25/2021).

4ον. Λόγω της συχνότητας εμφάνισης εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά στα ποινικά Δικαστήρια είναι εύλογο να ανακύπτει ζήτημα αν συγκεκριμένα πρόσωπα νομιμοποιούνται να προβούν σε δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας από τις δημόσιες  ανακοινώσεις του κατηγορουμένου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1  Ν.927/1979 . Προς τούτο ο Άρειος Πάγος έλαβε την εξής θέση: Το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε τη σχετική ένσταση που υποβλήθηκε στο ακροατήριο, έκανε δεκτή τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας για την παράβαση του άρθρου 1 Ν 927/1979 που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα και για την οποία καταδικάστηκε, αναφορικά με την ομάδα προσώπων που εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αυτοκαθοριζόμενοι ως ομοφυλόφιλοι που θίγονται από το επίδικο δημοσίευμα. Δεδομένου ότι ο νόμος κατά τα προεκτιθέμενα, προστατεύει το δικαίωμα διαβίωσης χωρίς διακρίσεις και καθιστά δικαιούχο για την σχετική παράσταση την αμέσως ζημιωθείσα ομάδα που έχει εκτεθεί στις εκδηλώσεις του δράστη και προσδιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους, το Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την αποδοχή αυτή της πολιτικής αγωγής από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία παραστάθηκαν και ενώπιον του Αρείου Πάγου για την υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας και αυτοπροσδιορίστηκαν ως ανωτέρω και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, με τη εν λόγω διάταξη προστατεύεται παράλληλα και η δημόσια τάξη ή η δημόσια ειρήνη, ως απόρροια της κατάστασης κατά συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδας προσώπων που αποτελούν μέλη της κοινωνίας  (ΑΠ 858/2020).

5ον.Για τη γνωστοποίηση της εξέτασης μάρτυρα από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία στο Δικαστήριο δεν απαιτείται η ανάγνωση του σχετικού αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί τούτο να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας. Έτσι ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση στην ένορκη κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς η εξώδικη επίδοση (γνωστοποίηση) της ως άνω μάρτυρος προς τον κατηγορούμενο να αναγνωσθεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και χωρίς το περιεχόμενο της να προκύπτει από άλλα, νομίμως ληφθέντα υπόψη, αποδεικτικά στοιχεία που να αναφέρονται στο σκεπτικό ή στα πρακτικά, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι  με έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή γνωστοποιήθηκε στον  αναιρεσείοντα η εξέταση και τα στοιχεία της μάρτυρος που εξέτασε η πολιτικώς ενάγουσα, πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την δικάσιμο. Συνεπώς, αφού το έγγραφο γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα είναι διαδικαστικό έγγραφο, που αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα η προβλεπόμενη από το νόμο γνωστοποίηση της μάρτυρος στον κατηγορούμενο, ώστε ο τελευταίος να προετοιμαστεί επαρκώς και να ετοιμάσει την υπερασπιστική του γραμμή, δεν είναι απαραίτητη η ανάγνωσή του στο ακροατήριο αλλά αρκεί να προκύπτει η γνωστοποίηση αυτή από τα στοιχεία της δικογραφίας, ώστε να μη δημιουργείται ακυρότητα από την εξέταση και αξιολόγηση από το Δικαστήριο της ουσίας της κατάθεσης του συγκεκριμένου μάρτυρα. Εξάλλου, το έγγραφο γνωστοποίησης μάρτυρα δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, που λήφθηκε υπόψη για την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου (ΑΠ 586/2020).

6ον. Είναι σύνηθες επίσης στην ακροαματική διαδικασία ο παθών να προσκομίζει έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη σε βάρος του κατηγορουμένου, προκειμένου τούτα να αναγνωστούν μολονότι η άλλη δίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Επίσης και ο ίδιος ο κατηγορούμενος συχνά  προσκομίζει έγγραφα πριν την απολογία του από άλλη (μη αμετάκλητη δίκη).Για το ζήτημα αυτό παρατίθενται οι εξής σκέψεις σχετικής απόφασης του Αρείου Πάγου: Από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170,171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ ‘αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα (και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ.2 ΚΠΔ), η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας (ΑΠ 887/2020).

7ον. Επί της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ καταδολίευσης το δικαίωμα του δανειστή εξαντλείται στη διάρρηξη της γενομένης προς βλάβη του απαλλοτρίωσης, πλην όμως ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία επιπλέον εκείνων που απαιτούνται για την εφαρμογή των περί καταδολίευσης των δανειστών του άρθρου 939 ΑΚ τοιούτων, όπως λ.χ. όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 397 του ΠΚ. Επίσης, για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 914 και 939 του ΑΚ απαιτείται υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος συνισταμένη σε πράξη ή παράλειψη αυτού και περιέχουσα παράνομη επέμβαση σε αλλότριο δικαίωμα ή συμφέρον που προστατεύεται από την παραβιασθείσα διάταξη. Με αυτή την έννοια παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που προσβάλλει δικαίωμα και δημιουργεί αξίωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ ή αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνιστά και η πράξη του οφειλέτη, ο οποίος σκοπεύοντας να ματαιώσει την ικανοποίηση απαίτησης του πιστωτή του προβαίνει σε απαλλοτρίωση της περιουσίας του χωρίς ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα. Έτσι, επί εγκλήματος καταδολίευσης δανειστών, που προβλέπεται από το προαναφερόμενο άρθρο 397 του ΠΚ, άμεσα ζημιωμένος και εντεύθεν νομιμοποιούμενος να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας είναι προεχόντως ο δανειστής του οφειλέτη εκείνου από την ενέργεια του οποίου με την παράνομη και υπαίτια απαλλοτρίωση της περιουσίας του ματαιώθηκε ολικά ή εν μέρει η ικανοποίηση της περιουσίας του (ΑΠ 100/2021).

