ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ, Ελευθερία Κώνστα- Μέλος ΔΣ ΕνΔΕ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ  ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Ελευθερία Κώνστα

Μέλος ΔΣ ΕνΔΕ

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, με τις προτεινόμενες διατάξεις επιδιώκονται μεταρρυθμίσεις στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης. Από το σύνολο των ρυθμίσεων προκύπτει ότι στόχος είναι η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών να αποκτήσει ένα ανταγωνιστικό προφίλ, που ταιριάζει περισσότερο σε επαγγελματική σχολή παρά σε σχολή εκπαίδευσης δικαστικών λειτουργών. Κατά την άποψή μας, η συνεχής αξιολόγηση των σπουδαστών εντός της Σχολής κινείται στην σωστή κατεύθυνση εφόσον στοχεύσει στην απόκτηση εκείνων των προσόντων που είναι απαραίτητα για να ανταπεξέλθουν οι νέοι δικαστές στο λειτούργημά τους. Όμως, ο τρόπος που πραγματώνεται η αξιολόγηση και η «πριμοδότηση» ανά κατηγορία των επιδόσεων των σπουδαστών φοβούμαστε ότι θα οδηγήσει σε ένα άνευ προηγουμένου ανταγωνισμό εντός της σχολής. Η περίοδος εκπαίδευσης πρέπει να προάγει συνθήκες απόκτησης αισθήματος ευθύνης της θέσης που πρόκειται να υπηρετήσουν οι νέοι δικαστές, καθήκοντος, συναδελφικότητας και ευγενούς άμιλλας. Οι σχέσεις που θα αναπτύξουν οι εκπαιδευόμενοι, θα τους ακολουθήσουν σε όλης τους την μετέπειτα πορεία, επαγγελματική και προσωπική. Θεωρούμε, λοιπόν, σημαντική την βελτίωση των ρυθμίσεων με σκοπό η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών να λειτουργήσει ως εφαλτήριο νέων ανθρώπων που θα συμβάλλουν στην ανάδειξη της δικαιοσύνης ως  συνεκτικό πυλώνα της ελληνικής κοινωνίας.

Κατ΄άρθρο παρατηρήσεις:

Άρθρο 4

Στην παρ. 1εε’ προβλέπεται πλέον η συμμετοχή των  Δικαστικών Ενώσεων στο ΔΣ της ΕΣΔΙ θα γίνεται εκ περιτροπής με ενιαύσια θητεία. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα συμμετείχαν ταυτόχρονα δύο Δικαστικές Ενώσεις (μία από την πολιτική – ποινική κατεύθυνση και μία από την διοικητική). Με αυτό τον τρόπο αποκλείεται η μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας , η Εν.Δ.Ε. για τρία χρόνια από την ΕΣΔΙ, γεγονός που αποδυναμώνει το λόγο των δικαστών στα πεπραγμένα της Σχολής.

Άρθρο 7

Με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου προβλέπεται η τοποθέτηση τριών Διευθυντών Κατάρτισης και Επιμόρφωσης στις Κατευθύνσεις της ΕΣΔι, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Οι Διευθυντές Κατάρτισης φέρουν τον βαθμό του Προέδρου Εφετών ή Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου για την κατεύθυνση Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Ειρηνοδικών και την κατεύθυνση Εισαγγελέων αντίστοιχα.

Στην περίπτωση (γ) όμως άρθρου ορίζεται ότι, για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ως Διευθυντής Κατάρτισης ορίζεται Πρόεδρος Εφετών που υπηρετεί στα διοικητικά δικαστήρια, εφόσον ο Γενικός Διευθυντής της Σχολής προέρχεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Όταν όμως ο Γενικός Διευθυντής προέρχεται από τον Άρειο Πάγο, ως Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης ορίζεται Σύμβουλος Επικρατείας. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η ρύθμιση αυτή είναι αναγκαία, διότι, όπως έχει αποδειχθεί σε όλα τα χρόνια λειτουργίας της Σχολής, ο μεγαλύτερος αριθμός των διδασκόντων στη Σχολή είναι δικαστικοί λειτουργοί του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεχίζοντας  αναφέρεται ότι «Τούτο επειδή καλύπτουν θεματικές τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ώστε η συνεργασία για τον καθορισμό του προγράμματος διδασκαλίας της κατεύθυνσης της Διοικητικής Δικαιοσύνης να πρέπει να συντονίζεται από Σύμβουλο Επικρατείας. Το ίδιο ισχύει και κατά την πραγματοποίηση ημερίδων και επιμορφωτικών σεμιναρίων. Αντιθέτως, οι διδάσκοντες δικαστικοί λειτουργοί από τον Άρειο Πάγο αποτελούν μικρότερο αριθμό διδασκόντων στη Σχολή (ενδεικτικά, κατά την τελευταία τριετία ο αριθμός ήταν μόνον δύο).» Η εν λόγω αιτιολογία μόνο έκπληξη μπορεί να προκαλέσει διότι: α) δεν αιτιολογεί επαρκώς πως συνδέεται η ευκαιριακή αριθμητική υπεροχή των διδασκόντων του ΣτΕ σε σχέση με τον μικρότερο πράγματι αριθμό διδασκόντων-αρεοπαγιτών, με την άνιση αντιμετώπιση στην επιλογή των συγκεκριμένων διευθυντικών θέσεων β) Οι ίδιοι προβληματισμοί που προβάλλονται εκ μέρους του ΣτΕ περί του συντονισμού του προγράμματος σπουδών από μέλος του δικαστηρίου, αφορούν και τον Άρειο Πάγο. Οι Διευθυντές Κατάρτισης προετοιμάζουν την επιλογή μοριοδοτώντας τους διδάσκοντες και συντονίζουν το έργο των διδασκόντων. Το σχέδιο αφήνει την εντύπωση ότι ένας Αρεοπαγίτης είναι επιτρεπτό να μοριοδοτείται και να υποβάλλεται στο συντονισμό ενός Προέδρου Εφετών πολιτικών δικαστηρίων, αλλά, αντιθέτως, ένας Σύμβουλος Επικρατείας δεν μπορεί να υπόκειται σε αυτή την μεταχείριση. Όμως τις εκπαιδευτικές ανάγκες των υποψηφίων δικαστών των διοικητικών δικαστηρίων, που είναι και οι περισσότεροι σε αριθμό, ο πρόεδρος εφετών τις γνωρίζει καλύτερα από τον Σύμβουλο Επικρατείας, λόγω των διαφορετικών αρμοδιοτήτων των δυο δικαστηρίων.

Άρθρο 8 (αφορά την καταργούμενη διάταξη του ισχύοντος νόμου)

Καταργείται ο Σύμβουλος Επιμόρφωσης για θέματα ευρωπαϊκού δικαίου, που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 6 του ν. 3910/2011.

Δυστυχώς, η εν λόγω ρύθμιση δεν ενεργοποιήθηκε για άγνωστους λόγους πλην όμως η ανάθεση των εν λόγω καθηκόντων σε ειδικό Σύμβουλο Επιμόρφωσης είναι σημαντική τόσο για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών όσο και τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της ίδιας της Σχολής. Θεωρούμε ότι λόγω του επιβαρυμένου βάσει των νέων ρυθμίσεων καθηκόντων των Διευθυντών Κατάρτισης και Επιμόρφωσης των Κατευθύνσεων της Σχολής (πχ αναλαμβάνει πλέον και την διδασκαλία και βαθμολόγηση των σπουδαστών), η ανάθεση και αυτού του έργου θα οδηγήσει σε αρρυθμία των σχέσεων της ΕΣΔι με ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς επιμόρφωσης δικαστικών λειτουργών. Φρονούμε ότι η διάταξη πρέπει να μείνει ως έχει και να ενεργοποιηθεί ο θεσμός του Σύμβουλου Επιμόρφωσης  για θέματα ευρωπαϊκού δικαίου.

Άρθρο 15

Ορίζεται το δικαίωμα των εκπαιδευομένων στην Σχολή για λήψη αποδοχών ίσων με το ήμισυ των εκάστοτε συνολικών αποδοχών του παρέδρου πρωτοδικείου, με σαφή τρόπο διατύπωσης, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της διάταξης, όπως τούτο συνέβαινε υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 3689/2008.

Φρονούμε ότι το δικαίωμα των εκπαιδευομένων στην Σχολή για λήψη αποδοχών πρέπει να ανέρχεται στα 3/5 των εκάστοτε συνολικών αποδοχών του παρέδρου πρωτοδικείου. Ας μη λησμονούμε, ότι πρόκειται για εκπαιδευόμενους οι οποίοι καλούνται για ένα έτος να εγκαταλείψουν την  μόνιμη κατοικίας τους και να υποστούν τα έξοδα μετοίκησης και διαβίωσης σε άλλον τόπο, στην έδρα της Σχολής ενώ κάποιοι εξ αυτών έχουν ήδη δημιουργήσει και οικογένειες. Συνεπώς, η αξιοπρεπής διαβίωση τους που εξαρτάται από το ύψος των αποδοχών τους πρέπει να διασφαλιστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Άρθρο 19

Με το άρθρο 19 παράγραφο 8 εισάγεται ο νέος θεσμός αξιολόγησης των σπουδαστών με το σύστημα των “βασικών διδασκόντων” με τον οποίο περιορίζεται δραστικά ο αριθμός των διδασκόντων που θα αξιολογούν τους εκπαιδευόμενους.   Πρόκειται πράγματι για ένα νεωτερικό θεσμό, που αποσκοπεί αφενός σε ένα δικαιότερο τρόπο αξιολόγησης των σπουδαστών καθώς  οι βασικοί διδάσκοντες θα έχουν την δυνατότητα μέσω των αυξημένων ωρών διδασκαλίας να εκφράζουν αντικειμενική και σαφή κρίση βαθμολόγησης των σπουδαστών. Ο αριθμός των προβλεπόμενων σε κάθε κατεύθυνση βασικών διδασκόντων είναι επτά (7), στους οποίους περιλαμβάνεται και ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης. Συγκεκριμένα προβλέπεται ως προς την Κατεύθυνσης Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Ειρηνοδικών,   ότι η αρχική πεντάμηνη κοινή εκπαίδευση των σπουδαστών και η μετέπειτα τρίμηνη ξεχωριστή εκπαίδευσή τους κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, θα πραγματοποιείται με την κατανομή των βασικών διδασκόντων στα δύο αυτά επιμέρους στάδια εκπαίδευσης, ώστε να διδάσκουν ανά κατεύθυνση τέσσερις (4) από αυτούς στο πρώτο επιμέρους στάδιο της  κοινής εκπαίδευσης και τρεις (3) στο δεύτερο επιμέρους στάδιο της ξεχωριστής εκπαίδευσης, χωρίς να αποκλείεται ο ίδιος διδάσκων να διδάσκει σε αμφότερα αυτά τα επιμέρους στάδια. Εφόσον οι βασικοί διδάσκοντες σε κάθε κατεύθυνση είναι επτά (7) και τα μαθήματα που έκαστος υποχρεούται να διδάξει είναι τουλάχιστον δύο (2) συνάγεται ότι οι εκπαιδευόμενοι πρόκειται να αξιολογούνται σε δεκατέσσερα (14) μαθήματα. Οι ημέρες διδασκαλίας στην ίδια κατεύθυνση δεν μπορούν να είναι λιγότερες των δέκα (10) για τον κάθε ένα. Ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης και οι βασικοί διδάσκοντες υποχρεούνται να αναλαμβάνουν τη διδασκαλία τουλάχιστον δύο μαθημάτων έκαστος χωρίς τη συμμετοχή άλλου διδάσκοντος σε αυτά.

Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα τα βασικά μαθήματα της Σχολής όσον αφορά την Κατεύθυνση που Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Ειρηνοδικών, περιείχαν τουλάχιστον 9-12 δίωρα ανά τμήμα, γεγονός που σημαίνει τουλάχιστον 3-4 διήμερα απασχόλησης ανά μάθημα για κάθε διδάσκοντα. Εάν υπολογίσει κάποιος και την προετοιμασία για κάθε διήμερο, την επεξεργασία και βαθμολόγηση των εργασιών καθώς και την εκπόνηση της τελικής βαθμολογίας, έχουμε την εικόνα της εργασίας που καλείται να διεκπεραιώσει κάθε δικαστικός λειτουργός, βασικός διδάσκων. Διερωτάται κανείς, με δεδομένο τον φόρτο εργασίας των δικαστών του δευτέρου βαθμού και του Ακυρωτικού, ποιος θα θελήσει να αναλάβει το έργο του διδάσκοντα στην ΕΣΔι με παράλληλα υπηρεσιακά καθήκοντα; Μονόδρομος αλλά και δίκαιο αίτημα είναι η μερική απαλλαγή και ολική για τον Διευθυντή Κατεύθυνσης από λοιπά υπηρεσιακά καθήκοντα.  Ερωτάται, όμως, κανείς, υπάρχει σήμερα μια τέτοια δυνατότητα και ειδικά στα δικαστήρια της  Θεσσαλονίκης, αλλά και της Αθήνας που είναι διαχρονικά η βασική και σχεδόν αποκλειστική πηγή τροφοδοσίας διδασκόντων της ΕΣΔι;

Παράγραφος 9: Ο γενικός βαθμός προόδου στο πρώτο στάδιο κατάρτισης αποτελείται από τον μέσο όρο των επιμέρους βαθμών προόδου ως προς έκαστο μάθημα του οικείου Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης και των έξι διδασκόντων. Θεωρούνται επιτυχόντες οι εκπαιδευόμενοι που έλαβαν γενικό βαθμό προόδου τουλάχιστον οκτώ (8)  υπό την προϋπόθεση ότι σε τέσσερα (4) τουλάχιστον από τα αξιολογούμενα μαθήματα δεν έλαβαν βαθμολογία χαμηλότερη του οκτώ (8). Οι αποτυχόντες από το πρώτο στάδιο κατάρτισης το επαναλαμβάνουν με την επόμενη εκπαιδευτική σειρά χωρίς να λαμβάνουν, κατά το στάδιο αυτό, αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του παρόντος. Σε περίπτωση εκ νέου αποτυχίας για τον ίδιο λόγο διαγράφονται από τη σχολή.

Η ως άνω ρύθμιση προκρίνει ένα ανταγωνιστικό  πρόσωπο για την Σχολή Δικαστών. Στα πλαίσια όμως του υγιούς ανταγωνισμού, θα πρέπει η διάταξη να τεθεί ως εξής «Σε περίπτωση που στο πρώτο στάδιο κατάρτισης εκπαιδευόμενος δεν λάβει την βαθμολογία της προηγούμενης παραγράφου θα επαναλαμβάνει το πρώτο στάδιο κατάρτισης με την επόμενη εκπαιδευτική σειρά χωρίς να λαμβάνει, κατά το στάδιο αυτό, αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του παρόντος» (άρθρο 21). Διότι με την σημερινή διατύπωση διαφαίνεται ως δεδομένο ότι θα υπάρχουν αποτυχόντες σπουδαστές.

Προβληματισμό επίσης προκαλεί και η μη καταβολή αποδοχών κατά το διάστημα που ο σπουδαστής θα επαναλάβει το πρώτο στάδιο κατάρτισης. Η εν λόγω επιλογή θα φέρει σε δυσχερή θέση τον σπουδαστή ο οποίος θα αναγκαστεί να μείνει χωρίς οικονομικούς πόρους, αντιμετωπίζοντας βιοποριστικό πρόβλημα. Η αποτυχία διαπεραίωσης του πρώτου σταδίου δεν πρέπει να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.

Άρθρο 20

Στο άρθρο 20 ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τις εξετάσεις αποφοίτησης, με τις οποίες περατώνεται το πρώτο στάδιο κατάρτισης και ως προς την αξιολόγηση των σπουδαστών.  Η θεσμοθέτηση οι εξετάσεις αποφοίτησης να είναι μόνον γραπτές βρίσκεται στην σωστή κατεύθυνση.

Άρθρο 21

Παράγραφος 3: Η σειρά επιτυχίας στους πίνακες επιτυχόντων καθορίζεται με βάση τον συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε κάθε εκπαιδευόμενος, ως εξής: α) κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό στη Σχολή με συντελεστή βαρύτητας 30%, β) κατά το πρώτο στάδιο κατάρτισης, ο μέσος όρος των βαθμών προόδου με συντελεστή βαρύτητας 30%, ο οποίος αναλύεται στο επιμέρους στάδιο από την 1η Φεβρουαρίου έως την 30η Ιουνίου με συντελεστή βαρύτητας 10% και στο επιμέρους στάδιο από την 1η Ιουλίου έως την 31η Οκτωβρίου με συντελεστή βαρύτητας 20% και γ) κατά τις εξετάσεις αποφοίτησης με συντελεστή βαρύτητας 40%. Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας και το άθροισμα των βαθμών που προκύπτει διαιρείται με το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας.  

Εφόσον η ΕΣΔι αποτελεί την βάση της εκπαίδευσης των μελλοντικών δικαστών και εφόσον με τις νέες ρυθμίσεις επιδιώκεται η αναβάθμιση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών της Σχολής, θα πρέπει να μειωθεί ο συντελεστής βαρύτητας κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό. Το 30% είναι υπερβολικά μεγάλο.

Άρθρο 23

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση εισάγονται μια σειρά από σημαντικές καινοτομίες, αποσκοπώντας στην αναβάθμιση του δεύτερου σταδίου κατάρτισης των σπουδαστών της ΕΣΔΙ, το οποίο συνίσταται στην πρακτική τους άσκηση μετά τον εξαγωγικό διαγωνισμό.  Κατά την πρακτική άσκηση οι εκπαιδευόμενοι θα επεξεργάζονται υπό την καθοδήγηση των εποπτευόντων και των εκπαιδευτών υποθέσεις, οι οποίες τους ανατίθενται, θα συντάσσουν εισηγήσεις ή σχέδια δικαστικών αποφάσεων ή εισαγγελικών προτάσεων ή εισαγγελικών διατάξεων ή κατηγορητηρίων ή βουλευμάτων. Στα πλαίσια της πρακτικής άσκησης οι εκπαιδευόμενοι καλούνται και παρίστανται κατά την προανάκριση ή ανάκριση χωρίς να έχουν δικαίωμα λόγου ή ψήφου στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και στις διασκέψεις,  η δε συμμετοχή τους να μη καταχωρίζεται στις εκθέσεις, στα πρακτικά ή στις αποφάσεις. Κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης και ανά τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούνται ενημερωτικές και εκπαιδευτικές συναντήσεις, στις οποίες είναι υποχρεωτική η συμμετοχή των υπευθύνων της πρακτικής άσκησης. Η συχνότητα, ο τόπος και ο χρόνος των συναντήσεων αυτών καθορίζονται κάθε φορά από τον εποπτεύοντα.

Η εξοικείωση των σπουδαστών στην δικαστηριακή πρακτική είναι θεμιτή και πάγιο αίτημα όλων των πλευρών (δικαστών και σπουδαστών). Αυτό όμως προϋποθέτει δύο πράγματα: α) εκπαιδευτές με μειωμένα καθήκοντα ώστε να δύναται να αφοσιώνονται στο εκπαιδευτικό τους έργο  και β) χώρους εργασίας, οι οποίοι δυστυχώς είναι ανύπαρκτοι. Ειδικά ως προς τους εκπαιδευτές, που είναι Πρόεδροι Πρωτοδικών, θα επαναλάβουμε τους ενδοιασμούς σχετικά με τον θεσμό του «βασικού διδάσκοντα». Όταν τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της χώρας , ειδικά σε μια μετά-covid εποχή «βουλιάζουν» από υποθέσεις (πολιτικές και ποινικές), πως θα μπορέσει ο δικαστικός λειτουργός να υποστηρίζει τον εκπαιδευτικό του ρόλο; Αυτόματα οι όποιες νεωτερικές και θετικές  νομοθετικές επεμβάσεις τορπιλίζονται εκ των έσω.

Παράγραφος 6:

Η συγκριτική αξιολόγηση της πρακτικής άσκησης ανά κατηγορία εκπαιδευομένων, αποτυπώνεται σε πίνακα κατάταξης των εκπαιδευόμενων σε πέντε ομάδες ως εξής. Στην ομάδα 1 κατατάσσονται οι εκπαιδευόμενοι με την καλύτερη συγκριτικά επίδοση κατά την πρακτική άσκηση, σε ποσοστό 10% επί του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία. Στην ομάδα 2 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το 25% του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία. Στην ομάδα 3 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το 50% του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία. Στην ομάδα 4 κατατάσσονται οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι, με εξαίρεση εκείνους που κατατάσσονται στην ομάδα 5. Στην τελευταία αυτή ομάδα κατατάσσονται οι σπουδαστές εκείνοι των οποίων η επίδοση θεωρείται ανεπαρκής.

Επαναλαμβάνουμε τις παρατηρήσεις μας ως προς το πρώτο στάδιο  κατάρτισης.  Στα πλαίσια όμως του υγειούς ανταγωνισμού, θα πρέπει η διάταξη να τεθεί ότι  «Σε περίπτωση που στο δεύτερο στάδιο κατάρτισης εκπαιδευόμενος δεν λάβει την βάση της προβλεπόμενης βαθμολογία …» Διότι με την σημερινή διατύπωση διαφαίνεται ως δεδομένο ότι θα υπάρχουν αποτυχόντες σπουδαστές.

Άρθρο 26

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπεται ο τρόπος καθορισμού της σειράς στους πίνακες αρχαιότητας. Συγκεκριμένα, ο τελικός βαθμός εξάγεται με βάση:

α) τον βαθμό που έλαβε κατά τον εισαγωγικό διαγωνισμό, με συντελεστή βαρύτητας τρία δέκατα (0,3),

β) τον μέσο όρο των βαθμών προόδου που έλαβε κατά τα δύο επιμέρους στάδια του πρώτου σταδίου κατάρτισης, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή βαρύτητας ένα δέκατο (0,1) για το πρώτο επιμέρους στάδιο και δύο δέκατα (0,2) για το δεύτερο επιμέρους στάδιο και συνολικά τρία δέκατα (0,3),

γ) τον βαθμό που έλαβε στις εξετάσεις αποφοίτησης, με συντελεστή βαρύτητας τέσσερα δέκατα (0,4).

Κάθε βαθμός πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελεστή βαρύτητας και το άθροισμα των βαθμών που προκύπτει διαιρείται με το άθροισμα των συντελεστών βαρύτητας.

δ) Ο τελικός βαθμός κάθε εκπαιδευόμενου προσαυξάνεται στη συνέχεια, με βάση την κατάταξή του κατά το στάδιο της πρακτικής άσκησης ως εξής:

Για όσους εκπαιδευόμενους κατατάχθηκαν στην ομάδα 1, ο τελικός βαθμός πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1,2

Για όσους εκπαιδευόμενους κατατάχθηκαν στην ομάδα 2, ο τελικός βαθμός πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1,15

Για όσους εκπαιδευόμενους κατατάχθηκαν στην ομάδα 3, ο τελικός βαθμός πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1,1 και

Για όσους εκπαιδευόμενους κατατάχθηκαν στην ομάδα 4, ο τελικός βαθμός πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 1  και δεν προσαυξάνεται.

Παρατηρούμε επ΄αυτών ότι ο βαθμός εισαγωγής στην Σχολή παρότι ελήφθη υπόψη για την εξαγωγή του βαθμού του πρώτου μέρους κατάρτισης, λαμβάνεται εκ νέου υπόψη με συντελεστή βαρύτητας τρία δέκατα (0,3), δηλαδή λαμβάνεται υπόψη δύο φορές! Ο χρόνος εκπαίδευσης εντός της Σχολής λαμβάνεται υπόψη με συντελεστή βαρύτητας τρία δέκατα (0,3)! Ενώ οι γραπτές εξαγωγικές εξετάσεις υπόψη με συντελεστή βαρύτητας τέσσερα δέκατα (0,4), δηλαδή περισσότερο από την βαθμολογία του διδάσκοντα. Εν ολίγοις θεσπίζουμε ένα νέο θεσμό, επιδιώκουμε την έντονη και διαρκή παρουσία δικαστικών λειτουργών ως διδάσκοντες στην Σχολή και στην συνέχεια τους αποδομούμε με το να μειώνουμε την αξία της βαθμολόγησή τους.

