Θεσμικές επιπτώσεις της κρίσης. Δικαιοσύνη, Κράτος Δικαίου και Οικονομία. Παρέμβαση της Προέδρου της ΕνΔΕ Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΕνΔΕ: «Το θεσμικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας».
Θεσμικές επιπτώσεις της κρίσης. Δικαιοσύνη, Κράτος Δικαίου και Οικονομία. Παρέμβαση της Προέδρου της ΕνΔΕ Μαργαρίτας Στενιώτη, Εφέτη, στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΕνΔΕ: «Το θεσμικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας».
Μετά το 2010, στη Χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και παγκόσμια, όπως είναι γνωστό, σημειώθηκαν διαδοχικές ή και παράλληλες κρίσεις. Η δημοσιονομική, η μεταναστευτική, η υγειονομική και η ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία διαμόρφωσαν μία νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, με ιδιαίτερες συνέπειες στην ελληνική έννομη τάξη. Η πολύχρονη οικονομική κρίση, στη Χώρα μας, είχε σαν συνέπεια την υποχώρηση των αρχών του Κράτους Δικαίου και παράλληλα τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, σε τέτοιο σημείο ώστε να απειλείται η κοινωνική συνοχή. Συγκεκριμένα, καταγράφηκε υποβάθμιση του δικαιώματος στην εργασία, του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, του δικαιώματος στην υγεία ενώ η αρχή της ισότητας, όσο και η ειδικότερη έκφρασή της, αυτή της συνεισφοράς των πολιτών στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους υποχώρησαν ακόμη περισσότερο. Για οικονομική ανάπτυξη της χώρας ουδείς λόγος μπορούσε να γίνει. Πολλοί μίλησαν για υποβάθμιση των εθνικών δικαιοκρατικών εγγυήσεων και για ατελή εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων, που κατοχύρωναν τα άνω δικαιώματα που έφθανε μέχρι την πλήρη συρρίκνωση του δικαιώματος στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών και την προσβολή της αξίας του ανθρώπου, η προστασία της οποίας αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Βέβαιο, όμως, είναι ότι επήλθε απορρύθμιση της έννομης τάξης, καθότι μεταβλήθηκαν οι προγενέστερες επικρατούσες συνθήκες.
Σ’ αυτή τη νέα πραγματικότητα, επειδή το δίκαιο εξελίσσεται και μεταβάλλεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, έκανε αισθητή την παρουσία του το Δίκαιο της ανάγκης, ένα Δίκαιο που καλείται να αποκαταστήσει τη σταθερότητα, που επιτρέπει την πρόληψη κινδύνων και την ανάσχεση απειλών, που επιτρέπει παρέκκλιση από τις συνταγματικές επιταγές χάριν υπέρτερου συμφέροντος και στη συγκεκριμένη περίπτωση του δημοσίου συμφέροντος, εφόσον, βέβαια, η παρέκκλιση αυτή πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις τυπικές και ουσιαστικές και δη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, οριοθέτηση αυτής χρονικά και μάλιστα με διάρκεια όση και η διάρκεια του κινδύνου και φυσικά τήρηση των ορίων, που το δίκαιο επιβάλλει στους «επιβάλλοντες» την παρέκκλιση. Την ίδια περίοδο ψηφίζεται μεγάλος αριθμός νομοθετικών διατάξεων «νομότυπων» μεν, οι οποίες εμφαίνονται ότι πηγάζουν από τη φύση των πραγμάτων αλλά εν τέλει απ’ ότι εκ των υστέρων αποδεικνύεται αποτελούν αποφάσεις εξυπηρέτησης διαφόρων συμφερόντων. Το κανονιστικό περίγραμμα αλλάζει, καθότι προκρίνεται η αναγκαιότητα συγκεκριμένων μέτρων, δίχως να είναι σαφές εάν ανταποκρίνονται σε κανόνες δημοκρατικής καταγωγής και πολύ περισσότερο εάν επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η οικονομική αυτή κρίση λειτούργησε και ως μεγάλη δικανική πρόκληση. Όλα τα μεγάλα θέματα, η φύση των προγραμμάτων στήριξης (μνημονίων), τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, τα διαρθρωτικά μέτρα, όπως η προσπάθεια μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στους κρατικούς φορείς ή οι αλλαγές στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, έγιναν αντικείμενο δικαστικών κρίσεων.
Παράλληλα, μην ξεχνάμε, ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η μεταναστευτική κρίση, ακολουθεί η υγειονομική κρίση και τέλος βιώνουμε την ενεργειακή κρίση, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στα νοικοκυριά όσο και στην οικονομία της χώρας μας.
