ΕΧΕΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ; Αικατερίνης Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών, Αντιπροέδρου Β’ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

ΕΧΕΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ;

 

            της Αικατερίνης Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών

                                                                                  Αντιπροέδρου Β’ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Η εγκληματικότητα θεωρείται ως ένα ανώμαλο κοινωνικά φαινόμενο που συναντάται μόνιμα και σταθερά σε κάθε κοινωνία. Ενώ το έγκλημα είναι ένα γεγονός  που συμβαίνει στη ζωή του ατόμου και βρίσκεται σε συνάρτηση με ορισμένο τρόπο κοινωνικής διαβίωσης, η εγκληματικότητα στερείται ατομικότητας και δεν είναι παρά ένα σύνολο στατιστικών στοιχείων. Η σύνδεση της εγκληματικότητας με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ή φυλετικά ή εθνικά χαρακτηριστικά, είναι μία προσέγγιση αυθαίρετη, ιδεοληπτική και επικίνδυνη. Εάν π.χ, κάποιος αποδίδει την έξαρση των εγκλημάτων βίας στη μετανάστευση, τότε θα πρέπει να εξηγήσει πώς δράστες εξαιρετικά ειδεχθών εγκλημάτων είναι Έλληνες (βλ. π.χ. την υπόθεση Τοπαλούδη). Επίσης θα πρέπει να έχει στη διάθεση του κατ’ ελάχιστον στατιστικά στοιχεία για να στηρίξει τη θέση του. Αλλά και στατιστικά στοιχεία να διέθετε από τα οποία θα προέκυπτε ότι π.χ. η πλειονότητα των δραστών ληστειών το τελευταίο έτος είναι αλλοδαποί και πάλι αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού η πρώτη σκέψη που ακολουθεί είναι ότι συχνά διαπράττει εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όποιος στερείται τα βασικά για τη διαβίωση του, φαινόμενο που κατεξοχήν παρατηρείται στους αλλοδαπούς που αδυνατούν να ανεύρουν εργασία, όπως επίσης εξηγείται και το γεγονός  – χωρίς προφανώς να δικαιολογείται –  ότι όσο διακυβεύεται η δική του επιβίωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κορύφωση της επιθετικότητας του ή η τάση του να γίνει βίαιος. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά προφανώς δεν συνδέονται με την καταγωγή του δράστη ή τη κουλτούρα της χώρας από τη οποία προέρχεται, αλλά με τις συνθήκες κοινωνικής του διαβίωσης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα μπορούσε ευχερώς χαρακτηριστεί ξενοφοβική και ακραία.

Το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος διαφυλάσσει την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας οποιουδήποτε βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η παραπάνω θεμελιώδης αρχή αποτελεί πηγή και κριτήριο ερμηνείας των γενικών αρχών, με τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίσει τη τήρηση των βασικών αξιών που στηρίζουν την έννομη τάξη αλλά και την κοινωνική συνύπαρξη των πολιτών. Ως θεμελιώδες δικαίωμα προστατεύεται απόλυτα στο πυρήνα του και ισχύει για κάθε συγκεκριμένο υποκείμενο του δικαιώματος ως προς κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που το αφορά. Η πρωταρχική δε εγγύηση για την προστασία του είναι η δικαστική εγγύηση. Ο εφαρμοστής του δικαίου σε οποιοδήποτε δικονομικό στάδιο, οφείλει να τηρεί τη παραπάνω αρχή. Τούτο πρακτικά σημαίνει, ειδικά για τον εφαρμοστή του ποινικού δικαίου, πως ο εγκληματίας κρίνεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει και όχι για την εθνικότητα, τη φυλή του, τη γλώσσα του ή τις πεποιθήσεις του. Η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής υφής. Αυτό δεν είναι ένας ευσεβής πόθος ενός ευνομούμενου κράτους ή ενός πολιτισμένου λαού. Δεν είναι καν θέμα κουλτούρας. Είναι συνταγματική υποχρέωση. Και είναι απολύτως απαγορευτική η παραμικρή σύνδεση του Δικαστή που κρίνει με οποιαδήποτε ιδεοληψία ή προκατάληψη.

Οι νέες αλλαγές στα εργασιακά ενταγμένες στη λογική των αντιμεταρρυθμίσεων του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου, Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν. – Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Οι νέες αλλαγές στα εργασιακά

ενταγμένες στη λογική των αντιμεταρρυθμίσεων 

του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη, 

Δ.Ν. – Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων   

 

    Ι. Η ιστορία ρύθμισης της εργάσιμης ημέρας όπως και του ύψους της εργατικής αμοιβής κρύβει μέσα τους μακραίωνους αγώνες μεταξύ των κατόχων των μέσων παραγωγής και των εργατών. Το αίτημα για το 8ωρο, που γεννήθηκε για πρώτη φορά μετά τον Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, απαιτήθηκε ανοιχτά και μαζικά στην απεργία της Πρωτομαγιάς του 1886, όταν οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης δήλωναν ότι το κίνημα ήταν ανατριχιαστικό και αχαλίνωτο και θα έφερνε μείωση των μισθών, φτώχεια και κοινωνική υποβάθμιση ενώ θα έσπρωχνε τους εργάτες σε αλητεία, χαρτοπαιξία, βία και αλκοολισμό (Ρίτσαρντ Μπόγερ- Χέρμπερτ Μόρε, Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, σελ. 145). Σταδιακά όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι, όλο και περισσότεροι κλάδοι κατακτούσαν στις ΗΠΑ το 8ωρο μέσα από τη συνδικαλιστική δράση, τους βίαιους και αιματηρούς αγώνες, τους πρόωρους θανάτους και τα εργατικά ατυχήματα. Οι αγγλικοί εργοστασιακοί νόμοι (Factory- Acts) του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα προδιαγράφουν ως μέση ημέρα της εβδομάδας τις 10 ώρες και τις 8 ώρες για το Σάββατο. Το ανώτατο όριο της εργάσιμης ημέρας συμπίπτει σχεδόν με τα όρια που επέβαλε ήδη από το 1349 το Καταστατικό για τους Εργάτες του Εδουάρδου του Γ’. Παρατηρείται από τότε ότι η εργάσιμη ημέρα ανέρχεται καθημερινά σε 24 ώρες αφού αφαιρεθούν οι λίγες ώρες ανάπαυσης, χωρίς τις οποίες η εργασιακή δύναμη αποτυγχάνει τελείως να επιτελέσει εκ νέου την υπηρεσία της. Το 8ωρο επιβλήθηκε ως χρόνος αναγκαίος για μόρφωση, πνευματική ανάπτυξη, ψυχαγωγική κοινωνική επαφή. Η υπερεργασία με την παράταση της εργάσιμης ημέρας διαπιστώθηκε ότι προκαλεί την πρόωρη εξάντληση και νέκρωση της ίδιας της εργασιακής δύναμης, κατάσταση που δεν συνέφερε ούτε τους εργοδότες. Οι τελευταίοι βρήκαν στην εντατικοποίηση της εργασίας και στην αυξημένη ταχύτητα των μηχανών έναν βολικό τρόπο να συμπυκνώσουν την ίδια εργασία σε μικρότερο χρονικό διάστημα της ημέρας εξοικονομώντας ταυτόχρονα ένα μέρος των λειτουργικών τους δαπανών.    

  Στο κατώφλι του 20ου αιώνα οι κοινωνικοί αγώνες της εργατικής τάξης οδήγησαν τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας να υιοθετήσει στις 29 Οκτωβρίου 1919 την υπ’ αριθμό 1 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας που περιορίζει τις ώρες εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις σε 8 ώρες ημερησίως και σε 48 εβδομαδιαίως. Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση με το ν. 2269/1920. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι ρυθμίσεις επεκτάθηκαν σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους και το δικαίωμα των εργαζομένων στην ανάπαυση και στον ελεύθερο χρόνο αποτυπώθηκε σε διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα (Οικουμενική διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα του 1948, Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 1989, Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης).  Με την ΕΓΣΣΕ του 1975 καθιερώθηκε ως εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας οι 40 ώρες που αντιστοιχούσαν σε πενθήμερη εργασία ή σε 6 ώρες και 40 λεπτά σε εξαήμερη εβδομαδιαία απασχόληση, με αυξημένη αμοιβή για κάθε παραπάνω ώρα απασχόλησης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε μια αντίστροφη πορεία σταδιακής απορρύθμισης όλων των προστατευτικών ρυθμίσεων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Οδηγία 93/104/ΕΚ που τροποποιήθηκε με την 2000/34/ΕΚ και μεταγενέστερα με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ, κάτω από τις έντονες εργοδοτικές πιέσεις για «ευελιξία» και αυξομείωση των ωρών απασχόλησης ανάλογα με τις επιχειρησιακές ανάγκες, αποτελεί τη βάση διαμόρφωσης του χρόνου εργασίας.  Το άρθρο 3 της Οδηγίας προβλέπει ελάχιστη διάρκεια της ημερήσιας ανάπαυσης τις 11 συναπτές ώρες, ρύθμιση η οποία με αντίστροφη ανάγνωση επιτρέπει τις 13 ώρες ημερήσιας εργασίας. Το άρθρο 16 εισάγει την έννοια της «περιόδου αναφοράς» με τέτοιον τρόπο ώστε η διάρκεια της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (24ωρο) όπως και η ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας (48ωρο) να υπολογίζονται πλέον όχι σε σταθερή εβδομαδιαία βάση αλλά εντός μιας περιόδου 14 ημερών για την πρώτη περίπτωση και 4 μηνών για την δεύτερη περίπτωση. Τέλος το άρθρο 17 αποτελεί έναν μακροσκελέστατο κατάλογο παρεκκλίσεων από την όποια προστασία παρέχει η Οδηγία. Η πικρή πραγματικότητα της επιστροφής σε εργασιακές συνθήκες προηγούμενων αιώνων δεν μπορεί να ωραιοποιηθεί με τις γενικόλογες διακηρύξεις και τα ευχολόγια του προοιμίου της Οδηγίας όπως και άλλων διεθνών κειμένων περί βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, θέσπισης ελάχιστων προδιαγραφών για την οργάνωση του χρόνου εργασίας, σεβασμού της γενικής αρχής της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο. Ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 4359/2016, συνδέει με περισσότερη ειλικρίνεια την υποχρέωση υιοθέτησης λογικής διάρκειας της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης με την αύξηση της παραγωγικότητας, δηλαδή την αύξηση του ποσοστού κέρδους των επιχειρήσεων.  Στο ελληνικό εργατικό δίκαιο η υπερεργασία (41η -45η ώρα εργασίας στο πενθήμερο και 41η – 48η ώρα εργασίας στο εξαήμερο) όπως και η υπερωρία (πέραν της 9ης ώρας ημερησίως στο πενθήμερο και της 8ης ώρας στο εξαήμερο) αμείβονται με επιπρόσθετη αμοιβή. Η τάση της διαρκούς αύξησης του επιχειρηματικού κέρδους με συμπίεση του μισθολογικού κόστους οδήγησε στη θεσμοθέτηση της λεγόμενης «διευθέτησης του χρόνου εργασίας», δηλαδή στη συνολική αποτίμηση της εργασίας σε ευρύτερες (της εβδομάδας) χρονικές περιόδους χωρίς την καταβολή της επιπρόσθετης αμοιβής στους εργαζομένους για την πραγματοποίηση υπερεργασίας και υπερωρίας.  Οι ρυθμίσεις αυτές της παραπάνω αναφερόμενης Ευρωπαϊκής Οδηγίας, που εξασφαλίζουν «ευελιξία» και μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους στις επιχειρήσεις αυξάνοντας ταυτόχρονα μέχρι τα ακραία όρια τον ημερήσιο χρόνο απασχόλησης των εργαζομένων, εισήχθησαν στο ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 42 του ν. 3986/2011.  Τότε ο νομοθέτης στην παράγραφο 7 του άρθρου 42 θεωρούσε ως ελάχιστο όρο διασφάλισης των συμφερόντων των εργαζομένων την προηγούμενη επιχειρησιακή συλλογική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων. (βλ αναλυτικά σε Ι. Σκανδάλη, Χρόνος εργασίας, σελ. 148 επ).  