Παρότι η αναδιάρθρωση της του δευτέρου σταδίου εκπαίδευσης (πρακτική) κινείται στην σωστή κατεύθυνση, δεν εξηγείται επαρκώς γιατί να έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την θεωρητική κατάρτιση των σπουδαστών. Μήπως στο πρώτο στάδιο οι σπουδαστές δεν μαθαίνουν να συντάσσουν αποφάσεις, να επεξεργάζονται δικογραφίες, να λύνουν πρακτικά ζητήματα, να συνεργάζονται με τους διδάσκοντες κλπ;

Θεωρούμαι ότι  οι συντελεστές βαρύτητας πρέπει να αντιστραφούν ώστε το βάρος της βαθμολογίας να αφορά το πρώτο στάδιο, ειδάλλως να είναι ισοβαρής. Σε κάθε περίπτωση εάν σκοπός είναι η εκπαιδευτική διαδικασία να έχει πιο πρακτικό χαρακτήρα, θα προτείναμε την επιμήκυνση του χρόνου πρακτικής άσκησης παρά την πριμοδότηση στην βαθμολογία κατά τον προτεινόμενο τρόπο.

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΚΠολΔ – Ελευθερίας Κώνστα, Εφέτη-Δημητρίου Φούκα Πρ. Πρωτοδικών – Μέλη ΔΣ ΕνΔΕ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΚΠολΔ

Ελευθερίας Κώνστα, Εφέτη

Δημητρίου Φούκα Πρ. Πρωτοδικών

Μέλη ΔΣ ΕνΔΕ

Άρθρο 1 Αρμοδιότητα Μονομελών Πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 17Α ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Καταργείται η προϋπόθεση περί πενταετούς προϋπηρεσίας του δικαστή που δίκαζε εφέσεις, διάταξη που επέφερε δυσχέρειες στην λειτουργία των δικαστηρίων και στην ορθή κατανομή της ύλης μεταξύ των δικαστών.

Άρθρο 02 Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Προσθήκη άρθρου 20Α στον ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Το ΕΔΔΑ έχει αποφανθεί χαρακτηριστικά ότι το πρόβλημα του ελληνικού δικαστικού συστήματος στο ζήτημα της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης δεν είναι συγκυριακό αλλά έχει έντονα συστημικό χαρακτήρα. Ο θεσμός της πιλοτικής δίκης, εισήλθε στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 1 του νόμου 3900/2010 που είχε ως στόχο της την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, την αντιμετώπιση της υπερφόρτωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας και την εγκαθίδρυση της αρχής της ασφάλειας δικαίου μέσα από την ενιαία διαμόρφωση της νομολογίας. Μετά από δέκα χρόνια λειτουργίας, διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του θεσμού της πιλοτικής δίκης επέφερε θετικά αποτελέσματα όχι μόνο για τους πολίτες που προσφεύγουν και επιλύουν τη διαφορά τους σε συντομότατο χρόνο, αλλά και για την ίδια τη δικαιοσύνη, καθώς απαλλάσσεται από όγκους παρόμοιων προσφυγών που θα ταλάνιζαν τα διοικητικά δικαστήρια για χρόνια. Μπορεί λοιπόν κατά το πετυχημένο πρότυπο της πιλοτικής δίκης του ΣτΕ να εφαρμοστεί και στην δική μας πολιτική κατεύθυνση ο θεσμός της πιλοτικής δίκης, όπου το Ανώτατο Ακυρωτικό θα δύναται μέσω πιλοτικών δικών να χαράσσει κατευθυντήρια νομολογία προς τα κατώτερα δικαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο έχουμε ταχύτερη επίλυση των όποιων διαφορών αλλά ταυτόχρονα θα παγιώνεται και η ασφάλεια δικαίου. Την αυτή δυνατότητα με τους διαδίκους θα πρέπει να έχει και το ίδιο το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, όταν διαγνώσει ότι η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιόν του αφορά ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος.

Άρθρο 11 Ενέργειες του δικαστηρίου πριν τη δικάσιμο – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 232 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Στο προδικαστικό στάδιο της δίκης, μέχρι την κατάθεση προτάσεων, ο ν. 4335/2015 ενέταξε μόνον διαδικαστικές ενέργειες των διαδίκων και καμία απολύτως παρέμβαση του δικαστηρίου. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το άρθρο 232 ΚΠολΔ, διαπιστώνει αμέσως ότι για όσες δικαστικές ενέργειες προβλέπονται στο προδικαστικό στάδιο (λ.χ. προσαγωγή εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου διαδίκου κλπ), απαιτείται υποβολή σχετικής αίτησης από το διάδικο, ενώ αποκλείεται κάθε αυτεπάγγελτη παρέμβαση του δικαστηρίου. Όμως, το άρθρο 232 ΚΠολΔ δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοστεί ούτε ακόμη και αν υποβληθεί αίτηση από το διάδικο, διότι στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει ακόμη αποδέκτης των αιτήσεων που ο διάδικος υποβάλλει. Αυτό συμβαίνει διότι η σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο αναφέρεται η διάταξη, δηλαδή ο πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης στους οποίους υποβάλλεται η αίτηση του διαδίκου, δεν έχουν ακόμη οριστεί, αλλά ορίζονται αφού κλείσει ο φάκελος της δικογραφίας (άρθρ. 237 § 4 ΚΠολΔ). Εντέλει, ο ισχύων νόμος, προβλέποντας ότι η σύνθεση και ο εισηγητής ορίζονται 15 ημέρες μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, οι οποίοι μάλιστα από αυτό το χρονικό σημείο και μέχρι να εκδοθεί απόφαση δεν αναλαμβάνουν καμία πρωτοβουλία (βλ. Κ. Μακρίδου Προτάσεις αλλαγής του άρθρου 237 ΚΠολΔ ΝοΒ 2019)

Άρθρο 12 Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών εγγράφων – Αντίκρουση και συμπλήρωση – Ορισμός δικαστών – Διάταξη περί αποδείξεων – Εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο- Ανάληψη σχετικών – Αντικατάσταση άρθρου 237 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Στην παράγραφο 1 του άρθρου παραλείπεται ι και δεν ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων σε περίπτωση που πραγματοποιείται υποχρεωτική αρχική διαμεσολάβηση. Και ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων που προβλέπεται πλέον ένα στάδιο Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας (ΥΑΣ) σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 του ν. 4640/2019. Προτείνεται, ως άνω προθεσμίες να αναστέλλονται στις υποθέσεις όπου διεξάγεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης από την ημερομηνία της έγγραφης γνωστοποίησης του διαμεσολαβητή προς τους διαδίκους έως και την ημερομηνία διεξαγωγής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας.

Στην παράγραφο 2 της προτεινόμενης διάταξης πρέπει να απαλειφθεί η φράση «με την παρέλευση των οποίων κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας». Ένεκα της νέας πρόβλεψης της παραγράφου 5 της διάταξης, που επιτρέπει προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρει, δεν νοείται κλείσιμο του φακέλου μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2.

Άρθρο 13 Παρεμπίπτουσες αγωγές, ανταγωγές, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις – Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 238 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Το άρθρ. 238 ΚΠολΔ δεν προέβλεπε τις αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές (λ.χ. με αίτημα ανατοκισμού) οι οποίες ασκούνται μέχρι τη συζήτηση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται

σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα. Ως προς τις μη αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές δεν ετίθεντο ζήτημα διότι εξακολουθούσε να ισχύει το άρθρο 283 II ΚΠολΔ, το οποίο επιτρέπει την άσκησή τους και στο δεύτερο βαθμό. Συνεπώς η ρύθμιση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Άρθρο 15 Επανάληψη συζήτησης για τη συμπλήρωση κενών – Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 254 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ

Είναι ακατανόητο γιατί να επιτρέπονται ακόμη και όσοι νέοι ισχυρισμοί

ανακύπτουν μεταξύ αρχικής και συζήτησης που επαναλαμβάνεται (άρθρ. 254 ΚΠολΔ ), εφόσον επιζητούμε την επιτάχυνση και την οικονομία της δίκης. Είναι δυνατό μεταξύ κατατεθέντων προτάσεων πριν την αρχική συζήτηση της υποθέσεως και μέχρι την επαναλαμβανόμενη συζήτηση να προκύψουν νέα στοιχεία που βοηθούν στην απονομή της δικαιοσύνης διότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο η ταχύτητα αλλά και η ορθότητα ως προς την απονομή. Αυτό βέβαια πρέπει να συνδυαστεί και με την επαναφορά του 269 ΚΠολΔ, διότι όχι μόνον δεν επιβαρύνεται η διαδικασία – διότι τα νέα στοιχεία, ισχυρισμοί, καθώς και νέες έγγραφες αποδείξεις και ένορκες βεβαιώσεις, εντάσσονται στο φάκελο και χρεώνονται στον εισηγητή -, αλλά ούτε χρονική καθυστέρηση επέρχεται. Αντιθέτως, αποτρέπεται η επιβάρυνση του εφετείου από την προβολή όλων των νέων ισχυρισμών στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό.

Άρθρο 17 Αδυναμία έκδοσης απόφασης – Επανάληψη συζήτησης – Τροποποίηση άρθρου 307 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Πρέπει να παραμένει ως έχει το ισχύον άρθρο 307 ΚΠολΔ που ορίζει ότι μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο από τη συζήτηση της υπόθεσης και εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση, επιλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση. Όταν αυτή κριθεί δικαιολογημένη, παρέχεται στον δικαστή προθεσμία δύο μηνών για τη δημοσίευση των αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που χορηγήθηκε, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης αυτού.

Με την προτεινόμενη αλλαγή όπου ορίζεται ότι μετά την πάροδο οκταμήνου, ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση θα επιστρέφει τη δικογραφία και ακολούθως, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση δημιουργεί το ανακόλουθο σχήμα, ο δικαστής αφού επιστρέψει τη δικογραφία, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να προσδιοριστεί για ανασυζήτηση και να χρεωθεί εκ νέου ή να παραμείνει στο «ντουλάπι» της γραμματείας, η Επιθεώρηση ερευνά το εύλογο της καθυστέρησης και ακολούθως παρέχει προθεσμία στο δικαστή. Σε ποια όμως δικογραφία θα εργασθεί ο δικαστής όταν έχει επιστρέψει την δικογραφία; Με την ισχύουσα διάταξη ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να εργαστεί επί της δικογραφίας που πρόκειται να του αφαιρεθεί, εκμεταλλευόμενος το χρονικό διάστημα των δύο μηνών ή όποιο διάστημα χρειαστεί προκειμένου να ερευνηθεί η καθυστέρηση από την Επιθεώρηση.

Άρθρο 18 Οριστική απόφαση – Πότε εκδίδεται – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 308 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Κατά τα ισχύοντα, η κοινή δήλωση των διαδίκων της δίκης να μην εκδοθεί απόφαση για την υπόθεση, ενείχε δήλωση παραιτήσεώς τους από την επίσπευση της συζητήσεως και ανακλήσεως της παραστάσεώς τους, με αποτέλεσμα η συζήτηση της υποθέσεως να ματαιώνεται αναδρομικά. Με την νέα ρύθμιση, ο δικαστής θα πρέπει να ασχοληθεί με μία υπόθεση για την οποία πλέον οι διάδικοι δεν επιθυμούν την έκδοση απόφασης, ενώ θα μπορούσε να εργασθεί επί άλλων υποθέσεων συμβάλλοντας στην επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης.

Άρθρο 46 Αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων – Τροποποίηση παρ. 5 και 6 και προσθήκη παρ. 7 και 8 στο άρθρο 686 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Με την προτεινόμενη διάταξη καταργείται εκ νέου η δυνατότητα προφορικής άσκησης της ανταίτησης, που προβλέφθηκε με το άρθρο 23 του Ν. 4509/2017 μετά την κατάργηση του με το Ν. 4335/2015

Ορθώς προβλέπεται η ανταίτηση να ασκείται εγγράφως ώστε να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου. Κατά την προστεθείσα § 7 εαν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Η νέα διάταξη είναι συνεπής με το ανακριτικό σύστημα στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων πλην όμως οδηγεί και αυτή η πρόβλεψη σε μια άνευ ετέρου απασχόληση του δικαστή καθώς θα πρέπει να δικάσει την υπόθεση επί της ουσίας προκειμένου στην συνέχεια να την απορρίψει ελλείψει προφανώς αποδεικτικών στοιχείων που δεν προσκομίστηκαν από τον ερημοδικασθέντα αιτούντα.

