Παρατηρήσεις επί των σχεδίων του ΠΚ και ΚΠΔ, Χρισ. Σεβαστίδη, Χαρ. Σεβαστίδη και Παν. Μποροδήμου

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ

ΤΟΥ ΠΚ ΚΑΙ ΚΠΔ

(όπως θα κατατεθούν στα πρακτικά του ΔΣ τα οποία στη συνέχεια θα υποβληθούν στις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές)

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου ΕΔΕ

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Προέδρου Πρωτοδικών, Εκπροσώπου Τύπου ΕΔΕ

Παντελή Μποροδήμου, Πρωτοδίκη, Αναπλ. Ταμία ΕΔΕ

 

Χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για να κάνουμε μια διεξοδική αποτίμηση και έναν επιστημονικό σχολιασμό κάθε άρθρου των σχεδίων των δύο Κωδίκων, που κατατέθηκαν, θα εκθέσουμε συνοπτικά τις απόψεις μας για την γενική κατεύθυνση στην οποία κινούνται. Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε εισαγωγικά ότι οι νέοι Κώδικες πρόκειται να αναμορφώσουν συνολικά και εκ θεμελίων το ποινικό σύστημα στη Χώρα μας, καταργώντας εκατοντάδες άρθρα και εισάγοντας νέους θεσμούς.  Πολλές από τις νέες διατάξεις έχουν αναμφίβολα θετικό πρόσημο και κινούνται σε σωστή κατεύθυνση. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές που χρειάζονται μια περαιτέρω επεξεργασία και άλλες που πρέπει να εγκαταλειφθούν.

Η επιτυχία του εγχειρήματος να αναμορφωθεί το ποινικό σύστημα περνάει μέσα από μια βασική προϋπόθεση: την δημιουργία και στήριξη εκείνων των αναγκαίων δομών που θα το υποστηρίξουν. Η επιλογή για παράδειγμα ενίσχυσης των πολυμελών συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων σε βάρος των μονομελών (Πλημμελειοδικείων και Εφετείων) καθώς και η εισαγωγή των νέων θεσμών της ποινικής διαταγής, της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής, δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς την κατάλληλη αύξηση των οργανικών θέσεων δικαστών και εισαγγελέων. Ο αναμφίβολα θετικός προσανατολισμός της ενίσχυσης της κοινωφελούς εργασίας σε βάρος της στερητικής της ελευθερίας ποινής ως αποκλειστικής ποινής, δεν θα λειτουργήσει χωρίς έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό των δημοσίων υπηρεσιών και των ΟΤΑ στις οποίες θα πραγματοποιείται η κοινωφελής εργασία. Η κατάργηση της μετατροπής της ποινής σε χρηματική σε συνδυασμό με την συλλήβδην κατάργηση της μετατροπής της φυλάκισης άνω των 3 ετών σε κοινωφελή εργασία ή της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση των φυλακών ή θα επιφέρει αντίστροφο αποτέλεσμα;

