screen-shot-2016-12-19-at-6-09-59-pm

Κριτικές θέσεις – Νομικές παρερμηνείες στην υπόθεση Novartis

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Προέδρου Πρωτοδικών

Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Προέδρου Πρωτοδικών

Εκπροσώπου Τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 2018.

Εμπιστεύονται την «Ελληνική Δικαιοσύνη», προασπίζονται τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που κάνουν έντιμα τη δουλειά τους, κατακεραυνώνουν, απειλούν, αμαυρώνουν όσους λειτουργούς δεν συμφωνούν με την δική τους άποψη.  Έμποροι της ψευτιάς, πολιτικοί, επιχειρηματίες- «ανεξάρτητοι» δημοσιογράφοι σε μια ατελείωτη αλυσίδα αντιπαραθέσεων και αισχρής υποκρισίας με σκοπό τον έλεγχο και την πίεση σε δικαστές και εισαγγελείς. Η χρήση της γενικής και αφηρημένης λέξης «Δικαιοσύνη» είναι πολύ κατάλληλη, για να κρύψει κάποιος την προτίμησή του σε συγκεκριμένο λειτουργό της, που ενσαρκώνει συνεπαγωγικά όλον τον θεσμό. Γνωστά για την αντικειμενικότητά τους μέσα ενημέρωσης, βουλευτές και ευρωβουλευτές που δεν είναι νομικοί, εκφράζουν όμως με τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό τη νομική τους άποψη, δηλώνουν απεριόριστη εμπιστοσύνη στον Έναν και Μοναδικό Δικαστή ή Εισαγγελέα, αλλά όχι στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων που εκπροσωπεί τους 3.000 Δικαστές και Εισαγγελείς της Χώρας και η οποία κατά τη γνώμη τους ετοιμάζει «δικαστικό πραξικόπημα», ούτε στην Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών των 300 ανώτερων Δικαστών!  Τέτοια είναι η πρεμούρα και η αγωνία ορισμένων για την προστασία των εισαγγελικών λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση «Novartis» και το ξαφνικά ζωηρό ενδιαφέρον τους για «δικαστική ανεξαρτησία», που με καθημερινή σχεδόν αρθρογραφία και τηλεοπτικές παρεμβάσεις, ζητούν κάτι περισσότερο από τις μέχρι σήμερα «χλιαρές» ανακοινώσεις της Ένωσής μας, η οποία ασφαλώς λόγω του θεσμικού της ρόλου οφείλει να αποστασιοποιείται από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις. Οι μέχρι σήμερα πολέμιοι της δικαστικής ανεξαρτησίας, οι υβριστές του Δικαστικού Σώματος έγιναν οι κίβδηλοι προστάτες μας.

Από το 1989 τα πολιτικά κόμματα στη Χώρα μας βρήκαν έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο να εκμεταλλεύονται και να χρησιμοποιούν τη Δικαιοσύνη ως εργαλείο επίλυσης πολιτικών κρίσεων. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τα πλαίσια και τους σκοπούς αυτού του άρθρου. Θυμούνται όλοι το σκάνδαλο Κοσκωτά, την υπόθεση Βατοπεδίου, των δομημένων ομολόγων, των εξοπλιστικών συστημάτων, της λίστας Λαγκάρντ, της υπόθεσης Siemens, σήμερα την υπόθεση Novartis, τις μηνύσεις σε βάρος εισαγγελικών λειτουργών ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση προαναγγέλλει νέες εξεταστικές επιτροπές. Σε κάθε βουλευτική περίοδο και μία εξεταστική επιτροπή. Τα αποτελέσματα όλων αυτών των ερευνών στην πράξη ήταν πενιχρά κυρίως λόγω της νομοθετικής προστασίας Υπουργών και Βουλευτών. Οι αρνητικές συνέπειες της μόνιμης εμπλοκής της Δικαιοσύνης στην πολιτική διελκυστίνδα είναι ήδη ορατές. Ο κάθετος μανιχαϊστικός διαχωρισμός των λειτουργών της σε «καλούς» και «κακούς» σε «έντιμους» και «ύποπτους» ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και τους σκοπούς που επιδιώκονται, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού όχι μόνο στη Δικαιοσύνη αλλά και στη Βουλή και στα πολιτικά κόμματα. Δημιουργείται ταυτόχρονα η πεπλανημένη εντύπωση ότι η δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής μπορεί να εξυγιάνει τον δημόσιο βίο και να επέλθει κάποιου είδους κάθαρση. Η ντετερμινιστική έτσι αποτυχία εξυγίανσης χρεώνεται ως αποτυχία του δήθεν αναποτελεσματικού δικαστικού συστήματος και παραγνωρίζεται το γεγονός ότι τα οικονομικά σκάνδαλα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σύμφυτα με το κυρίαρχο οικονομικο- πολιτικό σύστημα.