Άρθρο 53 Προσημείωση υποθήκης ή συντηρητική κατάσχεση με βάση οριστική καταψηφιστική απόφαση – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 724 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Με την προηγούμενη διατύπωση υπήρχε αμφισβήτηση σχετικά με το εάν στην διάταξη περιλαμβάνεται και η αναγνωριστική απόφαση ή όχι. Πλέον διατυπώνεται ρητά ότι μόνο καταψηφιστική απόφαση είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Σκοπός της διάταξης του άρθρ. 724 ΚΠολΔ, είναι να αποτραπεί, μέσω της απαγόρευσης διάθεσης (βλ. άρθρ. 715 § 1, 4 ΚΠολΔ), ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Συγκεκριμένα, ο ως άνω επικείμενος κίνδυνος (βλ. και άρθρ. 682 § 1 ΚΠολΔ) αποτελεί προϋπόθεση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, ανεξάρτητα από αν η τελευταία επιβάλλεται κατόπιν δικαστικής απόφασης που την διατάσσει (άρθρ. 707 ΚΠολΔ), αρκούντως η πιθανολόγηση επικείμενου κινδύνου, ως προϋπόθεση λήψης του ασφαλιστικού μέτρου (άρθρ. 682 § 1 ΚΠολΔ) ή αυτοδύναμα δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ, η δε έλλειψη επικείμενου κινδύνου στην τελευταία περίπτωση θα αποδεικνύεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο αίτησης ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου. Η χορήγηση στο δανειστή του δικαιώματος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης προς το σκοπό της διασφάλισης της προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεών του σε μελλοντικό χρόνο είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου κατά του οφειλέτη. Η πρόσφατη νομολογία αποσυνδέει την νέα ρύθμιση από την εκτελεστότητα της οριστικής απόφασης και συνεπώς, και από τον καταψηφιστικό χαρακτήρα της ως τίτλου κατά το άρθρο 724 ΚΠολΔ. Είναι δυσνόητο για πιο λόγο να δύναται η διαταγή πληρωμής να αποτελέσει τίτλο για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης και να μην δύναται να επιβληθεί με αναγνωριστική δικαστική απόφαση που παρέχει όλα τα εχέγγυα της διαγνωστικής δίκης.

Άρθρο 63 Αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης – Προσθήκη άρθρου 938 ΚΠολΔ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Η αναστολή εκτέλεσης του άρθρου 938 ΚΠολΔ επανέρχεται με την νέα ρύθμιση. Η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης (πέντε ημέρες πριν τον πλειστηριασμό) και πριν την κατάργηση του άρθρου αλλά και τώρα θα δημιουργήσει πλείστα προβλήματα κατά τη εκδίκαση τους καθόσον ο χρόνος επεξεργασίας της δικογραφίας κρίνεται υπερβολικά μικρός ειδικά για την ποιότητα και το είδος των υποθέσεων που θα κριθούν. Προτείνεται η προθεσμία να είναι 15 ημέρες.

 

Ο Ν. 4745/2020 ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΉΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΤΣΟΓΕΩΡΓΟΥ, ΕΦΕΤΗ ΘΡΑΚΗΣ

Ο Ν 4745/2020 ΚΑΙ  ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΉΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΤΣΟΓΕΏΡΓΟΥ Εφέτη Θράκης

            Επιχειρείται η αναγωγή στο ειδικό περιεχόμενο της αρχής που επιβάλλει την  αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου ποινικού νόμου,  όπως αυτή ισχύει σύμφωνα με τους κανόνες των  άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα,  7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου   και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στην ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ώστε να προκύψει  το εφαρμοστέο  σύστημα  διατάξεων, το οποίο  ρυθμίζει  την παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής στην  περίπτωση της διαδοχής  των κανόνων  που συντελέστηκε με του νόμους 4173/2013 ,  4745/2020 και 4764/2020.

————————————————————————-

Με τη  διάταξη του άρθρου  92 Ν 4745/2020 καταργήθηκε το άρθρο 55 παρ.3 του Ν 4174/2013, όπως αυτό   είχε τροποποιηθεί με το  άρθρο 48 παρ.11  Ν.4223/20131.Επιπλέον με την ίδια  διάταξη καταργήθηκε και το άρθρο 68 παρ. 2. Ν 4174/2013 που περιείχε  τον ειδικό κανόνα, ο  οποίος ίσχυε σε  σχέση με το χρονικό σημείο  έναρξης  της παραγραφής  των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής2. Σύμφωνα με  τον κανόνα  αυτό και σε αντίθεση με τις  διακρίσεις που προβλεπόταν από  το άρθρο 21 παρ 10 Ν 2523/1997 3 , διαμορφωνόταν πλέον ένα  ενιαίο χρονικό σημείο  έναρξης της παραγραφής για το σύνολο των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων με αναγωγή στο  χρόνο  οριστικοποίησης  της φορολογικής  ενοχής 4 . Κατά τον τρόπο αυτό  η ως άνω χρονική μετάθεση την έναρξης  της παραγραφής  προκαλούσε  την επιμήκυνση της  σχετικής προθεσμίας και συνιστούσε μια  ευρεία απόκλιση από την θεωρία της συμπεριφοράς που διαμορφώνει το περιεχόμενο των κανόνων  των άρθρων  17 και 112 ΠΚ5 .

Η κατάργηση του ανωτέρω κανόνα του άρθρου 68 παρ.2 Ν 4174/2013 σε σχέση με την παραγραφή ήταν αναγκαία, διότι  με  την ρύθμιση του άρθρου 32 παρ. 3 Ν 4745/20206  αντικαταστάθηκε και μεταβλήθηκε  το περιεχόμενο του άρθρου 55Α Ν 4174/2013, η τρίτη παράγραφος του οποίου  περιείχε ρύθμιση ομοίου περιεχομένου  με την διαλαμβανόμενη και στον καταργούμενο κανόνα του άρθρου 68 παρ 2  Ν 4174/2013, σε σχέση με το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής. Ειδικότερα, με την παράγραφο 4 του άρθρου 32 Ν 4745/2020  αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 68 Ν 4174/2013 7, 8.Από το  περιεχόμενο  των   κανόνων  που περιέχονται  στο άρθρο 32 παρ,. 3 και  4 Ν 4745/2020 προκύπτει,  ότι με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις συντελέστηκε προεχόντως η  μεταβολή μέσω της αντικατάστασης  του άρθρου 55Α Ν 4174/2013 του ειδικότερου  τρόπου που ισχύει σε σχέση με τους  όρους  κίνησης της ποινικής δίωξης των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα, η ως άνω μεταβολή των προαναφερομένων κανόνων  δικονομικού δικαίου  έχει ως  περιεχόμενο την αναγωγή  της έκδοσης της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή της πράξης επιβολής προστίμου κατ΄άρθρο 36 Ν 4174/2013 καθώς και της   υποβολής της  σχετικής μηνυτήριας αναφοράς  από τον  Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σε  θετικές δικονομικές προϋποθέσεις, οι οποίες  επιβάλλεται να συντρέχουν , ώστε να ακολουθήσει η κίνηση της ποινικής δίωξης σε σχέση με  τις ανωτέρω  αξιόποινες πράξεις8. Σε εσωτερική  συστηματική σύνδεση και τελολογική ακολουθία με την ως άνω συντελούμενη   δικονομική μεταβολή και την  διαμόρφωση σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής των θετικών δικονομικών προϋποθέσεων της αντίστοιχης  ποινικής δίκης βρίσκονται :

Α) οι ειδικότεροι κανόνες με τους οποίους  ρυθμίζεται η εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεων  φοροδιαφυγής  λόγω    παραγραφής, καθώς και  η επιβαλλόμενη εξαιτίας αυτών αναστολή της σχετικής προθεσμίας σύμφωνα με τις ειδικότερες σχετικές διατάξεις που  περιέχονται   στο άρθρο 32 παρ.4 Ν 4745/2020,  το οποίο  αντικατέστησε το άρθρο 68 παρ. 3  Ν 4174/2013,

Β) η κατάργηση με το  άρθρο  92 Ν 4745/2020 των κανόνων του άρθρου   55 παρ.3 και του άρθρου  68 παρ. 2 Ν  4174/2013 .

Γ) η  διαμόρφωση  του περιεχομένου  της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 96 Ν 4745/2020, με την οποία σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα επιχειρείται η χρονική μετάθεση της έναρξης της  ισχύος της μεταβολής που συντελείται  με τον άρθρο 32 Ν 4745/2020 και συγκεκριμένα ορίζεται ότι  « Οι διατάξεις του άρθρου 32 καταλαμβάνουν τις πράξεις που τελούνται μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου».

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων, η κατάργηση με τον Ν 4745/2020 της μετάθεσης του χρονικού σημείου  έναρξης  της παραγραφής που προβλεπόταν με τα  άρθρο 68 παρ.2 και 55Α παρ.3   Ν 4174/2013, εμφανίζεται πλέον ως  αποτέλεσμα της τροποποίησης των κανόνων δίωξης των αξιοποίνων πράξεων της φοροδιαφυγής. Σύμφωνα  με το σχήμα που διαμορφώνεται κατά  την εφαρμογή του  άρθρου 68 παρ.3 Ν 4174/2013 όπως αυτό ισχύει  μετά την αντικατάσταση  του  από το άρθρο 32 παρ. 4 Ν 4745/2020, σε περίπτωση  που δεν έχουν εκδοθεί οι ανωτέρω αναφερόμενες  πράξεις,  αποκλείεται η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και  η κίνηση της ποινικής δίωξης λόγω της έλλειψης των  αντιστοίχων   θετικών  δικονομικών  προϋποθέσεων αυτής. Επομένως, στην περίπτωση αυτή αναγκαίως  εφαρμόζονται  οι κανόνες  του άρθρου 113 παρ.1 και 2 ΠΚ  που ίσχυαν  πριν από την έναρξη εφαρμογής  του Ν 4745/2020 ,  σύμφωνα  με τους  οποίους λόγω της προαναφερόμενης αδυναμίας κίνησης της ποινικής δίωξης η παραγραφή των  αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής αναστέλλεται για διάστημα μέχρι τρία ή  πέντε έτη για τα πλημμελήματα  ή τα κακουργήματα αντιστοίχως.

Με τα δεδομένα όμως αυτά το συμπέρασμα  που  προκύπτει είναι, ότι εξαιτίας της κατάργησης του άρθρου 68 παρ. 3 Ν 4223/2013 δεν προκαλείται αναγκαίως και  η αντικατάσταση του κανόνα  που ισχύει σε σχέση με την   της μετάθεση της έναρξης της παραγραφής του αξιοποίνου των πράξεων φοροδιαφυγής,  υπό την έννοια, ότι πλέον  αρκεί για τον προσδιορισμό της διάρκειας της συγκεκριμένης προθεσμίας να επιχειρείται  η αναγωγή στο   χρόνο τέλεσης  της πράξης κατά το άρθρο 17 ΠΚ. Ακριβέστερα, ένα   ερμηνευτικό πόρισμα που θα κατέληγε στην θέση  αυτή, συνιστά  επιλογή εφαρμογής της αρχής lex mitior,10 κατά τρόπο που  δεν επιβάλλεται από την αναγωγή στον πυρήνα αυτής, ο οποίος  περιέχεται στους  κανόνες των  άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997),  7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974)11 και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης12  καθώς και του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγματος που κατά μία υποστηριζόμενη άποψη ερμηνεύεται και  με αυτό το περιεχόμενο13. Ειδικότερα, οι προαναφερόμενοι υπέρτερης   τυπικής ισχύος κανόνες δεν  περιέχουν  και την ρύθμιση η οποία  συνθέτει τον κανόνα του άρθρου 2 παρ.1 του νέου ΠΚ κατά το μέρος αυτής, με το οποίο  επιβάλλεται η επιλογή  της διάσπασης και της συνδυασμένης  εφαρμογής  περισσοτέρων διατάξεων διαφορετικών νόμων14,  ώστε σε κάθε περίπτωση να διαμορφώνεται από το δικαστήριο  το ευνοϊκότερο για τον συγκεκριμένο  κατηγορούμενο αποτέλεσμα15. Αυτό που προκύπτει από το περιεχόμενο της αρχής lex mitior είναι, ότι με αυτήν επιβάλλεται η προβλεπόμενη  από τον κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 του προηγούμενου ΠΚ αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου, ο  οποίος,  όπως το περιεχόμενό του είχε   ερμηνευτεί σύμφωνα με  την διαμορφωμένη πάγια  νομολογία, αποτελούσε ενότητα ισχύουσα και εφαρμοζόμενη ως σύνολο  υπό την έννοια, ότι  αποκλειόταν να επιχειρηθεί  η διάσπαση και ακολούθως ο συνδυασμός μεταξύ των διατάξεων των περισσοτέρων διαδοχικών  νόμων,  που καταλήγει  στην κατασκευή κανόνων, οι οποίοι  δεν ίσχυσαν σε κάποιον δεδομένο ιστορικό  χρόνο16.