8ον. Ως την πράξη της ρευματοκλοπής ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας στην οποία στην αξία της ρευματοκλοπής για την παθούσα εταιρία συμπεριλαβάνεται και ο ΦΠΑ. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος έκρινε ότη στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας εκτίθενται  ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η ρευματοκλοπή , ήτοι η από την εξουσίαση της ΔΕΗ, αφαίρεση ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς τη συναίνεση της , δια τεχνικής επεμβάσεως στο κιβώτιο του μετρητή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε αυτός να δείχνει λιγότερες μονάδες και συγκεκριμένα το 1/3 του από την επιχείρηση αναλισκομένου ηλεκτρικού ρεύματος. Ότι την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, τέλεσε ο κατηγορούμενος νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία “… Α.Ε.”, αυτογνωμόνως, με την συνδρομή ηλεκτρολόγου, κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-2008 έως 6-9-2012, που ανακαλύφθηκε από υπάλληλο ελεγκτή της ΔΕΗ. Ότι η αξία της αφαιρεθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ανέρχεται συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ στο ποσό των 95.719,54 ευρώ. Ότι στην πράξη αυτή οδηγήθηκε με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα τα 2/3 της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, από την επιχείρηση του, υγειονομικού ενδιαφέροντος-(καφετέρια-μπαρ)-, τα οποία δεν καταγράφονταν ως κατανάλωση στον μετρητή της ΔΕΗ με την τεχνική του παρέμβαση σ’ αυτόν. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Η αιτίαση του ότι, το δικάσαν δικαστήριο εκτίμησε επιλεκτικά για το καταδικαστικό του πόρισμα, μόνο την ένορκη κατάθεση του υπαλλήλου τεχνικού της ΔΕΗ, Σ. Μ., χωρίς καμία αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμη, διότι στο προϊμιο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται όλα τα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα στα οποία αυτό στήριξε την περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Εξάλλου, το γεγονός ότι εξαίρει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, την κατάθεση του μάρτυρα αυτού, δεν σημαίνει ότι δεν συναξιολόγησε τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που δεν εξαίρονται σ’ αυτό (ΑΠ 630/2017).

9ον. Για το έγκλημα της αρπαγής απαιτείται το θύμα να αποδείξει ότι στερήθηκε για αρκετή ώρα την προστασία της πολιτείας βρισκόμενο λόγω της ασκηθείσας βίας σε κατάσταση ομηρίας στερούμενο από την ομαλή συνθήκη βίου, χωρίς να ασκεί επιρροή αν η ομηρία έγινε σε δημόσιο χώρο (πλατεία). Επίσης ο σχετικός ισχυρισμός ότι η πράξη σε βάρος του θύματος δεν συνιστά αρπαγή αλλά παράνομη κατακράτηση δεν είναι αυτοτελής και δεν χρήζει απάντησης από το Δικαστήριο. Σχετική είναι ακόλουθη απόφαση του Αρείου Πάγου:

Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι: α) η πράξη του δεν φέρει το χαρακτήρα της αρπαγής αλλά της παράνομης κατακράτησης ή της παράνομης βίας ή της απειλής, β) δεν υπήρχε δόλος εκ μέρους του και γ) ότι ήταν ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό. Από τους ισχυρισμούς αυτούς μόνον ο τρίτος είναι αυτοτελής, ενώ οι άλλοι δύο είναι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί και δεν χρειάζεται το Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτούς (ΑΠ 117/2017)…..Ο αναιρεσείων επικεντρώνει τις αιτιάσεις του στο στοιχείο της “αποστέρησης της προστασίας της πολιτείας” το οποίο, όπως προαναφέρθηκε πρέπει να συντρέχει για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος της αρπαγής, ισχυριζόμενος ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία στην ανωτέρω έννοια, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο τόπος που τελέστηκε η αποδιδόμενη πράξη δεν ήταν πρόσφορος προς τούτο. Ωστόσο, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποία αναλυτικά παρατίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η παθούσα στερήθηκε για “αρκετή ώρα” την προστασία της πολιτείας, καθώς τέθηκε από τον αναιρεσείοντα, με τη χρήση βίας, σε καθεστώς ομηρίας, δηλαδή υπό τη δική του αυθαίρετη εξουσία, σε χώρο (πλατεία …) όπου “λόγω του προχωρημένου της ώρας (σ.σ. 04.30′) η περιοχή ήταν άδεια από κόσμο και κανένας δεν μπορούσε να ακούσει τις φωνές για βοήθεια.”, αποκοπτόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο από την ομαλή συνθήκη βίου, όπου δεν μπορούσε να ασκηθεί η προστασία του νόμου (ΑΠ 623/2020).

10ον. Σχετικά με την παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου, όταν αυτή στηρίζεται στα άρθρα 105, 106 ΕισΝ ΑΚ, τις προϋποθέσεις παραγραφής της  και την τυχόν επιρροή της  στη δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας του παθόντος χρήσιμη είναι η ακόλουθηση απόφαση του Σ.τ.Ε με την οποία έγιναν δεκτά ότι: η αξίωση αποζημιώσεως από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αν δε οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξεως ή της παραλείψεως, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες (πρβ. Σ.τ.Ε. 2692/2009, 1703/2010, 2780-1/2010 7μ., 2872/2011, 1800/2013, 1396-7/2014 7μ., 2506/2014, 4409/2015, 2128/2019). Και ναι μεν με τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις  του ν.δ. 476/1974 “Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”, διαφορετικές από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 93 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όμως οι διατάξεις  αυτές του ν.δ. 476/1974 έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2362/1995. Υπό τα δεδομένα αυτά το νομικό ζήτημα της αφετηρίας και της διάρκειας της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση ζημίας που επήλθε από κατάρρευση κτίσματος, οφειλόμενη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, έχει επιλυθεί με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ερμήνευσαν ταυτόσημες διατάξεις (πρβ. ΣτΕ 1945/2018, 831, 358/2017). Αβασίμως προβάλλεται ισχυρισμός του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 περί ελλείψεως νομολογίας σχετικά με το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλεται απαραδέκτως από την εξεταζόμενη άποψη. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης», διάταξη που υπαγορεύθηκε από το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη (ΑΠ 1041/2017), δεν έχει, πάντως, εφαρμογή για το τιθέμενο νομικό ζήτημα της αστικής παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση με βάση τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 929, 930, 931 και 932 ΑΚ, διότι οι δύο διαδικασίες, η ποινική και η διοικητική, αφορούν δύο διαφορετικά ευθυνόμενα πρόσωπα (ΣτΕ 291/2020).

ΕΝΟΡΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ: ΕΛΠΙΔΑ ΤΟΥ ΕΝΟΧΟΥ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩΟΥ; – ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποθήκευση αρχείου (DOCX, Unknown)

Επόμενη στάση, η δικαστική ανεξαρτησία*. Παντελής Μποροδήμος, Γεν. Γραμματέας ΕΝΔΕ

Επόμενη στάση, η δικαστική ανεξαρτησία*.

