ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ, ΛΑΜΠΡΟΥ Σ.ΤΣΟΓΚΑ, ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΠΟΥ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΛΑΜΠΡΟΣ Σ.ΤΣΟΓΚΑΣ

ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

 

===Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της κατανόησης της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο, που δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, κομβικής σημασίας σημείο αποτελεί η πρόσβασή του στα ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκύπτει ότι έχει αντιληφθεί το περιεχόμενο της κατηγορίας και πως αυτή έχει αποδοθεί σε βάρος του σύμφωνα με τα ουσιώδη έγγραφα, που συνδέονται με την απόδοσή της. Η σχετική διάταξη  του ΚΠΔ, που τυγχάνει εφαρμογής ως προς το ζήτημα αυτό, είναι το άρθρο 237 με τίτλο:

‘’Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων’’.

 

===Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου στους υπόπτους ή στους κατηγορούμενους, που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας.

 

===Σημειώνεται ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 237 ΚΔ προσδιορίζεται ποια έγγραφα αποτελούν οπωσδήποτε ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας. Έτσι αποσαφηνίζεται ότι τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας, το κλητήριο θέσπισμα και ολόκληρο το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Ωστόσο στην πιο πάνω παράγραφο προκειμένου να μην υφίσταται περιθώριο ελλιπούς κατανόησης σημείων της κατηγορίας αναφέρεται ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι, καθώς και οι συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Ωστόσο διευκρινίζεται ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγράφων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανόηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κατηγορίας.  Κατά συνέπεια στην παράγραφο 1 του άρθρου 237 ΚΠΔ οριοθετείται η διάκριση ουσιωδών και μη ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας, ώστε να γίνεται αντιληπτό ότι έγγραφα, που δεν βοηθούν τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να αντιληφθεί σε τι συνίσταται η κατηγορία που τους αποδίδεται, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι ουσιώδη έγγραφα της δικογραφίας.

 

===Περαιτέρω σύμφωνα με την παρπάγραφο  2 του άρθρου 237 ΚΠΔ σε  εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων. Στον ΚΠΔ δεν μνημονεύονται οι εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, ούτε γίνεται ενδεικτική αναφορά ορισμένων από αυτές. Με βάση όμως τα διδάγματα της κοινής πείρας τέτοιες μπορεί να είναι οι περιπτώσεις υποθέσεων, που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της παραγραφής της αξιόποινης πράξης, τον κίνδυνο της συμπλήρωσης του ανωτάτου ορίου προσωρινής κράτησης, της απώλειας της ζωής του  θύματος λόγω ασθένειάς του, της αδυναμίας εύρεσης διερμηνέα σε εύλογο χρόνο για τη γραπτή μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων. Επομένως σε αυτές τις περιπτώσεις η πρακτική λύση, που αρμόζει να εφαρμοστεί, είναι η υιοθέτηση της πρακτικής να ακολουθήσει προφορική μετάφραφη (έστω και με τη μορφή της σύνοψης) του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο από πρόσωπο, που ομιλεί τη γλώσσα, που κατονοεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος. Τούτο μπορεί να έχει άμεση πρακτική εφαρμογή σε περιπτώσεις κατηγορουμένων, που είναι κρατούμενοι σε Καταστήματα Κράτησης μακριά από τον τόπο, που ασκεί τα καθήκοντά του ο Ανακριτής ή μακριά από το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο ή στην περιφέρεια του αρμοδίου κατά τόπο Δικαστηρίου δεν υπάρχει άτομο, που να ομιλεί τη γλώσσα, που κατανοεί ο κατηγορούμενος, πλην όμως στο Κατάστημα Κράτησης, υπάρχει συγκρατούμενος, που ομιλεί τη γλώσσα αυτή και μπορεί να έτσι να γίνει η μετάφραση (έστω με τη μορφή της σύνοψης) των ουσιωδών εγγράφων. Όπως όμως  αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 237 ΚΠΔ για την εξέταση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτή γίνεται με τη συνδρομή διερμηνέα ή όταν γίνεται προφορική μετάφραση ή σύνοψη βασικών εγγράφων ή για την παραίτηση των ανωτέρω από το δικαίωμα της μετάφρασης, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση, που συντάσσεται από το αρμόδιο κάθε φορά όργανο. Κατά συνέπεια στην περίπτωση της μετάφρασης (έστω και με συνοπτική μορφή) των ουσιωδών εγγράφων της δικογραφίας στον κατηγορούμενο από συγκρατούμενό του εντός του Καταστήματος Κράτησης πρέπει να συνταχθεί σχετική έκθεση ενώπιον του Δ/ντη του Καταστήματος Κράτησης, που να φέρει τις υπογραφές τους.

 

===Ακόμη όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 237 ΚΠΔ ο  ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης, με την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά της δεν είναι επαρκής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως το έκτο εδάφιο του άρθρου 233 παρ. 1. Δηλαδή στην προκαταρκτική εξέταση αποφαίνεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας, στην κύρια ανάκριση το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο και στο ακροατήριο το αρμόδιο Δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν στερείται πρόσβασης σε δικαιοδοτικό όργανο, προκειμένου τούτο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ένα έγγραφο έχει το χαρακτήρα του ουσιώδους εγγράφου και πρέπει να μεταφραστεί ή όχι.

 

===Για το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου στη μετάφραση των ουσιώδών εγγράφων στη γλώσσα, που κατανοεί, χωρεί παραίτηση. Για το λόγο αυτό στην παράγραφο 4 του άρθρου 237 ΚΠΔ αναφέρεται ότι ο  ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως συμβουλευθεί συνήγορο ή ότι έχει με άλλον τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών της παραίτησης. Η παραίτηση πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να μην περιέχει όρο ή αίρεση. Ως παραίτηση θεωρείται και η μη εμφάνιση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ύστερα από σχετική νόμιμη κλήτευσή του, για προφορική μετάφραση εγγράφων.  Η ανωτέρω ρύθμιση προσφέρει τη δυνατότητα της διαύγειας σε περίπτωση παραίτησης δικαιώματος, ώστε να μην υφίσταται αμφιβολία για τις συνθήκες ελευθερίας και πλήρους κατανόησης των συνεπειών, που συνιστά η παραίτηση από τη μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων, αλλά και για να μην δημιουργείται έδαφος για παλινωδίες στην υπερασπιστική γραμμή του κατηγορουμένου και εμπόδια στη μετέπειτα διεξαγωγή της δίκης.

 

===Επιπλέον προκειμένου να αποφεύγονται ακυρότητες στην ποινική διαδικασία είναι άξια αναφοράς η υπ’αριθμ. 729/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία και στην περίπτωση που αλλοδαπός κατηγορούμενος δεν δηλώσει ότι δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, το δικαστήριο πρέπει να διερευνήσει αν αυτός ομιλεί και κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα και κατόπιν αυτού, εναπόκειται στην, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κυριαρχική κρίση του διευθύνοντος ο διορισμός ή μη διερμηνέως.

 

===Πως όμως διαπιστώνεται τυχόν κατανόηση της ελληνικής γλώσσας από τον κατηγορούμενο παρά το ότι αυτός είναι υπήκοος άλλης χώρας της Ε.Ε και το επιδοθέν σε αυτόν κλητήριο θέσπισμα είναι στην ελληνική γλώσσα? Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στη μελέτη της υπ’αριθμ. 1685/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή το Ακυρωτικό Δικαστήριο αναίρεσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας, που έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου, αφού, μολονότι ήταν ολλανδός υπήκοος, του επιδόθηκε στην ελληνική γλώσσα κλητήριο θέσπισμα. Ειδικότερα στην ανωτέρω απόφαση του Αρείου πάγου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι από το Δικαστήριο της ουσίας αγνοήθηκαν κρίσιμα έγγραφα, τα οποία συνέταξε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στην ελληνική γλώσσα, είναι υπογεγραμμένα από αυτόν, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, με τα οποία παρείχε εντολές και εξουσιοδοτούσε τους συνηγόρους του για δικονομικές ενέργειες και από τα οποία προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα από την άνω κρίση του. Και συγκεκριμένα αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη: α] την από 19-5-2015 έγγραφη εξουσιοδότηση στην ελληνική γλώσσα, συντάκτης της οποίας είναι ο ανωτέρω κατηγορούμενος, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του από τη δικηγόρο Δ. Δ., με την οποία διόρισε, κατά την προδικασία, τέσσερις πληρεξουσίους συνηγόρους, ήτοι τους: 1] Ξ. Π., 2] Κ. Π., 3]Δ. Δ. και 4] Δ. Μ., παρέχοντας σ’ αυτούς ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως από κοινού είτε ο καθένας χωριστά συνεπικουρούμενοι και από τέσσερις ασκούμενους δικηγόρους, τους οποίους κατονομάζει, εμφανιστούν ενώπιον της 14ης Πταισματοδίκου Αθηνών λάβουν γνώση και αντίγραφα της ποινικής δικογραφίας, που εκκρεμούσε σε βάρος του, ζητήσουν προθεσμία για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, υποβάλουν σημείωμα εγγράφων εξηγήσεων για λογαριασμό του, καθώς, επίσης, τους εξουσιοδότησε να τον εκπροσωπούν σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν στη συγκεκριμένη υπόθεση, β] την από 14-7-2015 έγγραφη εξουσιοδότηση, επίσης στην ελληνική γλώσσα, της οποίας συντάκτης είναι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο Δ. Δ. και με την οποία εξουσιοδότησε και έδωσε εντολή στους δικηγόρους: α] Κ. Π., β] Μ. Φ., γ] Α. Α. και δ] Δ. Δ. όπως από κοινού είτε καθένας χωριστά τον εκπροσωπήσουν ενώπιον του ανωτέρω Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ……Τα ως άνω διαδικαστικά κρίσιμα έγγραφα, παρά του ότι απεδείκνυαν την υπό του ανωτέρω κατηγορουμένου γνώση της ελληνικής γλώσσας, δυνάμει των οποίων άσκησε αυτός δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του πλήρως τα δικονομικά του δικαιώματα, τόσο στην προδικασία, παρέχοντας, αναλυτικώς, έγγραφες εξηγήσεις και αντικρούοντας την κατ’ αυτού κατηγορία για καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, κατ’ εξακολούθηση, ερειδόμενη στην υπ’ αρίθμ…… /2013 απόφαση της Ολομελείας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όσο και κατά την προηγηθείσα της δικασίμου της 30ης Νοεμβρίου 2016 κύρια διαδικασία, χωρίς ουδέποτε να προβάλει αντιρρήσεις ή οποιαδήποτε ένσταση περί μη κατανοήσεως υπ’ αυτού της ελληνικής γλώσσας, ουδόλως τα έλαβε υπόψη και τα εκτίμησε το ανωτέρω Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Περαιτέρω, ενόψει του πλήθους των προαναφερθέντων εγγράφων και της κατά την προδικασία αντικρούσεως υπ’ αυτού [κατηγορουμένου] της ταυτοσήμου με το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα κατηγορίας, η προσβαλλόμενη δεν διέλαβε ουδεμία αιτιολογία ως προς τη μη κατανόηση υπό του άνω κατηγορουμένου του κλητηρίου θεσπίσματος, λόγω άγνοιας της ελληνικής γλώσσας, ενώ, προσέτι, ουδεμία σκέψη διέλαβε, ούτε επικαλείται από ποία αποδεικτικά μέσα το δίκασαν Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση ότι δεν κατανοούσε την ελληνική γλώσσα και ήταν γνώστης μόνο της ολλανδικής, εκ της αναφοράς και μόνο ότι ήταν ολλανδός υπήκοος, παρά τα αντιθέτως προκύπτοντα από τα ανωτέρω κρίσιμα έγγραφα, τα οποία, όπως προεκτέθηκε, ουδόλως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης.