Το προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου προχωράει μερικά βήματα παραπέρα. Η σημαντικότερη αντιμεταρρύθμιση πραγματώνεται στις διατάξεις που προβλέπουν την αύξηση της ημερήσιας εργασίας στις 10 ώρες χωρίς επιπλέον αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση και χωρίς προηγούμενη συλλογική συμφωνία. Ο εργαζόμενος σε μια εποχή αυξημένης ανεργίας, οικονομικής ανασφάλειας και εκβιαστικών διλημμάτων για την διατήρηση της θέσης εργασίας του, καλείται να προτείνει ο ίδιος στον εργοδότη του την επιπλέον απασχόλησή του χωρίς επιπρόσθετη αμοιβή. Να συναινέσει εθελοντικά και με δική του πρωτοβουλία στην αποστέρηση του ελάχιστου χρόνου για ξεκούραση, μόρφωση, οικογενειακές και κοινωνικές επαφές, «να ζητήσει την συμφιλίωση της προσωπικής με την επαγγελματική του ζωή». Του «δίνεται η δυνατότητα», σύμφωνα με τις αρχές του νομοσχεδίου που παρουσίασε το Υπουργείο Εργασίας, να φθείρει τη σωματική και ψυχική υγεία του, να μεταβληθεί σε ζωντανό εξάρτημα της επιχείρησης. Ακόμα κι’ αν υπήρχε το ιδανικό για τις επιχειρήσεις πρότυπο τέτοιου εργαζομένου, το κοινωνικά ουδέτερο Κράτος που ενδιαφέρεται να έχει πολίτες υπεύθυνους, σωματικά και ψυχικά υγιείς, θα όφειλε να μην επιτρέψει τον εξανδραποδισμό τους. Η ανέξοδη για τις επιχειρήσεις μεταφορά των υπερωριών σε άλλη χρονική περίοδο γίνεται αποκλειστικά και μόνο προς όφελος των ίδιων των επιχειρήσεων ικανοποιώντας το πάγιο αίτημά τους για ευελιξία στη διαμόρφωση του χρόνου εργασίας. Σε περιόδους «νεκρές» ή υποτονικές για την παραγωγικότητα μιας επιχείρησης, θα απέφερε επιπλέον κέρδος το μειωμένο ωράριο διότι με τον τρόπο αυτό θα μειώνονταν και τα λειτουργικά έξοδα του εργοδότη. Η υπερένταση του ανθρώπινου οργανισμού για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλεί μόνιμη και ανυπολόγιστη φθορά στην σωματική και ψυχική υγεία, που δεν αποκαθίσταται με τον συμψηφισμό των μειωμένων ωρών απασχόλησης σε άλλη χρονική περίοδο.  Αποκρύπτεται επίσης η δυνατότητα που έχει ο εργοδότης να απολύσει τον εργαζόμενο μετά το πέρας της περιόδου αυξημένης απασχόλησης, έχοντας εξοικονομήσει τις επιπλέον ώρες απασχόλησης χωρίς την πρόσθετη αμοιβή. 

Στην παρουσίαση του νομοσχεδίου το Υπουργείο Εργασίας θεωρεί ως μέτρο που απαντά στα σύγχρονα προβλήματα την αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου των υπερωριών στις 150 ώρες το χρόνο σε βιομηχανία και λοιπούς κλάδους αίροντας με τον τρόπο αυτό την διάκριση των 120 ωρών κατ’ έτος στις μη βιομηχανικές επιχειρήσεις και στις 48 ώρες το εξάμηνο στη βιομηχανία. Η εξίσωση των υπερωριών στους δύο διαφορετικούς κλάδους όχι μόνο δεν οδηγεί στο αριθμητικό όριο της χαμηλότερης επιβάρυνσης για τον εργαζόμενο αλλά ούτε καν στο υψηλότερο. Δημιουργείται ένα νέο όριο 25% πιο αυξημένο από τον ανώτατο αριθμό υπερωριών και 50% περίπου από τον κατώτατο, προκειμένου οι επιχειρήσεις να μην υποχρεώνονται σε πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, που οδηγεί σε αύξηση του κόστους και μείωση των κερδών αλλά να στηρίζονται στον μεγαλύτερο βαθμό έντασης της εργασίας των ήδη απασχολουμένων.  

Διευρύνεται τέλος το καθεστώς της 7ήμερης λειτουργίας σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας (φάρμακα, εφοδιαστική αλυσίδα κ.α.) διότι «η απαγόρευση λειτουργίας τις Κυριακές εμποδίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας». Στην πραγματικότητα η κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας ωφελεί και πάλι τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των αυξημένων υπερωριών με τις οποίες θα επιβαρύνουν τους εργαζόμενους και να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους. Για τον λόγο αυτό αυξάνονται οι υπερωρίες στις 150 ώρες τον χρόνο. Αντίθετα η κυριακάτικη εργασία στις βιομηχανίες δεν συνδέεται με καμία νομική υποχρέωση των εργοδοτών να αυξήσουν ανάλογα τις θέσεις εργασίας. 

    ΙΙ. Με το νέο νομοσχέδιο το Υπουργείο Εργασίας ισχυρίζεται ότι καινοτομεί με την εισαγωγή της «ψηφιακής κάρτας εργασίας» η οποία θα συνδέεται με το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ και θα καταγράφει σε πραγματικό χρόνο την απασχόληση του εργαζομένου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για συμμόρφωση με την απόφαση CCOO του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕργΔ 2019, σελ. 705 επ) με την οποία έχουν ήδη εναρμονιστεί πολλές ευρωπαϊκές Χώρες. Προβληματισμούς ωστόσο προκαλεί η επεξεργασία μεγάλου αριθμού προσωπικών δεδομένων που αφορούν όχι μόνο την παρουσία αλλά και τις συνήθειες των εργαζομένων τα οποία είναι προσβάσιμα στις αρμόδιες αρχές. Παρατηρήθηκε ήδη (Μ. Γιαννακούρου, ΕΕργΔ 2019, 689 επ (697) ότι «η δυνατότητα του εργοδότη να καταγράφει αναλυτικά και συστηματικά τόσο την παρουσία όσο και τις απουσίες καθώς και τα διαλείμματα των εργαζομένων του, πχ για κάπνισμα, του δίνει εξουσίες ελέγχου και επιτήρησης της συμπεριφοράς του εργαζομένου, που δύνανται αφενός να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπικότητά του, αφετέρου να διευκολύνουν την στοιχειοθέτηση λόγων απόλυσής του». 

    ΙΙΙ. Το Υπουργείο Εργασίας παρουσιάζοντας τη φιλοσοφία του νέου νομοσχεδίου διαπιστώνει ότι «δεν υπάρχουν εργαζόμενοι χωρίς επιχειρήσεις ούτε και επιχειρήσεις με εργαζόμενους στα κεραμίδια». Για το λόγο αυτό ίσως επιχειρείται να αποδυναμωθεί ακόμα περισσότερο το μοναδικό μέσο διαμαρτυρίας των εργαζομένων, η απεργία: για να διασφαλιστεί όσο το δυνατό με μεγαλύτερη πιθανότητα η συναίνεση και ο συμβιβασμός των εργαζομένων σε ρυθμίσεις που αυξάνουν τον χρόνο απασχόλησης πέρα από τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και για να καμφθεί κάθε είδους αντίδραση και διαμαρτυρία στην ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων. Σε ένα ήδη απονευρωμένο συνταγματικό δικαίωμα, που του άφησαν το περίβλημα και του στέρησαν την ουσία, σε ένα δικαίωμα που οι δεκάδες συνταγματικοί και αντισυνταγματικοί νομοθετικοί περιορισμοί το οδηγούν στην παρανομία και στην καταχρηστικότητα κατά 90%, προστίθεται άλλος ένας: Ο ορισμός του προσωπικού ασφαλείας στις ΔΕΚΟ σε ποσοστό 33% των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το Υπουργείο μάλιστα δίνει και ένα παράδειγμα: ότι κατά τις ημέρες της απεργίας θα πρέπει να κυκλοφορεί το 1/3 των συρμών στο ΜΕΤΡΟ. Πέρα από την κοινή διαπίστωση ότι ο κοινωνικός αυτοματισμός και η επίκληση της γενικής δυσαρέσκειας -με την ουσιαστική συμβολή των ΜΜΕ- λειτούργησε αρκετά αποτελεσματικά ως μέθοδος κατασυκοφάντησης των απεργιών, ιδίως στις ΔΕΚΟ και στον δημόσιο τομέα, παρατηρούμε στην προκειμένη περίπτωση να εισάγεται μία εντελώς εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας και του σκοπού του «προσωπικού ασφαλείας». Σημειώνεται ότι στις περισσότερες χώρες δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για διάθεση προσωπικού ασφαλείας αλλά θεωρείται υποχρέωση σύμφυτη με την καλόπιστη άσκηση του δικαιώματος απεργίας. Τα καθήκοντα του προσωπικού ασφαλείας έχουν άμεση σχέση με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων. Δεν επιτρέπεται συνεπώς στον εργοδότη να αναθέσει επιπλέον καθήκοντα στους εργαζόμενους, ούτε να αξιοποιηθεί το προσωπικό ασφαλείας ως θεσμοθετημένος απεργοσπαστικός μηχανισμός ώστε να αποδυναμωθεί η πίεση που ασκείται με την απεργία. Η παροχή ενός επιπέδου λειτουργίας μιας επιχείρησης σε ποσοστό 33% δεν συνδέεται με τους παραπάνω σκοπούς αλλά αποτυπώνει έναν αυθαίρετο και αντισυνταγματικό νομοθετικό προσδιορισμό του «ανεκτού ποσοστού απεργίας» για το Κράτος, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση μείωσης της αποτελεσματικότητας του εργατικού αγώνα.  

Στην αλληλουχία των νομοθετικών παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο, που ξεκίνησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το προτεινόμενο Σχέδιο Νόμου δεν αποτελεί έκπληξη. Αδίκως επικρίνονται οι εθνικές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση για κακή νομοθέτηση. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε λανθασμένη μεταφορά ενωσιακού δικαίου ή κακότεχνη διατύπωση αλλά σε μια συνειδητή επιλογή. Ολοένα και μεγαλύτερη απομείωση εργασιακών δικαιωμάτων με κατάργηση προστατευτικών νομοθετικών ρυθμίσεων και θέσπιση περιορισμών που ακυρώνουν συνταγματικές διατάξεις προς όφελος της ευελιξίας και της μεγαλύτερης κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η περίοδος των ισορροπιών και των συμβιβασμών στο χώρο της εργασίας έχει παρέλθει και ότι δεν είναι εφικτή η ταυτόχρονη ικανοποίηση των συγκρουόμενων συμφερόντων των κοινωνικών αντιπάλων. Τα εθνικά Κοινοβούλια και οι Κυβερνήσεις έκαναν την επιλογή τους.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, Δημήτριος Β. Φούκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Μέλος Δ.Σ. Εν.Δ.Ε.

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στις 6-4-2021 στον ιστότοπο liberal.gr

Η κατάσταση που επικρατεί στο δικαστικό σύστημα της Χώρας είναι γνωστή σε όλους τους θεσμικούς παράγοντες και τους πολίτες, ώστε μία ακόμη αναφορά σε καθυστερήσεις και εκδίκαση υποθέσεων στο όριο της παραγραφής δεν θα προσφέρει τίποτε. Η επιβάρυνση του συστήματος που προκύπτει από την συσσώρευση των υποθέσεων και την συνεχή εισαγωγή νέων, ως επίσης η αδυναμία διαχείρισης του ρυθμού και του αριθμού των εισαγομένων υποθέσεων έχουν πλέον χαρακτήρα συστημικό και συνεπάγονται δυσμενείς συνέπειες σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων και τον οικονομικό βίο της Χώρας, καθώς στερεί μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από τις ευκαιρίες που δικαιούνται και περιορίζει τις δυνατότητες ανέλιξης των πολιτών και την κοινωνική κινητικότητα. Προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος με μεγάλες αυξήσεις του αριθμού των οργανικών θέσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν απέδωσαν αποτελέσματα.

Στις διαπιστώσεις αυτές κατέληξαν και οι συντάκτες διαφόρων σχεδίων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, στις οποίες γίνεται λεπτομερής αποτύπωση της πραγματικότητας ως προς την καταγραφή των πλεονεκτημάτων και των προβλημάτων, ωστόσο οι προτάσεις, στις οποίες καταλήγουν και οι οποίες δεν είναι όλες αναντίρρητες, χαρακτηρίζονται από αρκετή γενικότητα και επιδέχονται ενίσχυσης και εξειδίκευσης. Η παρούσα παρέμβαση σκοπεύει να συμβάλει στην προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης και εξειδίκευσης των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων στο χώρο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν ώστε αυτές να είναι αποτελεσματικές.

Α]Προαπαιτούμενο κάθε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι κατ’ αρχήν ο ανασχεδιασμός του δικαστικού χάρτη της Χώρας, λαμβάνοντας υπ’ όψη τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα και τον όγκο των υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξετασθεί η ενδεχόμενη συγχώνευση Δικαστηρίων σε μεγαλύτερες μονάδες και η διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Β]Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας μέσω του κάθετου διαχωρισμού της αρμοδιότητας και της μετατροπής των Ειρηνοδικείων σε Δικαστήρια Ειδικών Διαδικασιών, αρχικά με διατήρηση ιδιαίτερης επετηρίδας και με σκοπό την μελλοντική ένταξη σε ενιαία επετηρίδα. Ο οριζόντιος, λόγω ποσού, διαχωρισμός της ύλης είναι πλέον ξεπερασμένος και απηχεί αντιλήψεις που καταρρίπτονται από την πραγματικότητα ως προς την ικανότητα των Ειρηνοδικείων, η δε κάθετη κατάτμηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εξειδίκευση και σε αποφυγή της πολυδιάσπασης σε περισσότερα αντικείμενα, με προφανή περαιτέρω αποτελέσματα.

Γ]Εισαγωγή του θεσμού των «senior judges» κατά το ισχύον στις σκανδιναβικές χώρες πρότυπο, ήτοι η για ορισμένο χρονικό διάστημα ή λόγω ιδιαίτερων συνθηκών ανάθεση καθηκόντων και ανάλογης χρέωσης υποθέσεων σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης (π.χ. εν όψει της ανάγκης εκδίκασης τουλάχιστον 40.000 υποθέσεων του Ν. 3869/2010 εντός 18 μηνών).