                                                Παντελής Μποροδήμος, Γεν. Γραμματέας ΕΝΔΕ

Η συζήτηση για την ανεξαρτησία στο χώρο της Δικαιοσύνης υπήρξε ανέκαθεν αγαπημένο θέμα στο χώρο των νομικών. Αν γραφτεί και με «Α» κεφαλαίο δείχνει να αποκτά μεταφυσική υπόσταση, σαν πνεύμα που φυσάει μέσα σε κάθε δικαστικό λειτουργό και του χαρίζει ένα αόρατο πέπλο δύναμης. Η πνοή αυτή, όμως, για να γεννηθεί, χρειάζεται πνεύμονες, χρειάζεται καρδιά, χρειάζεται δηλαδή υλική υπόσταση και ακουμπάει στο πραγματικό σώμα της ανεξαρτησίας, που είναι ανθρώπινο, ατελές και συνάμα μια δύναμη για το καλύτερο ή το χειρότερο. Και αυτό είναι λιγότερο μεταφυσικό από όσο ίσως θα θέλαμε, είναι όμως εντελώς αληθινό.

Η ανεξαρτησία στη Δικαιοσύνη, δεν είναι, λοιπόν, ούτε ένα αόρατο μέγεθος, ούτε μια αυτονόητη υπόθεση. Οι κανόνες της Δημοκρατίας μας, που θεμελίωσαν αυτή την αρχή του Κράτους Δικαίου, διαμόρφωσαν το πλαίσιο, που την κάνει εφικτή ως στόχο, παραμένει όμως ένα διαρκές διακύβευμα, που περιλαμβάνει μικρές και μεγάλες μάχες στην καθημερινότητα. Ένα πλέγμα κανόνων που διαφυλάσσει το δικαστικό λειτουργό από τις άμεσες ή τις έμμεσες παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας υπάρχει ακόμα, αποτελώντας όμως μια μόνιμη ενόχληση για την τελευταία, που την αισθάνεται ως υπερβολική παραχώρηση, την αιτία της οποίας δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί. Η μεταπολιτευτική κληρονομιά δημοκρατικών θεσμών, γίνεται πια αντικείμενο συστηματικής αμφισβήτησης και στοχευμένης αποδόμησης, ενώ η ιστορική μνήμη των ταραγμένων χρόνων που τους γέννησαν, φαντάζει να αφορά μια διαφορετική εποχή. Στον οδικό χάρτη της ακύρωσης θεσμικών εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου, επόμενη στάση είναι η δικαστική ανεξαρτησία.

Σήμερα, δε χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα καχύποπτος. Η διαχρονική αγωνία της εκτελεστικής εξουσίας να εξακτινώνει την επιρροή της και σε άλλους θεσμούς, βρήκε χρήσιμους καταλύτες την οικονομική κρίση και την πανδημία. Ήδη τα τελευταία χρόνια βιώσαμε ως Δικαστικό Σώμα τη συστηματική ενοχοποίηση πολλών από εκείνους τους θεσμούς που συνθέτουν το πλέγμα προστασίας της ανεξαρτησίας μας. Η επετηρίδα, ο στέρεος και αντικειμενικός τρόπος υπηρεσιακής εξέλιξης, φαίνεται πια να εμποδίζει ένα αφήγημα περί αριστείας, που σπέρνει τον ανταγωνισμό για να θερίσει παρεμβατικότητα. Η αξιολόγηση, που ενώ είναι αυτονόητη και ισχύει ανέκαθεν στη Δικαιοσύνη, ανακαλύπτεται εκ νέου για να σχεδιαστεί σε πρότυπα ανώνυμης εταιρείας. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες διοικήσεις των μεγάλων Δικαστηρίων, καλούνται είτε να γίνουν, είτε να αντικατασταθούν από manager. Και αν οι φόβοι και οι εκτιμήσεις μας για όσα ακολουθούν, μπορούσαν να αποδοθούν σε «συνδικαλιστικές αγκυλώσεις», τι θα μπορούσε να πει κανείς για τη Διοικητική Ολομέλεια του ΣτΕ, που πρόσφατα κατέδειξε τους κινδύνους που θα προέκυπταν για τη δικαστική ανεξαρτησία, από την αποτραπείσα εισαγωγή γραπτών εξετάσεων στην επιμόρφωση και τη θέσπιση προδιαγεγραμμένων επιπέδων αξιολόγησης με μορφή κάστας; Για όσα δηλαδή διαμαρτυρήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών και αποτύπωσε με ενάργεια η ηλεκτρονική ψηφοφορία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Παράλληλα, δεν περνάει απαρατήρητη μια προσπάθεια «δολοφονίας χαρακτήρα» που επιχειρείται σε βάρος του Δικαστικού Σώματος. Η δημόσια υπερπροβολή συνήθων πειθαρχικών διαδικασιών, ως να ήταν κάτι καινοφανές, η συστηματική εργαλειοποίηση της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, αποκομμένη όμως από τις πραγματικές αιτίες της και η χρονική συγκυρία που συμβαίνουν αυτά, δεν αφήνουν περιθώριο για αμφιβολίες ως προς την υφιστάμενη στόχευση. Οι αλλαγές που έχουν ήδη εξαγγελθεί στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, δηλαδή στο νομοθέτημα που ορίζει τα σχετικά με την υπηρεσιακή μας κατάσταση (προαγωγές, μεταθέσεις, πειθαρχική διαδικασία κλπ.) είναι το επόμενο πεδίο πίεσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, που για να δικαιωθεί κοινωνικά χρειάζεται ένα δικαστικό Σώμα ένοχο έναντι της κοινωνίας και ενοχικό απέναντι στον εαυτό του. Ευτυχώς τίποτα από τα δύο δεν ισχύει. Γιατί οι δικαστές και εισαγγελείς, υφίστανται καθημερινά βαρύ φορτίο σε συνθήκες αντίξοες, ενώ έχουν επανειλημμένα υποδείξει προς τους ιθύνοντες, θεσμικά συνεπείς δρόμους εξόδου από τα διαχρονικά προβλήματα της Δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία μας πρέπει να πάψει να γίνεται αντιληπτή ως εμπόδιο για μια γρήγορη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη, αλλά ως conditio sine qua non.