 

===Βέβαια εκείνο, που από τη νομολογία του Ακυρωτικού μας  Δικαστηρίου προκύπτει είναι το αν επήλθε παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης κρίνεται, αφού σταθμιστούν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του θύματος, τα δικαιώματα των μαρτύρων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον για αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης (ΑΠ 624/2020).

Η υποχρεωτική επιμόρφωση ως μέσο ελέγχου και πίεσης της προσωπικής κρίσης του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού, – Ιωάννη Ασπρογέρακα, Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών

Η υποχρεωτική επιμόρφωση ως μέσο ελέγχου και πίεσης της προσωπικής κρίσης του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού.

 

Ιωάννη Ασπρογέρακα

Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών.

 

Η επιμόρφωση, ως εκπαιδευτική διαδικασία, με την οποία κάποιος αποκτά επιπλέον γνώσεις και δεξιότητες σ’ ένα αντικείμενο, συχνά σχετικό με την εργασία του, συναρτάται άμεσα με το δικαιοδοτικό ρόλο των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και αποτελεί αδιαμφισβήτητα ισχυρό τους σύμμαχο κατά την επεξεργασία νομικών υποθέσεων. Η εξέλιξη των συναλλακτικών σχέσεων και η πολυπλοκότητα αυτών στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και η αναπόδραστη επιρροή της στην εξέλιξη του ποινικού φαινομένου, η αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια, ασυνεπής δογματικά και γι’ αυτό το λόγο προβληματική στην εφαρμογή της, νομοθέτηση και η ευκαιριακή, κατά τα κοινωνικά προστάγματα, τροποποίηση βασικών κωδίκων δικαστηριακής πρακτικής, καθιστούν την ουσιαστική επιμόρφωση όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία, όσο και προσωπικό ζητούμενο του καθενός από μας ξεχωριστά.

Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών» και ειδικότερα στα άρθρα 38-48 εισάγονται διατάξεις που ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα, τα καίρια σημεία των οποίων είναι τα κάτωθι:  Το Συμβούλιο Σπουδών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, ύστερα από εισήγηση του Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης κάθε κατεύθυνσης, καταρτίζει ετήσια προγράμματα επιμόρφωσης εν ενεργεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών μέχρι του βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών, του Ειρηνοδίκη και του Πταισματοδίκη.  Αυτά διακρίνονται  σε τακτικά, που περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά και τα προαιρετικά επιμορφωτικά προγράμματα και τα έκτακτα. Στα υποχρεωτικά προγράμματα περαιτέρω περιλαμβάνονται τέσσερις κύκλοι επιμόρφωσης, που αφορούν: i) ο πρώτος κύκλος, την οργάνωση της διοίκησης των δικαστηρίων, τη δικαστική επικοινωνία, τη δικαστική δεοντολογία, τη μεθοδολογία του δικαστικού έργου και τη διαχείριση του χρόνου στην άσκηση των καθηκόντων, ii) ο δεύτερος κύκλος, το οικονομικό δίκαιο και ιδίως θέματα που αφορούν την ενέργεια, την κεφαλαιαγορά, τον ανταγωνισμό και την προστασία του καταναλωτή, iii) ο τρίτος κύκλος, τη νομική εμβάθυνση σε θεματικές ανάλογα με τον κλάδο της δικαιοσύνης που αφορούν και iv) ο τέταρτος κύκλος, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός υποχρεωτικά πρέπει να συμμετέχει ετησίως σε ένα κύκλο επιμόρφωσης και να τους ολοκληρώσει σε χρονικό διάστημα από τέσσερα (4) έως οκτώ (8) έτη. Η περαιτέρω εξειδίκευση των θεματικών των υποχρεωτικών προγραμμάτων αναφέρεται στο άρθρο 42, με ιδιαίτερη υπόμνηση από τον γράφοντα, στο εδάφιο δ) περί νομοθετικών και νομολογιακών εξελίξεων σε ζητήματα διοικητικού, δημοσιονομικού, αστικού, εμπορικού, ποινικού και εργατικού δικαίου και θ) περί επίδρασης και εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και ιδίως της πληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης και των ηλεκτρονικών συστημάτων στη διαμόρφωση του δικαίου, στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και στην εργασία των δικαστικών λειτουργών. Τα τακτικά προαιρετικά προγράμματα επιμόρφωσης δεν έχουν συγκεκριμένη θεματική εκ των προτέρων προσδιορισμένη, δύνανται δε να έχουν κοινό ή παραπλήσιο αντικείμενο με τη θεματική των υποχρεωτικών τακτικών σεμιναρίων. Μετά  το πέρας κάθε τακτικού προγράμματος (υποχρεωτικών και προαιρετικών), οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί εξετάζονται σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (multiple choice) και θεωρούνται επιτυχόντες όσοι λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100),  στους οποίους και χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης, που τίθεται στον υπηρεσιακό τους φάκελο, ενώ οι  αποτυχόντες των τακτικών υποχρεωτικών προγραμμάτων καλούνται να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο σε επόμενα έτη. Οι ερωτήσεις εξέτασης καταρτίζονται και η αξιολόγηση γίνεται από έναν από τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης της Σχολής (βλ. άρθρα 11, 40 και 45), ο οποίος σημειωτέον έχει ευθύνη διοργάνωσης και γενικής εποπτεία των εν λόγω προγραμμάτων, δεν μπορεί όμως να είναι εισηγητής και δεν παρίσταται υποχρεωτικά κατά τη διεξαγωγή τους (βλ. άρθρο 45 παρ. 2).  Τα έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται στους δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων και βαθμών, χωρίς προσδιορισμένη  εκ των προτέρων θεματική, με δυνατότητα όμως ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 42, ενώ στους συμμετέχοντες έως το βαθμό του Εφέτη ή Αντεισαγγελέα Εφετών χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης, που  κρίνεται με απόφαση είτε Προέδρου ή Εισαγγελέα Εφετών, που προεδρεύει της σχετικής ομάδας εργασίας.  Τέλος, στο άρθρο 41 αναφέρεται ότι η επιλογή των υποψηφίων προς παρακολούθηση γίνεται από τον Πρόεδρο του οικείου δικαστηρίου ή τον Πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή τον προϊστάμενο της οικείας εισαγγελίας, με τα γενικά κριτήρια της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η οποία απόφαση επιλογής πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

Επί των προαναφερομένων διατάξεων του εν λόγω νομοσχεδίου λεκτέα τα ακόλουθα:

Α) Η υποχρεωτικότητα της παρακολούθησης προγραμμάτων επιμόρφωσης εν ενεργεία δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αμφισβητεί απροκάλυπτα την νομική επάρκεια αυτών, αναιρεί εν τοις πράγμασι το δικαιοδοτικό τους ρόλο και υποτιμά το επιβαρυμένο δικαιοδοτικό τους έργο.  Η ανάγκη της συνεχούς επιμόρφωσης καλύπτεται επαρκώς από την πλούσια νομική βιβλιογραφία και την δυνατότητα (εύκολης ακόμα και διαδικτυακά) πρόσβασης όλων των νομικών σε συνέδρια, ημερίδες και διαλέξεις, που διοργανώνονται ήδη και σήμερα θεσμοθετημένα στα πλαίσια της δια βίου μάθησης από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και από τις Πανεπιστημιακές Νομικές Σχολές, Δικαστικές και Εισαγγελικές  Ενώσεις, Δικηγορικούς Συλλόγους, Νομικές Εκδόσεις, Ενώσεις Νομικού Ενδιαφέροντος και ιδιωτικούς φορείς, όπου ο καθένας δύναται να επιλέξει τα κρίσιμα για την αποτελεσματικότερη άσκηση της εργασίας του θέματα ή των ειδικότερων προσωπικών νομικών ενδιαφερόντων του.

Β) Ο προσδιορισμός στα τακτικά υποχρεωτικά επιμορφωτικά σεμινάρια ειδικών θεματικών ενοτήτων και δη δικαστικής επικοινωνίας και δεοντολογίας ή του άρθρου 42 εδάφιο δ) περί νομοθετικών και νομολογιακών εξελίξεων σε ζητήματα διοικητικού, δημοσιονομικού, αστικού, εμπορικού, ποινικού και εργατικού δικαίου και θ) περί επίδρασης και εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και ιδίως της πληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης και των ηλεκτρονικών συστημάτων στη διαμόρφωση του δικαίου, στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και στην εργασία των δικαστικών λειτουργών, που συνδέεται με την επιτυχή ή ανεπιτυχή αξιολόγηση του δικαστή και τον ακολουθεί στον υπηρεσιακό του φάκελο, καταδεικνύει τη βούληση της νομοθετούσας πολιτείας να επιβάλει «κρατούσες» απόψεις, είτε επί θεμάτων που επιδέχονται περισσότερες από μια επιστημονικές προσεγγίσεις, είτε επί νέων νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν από την υπερβάλλουσα και χωρίς δογματισμό νομοθέτηση της, δεδομένου άλλωστε ότι οι νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις αποτελούν κύριο αντικείμενο εργασίας του δικαστή και εισαγγελέα, είτε επί ζητημάτων νέας τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης, που δεν αφορούν αμιγώς την οργάνωση των δικαστηρίων, αλλά συμβάλλουν «στην διαμόρφωση του δικαίου», δηλαδή στον ίδιο τον πυρήνα της δικαιοδοτικής κρίσης. Κι αυτό συμβαίνει, διότι, θεμελιώδη ζητήματα όπως, ποια είναι τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου του δικαστή που καθορίζουν και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης αυτού ή τι σημαίνουν και πως ερμηνεύονται λέξεις όπως «αυτοπεριορισμός, υπευθυνότητα, ελευθερία, φιλτράρισμα» ή εκφράσεις «ο δικαστής δεν πρέπει να ταυτίζεται με ιδεολογικές προσεγγίσεις, γιατί μόνο έτσι θα παραμείνει ένας ελεύθερος άνθρωπος», ή πόσο αντικειμενικά είναι τα πορίσματα των αλγορίθμων ή πόσο ικανοί είναι να προβούν σε σταθμίσεις με βάση της αρχή της αναλογικότητας, όταν συγκρούονται δύο διαφορετικά έννομα αγαθά και ειδικά στο χώρο του ποινικού δικαίου ή ακόμα πόσο επιρρεπείς είναι στην πραγματοποίηση δυσμενών διακρίσεων, είτε λόγω των εγγενών αδυναμιών λειτουργίας τους, καθώς καλούνται να ταξινομήσουν υποθέσεις με κοινωνικές ή άλλες ομαδοποιήσεις, είτε λόγω της αδιαφανούς ποιότητας των δεδομένων με τα οποία τροφοδοτούνται, αφού η πρόταξη της πνευματικής ιδιοκτησίας των εταιρειών έναντι των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου να έχει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που συλλέγονται και μπορούν να οδηγήσουν σε καταδίκη του, υπονομεύει το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, σε καμιά περίπτωση δεν επιλύονται ούτε με ερωτήματα πολλαπλής επιλογής, ούτε υφίσταται μονοσήμαντη απάντηση.