Συνακόλουθα, από τα ανωτέρω διαγραφόμενα  όρια  ισχύος της  αρχής lex mitior που διαμορφώνονται από  τους προαναφερόμενους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες στην εξεταζόμενη περίπτωση  διαδοχής που εμφανίζεται μεταξύ των ανωτέρω μνημονευόμενων διατάξεων του Ν 4174/2013 και Ν 4745/2020  δεν  καλύπτεται μεταξύ άλλων  και η υποχρέωση εφαρμογής του     άρθρου 92 Ν 4745/2020 ως ευνοϊκότερης κατά το άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ διάταξης  σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις φοροδιαφυγής που τελέστηκαν πριν από την 6-11-2020,  κατά τρόπο ώστε να προκαλείται η κατάργηση  της   μετάθεσης της έναρξης της παραγραφής  στο χρόνο της οριστικοποίησης της φορολογικής ενοχής και να συντελείται η αντικατάσταση  αυτής από τον κανόνα του  άρθρου 17 ΠΚ17. Η αποσπασματική εφαρμογή   με τον τρόπο αυτό της ως άνω ρύθμισης ως ευνοϊκότερης από την  προηγουμένως  ισχύουσα,  αλλά και από αυτή που ακολούθησε  (άρθρο. 163 Ν 4764/2020 ΦΕΚ Α 256/23-12-2020),  δεν επιβάλλεται από τους  προαναφερόμενους  κανόνες των  άρθρων 15 παρ. 1 εδ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997),  7 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974) και 49 παρ. 1 περ. γ΄ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον όμως η  επιλογή  εφαρμογής με τον τρόπο αυτό του κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ,  αποκλείεται από το Ν 4745/2020 και αυτό προκύπτει από την ρύθμιση που περιέχεται   στην ειδικότερη  μεταβατική διάταξη του άρθρου 96 Ν 4745/2020. Η διάταξη  αυτή δεν θα είχε  πλέον οποιοδήποτε  ρυθμιστικό  περιεχόμενο εάν  η αρχή lex mitior επέβαλλε την διάσπαση και  συνδυασμένη επιλεκτική  εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων που περιέχονται σε περισσοτέρους  διαδοχικής ισχύος ποινικούς νόμους. Με δεδομένο όμως,  ότι η ως άνω  αρχή δεν έχει  το ανωτέρω  κανονιστικό περιεχόμενο,   ο  κανόνας του άρθρου   96 Ν 4745/2020 ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα αυτής, σε συνδυασμό και  με το άρθρο 2 παρ. 1 του νέου  ΠΚ,  επιβάλλει  την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 32 παρ.3 και 4   92 και 96 Ν 4745/2020 ως μία ενότητα λόγω της εσωτερικής λογικής,  συστηματικής και τελολογικής  σύνδεσης, η οποία υφίσταται μεταξύ των ρυθμίσεων που περιέχονται σε αυτόν .

Υπό τους όρους αυτούς η εφαρμογή  με τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο του ειδικότερου  κανόνα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 96 Ν 4745/2020 δεν αποκλείεται  από την διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ, δεδομένου ότι οι δύο διατάξεις κατά το ως άνω τμήμα τους  είναι ίσης τυπικής ισχύος , ώστε να μην αποκλείεται η εφαρμογή της αποκλίνουσας ανωτέρω μνημονευόμενης  ρύθμισης, όπως το περιεχόμενο αυτής  προκύπτει από το άρθρο   96 Ν 4745/2020. Επομένως, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις φοροδιαφυγής, οι οποίες έχουν τελεστεί  πριν από  την 6-11-2020  και μέχρι την έναρξη  ισχύος του Ν 4764/2020 και  με την επιφύλαξη σε κάθε περίπτωση του ελέγχου της ειδικής σύνθεσης των περιστατικών της ερευνώμενης ατομικής ποινικής υπόθεσης, σε σχέση με το  σύστημα  κανόνων που ισχύουν για την   παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής, ,  εφαρμόζεται, εφόσον εμφανίζεται  ως ευνοϊκότερη, η ρύθμιση που προκύπτει από το συνδυασμό   των διατάξεων  των άρθρων  32 παρ.3 και 4 , 92 Ν 4745/2020 και 113 ΠΚ.  Με την  εφαρμογή των διατάξεων αυτών, το  χρονικό σημείο   έναρξης της παραγραφής ανάγεται στο  χρόνο τέλεσης  της αξιόποινης πράξης φοροδιαφυγής. Παραλλήλως όμως ισχύει η  αναστολή  της σχετικής προθεσμίας κατά το  άρθρο 113 παρ.1 και 2 ΠΚ  για διάστημα  έως  τρία ή  πέντε έτη για τα πλημμελήματα  ή τα κακουργήματα αντιστοίχως, εφόσον δεν εκδόθηκε η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή η πράξη επιβολής προστίμου κατ΄άρθρο 36 Ν 4174/2013, ενώ  ακολούθως με την έκδοση αυτών εφαρμόζεται  η     αναστολή της ίδιας προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ 4 Ν 4745/2020.

  • Σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 3 Ν 4174/2013 « Η επιβολή προστίμων και όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με τον Κώδικα είναι ανεξάρτητες από τυχόν ποινικές κυρώσεις και οποιαδήποτε ποινική διαδικασία προβλέπεται από οποιονδήποτε άλλο νόμο».
  • Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 Ν 4174/2013 « Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής».
  • Παπακυριάκου σε Παύλου/Σάμιος Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι ΙΙΙ Φορολογικά αδικήματα ΙV αριθμ 76 σελ. 43.
  • Παπακυριάκου ο.π αριθμ 79-80 σελ. 44-45
  • Δημήτραινα Ζητήματα διαχρονικού δικαίου στα εγκλήματα φοροδιαφυγής ΠΧρ 2021 σελ. 4 επ.
  • Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3, 4 Ν  4174/2013  «3.Το άρθρο 55Α του ν. 4174/2013 7 αντικαθίσταται ως εξής :”Άρθρο 55A Παραπομπή εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε ποινική δίκη. Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. 4 Η παρ. 3  του άρθρου 68 του ν 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής “.α) Αν, με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτόν, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης. β) Αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, το ποινικό δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε άλλη δε περίπτωση την αναστολή διατάσσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. γ) Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. δ) Η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων γίνονται κατά προτεραιότητα. Η φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της πράξης, λόγω μη άσκησης προσφυγής, ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. ε) Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της περ. α`, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.».
  • Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ 3 Ν 4174/2013 « Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.»
  • Σύμφωνα με το άρθρο 55Α που προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ.5 Ν.4337/2015, όπως η παρ.1 αυτού αντικαταστάθηκε  με το άρθρο 35 παρ.1 Ν.4646/2019 «1. Εάν με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή την πράξη επιβολής προστίμου συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 66, υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του Κώδικα. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.  Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.  3. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.»
  • Για τις θετικές δικονομικές προϋποθέσεις της δίωξης των αξιοποίνων πράξεων φοροδιαφυγής, οι οποίες  ίσχυαν  σύμφωνα ,με τους κανόνες των άρθρων 55Α και  68 παρ. 1  Ν 4174/2013 βλ Παπακυριάκου ο.π. αριθμ 18-33 σελ. 13-21.
  • Σχετικά με την αρχή αυτή και το δογματική της θεμελίωση βλ Μπέκα Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων (Ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 ΠΚ )  σελ 92 επ.
  • Λ.Μ Μπολάνη σε Σισιλιάνου Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία κατ’ άρθρο  αρθρ 7  αριθμ 30-31   σελ. 361-362 και σημ 70  σχετικά με το περιεχόμενο   της αρχής  που προκύπτει από  στο άρθρο 7 παρ.1 της ΕΣΔΑ,  η οποία όμως δεν καλύπτει και την  αναδρομική εφαρμογή των κανόνων που προκαλούν μείωση του χρόνου παραγραφής του ποινικού αδικήματος
  • Ο. Τσόλκα σε Σαχπεκίδου/Ταγαρά Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών  δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρθρ. 49  αριθμ 35 -39 σελ. 548-550
  • Μαγκάκη σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα άρθρα 1-133 , άρθρο 2 σελ. 41 πρβλ Μπέκα ο.π. σελ. 105
  • Ναζίρη Διαχρονικό ποινικό δίκαιο σελ 8
  • ΟλΑΠ 1/2020 ΠΧρ 2020 σελ.. 522
  • ΟλΑΠ 5/2008 ΠΧρ 2008 σελ. 508, ΑΠ 716/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 675/2018 ΠΧρ 2020 σελ. 99, ΑΠ 1266/2017, ΑΠ 506/2015ΝΟΜΟΣ
  • Δημήτραινα ο.π

Διάταξη Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Δήμευσης περιουσιακού στοιχείου εντός Ε.Ε με βάση τον Καν. 1805/2018 που ισχύει εντός της Ε.Ε από τις 19-12-2020, Λάμπρου Τσόγκα, Αντεισαγγελέα Εφετών Θράκης

Ελληνική Δημοκρατία

Εισαγγελία Εφετών Θράκης

ΔΙΑΤΑΞΗ       1/2021

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΘΡΑΚΗΣ

 

Λάβαμε υπόψη τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΕ 2018/1805, που εφαρμόζεται σε κάθε απόφαση δέσμευσης και σε κάθε απόφαση δήμευσης, που εκδίδεται στο πλαίσιο διαδικασιών επί ποινικών υποθέσεων. Ο ανωτέρω Κανονισμός αποτελεί μετεξέλιξη της οδηγίας 2014/42/ΕΕ, που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν.4478/2017 και η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικά σε σχέση με τις διατάξεις  του Κανονισμού.

Ακολούθως μελετήσαμε τη δικογραφία, που διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Εφετών Θράκης από την Εισαγγελία του Πρωτοδικείου …….. της Γερμανίας. Από τούτη προκύπτουν τα εξής:

Α) Σε βάρος του ……, γεννηθέντος στις……., εκδόθηκε η υπ’αριθμ…….. απόφαση του Πρωτοδικείου ………., με την οποία αυτός καταδικάστκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών και 3 μηνών για την πράξη της απάτης κατ’επάγγελμα εντός συμμορίας, η οποία με βάση το εν λόγω πιστοποιητικό σύμφωνα με το γερμανικό Ποινικό Κώδικα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών.

Β) Η ανωτέρω απόφαση κατέστη αμετάκλητη στις 31-10-2018.

Γ) Με αυτή επιβλήθηκε δήμευση περιουσιακού στοιχείου ίσης αξίας με την προκληθείσα ζημία, στο δε πιστοποιητικό, που συνοδεύει την απόφαση, γίνεται μνεία ότι δημευθέν περιουσιακό στοιχείο είναι ακίνητο στην ………….. επί της οδού ………

Δ) Η ζημία από την τελεσθείσα στη Γερμανία πράξη της απάτης σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο πιο πάνω πιστοποιητικό ανέρχεται στο ποσό των 408.500 ευρώ.

Ε) Για τη δήμευση του ανωτέρω ακινήτου με βάση την προαναφερθείσα απόφαση έχει επισυναφθεί εις διπλούν το από 31-3-2021 πιστοποιητικό δήμευσης σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του πιο πάνω Κανονισμού. Το πιστοποιητικό αυτό έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου του ……….. Γερμανίας.

ΣΤ) Το ανωτέρω πιστοποιητό (εις διπλούν), το από 30-3-2021 αίτημα αναγνώρισης και εκτέλεσης της δήμευσης της απόφασης του Πρωτοδικείου του  ………. της Γερμανίας, και η βεβαίωση αμετακλήτου της απόφασης διαβιβάστηκαν απευθείας από τον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου του ………….. Γερμανίας στον Εισαγγελέα Εφετών Θράκης μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα.