Ο  τραγικός απολογισμός των θυμάτων της πανδημίας και οι οικονομικές επιπτώσεις που ήδη την ακολουθούν, καθιστούν περισσότερο από ποτέ αναγκαία την ουσιαστική ενίσχυση του ανεξάρτητου συστήματος απονομής Δικαιοσύνης. Το Δικαστικό Σώμα θα κάνει το καθήκον του έναντι του συνταγματικού του ρόλου και θα προασπίσει την ανεξαρτησία του, ώστε την επόμενη μέρα της πανδημίας να μη μετρήσουμε απώλειες για το Κράτος Δικαίου. Ταυτόχρονα θα συνεχίσουμε να εισφέρουμε προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, την απλοποίηση των διαδικασιών, την χωρίς εκπτώσεις ταχύτητα. Σε τέτοιες δύσκολες εποχές αποκλεισμοί και επιλογή συνομιλητών δεν ωφελούν κανέναν. Μόνος δημοκρατικός δρόμος, είναι ο ουσιαστικός διάλογος, ένα «δώρο» που το χρειάζεται η Πολιτεία μας για να κοιτάξει με αισιοδοξία τη νέα χρονιά.

 

*Αναδημοσίευση από το δικτυακό τόπο dikastiko.gr της 01.01.2022

Ο θεσμικός ρόλος του Εισαγγελέα στην ακούσια νοσηλεία και τη δικαστική συμπαράσταση, Επιμέλεια: Λάμπρος Τσόγκας Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Ο θεσμικός ρόλος του Εισαγγελέα στην ακούσια νοσηλεία και τη δικαστική συμπαράσταση

Επιμέλεια:

Λάμπρος Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

Α) ΑΚΟΥΣΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑ

Στην προσέγγιση του ζητήματος ης ακούσιας νοσηλείας κεντρικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η τήρηση των προϋποθέσεων και των σχετικών προθεσμιών, που προβλέπονται στο νόμο για την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου, ώστε να αποτρέπονται παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων. Η κρίσιμη διάταξη είναι αυτή του άρθρου 5παρ.1.ε της ΕΣΔΑ σύμφωνα με την οποία ‘’παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν: ε. εάν πρόκειται περί νομίμου κρατήσεως ατόμων δυναμένων να μεταδώσωσι μεταδοτικήν ασθένειαν, φρενοβλαβούς, αλκοολικού, τοξικομανούς.’’

Εξάλλου για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ έχει απασχολήσει η αναζήτηση τέτοιων παραβιάσεων μετά από προσφυγές ιδιωτών κατά της χώρας μας. Προς τούτο μνημονεύεται η υπόθεση Καραμανώφ κατά Ελλάδας (Απόφαση της 26.7.2011).

Το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι ο Ν. 2071/1992 έχει θεσπίσει μια δικαστική διαδικασία σε θέματα ακούσιας νοσηλείας. Αν και οι ψυχίατροι έχουν σημαντικές αρμοδιότητες σε θεραπευτικό επίπεδο, η διαδικασία, στο σύνολό της, διεξάγεται υπό τον έλεγχο του Εισαγγελέα. Μόνον το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την ακούσια νοσηλεία. Η αίτηση για ακούσια νοσηλεία, που μπορεί να προέρχεται από ένα στενό συγγενή του ασθενούς, υποβάλλεται στον Εισαγγελέα, που είναι εξουσιοδοτημένος να διατάξει τη μεταφορά του ασθενούς σε μια ψυχιατρική κλινική για να υποστεί μια εξέταση χωρίς αυτό να μπορεί να υπερβεί τις 48 ώρες και με σκοπό να συναχθεί η διάγνωση της ψυχικής του κατάστασης και να δώσει έτσι στο νοσοκομείο τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί αυτό αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που επιτρέπουν την ακούσια νοσηλεία. Ο Εισαγγελέας έχει επίσης την υποχρέωση να προσφύγει εντός προθεσμίας τριών ημερών από την αίτησή του για μεταφορά του ασθενούς σε κλινική, στο Πρωτοδικείο, το οποίο και πρέπει να εξετάσει την υπόθεση εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Συνάγεται ότι η διαμονή ενός ατόμου, που παρουσιάζει ψυχικές διαταραχές σε ψυχιατρική κλινική με εντολή του Εισαγγελέα και πριν αποφανθεί οριστικά το Δικαστήριο επί της ακούσιας νοσηλείας, υποβάλλεται σε προθεσμίες και καλά ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες, που έχουν σκοπό να αποφευχθεί κάθε αυθαιρεσία στη διαδικασία λήψης απόφασης, που κινδυνεύει να επιφέρει μακροχρόνιες συνέπειες στη ζωή του ασθενούς. Το ΕΔΔΑ λοιπόν προέβη στις εξής διαπιστώσεις:

===Πρώτον στην υπό κρίση υπόθεση, ο προσφεύγων νοσηλεύθηκε από τις 12 Νοεμβρίου 2008, όταν μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Αθηνών για να υποστεί μια εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ. 5 του Νόμου 2071/1992, μέχρι τις 22 Μαΐου 2009, ημερομηνία της εξόδου του μετά την απόφαση, που εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2009 επί της αίτησης για ακούσια νοσηλεία του, δηλαδή για διάρκεια έξι μηνών και δέκα ημερών, ενώ το άρθρο 96 παρ. 6 του ίδιου νόμου προβλέπει ότι η συνολική διάρκεια, κατά την οποία ένας ασθενής μπορεί να διαμένει σε ψυχιατρείο πριν το δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί παρόμοιας αίτησης, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις δεκατρείς ημέρες.

===Δεύτερον ότι εντός της περιόδου αυτής, δεν τηρήθηκαν δύο προθεσμίες, που τίθενται στο Ν. 2071/1992: η προθεσμία των σαράντα οκτώ ωρών, που προβλέπεται για τη διαβίβαση στον Εισαγγελέα της έκθεσης των ψυχιάτρων (άρθρο 96 παρ. 5) και η προθεσμία των δέκα ημερών, που πρέπει να μεσολαβήσει ανάμεσα στην αίτηση του Εισαγγελέα ενόψει του εγκλεισμού και στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της αίτησης αυτής (άρθρο 96 παρ. 6 ). Αντί για σαράντα οκτώ ώρες, χρειάστηκαν δεκαέξι ημέρες για τη διαβίβαση της έκθεσης των δύο εμπειρογνωμόνων ψυχιάτρων, που εξέτασαν τον προσφεύγοντα (από τις 12 Νοεμβρίου 2008 ως τις 28 Νοεμβρίου 2008). Εξάλλου, η εκδίκαση της αίτησης ακούσιας νοσηλείας της 28ης Νοεμβρίου 2008 ορίστηκε για τις 19 Δεκεμβρίου 2008, δηλαδή σε διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο από τις δέκα ημέρες, που προβλέπει το άρθρο 96 παρ. 6 για να εκδώσει απόφαση το Δικαστήριο. Η εκδίκαση έγινε, συνεπώς, πάνω από ένα μήνα αφότου ξεκίνησε ο εγκλεισμός του προσφεύγοντος.