Γ) Η πρόβλεψη για αξιολόγηση των συμμετεχόντων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και η βαθμολόγηση αυτών με ποσοστά άνω και κάτω του 70%, δημιουργεί εντός του δικαστικού σώματος επικίνδυνες, για την ενότητα αυτού και της κοινωνικής του συνοχής, συνθήκες ανταγωνισμού και  υπερφίαλης ματαιοδοξίας, ενώ ευνοεί και την καλλιέργεια ιδιοτελών προσωπικών σχέσεων, που δεν συνάδουν με το δικαιοδοτικό τους ρόλο.

 Δ) Η πρόβλεψη λήψης πιστοποιητικού ευδόκιμης παρακολούθησης προγραμμάτων επιμόρφωσης, που τίθεται εντός υπηρεσιακού φακέλου και από την άλλη αποτυχόντων συναδέλφων που υποχρεούνται να επαναλάβουν τη θεματική ενότητα, εισάγει εκ πλαγίου και εκτός συνταγματικά προβλεπομένων και ανεκτών διαδικασιών, μορφή επιθεώρησης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, από πρόσωπα που στερούνται τέτοιας δικαιοδοσίας και για νομικά ζητήματα που δεν άπτονται του ετήσιου δικαιοδοτικού τους έργου, για το οποίο και μόνο με συγκεκριμένα ποιοτικά, ποσοτικά και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος χαρακτηριστικά πρέπει να κρίνονται. Αποτελεί δε το πιστοποιητικό αυτό εκτός νόμιμης διαδικασίας στοιχείο, που θα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιθεώρηση και την εκ των πραγμάτων προαγωγή των τελευταίων.

 Ε) Η πρόβλεψη της αξιολόγησης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, που είναι μεν δικαστικό πρόσωπο, αλλά δεν μπορεί να οριστεί εισηγητής των εν λόγω προγραμμάτων, ούτε υποχρεούται να συμμετέχει σ’ αυτά, με έμμεσο τρόπο ευνοεί την εκ των πραγμάτων δυνατότητα τελικής κατάρτισης ερωτήσεων και στην πράξη αξιολόγηση των πρώτων από πρόσωπα εκτός δικαστικού χώρου, που ορίζονται ως εισηγητές ή επικεφαλής προγραμμάτων επιμόρφωσης (βλ. άρθρο 49 για ιδιότητες εκπαιδευτικού προσωπικού).

Και τέλος Στ) Η επιλογή των υποψηφίων προς παρακολούθηση των προγραμμάτων από Προϊσταμένους Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, με γενικά κριτήρια, δημιουργεί επιφυλάξεις για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού, δεδομένου μάλιστα ότι η απόφασή του δεν προσβάλλεται, αλλά και ευνοεί την υπηρεσιακή εξάρτηση των μελών του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας από τον τελευταίο.

Ανακεφαλαιώνοντας, τα προβλήματα στο χώρο της δικαιοσύνης και πολλά και υπαρκτά είναι. Το προς ψήφιση νομοσχέδιο, τουλάχιστον κατά τις σχολιαζόμενες ως άνω διατάξεις του, δεν αντιμετωπίζει με ορθολογισμό την ανάγκη επιμόρφωσης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, δεν λύνει υφιστάμενα προβλήματα, αντίθετα δημιουργεί νέα και συσσωρεύει προβληματισμό και απογοήτευση. Στο αποτέλεσμα αυτό δε, συνέβαλε καθοριστικά η πεισματική και άνευ λόγου άρνηση της νομοθετούσας πολιτείας να συνδιαλλαγεί, πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, με το σώμα των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όπως αυτό με δημοκρατικές διαδικασίες εκπροσωπείται μόνο από τα εκλεγμένα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ενέσεων του, κι όχι από αφανείς αποσπασμένους σε διοικητικές θέσεις Υπουργείων συναδέλφους ή νεοϊδρυθέντα σωματεία για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης ή ανάλογες εξωθεσμικές ομάδες προβληματισμού (think tank), αγνώστων συμφερόντων και εξαρτήσεων.

 

 

 

Επισκόπηση της νομολογίας του Άρειου Πάγου ως προς το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα αναφορικά με το ζήτημα των χρεών που «τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας» (ν. 4174/2013), Χριστόφορου Σ. Μάρκου, Πρωτοδίκη Αθηνών

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Μια απάντηση για τη βραδύτητα της απονομής της Δικαιοσύνης, Βασίλη Φαϊτά, Εφέτη ΔΔ, Μέλους της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Μια απάντηση για τη βραδύτητα της απονομής της Δικαιοσύνης.

Βασίλη Φαϊτά,
Εφέτη ΔΔ, Μέλους της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, αν και φαινόμενο διαχρονικό, προβάλλεται ιδιαίτερα τελευταία από διάφορους φορείς, τον Τύπο και την ίδια την Πολιτεία, μέσα από μία μονόπλευρη και συχνά αντιεπιστημονική προσέγγιση, κυρίαρχο στοιχείο της οποίας είναι ότι ευθύνονται ορισμένοι δικαστές που καθυστερούν υπέρμετρα την έκδοση αποφάσεων. Καθόλου τυχαία μέσα από αυτή την προσέγγιση αναπτύσσονται προτάσεις που προωθούν τις διάφορες μορφές ιδιωτικής διαμεσολάβησης ή εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, που προκρίνουν την προτεραιοποίηση των υποθέσεων των επενδυτών, που αναφέρονται σε συγχωνεύσεις/καταργήσεις δικαστηρίων ή που υπερθεματίζουν σε μια διοίκηση των δικαστηρίων που θα προσομοιάζει με τη διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Αλλά και προτάσεις που, με επίκληση υπαρκτές αδυναμίες του σημερινού συστήματος αξιολόγησης των δικαστών, προβάλλουν με το μανδύα της αξιολόγησης την «ακύρωση» της επετηρίδας ή κατατείνουν στην εντατικοποίηση του έργου των δικαστών.
Θα αναφερθώ ειδικά στη Διοικητική Δικαιοσύνη την οποία υπηρετώ επί 23 συναπτά έτη.
Ως προς τη Διοικητική Δικαιοσύνη, ως βραδύτητα εννοούμε το φαινόμενο εισροής υπέρμετρου αριθμού διοικητικών διαφορών που συνεπάγεται αναπόφευκτα την παρέλευση ικανού χρόνου από την στιγμή που ο πολίτης προσφεύγει σε κάποιο διοικητικό δικαστήριο έως την έκδοση της οριστικής (πόσο μάλλον της τελεσίδικης ή αμετάκλητης) δικαστικής απόφασης. Μόνο τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες λειτούργησε μεγάλος αριθμός επιτροπών και ψηφίστηκαν δεκάδες διατάξεις με σκοπό την επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης. Οι προσπάθειες δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και τούτο γιατί παράβλεπαν τις βαθύτερες αιτίες αναπαραγωγής υπερβολικού αριθμού διοικητικών διαφορών.

Μια παλαιά, πλέον αντιεπιστημονική, αντίληψη απέδιδε την καθυστέρηση της απονομής της Δικαιοσύνης γενικότερα (και της Διοικητικής) σε δήθεν «δικομανία» των Ελλήνων. Όμως τα φαινόμενα καταχρηστικής προσφυγής στο Δικαστήριο, υπαρκτά μεν, ήταν πάντα και είναι και σήμερα αμελητέα. Δεν θα μπορούσαν ούτε να δημιουργήσουν το πρόβλημα της βραδύτητας, ούτε να το διογκώσουν. Και πάντως οι δικονομίες διαθέτουν ασφαλείς δικλείδες αντιμετώπισης των καταχρηστικών – παρελκυστικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Σε κάθε περίπτωση ο πολίτης θα πρέπει από το δικαστικό σύστημα να ενθαρρύνεται να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη όταν πιστεύει εύλογα ότι αδικείται.

Η πρόσφατη επιχειρηματολογία ότι κυρίως ευθύνονται ορισμένοι δικαστές, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους υπόλοιπους), καθυστερούν αδικαιολόγητα την έκδοση των αποφάσεων που τους ανατίθενται αναδεικνύει επίσης ως προέχουσα μια ασήμαντη παράμετρο. Οι περιπτώσεις δικαστών που καθυστερούν πραγματικά αδικαιολόγητα την έκδοση αποφάσεων είναι υπαρκτές. Είναι όμως ελάχιστες και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα επιβράδυνσης του δικαστικού έργου. Η εν λόγω επιχειρηματολογία καμώνεται πώς δεν βλέπει ή δεν βλέπει πράγματι ότι οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής δεν παρατηρούνται αφότου η υπόθεση εκδικαστεί και ο φάκελος δοθεί στον δικαστή, αλλά από το χρονικό σημείο της κατάθεσης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μέχρι την ημερομηνία της συζήτησης της υπόθεσης. Άρα κάτι άλλο είναι που κρατά τις υποθέσεις στα γραφεία των δικαστηρίων μέχρι να έρθει η ώρα της εκδίκασής τους. Κάτι που είναι έξω από το στενό πεδίο της Δικαιοσύνης (με την έννοια της διοίκησης των δικαστηρίων, του ελέγχου του έργου των δικαστών κλπ. ή αντίστοιχα του τρόπου άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος).