Σχολιασμοί στον Ποινικό Κώδικα

  1. Αποτιμάται θετικά η κατάργηση του ν. 1608/50 (περί καταχραστών Δημοσίου) και η ενσωμάτωση των περιπτώσεών του στον Π.Κ, που θέτει τέρμα στην εφαρμογή δρακόντειων και δυσανάλογων με το αδίκημα ποινών
  2. Επίσης θετικά αποτιμάται και η κατάργηση των πταισμάτων, τα οποία αντιστοιχούν σε διοικητικές παραβάσεις, ιδιαίτερα χαμηλής απαξίας. Σημειώνουμε εδώ ότι στη γενικότερη φιλοσοφία του νέου ΠΚ για εξορθολογισμό και μείωση των ποινών σε επίπεδα που θα αντιστοιχούν στο χρόνο της πραγματικής έκτισής τους και μετά την αποποινικοποίηση πλήθους αδικημάτων και την μείωση του ανωτάτου ορίου της προσωρινής κάθειρξης, θα ήταν εντελώς ανορθολογικό να παραμένουν ως εγκλήματα τα πταίσματα, τη στιγμή μάλιστα που δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο ως διοικητικές παραβάσεις στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης. Η κατάργησή τους δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ως κατάργηση των Πταισματοδικείων. Αντίθετα με τα σχέδια των Κωδίκων ορθά ενδυναμώνεται ο ρόλος και το έργο των Πταισματοδικών αφού θα διενεργούν πλέον υποχρεωτική προκαταρκτική εξέταση και για τα αδικήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
  3. Η αναβάθμιση της κοινωφελούς εργασίας ως αυτοτελούς κατηγορίας ποινής, εναλλακτικής της στέρησης της ελευθερίας είναι σύμφωνη με την σύγχρονες αντιλήψεις για την λειτουργία του ποινικού δικαίου. Δύο επισημάνσεις πρέπει να γίνουν: Όπως αναφέρουμε και στην εισαγωγή στην παρούσα φάση παραγνωρίζεται η πραγματική αδυναμία της Πολιτείας να υλοποιήσει την εκτέλεση χιλιάδων τέτοιων «ελαφρών» ποινών. Επιπλέον η διάταξη, στο βαθμό που εξαρτά το είδος της έκτισης της ποινής από την δικονομική παρουσία του κατηγορουμένου, προβληματίζει από άποψη συνταγματικότητας στη βάση της αρχής της ισότητας, αφού ο δικονομικά παριστάμενος ωφελείται έναντι του απόντος κατηγορουμένου, διότι ο νόμος απειλεί εκ προοιμίου για τους δύο τους για ίδια πράξη, διαφορετική ποινική αντιμετώπιση. Η περίπτωση εμφανίζεται ιδιαίτερα προβληματική στην περίπτωση που δεν συντρέχει περίπτωση δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης, οπότε ο παρών θα εκτελεί ποινή κοινωφελούς εργασίας και ο απών θα εκτίει ποινή φυλάκισης, ακόμα και για πολύ χαμηλές ποινές.
  4. Στο άρθρο 52 παρ. 2 θα πρέπει να οριστεί η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης «πέντε έτη και άνω» και όχι «ανώτερη των πέντε ετών» αφού έτσι δεν καλύπτεται η ποινή των 5 ετών.
  5. Η απαίτηση του άρθρου 79 παρ. 7 ότι «η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη» μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση πλήθους αποφάσεων χωρίς σοβαρό λόγο. Ορθή η αλλαγή ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολογία μόνο όταν τα στοιχεία που πρέπει να εκτιμηθούν είναι διαφορετικά από εκείνα που μνημονεύονται στο σκεπτικό της απόφασης για την κήρυξη της ενοχής ή εισφέρονται το πρώτον μετά την κήρυξη της ενοχής.
  6. Στο άρθρο 82 θα πρέπει να προβλεφθεί και συνυπολογισμός του χρόνου κράτησης στα πλαίσια εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και στα πλαίσια διαδικασίας έκδοσης.
  7. Στο άρθρο 85 διατηρούμε επιφυλάξεις για την δεύτερη μείωση της ποινής ειδικά για την περίπτωση συνδρομής περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων, αφού κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμίζεται η απειλούμενη ποινή. Η υποχρεωτικότητα να ελαττώνει το Δικαστήριο την ποινή θα πρέπει να αναθεωρηθεί στην κατεύθυνση της θέσπισης διακριτικής ευχέρειας.
