44t5t5457755t45t44

Συνέντευξη του Προέδρου της Ε.Δ.Ε., Χριστόφορου Σεβαστίδη, στην ΕφΣυν της 26ης Απριλίου 2022

                     ΕΝΩΣΗ
ΔΙΚΑΣΤΩΝ   &   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΠΡΩΗΝ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ)
ΚΤΙΡΙΟ 6 –ΓΡΑΦΕΙΟ 210
ΤΗΛ: 213 215 6114-  FAX 210 88 41 529
Τ.Κ. 101. 71 – e- mail: endikeis@otenet.gr

 

Συνέντευξη του Προέδρου της Ε.Δ.Ε., Χριστόφορου Σεβαστίδη, στην ΕφΣυν της 26ης Απριλίου 2022

 

  1. Με πρόσχημα την σωστή επιδίωξη για ταχύτερη απόδοση δικαιοσύνης είδαμε πρόσφατα να θεσπίζονται νομοθετικές διατάξεις που δημιουργούν δικαιοσύνη διαφόρων ταχυτήτων με ότι κι αν σημαίνει αυτό για τον απλό πολίτη.  Παρά τις ορθές προσπάθειες όλων των τελευταίων χρόνων να μπει και η δικαιοσύνη στην ηλεκτρονική εποχή ψηφίστηκαν πρόσφατα διατάξεις (π.χ. για τις πιλοτικές δίκες, τα  δικαστικά ένσημα κλπ) που διαιρούν τους πολίτες και περιορίζουν τα  θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου που θεωρούνται πλέον πολυτέλεια και η άσκησή τους αντιμετωπίζεται ως παρακώλυση της διαδικασίας. Ποια είναι η δική σας θέση και πώς στο πλαίσιο αυτό κρίνετε τις σκέψεις ακόμα και για κατάργηση των δικαστικών συμβουλίων; 

Όταν έγινε η συζήτηση του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έλαβε ξεκάθαρη θέση ως προς την επικινδυνότητα της εισαγωγής της πιλοτικής δίκης στις αστικές υποθέσεις καθώς προσκρούει στον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και ιδρύει εκ πλαγίου ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο όμως δεν υφίσταται στο δικό μας σύστημα. Επί της ουσίας δίνει τη δυνατότητα σε πολύ πρώιμο στάδιο να ασχοληθεί το Ανώτατο Ακυρωτικό με ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, πριν ακόμα δηλαδή προλάβουν να αποκτήσουν την ιδιότητά τους ως γενικότερου ενδιαφέροντος. Η διέλευση ενός νομικού ζητήματος τουλάχιστον από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας πυροδοτεί τον επιστημονικό διάλογο. Η απώλεια του σταδίου αυτού είναι βέβαιο ότι θα φτωχύνει τη νομική συζήτηση που εκκινά από τις αποφάσεις του πρώτου βαθμού και αποτελεί κομμάτι του νομικού μας πολιτισμού.

Σε σχέση με την πρόταση για κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, δηλαδή της επεξεργασίας των ποινικών υποθέσεων από δικαστικά συμβούλια, θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί ότι με τη μεσολάβηση του δικαστικού συμβουλίου πριν την παραπομπή στο ακροατήριο προετοιμάζεται καλύτερα η εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο, προλαμβάνονται ακυρότητες της προδικασίας, επιλύονται δυσχερή νομικά ζητήματα σε ένα πρώιμο στάδιο, περιορίζοντας έτσι τον χρόνο που θα πρέπει να αφιερώσει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση και επιταχύνοντας τον ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης. Κυρίως όμως η διαδικασία αυτή επιτελεί ένα εγγυητικό ρόλο για τα δικαιώματα των πολιτών, αφού έχει καταδειχθεί μέσα από τα στατιστικά δεδομένα ότι οι υποθέσεις που διέρχονται από το διαδικαστικό αυτό στάδιο επιλύονται σε ποσοστό 50% οριστικά από τα δικαστικά συμβούλια, αποτρέποντας την αδικαιολόγητη εισαγωγή ανυπόστατων κατηγοριών στο ακροατήριο και προστατεύοντας τους πολίτες από την ταλαιπωρία και τη μείωση της προσωπικότητάς τους, που συνεπάγεται μία παραπομπή σε δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι προτάσεις για περιορισμό ή πολύ περισσότερο για κατάργηση του διαδικαστικού αυτού σταδίου οδηγούν σε πρόχειρη και βιαστική παραπομπή υποθέσεων στο ακροατήριο αναιρώντας την αποτελεσματικότητα της ποινικής διαδικασίας.

 

  1. Ποια είναι η άποψη της ομάδας σας για όλες τις πρόσφατες ρυθμίσεις που κατάργησαν το αυτεπάγγελτο δικαίωμα ενός εισαγγελέα να ασκεί δίωξη όταν διαπιστώνει έκνομες ενέργειες σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος από στελέχη ή διοικήσεις οργανισμών και φορέων του ευρύτερου δημοσίου; Ανάλογοι περιορισμοί στη δικανική κρίση θεσπιστήκαν και με τις πρόσφατες αλλαγές στον Π.Κ. και στον ΚΠΔ. Πώς τις κρίνετε;

 Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία συστηματική προσπάθεια του νομοθέτη να παράσχει μία ιδιότυπη «ασυλία» σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων που διαχειρίζονται άμεσα ή έμμεσα δημόσιο χρήμα. Η αρχή έγινε με τον Ν. 4472/2017, που προβλέπει ότι για την κίνηση ποινικής δίωξης εναντίον όσων έχουν την επιμέλεια ή διαχείριση δημόσιας περιουσίας ή περιουσίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για πράξεις που σχετίζονται με την αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών απαιτείται η προηγούμενη υποβολή αίτησης από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Ακολούθησε το άρθρο 70 Ν. 4871/2021 που προβλέπει ότι ο Γενικός Προϊστάμενος, ο Πρόεδρος και τα μέλη των Επιτροπών Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών μπορούν να διωχθούν ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους μόνο ύστερα από αίτηση του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Με τις διατάξεις αυτές αναγνωρίζεται σε μία μη δικαστική αρχή το δικαίωμα να εμποδίζει την δίωξη προσώπων που εμπλέκονται σε σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι η ποινική δίωξη των πιο πάνω προσώπων εξαρτήθηκε από «αίτηση» του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, η οποία κατά τον νόμο προϋποθέτει σταθμίσεις πολιτικής φύσης ή σταθμίσεις σκοπιμότητας και δεν συνδέεται με τη βασιμότητα της κατηγορίας, ενώ παράλληλα με τον τρόπο αυτό εκφράζεται μία αδικαιολόγητη δυσπιστία για την κρίση του εισαγγελέα. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο Ν. 4637/2019, που τροποποίησε τις σχετικές διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα, ώστε πλέον για την δίωξη της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζών να απαιτείται έγκληση. Είναι σαφές ότι αποτελεί νομοθετική επιλογή η δημιουργία ενός ευνοϊκού νομικού περιβάλλοντος για σοβαρές πράξεις διαφθοράς, θέτοντας αδικαιολόγητα εμπόδια στην έρευνά τους από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές ή πρόσθετες προϋποθέσεις που δεν σχετίζονται με τη φύση και την απαξία των πράξεων αυτών, προσβάλλοντας ταυτόχρονα την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας κατά το μέρος που πράξεις μικρότερης απαξίας όλων των άλλων πολιτών υπόκεινται σε διαφορετικούς (αυστηρότερους) κανόνες και διαδικασίες.

 

  1. Με αφορμή την υπόθεση των τριών παιδιών στην Πάτρα ζούμε εδώ και καιρό μέρες τηλεφρίκης, κυρίως, μέσω της τηλεόρασης αλλά και μερίδας του Τύπου. Ποια είναι η θέση των δικαστικών λειτουργών μπροστά στα φαινόμενα ανθρωποφαγίας και απόδοσης δικαιοσύνης με τη μέθοδο της αυτοδικίας και της ενδυνάμωσης των πλέον ταπεινών ενστίκτων μιας ολόκληρης κοινωνίας; Πώς συνάδουν αυτά με ένα πολιτισμένο κράτος δικαίου;  Σας προβληματίζουν οι διεθνείς δείκτες που διαπιστώνουν τον υποβιβασμό της Ελλάδας στις μετρήσεις για την πορεία της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου;

Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου αλλά και η ανάγκη για αποτελεσματικότητα της ανακριτικής διαδικασίας διαμόρφωσαν σταδιακά τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο ένα θεσμικό πλαίσιο περιορισμού της δημοσιοποίησης στοιχείων από εκκρεμείς και υπό διερεύνηση υποθέσεις. Στα μέτρα αυτά εντάσσονται η απαγόρευση δημοσιοποίησης εγγράφων και στοιχείων ποινικών δικογραφιών στο στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας, η απαγόρευση κινηματογράφησης, φωτογράφισης ή μετάδοσης των προσώπων που οδηγούνται στις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές και η απαγόρευση αναφοράς από τα μέσα ενημέρωσης ονομάτων υπόπτων ή κατηγορουμένων. Οι απαγορεύσεις αυτές μπορούν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις να βρίσκουν το όριό τους στην προστασία του δικαιώματος στην πληροφόρηση. Και σ’ αυτές πάντως τις περιπτώσεις ακόμα και αν κριθεί ότι συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και δικαιολογημένου αυξημένου γενικότερου ενδιαφέροντος, η δημόσια παρουσίαση των πληροφοριών πρέπει να γίνεται με τρόπο που δεν παροτρύνεται η κοινή γνώμη να πιστέψει την ενοχή του υπόπτου ή κατηγορουμένου και δεν προδικάζει τη δικαστική κρίση. Διαπιστώνεται ωστόσο καθημερινά ότι δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και έγκαιρα φαινόμενα συστηματικής παραβίασης του θεσμικού αυτού πλαισίου, με αποτέλεσμα το υλικό της ανακριτικής δικογραφίας να δημοσιοποιείται και να γίνεται αντικείμενο δημόσιου σχολιασμού πριν την ολοκλήρωση της έρευνας, ύποπτοι και κατηγορούμενοι να διασύρονται δημόσια, με αναφορές και σε πτυχές της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής, πολλές φορές άσχετες με το ερευνώμενο έγκλημα και τελικά να διαμορφώνεται στο κοινό η πεποίθηση της ενοχής του κατηγορουμένου κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου. Η ενεργοποίηση των αρμόδιων αρχών (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Δικηγορικοί Σύλλογοι, κ.λ.π.) και η έγκαιρη παρέμβασή τους σε τέτοια φαινόμενα είναι επιβεβλημένη.

Στην ετήσια έκθεση του World Justice Project Rule of Law Index για το 2021 που κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με τον βαθμό συμμόρφωσης σε βασικές επιταγές του Κράτους Δικαίου, η Ελλάδα βρέθηκε στην 48η θέση στην παγκόσμια κατάταξη ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στην 29η θέση μεταξύ 31 κρατών. Τα αποτελέσματα της διεθνούς αυτής έρευνας αποτυπώνουν μια πραγματικότητα ανησυχητική για την οποία ούτε οι πολίτες ενημερώνονται ούτε οι θεσμικοί φορείς ασχολούνται. Η ανάγκη βελτίωσης του επιπέδου της δημοκρατίας στη χώρα μας πρέπει να τεθεί πλέον ως άμεση προτεραιότητα.