Δ]Εισαγωγή του θεσμού του επίκουρου δικαστή, κατά τα ήδη ισχύοντα στο ΑΕΔ και το ΣτΕ. Οι επίκουροι δικαστές, οι οποίοι θα είναι επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα της πρώτης έρευνας σχετικά με την βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και τη νομική τεκμηρίωσή της θα προέρχονται από τους δικαστικούς λειτουργούς του α’ ή και β’ βαθμού. Με τον τρόπο αυτό αφ’ ενός θα επιταχυνθεί η επεξεργασία των υποθέσεων, αφ’ ετέρου οι επίκουροι δικαστές θα αποκτούν χρήσιμη εμπειρία για τη μελλοντική τους εξέλιξη.

Ε]Ενίσχυση και στήριξη των εναλλακτικών μορφών επίλυσης διαφορών και ιδίως της διαμεσολάβησης, η οποία πρέπει να επεκταθεί σε κάθε είδους διαφορές, με την καθιέρωση υποχρεωτικού σταδίου διαμεσολάβησης και τη θέσπιση κινήτρων.

ΣΤ]Χρήση νέων τεχνολογιών και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και του δικαστικού λειτουργού, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, την χορήγηση ηλεκτρονικής υπογραφής στους δικαστές και εισαγγελείς, την ψηφιοποίηση διαδικασιών και την ηλεκτρονική δημοσίευση αποφάσεως.

Ζ]Εισαγωγή του θεσμού της πιλοτικής δίκης στην πολιτική και ποινική δίκη.

Η]Αναμόρφωση του συστήματος ενδίκων μέσων σε πολιτική και ποινική δίκη ώστε να αποφεύγεται η άσκοπη χρήση τους, ενδεχομένως με τον περιορισμό των λόγων αναίρεσης και την εισαγωγή θεσμών όπως η προδικαστική έρευνα της βασιμότητας των ενδίκων μέσων στο στάδιο της κατάθεσής τους και εισαγωγή τους προς συζήτηση και κατ’ ουσίαν εξέταση μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμησή τους.

Θ]Κατάργηση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων με την παρούσα μορφή της και αντικατάστασή της από μία διαδικασία διαταγών ασφαλιστικών μέτρων.

Ι]Αντικατάσταση της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την έκδοση πράξεως σε όσες διαδικασίες είναι αυτό δυνατό, όπως στη διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας στις απαλλοτριώσεις, κατόπιν αίτησης του δικαιούχου της αποζημίωσης ή του αρμόδιου φορέα της απαλλοτρίωσης.

ΙΑ]Αναδιάρθρωση του θεσμού της ανάκρισης και οργάνωσή της υπό μορφή ενιαίου τμήματος, το οποίο θα είναι αρμόδιο για το σύνολο των ανακριτικών υποθέσεων, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό της έρευνας και του ανακριτικού έργου, την αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων και την βέλτιστη διαχείριση συναφών υποθέσεων, με πιθανή χρέωση υποθέσεων σε περισσότερους από έναν ανακριτές, ανάλογα με τον βαθμό δυσκολίας και την πολυπλοκότητα ή την συνάφεια μεταξύ των.

Είναι γεγονός ότι ο όρος «μεταρρύθμιση» δεν έχει δαιμονοποιηθεί περισσότερο σε κανέναν τομέα του κοινωνικού γίγνεσθαι από ότι στον χώρο της Δικαιοσύνης. Η καπηλεία των υψηλών ιδανικών της δικαιοσύνης, ακόμα και από θεσμικούς εκπροσώπους της, η περιχαράκωση σε έναν ιδιότυπο ιδεολογικό συντηρητισμό που καταλήγει να λειτουργεί σε υπεράσπιση της ανισότητας και των διακρίσεων και η στείρα άρνηση του διαλόγου επί των αλλαγών που είναι αναγκαίες, οδηγεί στην διαιώνιση της κατάστασης που όλοι γνωρίζουμε. Ας αναλογιστούμε ότι οι καθυστερήσεις και η αναποτελεσματικότητα δεν βλάπτουν μόνο τις επενδύσεις, οι οποίες, παρεμπιπτόντως, προβλέπονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα, κύριως βλάπτουν τον άνθρωπο που διεκδικεί την ευκαιρία, την οποία δικαιούται, να συμμετάσχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας.

 

Δημήτριος Β. Φούκας

Πρόεδρος Πρωτοδικών

Μέλος Δ.Σ. Εν.Δ.Ε.

 

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΡΩΙΔΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΜΑΣ, Αικατερίνη Μάτση, Αντεισαγγελέας Εφετών,Β’ Αντιπρόεδρος της Ε.Δ.Ε.

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΡΩΙΔΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

 

Αικατερίνη Μάτση, Αντεισαγγελέας Εφετών,

Β’ Αντιπρόεδρος της Ε.Δ.Ε.

 

Η παγκόσμια ημέρα της γυναίκας ως ημέρα μνήμης των αγώνων του κινήματος για τα δικαιώματα των γυναικών, φέρνει στο νου μας την διαχρονικά κοπιώδη διαδρομή του “δεύτερου” φύλου να βρει τη θέση που του αξίζει στο κόσμο.  Από τις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη το 1857 που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρόνος αρκετός, ώστε να μην είναι πια ζητούμενο, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες κοινωνίες του δυτικού κόσμου, το δικαίωμα για ψήφο και δημόσια αξιώματα, για σωματική ακεραιότητα και αυτονομία, για δικαίωμα στην εργασία και στην ίση αμοιβή, στη μόρφωση και στα αναπαραγωγικά δικαιώματα.

Στο μικρόκοσμο μας, μια πολύ σύντομη ιστορική διαδρομή καταδεικνύει ότι τίποτε δεν χαρίστηκε σε μας τις γυναίκες δικαστές και εισαγγελείς. Ενδεικτική είναι η γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (υπ’ αριθμ. 275/1955), με την οποία τίθεται σε πλήρη αμφισβήτηση η ικανότητα των γυναικών να δικάζουν και διατυπώνεται η άποψη ότι “αι γυναίκαι ως εκ της βιολογικοφυσιολογικής συνθέσεως αυτών, συγκρινόμεναι προς τους άνδρας, υπόκεινται εις μεγαλυτέραν ευσυγκινησίαν, υφίστανται την επίδρασιν των συναισθηματικών παραγόντων περισσότερον, έχουν ρυθμιστικήν ικανότητα μικροτέραν και ένστικτον αγωνιστικόν ολιγώτερον εξελιγμένον, είναι μικροτέρας σωματικής αντοχής και ευκολώτερον ενδίδουν εις παρακλήσεις”.  Έκτοτε, ο σταδιακός εκδημοκρατισμός της κοινωνίας, συμπεριέλαβε αυτονόητα και το δικαστικό σώμα. Από την πρώτη γυναίκα δικαστή που διορίστηκε ως Πάρεδρος στην Αθήνα το 1959,  περάσαμε πολύ αργότερα στον εισαγγελικό κλάδο όταν έγινε δεκτή γυναίκα Εισαγγελέας το 1975 και πια το 2011 ορίστηκε η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του Αρείου Πάγου (Ρένα Ασημακοπούλου) και το 2013 η πρώτη γυναίκα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (Ευτέρπη Γκουτζαμάνη). Λίαν προσφάτως έχουμε και τη πρώτη γυναίκα Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Αικατερίνη Σακελλαροπούλου), η οποία προέρχεται από τους κόλπους του δικαστικού σώματος, ενώ πλέον η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών στις νομικές σχολές, στην ΕΣΔΙ, στο δικαστικό σώμα, είναι γυναίκες.

Σήμερα, λοιπόν θα έλεγε κάποιος ότι επιτέλους στη δικαιοσύνη διαμορφώθηκε ένας “ίσος κόσμος μεταξύ των δύο φύλων”. Εκείνο όμως που θα ήθελα να προσθέσω σαν μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια, είναι  όλα αυτά που αποτελούν το αντίτιμο που πληρώνουμε γι’ αυτό που καταφέραμε να είμαστε. Γυναίκες δραστήριες, που δουλεύουμε σκληρά, και που διαρκώς ακροβατούμε προσπαθώντας να πετύχουμε τη πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις της δουλειάς μας και της προσωπικής και οικογενειακής μας ζωής, γυναίκες που μας καταδιώκει διαρκώς η έλλειψη χρόνου και μας στερεί από την επαφή με τα παιδιά μας, γυναίκες που νιώθουμε ημιτελείς στους ρόλους μας ως επαγγελματίες, ως μητέρες, ως σύζυγοι, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να αφιερωθούμε ολοκληρωτικά σε κάποιον απ’ αυτούς τους ρόλους, γυναίκες που έχουμε αναγκαστεί να φύγουμε μακριά από το σπίτι μας για να δουλέψουμε αφήνοντας πίσω μικρά παιδιά, γυναίκες που έχουμε οδηγήσει χιλιάδες χιλιόμετρα ή έχουμε πάρει δεκάδες πτήσεις για να “φτάσουμε” στο τόπο εργασίας μας, που μας κατατρέχει το άγχος για τον συνεχώς αυξανόμενο όγκο  δουλειάς που πρέπει να διαχειριστούμε, γυναίκες που “κουβαλάμε” στο σπίτι τη δουλειά μας, από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε τις επίσημες αργίες και που θα πρέπει γι’ αυτή την δουλειά να είμαστε διαρκώς απολογούμενες, στους δικούς μας γιατί δεν τη σταματάμε ποτέ και στους εαυτούς μας γιατί θα έπρεπε να την κάνουμε καλύτερα και ταχύτερα.

Απ’ αυτή τη σκοπιά λοιπόν αν δούμε τα πράγματα, υπάρχουν ακόμη αγώνες που πρέπει να δώσουμε. Η καθεμιά από μας με τη δικαιοδοτική της κρίση και τη στάση ζωής της, αλλά και με την συλλογική επιδίωξη μας για τη βελτίωση των όρων εργασίας μας – ποιος δεν θα ήταν απολύτως σύμφωνος με την λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών στα μεγάλα δικαστήρια για να εξυπηρετούν τις μητέρες δικαστικές λειτουργούς και δικηγόρους – μπορούμε και πρέπει να συμβάλουμε αποφασιστικά ώστε να αποτελέσει οριστικά παρελθόν σε όλη τη κοινωνία η ιστορική και παραδοσιακή προκατάληψη κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των γυναικών υπέρ των ανδρών. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι πιο επίκαιρη από ποτέ η θέση πως το γυναικείο κίνημα είναι ένα θεμελιώδες κίνημα που προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια της κοινωνικής τάξης, φυλής, κουλτούρας και θρησκείας και απευθύνεται σε θέματα που απασχολούν όλες τις γυναίκες κάθε κοινωνίας, από το ακρωτηριασμό των γυναικείων σεξουαλικών οργάνων στο Σουδάν μέχρι την επαγγελματική εξέλιξη στις ανεπτυγμένες κοινωνίες.

Διότι έχουν ακόμη να γίνουν πολλά μέχρι να φτάσουμε στη διαμόρφωση ενός ίσου κόσμου. Θα δανειστώ τα λόγια της εμβληματικής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ : “Προσπαθώ να διδάξω μέσω των αποφάσεων μου, μέσω των ομιλιών μου, πόσο λάθος είναι να κρίνεις κάποιον από την εξωτερική του εμφάνιση, το χρώμα του δέρματος του ή το φύλο του”.

 

Οι καταστατικοί σκοποί της Ένωσης και οι σκοπιμότητες της μειοψηφίας, Χαράλαμπου Σεβαστίδη, Πρ. Πρωτ., Εκπρ.Τύπου ΕΔΕ

Οι καταστατικοί σκοποί της Ένωσης και οι σκοπιμότητες της μειοψηφίας

 

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Πρόεδρος Πρωτοδικών, Εκπρόσωπος Τύπου ΕΔΕ

 

4 Μαρτίου 2021


Ι.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (Ε.Δ.Ε.) ιδρύθηκε το 1958 και ο συνδικαλιστικός της χαρακτήρας κατοχυρώθηκε μετά από αγώνες και διώξεις κατά δικαστικών λειτουργών για τη συνδικαλιστική τους δράση. Η δυνατότητα σύστασης ένωσης δικαστικών λειτουργών προβλέφθηκε ρητά από το ίδιο το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 89 παρ. 5), γεγονός εκ του οποίου συνάγεται η σπουδαιότητα του θεσμού σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Η Ε.Δ.Ε. δεν είναι μία απλή συντεχνιακή ένωση. Από την ίδρυσή της ήταν προσανατολισμένη στην περιφρούρηση των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και αξιών και η δράση της δεν περιορίστηκε στους στενούς καταστατικούς σκοπούς, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, και για τον λόγο αυτό κρατήθηκε ζωντανή τόσες δεκαετίες. Η εγκατάλειψη του διευρυμένου αυτού ρόλου της θα οδηγήσει στη σταδιακή θεσμική της απαξίωσης και στη μετατροπή της σε μία συντεχνιακή ένωση που θα ασχολείται αποκλειστικά με οικονομικές και θεσμικές διεκδικήσεις.