  8. Στο άρθρο 94 να επανεξεταστεί η απάλειψη από την παράγραφο 2 της περίπτωσης επιβολής συνολικής ποινής για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή με βάση την παράγραφο 1
  9. Η νέα μορφή των άρθρων 99 και 104Α δημιουργούν ασάφεια ως προς το πεδίο αλληλοεπικάλυψής τους. Κατά το 99 κάθε ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη είτε μόνη της είτε αθροιζόμενη με παλαιότερες ποινές, αναστέλλεται χωρίς άλλη προϋπόθεση, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει το δικαστήριο ότι πρέπει να εκτελεστεί. Στο δε 104Α ορίζεται ότι η ποινή φυλάκισης για ένα πλημμέλημα, που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εκτελεστεί, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 99 και 100 ΣχΠΚ. Παρατηρεί κανείς μία σημαντική διεύρυνση του πεδίου λειτουργίας της αναστολής, που πλέον απέχει ολοένα και περισσότερο από την αναμενόμενη επιείκεια απέναντι στον «πρωτόπειρο» δράστη, δημιουργώντας στην πράξη ένα πλέγμα προστασίας απέναντι στη συστηματική μικροεγκληματικότητα. Παράλληλα, ενόψει του προσδιορισμού ίδιου ορίου ποινής τόσο για την χορήγηση αναστολής όσο και για την παροχή κοινωφελούς εργασίας (ποινές έως τριών ετών), δημιουργείται ασάφεια για το σε ποια περίπτωση (πλην εκείνης που το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι θα πρέπει να εκτελεστεί η απόφαση) είναι δυνατό ο ένας θεσμός να αποκλείσει τον άλλο. Ο προβληματισμός γίνεται εντονότερος λαμβάνοντας υπόψιν τη διάταξη περί μετατροπής σε κοινωφελή εργασία, που θέτει ως προϋπόθεση την καταδίκη για «ένα» πλημμέλημα. Άραγε αυτό σημαίνει ότι καταδίκη για περισσότερα του ενός πλημμελήματα, που συνολικά δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δεν μετατρέπεται σε κοινωφελή εργασία; Η κλιμάκωση προϋποθέσεων, που έθετε το 99 ΠΚ ως ισχύει, σε συνδυασμό με την διάταξη περί μετατροπής ως ισχύει, δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας για τα όρια των δύο θεσμών και επομένως μία πιο εύστοχη νομοτεχνικά διατύπωση, φαίνεται εν προκειμένω αναγκαία.
  10. Το άρθρο 104Β θα πρέπει να προσαρμοστεί στο άρθρο 45 παρ. 2 και 3 του ΣχΚΠΔ τόσο ως προς τις προϋποθέσεις όσο και ως προς το ότι οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής μπορούν να κριθούν από τον εισαγγελέα πριν την άσκηση ποινικής δίωξης
  11. Στο άρθρο 105Β θεωρούμε ότι το ελάχιστο όριο της εκτιθείσας ποινής για την υφ’ όρον απόλυση (περ. α’ και β’) πρέπει να αυξηθεί ενόψει του ότι ήδη με το νέο σχέδιο ΠΚ οι ποινές έχουν μειωθεί
  12. Στο άρθρο 113 το εδ. β΄ της παρ. 1 να ρυθμιστεί σε χωριστή παράγραφο, διότι διαφορετικά μπορεί να ανακύψει ερμηνευτικό ζήτημα σε σχέση με το ανώτατο όριο αναστολής κατά την παρ. 2 δηλ. αν αφορά μόνο το εδ. α΄ ή και το εδ. β΄ της παρ. 1. Στο εδ. β΄ της παρ. 2 να ενταχθεί και ρητά (παρά το ότι μάλλον συνάγεται ερμηνευτικά) και η περίπτωση αναστολής βάσει του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ. Η παρ. 2 να παραπέμπει ορθότερα στο άρθρο 29 αντί του άρθρου 30 παρ. 2 ΚΠΔ.
  13. Στο άρθρο 129Α η παραπομπή να γίνει στο άρθρο 284 και όχι στο άρθρο 283Α ΚΠΔ
