Αποφάσεις του ΔΣ της 30ης Ιουνίου 2021
Αθήνα, 1-7-2021
Αρ. Πρωτ.:209
Αποφάσεις του ΔΣ της 30ης Ιουνίου 2021
Κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ της 30ης Ιουνίου αποφασίστηκε ομόφωνα να γίνουν δεκτές οι παρακάτω προτάσεις του Προεδρείου:
- Παιδικές κατασκηνώσεις. Η επιδότηση της συμμετοχής τέκνων (έως 15 ετών) συναδέλφων – μελών της Ένωσης σε οποιαδήποτε κατασκήνωση ή camp επιθυμούν με κάλυψη της δαπάνης μέχρι του ποσού των 200 ευρώ για κάθε πρώτο παιδί, 100 ευρώ για κάθε δεύτερο παιδί και 50 ευρώ για κάθε επόμενο παιδί της οικογένειας. Οι δηλώσεις συμμετοχής θα κατατίθενται στα γραφεία της Ένωσης μέχρι την Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021 και θα συνοδεύονται από πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Στο τέλος του εγγράφου αυτού υπάρχουν συνημμένα τα έντυπα για την υποβολή αιτήσεων.
- Διερεύνηση της νομικής δυνατότητας διεκδίκησης μισθολογικών διαφορών των Ειρηνοδικών μετά την συμπλήρωση των απαιτούμενων ετών για την προαγωγή τους και μέχρι τη δημοσίευση του ΦΕΚ. Ανάθεση της εντολής σε Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου.
- Οικονομική συνεισφορά σε ανήλικα τέκνα συναδέλφου από το Ταμείο Αλληλοβοήθειας.
- Έγκριση δαπανών για αμοιβή δικηγόρου και πολιτικού μηχανικού για τα οικόπεδα στις Ροβιές.
- Συνεισφορά με το ποσό των 3.000 ευρώ για την κάλυψη αναγκών κρατουμένων στο κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα.
Στο ΔΣ συζητήθηκαν επίσης τα παρακάτω θέματα:
6) Η από 8-6-2021 πρόταση της Επιτροπής Ειρηνοδικών, που είναι δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης, για διαχωρισμό της ύλης στις πολιτικές υποθέσεις κατά αντικείμενο μεταξύ Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείου. Υπέρ της πρότασης ψήφισαν τα 8 μέλη της πλειοψηφίας (Χρ. Σεβαστίδης, Χαρ. Σεβαστίδης, Παν. Μποροδήμος, Αικ. Ντόκα, Αικ. Μάτση, Ι. Ξυλιά, Μ. Τσέφας, Ευθ. Κώστα), 5 μέλη του ΔΣ (Μ. Στενιώτη, Μ. Φωτάκης, Δ. Φούκας, Ε. Κώνστα και Χ. Μαυρίδης) απείχαν από την ψηφοφορία, ενώ 2 μέλη (Κ. Βουλγαρίδης και Ν. Βελίας) καταψήφισαν την πρόταση.
7) Η από 22-3-2021 πρόταση των μελών του ΔΣ, Ν. Βελία, Μ. Φωτάκη, Μ. Στενιώτη και Κ. Βουλγαρίδη για μισθολογική εξομοίωση μεταξύ Πρωτοδικών και Ειρηνοδικών καθώς και για παράταση του ορίου αποχώρησης των Ειρηνοδικών από την Υπηρεσία στα 67 έτη, την οποία υπερψήφισαν οι ίδιοι.
Τα μέλη του ΔΣ Δ. Φούκας, Ε. Κώνστα και Χ. Μαυρίδης απείχαν από την ψηφοφορία.