Τι είναι λοιπόν αυτό το κάτι άλλο που η Πολιτεία δεν ήθελε και δεν θέλει να παραδεχθεί; Ότι οι νομοτελειακές αντιθέσεις της κοινωνίας και αντιφάσεις της οικονομίας σήμερα αναπαράγουν αναγκαία υπέρμετρες και ολοένα πιο σύνθετες διαφορές. Η βιομηχανική ανάπτυξη και οι επενδύσεις, για παράδειγμα, συνδέθηκαν διαχρονικά με κρατικές παρεμβάσεις στήριξής τους (ιδίως οικονομικές ενισχύσεις). Η αντίφαση που διαμορφώνεται συνίσταται στο ότι οι ενισχύσεις αυτές προέρχονται από κεφάλαια που εν πολλοίς δημιουργούνται από τη φορολογία των πολλών ή από τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων (ήδη από την εποχή του α.ν. 1611/1950 είχε επιβληθεί η κατάθεση των αποθεματικών των ασφαλιστικών Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας με τόκο εμφανώς χαμηλότερο του πληθωρισμού, που καθοριζόταν από τη Νομισματική Επιτροπή, προς το σκοπό, σύμφωνα με τις πανηγυρικές εκφράσεις των αρμοδίων της εποχής, «να συμβάλλουν τα ασφαλιστικά ταμεία στην εκβιομηχάνιση της Ελλάδας»). Έτσι από τη μια διαμορφώθηκε ένα φορολογικό σύστημα που, αναλογικά, φορολογεί υπέρμετρα εργαζόμενους, συνταξιούχους και μικρούς επαγγελματίες (το φαινόμενο αυτό το βιώνουμε τόσο έντονα και εμείς οι εν ενεργεία και συνταξιούχοι δικαστές) ενώ προβλέπει ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Από την άλλη η αξιοποίηση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων «για να χρηματοδοτηθεί η Ανάπτυξη» συνετέλεσε καθοριστικά στην απαξίωσή τους (μόνο για την περίοδο 1951 – 1975 οι απώλειες των Ταμείων σε τόκους έχουν υπολογιστεί σε ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 58 δις ευρώ) και εν τέλει προκάλεσε τη μείωση των συντάξεων και των παροχών πρόνοιας, αν και οι ασφαλισμένοι είχαν καταβάλει τις εισφορές τους. Άλλη εγγενής αντίφαση του συστήματος αποτελεί η αδυναμία/άρνηση του Κράτους να καλύψει προς όλους και ολοκληρωμένα τις σύγχρονες ανάγκες για παροχές υγείας και πρόνοιας, την ώρα που η πρόοδος της επιστήμης, η οποία έχει εκτοξευθεί σε σχέση με προηγούμενες εποχές, το επιτρέπει. Και ναι μεν θα μπορούσε να αντιλέξει κανείς ότι σήμερα, σε σχέση με τις αρχές ή τα μέσα του 20ου αιώνα, έχουν εξαλειφθεί ορισμένες ασθένειες, ιδίως χάρη στα εμβόλια, υπάρχουν νέες θεραπείες και φάρμακα και έχει αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής, ωστόσο η προστιθέμενη αξία ιατρικών υπηρεσιών (δημόσιου χαρακτήρα) για το λαό υστερεί σαφώς σε σχέση με την προστιθέμενη αξία που θα αντιστοιχούσε στην ασύλληπτη πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και της τεχνολογίας και τις τεράστιες δυνατότητες που η έρευνα παρέχει. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί η ιεράρχηση αναπτυξιακών/οικονομικών προτεραιοτήτων που διευκολύνουν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (αναφέρεται ενδεικτικά η σύγχρονη προτεραιότητα μετατροπής της χώρας σε κόμβο μεταφοράς εμπορευμάτων και ενέργειας, καθώς και η αντίστοιχη για ανάπτυξη πολυτελών τουριστικών συγκροτημάτων) έναντι εκείνων που θα κατέτειναν σε έργα υποδομής για το σύνολο της κοινωνίας (αντιπλημμυρικά έργα κλπ.). Η αντίφαση συνίσταται στο ότι οι ως άνω επιλέξιμες προτεραιότητες προϋποθέτουν χωρικές ρυθμίσεις που κατατείνουν στην παραχώρηση δασών, αιγιαλών και άλλων κοινόχρηστων χώρων σε επενδυτές, σε παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης μιας περιοχής, στην άρση «εμποδίων» αρμοδιότητας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, στις νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων κλπ. Τέτοιες αντιφάσεις (ενδεικτικά αναφερόμενες) συνεπάγονται αναγκαία την εμφάνιση υπέρμετρων διοικητικών διαφορών, ως αμφισβητήσεων της εφαρμογής κάθε φορά της φορολογικής, κοινωνικοασφαλιστικής, περιβαλλοντικής κλπ. νομοθεσίας. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και την αντικειμενική πραγματικότητα αφενός της μεγάλης κατάτμησης της μικρής ιδιοκτησίας (αστικής και αγροτικής) στην Ελλάδα (η πραγματικότητα αυτή συμβάλλει στην αναπαραγωγή μεγαλύτερου αριθμό διαφορών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τον ΕΝΦΙΑ, το ΦΜΑ, τη φορολογία κληρονομιών, τις οικοδομικές άδειες κλπ.) και αφετέρου του μικρότερου (σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) βαθμού συγκέντρωσης κεφαλαίου (η πραγματικότητα αυτή συνεπάγεται την ύπαρξη μεγαλύτερου αριθμού μικρών επιχειρήσεων και αυταπασχολούμενων, άρα και την ύπαρξη προϋποθέσεων για γένεση μεγαλύτερου αριθμού ορισμένων κατηγοριών διαφορών, όπως φορολογικών διαφορών που γεννώνται κατόπιν πράξεων που εκδίδονται με αφορμή φορολογικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις, διαφορών που αναφύονται κατά την εφαρμογή της εργατικής – ασφαλιστικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας περί προστασίας του περιβάλλοντος κλπ.).

Κι ενώ οι παραπάνω παράμετροι βρίσκονται έξω από την στενή σφαίρα της Δικαιοσύνης, οι κυβερνήσεις διαχρονικά δεν πράττουν σε ικανοποιητικό βαθμό ούτε όσα είναι πάντως μέσα στη σφαίρα αυτή. Δεν χρηματοδοτούν επαρκώς τη Δικαιοσύνη. Έτσι η τελευταία λειτουργεί με ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές. Η υποχρηματοδότηση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις ανάγκες σε δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και στο κτηριακό πρόβλημα που εξακολουθεί ακόμα να ταλανίζει πολλά δικαστήρια. Αναφέρεται ενδεικτικά το τριτοκοσμικό Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, αλλά και το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά. Το πρόβλημα επιτείνει η λογική κόστους – οφέλους που εισάγεται και στη Δικαιοσύνη. Με βάση τη λογική αυτή καταργήθηκαν ήδη χρήσιμες μεταβατικές έδρες διοικητικών δικαστηρίων, ενώ αμφισβητείται και η ανάγκη διατήρησης ορισμένων κυρίων εδρών.

Ασφαλώς στην βραδύτητα επενεργεί σειρά και άλλων παραγόντων. Η κακή νομοθέτηση (έλλειψη κατ’ ουσία διαβούλευσης, κατάθεση και ψήφιση τροπολογιών σε άσχετα νομοθετήματα, τροποποιήσεις νόμων που μόλις έχουν τεθεί σε ισχύ, επικαλύψεις διατάξεων κλπ.), η κακοδιοίκηση, αλλά και η μη συμμόρφωση της Διοίκησης στην παγιωμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις αποδοχών και συντάξεων (με συνέπεια την προσφυγή εκάστου ενδιαφερόμενου στο αρμόδιο Δικαστήριο, αν και το κρίσιμο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί).

Είναι γνωστό ότι ο νομοθέτης τα τελευταία χρόνια επέλεξε να λάβει μέτρα στην κατεύθυνση της θέσπισης δικονομικών βαρών και άλλων εμποδίων πρόσβασης στα διοικητικά δικαστήρια. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι αυξήθηκε απότομα το κόστος της δίκης, θεσπίστηκαν νέες ενδικοφανείς διαδικασίες, μετακυλίστηκε από το δικαστήριο στον διοικούμενο το βάρος σειράς διαδικαστικών πράξεων, τέθηκε, ειδικά για τις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, η καταβολή μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου του 50% (ποσοστό που κατόπιν μειώθηκε σε 20%) του βάσει της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητούμενου κυρίου φόρου, δασμού κλπ., ενώ ως προς την αναίρεση, αφενός τέθηκε σοβαρός περιορισμός λόγω ποσού (40.000 ευρώ) και αφετέρου ορίστηκε ότι η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Περιορίστηκε η εξουσία του δικαστηρίου σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, γενικεύτηκαν οι μονομελείς συνθέσεις, ενώ υποτιμήθηκε το περιεχόμενο της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Τα παραπάνω μέτρα επέφεραν πράγματι σημαντική μείωση της εισροής υποθέσεων διαφόρων κατηγοριών, ιδίως υποθέσεων με μικρότερο οικονομικό αντικείμενο, αφού οι πολίτες συχνά αποθαρρύνονται να ξεκινήσουν ή αδυνατούν να ολοκληρώσουν δικαστικούς αγώνες. Έγινε δηλαδή μία τεχνητή αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, όπως είναι αυτονόητο, δεν αντανακλά άμβλυνση των αντιφάσεων που αναπαράγουν διοικητικές διαφορές. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις η παρέμβαση του δικονομικού νομοθέτη συνέβαλε σε περαιτέρω επιβράδυνση. Αυξήθηκαν για παράδειγμα οι αιτήσεις χορήγησης ευεργετήματος πενίας, αλλά και τα αιτήματα αναβολής της δίκης εξαιτίας της αδυναμίας πολλών διαδίκων να ανταποκριθούν στο κόστος της.

Η προβολή μονόπλευρων προσεγγίσεων γεννά προβληματισμό ως προς την περαιτέρω κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης. Πέραν από προτάσεις που προεκτέθηκαν (εξωδικαστική επίλυση διαφορών κλπ.), πολλές από τις οποίες έχουν αναπτυχθεί ήδη στην Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, προβληματισμό προκαλεί και η προοπτική εισαγωγής της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη, καθόσον δεν διευκρινίζεται η μορφή της χρήσης της τελευταίας. Θα έχει ρόλο βοηθητικό (τήρηση πρακτικών, μετάφραση κειμένων κλπ.), οπότε μπορεί υπό προϋποθέσεις (εποπτεία κλπ.) να θεωρηθεί θεμιτή ή θα αξιοποιηθεί προς το σκοπό αυτοματοποιημένης δικαστικής κρίσης (π.χ. πρόβλεψη μέσω λογισμικού αν κάποιος είναι ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη κλπ.), οπότε θα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη;

Ουσιαστικό βήμα για την άμβλυνση του προβλήματος είναι η ανάδειξη των πραγματικών αιτίων της βραδύτητας της απονομής της Δικαιοσύνης και η υπεράσπιση εκ μέρους όσων την υπηρετούν (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων) του δικαιώματος όλου του λαού για ελεύθερη, δωρεάν και αποτελεσματική προσφυγή στο δικαστήριο.