  14. Το άρθρο 187 παρ. 2 (εγκληματική οργάνωση) μειώνει το πλαίσιο ποινής για τον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης. Η διάταξη που επιφύλασσε διαφορετική ποινική μεταχείριση για τον διευθύνοντα εγκληματική οργάνωση, αξιολογούσε την ιδιαίτερη θέση του διευθύνοντος την οργάνωση σε σχέση με τα απλά μέλη της και κάλυπτε την αποδεδειγμένη αποδεικτική δυσχέρεια που εμφανίζεται στα πλαίσια της αντιμετώπισης της επί μέρους εγκληματικής δράσης της οργάνωσης μέσα από το εργαλείο της ηθικής αυτουργίας. Η δυσχέρεια αυτή είναι προφανής, στο βαθμό που ο διευθύνων την εγκληματική οργάνωση συχνά διατηρεί ρόλο ρυθμιστικό και ελάχιστα εμπλεκόμενο με τη φυσική αυτουργία των επί μέρους εγκληματικών πράξεων, καταλήγοντας στην αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των οργάνων, έναντι του εγκεφάλου. Η αλλαγή που επιχειρείται κανένα ζήτημα έλλειψης αναλογικότητας δε λύνει, ούτε η ύπαρξη της διάταξης οδηγεί αναγκαία στην κατασκευή διευθυνόντων εγκληματικής οργάνωσης εκεί που η δομή δεν ανταποκρίνεται στο πυραμιδοειδές σχήμα του νόμου. Αντίθετα αφαιρεί ένα χρήσιμο εργαλείο του ποινικού οπλοστασίου χωρίς εύλογη αιτία, εκθέτοντας το νομοθέτη σε κριτική αναγόμενη στη σκοπιμότητα εκκρεμών δικών.  
  15. Στο άρθρο 167Α εισάγεται νέα ποινική διάταξη με τίτλο «αθέμιτη επιρροή σε δικαστικούς λειτουργούς». Στα θετικά εντάσσεται η πρόβλεψη εγκλήματος άσκησης βίας κατά δικαστικών λειτουργών. Ερμηνευτική δυσχέρεια προκαλείται ωστόσο με την χρήση της έννοιας της «αθέμιτης» επιρροής, δεδομένου ότι ο όρος δεν έχει νόημα, καθώς κανένας τρόπος επιβολής απόφασης σε δικαστικό λειτουργό δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί θεμιτός.
  16. Στο άρθρο 361 η παρ. 2 θεωρούμε ότι πρέπει να παραπέμπει ορθότερα στην παρ. 4 και όχι στην παρ. 3 του άρθρου 308. Στην παρ. 1 μάλλον εσφαλμένα χρησιμοποιείται ο όρος «δημόσια», αφού αυτό μπορεί να γίνει ενώπιον λίγων προσώπων σε δημόσιο χώρο. Μάλλον ορθότερα θα πρέπει να γίνεται λόγος για εξύβριση με χρήση ΜΜΕ (τηλεόρασης, ραδιοφώνου, εφημερίδων και περιοδικών). Το ίδιο και στα άρθρα 362, 363, 369.
  17. Στο άρθρο 366 πρέπει να περιληφθεί διάταξη αντίστοιχη με αυτήν που σήμερα προβλέπεται στο άρθρο 366 παρ. 2 ΠΚ, μετά την τροποποίησή του με το ν. 4596/2019 για ανταπόδειξη.
  18. Στο άρθρο 372 θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης της κλοπής.
  19. Η κατάργηση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης της κλοπής, πλαστογραφίας, απάτης, τοκογλυφίας, δωροληψίας υπαλλήλου και δωροδοκίας και η μετατροπή τους σε πλημμελήματα, αφενός οδηγεί σε αθρόα παραγραφή εκκρεμών κακουργημάτων, αφετέρου αυξάνει κατά πολύ την αρμοδιότητα του Πλημμελειοδικείου σε ένα αντικείμενο που ανήκε παραδοσιακά στην ύλη Εφετείου. Από την πλευρά δε της γενικής πρόληψης,  η κατ’ επάγγελμα τέλεση εγκλημάτων, η οποία συνδέεται ουσιαστικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα είναι αμφίβολο αν μπορεί να αντιμετωπισθεί με πλημμεληματικές ποινές και δεν φαίνεται να αποδεικνύεται κάτι αντίθετο από την ποινική πράξη. Ειδικότερα ως προς το πλημμέλημα της κατ’ επάγγελμα τοκογλυφίας, ο νομοθέτης με την μετάπτωσή της σε πλημμέλημα, ουσιαστικά αμνηστεύει όσους την εποχή της κρίσης του τραπεζικού συστήματος, όταν ο τραπεζικός δανεισμός στέρεψε, οργανώθηκαν  και εκμεταλλεύθηκαν με τον σκληρότερο τρόπο, με μεθόδους, που δεν εξαντλούνται στην έκδοση π.χ. μιας διαταγής πληρωμής, εκείνους που βρέθηκαν ξαφνικά σε πρόσκαιρη αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους.
  20. Με το άρθρο 314 καταργείται η αυτεπάγγελτη δίωξη στα τροχαία. Δημιουργεί προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο θα επιλαμβάνεται πλέον η Αστυνομία για την καταγραφή των τροχαίων με σωματική βλάβη, ενώ δεν έχει ακόμα υποβληθεί έγκληση.
  21. Στο άρθρο 336 δημιουργείται ερμηνευτικό ζήτημα σχετικά με το ποιες είναι οι πράξεις που θα θεωρούνται «ίσης βαρύτητας με τη συνουσία».
  22. Η μετατροπή του αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας από κακούργημα σε πλημμέλημα είναι λανθασμένη.