Τα 8 μέλη της πλειοψηφίας καταψήφισαν την πρόταση με το σκεπτικό που επισυνάπτεται παρακάτω:
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, σταθερή στο θεσμικό της ρόλο και στην υποχρέωσή της να αποτελεί έναν επιστημονικά αξιόπιστο συνομιλητή της Πολιτείας, οφείλει να εκπροσωπεί τα μέλη της, διαμορφώνοντας θέσεις που στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες του δικαστικού Σώματος. Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί σημαντικό διακύβευμα, οι θεσμικές της διεκδικήσεις, να βρίσκονται σε αρμονία με το είδος του λειτουργήματος που επιτελούμε ως δικαστικοί λειτουργοί και να διαθέτουν το χάρισμα της καθολικότητας και της διαχρονικότητας, ώστε αφενός να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του συνόλου των συναδέλφων όλων των βαθμίδων και αφετέρου να μπορούν να προταθούν ανά πάσα στιγμή προς την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, ως ώριμα αιτήματα. Ως εκ τούτου είναι αυτονόητο ότι στις θεσμικές της διεκδικήσεις η Ένωση οφείλει να διαμορφώνει τις θέσεις της με υπευθυνότητα, να μην παρασύρεται από την συνδικαλιστική πλειοδοσία και να απαντά στα ουσιαστικά προβλήματα της ζωής και υπηρεσιακής μας κατάστασης.
Ι. Με το από 22.03.2021 έγγραφο που κατέθεσαν οι συνάδελφοι κ. Βελίας και Φωτάκης και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από την κ. Στενιώτη και τον κ. Βουλγαρίδη, καταγράφεται η μισθολογική εξέλιξη των ειρηνοδικών, σύμφωνα με τα όσα μέχρι σήμερα ισχύουν και προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 55 ΚΟΔΚΛ προκειμένου να αντικατασταθεί η μέχρι σήμερα μισθολογική διαφοροποίηση μεταξύ πρωτοδικών και ειρηνοδικών και αντ΄ αυτού να ισχύσει η εξής κλιμάκωση: «οι ειρηνοδίκες Α` τάξης, να εξομοιώνονται βαθμολογικά με τους εφέτες και μετά συμπλήρωση κάποιων χρόνων υπηρεσίας (πχ 25-30) με τους προέδρους εφετών, οι ειρηνοδίκες Β` τάξης με τους προέδρους πρωτοδικών και μετά συμπλήρωση κάποιων χρόνων υπηρεσίας (πχ 20-25) με τους εφέτες, οι ειρηνοδίκες Γ` τάξης με τους πρωτοδίκες επταετίας, οι ειρηνοδίκες Δ` τάξης με τους πρωτοδίκες και οι δόκιμοι Ειρηνοδίκες με τους παρέδρους πρωτοδικείου». Σημειώνεται ότι κατά την ως άνω πρόταση η εξομοίωση των Ειρηνοδικών με τον ως άνω τρόπο θα πρέπει να είναι βαθμολογική και όχι μόνο μισθολογική, επί το τέλει να είναι δυνατό να εξέρχονται και οι Ειρηνοδίκες από την υπηρεσία μετά το 65ο έτος της ηλικίας τους και να μπορούν να παραμείνουν ως το 67ο. Η πρόταση, ως νομική βάση προτείνει τη διάταξη του άρθρου 87παρ.2 του Συντάγματος για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, το άρθρο 88παρ.2, που αφορά την αναλογικότητα των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών με το λειτούργημά τους, ενώ επιχείρημα αντλεί και από την συνταγματική εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους τακτικούς δικαστές ως προς την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία κατά το νέο άρθρο 96παρ.5 του Συντάγματος, αλλά και από τη γενικότερη συμβολή των Ειρηνοδικών στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Προκειμένου η Ένωση να διαμορφώσει ολοκληρωμένη θέση για το σημαντικό αυτό ζήτημα, που αποτελεί μέρος μόνο της συζήτησης για την θέση και το ρόλο των Ειρηνοδικών στο δικαιικό μας οικοδόμημα, είναι αναγκαία η εμβάθυνση στην ιστορικότητα της διαμόρφωσης της βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης του βαθμού του Ειρηνοδίκη. Ειδικότερα: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 του ν. 1071/1980 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3258/2004 (Α΄ 144/29.7.2004). «Α. Οι οργανικές θέσεις των Ειρηνοδικών Δ’, Γ, Β’ και Α’ τάξης από 1ης Ιανουαρίου 2005 είναι ενιαίες. Οι Ειρηνοδίκες προάγονται από την προηγούμενη στην αμέσως επόμενη τάξη ως ακολούθως: α. Οι Δ’ τάξης στη Γ΄ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας. β. Οι Γ΄ τάξης στη Β’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας στη Γ΄ τάξη. γ. Οι Β’ τάξης στην Α’ τάξη, μετά τη συμπλήρωση οκτώ (8) ετών υπηρεσίας στη Β’ τάξη ή μετά τη συμπλήρωση συνολικά δεκαοκτώ (18) ετών υπηρεσίας στις τάξεις Δ’, Γ΄, και Β’. Β. Η προαγωγή από την αμέσως προηγούμενη στην επόμενη τάξη γίνεται μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. (είχε προηγηθεί η τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο 12 του νόμου 2944/2001)». Η ως άνω κατάκτηση της ενιαιοποίησης όλων των τάξεων δεν υπήρξε καθόλου αυτονόητη, όπως θυμούνται οι παλαιότεροι συνάδελφοι. Κατά το παρελθόν ήταν ενιαίες μόνο οι τάξεις Δ΄ και Γ΄ των ειρηνοδικών, υπό την έννοια ότι ο ειρηνοδίκης Δ΄ προαγόταν σε Γ΄ ύστερα από 4 έτη υπηρεσίας, όχι όμως και οι τάξεις Β΄ και Α΄. Αυτό είχε σαν συνέπεια ένας ειρηνοδίκης Γ΄ τάξεως να μην μπορεί να προαχθεί σε Β΄ τάξης και ο Β΄ τάξης αντίστοιχα σε Α΄ τάξης αν δεν υπήρχαν αντίστοιχα κενές οργανικές θέσεις Β΄ και Α’, παραμένοντας έτσι οι ειρηνοδίκες στις ίδιες τάξεις ακόμα και για πάνω από 20 χρόνια, αν και ο νόμος όριζε ότι ο ειρηνοδίκης Γ΄ προαγόταν σε Β΄ ύστερα από 5 χρόνια ή συνολικά 8 (στις Δ΄ και Γ΄) έτη υπηρεσίας (άρθρο 10 ν.1183/1981) και ο Β΄ τάξης σε Α΄ τάξης ύστερα από 8 έτη υπηρεσίας ή 16 συνολικά (άρθρο 8 ν. 1071/1980). Προς επίλυση του προβλήματος αδυναμίας εσωτερικής εξέλιξης μεταξύ των τάξεων των Ειρηνοδικών επιλέχθηκε τότε ως μόνη λύση η ενιαιοποίηση όλων των τάξεων σύμφωνα με την προαναφερόμενη παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3258/2004 (Α΄ 144/29.7.2004), που είχε σαν θετικό αποτέλεσμα τον απεγκλωβισμό μεγάλου αριθμού ειρηνοδικών, ήτοι την προαγωγή τους και συνακόλουθα ως αυτονόητο την μισθολογική τους προαγωγή.