=== Επίσης δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης σύμφωνα με τα οποία το περιεχόμενο της έκθεσης των ψυχιάτρων και το ότι το Δικαστήριο διέταξε πρόσθετη ψυχιατρική έκθεση δικαιολογούν τις σημαντικές υπερβάσεις των προθεσμιών, που συνέβησαν μεταγενέστερα στην υπό κρίση υπόθεση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι χρειάστηκαν πέντε μήνες και δεκαέξι ημέρες για να εκδώσει οριστική απόφαση (από τις 28 Νοεμβρίου 2008, ημερομηνία της προσφυγής του Εισαγγελέα ως τις 14 Μαΐου 2009, ημερομηνία της δικαστικής απόφασης, που απορρίφθηκε η αίτηση). Καμία αξιόπιστη εξήγηση δεν προκύπτει από τον φάκελο ούτε από τις παρατηρήσεις της Κυβέρνησης για τα ακόλουθα περιστατικά:

– Ενώ το εθνικό Δικαστήριο πήρε την απόφαση να διατάξει νέα ψυχιατρική εξέταση του προσφεύγοντος στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2009 και κοινοποιήθηκε στον ορισμένο εμπειρογνώμονα για να την πραγματοποιήσει στις 29 Ιανουαρίου 2009, ο οποίος και διαβίβασε την έκθεσή του στον Εισαγγελέα μόλις στις 25 Φεβρουαρίου 2009.

– Η απόφαση, που απέρριψε την αίτηση του Εισαγγελέα για ακούσια νοσηλεία του προσφεύγοντος, δεν εκδόθηκε παρά μόνο στις 14 Μαΐου 2009, ενώ από το άρθρο 96 προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί εντός πολύ συντόμων προθεσμιών.

– Τέλος, ενώ η απόφαση, που απέρριψε την ακούσια νοσηλεία, εκδόθηκε στις 14 Μαΐου 2009, ο προσφεύγων εξήλθε του νοσοκομείου μόνον στις 22 Μαΐου 2009.

Επίσης, το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι παρά το ότι ο Διευθυντής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου αποφάνθηκε υπέρ της εξόδου του προσφεύγοντος στις 29 Ιανουαρίου 2009, ο Εισαγγελέας διέταξε τη μεταφορά του σε μια ιδιωτική κλινική, με αίτηση της μητέρας του προσφεύγοντος και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ωστόσο, το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι ανάμεσα στην εισαγωγή του ασθενούς και την απόφαση του Δικαστηρίου, ο ασθενής υπόκειται στη θεραπευτική ευθύνη του Επιστημονικού Διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής (άρθρο 96 παρ. 9 Ν.2071/1992).

===Ως προς το ζήτημα της τήρησης των προθεσμιών, που προβλέπονται στο Ν.2071/1992, πρέπει να γίνουν οι εξής επισημάνσεις:

α) Αφού δεν νοείται αυτοδίκαιη ή σιωπηρή παράταση της αναγκαστικής νοσηλείας, πρέπει ο Εισαγγελέας εντός τριημέρου, από τότε που διέταξε τη μεταφορά του ασθενούς, να ζητά εγγράφως από τον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών να ορίσει δικάσιμο μέσα σε δέκα (10) ημέρες στο Μονομελές Πρωτοδικείο για να εκδικασθεί η αίτησή του περί αναγκαστικής νοσηλείας. Πρέπει δε ο Εισαγγελέας, πλην των ως άνω οριζομένων, να παρακολουθεί, επισταμένως, εάν πράγματι ορίσθηκε η δικάσιμος ενός του δεκαημέρου, άλλως να ενημερώνει εγκαίρως τον προϊστάμενο του Πρωτοδικείου για την υπάρχουσα ανάγκη απαρέγκλιτης τήρησης της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας και, εάν εξακολουθεί να υφίσταται σχετικό πρόβλημα τον ασκούντα, κατ’ άρθρο 19 παρ. 1ε Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, την εποπτεία του πρωτοδικείου, διευθύνοντα το Εφετείο. Τέλος, πρέπει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ευθύς ως εκδοθεί η δικαστική απόφαση, να παραγγέλλει εάν απορρίπτεται η αίτηση την άμεση έξοδο του ασθενούς, εάν δε γίνεται δεκτή, να αποστέλλει αντίγραφο αυτής στη Μονάδα Ψυχικής Υγείας, που νοσηλεύεται ο ασθενής (ΠαραγγΕισΑΠ 1421/2004 ΠοινΔικ 12/2004).

===Σύμφωνα με γνωμοδότηση του ΕισΑΠ εάν  από λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος δεν καθίσταται δυνατή η τήρηση της προθεσμίας του προσδιορισμού της υπόθεσης εντός 10 ημερών, τότε ο Εισαγγελέας οφείλει να προκαλέσει έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρο 781 ΚΠολΔ), που αποτελεί δικαστική απόφαση, έστω περιληπτική (πρβλ. ολΑΠ 1154/1990 ΕλΔ 1991, 239). Να σημειωθεί εδώ ότι η μη τήρηση της προθεσμίας των δέκα ημερών δεν φαίνεται να συνεπάγεται ακυρότητα στη σχετική διαδικασία και συνεπώς η τυχόν απόλυση του φερόμενου ασθενούς δεν εμποδίζει την έκδοση της απόφασης υπέρ της ακούσιας νοσηλείας, η οποία και θα εκτελεστεί από τον Εισαγγελέα (άρθρο 96 παρ. 4 εδ. α΄ Ν 2071/1992). Εάν τηρηθεί η άνω προθεσμία και δη γίνει η συζήτηση της αίτησης του Εισαγγελέα μέσα σ’ αυτή, δεν απολύεται ο μεταφερθείς και εμφανιζόμενος ως ασθενής πριν την έκδοση της σχετικής απόφασης, η οποία όμως πρέπει να εκδοθεί «το συντομότερο» – «εντός βραχείας προθεσμίας» από την πάροδο της συζήτησης της υπόθεσης. Προς τούτο ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, που διέταξε τη μεταφορά, οφείλει να ενημερώνει τον διευθυντή της οικείας επιστημονικής μονάδας περί της τήρησης ή μη της άνω προθεσμίας, αλλά και ο τελευταίος οφείλει να ζητεί τις αντίστοιχες πληροφορίες, για την συντονισμένη τήρηση της νομιμότητας σε σχέση με την περαιτέρω μεταχείριση του μεταφερθέντος ατόμου (βλ. σχετ. ΓνωμΕισΑΠ 12/2006).