Σταχυολογώ στη συνέχεια ορισμένες μόνο ανακοινώσεις από το πρόσφατο παρελθόν κατά το οποίο το σημερινό Προεδρείο της ΕΔΕ δεν ασκούσε τη διοίκηση της Ένωσης. Στις 15-1-2011 εκδόθηκε ανακοίνωση σχετικά με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και αιτηθήκαμε από την Πολιτεία «οι αλλαγές να γίνουν με πολύ προσεκτικό τρόπο και ότι απαιτείται ουσιαστικός διάλογος με τους εμπλεκόμενους φορείς». Στις 14-1-2015 στείλαμε επιστολή στη Γαλλική Ένωση Δικαστών για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι «διατρανώνοντας με ολόκληρο το Γαλλικό Λαό τη θερμή στήριξή μας υπέρ της ελευθερίας έκφρασης και των άλλων ανθρωπίνων αξιών που προστατεύονται παραδοσιακά στην Ευρώπη ως θεμελιώδη δικαιώματα». Στις 18-2-2015 αποστείλαμε επιστολή προς τις διεθνείς δικαστικές ενώσεις και στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το εξής περιεχόμενο: «Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες για το μέλλον της οικονομίας της Χώρας μας ζητούμε την στήριξή σας στις προσπάθειές μας, ώστε να εξασφαλισθεί λύση, επάξια της Ιστορίας και της προσφοράς του Ελληνικού λαού στην οικοδόμηση της σύγχρονης Ευρώπης και της ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Σας απευθύνουμε το παρόν έγγραφο και αναμένουμε τόσο την προσωπικής σας παρέμβαση καθώς και την άσκηση κάθε δυνατής πίεσης από τους εκπροσώπους μας (Δικαστές ) στα Ευρωπαϊκά και Διεθνή Όργανα, ώστε να επιτευχθεί μια λύση που θα διασφαλίσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελληνικού Λαού, ο οποίος έχει στερηθεί τόσο τα δικαιώματά του όσο και τα αναγκαία οικονομικά μέσα». Δύο ημέρες νωρίτερα (16-2-2015) στην Ανακοίνωσή της η Ένωση ανέφερε ότι «Οι θέσεις και οι απόψεις του Προεδρείου ήταν πάντοτε σταθερές και αμετακίνητες. Καταγγέλλαμε πάντοτε την εκάστοτε Κυβέρνηση (οποιουδήποτε κόμματος) όταν θεωρούσαμε ότι, με βάση αντικειμενικά δεδομένα, παραβιάζει το Σύνταγμα ή τους Νόμους. Θεωρούμε ότι αυτό επιβάλλει η Δικαστική μας ιδιότητα, αφού η Δικαιοσύνη είναι ο Θεσμός εκείνος, ο οποίος, με βάση τις συνταγματικές αρχές, οφείλει να παίρνει θέση, όταν οι άλλες δύο Συνταγματικές Λειτουργίες (Νομοθετική και Εκτελεστική) παραβιάζουν το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν, όμως, η Ελληνική Κυβέρνηση, δίνει αγώνα εθνικό, οφείλουν και οι Δικαστικοί Λειτουργοί, ως τμήμα του Ελληνικού Λαού, να συμβάλουν στον αγώνα αυτόν». Στις 26-2-2016 εκδόθηκε ανακοίνωση σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα στην οποία μεταξύ άλλων τονίζεται: «Από το σύνολο των νομικών κανόνων και αρχών, που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκύπτει, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι, για λόγους προάσπισης αυτής της αξιοπρέπειας, ο αριθμός των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, που συντελείται το τελευταίο διάστημα κατά τρόπο αναπόφευκτο, μέσω της χώρας μας, εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, σε συνδυασμό με την εν γένει γεωγραφική διάταξη των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατανέμεται αναλογικά σε όλα τα κράτη-μέλη, πρωτίστως αναλόγως του πληθυσμού αυτών. Οι αρχές αυτές πιστεύουμε, ότι δεν αποτελούν απλά ευχολόγια. Η χάραξη συγκεκριμένης στρατηγικής όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα φέρει τα χαρακτηριστικά της αλληλεγγύης, δύναται να δώσει λύση, τόσο στο στάδιο της αρχικής υποδοχής όσο και στο στάδιο, μετά την αναγκαία ταυτοποίηση, της μακροχρόνιας ένταξης των ατόμων αυτών στην κοινωνία και την οικονομία. Αντίθετα, οι δημόσιες διακηρύξεις από Κυβερνήσεις κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί απαγόρευσης εισόδου μεταναστών και προσφύγων στις χώρες τους και μάλιστα, υπό την έμμεση απειλή εγκλωβισμού αυτών στη χώρα μας, που αποτελεί σύμβολο Δημοκρατίας και με ιστορία δεκαετιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστούν παραβίαση των παραπάνω νομικών κανόνων, αντίκεινται στο σύνολο της κοινοτικής νομοθεσίας, ευνοούν την έξαρση εθνικιστικών συμπεριφορών, πυροδοτούν ακραία αισθήματα ξενοφοβίας και προπαντός κλονίζουν, πλέον, την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προς το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα ως προς τη θέση, που η Ευρωπαϊκή Ένωση επιφυλάσσει, τελικά, για τη χώρα μας, η περιουσία της οποίας, τα μέσα του 20ου αιώνα, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι λεηλατήθηκε».

Μήπως όμως το διευρυμένο αυτό ενδιαφέρον για κοινωνικά ζητήματα αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία που δεν συμβαδίζει με τις αξίες και τους σκοπούς των δικαστικών Ενώσεων στην Ευρώπη; Η Θ.Ντάλη στο άρθρο της «Οι δικαστικές συνδικαλιστικές Ενώσεις στην Ευρώπη», στον τόμο για τα 50 χρόνια των Διοικητικών Δικαστηρίων, έκδ. 2015, σελ. 643 αναφέρει: «Σταδιακά… τα μέλη των ενώσεων συνειδητοποιούν ότι το δικαστικό Σώμα, μολονότι βραχίονας της κρατικής εξουσίας, νομιμοποιείται να αμφισβητεί και να αντιτίθεται σε πολιτικές επιλογές, εφόσον αυτές δε συμβαδίζουν με τις αρχές του κράτους δικαίου. Υπό την έννοια αυτή, ο δικαστικός συνδικαλισμός ασκεί διαχρονικά και παιδαγωγική λειτουργία. Το ανεξάρτητο φρόνημα, το οποίο σφυρηλατείται μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες, αποκτά προστιθέμενη αξία, στο βαθμό που ο κάθε δικαστικός λειτουργός συνειδητοποιεί ότι ύψιστο υπηρεσιακό του καθήκον είναι η εγγύηση και προάσπιση των ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών». Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης δεν αμφισβητείται το δικαίωμα των δικαστικών Ενώσεων να ασκούν κριτική σε επιλογές της Πολιτείας, όταν θεωρούν πως διακυβεύονται θεμελιώδεις αρχές και αξίες.

Η έκδοση του από 24.2.2021 δελτίου τύπου προκάλεσε έντονη κριτική και αμφισβήτηση. Θεωρήσαμε πως η προστασία της ζωής, ακόμα και του πιο ειδεχθή εγκληματία, που δικάσθηκε και καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, είναι θεμελιώδης σε ένα κράτος δικαίου. Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, για το οποίο έχουν πάρει θέση δικηγορικοί σύλλογοι, η Διεθνής Αμνηστία, η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και άλλοι φορείς, αποφασίσαμε να μην σιωπήσουμε, κρίνοντας ότι σε αυτήν την περίπτωση και η σιωπή ενέχει δήλωση. Δεν ασκήσαμε παρέμβαση σε εκκρεμή υπόθεση (άλλωστε δεν υπήρχε εκκρεμής υπόθεση), δεν εκφράσαμε άποψη για το βάσιμο ή αβάσιμο του αιτήματος του κρατουμένου, δεν εμπλεκόμαστε σε παιχνίδια πολιτικής αντιπαλότητας, τα οποία δεν μας αφορούν. Απευθύναμε μία έκκληση προς την Πολιτεία να δράσει, με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού, για να μην απολεσθεί μία ανθρώπινη ζωή, για να μην διασαλευθεί η κοινωνική ειρήνη. Θεωρούμε ότι σε ένα κράτος δικαίου, σε μία δημοκρατία που έχει γερά θεμέλια, όπως είναι η δική μας, υπάρχουν πάντοτε λύσεις που μπορούν να αναζητηθούν.  Όπως ανέφερε για το συγκεκριμένο ζήτημα ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Σπύρος Βλαχόπουλος «η έννομη τάξη μπορεί να δράσει προς τη διάσωση μίας ζωής η οποία δεν σεβάσθηκε τις εγγυήσεις του νομικού μας πολιτισμού, και αυτή είναι η υπεροχή του νομικού μας πολιτισμού. Όταν η πολιτεία σώζει τη ζωή ενός ανθρώπου που έχει αφαιρέσει ζωές, αυτό αναδεικνύει το μεγαλείο της πολιτείας».

Θεωρήθηκε από μερίδα συναδέλφων πως η ανακοίνωσή μας εκφεύγει των σκοπών του καταστατικού μας. Όπως ήδη εκτέθηκε, και στο παρελθόν το Προεδρείο της Ένωσης προέβαινε σε δηλώσεις που δεν ενέπιπταν, υπό τη στενή έννοια, στους σκοπούς του Καταστατικού. Αλλά και μετά το 2016, υπό τη διοίκηση του ενωτικού Προεδρείου, εκδόθηκαν πολλές ανακοινώσεις, ευρύτερου ενδιαφέροντος, χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση. Ακόμα και οι δωρεές της Ένωσης για την στήριξη δομών υγείας, παιδείας, κρατουμένων, μεταναστών που έγιναν την τελευταία τετραετία, δεν εμπίπτουν σε κανέναν από τους καταστατικούς σκοπούς. Θα έπρεπε μήπως να αναστείλουμε και αυτές τις δράσεις μας;

Η Κυβέρνηση από τη φύση της είναι αποδέκτης αιτημάτων από πολίτες, φορείς, ενώσεις, πολιτικά κόμματα. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων διαρκώς υποβάλλει στην Πολιτεία αιτήματα με στόχο την ικανοποίησή τους. Το εάν ένα αίτημα αφορά αποκλειστικά τα μέλη της Ένωσης ή είναι ευρύτερα κοινωνικό είναι ζήτημα δευτερεύον και έχει να κάνει με τους σκοπούς της Ένωσης όπως προεκτέθηκαν. Αντίστοιχα τα Δικαστήρια δέχονται και εξετάζουν αιτήματα σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες για κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν μπορεί να γίνει καμία επίκληση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών ούτε να γίνει οποιοσδήποτε συσχετισμός ανάμεσα στους διαφορετικούς ρόλους και στα διαφορετικά καθήκοντα που έχει η κάθε εξουσία (εκτελεστική και δικαστική) κατά την υποβολή και εξέταση αιτημάτων.

ΙΙ. Η ιστορία της Ένωσης, που είναι αναρτημένη στην ηλεκτρονική της σελίδα, πρέπει να διαβαστεί από όλους τους συναδέλφους, καθώς διδάσκει πολλά. Μπορεί κάθε καλόπιστος να διαπιστώσει ότι κρίσεις σαν αυτές που αντιμετωπίζουμε σήμερα για τους στόχους που πρέπει να θέτει και να υπηρετεί μια Δικαστική Ένωση απασχόλησαν πολλές φορές το συνδικαλιστικό μας όργανο, ήδη από το 1960, όταν ένα υπόμνημα που υπέβαλε η Ένωση στον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης, Κ.Καλλία, προκάλεσε πολιτικό κόστος στην τότε Κυβέρνηση. Ο Υπουργός κατηγόρησε την Ένωση ως «εκτραπείσα εις συνδικαλιστικήν εκδήλωσιν» και με έγγραφό του ζήτησε τη σύμπραξη του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου «δια την καταστολήν τοιούτων εκδηλώσεων συνδικαλιστικών». Στις αρχές του 1962 συγκλήθηκε Γ.Σ. στην οποία τονίστηκε η προσήλωση των μελών στις καταστατικές αρχές ενώ αποκηρύχθηκε «πάσα συνδικαλιστική τάσις ή εκδήλωσις». Το ίδιο έτος συγκλήθηκε αιφνιδιαστικά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και εκεί ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και μετέπειτα πρωθυπουργός της πρώτης χουντικής κυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κόλλιας, χαρακτηρίζει τους δικαστικούς λειτουργούς που συμμετέχουν στην Ένωση «σφετεριστάς της εξουσίας των ολομελειών … αγνοούντας ή διαστρέφοντας το Σύνταγμα και τους Νόμους, εκθέτοντας το δικαστικόν σώμα , ως επιδιώκοντας καθαρώς συνδικαλιστικούς σκοπούς, υπό το πρόσχημα της εξυπηρετήσεως επιστημονικών σκοπών…». Η συνέχεια με τη δίωξη του τότε Προέδρου της Ένωσης Α.Φλώρου, για την άσκηση συνδικαλιστικής δράσης και η αδρανοποίηση της Ένωσης μέχρι την μεταπολίτευση είναι αποκαλυπτική.

Το Προεδρείο της Ένωσης έχει εκλεγεί στις πρόσφατες αρχαιρεσίες με συντριπτική πλειοψηφία. Εκπροσωπώντας το σύνολο των 2.500 δικαστών και εισαγγελέων της Χώρας, αναλαμβάνουμε με τις ανακοινώσεις και τα Δελτία Τύπου, τα οποία εκδίδονται από το Γραφείο Τύπου όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά τις τελευταίες αρχαιρεσίες και λειτουργεί σύμφωνα με θεσπισμένο εσωτερικό κανονισμό, την ευθύνη για τη χάραξη της στρατηγικής και την οριοθέτηση των στόχων, με γνώμονα την περιφρούρηση τόσο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όσο και των συμφερόντων των μελών της Ένωσης. Είναι θεμιτό και αναμενόμενο σε ορισμένα ζητήματα να μην ταυτίζονται οι αντιλήψεις όλων. Η κριτική και η διαμαρτυρία είναι ένας δημοκρατικός τρόπος έκφρασης των απόψεων και λαμβάνεται πάντοτε υπόψη.