Σχολιασμοί στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  1. Οι νέοι θεσμοί της ποινικής διαταγής, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης ως λύσεις ανάγκης προκειμένου να αποφορτιστούν τα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων, απαιτούν αύξηση οργανικών θέσεων δικαστών και εισαγγελέων. Το ίδιο και ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, αλλά και η μεταφορά ύλης από το Μονομελές στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
  2. Προβληματική παραμένει η διατήρηση των θεσμών του Οικονομικού Εισαγγελέα και του Εισαγγελέα Διαφθοράς και μάλιστα η ένταξή τους στον ΚΠΔ δίνει σ’ αυτούς έναν μόνιμο χαρακτήρα.
  3. Είναι απολύτως ορθή η πλήρης αποσύνδεση της πολιτικής αγωγής από την αστική αξίωση του ζημιωθέντος. Στην σωστή κατεύθυνση κινούνται η κατάργηση των παραβόλων για κατάθεση μήνυσης και έγκλησης, η υποχρεωτικότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης πριν την άσκηση ποινικής δίωξης για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
  4. Ιδιαίτερα προβληματική η διάταξη του άρθρου 143 παρ. 6. Η δυνατότητα φωνοληψίας της διαδικασίας με ίδια μέσα από τους παράγοντες της δίκης δεν μπορεί να είναι δυνατή όπου δεν προβλέπεται υποχρεωτική φωνοληψία με μέσα του δικαστηρίου. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπάρχει συγκριτικός άξονας πιστοποίησης της αλήθειας των φερόμενων ως καταγεγραμμένων και ο κίνδυνος αποσπασματικής αξιοποίησης και μοντάζ των δικών, από τη φωνοληψία με μέσα των διαδίκων θα δώσει της δυνατότητα για εκμετάλλευση ενός αμφίβολης πιστότητας υλικού κατά τις επιδιώξεις των κατόχων της καταγραφής. Ουσιαστικά θα υφίστανται πρακτικά δύο ταχυτήτων, που θα οδηγήσουν σε υποβάθμιση της αξιοπιστίας του Δικαστηρίου.
  5. Λανθασμένη πρέπει να θεωρείται η διάταξη περί ορισμού εισηγητή δικαστή στα κακουργήματα (333), δεδομένου ότι το ισχύον καθεστώς ήταν ιδιαίτερα πετυχημένο και δεν είχε δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στην διαδικασία.
  6. Απαιτείται απάλειψη του εδ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 235 ΚΠΔ που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις την επιβολή εξόδων διερμηνείας σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού κατά τη σχετική Οδηγία η διερμηνεία πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρέχεται δωρεάν στον κατηγορούμενο, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση.
  7. Θα πρέπει να γίνει πρόβλεψη σε μεταβατικές διατάξεις για την κατάργηση ειδικών ρυθμίσεων σύντμησης προθεσμιών εμφάνισης στο ακροατήριο στα δια του τύπου τελούμενα εγκλήματα. Μετά την κατάργηση των ειδικών διατάξεων για την παραγραφή και την περιορισμένη διάρκεια της αναστολής της παραγραφής η σύντμηση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη.
  8. Στο άρθρο 340 παρ. 4 και στο άρθρο 432 θα πρέπει να περιληφθεί η αντίστοιχη με το ισχύον σήμερα καθεστώς (άρθρο 340 παρ. 3) σχετικά με το ότι η εκδίκαση της υπόθεσης χωρίς την παρουσία ή την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου προϋποθέτει και ενημέρωσή του για τις συνέπειες της ερημοδικίας του.