Η θεσμική κατάκτηση του ενιαίου χαρακτήρα των τάξεων των Ειρηνοδικών, θα πρέπει να διαφυλαχθεί, καθώς αποτελεί εχέγγυο για την ομαλή υπηρεσιακή και μισθολογική τους εξέλιξη κατά τη διάρκεια του υπηρεσιακού τους βίου. Ο προτεινόμενος από τους συναδέλφους της μειοψηφίας τρόπος βαθμολογικής και μισθολογικής τους εξομοίωσης οδηγεί όμως σε αντιφάσεις που υπολαμβάνουν και διακινδυνεύουν την επιστροφή στο παλαιό καθεστώς. Συγκεκριμένα, από την προτεινόμενη μισθολογική και βαθμολογική εξομοίωση με το βαθμό του πρωτοδίκη, δημιουργείται απορία για το ποιες θα είναι οι απολαβές του Ειρηνοδίκη, που προάγεται από τη Δ΄ τάξης στη Γ΄ τάξη μετά από 4 έτη, η οποία όμως εξομοιούται με τον πρωτοδίκη επταετίας; Αν η απάντηση είναι ότι η μισθολογική αναβάθμιση θα επέλθει στα 4 έτη, τότε επί 3 έτη, δικαστικός λειτουργός ανώτερης βαθμίδας θα αμείβεται χαμηλότερα από λειτουργό κατώτερης βαθμίδας. Αν η απάντηση είναι ότι προϋπόθεση θα είναι τα 7 έτη, καταργείται de facto το σύστημα της βαθμολογικής εξέλιξης των τάξεων και ελλοχεύει ο κίνδυνος επιστροφής στο παρελθόν, που θα αποτελούσε θεσμική οπισθοδρόμηση και πρέπει να αποκρουστεί. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται και κατά την προαγωγή στην Β΄ τάξη. Για εκεί προτείνεται η εξομοίωση με τον μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών και μετά από τη συμπλήρωση κάποιων ετών υπηρεσίας, με το μισθό του Εφέτη. Πλην όμως, ήδη ο Ειρηνοδίκης Γ΄ τάξης θα έχει λάβει το μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών, εξομοιούμενος με τον Πρωτοδίκη επταετίας, επομένως δημιουργείται ερώτημα για το αν η έλευσή του στη Β΄ τάξη (δηλ. σε ένα έτος) θα συνεπάγεται και περαιτέρω μισθολογική αναβάθμιση και κατά ποιο τρόπο. Μήπως ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη προαχθεί στην Β΄ τάξη στα 8 έτη, αλλά να αναμένει την κένωση θέσης και επομένως στην περίπτωση αυτή η πρόταση των συναδέλφων άγει στην κατάργηση του ενιαίου χαρακτήρα των τάξεων; Τέτοιες ασάφειες και αντιφάσεις που είναι ορατές ακόμα και σε πρώτη ανάγνωση στην πρόταση των συναδέλφων, υπονομεύουν την αξιοπιστία της πρότασης καθαυτής, θα ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων από τους συναδέλφους ειρηνοδίκες και θα προβληματίσουν εύλογα και τον όποιο θεσμικό μας συνομιλητή.
Παραμένει όμως ζητούμενο το ζήτημα της ουσιαστικής και μισθολογικής ενοποίησης της βαθμίδας των Ειρηνοδικών. Ήδη με τις επίμονες προσπάθειες της ΕΝΔΕ, στις οποίες συνέβαλε τα μέγιστα η Ειρηνοδίκης Ακριβή Ερμίδου και ο άλλοτε Διευθύνων την Εθνική Σχολή Δικαστών αρεοπαγίτης ε.τ. Δημήτριος Κράνης, θεσμοθετήθηκε η κατεύθυνση Ειρηνοδικών στην ΕΣΔΙ. Θεωρούμε ότι ο δρόμος της βαθμολογικής και μισθολογικής εξομοίωσης μεταξύ του βαθμίδων των Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών, έχει ανοίξει, καθώς η ύπαρξη και η λειτουργία της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών, θα ενισχύσει την επιστημονική κατάρτιση των νέων Ειρηνοδικών και θα προσφέρει ένα ισχυρό επιχείρημα έναντι της Πολιτείας ενόψει του αιτήματος μισθολογικής τους αναβάθμισης. Περαιτέρω, η ίδια η λογική που διέπει την διάστρωση του μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, συσχετίζοντας ευθέως την μισθολογική ωρίμανση με τον βαθμό του δικαστικού λειτουργού, θέτει στη βάση της διαφοροποίησης, το είδος και την έκταση της ευθύνης που συνεπάγονται τα καθήκοντα της κάθε βαθμίδας. Η ισότητα μεταξύ των δικαστικών λειτουργών και η προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία δεν είναι ασύμβατες με το γεγονός ότι οι αρμοδιότητες των ανώτερων δικαστικών σχηματισμών, βαρύνονται με μεγαλύτερης έκτασης ευθύνη από τους κατώτερους, η διαφοροποίηση δε αυτή, αντανακλά και στη μισθολογική τους μεταχείριση. Ως εκ τούτου, τυχόν μισθολογική αναβάθμιση των Ειρηνοδικών θα έχει στέρεα δικαιολογητική βάση διεκδίκησης, μόνο εφόσον συνοδεύεται από αντίστοιχη πρόταση για διεύρυνση της ευθύνης που αναλαμβάνει αυτή η βαθμίδα της Δικαιοσύνης. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η υιοθέτηση της πρότασης της Επιτροπή Ειρηνοδικών της Ένωσης για αναμόρφωση του αντικειμένου της ύλης του Ειρηνοδικείου, με το διαχωρισμό της ύλης κατά αντικείμενο και όχι με βάση το ποσό της διαφοράς, η οποία εφόσον συμπληρωθεί με αντίστοιχη πρόταση αναφορικά με την έκταση των καθηκόντων των Ειρηνοδικών στην ποινική διαδικασία, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας συνολικής πρότασης αναμόρφωσης του θεσμικού ρόλου των Ειρηνοδικείων και ακολούθως και των μισθολογικών απολαβών των Ειρηνοδικών.
ΙΙ. Περαιτέρω, η πρόταση των συναδέλφων περιλαμβάνει και το σκέλος της συσχέτισης της βαθμολογικής εξέλιξης των Ειρηνοδικών, με την δυνατότητά τους να παραμένουν στην υπηρεσία μέχρι το 67ο έτος της ηλικίας τους. Σύμφωνα με το άρθρο 88παρ.5 του Συντάγματος «Οι δικαστικοί λειτουργοί, έως το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους…». Είναι αλήθεια ότι το σκέλος της πρότασης αυτής, δεν μας εκπλήσσει, καθώς προέρχεται από την ίδια ομάδα της μειοψηφίας που και στο παρελθόν δεν αντιτάχθηκε στην πρόθεση της άλλοτε Προέδρου του ΑΠ, Προέδρου της ΕΝΔΕ και επικεφαλής της συνδικαλιστικής τους ομάδας, κ. Βασιλικής Θάνου, να αυξηθεί το όριο ηλικίας παραμονής στο Σώμα των δικαστικών λειτουργών στα 70 έτη, ακόμα και με απλό νόμο, ενώ απηχεί και τις εκπεφρασμένη θέση των κ. Φούκα και Νάστα, που στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του 2018, που έλαβε χώρα ενόψει της πρόσφατης συνταγματικής Αναθεώρησης, πρότειναν την θέσπιση δυνατότητας περαιτέρω παραμονής στην υπηρεσία για 2 έως 3 έτη. Πλην όμως, ήδη, το Ανώτατο συλλογικό Όργανο της Ένωσής μας, η Γενική Συνέλευση με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2018, έχει λάβει σαφή θέση ενάντια σε οποιαδήποτε αύξηση των συνταγματικά προσδιορισμένων ορίων ηλικίας και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία της τάξης του 70,1%. Είναι σαφές ότι η απόφαση αυτή δεν αφήνει εκτός του βεληνεκούς της την όποια «εκ πλαγίου» παράκαμψη των συνταγματικών ορίων για τα όρια αποχώρησης στην οποία άγει η συγκεκριμένη πρόταση. Όπως και στον κατάλληλο χρόνο έχουμε τοποθετηθεί κατά τη συζήτηση για τη συνταγματική Αναθεώρηση, καθαυτή η θέσπιση υποχρεωτικού χρόνου αποχώρησης από την Υπηρεσία στο άρθρο 88 του Συντάγματος υποδηλώνει τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να προσδιορίζει το πέρας της άσκησης των καθηκόντων του Δικαστή μεταξύ άλλων και ως τμήμα του πλέγματος προστασίας της προσωπικής του ανεξαρτησίας. Στην επιλογή αυτή, που στον αντίποδά της κείται η άσκηση των καθηκόντων του δικαστή ως το θάνατό του μπορεί κανείς να διαγνώσει μια εξισορροπιστική διάθεση. Ειδικότερα στο άρθρο 88 Σ, καθορίζονται οι μορφές λήξης του δικαστικού λειτουργήματος, ειδικότερα δε στην παράγραφο 4 προσδιορίζονται περιοριστικά οι λόγοι παύσης αυτού με τρόπο τέτοιο, ώστε να μην είναι δυνατή θεσμικά η υποχρέωσή του σε αποχώρηση για αιτίες άλλες από τις συνταγματικά καθορισμένες. Η ύπαρξη αυτού του ισχυρού και ειδικού πλέγματος προστασίας της προσωπικής ανεξαρτησίας του δικαστή, που τον ισχυροποιεί θεσμικά, κατά το συνταγματικό νομοθέτη αντιρροπείται επιτυχημένα από τον συνταγματικό προσδιορισμό στην επόμενη παράγραφο του πεπερασμένου χαρακτήρα του, δηλαδή μέσω της θέσπισης χρονικού ορίου υποχρεωτικής αποχώρησης. Ο συνταγματικός νομοθέτης δείχνει έτσι να κατανοεί την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου τόσο στην όψη του καθήκοντος (η άσκηση του οποίου πρέπει να προστατεύεται ισχυρά), όσο και στην όψη της εξουσίας (η άσκηση της οποίας δεν πρέπει να διαρκεί για πάντα). Απαλλάσσοντας υποχρεωτικά τον δικαστή από τα καθήκοντά του με την παρέλευση του ορίου ηλικίας το Σύνταγμα παίρνει σαφή θέση εναντίον της κυριολεκτικώς ισόβιας άσκησης της εξουσίας από κάθε φορέα της, συσχετίζει άμεσα την επίδραση του χρόνου με το παραγόμενο δικαιοδοτικό έργο και διατηρεί σταθερή χρονικά τη διαδικασία ανανέωσης των δικαστικών γενεών και της μεταξύ τους επικοινωνίας και δυναμικής. Η διάκριση αυτή είναι θεμιτή και ανάλογη της βαρύνουσας αξίας της δικαστικής εξουσίας στη συνταγματική τάξη και έχει λειτουργήσει επιτυχημένα. Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι πάγια θέσης μας – που μετά τη Γενική Συνέλευση του 2018 αποτελεί και εκπεφρασμένη θέση του Σώματος – ότι αιτήματα για αύξηση των ορίων ηλικίας αποχώρησης από την υπηρεσία, όχι μόνο δεν αποκαθιστούν αδικία, αλλά είναι ενάντια στο συμφέρον αφενός της Δικαιοσύνης, αφετέρου των ίδιων των δικαστικών λειτουργών, η γέννησή τους δε, έχει τη ρίζα της στη ραγδαία μείωση των συντάξιμων αποδοχών των δικαστικών λειτουργών μετά το 2010. Η λύση στο πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στην συντονισμένη επιδίωξη αξιοπρεπών συντάξιμων αποδοχών ανάλογων του λειτουργήματός μας με ενέργειες τόσο της δικής μας Ένωσης όσο και της Ένωσης Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών και όχι στην παράταση των ετών της εργασίας. Εκτός αυτού όμως, η ίδια η πρόταση για εκ πλαγίου παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων αποτελεί και θεσμικό ατόπημα για μια δικαστική Ένωση. Στην ουσία, οι συνάδελφοι προτείνουν να διεκδικήσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων μία διάταξη που θα εξομοιώνει νομοθετικά τους Ειρηνοδίκες με τους Προέδρους Εφετών, ώστε να μπορεί να παρακαμφθεί τεχνικά το τεθέν συνταγματικό όριο και να καταλάβει και τους Ειρηνοδίκες η δυνατότητα αποχώρησης στο 67ο έτος, την ύπαρξη και