Χρόνος απονομής της Δικαιοσύνης: Βολικά σφάλματα – Ωφέλιμες υπερβάσεις, Παντελής Μποροδήμος, Γεν.Γραμματέας Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Παντελής Μποροδήμος, Γεν.Γραμματέας Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 

Όσοι κατά καιρούς ασχολούνται με το ζήτημα του χρόνου απονομής της Δικαιοσύνης, είτε από θέσεις υπευθύνων, είτε ως παρατηρητές ενός κοινωνικού φαινομένου, είτε εσχάτως και ως αυτόκλητοι «σωτήρες», παρουσιάζουν συνήθως την εικόνα ενός προβλήματος, με προφανείς και εύκολες λύσεις, για οποίες αρκεί το προσωπικό τους «μαγικό ραβδί». Η ίδια όμως η εμπειρία δεκάδων νόμων τα τελευταία 20 χρόνια σχετικών με την «επιτάχυνση» της απονομής της Δικαιοσύνης, από διαφορετικές κυβερνήσεις και νομοθετικά σώματα, μας δίνει σοβαρά επιχειρήματα για να αποφανθούμε ότι ένα πολυπαραγοντικό και αληθινό πρόβλημα, δεν μπορεί να έχει λύσεις μεταφυσικές. Πολύ δε περισσότερο, όταν «μαθητευόμενοι μάγοι» της επιτάχυνσης, έχουν επανειλημμένα προκαλέσει με νομοθετικές τους επιλογές εμφράγματα στο δικαιοδοτικό μας σύστημα.

Βολικό, αλλά ανώφελο, υπήρξε στο παρελθόν το «blame game» των αιτιών της καθυστέρησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κοινωνία έχει γίνει πολλές φορές παρατηρητής βελούδινων ή και σκληρών αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβερνήσεων, δικαστικών ενώσεων, δικηγορικών συλλόγων και δικαστικών υπαλλήλων για το χρόνο απονομής της Δικαιοσύνης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η εκτελεστική εξουσία επέλεξε να κατασκευάσει ένα τεχνητό εχθρό, έναν επικοινωνιακά διαχειρίσιμο «αποδιοπομπαίο τράγο» κατά του οποίου έπρεπε να στραφεί η νομοθετική πρωτοβουλία, προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία κοινωνική συναίνεση πριν από κάθε αλλαγή, αλλά και η κοινωνική ανοχή πριν την προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Πάντα κάποιος «άλλος» φταίει που δεν θέλει την αλλαγή, πάντα κάποιος άλλος που η αλλαγή δεν έφερε αποτέλεσμα. Στο στόχαστρο αυτό μπήκαν κατά καιρούς τόσο οι δικαστικοί λειτουργοί, όσο και οι δικηγόροι και οι υπάλληλοι.

Βολικό, αλλά ανώφελο, είναι να γίνεται συζήτηση για βαθιά θεσμικά ζητήματα με συνθηματικούς όρους. Επιτάχυνση, μεταρρύθμιση, αξιολόγηση χαϊδεύουν τα αυτιά ως αόριστες έννοιες, όταν όμως προσλαμβάνουν υλικό περιεχόμενο μπορούν να σημαίνουν ταυτόχρονα προχειρότητα, κατάργηση θεσμικών εγγυήσεων ή δυσανεξία στη διάκριση εξουσιών. Πόσο καλά γνωρίζει άραγε η ελληνική κοινωνία ότι η αξιολόγηση των δικαστών και εισαγγελέων υφίσταται και λειτουργεί αδιάκοπα σε όλο τον υπηρεσιακό τους βίο; Ότι ο πειθαρχικός έλεγχος – και δη στο χρόνο έκδοσης αποφάσεων – είναι ιδιαίτερα αυστηρός και έχει αποτελέσματα αδιανόητα για το δημόσιο τομέα; Κατανοούν άραγε οι ιθύνοντες ότι η πραγματική ανάγκη για ταχύτητα δεν μπορεί να υπονομεύει ούτε την πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη, ούτε τις θεσμικές εγγυήσεις ποιότητας στο δικαιοδοτικό αποτέλεσμα; Η΄ ότι οι μεταρρυθμίσεις καθίστανται απλό ευχολόγιο αν δεν συνεπάγονται και κάποιο κόστος για τον κρατικό κορβανά;

Ωφέλιμη υπέρβαση θα είναι να πάψει η εκτελεστική εξουσία να νιώθει άβολα με το διάλογο. Προτάσεις για μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την αποδοτικότητα του συστήματος έχουν κάνει επανειλημμένα οι δικαστές και εισαγγελείς: Ο θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης, δηλαδή της προσπάθειας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, υπό την εγγύηση όμως της παρουσίας δικαστικού λειτουργού, μπορεί να αποσυμφορήσει με τρόπο ουσιαστικό, χωρίς να εμποδίζει τη δικαστική προστασία των κοινωνικά αδύναμων. Η λειτουργία ειδικού σώματος δικαστικής αστυνομίας εξειδικευμένης για ζητήματα συλλογής αποδεικτικού υλικού, μπορεί να εγγυηθεί την απεμπλοκή από την ατέρμονη γραφειοκρατία. Σύγχρονη δικαιοσύνη δεν νοείται χωρίς την υλοποίηση των διαχρονικών υποσχέσεων για παροχή ψηφιακών μέσων και ενοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής κατάθεσης, παρακολούθησης δικογραφίας και αρχείων αποφάσεων όλων των δικαστηρίων, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να παραμένει ανθρώπινο έργο και όχι έργο των κρύων λογισμικών της «Τεχνητής Νοημοσύνης». Αναγκαία είναι ακόμη και η μείωση του βαθμού αναβίωσης του ίδιου δικαιοδοτικού αντικειμένου πολιτικών ή ποινικών υποθέσεων: στην πολιτική δίκη η ύπαρξη μόνιμου σώματος ειδικών επιστημόνων για να επικουρούν το δικαστή, μπορεί να συμβάλει στην διαμόρφωση άρτιων και απροσμάχητων από ένδικα μέσα αποφάσεων, ήδη από τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ενώ στην ποινική δίκη, νευραλγικής σημασίας είναι η επένδυση στην ποιότητα του σωφρονιστικού μας συστήματος. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η ευχή για νομοθετική αυτοσυγκράτηση, προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης σταθερών και μακρόπνοων κανόνων, ιδίως στα βασικά μας νομοθετήματα, που τα τελευταία χρόνια δέχονται αλλεπάλληλες και αντιφατικές τροποποιήσεις.

Εν τέλει, η απονομή της Δικαιοσύνης θα έχει ελπίδες να εισέλθει επιτυχώς στον 21ο αιώνα, μόνο αν δεν υπάρχει «face control» στο κατώφλι του. Οι λύσεις δεν αναζητώνται επιτυχώς στη μόδα των κάθε λογής εξωθεσμικών «think tanks», άγνωστων συμφερόντων και εξαρτήσεων. Ανώτατα Δικαστήρια, δικαστικές ενώσεις, δικηγόροι και υπάλληλοι είναι αυτοί που πρέπει να βρίσκονται – σε μόνιμη και θεσμοθετημένη βάση- στο τραπέζι του διαλόγου με την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, χωρίς αποκλεισμούς ή επιλογή συνομιλητών. Καταγραφή προβλημάτων, αξιολόγηση και ιεράρχηση, προτάσεις λύσεων, αναπροσαρμογή με βάση τα αποτελέσματα. Όλοι έχουν να κερδίσουν: οι κυβερνώντες γιατί θα έχουν διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο κράτους δικαίου για τους πολίτες. Οι δικαστικοί λειτουργοί γιατί θα παύσουν να γίνονται οι κυματοθραύστες μιας κοινωνικής αγανάκτησης που δεν έχουν προκαλέσει. Πάνω από όλους οι πολίτες, γιατί θα μπορούν να ζουν και να αναπτύσσονται μέσα σε μια πραγματική Δημοκρατία, που υπάρχει μόνο με ανεξάρτητη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη.

 

* Αναδημοσίευση από το «Βήμα της Κυριακής» της 07.11.2021

Πρόταση για τον Χάρτη Δεοντολογίας, Βασίλη Φαιτά, Εφέτη ΔΔ, Μέλους ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Αποθήκευση αρχείου (DOC, Unknown)

Σκέψεις για τον Χάρτη Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών,Φανής Σωτηριάδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ.

Της Φανής Σωτηριάδου,

Πρωτοδίκη Δ.Δ.

 

Την περίοδο που διανύουμε, έχει ανοίξει η συζήτηση μέσα στο δικαστικό σώμα γύρω από το ζήτημα «τι δικαστές θέλουμε». Σκοπός είναι να τύχει αποδοχής από τους διοικητικούς δικαστές ο Χάρτης Δεοντολογίας των δικαστικών λειτουργών της διοικητικής δικαιοσύνης, ο οποίος θα διαγράφει τις «γενικές αρχές και κατευθύνσεις» που «πρέπει» να ακολουθεί ο δικαστικός λειτουργός στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό του βίο, προκειμένου να μην θέτει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του. Το περιεχόμενο αυτής της συζήτησης επιχειρείται να προσανατολισθεί γύρω από την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης του δικαστή σε συνδυασμό με το δικαίωμά του περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Διάφορες αόριστες και εκλεπτυσμένες έννοιες διανθίζουν τη θέση όσων τάσσονται υπέρ της ισχύος ενός Χάρτη Δεοντολογίας για δικαστικούς λειτουργούς, όπως για παράδειγμα: «ο δικαστής μπορεί ελεύθερα να αναπτύσσει την προσωπικότητά του αλλά με αυτοπεριορισμούς που επιβάλλονται από τη θεσμική του αποστολή», «ο δικαστής μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα αλλά και υπεύθυνα», «η ελευθερία του δικαστή πρέπει να φιλτράρεται μέσα από τη δεοντολογία του», «ο δικαστής δεν πρέπει να ταυτίζεται με ιδεολογικές προσεγγίσεις γιατί μόνο έτσι θα παραμείνει ένας ελεύθερος άνθρωπος». Τι σημαίνουν και πώς ερμηνεύονται άραγε στην πράξη λέξεις όπως «αυτοπεριορισμοί, υπευθυνότητα, ελευθερία, φιλτράρισμα κ.α.», που θα ακούσουμε εν καιρώ;

Ένα πρώτο επιχείρημα των εισηγητών και υπέρμαχων της ισχύος ενός Χάρτη Δεοντολογίας στους δικαστικούς λειτουργούς της διοικητικής δικαιοσύνης είναι ότι ένα τέτοιο κείμενο δεν θα είναι δεσμευτικό, θα έχει χαρακτήρα ήπιου δικαίου και δεν θα αποτελέσει εργαλείο πειθαρχικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών του. Ότι σκοπός του είναι να ξεδιαλύνει την ασάφεια που υπάρχει (;) σε σχέση με τη συμπεριφορά του δικαστή στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο του. Να επιλύσει ή μάλλον να κατευθύνει προς την επίλυση συγχύσεων που εμφανίζονται και αφορούν τα όρια της έκφρασης του δικαστή, τόσο στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του όσο και της καθημερινότητάς του. Υποστηρίζεται επίσης ότι ο Χάρτης Δεοντολογίας υπάρχει σε όλα τα δικαστικά σώματα της Ευρώπης και μάλιστα από καιρό, συνεπώς θα αποτελούσε ελληνική παραφωνία και μάλιστα αναιτιολόγητη να μην υιοθετηθεί και από το ελληνικό δικαστικό σώμα.