Ωστόσο, τα μέλη της μειοψηφίας, προσπαθώντας να εκμεταλλευθούν την κριτική που ασκήθηκε για το ως άνω δελτίο τύπου, υπέβαλαν αίτημα για σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης, ενώ γνωρίζουν πως το αίτημά τους δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί υπό τις παρούσες συνθήκες, για τους ίδιους λόγους για τους οποίους άλλωστε δεν έλαβε χώρα ούτε η τακτική ετήσια γενική συνέλευση, ενόψει των υγειονομικών περιορισμών που  ισχύουν. Είναι φανερό πως ο σκοπός που επιδιώκεται με την υποβολή αυτού του αιτήματος είναι μόνο αυτός: η διατήρηση ενός κλίματος έντασης και διχασμού, με στόχο την ανατροπή του υφιστάμενου Προεδρείου και τη διαιώνιση μίας εσωστρέφειας, που πλήττει το κύρος και τη θέση της Ένωσης. Οι συνάδελφοι που θεμιτά διατύπωσαν τις αντιρρήσεις τους και άσκησαν την κριτική τους στην έκδοση του συγκεκριμένου Δελτίου Τύπου θα πρέπει να γνωρίζουν τις σκοπιμότητες και τις κρυφές επιδιώξεις της μειοψηφίας και να αντιληφθούν τον επικίνδυνο δρόμο στον οποίο επιθυμούν να μας οδηγήσουν.

 

ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΕΣΑ, Λάμπρου Σ.Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Θράκης

ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ –

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΕΣΑ

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Θράκης

 

===Είναι αναμενόμενο ότι στην ψηφιακή εποχή η εγκληματικότητα  αποκτά τεχνολογικά χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια η διεθνοποίησή της είναι εύκολη υπόθεση. Έτσι είναι επίσης αναμενόμενο να υπάρχει και ένα διεθνώς αναπτυγμένο τείχος καταπολέμησης της σύγχρονης εγκληματικότητας με κύρια εργαλεία τη Σύμβαση της Βουδαπέστης και την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας. Στη σημερινή μας εποχή πρέπει να είναι σαφής η διάκριση μεταξύ των  αμιγώς γνήσιων κυβερνοεγκλημάτων δηλαδή  αυτών που στρέφονται εναντίον ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνιών και συστημάτων πληροφοριών ή και με χρήση αυτών (π.χ.  «Παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα»,  «Απάτη με υπολογιστή», «Παρακώλυση λειτουργίας πληροφοριακών συστημάτων»). Ωστόσο στατιστικά είναι πιο πολλές οι προσβολές εννόμων αγαθών  που γίνονται μέσω του διαδικτύου και αποτελούν εξελιγμένο τρόπο τέλεσης παραδοσιακών εγκλημάτων. Τούτα είναι τα λεγόμενα μη γνήσια κυβερνοεγκλήματα με κύρια την απάτη, την απειλή, την εκβίαση, την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, τη διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Για τον τρόπο συλλογής αποδεικτικού υλικού κατά το σχηματισμό δικογραφιών για καθέναν από τους ανωτέρω τύπους εγκλημάτων (γνήσιων ή μη γνήσιων κυβερνοεγκλημάτων) έχει εκδοθεί η υπ’αριθ.2/2019 εγκύκλιος του ΕισΑΠ στην οποία αναφέρεται ότι στη χώρα μας λειτουργούν εξειδικευμένες υπηρεσίες στην ΕΛ.ΑΣ και ειδικότερα η ΔΙΔΗΕ και η ΥΔΗΕΒΕ. Περαιτέρω σύμφωνα με την ανωτέρω εγκύκλιο για οποιαδήποτε τεχνική συνδρομή σε κατασχέσεις, με την αποστολή εξειδικευμένου κλιμακίου, καθ’ ύλην αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 22 του ΠΔ 178/2014, τυγχάνει η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών (ΔΕΕ) και ειδικότερα το Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, όπου δύναται να απευθύνεται απευθείας οποιαδήποτε ανακριτική, εισαγγελική ή δικαστική αρχή, αποστέλλοντας σχετικό αίτημα και παραγγελία.

===Στο δικονομικό πεδίο ερευνών κύρια πρακτική εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 265 ΚΠΔ για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων, που αποτελεί νομοθετικό εργαλείο εφαρμογής προβλέψεων της Σύμβασης της Βουδαπέστης.

Ειδικότερα στην παράγραφο 1 προσδιορίζονται τα ψηφιακά δεδομένα που μπορούν να κατασχεθούν. Έτσι κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί στα δεδομενα που είναι αποθηκευμένα σε έναν υπολογιστή, στα  οποία έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση, σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή στο οποίο υπάρχουν αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή και έχει φυσική  πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση,  σε ένα απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή, σε ένα απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή, στα οποία έχει φυσική πρόσβαση εκείνος που διενεργεί την ανάκριση. Ωστόσο τα ψηφιακά δεδομένα που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloudservices) δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή.

 

===Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής:

1ον Ορθά επισημαίνεται στο υπ’αριθ.613/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ότι το υπολογιστικό νέφος δεν είναι απλά αποθηκευτικός χώρος αλλά χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά αρχείων μεγάλης χωρητικότητας και στην πολιτική απορρήτου του ο πάροχος δηλώνει ρητά ότι αντιτίθεται στη διαρροή οποιουδήποτε μέρους τεχνογνωσίας προκειμένου να γίνει χρήση ακόμη και από κρατικές υπηρεσίες και ότι δεν ικανοποιεί κυβερνητικά αιτήματα που αναφέρονται σε μεγάλο αριθμό προσώπων και τα οποία δεν σχετίζονται με συγκεκριμένη έρευνα. Επομένως για την έρευνα των αποθηκευμένων αρχείων σε αυτό  θα πρέπει να έχει τηρηθεί η διαδικασία της προηγούμενης δικαστικής άρσης απορρήτου κατά τις διατάξεις του Ν 2225/1994.

2ον. Αφού τα εν λόγω αρχεία δεν αποτελούν ψηφιακά δεδομένα αποθηκευμένα στον υπολογιστή, δεν μπορούν να κατασχεθούν, μπορούν μόνο να καταγραφούν σε έκθεση μετά από έρευνά τους κατά τις διατυπώσεις του Ν.2225/1994.

3ον Για τις αξιόποινες πράξεις που συνδέονται με τα ψηφιακά δεδομένα, που είναι αποθηκευμένα σε υπηρεσία νεφοϋπολογιστικής ανακύπτει ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων και τούτο διότι  με τον ισχύοντα ΠΚ δεν διατηρήθηκε σε ισχύ η προσθήκη της παραγράφου 3 στο άρθρο 5 του προϊσχύσαντος ΠΚ με το Ν.4257/2014, σύμφωνα με την οποία, όταν η πράξη τελούνταν μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας τόπος τέλεσης θεωρούνταν και η ελληνική επικράτεια, εφόσον στο έδαφός της υπήρχε πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους.  Όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ η επέκταση της αρχής της εδαφικότητας στα εγκλήματα μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας κρίθηκε αδικαιολόγητη. Αν οι πράξεις τελούνται μέσω διαδικτύου και στρέφονται εναντίον ημεδαπού,  διώκονται με τις προϋποθέσεις των άρθρων 6, 7 και σε κάθε περίπτωση του άρθρου 8 ΠΚ.

4ον Ειδικά για τα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με την υπ’αριθ.1/2017 απόφαση ΟλΑΠ (πολιτική) κρίθηκε ότι εμπίπτουν και αυτά στο απόρρητο των ανταποκρίσεων, προστατεύονται όμως  κατά την παρ. 1 του άρθρου 19 Συντάγματος μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας. Μετά την ολοκλήρωσή της, ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης, δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ., αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9Α του Συντ.

 

===Ακόμη στην παράγραφο 2 του άρθρου 265 ΚΠΔ προσδιορίζεται ο τρόπος που γίνεται η κατάσχεση των ψηφιακών δεδομένων και ειδικότερα αποσαφηνίζεται ότι η κατάσχεση πραγματοποιείται αποκλειστικά με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού αλλά και τι ακριβώς επιτρέπεται να λάβει χώρα κατά τη διάρκειά της. Συγκεκριμένα επιτρέπεται σε εκείνον που τη διεξάγει, η αφαίρεση και η κατάσχεση του υλικού φορέα, η αντιγραφή, η αφαίρεση των αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων  σε μέσο αποθήκευσης δεδομένων και  η αναπαραγωγή και η επαλήθευση της αυθεντικότητας και της  ακεραιότητας των κατασχεθέντων δεδομένων.

===Για το λόγο αυτό κατά την παράγραφο 3 αρθρ.265 ΚΠΔ στη σχετική έκθεση που συντάσσεται, αναγράφονται  επακριβώς οι ενέργειες που  έγιναν. Η ανάλυση αποτελεί έτερη δικονομική ενέργειεα με βάση τους κανόνες της ψηφιακής εγκληματολογίας και ανάγεται στη διαπίστωση των καταστάσεων με τις οποίες  τα ψηφιακά δεδομένα συνδέονται.

 

===Περαιτέρω στην παράγραφο 4 προσδιορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος διατήρησης των ψηφιακών δεδομένων, ενώ τέλος στην παράγραφο 6 ορίζεται ότι  απαγορεύεται η δημιουργία και η διατήρηση αντιγράφων των ψηφιακών δεδομένων για οποιονδήποτε άλλον λόγο, εκτός αν ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής ή συμβούλιο ή το δικαστήριο κρίνουν ότι τα κατασχεμένα ψηφιακά δεδομένα είναι αναγκαίο να περιληφθούν σε άλλη δικογραφία.

 

===Σε ό,τι αφορά τον τόπο τέλεσης  του εγκλήματος, που αφορούν τα ψηφιακά μέσα και εξ αυτού του λόγου  τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων σε περίπτωση που το οικείο έγκλημα αφορά την παράβαση του άρθρου 66 Ν.2121/1993, πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή ο Ν 2121/1993 ενσωμάτωσε στο εθνικό δίκαιο σχετική οδηγία της ΕΕ, η οικεία αξιόποινη πράξη  δεν  υπάγεται σε κάθε περίπτωση στο άρθρο 8 περ. ια΄ ΠΚ ,δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται για κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογεγραμμένες και επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων και να αποδεσμεύεται έτσι η δικαιοδοσία της χώρας από τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 ή 7 ΠΚ. Και τούτο γιατί η ενσωμάτωση ενωσιακής οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο δεν σχετίζεται με κύρωση διεθνών συμβάσεων. Ως εκ τούτου  για την εφαρμογή της αρχής της παγκόσμιας δικαιοσύνης (άρθρο 8 ΠΚ) θα πρέπει  να υπάρχει συγκεκριμένα διεθνής σύμβαση που να προβλέπει τέτοια δικαιοδοσία, και την οποία η χώρα μας  έχει κυρώσει με νόμο (Μ.Καϊαφα Γκμπάντι Ποιν. Δικ. Τεύχος Δεκ.2019).

 

===Η χρησιμότητα της κατάσχεσης των ψηφιακών δεδομένων είναι πρόδηλη  στην απόδειξη των εγκλημάτων μέσω του διαδικτύου και ηλεκτρονικών μέσων, είναι προεχόντως όμως αναγκαία για περιπτώσεις εγκλημάτων που ή προβλέφθηκαν  εξ αρχής με πρόσφατες νομοθετικά  πρωτοβουλίες ή με αυτές  ήδη προβλεπόμενα εγκλήματα  τιμωρούνται πλέον βαρύτερα. Τούτες οι επισημάνσεις αφορούν το άρθρο 32 Ν.4689/2020 σύμφωνα με το οποίο με φυλάκιση τιμωρείται όποιος εν γνώσει του με οποιονδήποτε τρόπο οργανώνει ταξίδι ή διευκολύνει άλλον να ταξιδέψει με σκοπό να τελέσει ή να συμβάλει στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή να συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας ή με σκοπό να προσφέρει ή να παρακολουθήσει εκπαίδευση για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, με επίγνωση του γεγονότος ότι με την πράξη του συμβάλλει στον σκοπό αυτόν.Επίσης αφορούν και το άρθρο 33 του εν λόγω νόμου σύμφωνα με το οποίο όποιος διαπράττει το αδίκημα του άρθρου 374 Π.Κ. με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή, εκτός εάν η πράξη τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή.