Στην υπόθεση Novartis γράφτηκαν και ακούστηκαν απίστευτες ανακρίβειες από μη νομικούς με χρήση προπαγανδιστικών «τσιτάτων» που επιδιώκουν αποκλειστικά επηρεασμό της κοινής γνώμης. Θα προσπαθήσουμε σύντομα να τοποθετηθούμε στα πιο βασικά σημεία

  • Ανάθεση καθηκόντων σε Εφέτη – Ανακριτή

Το άρθρο 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει την αρμοδιότητα της ολομέλειας του Εφετείου (που συγκαλείται από τον διευθύνοντα το Εφετείο ή μετά από αίτημα των Δικαστών του Εφετείου) να αναθέσει σε εφέτη ανακριτή την ανάκριση μιας υπόθεσης, που εκκρεμεί σε ανακριτή του Πρωτοδικείου, καθιερώνοντας έτσι μία σημαντική παρέκκλιση από τη γενική αρχή ότι την ποινική δίωξη για κάθε έγκλημα ασκεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Δικαιολογητικός λόγος της διάταξης αυτής είναι να καταστήσει το εφετείο «εφορεύον όργανο της Δικαιοσύνης» σχετικά με την εξιχνίαση και τον κολασμό των εγκλημάτων, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή του στις περιπτώσεις εκείνες, όπου η ιδιαίτερη θέση ή ιδιότητα του κατηγορουμένου ή του θύματος ή ακόμα και η ιδιαίτερη φύση του διωκόμενου εγκλήματος επιβάλλει την ταχεία και με περισσότερες εγγυήσεις περάτωση της ανάκρισης· στην πράξη εφαρμογή της διάταξης αυτής γίνεται σε περιπτώσεις, που συνταράσσουν την κοινή γνώμη. Η διάταξη αυτή ισχύει από το 1950 και εφαρμόζεται με ομοιόμορφο και υπεύθυνο τρόπο από τις ολομέλειες όλων των Εφετείων της Χώρας, χωρίς ποτέ κανείς να εκφράσει επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα (και πολύ περισσότερο για τη νομιμότητα) της ανάθεσης της ανάκρισης σε ανώτερο Δικαστικό Λειτουργό. Αντίθετα σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις πολιτικοί και δημοσιογράφοι κατά την πάγια τακτική τους «πιέζουν» για τον ορισμό εφέτη-ανακριτή, ως εγγύηση για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ανάκρισης. Το ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής δεν έχει περιοριστεί ούτε μετά το 2011, όταν θεσπίστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του εισαγγελέα και ανακριτή κατά των εγκλημάτων διαφθοράς. Η αρμοδιότητα των εισαγγελέων διαφθοράς είναι αποκλειστική έναντι όλων των εισαγγελέων του πρώτου βαθμού (εισαγγελέων πλημμελειοδικών) και του ανακριτή διαφθοράς έναντι των υπόλοιπων ανακριτών, που υπηρετούν στο ίδιο πρωτοδικείο. Δεν αποκλείει, όμως, η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητά τους τη δυνατότητα της Ολομέλειας του Εφετείου να ορίσει εφέτη ανακριτή για να ξεκινήσει ή να συνεχίσει την ανάκριση επί εγκλήματος που κρίνεται ιδιαίτερα σοβαρό. Γι’ αυτό και η ανάκριση της υπόθεσης της «Χρυσής Αυγής», που αρχικά είχε ανατεθεί σε ανακριτή διαφθοράς, συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών από εφέτη ανακριτή. Θα ήταν εξάλλου εντελώς παράλογο «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» να πρέπει οπωσδήποτε να διερευνηθεί από ανακριτή του πρώτου βαθμού ενώ άλλες υποθέσεις ήσσονος σημασίας ανατέθηκαν κατά το παρελθόν σε εφέτη ανακριτή.  Η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για ανάθεση της υπόθεσης NOVARTIS σε εφέτη ανακριτή θα κριθεί αποκλειστικά από την Ολομέλεια του Εφετείου και δεν επιτρέπεται σε κανένα να υποδεικνύει συγκεκριμένη απόφαση, ανάλογα με τις επιδιώξεις του. Εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η νομιμότητα της διαδικασίας σύγκλησης της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών και όσοι επιμένουν στη θεωρία του «κουκουλώματος» της υπόθεσης και του «δικαστικού πραξικοπήματος» από την εφαρμογή μιας διαδικασίας που τηρείται ομοιόμορφα εδώ και 68 χρόνια, οφείλουν να εξηγήσουν τη στάση τους και να αποκαλύψουν τις επιδιώξεις τους.