Τα παραπάνω αποτελούν επιχειρήματα τα οποία σκοπούν στην όσο το δυνατόν «ανώδυνη», από άποψη αντιστάσεων, υιοθέτηση του χάρτη δεοντολογίας από το δικαστικό σώμα και στοχεύουν κυρίως στο να υποτιμηθεί η συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο και την ρυθμιστική εμβέλεια του Χάρτη. Όσο, όμως κι αν επιχειρείται να απαξιωθεί, ώστε εντέλει σιωπηρά να τύχει αποδοχής, ο Χάρτης Δεοντολογίας ή καλύτερα το σχέδιο του Χάρτη που γνωστοποιήθηκε στους διοικητικούς δικαστές από το Συμβούλιο της Επικρατείας, έρχεται με πρωτόγνωρο τρόπο να επέμβει, με τον μανδύα κατευθύνσεων, στην ουσία, όμως, περιορισμών, τόσο στην ανεξαρτησία του δικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του όσο και στην ελευθερία και στις επιλογές που δύναται ο κάθε δικαστής να έχει στην προσωπική του ζωή. Απόδειξη για την μείζονα, με αρνητικό πρόσημο, σημασία του Χάρτη Δεοντολογίας αποτελεί η ίδια η αποσιώπησή του, η παράλειψη από τη διαμόρφωση του κειμένου του των ίδιων των δικαστών που θα κληθούν να τον εφαρμόσουν, ενώ μόνο ύστερα από ενυπόγραφη διαμαρτυρία 100 δικαστών των διοικητικών Πρωτοδικείων και Εφετείων της χώρας το συγκεκριμένο ζήτημα θα τεθεί σε Γενική Συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, ώστε να γνωστοποιηθεί ευρέως. Όσον δε αφορά το επιχείρημα της εφαρμογής του Χάρτη στα ευρωπαϊκά δικαστικά δρώμενα, είναι πράγματι απορίας άξιο γιατί ποτέ ένα τέτοιο επιχείρημα δεν συνοδεύεται από μεταφορά εμπειρίας από τα δικαστικά συστήματα όπου εφαρμόζεται. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, ενόψει του παραπάνω ατεκμηρίωτου, να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας, ως προς το αν, έστω και μακροπρόθεσμα, ο Χάρτης θα αποτελέσει εργαλείο πειθαρχικών κυρώσεων ή απειλής επιβολής τους, και κατ’ επέκταση ενός κλίματος φόβου ή έστω ανησυχίας για το αν καλώς βαδίζουμε σύμφωνα με τις εντολές του. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν είναι φύσει ασύμβατο με έναν κώδικα δεοντολογίας, δεδομένου ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας για Ευρωπαίους Δικηγόρους που έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE), προβλέπει ρητά ότι η μη τήρηση κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχικές κυρώσεις.

Ένα ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται στα πλαίσια αυτής της συζήτησης είναι ποια είναι τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου του δικαστή, τα οποία επιχειρείται να καθορισθούν, προκειμένου, αντίστοιχα, να οριοθετηθεί και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης αυτού.

Είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ως ιδιωτικό βίο μόνο τις οικογενειακές και στενές συγγενικές και φιλικές συνευρέσεις; Δηλαδή, ο δικαστής μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς, μόνο στο πολύ στενό του περιβάλλον; Κάποιοι υποστηρίζουν πως ναι. Μα τότε τι σόι ελευθερία διαθέτει ο δικαστής αν όλη και όλη η έκφραση της γνώμης του περιορίζεται μέσα στους τοίχους του σπιτιού του ή έστω σε εξωτερικούς χώρους, αλλά πάντα χαμηλόφωνα, για να μην εκτεθεί σε τρίτους που μπορεί να τον ακούσουν; Όχι μόνο μια τέτοια αντίληψη δεν συνάδει με τη διαμόρφωση ενός δικαστή ως ελεύθερου ανθρώπου αλλά θυμίζει σκοτεινές περιόδους, όπου κανείς ήταν εξαναγκασμένος σε μία διαρκή «συνωμοτική» συμπεριφορά, προκειμένου να διαφυλάξει την ελευθερία του.

Οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας και ζωής της οικογένειάς του είναι άραγε ιδιωτικός ή δημόσιος βίος; Για παράδειγμα, οι σχέσεις με τους γείτονες, τους γονείς των συμμαθητών των παιδιών του και τους εκπαιδευτικούς των παιδιών του, τους μικρομαγαζάτορες της γειτονιάς του, τους οποίους καθημερινά συναναστρέφεται. Σαφώς είναι ένας κύκλος κάπως ευρύτερος, ωστόσο απολύτως καθημερινός και κατ’επέκταση και ιδιωτικός. Κι αν επομένως, ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων θελήσει να διαμαρτυρηθεί  για την έλλειψη καθηγητών, για το κόστος των αναλώσιμων στο νηπιαγωγείο, για τα kibo που στεγάζουν τα παιδιά του, για το ότι ακόμη για μια χρονιά δεν υπάρχει πετρέλαιο στις τάξεις, ο δικαστής τι θα κάνει; Τι θα πει στους γονείς των μαθητών, που από κοινού τα παιδιά τους υφίστανται τις γνωστές τοις πάσι συνέπειες της υποχρηματοδότησης της παιδείας; Και το παιδί του δικαστή τι θα κάνει; Θα απομονωθεί από τις παρέες του προκειμένου με τη στάση του να μην εκθέσει τον γονιό του; Ή μήπως ο λόγος ενός δικαστή που αρθρώνεται με λογικά επιχειρήματα ενδυναμώσει τα αιτήματα των υπολοίπων γονιών; Η μήπως ο δικαστής που δείχνει ότι είναι πάνω από όλα και γονιός και ευσυνείδητος πολίτης κερδίζει περισσότερη αξιοπιστία στο πρόσωπο του αλλά και στην θεσμική του θέση;

Τα όρια επομένως μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ρευστά και το εγχείρημα μιας τέτοιας διάκρισης όχι μόνο τείνει να προκαλέσει περισσότερες συγχύσεις αλλά και να επιβάλει περισσότερους περιορισμούς. Εκτός, αν ως δημόσιο βίο εννοούμε τις κοσμικές εμφανίσεις. Μα πόσοι, άραγε, είναι οι δικαστές που παρευρίσκονται σε μεγάλες κοινωνικές εκδηλώσεις; Αν δεν κάνω λάθος οι περισσότεροι τείνουν να απομονωθούν εντελώς από τον υπέρογκο φόρτο εργασίας. Ή μήπως εννοούμε τον λόγο που αρθρώνουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Εν προκειμένω, όμως, η σκοπιμότητα μιας τέτοιας συζήτησης περί της έκθεσης του δικαστή μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι πρωτίστως να αποπροσανατολίσει, ώστε η συζήτηση περί χάρτη δεοντολογίας να επικεντρωθεί σε ζητήματα «ήθους» και «ευπρέπειας» των δικαστικών λειτουργών και όχι στο κατά πόσο ο δικαστής δύναται να εκφέρει άποψη για μείζονος σημασίας κοινωνικά ζητήματα, συζήτηση, η οποία επιδιώκεται να αποσιωπηθεί.

Επί αυτού λοιπόν, αν θεωρήσουμε ορθή την άποψη του αυτοπεριορισμού της έκφρασης του δικαστή και ο δικαστής εκφράζει την φανερή του αντίθεση με μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή μόνο στον στενό του κύκλο, τότε με τη σιωπή του, όπως ισχύει και για όλους τους πολίτες, δεν σημαίνει ότι συναινεί; Δεν σημαίνει ότι μπροστά σε σημαντικά κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ο δικαστής, ο άνθρωπος, ο θεσμός από τον οποίο οι πολίτες προσμένουν αξιοκρατία και δικαιοσύνη, είναι αδιάφορος; Η σιωπή του δεν δείχνει, ομοίως, ειλημμένη απόφαση;

Σχετικά με τα παραπάνω, λένε ότι το να πάρει δημόσια θέση ο δικαστής για θέματα που μπορεί να δικάσει (που κανείς δικαστής δεν ξέρει εκ των προτέρων ακριβώς ποια μπορεί να είναι αυτά και επομένως αποκλείεται μια ευρεία γκάμα υποθέσεων, εκτός από τις πολύ ήσσονος σημασίας) δείχνει την προκατάληψή του. Μα αυτό είναι αυτονόητο ή αλλιώς εκ των ουκ άνευ. Ποιος δικαστής θα πάρει δημόσια ή ακόμη και ιδιωτικά θέση για μια υπόθεση που γνωρίζει τους διαδίκους ή σε κάθε περίπτωση ξέρει ότι θα αχθεί ενώπιον του; Είναι όμως εξίσου προκατάληψη και έλλειψη αμεροληψίας ο δικαστής, που υπηρετεί για παράδειγμα στις επιτροπές προσφυγών, να συμμετέχει σε συζητήσεις, μικρές ή μεγάλες, για την μεταναστευτική πολιτική και να εκφράζει τη διαφωνία του σε επιμέρους σημεία της ή εν τω συνόλω; Σαφώς και όχι. Διότι ο δικαστής που διαφωνεί πάλι τον νόμο θα εφαρμόσει και αν ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του αιτούντος άσυλο, πάλι στα πλαίσια που ο νόμος του επιτρέπει θα την έχει ασκήσει. Αντιθέτως, η «αυτοσυγκράτηση» ενός τέτοιου δικαστή σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, δηλαδή επί της ουσίας η απαγόρευση σε αυτόν τον δικαστή να συζητά ένα θέμα τόσο βαρύνουσας σημασίας, στο οποίο λόγω θέσης αποδεικνύεται και πιο αρμόδιος από άλλους, με πιο πλούσια εμπειρία, καταλήγει υπέρμετρος περιορισμός της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Άλλωστε, η ίδια η Βουλή είναι αυτή που καλεί την Ένωση Διοικητικών Δικαστών, ανάμεσα σε άλλους φορείς, να εκθέσει τις θέσεις των διοικητικών δικαστών στην αρμόδια Επιτροπή της, κατά τη συζήτηση των νομοσχεδίων που φέρνουν αλλαγές στον εκάστοτε ισχύοντα μεταναστευτικό νόμο, ενώ πολλές φορές δικαστές είναι μέλη νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Ποτέ, όμως, μέχρι σήμερα δεν αμφισβητήθηκαν εκ του λόγου τούτου τα εχέγγυα αμεροληψίας του δικαστή που εκφράζει μία θέση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ή σε μία νομοπαρασκευαστική επιτροπή, ακόμη και αν τελικά (όπως συμβαίνει συχνά) η Βουλή υιοθετήσει διαφορετική άποψη για το συγκεκριμένο θέμα.