===Στο σημείο όμως αυτό προκειμένου να υπάρχει ευθυγράμμιση με τη θέση του ΕΔΔΑ πρέπει να διευκρινιστούν τα εξής: Ο Εισαγγελέας οφείλει εντός τριών ημερών από τη μεταφορά του πάσχοντος στο Νοσοκομείο να υποβάλει αίτηση για την ακούσια νοσηλεία του ατόμου στο αρμόδιο Δικαστήριο.  Όμως η απόλυση του νοσηλευόμενου, εάν η απόφαση του Δικαστηρίου δεν εκδοθεί σε 10 ημέρες από την αίτηση του Εισαγγελέα, είναι επιβεβλημένη στην περίπτωση που αυτός δεν εκδήλωσε βίαιη και επικίνδυνη συμπεριφορά και δεν υπάρχουν παράπονα από το συγγενικό του περιβάλλον ή πληροφορίες από την αστυνομική αρχή ότι τούτος είναι άτομο χαρακτηριζόμενο από επιθετικότητα (π.χ. ζει απομονωμένος χωρίς να έρχεται σε διενέξεις με άλλους, δεν οπλοφορεί, δεν καταγράφονται απειλές ή επιθέσεις σε άλλους ή καταστρφές ξένων  πραγμάτων, δεν άσκησε βία κατά την επέμβαση της αστυνομικής δύναμης για τη μεταφορά του στο νοσοκομείο για εξέταση, δεν προέβη σε ενέργειες σε βάρος του εαυτού του). Στην περίπτωση λοιπόν αυτή η απόλυσή του πρέπει να ακολουθήσει, εφόσον δεν τηρηθεί η προθεσμία των 10 ημερών για την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου από την ημέρα της υποβολής της αίτησης του Εισαγγελέα και (προφανώς) δεν έχει προηγηθεί ούτε έκδοση προσωρινής διαταγής για τη συνέχιση της νοσηλείας λόγω επικίνδυνης συμπεριφοράς του ατόμου. Για το συνολικό αριθμό των 13 ημερών ως το μέγιστο διάστημα νοσηλείας του ατόμου χωρίς απόφαση Δικαστηρίου, εκτός από την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ, σχετικό είναι και το υπ’ αριθμ. 7967.4/01/6.4.2004 πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Αν όμως έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή, επειδή πρόκειται για επικίνδυνο άτομο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο ή ακόμη και αν δεν υπάρχει τέτοια αλλά το άτομο είναι επικίνδυνο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, τότε η νοσηλεία του και η μη απόλυσή του είναι επιβεβλημένη έστω και εάν δεν είναι δυνατό να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου εντός 10 ημερών από την αίτηση του Εισαγγελέα, αφού τούτο δικαιολογείται τόσο από το συμφέρον του ιδίου του πάσχοντος όσο και από το δημόσιο συμφέρον. Διαφορετικά υπονομεύεται τόσο η δημόσια ασφάλεια, όσο και το δικαίωμα του πάσχοντος για τη ζωή του. Έτσι, αφού ήδη έχει μεσολαβήσει παραπομπή του στο αρμόδιο Δικαστήριο για το ζήτημα της νοσηλείας του, το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί το βάρος της προσβολής του ατομικού του δικαιώματος της παράτασης της νοσηλείας του πέραν των 13 ημερών, στην περίπτωση που δεν καταστεί  δυνατό να εκδοθεί απόφαση Δικαστηρίου και ο νοσηλευόμενος είναι επικίνδυνο άτομο για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο. Με βάση τα προαναφερθέντα  ο  Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί  να ζητήσει προσωρινή διαταγή από τον Δικαστή του αρμοδίου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις, που διαφαίνεται ότι ο νοσηλευόμενος έχει επικίνδυνη συμπεριφορά για τον ίδιο και το κοινωνικό  σύνολο, με αίτημα να διαρκέσει η νοσηλεία του μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού, εφόσον το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να εκδώσει την απόφασή του εντός 10 ημερών από την αίτηση του Εισαγγελέα για την ακούσια νοσηλεία του πάσχοντος. Βέβαια η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου διαστήματος για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπέρμετρης διάρκειας νοσηλείας χωρίς απόφαση Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 781 ΚΠΔ, διάταξη που με βάση τα ανωτέρω είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην εφαρμογή της. Έτσι σύμφωνα με τη διάταξη του εν λόγω άρθρου:  1. Το δικαστήριο, που δικάζει την αίτηση, μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, με την οποία διατάζει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του, για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμιστεί κατάσταση.

  1. Το δικαστήριο ανακαλεί οποτεδήποτε, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, την προσωρινή διαταγή του.

Ως εκ τούτου με  βάση τα προαναφερθέντα τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης με κυρίαρχο αυτό της επικινδυνότητας του δράστη για τον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, είναι αυτά, που θα καθορίσουν την ανάγκη της υπέρβασης του χρονικού ορίου των 13 ημερών της νοσηλείας του ατόμου χωρίς να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, όπου τούτο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί.

===Επιπλέον από όσα ήδη προεκτέθηκαν, προκύπτει η σημασία της ηλεκτρονικής διακίνησης των εγγράφων, ώστε με τον τρόπο αυτό να συντομεύεται ο χρόνος της αποστολής τους από τις υπηρεσίες προς τις δικαστικές αρχές αλλά και να μειώνεται ο χρόνος για την επεξεργασία τους, αφού τούτα μπορούν να ενσωματωθούν στα δικόγραφα και να τύχουν άμεσης αξιολόγησης. Κατά συνέπεια η πρακτική εφαρμογή των οριζομένων στο Ν.4727/2020 και ειδικότερα στο άρθρο 14 του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με το οποίο τα πρωτότυπα ηλεκτρονικά δημόσια έγγραφα της παρ. 3 και τα πιστοποιητικά και οι βεβαιώσεις της παρ. 6 του άρθρου 13 έχουν την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα δημόσια έγγραφα, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τους φορείς του δημοσίου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κατά την ηλεκτρονική διακίνησή τους.