  • Προστατευόμενοι μάρτυρες

Η ανάγκη προστασίας των μαρτύρων σε σοβαρές υποθέσεις επέβαλε σε διεθνές επίπεδο τη θέσπιση ειδικού νομοθετικού πλαισίου, ώστε να διευκολύνονται στην κατάθεσή τους απαλλαγμένοι από την επιρροή κυρίως του κατηγορουμένου. Η προστασία αυτή στο ελληνικό δίκαιο διαρθρώνεται σήμερα σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο («προστατευόμενος μάρτυρας»), που έχει σκοπό την εξασφάλιση ενός κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, ήδη από το 2001 προβλέπεται η λήψη σειράς μέτρων όπως είναι η φύλαξη του μάρτυρα από την αστυνομία, η κατάθεσή του με χρήση ηλεκτρονικών μέσων και με παραμόρφωση της φωνής του, η μη αναγραφή στην έκθεση των στοιχείων της ταυτότητάς του, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας του μάρτυρα, η μετεγκατάσταση του μάρτυρα, η μετάθεση ή  μετάταξη του μάρτυρα, αν έχει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, κ.λ.π. Η αναγνώριση της ιδιότητας ενός προσώπου ως «προστατευόμενου μάρτυρα» γίνεται με διάταξη του εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση, χωρίς να απαιτείται έγκριση από ανώτερο Εισαγγελικό Λειτουργό. Στο δεύτερο επίπεδο («μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος»), που θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 2014, ο μάρτυρας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δημοσίου συμφέροντος». Η αναγνώριση της ιδιότητας αυτής αποσκοπεί κυρίως στην προστασία του προσώπου του μάρτυρα με ειδικό τρόπο, όπως με την προστασία της υπηρεσιακής του εξέλιξης, αν είναι δημόσιος υπάλληλος ή με τη δυνατότητα αποχής από τη δίωξή του για ψευδορκία. Ο χαρακτηρισμός αυτός δίνεται από τον εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση και εφόσον στη συνέχεια εγκριθεί η διάταξή του από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να δοθεί οποτεδήποτε, ακόμα και μετά το τέλος της ποινικής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας κατέθεσε ο μάρτυρας. Ο σκοπός και η λειτουργία των δύο αυτών θεσμών («προστατευόμενου μάρτυρα» και «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος») διαφέρουν, καθώς ο πρώτος θέτει κατά κύριο λόγο τις προϋποθέσεις για το έγκυρο της μαρτυρικής κατάθεσης που λαμβάνεται χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας του μάρτυρα, ενώ ο δεύτερος προβλέπει τη λήψη μέτρων προστασίας του ίδιου του μάρτυρα, ανεξάρτητα από την πορεία της ποινικής δίκης. Στην υπόθεση της NOVARTIS ο χαρακτηρισμός των μαρτύρων ως «προστατευόμενων» μπορούσε να γίνει με μόνη τη διάταξη της Εισαγγελέως Διαφθοράς. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αρκετός για τη νομιμότητα των καταθέσεων χωρίς αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας του μάρτυρα. Ο επιπλέον χαρακτηρισμός τους ως «μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος» μπορούσε να γίνει από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου οποτεδήποτε, ακόμα και μετά τη διαβίβαση της υπόθεσης στη Βουλή, αφού δεν επηρέαζε την ποινική διαδικασία, αλλά μόνο το προστατευτικό πλαίσιο των ίδιων των μαρτύρων. Το έγκυρο των μαρτυρικών αυτών καταθέσεων στηρίζεται στον αρχικό χαρακτηρισμό των μαρτύρων ως «προστατευόμενων» και όχι στη μεταγενέστερη διάταξη του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που τους χαρακτήρισε και ως «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος».

  • Ανάγκη κατάργησης «επίλεκτων» δικαστικών σωμάτων, όπως οι εισαγγελείς διαφθοράς και οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος.

Η ίδρυση εδικών «επίλεκτων» ομάδων εντός του Δικαστικού Σώματος είναι δημιούργημα της οικονομικής κρίσης. Η επιλογή των Εισαγγελικών Λειτουργών που στελεχώνουν τα ειδικά τμήματα των Εισαγγελέων Διαφθοράς και των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος δεν γίνεται βάσει κάποιας (νομικής) εξειδίκευσης στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι υποθέσεις που υπάγονται στα συγκεκριμένα τμήματα συχνά δεν παρουσιάζουν νομικά προβλήματα αλλά εκείνο που τις διακρίνει από τις υπόλοιπες υποθέσεις είναι η ανάγκη διορισμού ειδικού επιστήμονα, που θα βοηθήσει την ανάκριση στη συλλογή αποδεικτικών μέσων (π.χ. για τη διαπίστωση της πορείας του μαύρου χρήματος). Η κατάργηση τέτοιων θέσεων επιβάλλεται κατά την άποψή μας πολλαπλά. Αρχικά διότι εκτίθενται πολλές φορές αδικαιολόγητα εισαγγελικοί λειτουργοί στον κίνδυνο σχολίων για την σκοπιμότητα των ενεργειών τους σε υποθέσεις με τεράστιο οικονομικό αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον. Κατά δεύτερον απαξιώνεται χωρίς κανένα λόγο το έργο, τίθεται σε αμφιβολία η επάρκεια των υπόλοιπων εισαγγελικών λειτουργών και δημιουργείται αδιόρατα μία αδικαιολόγητη κατηγοριοποίηση μεταξύ ίσων. Τέλος ο επιμερισμός αρμοδιοτήτων και η αποφυγή δημιουργίας στεγανών συνιστούν βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των κρατικών οργάνων.