Τι διαπιστώσαμε, όλα αυτά τα χρόνια των κρίσεων;
Ότι το Δίκαιο χαρακτηρίζεται από δυναμική, που συνδέεται με τις γενικότερες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές μεταβολές και καθορίζει τη ζωή και την εξέλιξη των νομικών θεσμών.
Ότι το δικαιϊκό σύστημά μας με εδραιωμένη δημοκρατική παράδοση δοκιμάστηκε.
Ότι επήλθαν νομοθετικές και δομικές αλλαγές τέτοιου είδους που επηρέασαν άμεσα το επίπεδο προστασίας και απόλαυσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ότι ενεργοποιήθηκαν οι προβλεπόμενοι μηχανισμοί έκτακτης νομοθέτησης και ρύθμισης της εθνικής οικονομίας και της δημόσιας υγείας κυρίως με έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.
Ότι, με αφορμή την αντιμετώπιση των έκτακτων περιστάσεων, οι κρίσιμες αποφάσεις ανατέθηκαν σε τεχνοκράτες, με αποτέλεσμα το δίκαιο να μην έχει την πρωτοκαθεδρία στη ρύθμιση της κοινωνικοπολιτικής ζωής και οι κανόνες που πλαισιώνουν τη συμβίωσή μας να εκπηγάζουν από την αυθεντία των ειδικών.
Ότι, ειδικά, στην πανδημία η εκτελεστική εξουσία μετέβαλε σημαντικά τη λειτουργία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αναγνώρισε, εμμέσως, ανάληψη της κοινωφελούς υπηρεσίας προμήθειας και διανομής αγαθών πρώτης ανάγκης από ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ότι η παρεχόμενη δικαστική προστασία περιορίσθηκε, με συνέπεια να αμφισβητείται εάν το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας υπηρετεί τις γενικές αρχές του Κράτους δικαίου, δεδομένου ότι στις δικαστικές αποφάσεις της λεγόμενης μνημονιακής νομολογίας στα Δικαστήρια αποτέλεσε πάγιο δικανικό επιχείρημα το υπέρτερο συμφέρον της διάσωσης της χώρας από την οικονομική κατάρρευση.
Εδώ να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου 25/2012, με την οποία κρίθηκε εν καιρώ κρίσης η συνταγματικότητα του ευνοϊκότερου για το Δημόσιο επιτοκίου υπερημερίας ύψους 6%: «η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού με μεγαλύτερο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου δεν θα έχει απλά ταμειακές επιπτώσεις αλλά θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του δημόσιου χρέους και την ως εκ τούτου διατάραξη της εύθραυστης και κινδυνεύουσας δημοσιονομικής ισορροπίας».
Και τέλος διαπιστώνουμε, ότι το Κράτος Δικαίου, παρά την υποχώρησή του, εν τέλει διατηρεί την εγγυητική λειτουργία του, εφόσον μετατρέπεται σε κράτος πρόληψης και αναπτύσσει πολιτικές, με τις οποίες διαφυλάσσονται τα αγαθά των πολιτών και κυρίως των ευάλωτων όπως αυτά αναγνωρίζονται και προστατεύονται από Σύνταγμα και τους νόμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο νόμος 3869/2010 περί ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, που παρείχε ένα πλήρες πλαίσιο δικαστικής ρύθμισης οφειλών των νοικοκυριών που αποδεδειγμένα δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους.
Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις κα λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα μας έχει ανθεκτικούς δικαιοκρατικούς θεσμούς (απέχει πολύ από την κατάσταση που επικρατεί στην Ουγγαρία ή στην Πολωνία), προκύπτει η ανάγκη επανόδου στην πλήρη προστασία των δημοκρατικών θεσμών, του δημοκρατικού αξιακού συστήματος και του Κράτους Δικαίου, που στα πλαίσια των κρίσεων υποχώρησαν και τούτο διότι ο σεβασμός του Κράτους Δικαίου συνδέεται άρρηκτα με τον σεβασμό της Δημοκρατίας κα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεν αρκούν, όμως, οι γενικόλογες διακηρύξεις υπέρ του Κράτους Δικαίου και τούτο διότι οι προκλήσεις που το τελευταίο αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή για την ουσιαστικοποίηση της Δημοκρατίας, τη διαφύλαξη των ελευθεριών και την επιδίωξη της κοινωνικής ειρήνης είναι μεγάλες και βέβαια σχετίζονται με τη Δικαιοσύνη και δη με την αποτελεσματική δικαστική προστασία και τη διαφύλαξη του ουσιαστικού περιεχομένου του δικαστικού έργου.