Ζ) Η πράξη της απάτης περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εγκλημάτων του άρθρου 3 του Κανονισμού, για τα οποία μπορεί να γίνει λόγος εφαρμογής του σύμφωνα με όσα ορίζονται  στο άρθρο αυτό, δηλαδή χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου των πράξεων, για τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση δήμευσης, εφόσον οι πράξεις αυτές τιμωρούνται στο κράτος έκδοσης με ποινή στερητική της ελευθερίας μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών.

Η) Ο ……… είναι ψιλός κύριος του ανωτέρω ακινήτου δυνάμει του υπ’αριθ………. συμβολαιογραφικού εγγράφου της Συμβολαιογράφου………….. νομίμως μεταγεγραμμένου. Το ακίνητο είναι διαμέρισμα ισογείου ορόφου σε οικοδομή στην ……….. επί της οδού………… εντός του …… οικοδομικού τετραγώνου καθαρού εμβαδού ……..τμ και μικτού εμβαδού ……… τμ.

Θ) Στην υπ’αριθ………….. απόφαση του Πρωτοδικείου ……………. και στο από 31-3-2021 πιστοποιητικό του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805 αναφέρεται ότι η δήμευση του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου έλαβε χώρα για το λόγο ότι τα  οικονομικά ωφέλη, που αποκτήθηκαν μέσω της πράξης της απάτης, δεν βρίσκονται στην κατοχή του …………..και επομένως δημεύεται περιουσιακό στοιχείο, που αντιστοιχεί στην αξία αυτού που αποκτήθηκε κατά το άρθρο 73γ’ του Γερμανικού ΠΚ.

Με βάση τα προαναφερθέντα συντρέχουν οι λόγοι αναγνώρισης και εκτέλεσης της δήμευσης του ανωτέρω ακινήτου, που αποφασίστηκε με την υπ’αριθμ…………. (αμετάκλητη) απόφαση του Πρωτοδικείου……….. και για την οποία συντάχθηκε από τις γερμανικές αρχές το ανωτέρω αναφερθέν πιστοποιητικό του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805. Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι το εν λόγω μέτρο είναι ακόλουθο με την αρχή της αναλογικότητας δεδομένου του ύψους της ζημίας της απάτης. Επιπλέον δεν συντρέχει κατά την κρίση μας κάποιος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 19 του Κανονισμού 2018/1805 λόγος άρνησης της αναγνώρισης και της εκτέλεσης της δήμευσης του ακινήτου, ενώ για τη διαβίβαση της απόφασης αυτής τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στον Κανονισμό διατυπώσεις κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 33 του Κανονισμού, οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της απόφασης δέσμευσης ή της απόφασης δήμευσης δεν μπορούν να προσβληθούν ενώπιον δικαστηρίου του κράτους εκτέλεσης και κατά συνέπεια η βασιμότητα των ουσιαστικών λόγων, στους οποίους στηρίχθηκε το Δικαστήριο του κράτους έκδοσης για τη λήψη της απόφασης της δήμευσης, δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης με την παρούσα διάταξή μας. Ειδικά τονίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι το ποσοστό του θιγόμενου προσώπου επί του ακινήτου είναι τέτοιο, που καθιστά αδύνατη τη δήμευσή του κατά το  δίκαιο του κράτους εκτέλεσης (δηλαδή κατά το ελληνικό δίκαιο) ή ότι αξία της ζημίας, που προκλήθηκε από την πράξη της απάτης είναι μικρής αξίας και η δήμευση του ακινήτου αποτελεί δυσανάλογο μέτρο σε βάρος του θιγόμενου. Ακόμη σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 εδάφιο γ’ του Κανονισμού 2018/1805 ως περιουσιακά στοιχεία, που αφορά ο εν λόγω Κανονισμός είναι και εκείνα, που υπόκεινται σε δήμευση μέσω της εφαρμογής, στο κράτος έκδοσης οποιωνδήποτε από τις εξουσίες δήμευσης, που προβλέπονται στην οδηγία 2014/42/ΕΕ. Σύμφωνα δε με το άρθρο  4 της πιο πάνω οδηγίας τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί να επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην. Κατά το άρθρο 73 του Γερμανικού ΠΚ (δηλαδή του κράτους έκδοσης της απόφασης για τη δήμευση) επιτρέπεται δήμευση περιουσιακού στοιχείου, που αντιστοιχεί στην αξία αυτού που αποκτήθηκε μέσω της αξιόποινης πράξης, εφόσον τούτο δεν το κατέχει ο δράστης. Επίσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 69 του Ελληνικού ΠΚ αν τα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας  περιουσιακά στοιχεία του δράστη.  Κατά συνέπεια το ανωτέρω αναφερθέν ακίνητο αποτελεί περιουσιακό στοιχείο, που αφορά ο Κανονισμός 2018/1805 για την αναγνώριση και εκτέλεση της δήμευσης  του κράτους έκδοσης στο κράτος εκτέλεσης.  Επιπλέον σε ό,τι αφορά το ζήτημα του αρμοδίου οργάνου στην Ελλάδα για την αναγνώριση και εκτέλεση της δήμευσης του κράτους έκδοσης πρέπει να αναφερθεί  ότι αρμόδιος για το ζήτημα αυτό ο Εισαγγελέας Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο που αφορά η δήμευση. Τούτο προκύπτει από όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 22 Ν.4478/2017, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, μη υφισταμένου προς το παρόν εφαρμοστικού ελληνικού νόμου  για τον Κανονισμό 2018/1805 ως προς το  ανωτέρω ζήτημα. Επομένως με βάση όλα όσα προεκτέθηκαν το αίτημα των Γερμανικών Αρχών πρέπει να γίνει δεκτό, να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί η δήμευση του πιο πάνω ακινήτου, που διατάχθηκε με την υπ’αριθμ. ……….. (αμετάκλητη) απόφαση του Πρωτοδικείου…………… και για την οποία συντάχθηκε από τις γερμανικές αρχές το ανωτέρω αναφερθέν πιστοποιητικό του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805. Έτσι κρίνουμε ότι τούτο το ακίνητο, του οποίου ο θιγόμενος (……….) είναι ψιλός κύριος,  πρέπει να κατασχεθεί δυνάμει της παρούσας διάταξής μας αφού  αναγνωρίζουμε και εκτελούμε τη δήμευση αυτού δυνάμει της ανωτέρω απόφασης του Πρωτοδικείου του ……….. Γερμανίας και του οικείου πιστοποιητικού του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805. Προς τούτο  παραγγέλλουμε τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ……….. να προβεί σε  όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, τη μεταγραφή της παρούσας διάταξης μετά των συνημμένων εγγράφων των Γερμανικών Αρχών (την υπ΄αριθμ. …… αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοδικείου ……….., το πιστοποιητικό του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805, το αίτημα περί δήμευσης του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου …….) στα οικεία βιβλία του  Υποθηκοφυλακείου ……….. και  την εγγραφή  της παρούσας διάταξης μετά των συνημμένων εγγράφων των  Γερμανικών Αρχών (την υπ΄αριθμ……… αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοδικείου ………., το πιστοποιητικό του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805, το αίτημα περί δήμευσης του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου ……….) στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου. Τέλος ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών …….. πρέπει να παραγγελθεί να προβεί για λογαριασμό μας στις ενέργειες ενημέρωσης του θιγόμενου (όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 του Κανονισμού 2018/1805) για την έκδοση της παρούσας διάταξής μας και το δικαίωμά του να ασκήσει προσφυγή στο Συμβούλιο Εφετών εντός 10 ημερών από την επίδοση της διάταξής μας κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 Ν.4478/2017, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση. Η επίδοση της διάταξής μας στον θιγόμενο είναι αναγκαία προκειμένου αυτός να έχει πλήρη ενημέρωση περί του μέτρου, το οποίο ελήφθη σε βάρος του με την παρούσα διάταξή μας, των λόγων, για τους οποίους αυτή εκδόθηκε και για τα μέσα άμυνας, που διαθέτει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κατάσχουμε το διαμέρισμα …….. ορόφου οικοδομής στην ……… επί της οδού …….., αρ……..εντός του …… οικοδομικού τετραγώνου, καθαρού εμβαδού …… τμ και μικτού εμβαδού …….., του οποίου ο …….. είναι ψιλός κύριος, και αναγνωρίζουμε και εκτελούμε τη δήμευση, που επιβλήθηκε από το Πρωτοδικείο του …….. Γερμανίας δυνάμει της υπ’αριθμ…….. αμετάκλητης απόφασής του και του από 31-3-2021 πιστοποιητικού του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805, που συνέταξε ο Εισαγγελέας του Πρωτοδικείου του …………

Παραγγέλλουμε τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ………… να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, τη μεταγραφή της παρούσας διάταξης μετά των συνημμένων εγγράφων των Γερμανικών Αρχών (την υπ’αριθ……. αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοδικείου ………, το από 31-3-2021 πιστοποιητικό του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805, το από 30-3-2021 αίτημα περί δήμευσης του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου ……….) στα οικεία βιβλία του  Υποθηκοφυλακείου  ………… και  την εγγραφή  της  παρούσας διάταξης μετά των συνημμένων εγγράφων των  Γερμανικών Αρχών (υπ’αριθμ. …… αμετάκλητη απόφαση του Πρωτοδικείου ….., το από 31-3-2021 πιστοποιητικό του Παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού 2018/1805, το από 30-3-2021  αίτημα περί δήμευσης του Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου ……..) στα οικεία βιβλία του Κτηματολογίου.

Παραγγέλλουμε τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ………. να προβεί για λογαριασμό μας στην επίδοση της διάταξής μας στο θιγόμενο πρόσωπο (…….), στην οικεία δε έκθεση να γίνει μνεία ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Συμβούλιο Εφετών εντός 10 ημερών από την επίδοση της διάταξής μας κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 Ν.4478/2017.

     Κομοτηνή 7-6-2021

                      Ο Εισαγγελέας Εφετών Θράκης

Λάμπρος Σ.Τσόγκας

             Αντεισαγγελέας Εφετών

Περί της συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων για την επονομαζόμενη “ειδική παραγραφή” ή “παραγραφή υφ’ όρον”, Αντωνίου Βόμβα, Πρωτοδίκη

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Γιατί γυναικοκτονία και όχι ανθρωποκτονία, Ελευθερία Κώνστα, Εφέτης

 Κατ ‘αρχήν, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο καθένας μας μπορεί να πέσει θύμα βίας στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό του βίο, είτε είναι άντρας είτε είναι γυναίκα. Ωστόσο, η βία κατά των γυναικών ξεχωρίζει ως ένα ιδιαίτερα σοβαρό και περίπλοκο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με το φύλο. Οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο υφίστανται βία, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής, της σεξουαλικής βίας, της ψυχολογικής και οικονομικής βίας λόγω του φύλου τους. Η βία συνοδεύει μια γυναίκα από την παιδική ηλικία καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής της, είτε στο σχολείο, στο σπίτι, στην εργασία ή αλλού. Ακόμα και όταν είναι  έμβρυο μπορεί να υφίσταται διακρίσεις,  πριν ακόμα γεννηθεί, καθώς τα στερεότυπα των φύλων βρίσκονται πίσω από τις επιλεκτικές αμβλώσεις.  

Η κλιμακούμενη βία κατά των γυναικών σε  ολόκληρο τον κόσμο είναι ανησυχητική. Σύμφωνα με τις παγκόσμιες εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), περίπου 1 στις 3 (35%) γυναίκες παγκοσμίως έχουν βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους ή γενικά βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους. H έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το 2014 έδειξε ότι μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Το 55% των γυναικών έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία ή περισσότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, το 11% έχει υποστεί ψηφιακή παρενόχληση ενώ μία στις είκοσι έχει βιαστεί.

Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης,  που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την ΕΕ το 2017, είναι το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του καθώς τα κράτη που την επικυρώνουν πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένα κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών. Στο άρθρο 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, δίνεται μία σειρά ορισμών που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια προσδιορισμού της βίας και των διακρίσεων κατά των γυναικών.  Ως «βία κατά των γυναικών» (άρθρο 3 περ.α) νοείται κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάθε μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, περιλαμβάνει δε όλες τις πράξεις βίας βάσει φύλου που έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων απειλών, πράξεων εξαναγκασμού ή αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας. Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι «βία λόγω φύλου» (άρθρο 3 περ.δ) σημαίνει βία που στρέφεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα ή αυτή που επηρεάζει δυσμενώς αυτή. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι όροι «βία βάσει φύλου» και «βία κατά των γυναικών» χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, λόγω του γεγονότος ότι η βία λόγω φύλου επηρεάζει κυρίως γυναίκες.