 

===Αφού κατασχεθούν τα ψηφιακά δεδομένα, ακολουθεί η διερεύνησή τους. Έτσι εφόσον δεν είναι τεχνικά δυνατή από την διενεργήσασα την κατάσχεση αστυνομική αρχή η διαπίστωση της αυθεντικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων και προφανώς η ανάλυσή τους, τούτο μπορεί να γίνει από τις εξειδικευμένες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ κατά τα ανωτέρω  αναφερθέντα. Έτσι ακολουθεί το πόρισμα των αστυνομικών αρχών για τις διαπιστώσεις κατά την εξέταση των ψηφιακών δεδομένων. Είναι όμως αναγκαίο να ακολουθούνται οι αναγνωρισμένοι κανόνες της ψηφιακής εγκληματολογίας,  ώστε η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων να είναι ακριβής γιατί έτσι θα είναι αξιόπιστες και οι αποδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου. Τούτο καθίσταται επιτακτικό όταν τα ψηφιακά δεδομένα που αναλύονται αποτελούν τη μοναδική πηγή αποδείξεων σε βάρος του κατηγορουμένου. Το ανωτέρω ζήτημα σχετίζεται άμεσα με τη δίκαιη δίκη και ειδικότερα με το κεφάλαιο της εκτίμησης των αποδείξεων για το οποίο το ΕΔΔΑ διατυπώνει σταθερά τη νομολογιακή του θέση. Όπως είναι γνωστό για να καθοριστεί αν η διαδικασία στο σύνολό της είναι δίκαιη, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη  αν τα δικαιώματα άμυνας του κατηγορουμένου έγιναν σεβαστά. Ειδικότερα, πρέπει να εξεταστεί αν δόθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να αμφισβητήσει τη γνησιότητα των αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων, όπως επίσης οι περιστάσεις υπό τις οποίες αποκτήθηκαν και το κατά πόσον οι περιστάσεις αυτές θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία ή την ακρίβειά τους. Μολονότι δεν προκύπτει αναγκαστικά πρόβλημα θεμιτών αποδεικτικών στοιχείων όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και λήφθηκαν υπόψη  δεν υποστηρίχθηκαν από άλλα, πρέπει να σημειωθεί ότι όταν τα αποδεικτικά στοιχεία είναι πολύ ισχυρά και δεν υπάρχει κίνδυνος να είναι αναξιόπιστα, η ανάγκη για επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία είναι προφανώς ασθενέστερη (ΕΔΔΑ υπόθεση Bykov κατά Ρωσίας, Jalloh κατά Γερμανίας). Επιπλέον το ΕΔΔΑ αποδίδει  βαρύτητα στο αν τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία ήταν ή δεν ήταν καθοριστικά για την έκβαση της ποινικής διαδικασίας (υπόθεση Gäfgen κατά Γερμανίας). Η πιο πάνω θέση του ΕΔΔΑ είναι χρήσιμη κατά την αξιολόγηση των αποδείξεων από τον Εθνικό Ποινικό Δικαστή, όταν καλείται να λάβει υπόψη του αναλύσεις για κατασχεθέντα ψηφιακά δεδομένα, αφού τονίζεται η ανάγκη για την ακρίβεια των αποδεικτικών μέσων, τον αξιόπιστο τρόπο συλλογής τους, τη δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τον κατηγορούμενο και εναντίωσής του στη χρήση τους,  την υποστήριξή τους από άλλα επιπλέον όταν τα καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η ενοχή του κατηγορουμένου, δεν είναι ισχυρά.

 

Κλείνοντας το κεφάλαιο των ψηφιακών δεδομένων είνα χρήσιμο να αναφερθεί η απόφαση του ΕΔΔΑ Kırdök κ.α. κατά Τουρκίας της 03.12.2019  (αριθ. 14704/12).  Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες (κατάσχεση των ψηφιακών τους δεδομένων και η άρνησή τους να τα επιστρέψουν ή να τα καταστρέψουν) δεν είχαν ανταποκριθεί σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη, δεν ήταν αναλογικά προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς (πρόληψη αναταραχών, πρόληψη εγκληματικών αδικημάτων και προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων) και δεν ήταν απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

 

===Όμως η τεχνολογία της εποχής μας επηρέασε και τον τρόπο έκτισης της ποινής με χαρακτηριστική εκδήλωση αυτή της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Τούτο όμως το μέτρο αποτελεί πια τόσο μορφή έκτισης ποινής αλλά και μορφή δικονομικού καταναγκασμού στην προδικασία διεθνώς. Έτσι γεννάται η ανάγκη ομοιόμορφης νομολογιακής προσέγγισης όταν εμπλέκονται περισσότερες χώρες σε υπόθεση που το αφορά, όπως όταν έγινε εφαρμογή του σε εκζητούμενο με ΕΕΣ. Είναι λοιπόν χρήσιμο να αναφερθεί η απόφαση του ΔΕΕ στην υπ’αριθ.C-294/2016 υπόθεση. Το ΔΕΕ ασχολοήθηκε με  το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα Πολωνικού Πρωτοδικείου:

Έχει το άρθρο 26, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3 ΣΕΕ και το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, την έννοια ότι ο όρος “κράτηση” περιλαμβάνει και μέτρα του κράτους εκτελέσεως του εντάλματος τα οποία συνίστανται στην ηλεκτρονική επιτήρηση του τόπου διαμονής του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί ΕΣΣ; Η απάντηση που δόθηκε ήταν  ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι μέτρα όπως ο κατ’ οίκον περιορισμός επί εννέα ώρες κατά τη διάρκεια της νύκτας, σε συνδυασμό με την επιτήρηση του ενδιαφερόμενου προσώπου με χρήση ηλεκτρονικής συσκευής, με την υποχρέωση να παρουσιάζεται επί καθημερινής βάσεως ή πολλές φορές την εβδομάδα σε αστυνομική αρχή σε συγκεκριμένες ώρες καθώς και με την απαγόρευση να ζητήσει τη χορήγηση εγγράφων που καθιστούν δυνατή την αναχώρησή του στην αλλοδαπή, δεν έχουν, καταρχήν, λαμβανομένων υπόψη του είδους, της διάρκειας, των αποτελεσμάτων και των λεπτομερών κανόνων εκτελέσεως του συνόλου των μέτρων αυτών, τόσο καταναγκαστικό χαρακτήρα ώστε να συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας συγκρίσιμη προς εκείνη που απορρέει από τη φυλάκιση και να μπορούν, ως εκ τούτου, να χαρακτηριστούν ως «κράτηση» κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Για το θέμα του υπολογισμού του χρόνου της προσωρινής κράτησης που ακολούθως αντικαταστάθηκε με κατ’οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση η ολομέλεια του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο με  το υπ’αριθ. 2/2018 βούλευμα αποφάνθηκε ότι για τον υπολογισμό της διάρκειας του περιοριστικού όρου του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν χωρεί προσμέτρηση και του χρόνου της προηγηθείσας προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου, η οποία αντικαταστάθηκε με τον όρο αυτό.

===Άλλο ζήτημα που ανακύπτει στην καταπολέμηση της σύγχρονης εγκληματικότητας και ειδικά αυτής που σχετίζεται με το διαδίκτυο είναι αυτό της  συλλογής αποδείξεων μέσα από το μηχανισμό της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας. Ως εκ τούτου γίνεται αντιληπτό ότι μπορεί να υπάρξουν αιτήσεις για διενέργεια  ηλεκτρονικών ανακριτικών πράξεων από ένα κράτος προς άλλο κράτος. Τότε η νομιμότητα του αιτήματος πρέπει να είναι βέβαιη κατά το δίκαιο του αιτούντος κράτους, αφού το κράτος της εκδίκασης είναι τελικά το πεδίο στο οποίο θα αξιολογηθεί το κτηθέν σε άλλο κράτος αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια αν στην Ελλάδα πρέπει να γίνουν δικονομικές ενέργειες στα πλαίσια συνδρομής σε άλλο κράτος (το οποίο είναι το κράτος της εκδίκασης) επειδή η χώρα ανέλαβε τέτοια υποχρέωση από Διεθνή Σύμβαση και οι δικονομικές αυτές ενέργειες δεν επιτρέπονται κατά το εσωτερικό δίκαιο, οι δικονομικές ενέργειες πρέπει να εκτελεστούν με ειδική μνεία του σκοπού, δηλαδή της ικανοποίησης αποκλειστικά αιτήματος για παροχή δικαστικής συνδρομής με βάση σχετική διεθνή συμβατική υποχρέωση της χώρας, εφόσον τούτη η δικονομική ενέργεια είναι συμβατή με το δίκαιο του αιτούντος κράτους. Τούτο δεν ισχύει αν το κράτος εκτέλεσης του αιτήματος διατήρησε επιφύλαξη συμβατότητας του αιτήματος με το εχγώριο δίκαιό του. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της Ε.Ε.Ε σύμφωνα με την παράγραφο 2 άρθρου 11 Ν.4487/1917  η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ΕΕΕ που της διαβιβάζεται και μεριμνά για την εκτέλεσή της σαν να πρόκειται για ερευνητικό μέτρο που διατάχθηκε από ελληνική αρμόδια αρχή, εκτός αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής,  ενώ σύμφωνα με την παράγαραφο 3 η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, και υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές διατυπώσεις και διαδικασίες δεν αντιβαίνουν στο ελληνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια στο πεδίο της Ε.Ε.Ε δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι η χώρα μας ως κράτος εκτέλεσης μπορεί  να προβεί σε συλλογή αποδείξεων μέσω ανακριτικών ενεργειών που δεν προβλέπονται κατά το εσωτερικό μας δίκαιο. Ωστόσο είναι σαφής η θέση του ΕΔΔΑ ότι η αποδεικτική διαδικασία αποτελεί ένα ενιαίο όλο και ως τέτοια στο σύνολό της πρέπει να είναι δίκαιη για τον κατηγορούμενο. Έτσι στα πλαίσια αυτά κρίθηκε ότι η ανάγνωση καταθέσεων μαρτύρων σε βάρος του κατηγορουμένου μολονοτι αυτός δεν είχε την ευκαιρία να τους εξετάσει  δεν επέφεραν παραβίαση της δίκαιης δίκης αν δεν είχαν βαρύνουσα ισχύ έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Αν όμως αυτές υπερέχουν αποδεικτικά έναντι των λοιπών στοιχείων, τότε η αξιοποίησή τους πρέπει να αποκλειστεί. Τούτο δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής σε περίπτωση που γίνει διαβίβαση καταθέσεων μαρτύρων προς ανάγνωση από ένα κράτος σε ένα άλλο, όπου τελικά θα εκδικαστεί η υπόθεση σε βάρος του κατηγορουμένου χωρίς όμως την παρουσία των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις αποτελούν αντικείμενκο ανάγνωσης (RANIOLO VS ITALY).

===Οι τεχνολογικές εξελίξεις στις συναλλαγές επέφεραν και τις αντίστοιχες προβλέψεις σε νομοθετικά κείμενα σχετικά με τον όρο περιουσία στην περίπτωση διερεύνησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Έτσι  στο άρθρο 3 Ν.4557/2018 ορίζεται ως «Περιουσία»: περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.«Περιουσία»: περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και έγγραφα ή στοιχεία οποιασδήποτε μορφής, έντυπης, ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.

===Ακόμη με το Ν.4734/2020 άρθρο 2 παρ.5  προστέθηκε η παράγραφος 24  στο άρθρο 3 του ν. 4557/2018  που αφορά τον όρο «Εικονικά νομίσματα»: Η ψηφιακή αναπαράσταση αξίας που δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή, ούτε έχει την εγγύησή τους, δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα και δεν διαθέτει το νομικό καθεστώς νομίσματος ή χρήματος, όμως γίνεται αποδεκτή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως μέσο συναλλαγής και μπορεί να μεταφέρεται, να αποθηκεύεται ή να διακινείται ηλεκτρονικά. Επειδή η αναζητούμενη περιουσία σε περίπτωση των εικονικών νομισμάτων είναι άυλη και δεν μπορεί να κατασχεθεί κατά το άρθρο 40 ν.4557/2018, εκείνο που πρέπει να εντοπιστεί κατά 2η παράγραφο του ανωτέρω άρθρου είναι η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης, όπως την προσδιορίζει το δικαστήριο.

 

===Επειδή θα ανακύψει ζήτημα διαπίστωσης περιουσίας, που δεν φορολογήθηκε από την εκμετάλλευση κρυπτονομισμάτων, για το θέμα της φορολόγησής τους είναι χρήσιμες οι πιο κάτω απόψεις, που δημοσιεύθηκαν στην ιστοσελίδα taxheaven:

Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες εισοδήματος από κρυπτονομίσματα:
Α) Tου παραγωγού αυτού που κάνει την εξόρυξη και τα έσοδα αποτελούν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και θα φορολογηθούν τα κέρδη που θα προκύψουν μετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών με τις γενικές διατάξεις και τους ισχύοντες φορολογικούς συντελεστές.

Β) Tου κατόχου (επενδυτή) κρυπτονομισμάτων. Η υπεραξία που πιθανόν προκύψει (θετική διαφορά μεταξύ αγοράς και πώλησης) θα φορολογηθεί με τις γενικές διατάξεις εάν οι κάτοχοι είναι νομικά πρόσωπα. Εάν οι κάτοχοι είναι φυσικά πρόσωπα, απλοί επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 42 του ΚΦΕ μπορούν να φορολογηθούν με συντελεστή 15% ως εισόδημα από υπεραξία κεφαλαίου. Πιθανή ζημία μπορεί να συμψηφιστεί με μελλοντικά κέρδη από την ίδια πηγή μέσα στα επόμενα 5 έτη. Η φορολογητέα αξία του κρυπτονομίσματος είναι η υπεραξία που προσπορίζεται ο κάτοχός του που προβαίνει σε πώλησή του. Ως υπεραξία νοείται η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης που κατέβαλε ο φορολογούμενος και της τιμής πώλησης που εισέπραξε. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 3, «…τυχόν δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την αγορά ή την πώληση των τίτλων συμπεριλαμβάνονται στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης». Ο φορολογικός συντελεστής είναι 15% επί της αποκομιζόμενης υπεραξίας και αξίζει να αναφέρουμε πως τα εισοδήματα από αυτό υπόκεινται σε εισφορά αλληλεγγύης (Γ.Δαλιάνης ιστοσελίδα taxheaven).