το θεσμικό ρόλο των οποίων ως ισότιμων δικαστικών λειτουργών που απολαμβάνουν λειτουργική και δικαστική ανεξαρτησία γνώριζε ο συντακτικός νομοθέτης τόσο κατά τη κατάστρωση του Συνταγματικού Χάρτη, όσο και κατά τις Αναθεωρήσεις που ακολούθησαν. Η δε επιχειρηματολογία που στηρίζει την πρόταση δε θα μπορούσε να μας βρίσκει περισσότερο αντίθετους. Συγκεκριμένα οι συνάδελφοι στηρίζουν την υποτιθέμενη άδικη μεταχείριση των Ειρηνοδικών στο ότι με το άρθρο 38 ν. 4640/2019 προβλέφθηκε η αύξηση οργανικών θέσεων Προέδρων Εφετών κατά 86 και ο αριθμός τους έφτασε σε διακόσιους έναν (201), με μείωση των Εφετών σε τριακόσιους εβδομήντα τέσσερις (374), ενώ αντίστοιχα και με το Π.Δ. 53/2020 ο αριθμός των οργανικών θέσεων των Εισαγγελέων Εφετών αυξήθηκε κατά είκοσι τρεις (23), ανερχόμενος σε εβδομήντα πέντε (75), με μείωση των θέσεων των Αντεισαγγελέων Εφετών, που πλέον ανέρχονται σε εκατόν δεκαέξι (116). Σύμφωνα με τα παραπάνω ισχυρίζονται ότι είναι άδικο το αποτέλεσμα ότι όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί των άλλων βαθμίδων θα φτάσουν τους βαθμούς που συνέχονται με αποχώρηση στο 67ος έτος, πλην των Ειρηνοδικών. Έχουμε επαρκώς τοποθετηθεί ενάντια στις ως άνω ρυθμίσεις, την αιτία των οποίων γνωρίζει πλέον καλά το Σώμα και το αποτέλεσμα των οποίων ήταν η δημιουργία μιας υδροκέφαλης υπηρεσιακής δομής, που κάθε άλλο παρά παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί. Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε να επισημάνουμε και την αβασιμότητα του ίδιου του επιχειρήματος, καθώς ανεξάρτητα με τις ως άνω αλλαγές στον οργανωτικό δικαστικό χάρτη, η υπηρεσιακή πορεία μέχρι το βαθμό του Προέδρου Εφετών και τους αντίστοιχούς του, παραμένει πολυπαραγοντικό ζήτημα και άμεσα σχετιζόμενο με την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού, αλλά και το χρόνο εισαγωγής του στο Σώμα. Βέβαια οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στους συναδέλφους, που κατέθεσαν την πρόταση με αυτή την αιτιολογία, οι οποίοι δεν ήταν μέλη του Δ.Σ. της Ένωσης κατά το έτος 2019 και δικαιολογούνται να το αγνοούν, ότι και η δική τους ομάδα με την από 27.11.2019 επιστολή της τάχθηκε αρχικά εναντίον της αύξησης των οργανικών θέσεων των Προέδρων Εφετών την οποία σήμερα επικαλούνται ως αναλογική βάση, ενώ και η επικεφαλής της ομάδας κ. Μαργαρίτα Στενιώτη ατομικά στο από 02.12.2019 άρθρο της στο dikastiko.gr, είχε μιλήσει επικριτικά για «έμμεση αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης των εφετών από το 65ο στο 67ο έτος». Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο για την ποιότητα του διαλόγου όλοι να κατανοήσουν ότι οι θέσεις μιας Δικαστικής Ένωσης δεν μπορούν να διαμορφώνονται στη βάση των εκάστοτε ανεδαφικών επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας. Ο θεσμικός ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων ως θεματοφύλακα της δικαστικής Ανεξαρτησίας, περνάει μέσα από τον ουσιαστικό σεβασμό των συνταγματικών επιλογών και των αποφάσεων των συλλογικών της οργάνων και ως εκ τούτου προτάσεις σαν την προκείμενη δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση μια συλλογικής διεκδίκησης.