Ως «ενδοοικογενειακή βία» ορίζονται όλες εκείνες οι πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα.   Αν και ο όρος «ενδοοικογενειακή» μπορεί να φαίνεται ότι περιορίζει το πλαίσιο,  αναγνωρίζεται ότι η βία μπορεί να συνεχιστεί και μετά τη λήξη μιας σχέσης. Επομένως, δεν απαιτείται κοινή κατοικία του θύματος και του δράστη για να θεωρηθεί η βία ως «ενδοοικογενειακή». Η ενδοοικογενειακή βία   είναι η πιο διαδεδομένη μορφή βίας κατά των γυναικών γι΄αυτό τα κράτη της Σύμβασης πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Ένας άλλος ορισμός που δίνεται με την Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης είναι για το «Φύλο» (Gender) που σημαίνει τους κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους, συμπεριφορές, δραστηριότητες και χαρακτηριστικά που μια κοινωνία θεωρεί κατάλληλα για γυναίκες και άνδρες (άρθρο 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης). Χρήσιμο θα ήταν να δώσουμε και το πλαίσιο της σεξουαλικής παρενόχλησης που περιλαμβάνει οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή φυσικής συμπεριφοράς σεξουαλικής φύσης με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, ταπεινωτικό, ταπεινωτικό ή προσβλητικό περιβάλλον.

Άλλες μορφές βίας πέρα του βιασμού, -συμπεριλαμβανομένων και των εκτεταμένων ή συστηματικών βιασμών κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων-, είναι ο αναγκαστικός γάμος, τα εγκλήματα «τιμής», η καταδίωξη (δηλαδή η εσκεμμένη απειλητική συμπεριφορά που απευθύνεται σε άλλο άτομο, προκαλώντας σε αυτόν φόβο για την ασφάλειά του), η εμπορία γυναικών, η καταναγκαστική πορνεία, ο ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων, η αναγκαστική άμβλωση και αποστείρωση κ.λ.π. Οι μορφές βίας κατά των γυναικών διαφοροποιούνται επίσης ανάλογα με το είδος της βλάβης που προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει ήτοι σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική βία ή οικονομική. Συνήθως, ένα θύμα υπόκειται σε διάφορες μορφές και πολλές φορές αλληλεπικαλύπτονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα η βία ανάμεσα σε συντρόφους μπορεί να περιλαμβάνει όχι μόνο σωματικές επιθέσεις, σεξουαλική βία και ψυχολογική κακοποίηση, αλλά και καταδίωξη,  εκ των οποίων η τελευταία λαμβάνει χώρα κυρίως κατά την περίοδο μετά τον χωρισμό.  Η ενδοοικογενειακή βία είναι πιθανό να γίνει πιο συχνή και πιο σοβαρή όσο συνεχίζεται και μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο, γεγονός που μπορεί να σχετίζεται και με το φύλο (γυναικοκτονία).

Η αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών,  ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δίνει τη δυνατότητα στα θύματα να θεωρούνται υποκείμενα αυτών των παραβιάσεων. Η αναγνώριση αυτή αποσαφηνίζει τις δεσμευτικές υποχρεώσεις των κρατών για την πρόληψη, την εξάλειψη και την τιμωρία αυτής της βίας. Για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, τα κράτη  οφείλουν να επιδιώξουν να μεταμορφώσουν τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών. Ειδικά το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών αποτελεί μια ακραία έκφραση ανισότητας λόγω φύλου και πρόκειται για παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενώ στις χειρότερες μορφές της μπορεί να εκδηλωθεί ως προσβολή του εννόμου αγαθού στη ζωή.

Το γεγονός ότι η βία έχει έμφυλη διάσταση αναγνωρίζεται διεθνώς. Έτσι, η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών περιγράφει το φαινόμενο αυτό  ως «…μια εκδήλωση ιστορικά άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες οδήγησαν στην κυριαρχία και στις διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην πρόληψη της πλήρους την πρόοδο των γυναικών, και ότι η βία κατά των γυναικών είναι ένας από τους κρίσιμους κοινωνικούς μηχανισμούς με τους οποίους οι γυναίκες αναγκάζονται να υποταχθούν σε σύγκριση με τους άνδρες».  Επίσης, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης στα άρθρα 4.2 και 4.3 τονίζει ότι η απόλαυση κάθε δικαιώματος απαλλαγμένη από τη βία συνδέεται με την υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών να ασκούν και να απολαμβάνουν όλα τα αστικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Η ευρωπαϊκή επιτροπή CEDAW στη γενική της σύσταση για τη βία κατά των γυναικών (αρ. 19) φρόντισε να διασφαλιστεί η αναγνώριση της βίας που βασίζεται στο φύλο κατά των γυναικών, ως μορφή διάκρισης που «αναστέλλει σοβαρά την ικανότητα των γυναικών να απολαμβάνουν δικαιώματα και ελευθερίες βάσει της ισότητας με τους άνδρες» (βλ. ΕΔΔΑ στην υπόθεση Opuz κατά Τουρκίας). Μια προσέγγιση ευαίσθητη στο φύλο είναι μια προσέγγιση που προσπαθεί να διορθώσει τις ανισότητες μεταξύ των φύλων λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εμπειριών και των αναγκών των γυναικών και των ανδρών. Απαιτεί την προσοχή στους διαφορετικούς ρόλους και ευθύνες γυναικών/κοριτσιών και ανδρών/αγοριών που υπάρχουν σε συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά και πολιτικά πλαίσια. Αυτή η προσέγγιση θα συμβάλει ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση των γυναικών στα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα και η εξάλειψη των διακρίσεων.

Το φαινόμενο «βία κατά των γυναικών» προκαλεί πόνο, φόβο και αγωνία ενώ μειώνει την ικανότητα των θυμάτων-γυναικών να συνεισφέρουν παραγωγικά στην οικογένεια, την οικονομία και τη δημόσια ζωή. Κατά μια ευρύτερη άποψη, μειώνει το συνολικό εκπαιδευτικό επίτευγμα, την κινητικότητα και το δυναμικό ενός σημαντικού ποσοστού του πληθυσμού, καθώς οι γυναίκες που είναι θύματα, τα παιδιά που μεγαλώνουν μάρτυρες της βίας, ακόμη και οι δράστες που καταφεύγουν στις εν λόγω  καταστροφικές πράξεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες. Δυστυχώς, στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, η βία και οι διακρίσεις κατά των γυναικών εξακολουθούν να υφίστανται. Στην χώρα μας η κακοποίηση γυναικών αποτελεί ακόμα ζήτημα ταμπού για τη  κοινωνία, γι΄αυτό η διάκριση του φόνου μίας γυναίκας όταν τα αίτια της βασίζονται στο φύλο είναι ζωτικής σημασίας να αποδίδεται ως γυναικοκτονία και όχι ως ανθρωποκτονία. Όσο περισσότερα περιστατικά βίας κατά των γυναικών αποκαλύπτονται, τόσο θα ευελπιστούμε σε μια  καλύτερη και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου. Μία πρώτη προσέγγιση αντιμετώπισης του φαινομένου, θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω μιας ιδιότητάς του, τότε το πλαίσιο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται, ειδικά στα κακουργήματα  το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη. Το φύλο ως λόγος διάκρισης όπως αναφέρεται στα διεθνή κείμενα που προαναφέρθηκαν, ανήκει  στις ιδιότητες που μπορεί να περιλαμβάνονται στο άρθρο 82Α. Έτσι εάν ο δράστης ανθρωποκτονίας έχει επιλέξει το θύμα λόγω του φύλου του, να υπάρχει αυστηροποίηση ως προς την νομική του αντιμετώπιση και να μην μπορεί να του επιβληθεί ποινή κατώτερη των 12 ετών κάθειρξης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4.4 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, τα ειδικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την πρόληψη και την προστασία των γυναικών από βία λόγω φύλου δεν θεωρούνται διακρίσεις.

Ελευθερία Κώνστα

Εφέτης

 

Η ΑΠΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΗΡΥΞΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΜΙΚΡΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΩΝ ΤΗΣ Ε.Δ.Ε.

 

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

 

Ένα νέο νόημα για την Ελπίδα -Το Ταμείο Προνοίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών-Του José Igreja Matos, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (την μετάφραση του κειμένου επιμελήθηκε η Σταυρούλα Δούση, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Ε.Δ.Ε.)

 

Ένα νέο νόημα για την Ελπίδα –

Το Ταμείο Προνοίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών

 

Του José Igreja Matos, Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών

(την μετάφραση του κειμένου επιμελήθηκε

η Σταυρούλα Δούση, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών,

μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Ε.Δ.Ε.)

 

Περίληψη: Ιδρυθέν μόλις μερικούς μήνες μετά την κατάρρευση του Κράτους Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, το Ταμείο Προνοίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (European Association of JudgesEAJ) έχει συνδράμει εκατοντάδες Δικαστές και Εισαγγελείς. Ωστόσο, η κατάστασή τους επιδεινώθηκε για άλλη μια φορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μία ανανεωμένη χειρονομία αλληλεγγύης θα πρέπει να παρασχεθεί από τους Ευρωπαίους Δικαστές· οι Τούρκοι συνάδελφοί μας δεν θα είναι ποτέ πια μόνοι.

 

Τα τρομερά νούμερα μιλούν δυνατά από μόνα τους. Από το έτος 2016, περισσότεροι από 4.500 Τούρκοι δικαστές και εισαγγελείς έχουν παυθεί και τουλάχιστον 2.450 από αυτούς έχουν συλληφθεί. Δικαστές και Εισαγγελείς κρατήθηκαν σε κοινές φυλακές, στοιβάχτηκαν σε υπερπλήρη κελιά ή υπέστησαν έναν σκληρό μοναχικό εγκλεισμό, υπό συνθήκες που παραβιάζουν τα ελάχιστα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Βρέθηκαν παυθέντες χωρίς να υποβληθούν σε μία έστω κατ’ απομίμηση διαδικασία, τα περιουσιακά τους στοιχεία δημεύθηκαν και η Ένωση που με ανεξαρτησία εκπροσωπούσε το δικαστικό σώμα (YARSAV) – ακρωνύμιο του Yargıçlar ve Savcılar Birliği, αποδιδόμενο στα ελληνικά ως Συνδικάτο Δικαστών και Εισαγγελέων –  ένα εξέχον μέλος της ΕΕΔ (EAJ), διαλύθηκε διοικητικά. Όταν, και αν, αποφυλακιστούν από τη φυλακή, αντιμετωπίζονται κοινωνικά ως παρίες. Αποστερημένοι με μεθοδικό τρόπο από τα υπάρχοντα τους, είναι σχεδόν αδύνατη η εύρεση εργασίας αφ’ ης στιγμής έχουν χαρακτηριστεί «τρομοκράτες» μέσω μιας ειδικής μνείας στον αριθμό κοινωνικής τους ασφάλισης. Το να απασχολείς έναν από αυτούς τους συναδέλφους, ακόμα και στα πιο ταπεινά επαγγέλματα, συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους.

Η επακόλουθη αγωνία άμεσα έφθασε σ’ εμάς – αρκετές εκατοντάδες επιστολές γραμμένες από Τούρκους συναδέλφους, από τους και τις συζύγους τους, από τις οικογένειές τους, έφθασαν στα κεντρικά γραφεία της Ένωσης στη Ρώμη. Οι λέξεις ήταν διαπεραστικές, η θλίψη σχεδόν ανυπόφορη· έγινε απόλυτα σαφές ότι η ΕΕΔ (EAJ) έπρεπε να αντιδράσει.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, η Διεθνής Ένωση Δικαστών (International Association of Judges – IAJ) και το περιφερειακό της τμήμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών (EAJ), εξέδωσε έναν επιβλητικό αριθμό 96 δημόσιων δηλώσεων αποδοκιμάζοντας την κατάσταση του Τουρκικού Δικαστικού Σώματος, συμπεριλαμβανομένων αρκετών επιστολών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Τουρκικές Ανώτατες Αρχές. Δυστυχώς, για πολλοστή φορά, η ΕΕΔ (EAJ) ήρθε αντιμέτωπη με μία συνένοχη σιωπή.