 

===Επιπλέον στο χώρο του ποινικού φορολογικού δικαίου η νομοθετική  εξέλιξη που ακολουθεί αυτή της τεχνολογίας είναι η καθιέρωση του ηλεκτρονικού τιμολογίου. Σύμφωνα με το νόμο, Ν.4308/2014 καθώς και την ΠΟΛ. 1003/31-12-2014 που τον ερμηνεύει το ηλεκτρονικό τιμολόγιο απαιτείται να έχει εκδοθεί και να έχει ληφθεί με ένα (οποιοδήποτε) ηλεκτρονικό μορφότυπο. Η επιλογή του μορφότυπου αποφασίζεται από τις υποκείμενες οντότητες. Τα τιμολόγια που δημιουργούνται σε ηλεκτρονική μορφή, για παράδειγμα μέσω λογιστικού λογισμικού ή μέσω λογισμικού επεξεργασίας κειμένου, τα οποία αποστέλλονται και λαμβάνονται σε έντυπη μορφή δεν είναι ηλεκτρονικά τιμολόγια. Αντίθετα, τα τιμολόγια που δημιουργούνται σε έντυπη μορφή, σαρώνονται, αποστέλλονται και λαμβάνονται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δύναται να θεωρηθούν ως ηλεκτρονικά τιμολόγια.Ένα τιμολόγιο πρέπει να θεωρείται ότι εκδόθηκε όταν ο προμηθευτής ή ένα τρίτο μέρος που ενεργεί εκ μέρους του ή ο πελάτης, στην περίπτωση αυτοτιμολόγησης, διαθέτει το τιμολόγιο ούτως ώστε να μπορεί να παραληφθεί από τον πελάτη. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το ηλεκτρονικό τιμολόγιο μεταβιβάζεται απευθείας στον πελάτη, παραδείγματος χάριν μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή ενός ασφαλούς συνδέσμου, ή έμμεσα μέσω ενός ή περισσότερων παρόχων υπηρεσιών, ή ότι διατίθεται και είναι προσβάσιμο για τον πελάτη μέσω διαδικτυακής πύλης ή οποιασδήποτε άλλης μεθόδου.

 

===Ακόμη πρέπει να μνημονευτεί ο εξελιγμένος από τεχνολογικής άποψης αλλά και δικονομικά υποχρεωτικός και σε επίπεδο απόδειξης ουσιαστικός τρόπος λήψης της απολογίας ανηλίκου κατηγορουμένου ή λήψης ανώμοτης κατάθεσης ανηλίκου υπόπτου κατά το άρθρο 9 Ν.4689/2020. Σύμφωνα με αυτό:

  1. Η εξέταση του ύποπτου ή κατηγορούμενου ανηλίκου από διωκτικές αρχές καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) για τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 322, 323Α, 324, 336, 337, 338, 339, 342, 345, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351Α Π.Κ., καθώς και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 (Α’ 80), ως ισχύουν, ή για πράξη την οποία, αν τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ανεξαρτήτως εάν ο ανήλικος παρίσταται ή μη με δικηγόρο ή έχει στερηθεί ή μη την ελευθερία του,

β) όταν δεν παρίσταται δικηγόρος, γ) όταν ο ανήλικος έχει στερηθεί την ελευθερία του.

  1. 2. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η εξέταση συντάσσεται εγγράφως.
  2. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων με αποκλειστικό σκοπό την ταυτοποίηση του ανηλίκου χωρίς οπτικοακουστική καταγραφή.
  3. 4. Στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική η οπτικοακουστική καταγραφή της εξέτασης του ανηλίκου, αλλά, λόγω ανυπέρβλητου τεχνικού προβλήματος, καθίσταται αυτή αδύνατη, τότε η εξέταση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως, εφόσον η επίλυση του τεχνικού προβλήματος είναι ανέφικτη, δεν κρίνεται σκόπιμη η αναβολή της εξέτασης και αυτό εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του ανηλίκου.

===Τέλος άλλη νομοθετική εξέλιξη που επηρεάζει οπωσδήποτε την απόδειξη και την υποβολή αιτημάτων στην ποινική δίκη αποτελεί ο Ν.4727/2020,  στο άρθρο 15 του οποίου ορίζεται ότι  ηλεκτρονικά ιδιωτικά έγγραφα που εκδίδονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες με χρήση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας, γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες κατά την ηλεκτρονική διακίνησή τους. Η εκτύπωση των ηλεκτρονικών εγγράφων της παρ. 1 γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από τους φορείς του δημόσιου τομέα, από τα δικαστήρια όλων των βαθμών και τις εισαγγελίες όλης της χώρας και από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, εφόσον φέρει επικύρωση από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ ή δικηγόρο, η οποία γίνεται μέσω της διαπίστωσης της ταύτισης του περιεχομένου του εκτυπωμένου εγγράφου με το ηλεκτρονικό ιδιωτικό έγγραφο.

Έχει η υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά; Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Έχει η υπεράσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων

αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά;

 

Χριστόφορου Σεβαστίδη,

Δ.Ν- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

            Το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων την 24η Φεβρουαρίου 2021 δεν διεκδίκησε δάφνες πρωτοτυπίας. Επανέλαβε τον αυτονόητο για κάθε πολιτισμένο κράτος σεβασμό που οφείλει να δείχνει η Πολιτεία απέναντι σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Επικαλέστηκε τις αρχές του ουμανισμού, γέννημα του Διαφωτισμού, που έβγαλε την ανθρωπότητα από τον σκοτεινό Μεσαίωνα. Αν και προβλήθηκε από ορισμένα Μέσα Ενημέρωσης ως κάτι καινοφανές δεν ήταν παρά άλλη μία έκκληση να μεριμνήσει το Κράτος για την ζωή και την υγεία ενός πολυισοβίτη κρατουμένου του οποίου η ζωή κινδυνεύει μετά από πολυήμερη απεργία πείνας και δίψας. Είχαν προηγηθεί ανάλογα αιτήματα χιλιάδων δικηγόρων, του Δικηγορικού Συλλόγου Πάτρας, καθηγητών πανεπιστημίου, καλλιτεχνών, διανοουμένων, πολιτικών όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων και τελευταία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ανεξάρτητου συμβουλευτικού οργάνου της Ελληνικής Πολιτείας. Δεν διαπίστωσα σε κανέναν επαγγελματικό χώρο, σε κανένα επιστημονικό σωματείο, σε κανένα Πανεπιστήμιο να στρέφονται συνάδελφοι κατά συναδέλφων και να διατυπώνονται από αιρετά μέλη Διοικητικών Συμβουλίων και Διοικήσεων Δικαστηρίου τόσο χυδαίοι χαρακτηρισμοί, όπως αυτοί που διατυπώθηκαν σε μας.

Ο Μεσαίωνας δεν ξεριζώθηκε ακόμα. Ζει σε εκείνους που ξερνώντας ασίγαστο μίσος και επενδύοντας στον διχασμό και στην διάσπαση χαρακτηρίζουν «αντιεξουσιαστή» όποιον τολμήσει να μιλήσει για ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι τα μέλη της μειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων! Επικεφαλής τους οι ίδιοι που χρησιμοποίησαν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να καταλάβουν την Διοίκηση της μεγαλύτερης Δικαστικής Ένωσης. Και από τότε που υπέστησαν μνημειώδη συντριβή στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου καταδικασμένοι από την συντριπτική πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών με το στίγμα του «πραξικοπηματία» έβαλαν και πάλι πλώρη να βρουν τρόπο να γδάρουν το μόνιμο θύμα τους: την ομαλότητα και το κύρος της Ένωσης. Δοκιμάζουν άλλη μια φορά τα σκουριασμένα τους όπλα. Μαζί τους διαλεχτοί μαχητές όπως ο Χ. Νάστας (προϊστάμενος του Εφετείου Θεσσαλονίκης) και ο Σ. Βεργώνης (αποτυχών υποψήφιος στις τελευταίες εκλογές). Πρώην αποσπασμένοι σύμβουλοι υπουργών (ακόμα και Αγροτικής Ανάπτυξης) και ορφανά τέκνα μιας άλλοτε κραταιάς ομάδας, πρώην μέλη ενός προεδρείου που συνήθιζε την χρηματοδότηση της Ένωσης από τραπεζικούς ομίλους ξεχνώντας να ενημερώνει το ΔΣ, φανατικοί υποστηρικτές φωτογραφικών νομοθετικών ρυθμίσεων, μοναδικά υβρεολογούν, υποκριτικά ηθικολογούν και κακόβουλα συκοφαντούν. Οι ανακοινώσεις στα χέρια τους μέσο συσκοτισμού, προσωπείο για τα πάθη τους και τα συμφέροντά τους.

Το Προεδρείο της Ένωσης από την πρώτη ημέρα μετά τις αρχαιρεσίες άρχισε να παλεύει για να νικήσει την χρόνια εσωστρέφεια και τον κοινωνικό απομονωτισμό που βασάνιζε το Δικαστικό Σώμα. Παράλληλα με την επιδίωξη προώθησης των συμφερόντων των μελών μας και την βελτίωση των όρων απονομής της Δικαιοσύνης, συμμετέχουμε ενεργά και διατυπώνουμε τις θέσεις μας για κάθε ζήτημα που αγγίζει τη Δικαιοσύνη, το Σύνταγμα, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Με τον ίδιο τρόπο που τα υπερασπίζεται ο καθένας από μας στην καθημερινή του εργασία κατά την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, ακολουθώντας πιστά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, με τον ίδιο τρόπο οφείλει να τα προασπίζεται και η Δικαστική μας Ένωση στις παρεμβάσεις της προς την Πολιτεία. Το επίπεδο του πολιτισμού μιας Χώρας βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον σεβασμό στις μειονότητες, στους κοινωνικά αποκλεισμένους, την ανθρώπινη και αξιοπρεπή μεταχείριση των κρατουμένων ανεξάρτητα από την βαρύτητα των αδικημάτων που διέπραξαν. Οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς, που περήφανα εκπροσωπούνται από την Ένωσή μας, δικαιούνται και οφείλουν να είναι πρωτοπόροι, να βελτιώνουν με τις επιστημονικές τους γνώσεις την υπάρχουσα νομοθεσία προς όφελος του Ελληνικού Λαού, να εντοπίζουν στρεβλώσεις και λάθη, να προάγουν τη νομική επιστήμη.

Η μειοψηφία του ΔΣ δηλώνοντας τον απόλυτο σεβασμό στους καταστατικούς σκοπούς της Ένωσης διαμαρτύρεται διότι το Δελτίο Τύπου ξέφυγε από τους στενούς αυτούς σκοπούς. Τι υποκρισία αλήθεια! Αντιγράφω από την ανακοίνωση με αρ. πρωτ. 14/16-2-2015 όταν οι σημερινοί φρουροί των καταστατικών σκοπών, ασκούσαν την διοίκηση της Ένωσης: «Καταγγέλλαμε πάντοτε την εκάστοτε Κυβέρνηση ( οποιουδήποτε κόμματος) όταν θεωρούσαμε ότι, με βάση αντικειμενικά δεδομένα, παραβιάζει το Σύνταγμα  ή  τους Νόμους. Θεωρούμε ότι αυτό επιβάλλει η Δικαστική μας ιδιότητα, αφού η Δικαιοσύνη είναι ο Θεσμός εκείνος, ο οποίος, με βάση τις συνταγματικές αρχές, οφείλει να παίρνει θέση, όταν οι άλλες δύο Συνταγματικές Λειτουργίες ( Νομοθετική και Εκτελεστική) παραβιάζουν το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα». Μήπως όμως ήταν η πρώτη φορά που η Ένωση διατύπωνε δημόσιο λόγο για όσα θέματα θεωρούσε ιδιαίτερης σημασίας; Η Ανακοίνωση με αρ. 5/15-1-2011 για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η από 15-10-2012 επιστολή προς τον Πρόεδρο του Ε.Κ., το αίτημα για αλλαγή της συνταγματικής διάταξης που προβλέπει το ανώτατο όριο συνταξιοδότησης των δικαστικών λειτουργών, η από 15-1-2015 επιστολή για τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, η από 13-2-2015 «αντιμνημονιακή επιστολή» προς τον Πρόεδρο του ΕΚ, Γιούνκερ, σε ποιόν σκοπό του Καταστατικού ανήκουν;

Στην καλόπιστη ερώτηση για το κατά πόσο μία έκκληση στην Πολιτεία –ακόμα και για ανθρώπινα δικαιώματα- συνιστά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, θα απαντούσε εύκολα κανείς ότι ο κύριος ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων είναι ακριβώς η υποβολή αιτημάτων προς την Κυβέρνηση και η επιδίωξη για την ικανοποίησή τους, χωρίς η φύση και το είδος του αιτήματος να ασκεί κάποια επιρροή στην απάντηση στο ερώτημα.