===Περαιτέρω πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης της ακούσιας νοσηλείας και τούτα σχετίζονται με την υποχρέωση ή μη του Εισαγγελέα να παρίσταται στη συζήτηση, με τον τρόπο κλήτευσης του καθού η αίτηση και με την προοπτική της συνέχισης της νοσηλείας σε ιδιωτική κλινική. Έτσι μπορουν να ειπωθούν τα εξής:

1ον Σύμφωνα με το άρθρο 750 ΚΠολΔ, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται και δεν υποχρεούται να παρίσταται στην εκδίκαση της υπόθεσης, η εξέταση της οποίας δεν εμποδίζεται από τη μη παράστασή του ως αιτούντος. ’Αλλωστε, στην περίπτωση αυτή, ο Εισαγγελέας ενεργεί προς όφελος τρίτου, χωρίς να υφίσταται περιθώριο εφαρμογής του άρθρου 754 ΚΠολΔ, η έννομη συνέπεια του οποίου συνδέεται με την ερημοδικία του αιτούντος, προς όφελος του οποίου παρέχεται το εκάστοτε ρυθμιστικό ή διαπιστωτικό μέτρο της εκούσιας δικαιοδοσίας (Μον Πρωτ Θεσ 16495/2017).

2ον Δεν λαμβάνει χώρα νόμιμη κλήτευση του καθου η αίτηση, κατά τα άρθρα 96§6 του ν. 2071/1992 και 122 επ. ΚΠολΔ, ενώ αυτή είναι υποχρεωτική (άρθρα 96§6 του ν. 2071/1992 και 754 ΚΠολΔ), όταν από τη βεβαίωση του Επιμελητή των Δικαστηρίων του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης επιδόθηκε στο Διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής του  Νοσοκομείου, ενώ δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 131 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το οικείο  έγγραφο του Νοσοκομείου , ο καθου η αίτηση, κατά τη διενέργεια της επίδοσης, δε νοσηλευόταν στην ως άνω κλινική, καθώς είχε ήδη λάβει εξιτήριο. Ενόψει τούτου κηρύσσεται  απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης ( ΜονΠρωτΠατρ 38/2020).

3ον. Από το αποδεικτικό επίδοσης (που μπορεί να είναι και αστυνομικό όργανο του οικείου Α.Τ.) πρέπει να προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, επιδίδεται νόμιμα και εμπρόθεσμα στον καθού κατά τα άρθρα 741, 122 παρ. 2, 123, 126, 127 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όταν όμως αυτός δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνείται στη σειρά της από το πινάκιο, ούτε παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο, δικάζεται ερήμην (άρθρα 741 και 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρων, κατά εφαρμογή του άρθρου 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ, το οποίο για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και στην περίπτωση, που δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση ο καθʼ ου η αίτηση ή τρίτος, που έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως ή έχει παρέμβει (ΜονΠρωτΠειρ 98/2019).

4ον Όπως προβλέπεται στο άρθρο 122α ΚΠολΔ (όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 6 Ν.4842/2021), που θα ισχύει από τις 1-1-2022 η επίδοση του δικογραφόυ μπορεί να γίνεται πλέον και ηλεκτρονικά. Έτσι προβλέπεται:

1.Επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα από πιστοποιημένο για τον σκοπό αυτόν δικαστικό επιμελητή, διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του ή την έδρα του, κατά τον χρόνο διενέργειας της επίδοσης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται.

  1. Τα δικόγραφα είναι δυνατόν να επιδίδονται, σύμφωνα με την παρ. 1, και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020 (Α’ 184). Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Επί ποινή ακυρότητας, η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται στην έκθεση επίδοσης την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠολΔ. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την αποστολή. Συνέπεια του ανυπόστατου της ηλεκτρονικής επίδοσης είναι η αυτοδίκαιη διενέργειά της με φυσικό τρόπο επίδοσης, όπως ορίζουν τα άρθρα 122 επ.
  2. Στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής επίδοσης οι δικονομικές προθεσμίες παρατείνονται κατά μία (1) ημέρα.

5ον Σύμφωνα με το άρθρο 131 ΚΠολΔ αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μαζί του, σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της φυλακής, που σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έγγραφο στα χέρια εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.

6ον Κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 101 του Ν. 2071/1992  εκδόθηκε η υπ’ αριθ. Γ3α, β/Γ.Π. οικ. 65047/13-10-2020 (ΦΕΚ Β΄ 4704/23-10-2020) απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, με θέμα «Όροι και προϋποθέσεις ακούσιας νοσηλείας σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές». Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου μόνου αυτής «Με την απόφαση για την ακούσια νοσηλεία, το αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο δύναται να διατάξει, με γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς, τη συνέχισή της σε συγκεκριμένη ιδιωτική ψυχιατρική κλινική εφόσον διατυπώνεται σχετικό αίτημα από τους αιτούντες την ακούσια νοσηλεία». Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 αυτού «Η οριζόμενη στη δικαστική απόφαση ιδιωτική ψυχιατρική κλινική πρέπει να έχει βεβαίωση καλής λειτουργίας εν ισχύ, να είναι συμβεβλημένη με τον ΕΟΠΥΥ και να υπάγεται κατά προτίμηση στον τομέα ψυχικής υγείας του τόπου κατοικίας του ασθενούς (βλ σχετ. 4/2021 ΕγκμΕισΑΠ).

 

Β) ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Ο Εισαγγελέας κατά την εξέταση ζητημάτων δικαστικής συμπαράστασης πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής:

===Στις δίκες για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση η διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης και ιδίως των αποδείξεων γίνεται κεκλεισμένων των θυρών.Εάν σε δίκη για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, το Δικαστήριο συνεδρίασε δημόσια, ενώ όφειλε κατά νόμον, χωρίς να έχει διακριτική ευχέρεια σχετικώς, να δικάσει κεκλεισμένων των θυρών, η οποία συνεπάγεται ακυρότητα της διεξαχθείσας δίκης (συζήτησης) και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (ΜονΕφΘεσ 9/2021).

===Ζήτημα ανακύπτει για τη θέση αλλοδαπού σε δικαστική συμπαράσταση ως προς το αν θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του ελληνικού δικαστηρίου. Η σχετική θεμελίωση αυτής σε θέματα στέρησης δικαιοπρακτικής ικανότητας αλλοδαπού σχετεται με την ύπαρξη συνήθους διαμονής του αλλοδαπού στην ημεδαπή. Έτσι σε περίπτωση τραυματισμού αλλοδαπού κατά τη διάρκεια οικογενειακών διακοπών στην ημεδαπή, εξ αιτίας του οποίου ζητείται η δικαστική του συμπαράσταση, μη υφισταμένου πέραν της νοσηλείας του, κάποιου άλλου ιδιαίτερου συνδέσμου του καθ’ ου η αίτηση με την ημεδαπή, δεν θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου. Ο τόπος κατοικίας αυτού εξακολουθεί να αποτελεί η αλλοδαπή, έτσι η  αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου (ΜονΠρωτΘεσ 9860/2019).