Ως Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών, επανειλημμένα διατύπωσα σε δημόσιες εμφανίσεις τη φρικτή ταλαιπωρία των Τούρκων συναδέλφων μας, προειδοποιώντας την Ευρωπαϊκή κοινότητα για το άνευ προηγουμένου επίπεδο παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που στοχεύει το δικαστικό σύστημα. Η ΕΕΔ (EAJ) έχει επισήμως προετοιμάσει και υποβάλει την υποψηφιότητα του Murat Arslan, του ηρωικού προέδρου της YARSAV, για το Βραβείο «Βάτσλαβ Χάβελ» του Συμβουλίου της Ευρώπης· η εκλογή του το έτος 2017 ήταν μία ξεχωριστή αναγνώριση του ως «ενός ένθερμου υποστηρικτή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» για να χρησιμοποιήσω τις ακριβείς λέξεις της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕΔ (EAJ) αναγνώρισε ότι πρέπει να γίνει μία πρόσθετη προσπάθεια από ανθρωπιστικής πλευράς. Η βασανιστική έκκληση για βοήθεια, εκπεφρασμένη μέσα από όλες αυτές τις επιστολές δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί.

Για το λόγο αυτό, λαμβάνοντας υπόψιν το άρθρο 6ο του Καταστατικού της και το άρθρο 10ο του Καταστατικού της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών, και σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών, ήδη από τον Οκτώβριο του έτους 2016, ιδρύθηκε ένα Ταμείο Προνοίας για να συνδράμει τα μέλη του δικαστικού σώματος σε χώρες των οποίων το δικαστικό σώμα εκπροσωπείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών.

Αποφασίστηκε να προσφέρει οικονομική βοήθεια σ’ εκείνους τους συναδέλφους που ζήτησαν υποστήριξη και εμφάνισαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για επείγουσα βοήθεια. Ο Κανονισμός του Ταμείου, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση, όρισε ως πρωταρχικό κριτήριο την παροχή βοήθειας στους αιτούντες που έχουν μικρά παιδιά ή σοβαρές ασθένειες. Με στόχο να ωφεληθούν όσο το δυνατόν  περισσότερες οικογένειες, οι δωρεές ορίστηκε να ξεκινούν από τα χαμηλά ποσά των 900 ή 500 ευρώ. Μία Επιτροπή αποτελούμενη από δικαστές πέντε χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, συστάθηκε άμεσα προκειμένου να συλλέξει τις ενισχύσεις και τα ποσά των δωρεών.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, το Ταμείο προσέφερε το σημαντικό ποσό των περίπου 205.000 ευρώ, βοηθώντας περισσότερες από 300 οικογένειες.

Σχετικά με τους Τούρκους συναδέλφους, η ηθική υποστήριξη υπήρξε πάντοτε τόσο σημαντική όσο και η οικονομική. Για το λόγο αυτό, όταν ανταποκρινόμαστε σε αιτήματα για βοήθεια, προσθέτουμε πάντοτε ένα μήνυμα αλληλεγγύης και ομαδικότητας, με τις εξής φράσεις: «Ως ένδειξη ηθικής υποστήριξης, η IAJ/EAJ, και συγκεκριμένα οι Ευρωπαίοι δικαστές, εκφράζουν την ένθερμη αλληλεγγύη τους και εύχονται τα καλύτερα για εσάς και για όλους τους Τούρκους συναδέλφους σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Δεν είστε μόνοι.»

Οι πολυάριθμες ευχαριστήριες απαντήσεις που λάβαμε είναι, αναμφίβολα, η καλύτερή μας ανταμοιβή. Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω δύο από αυτές. Ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Ευχαριστώ για την καλοσύνη σας. Δυστυχώς, έχουμε ξεχάσει εδώ και καιρό ότι είμαστε άνθρωποι. Ακόμα κι αν η αίτησή μου κρινόταν θετικά ή αρνητικά, μας θυμίσατε ότι είμαστε άνθρωποι. Ευχαριστώ και για αυτό επίσης.» Ένα ακόμα μήνυμα από συνάδελφο που περιέγραφε πώς ο τρίχρονος γιός της συγκινήθηκε από ένα απλό παιχνίδι. «Πως μπόρεσες να το αγοράσεις, Μαμά;», εκείνος ρώτησε. «Χάρη στους πολύ καλούς συναδέλφους δικαστές στην Ευρώπη» – απάντησε η μητέρα.

Οι γενναιόδωρες συνεισφορές της Γερμανικής Ένωσης Δικαστών (DRB), ήταν υψίστης σημασίας για τις επιτυχημένες προσπάθειες του Ταμείου Προνοίας να προσφέρει υλική και ηθική υποστήριξη σε εκατοντάδες Τούρκους δικαστές και τις ταλαιπωρημένες οικογένειές τους. Η ΕΕΔ (EAJ) – η μεγαλύτερη οργάνωση δικαστών στην Ευρώπη  που συγκροτείται από τις 44 αντιπροσωπευτικότερες εθνικές ενώσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης – επιθυμεί να επαινέσει δημοσίως τη συνεχή αφοσίωση των Γερμανών δικαστών, μέσω της Ένωσής τους, που επίσης εκφράστηκε μέσω ατομικών δωρεών.

Δυστυχώς, αν και πέρασαν πολλά και επίπονα χρόνια, τα κίνητρα απελπισίας που επικύρωσαν τη δημιουργία του Ταμείου, παραμένουν αμετάβλητα, αν όχι διευρυμένα. Ο απολυταρχισμός του καθεστώτος παραμένει άκαμπτος παρόλο που η χειροτέρευση της οικονομικής κρίσης στην Τουρκία επιδεινώθηκε σοβαρά από την πανδημία της COVID-19. Αυτές οι συνθήκες εξηγούν γιατί κατά τη διάρκεια μόνο 3 μηνών του τρέχοντος έτους η ΕΕΔ (EAJ) δέχτηκε περισσότερα νέα αιτήματα από ότι δέχτηκε συνολικά κατά το έτος 2019 και περισσότερα από τα μισά του έτους 2020.

Τα ολέθρια αποτελέσματα της COVID-19 είναι πιο έντονα στα πιο ευάλωτα μέλη των κοινωνιών μας. Επιπρόσθετες προσπάθειες είναι αναγκαίες κι αποκτούν μεγαλύτερη αξία, ιδίως στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.

Η κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη, κυρίως στην Πολωνία και Ουγγαρία, επέβαλε μία αποφασισμένη συμμετοχή των Ευρωπαίων Δικαστών και των Ενώσεών τους στον Διεθνή Χώρο –  Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης, Ηνωμένα Έθνη, κ.λπ. Έτσι, η παρουσία μας είναι πιο σημαντική από ποτέ και η ΕΕΔ (EAJ) δέχεται συνεχώς ερωτήματα από τους σημαντικότερους παράγοντες στην Ευρώπη προκειμένου να συνεισφέρει σε ζητήματα που σχετίζονται με το νομικό – δικαστικό σύστημα.

Όμως, τίποτα δεν μας έδωσε περισσότερη ικανοποίηση από αυτήν την προσπάθεια στήριξης του Τουρκικού δικαστικού σώματος.

Δικαστές και Εισαγγελείς, όπως κάθε νομικός εν γένει, πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή έχοντας ηθική υποχρέωση για την υπεράσπιση μιας ασυμβίβαστης δικαστικής ακεραιότητας. Όπως είπε κάποτε ο Γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενχάουερ, στο τέλος της ημέρας, η συμπόνια είναι το θεμέλιο της ηθικής. Βασιζόμενοι στη γενναιοδωρία σας, θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε – ό, τι και να συμβεί –  του Τούρκους Συναδέλφους και τις οικογένειές τους. Μας αποδεικνύουν, καθημερινά, μέσα από τις αντιξοότητες και το σθένος τους, πώς να βρούμε ένα νέο νόημα για ελπίδα.

 

 

Η συναίνεση σε ιατρικές πράξεις ενηλίκων κρατουμένων, ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Εισαγγελέως Εφετών, Διδάκτορος Νομικής, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών, Υπ. Διδάκτορος Νομικής

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

ΕΧΕΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ; Αικατερίνης Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών, Αντιπροέδρου Β’ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

ΕΧΕΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ;

 

            της Αικατερίνης Μάτση, Αντεισαγγελέα Εφετών

                                                                                  Αντιπροέδρου Β’ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Η εγκληματικότητα θεωρείται ως ένα ανώμαλο κοινωνικά φαινόμενο που συναντάται μόνιμα και σταθερά σε κάθε κοινωνία. Ενώ το έγκλημα είναι ένα γεγονός  που συμβαίνει στη ζωή του ατόμου και βρίσκεται σε συνάρτηση με ορισμένο τρόπο κοινωνικής διαβίωσης, η εγκληματικότητα στερείται ατομικότητας και δεν είναι παρά ένα σύνολο στατιστικών στοιχείων. Η σύνδεση της εγκληματικότητας με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ή φυλετικά ή εθνικά χαρακτηριστικά, είναι μία προσέγγιση αυθαίρετη, ιδεοληπτική και επικίνδυνη. Εάν π.χ, κάποιος αποδίδει την έξαρση των εγκλημάτων βίας στη μετανάστευση, τότε θα πρέπει να εξηγήσει πώς δράστες εξαιρετικά ειδεχθών εγκλημάτων είναι Έλληνες (βλ. π.χ. την υπόθεση Τοπαλούδη). Επίσης θα πρέπει να έχει στη διάθεση του κατ’ ελάχιστον στατιστικά στοιχεία για να στηρίξει τη θέση του. Αλλά και στατιστικά στοιχεία να διέθετε από τα οποία θα προέκυπτε ότι π.χ. η πλειονότητα των δραστών ληστειών το τελευταίο έτος είναι αλλοδαποί και πάλι αυτό το γεγονός από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού η πρώτη σκέψη που ακολουθεί είναι ότι συχνά διαπράττει εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας όποιος στερείται τα βασικά για τη διαβίωση του, φαινόμενο που κατεξοχήν παρατηρείται στους αλλοδαπούς που αδυνατούν να ανεύρουν εργασία, όπως επίσης εξηγείται και το γεγονός  – χωρίς προφανώς να δικαιολογείται –  ότι όσο διακυβεύεται η δική του επιβίωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί η κορύφωση της επιθετικότητας του ή η τάση του να γίνει βίαιος. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά προφανώς δεν συνδέονται με την καταγωγή του δράστη ή τη κουλτούρα της χώρας από τη οποία προέρχεται, αλλά με τις συνθήκες κοινωνικής του διαβίωσης. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα μπορούσε ευχερώς χαρακτηριστεί ξενοφοβική και ακραία.

Το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος διαφυλάσσει την προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας οποιουδήποτε βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Η παραπάνω θεμελιώδης αρχή αποτελεί πηγή και κριτήριο ερμηνείας των γενικών αρχών, με τις οποίες ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίσει τη τήρηση των βασικών αξιών που στηρίζουν την έννομη τάξη αλλά και την κοινωνική συνύπαρξη των πολιτών. Ως θεμελιώδες δικαίωμα προστατεύεται απόλυτα στο πυρήνα του και ισχύει για κάθε συγκεκριμένο υποκείμενο του δικαιώματος ως προς κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που το αφορά. Η πρωταρχική δε εγγύηση για την προστασία του είναι η δικαστική εγγύηση. Ο εφαρμοστής του δικαίου σε οποιοδήποτε δικονομικό στάδιο, οφείλει να τηρεί τη παραπάνω αρχή. Τούτο πρακτικά σημαίνει, ειδικά για τον εφαρμοστή του ποινικού δικαίου, πως ο εγκληματίας κρίνεται για το έγκλημα που έχει διαπράξει και όχι για την εθνικότητα, τη φυλή του, τη γλώσσα του ή τις πεποιθήσεις του. Η δικαιοδοτική κρίση πρέπει να ασκείται με κριτήρια αντικειμενικά και όχι με βάση αυθαίρετες κατατάξεις και υποκειμενικές εκτιμήσεις ιδεολογικής υφής. Αυτό δεν είναι ένας ευσεβής πόθος ενός ευνομούμενου κράτους ή ενός πολιτισμένου λαού. Δεν είναι καν θέμα κουλτούρας. Είναι συνταγματική υποχρέωση. Και είναι απολύτως απαγορευτική η παραμικρή σύνδεση του Δικαστή που κρίνει με οποιαδήποτε ιδεοληψία ή προκατάληψη.