Στη ζωή ενός συλλογικού οργάνου υπάρχουν κρίσεις συνθετικές, αμφιβολίες που γεννούν την πίστη, διχασμοί που σπέρνουν αλήθειες, αντιθέσεις που δυναμώνουν τα ιδανικά, κρίσεις δημιουργικές. Σ’ αυτές, το τελευταίο στάδιο είναι το ξαναδυνάμωμα της πίστης, το άρπαγμα των σκοπών συνειδητότερα και ουσιαστικότερα, η νέα σύνθεση. Το Δελτίο Τύπου έδωσε αυτήν την ευκαιρία.

Η λεπτή κόκκινη γραμμή, Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, Γεν.Γραμματέας ΕνΔΕ

Η λεπτή κόκκινη γραμμή

                                                Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης, Γεν.Γραμματέας ΕνΔΕ.

Η συζήτηση των τελευταίων ημερών με αφορμή την έκδοση του δελτίου τύπου για τον κρατούμενο απεργό πείνας, αποδείχθηκε μια συζήτηση οριακή όσο και το θέμα που αφορούσε. Στο δημόσιο διάλογο καταγράφηκαν δεκάδες επιχειρήματα που κινήθηκαν άλλα στο επίπεδο της ψύχραιμης διαφωνίας ή της ψύχραιμης συμφωνίας και άλλα σε πιο φορτισμένο ψυχολογικά πλαίσιο. Η ύπαρξη των νέων φόρουμ διαλόγου, μέσα από ομάδες, κοινότητες και πλατφόρμες, έδωσε νέα χαρακτηριστικά σε αυτό το διάλογο, ενισχύοντας αφενός την αμεσότητά του και τη συμμετοχή, αφετέρου τον κατακερματισμό του και την απουσία αναλυτικού βάθους. Πόσο βάθος άλλωστε να χωρέσει στα προδιαγεγραμμένα πλαίσια ενός tweet ή μιας ανάρτησης στο viber. Το φαινόμενο αφορά στο σύνολο της κουλτούρας διαλόγου που έχει διαμορφωθεί και πλέον αποτελεί το νέο μας δεδομένο.

Ανεξάρτητα από τη θέση που έλαβε ο καθένας σε αυτό το διάλογο, τα όσα γράφτηκαν ούτε μπορούν, ούτε πρόκειται να μη ληφθούν υπόψιν από το Προεδρείο της Ένωσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα πολλά μηνύματα ψύχραιμης κριτικής, ούτε πολύ περισσότερο τα μηνύματα ψύχραιμης συμφωνίας, αλλά και τα θυμικά και για εκείνα που μπορεί να αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές των αποδεκτών, που εκ της θέσεώς μας, οφείλουμε να ακούμε την κριτική. Μόνη εξαίρεση αποτελούν εκείνα που θίγουν τον πυρήνα της ύπαρξης του διαλόγου καθαυτού και τη λειτουργία του συστήματος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που δεν είναι ούτε για διαπραγμάτευση, ούτε για συγκυριακή εκμετάλλευση.

Κι εδώ βρίσκεται η λεπτή κόκκινη γραμμή. Η διάκριση μεταξύ των συναδέλφων, που με την (ακόμα και ιδιαίτερα σκληρή) κριτική τους διεκδικούν τη θέση που τους αναλογεί στη συλλογική διαμόρφωση των θέσεων της Ένωσης και εκείνων – των γνώριμων από τα παλιά – που βλέπουν κάθε φορά μια ευκαιρία να αναβαπτιστούν και να ξεπλύνουν τα βάρη του πρόσφατου συνδικαλιστικού παρελθόντος τους. Που σε κάθε αφορμή αμφισβητούν όχι μόνο τις απόψεις του προεδρείου της Ένωσης – πράγμα αναμενόμενο – αλλά καθαυτό το δικαίωμά του να εκφράζει γνώμη και να εκπροσωπεί την Ένωση μετά τις πρόσφατες εκλογές. Που δεν επιτρέπουν ούτε για δύο ημέρες να λειτουργήσει ο δημόσιος διάλογος, χωρίς να προσπαθήσουν να κερδίσουν κάτι από αυτόν. Που έχουν αποδείξει πολλάκις τι έννοια δίνουν στη δικαστική ανεξαρτησία.

Ένας καλός συνάδελφος μου θύμισε χτες τα λόγια του καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη. «Στο κράτος δικαίου, όπου η προστασία του πολίτη απέναντι στην κάθε μορφής εξουσία ανατίθεται ως ύπατο λειτούργημα στα δικαστήρια (στους δικαστές), που αποκτούν έτσι και αντιεξουσιαστικό προορισμό, η ανεξαρτησία αναφέρεται ως απόλυτο αίτημα αυτού του κράτους (δικαίου) στον καθένα δικαστή, ο οποίος καλείται να απονείμει δικαιοσύνη (προστασία) στον πολίτη. Ο κάθε δικαστής επιβεβαιώνει ή διαψεύδει τη δικαστική ανεξαρτησία. (Ι.Μανωλεδάκης, Δίκαιο και ιδεολογία, Κριτικές σκέψεις, Εκδ. Σάκκουλα, 2011, σελ. 16).

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 43 Ν. 4715/2020 ΓΙΑ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ, Κωνσταντίνος Κουτσογεώργος, Εφέτης Θράκης

 ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ  ΑΡΘΡΟΥ  43 Ν 4715/2020 ΓΙΑ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΤΣΟΓΕΩΡΓΟΥ Εφέτη Θράκης

Η διάταξη του άρθρου 43 Ν 4715/2020 διαμορφώνεται  ως εξής « Ερμηνευτική διάταξη ως προς τον χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις Κατά την αληθή τους έννοια, οι διατάξεις: α) της περ. 19 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 της παρ. 2 του ν. 4446/2016 και (β) του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α΄ 87) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος των παραπάνω νόμων. Για την κατάταξη των πιστωτών στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψιν το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων κατά της κατάταξης των πιστωτών με βάση τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν αναστέλλει τη διανομή στις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού.»

Η προαναφερόμενη ρύθμιση διαλαμβάνει  ένα ειδικότερο  κανόνα με  αναδρομική  ισχύ,  σύμφωνα ,με τον οποίο  πλέον σε σχέση με την κατάταξη των απαιτήσεων πριν από την έναρξη εφαρμογής  του Ν 4335/2015 ισχύει  το προηγούμενο δίκαιο εάν η επιταγή προς εκτέλεση είχε  επιδοθεί  έως την  1-1-2016. Η ρύθμιση αυτή όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4715/2020 περιλήφθηκε σε αυτόν, διότι κατά  ρύθμιση των προνομίων του άρθρου 977 ΚΠολΔ,  που συντελέστηκε με το άρθρο όγδοο του Ν  4335/2015   πλέον  « …οι εργαζόμενοι συμμετέχουν  στη διανομή του προϊόντος εκποίησης της περιουσίας χωρίς να διατηρούν προνόμιο, επόμενοι της κατάταξης  των τραπεζών. Κατά την αληθή έννοια των ως άνω τροποποιήσεων, όμως και ελλείψει ρητής ή πάντως σαφούς  αντίθετης  ρύθμισης , αυτή  δεν τύγχανε εφαρμογής σε ήδη εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής  εκτέλεσης , όπως και σε κηρυχθείσες  πτωχεύσεις. Παρόλα αυτά, στην πορεία ανέκυψαν  ερμηνευτικές  διχογνωμίες και αμφισβητήσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται  αναγκαία η προτεινόμενη  διάταξη, με την οποία αποκαθίσταται η ορθή έννοια  των τροποποιήσεων  των ν 4335 και 4336/2015 ως προς τα κρίσιμα ζητήματα  διαχρονικού δικαίου. Ειδικότερα προς άρση της οποιασδήποπτε  ερμηνευτικής αμφισβήτησης  είναι αναγκαίο  να αποσαφηνισθεί όπως αποτυπώνεται  στην προτεινόμενη  τροπολογία,  ότι οι νέες διατάξεις  για το προνόμια  των εργατικών απαιτήσεων  θα εφαρμοστούν  μόνο  για όσους πλειστηριασμούς  στηρίζονται σε διαδικασία εκτέλεσης  που ξεκίνησε μετά την 1-1-2016 …..».

Η ανεξαρτήτως της επιλογής στην οποία επιβάλλεται να καταλήξει  η ερμηνεία σε σχέση με την αντικειμενική έκταση εφαρμογής του ανωτέρω κανόνα,  ώστε με αναγωγή  σε  αυτήν να εκτιμηθεί  εάν η νέα ρύθμιση  καλύπτει τις  απαιτήσεις από σχέση εργασίας σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση ή καλύπτονται από αυτήν όλες οι απαιτήσεις, επιβάλλεται σε κάθε  περίπτωση ο αποδιδόμενος σε αυτόν χαρακτηρισμός   ως ερμηνευτικής διάταξης να υπερβεί τις ακόλουθες αντιρρήσεις:

α) ότι πριν από την έναρξη ισχύος του δεν συνέτρεχε οποιοδήποτε  κενό σε σχέση με την ρύθμιση των εφαρμοζόμενων κανόνων  διαχρονικού δικαίου που καλύπττουν την διαδοχή νόμων οι οποίοι ρυθμίζουν την  κατάταξη  των απαιτήσεων. Αντιθέτως, ίσχυε και εφαρμοζόταν  η αρχή της  αυτοτέλειας των επιμέρους διαδικαστικών πράξεων που περιέχεται  στον κανόνα του άρθρου 12 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από το δίκαιο που ισχύει  κατά το χρόνο που επιχειρούνται.

β) ότι δεν είχε  προκληθεί  οποιαδήποτε ερμηνευτική ασάφεια  ή αμφιβολία σε σχέση με την  έκταση ισχύος του ανωτέρω κανόνα διαχρονικού δικαίου. Αντιθέτως,   επικρατούσε η βεβαιότητα  ότι τα προνόμια δεν κρίνονται  σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει  κατά τον χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί  στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους (βλ ΟλΑΠ 12/2015 ΕΠολΔ 2015 σελ. 308, ΟλΑΠ  21/1994 ΕλλΔνη 1995 σελ. 574).

γ) ότι  η διάταξη του άρθρου 43 Ν 4715/2020 αναφέρεται σε διαδικασίες  αναγκαστικής εκτέλεσης  που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη. Κατά τον τρόπο όμως αυτό αποκλείονται  από την εφαρμογή του κανόνα που η ανωτέρω διάταξη θέτει  όλες  διαδικασίες εκτέλεσης που έχουν πλέον  ολοκληρωθεί. Συνακόλουθα,  ο κανόνας αυτός δεν  καλύπτει το σύνολο των σχετικών διαδικασιών  σε σχέση με τις οποίες  ισχύει το κριτήριο που ο ίδιος θέτει .Επομένως,  περιορίζεται η αναδρομικότητα αυτού σε κάποιες από τις διαδικασίες  αυτές . Εάν όμως ο συγκεκριμένος κανόνας ήταν γνήσια ερμηνευτικός η διάκριση αυτή  δεν θα είχε   θέση ενόψει  του κριτηρίου εφαρμογής που τίθεται από τον ίδιο.

Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων  η ως άνω διάταξη δεν εμφανίζεται να  καλύπτει  κάποια κενό, ασάφεια ή έλλειψη της προηγούμενης ρύθμισης,  αλλά θέτει ένα νέο  κανόνα δικαίου με τον οποίο επιβάλλεται η εφαρμογή μιας αποκλίνουσας  ρύθμισης στη θέση αυτής που ίσχυε  προηγουμένως   σε σχέση με την  κατάταξη των απαιτήσεων.

Κατ’ ακολουθίαν  των ανωτέρω σε κάθε  περίπτωση επιβάλλεται να αιτιολογηθεί  περαιτέρω ,  η συγκρότηση ενός ερμηνευτικού πορίσματος  σύμφωνα με το οποίο, στην εξεταζόμενη περίπτωση   επιβάλλεται   να μην ισχύσει  ο   κανόνας του άρθρου 77 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 45 Ν 4715/2020 ώστε  η ανωτέρω διάταξη  να εφαρμόζεται από την 1-8-2020 που είναι  χρόνος δημοσίευσης του Ν  4715/2020 στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α 149/1-8-2020).

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΣ

ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

                                                                                                Αθήνα, 24-2-2021

Οι συστηματικές προσπάθειες του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων να δημιουργήσουν το προφίλ μιας Ελληνικής Δικαιοσύνης με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν το σύνολο των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών της χώρας, συγχρόνως, δε, συνιστούν πολιτειακά οξύμωρο σχήμα.

Η Εξουσία ασκείται όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.

Η σωφρονιστική πολιτική στη χώρα μας αποτελεί διαχρονικά ένα ακανθώδες ζήτημα και οι δημόσιες παρεμβάσεις της ΕνΔΕ οφείλουν να είναι αντικειμενικές και απρόσωπες, χωρίς επιλεκτικές ευαισθησίες, όπως επιτάσσει η θεμελιώδης αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των κρατουμένων.

Οι Έλληνες Δικαστές και Εισαγγελείς, με ανθρωπισμό και επιείκεια, συμβάλουν καθημερινά στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης, υπό όρους ισότητας και διαφύλαξης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτης

Κώστας Βουλγαρίδης, Εφέτης

Δημήτριος Φούκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ελευθερία Κώνστα, Εφέτης

Χαράλαμπος Μαυρίδης, Εφέτης

Νικήτας Βελίας, Ειρηνοδίκης

Μάνος Φωτάκης, Ειρηνοδίκης