===Η υπόθεση εισάγεται στο Δικαστήριο είτε με αίτηση του νομιμοποιούμενου προσώπου είτε αυτεπαγγέλτως, με πράξη του αρμοδίου Δικαστή, κατά το άρθρ. 747 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ακόμη πρέπει να ανααφερθεί ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 ιδίου Κώδικα, ο αρμόδιος Δικαστής μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων, που έχουν έννομο συμφέρον στη δίκη, με κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης, στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου. Σύμφωνα με την παρ. 5 του  άρθρου 748 ΚΠολΔ, στις υποθέσεις, που εισάγονται κατά την παράγραφο 4 του άρθρ. 747 (δηλαδή με πράξη του Δικαστή), εκείνος, που εξέδωσε την πράξη, ορίζει δικάσιμο, κοινοποιεί αντίγραφο της πράξης στον Εισαγγελέα και μπορεί να διατάξει την κλήτευση στη δίκη οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι ο τρίτος, με μόνη την κλήτευσή του κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστή, η οποία δεν προσβάλλεται για το λόγο αυτό με ένδικο μέσο ή τριτανακοπή, αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και υπό την ιδιότητά του αυτή μπορεί να προσβάλει την απόφαση με ένδικο μέσο (ΕφΛαρ 97/2016).

 

===Αντίγραφο της αίτησης, που εισάγεται να δικαστεί και δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με τη σημείωση για τον προσδιορισμό δικασίμου, πρέπει να κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου και στην περίπτωση, που ζητείται η αντικατάσταση ή η παύση δικαστικού συμπαραστάτη ή ακόμη και των μελών του εποπτικού συμβουλίου του τελούντος υπό δικαστική συμπαράσταση προσώπου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 760 ΚΠολΔ, το άρθρο 748 εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα και αντί του Εισαγγελέα που αναφέρεται στο άρθρο 748 παρ. 2 ΚΠολΔ καλείται ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου, που δικάζει το ένδικο μέσο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί έφεσης κατά απόφασης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία τα εκούσιας δικαιοδοσίας, σε υπόθεση παύσης ή αντικατάστασης του δικαστικού συμπαραστάτη ή μέλους του εποπτικού συμβουλίου, αναφορικά με πρόσωπο που τελεί σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, αν αντίγραφο της έφεσης, με τη σημείωση για τον προσδιορισμό δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατ’ αυτήν, δεν κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα Εφετών και αυτός δεν εμφανισθεί οίκοθεν στη δίκη, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ανεξάρτητα από τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (ΕφΑθ 2507/2016).

===Όταν η εισαγωγή της υπόθεσης για συζήτηση γινεται από τον   Εισαγγελέα Πρωτοδικών, τότε απαιτείται δική του, αυτοτελή, αίτηση ως διαδίκου (ΕφΠατρ 227/2007).

===Τα πρόσωπα, που νομιμοποιούνται για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του πάσχοντος ενηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, είναι ο πάσχων, ο σύζυγος αυτού, οι γονείς του, τα τέκνα του και ο Εισαγγελέας ή και το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, υποκινούμενο είτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1668 ΑΚ πρόσωπα είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, που δείχνει ενδιαφέρον για τον πάσχοντα. Ωστόσο, σε περίπτωση σωματικής αναπηρίας, κατά τη ρητή διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 1667 ΑΚ, αποκλειστικά νομιμοποιούμενος για την υποβολή της σχετικής αίτησης για θέση σε δικαστική συμπαράσταση είναι ο ίδιος ο πάσχων, εκτός αν παράλληλα με τη σωματική αναπηρία παρουσιάζει και κάποια άλλη νοσηρή κατάσταση εκ των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 1666 ΑΚ.

 

=== Με βάση τα ανωτέρω το διατακτικό αίτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών προς το αρμόδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο) για τη δικαστική συμπαράσταση προσώπου  πρέπει να αφορά το εξής περιεχόμενο:

1ον Να τεθεί ο/η …. κάτοικος ή  προσωρινά διαμένων στην ιδιωτική κλινική (….) σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.

2ον. Να διοριστεί  προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης του συμπαραστατούμενου, για το χρονικό διάστημα από την έκδοση μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, και οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη, τον  …, κάτοικο ……

3ον Να ανατεθεί εν όλω στον ανωτέρω δικαστικό συμπαραστάτη η επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου.

4ον. Να διοριστεί  τριμελές εποπτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τους: 1)….ως πρόεδρο, 2) …. 3) …., ως μέλη.

5ον Να διαταχθεί  η Γραμματέα του Δικαστηρίο να προβεί στην καταχώρηση του διατακτικού της σχετικής απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου για τον σκοπό αυτό, και να επιμεληθεί για την επίδοση της απόφασης στον διορισθέντα δικαστικό συμπαραστάτη και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.

 

===Αφού τα ανωτέρω στοιχεία αποτελούν το περιεχόμενο του διατακτικού της αίτησης του αρμοδίου Εισαγγελέα προς το Δικαστήριο εννοείται ότι πριν την υποβολή της αίτησης από τον ίδιο, πρέπει να έχουν αναζητηθεί τα απαιτούμενα έγγραφα, που αφορούν την ταυτότητα και τη διαμονή του προσώπου που πρέπει να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, η εξακρίβωση της κατάστασης της ψυχικής του υγείας με πλήρη περιγραφή του προβλήματος που αντιμετωπίζει και αφορά το ψυχικό ή διανοητικό του επίπεδο, ή τη σωματική του κατάσταση, που επιδρά  στη ψυχική και στη  διανοητική του κατάσταση, την αναζήτηση αξιόπιστων ατόμων για τη θέση του δικαστικού συμπαραστάτη και μελών του εποπτικού συμβουλίου, μέσω σχετικών εκθέσεων των αρμοδίων υπηρεσιών, υπεύθυνων δηλώσεων, ενόρκων βεβαιώσεων προς τούτο.

 

===Η φυσική παρουσία του Εισαγγελέα στη δίκη δικονομικά δεν είναι αναγκαία και η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί κανονικά, είναι όμως δεδομένη σε περιπτώσεις που οι περιστάσεις των υποθέσεων το επιβάλουν, ούτε για να θεωρηθεί δικονομικά παρών ο Εισαγγελέας είναι αναγκαίο να υποβάλει προτάσεις προς το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε για τη διαδικασία σε υποθέσεις  ακούσιας νοσηλείας .