Στην πραγματικότητα, επομένως, η συζήτηση περί ελευθερίας έκφρασης του δικαστή είναι μια συζήτηση περί του δικαιώματος αμφισβήτησης από τον δικαστή της εκάστοτε κρατούσας αντίληψης. Έτσι, για παράδειγμα, έχει το δικαίωμα σήμερα ο δικαστής, μέσα στο δεδομένο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσει, να εκφράζει την επιστημονική του άποψη, ακόμη κι αν είναι αντίθετη με την κρατούσα, σχετικά με την διαχείριση της πανδημίας, τις αυξήσεις στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και την ενέργεια, τις αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, την συστηματική έλλειψη μέτρων αντιπυρικής και  αντιπλημμυρικής προστασίας; Κλονίζεται, όντως, η αξιοπιστία του προς την κοινωνία όταν αμφισβητεί ή ακόμη και διαφωνεί με τα κακώς κείμενα ή με επίσημες προσεγγίσεις και πρακτικές;

Ο συντακτικός νομοθέτης έθεσε πολύ συγκεκριμένους περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης του δικαστή, έχοντας, σαφώς, κατά νου τον θεσμικό του ρόλο. Μας επιτρέπεται να θέσουμε περισσότερους; Ή μήπως έτσι, στην πραγματικότητα, υπονομεύουμε την ανεξαρτησία, την αμεροληψία και την ελευθερία του δικαστή; Μια ελευθερία που όσο την κόβουμε και τη ράβουμε στα μέτρα της ουδετερότητας τόσο τελικά την δεσμεύουμε και την εγκλωβίζουμε προς αντίθετες κατευθύνσεις.

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ – Ακριβής Ερμίδου Ειρηνοδίκη

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ

               Ακριβής Ερμίδου Ειρηνοδίκη  Αθηνών

——————————  

Με το άρθρο 21 του νόμου 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190)   «Ταχεία πολιτική δίκη, προσαρμογή των διατάξεων της πολιτικής δικονομίας για την ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης, άλλες τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» επήλθαν   σημαντικές  ρυθμίσεις αναφορικά με τις ένορκες βεβαιώσεις . Ειδικότερα: Με το άρθρο  21 αυτού  γίνεται αντικατάσταση του άρθρου 421 ΚΠολΔ  που προβλέπει τα όργανα λήψης  των ενόρκων βεβαιώσεων  που προορίζονται για δικαστική χρήση και για πρώτη φορά καθιερώνεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η δυνατότητα λήψης τους  ενώπιον δικηγόρου, παράλληλα με την δυνατότητα που υπάρχει μέχρι τώρα να δίνεται ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου.  Η ρύθμιση αυτή με την οποία γίνεται διεύρυνση  των οργάνων λήψης  των ενόρκων βεβαιώσεων είναι  θετική καθόσον στηρίχθηκε στο αίτημα   της ΕνΔΕ  που , υποβλήθηκε στον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης  ( με  αριθμ. πρωτοκ. 42/9.2.2021)  κατόπιν λήψης σχετικής απόφασης του Δ.Σ .Σημειωτέον  ότι το πλήρες αίτημα της  Ενωσης  ήταν : « α)  Να καθιερωθεί η δυνατότητα λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον δικηγόρου και παράλληλα να καταργηθεί η σχετική αρμοδιότητα των Ειρηνοδικών με ανάλογη τροποποίηση του άρθρου 421 ΚΠολΔ),β) να διερευνηθεί η δυνατότητα λήψης ενόρκων βεβαιώσεων από τους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας, ως ΝΠΔΔ» , σύμφωνα με την από 12.1.2021 μελέτη της Επιτροπής Ειρηνοδικών η οποία επισυνάφθηκε στην αίτηση της Ενωσης.

Το εν λόγω ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων τέθηκε από την υπογράφουσα το παρόν, ως εκπρόσωπο τότε της  Ενωσης  και τον συνάδελφο Γεώργιο Δελή που είχε ορισθεί από την Διοίκηση του Ειρηνοδικείου Αθηνών , για πρώτη φορά στην  Ομάδα Εργασίας για την αξιολόγηση  του ν. 4335/2015 .Ειδικότερα στο πόρισμα της Ομάδας  που κατατέθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Ιανουάριο  2020    αναφέρονται τα εξής:  «  Αναφορικά με τις ένορκες βεβαιώσεις.      Με βάση τις απαντήσεις από τα Ειρηνοδικεία στο ως άνω συμπληρωματικό ερωτηματολόγιο συλλογής στατιστικών δεδομένων προέκυψε ότι έχει επέλθει  ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση  των ενόρκων βεβαιώσεων που δίνονται ενώπιον  Ειρηνοδίκη   με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σε δίκη,  ως επώνυμο  αποδεικτικό μέσο. Ενδεικτικά καταγράφεται η περίπτωση  του Ειρηνοδικείου Πατρών όπου κατά τα έτη 2013-2015  λήφθηκαν συνολικά 15 ένορκες βεβαιώσεις και κατά τα έτη  2016-2018  λήφθηκαν 1.356, ενώ στο  Ειρηνοδικείο Αθηνών κατά τα έτη  2016-2018 λήφθηκαν συνολικά 18.520  ένορκες βεβαιώσεις. Πρέπει να επισημανθεί ότι στο εν λόγω Ειρηνοδικείο για τη λήψη των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων απασχολούνται καθημερινά  3 Ειρηνοδίκες   ( ήτοι   60 τουλάχιστον κάθε μήνα) , οι οποίοι  λαμβάνουν απλώς τις ένορκες βεβαιώσεις χωρίς καμμιά άλλη  αρμοδιότητα επ’ αυτών, ενώ επί πλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός της δυσλειτουργίας  που προκαλείται στα μονοεδρικά (κυρίως επαρχιακά) Ειρηνοδικεία. Ωστόσο, η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων δεν συνιστά δικαιοδοτικό έργο, καθόσον σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 423παρ 2. ΚΠολΔ « Ενστάσεις και αιτήσεις εξαίρεσης εκείνου, που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης κρίνονται όμως από το Δικαστήριο»   . Ετσι λοιπόν   υποβλήθηκε η πρόταση   η  λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων  « να γίνεται ενώπιον του δικαστικού γραμματέα είτε αποκλειστικά του Ειρηνοδικείου είτε του γραμματέα του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου  εκκρεμεί ή πρόκειται να εγερθεί η αγωγή». Ωστόσο τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας εργασίας πρότειναν τη διατήρηση της ισχύουσας νομοθετικής ρύθμισης, κρίνοντας ότι η ανάθεση της πιο πάνω αρμοδιότητας  στο δικαστικό γραμματέα ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα, ως προς την εγκυρότητα του εν λόγω αποδεικτικού μέσου».

Εν συνεχεία και εν όψει της πανδημίας που  ξεκίνησε στην χώρα μας τον Μάρτιο 2020 , η Ενωση   με το απο 30.4.2020 και αριθμό πρωτ. 200 έγγραφό της ΄ προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης,  -με θέμα την ανάγκη τήρησης  αναγκαίων μέτρων προστασίας μεταξύ άλλων και στην διαδικασία της λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων στα Ειρηνοδικεία προς αποφυγή του συνωστισμού λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού-  ζήτησε  το πρώτον να εξετασθεί το ζήτημα και να ληφθεί έγκαιρα κάθε αναγκαίο μέτρο. Είχε προηγηθεί  το  απο 5.5.2020  έγγραφο  εμού   και του συναδέλφου   Γεωργίου Δελή   που αναρτήθηκε  αυθημερόν στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕνΔΕ, με το οποίο προτεινόταν   η   προσαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ στις νέες συνθήκες με σκοπό την αποφυγή  του συνωστισμού στους χώρους των Ειρηνοδικειακών καταστημάτων με την υιοθέτηση, επιπλέον των προβλεπόμενων στην διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ, τρόπων, και της δυνατότητας λήψης  των ενόρκων βεβαιώσεων   παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων  των διαδίκων, στο Δικηγορικό γραφείο του υπερ ου εντολοδόχου, και, μετέπειτα, η κατάθεσή τους στο Δικαστικό Γραμματέα, ο οποίος θα την καταχωρεί στα οικεία βιβλία και θα της δίνει μοναδικό αριθμό, προκειμένου εν συνεχεία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια Δίκης ,κατά τα πρότυπα συγγενών δικονομικών τάξεων. Η πρόταση αυτή  παρουσιάσθηκε   απο την Ενδε, μεταξύ άλλων εναλλακτικών προτάσεων,  στην σύσκεψη των θεσμικών φορέων υπό την προεδρία του Υφυπουργού Δικαιοσύνης κ. Κράνη, που έλαβε χώρα την 6.5.2020 στα γραφεία του ΔΣΑ  , εν συνεχεία ως λύση  εφικτή,  υιοθετήθηκε απο τη Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και τελικά  νομοθετήθηκε  με το αρ. 74 παρ. 6 ν. 4690/2020 και   τις διαδοχικές ΚΥΑ που  εκδόθηκαν σχετικά με την λειτουργία των Δικαστηρίων.

Εξάλλου όπως αναφέρεται  στην   από  12.1.2021  μελέτη της Επιτροπής Ειρηνοδικών  (η   οποία αποτέλεσε την βάση συζήτησης και λήψης απόφασης   του  Δ.Σ της Ενδε) , με βάση τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του ΔΣΑ, το διάστημα από 1.7.2020 έως 31.12.2020 είχαν ληφθεί 3.803 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Δικηγόρου. Το ίδιο διάστημα στο Ειρηνοδικείου Αθηνών ελήφθησαν 3.468 ένορκες βεβαιώσεις για δικαστική χρήση. Ο νομικός κόσμος, δηλαδή, έχει, ήδη, αποδεχτεί τη δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης από Δικηγόρο, η οποία χρειάζεται ακόμα χρόνο να εμπεδωθεί, ιδίως, στην επαρχία, ενώ, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το διάστημα του lockdown η λήψη της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκη ελάμβανε χώρα ατελώς, κατά την ΚΥΑ 44564/28.9.2020.

Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, η  νέα διάταξη σίγουρα  κινείται προς την θετική κατεύθυνση και αποτελεί μια πολύ σημαντική και ρηξικέλευθη ρύθμιση  στο θεσμό των ενόρκων βεβαιώσεων . Ωστόσο   ευελπιστούμε  σύντομα  να γίνει συνείδηση   ότι  το έργο αυτό της λήψης ενόρκων βεβαιώσεων  δεν είναι δικαιοδοτικό ,ώστε να υπάρχει λόγος να παραμένει η παράλληλη αρμοδιότητα  ενός δικαστικού οργάνου    ως οργάνου λήψης τους  και να απασχολείται ένας τόσο μεγάλος αριθμός Ειρηνοδικών  με καθήκον που όχι μόνο δεν του ανήκει αλλά επί πλέον του στερεί πολύτιμες ώρες από τα πραγματικά δικαιοδοτικά του καθήκοντα με κυρίαρχο εκείνο την  έκδοση δικαστικών αποφάσεων.  Η αρμοδιότητα αυτή  που   ανάγεται στο απώτερο παρελθόν και που θεμελιώθηκε στην αρχή εθιμικά και εκτός δικονομικού πλαισίου [1]   ,συνδέθηκε όλως εσφαλμένα με το θεσμό των Ειρηνοδικείων και τα καθήκοντα του Ειρηνοδίκη και αποκρυσταλλώθηκε με το τρόπο αυτό στην συνείδηση των πολιτών  με την πάροδο των ετών . Είναι αξιοσημείωτο ότι  στην Ομάδα Εργασίας  για την αξιολόγηση του νόμου 4335/2015  όπου ,όπως προανέφερα ,τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα  ,  η πρώτη αντίδραση  θα μπορούσε  να χαρακτηρισθεί ως «ξάφνιασμα»  και η αιτιολογία για την μη προώθηση οποιασδήποτε αλλαγής ήταν ακριβώς  ο δισταγμός των μελών της Ομάδας μήπως τυχόν  δημιουργηθεί ζήτημα έλλειψης κύρους, χωρίς την παρουσία του Δικαστή.   Θα πρέπει όμως  να γίνει πλήρως κατανοητό   ότι ούτε  δικαιοδοτικό έργο  αποτελεί  ,ούτε το επιχείρημα  του κόστους   για την λήψη της  είναι ο λόγος για να παραμένει αυτή ακόμη ως  αρμοδιότητα των Ειρηνοδικών  , έτσι ώστε  σε δεύτερο πλην άμεσο χρόνο να  ληφθεί νομοθετική πρωτοβουλία για την πλήρη κατάργησή της .Σε κάθε περίπτωση  ωστόσο αξίζει  να  τονισθεί ότι με την συγκεκριμένη πρωτοποριακή ρύθμιση  για τις ένορκες βεβαιώσεις, που αποτελεί ένα θετικό βήμα για  την απαγκίστρωση από   ζητήματα που  πλέον δεν θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα,   αποδεικνύεται ότι  κάθε  σοβαρή  και τεκμηριωμένη προσπάθεια των εκπροσώπων μας στην Ενδε που  καταλήγει σε επίσης σοβαρές και υλοποιήσιμες προτάσεις  προς το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορούν να μας καταστήσουν αξιόπιστους συνομιλητές και να επιφέρουν  την  επίλυση χρονίων παθογενειών στο χώρο της Δικαιοσύνης .

 

[1]  Βλ. αναλυτικά  την ιστορική τους πορεία : Επιτροπή Ειρηνοδικών της ΕΔΕ  «Ένορκες

Βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη»  δημοσ. στην ιστοσελίδα της Ενδε: https://ende.gr/%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%ae%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b8%ce%ad%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%b5%ce%b9/

 

Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν.- Εφέτη, στο Forum «Η Ελλάδα το 2040»

                  ΕΝΩΣΗ
ΔΙΚΑΣΤΩΝ   &   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ
      ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΤΙΡΙΟ 6 –ΓΡΑΦΕΙΟ 210
ΤΗΛ: 213 215 6114-  FAX 210 88 41 529
Τ.Κ. 101. 71 –  e- mail: endikeis@otenet.gr

 

Ομιλία του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

 κ. Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν.- Εφέτη,

στο Forum «Η Ελλάδα το 2040»

 

Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» για την πρόσκληση που απηύθυνε στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να συμμετέχει στο αποψινό Φόρουμ ως εκπρόσωπος των Δικαστικών Λειτουργών της χώρας. Το Δικαστικό Σώμα μαζί με όλους τους Έλληνες τιμά φέτος τα 200 χρόνια από την ίδρυση του νέου ελληνικού Κράτους. Μέσα στα χρόνια αυτά δόθηκαν αγώνες και έγιναν προσπάθειες για να μπορέσει ο τόπος μας να ορθοποδήσει και να περάσει γρήγορα το στάδιο της μετάβασης από μια αγροτική- φεουδαρχική οικονομία σε μία αναπτυγμένη αστική- βιομηχανική. Οι πολιτικές μεταβολές επηρέαζαν και τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας η οποία έπρεπε με ταχείς ρυθμούς να φτάσει σε ένα επίπεδο πλήρους ανεξαρτησίας και χειραφέτησης από τις κυβερνήσεις. Το ισχύον Σύνταγμα αν και προστατεύει πιο αποτελεσματικά τον θεσμό σε σύγκριση με τα προϊσχύσαντα, περιλαμβάνει ωστόσο διατάξεις που υπονομεύουν τη δικαστική ανεξαρτησία επιτρέποντας άμεσες ή έμμεσες επεμβάσεις στην λειτουργία της από την πολιτική εξουσία. Και καθώς η σημερινή θεματική είναι στραμμένη στο μέλλον θα επιχειρήσω σε σύντομες γραμμές να καταθέσω τις προτάσεις της Ένωσής μας για μια επαναφορά του θεσμού στη συνταγματική του αποστολή, που είναι η απονομή δικαιοσύνης προς όφελος του Λαού.

Στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση χάθηκε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δεν άκουσαν το διαχρονικό αίτημα των Δικαστικών Ενώσεων να αλλάξει ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων ώστε να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της κάθε κυβέρνησης. Η διαδικασία που προβλέπεται σήμερα στο Σύνταγμα κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμεροληψία και στην αντικειμενική εκπλήρωση των καθηκόντων των επιλεγέντων προσώπων. Δημιουργείται στον Λαό η πεποίθηση ότι οι επιλογές δεν γίνονται με κριτήριο την αξιοσύνη και τις ικανότητες ακόμα κι’ αν τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί είναι τα καλύτερα. Τις ίδιες επισημάνσεις έχουν κάνει και ξένοι φορείς, όπως παράδειγμα η GRECO, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Διαφθοράς στον τέταρτο κύκλο αξιολόγησης για την Ελλάδα το έτος 2015. Έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες και είναι αναγκαία η προεπιλογή ορισμένων υποψηφίων από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα, που είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα τις ικανότητες και τα προσόντα των συναδέλφων του ώστε η Βουλή στη συνέχεια προσδίδοντας λαϊκή νομιμοποίηση στη δικαστική εξουσία, να έχει και τον τελικό λόγο.

Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη Δικαιοσύνη ενισχύεται και με αλλαγές σε επίπεδο απλού νομοθέτη. Η Ένωσή μας ζήτησε επανειλημμένα από τις Κυβερνήσεις τα τελευταία 6 χρόνια τον αυτοπεριορισμό του Δικαστικού Σώματος. Αιτηθήκαμε εμείς οι ίδιοι να απαγορευτεί στους συναδέλφους μας να καταλαμβάνουν θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών από την αφυπηρέτησή τους. Η στελέχωση Ανεξάρτητων Αρχών και επιτροπών από συνταξιούχους Δικαστές και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την συνταξιοδότησή τους είναι εύλογο να δημιουργούν προβληματισμούς και να γεννούν δυσπιστία. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν επιτακτικά την απαγόρευση τέτοιας πρακτικής αντίθετα οι Κυβερνήσεις επιμένουν να την διατηρούν. Να συντηρούν μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας υποσκάπτοντας πεισματικά και σταθερά την αξιοπιστία των συνταγματικών θεσμών και ενισχύοντας την κοινωνική απογοήτευση γι αυτόν τον αφύσικο εναγκαλισμό.

Πέρα από τις παρατηρήσεις μας στην ανάγκη αλλαγής του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου θωράκισης της Δικαστικής Ανεξαρτησίας, τα τελευταία χρόνια αξιοποιήθηκαν από τις Κυβερνήσεις υπαρκτά και χρόνια προβλήματα που σχετίζονται ιδιαίτερα με την καθυστέρηση στην απονομή του δικαίου προκειμένου να εισαχθούν νέες μορφές ιδιωτικοποίησης του σκληρού πυρήνα του Κράτους. Παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ψηφίστηκε ο ν. 4640/30-11-2019 ο οποίος καθιστά πλέον υποχρεωτικό στάδιο μιας δίκης την ιδιωτική διαμεσολάβηση, δηλαδή την υποχρέωση του πολίτη να προσφεύγει με αυξημένο κόστος στις υπηρεσίες ιδιωτικών εταιριών επίλυσης διαφορών. Πέρα από την έλλειψη των αναγκαίων προσόντων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των ιδιωτών διαμεσολαβητών, την πιθανή άγνοια στοιχειωδών κανόνων της νομικής επιστήμης από τους διαμεσολαβητές και τον συνεπαγόμενο κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη, ο αληθινός σκοπός του παραπάνω νόμου εντοπίζεται ουσιαστικά στην ενίσχυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής νομικών υπηρεσιών. Για τον παραπάνω προφανή λόγο δεν συζητήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης η ολοκληρωμένη πρόταση της Ένωσής μας για ένα σύστημα δικαστικής μεσολάβησης που θα είναι δωρεάν για τους πολίτες και θα έχει την εγγύηση της αμεροληψίας των ισόβιων δικαστικών λειτουργών.

Ο ν. 4700/2020 έθεσε τη Δικαιοσύνη στην υπηρεσία πρωτίστως των επιχειρηματικών συμφερόντων επιτρέποντας την ίδρυση και λειτουργία ειδικών τμημάτων επενδυτικών διαφορών, που θα εκδικάζουν ταχύτατα υποθέσεις μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος την ίδια στιγμή που βαλτώνουν οι δίκες των απλών πολιτών.  Δημιουργήθηκε μία Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων και μια ειδική μεταχείριση στην απόλαυση ενός συνταγματικού δικαιώματος όπως η παροχή έννομης προστασίας. Η χρήση των νέων τεχνολογιών και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης εξυπηρετούν κυρίαρχα τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τούτο προκύπτει από τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη ο οποίος στην παράγραφο 3 ξεκαθαρίζει ότι «Η πρωτοβουλία για την ανάπτυξη αυτών των εργαλείων προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον ιδιωτικό τομέα, του οποίου η πελατεία είναι κυρίως ασφαλιστικές εταιρίες, δικηγόροι και εταιρίες παροχής νομικών υπηρεσιών που επιθυμούν να μειώσουν τη νομική αβεβαιότητα και τη μη προβλεψιμότητα των δικαστικών αποφάσεων». Εισαγωγή με άλλα λόγια μιας μεθόδου «επιλογής δικαστή» σύμφωνα με τα συμφέροντα του πελάτη μιας εταιρίας ή ενός δικηγορικού γραφείου κατά παρέκκλιση της Συνταγματικής αρχής του «φυσικού δικαστή».

Στρατηγικός στόχος των ευρωπαϊκών κρατών είναι πλέον η αξιοποίηση της Δικαιοσύνης ως εργαλείου προσέλκυσης επενδύσεων και κεφαλαίων. Ήδη ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Γιούνκερ σε μια ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης το 2016, η οποία εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού  Κοινοβουλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 σημείωσε ότι «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και υπερασπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα». Όμοια και η Επίτροπος Viviane Reding επισήμαινε ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας ως τόπου πραγματοποίησης επενδύσεων και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύεται από την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Την ίδια στιγμή που προβάλλεται σε διεθνές επίπεδο ως κύρια αποστολή της Δικαιοσύνης η στήριξη των επιχειρήσεων, το ελληνικό Κράτος μειώνει σημαντικά την χρηματοδότηση σε Δικαστήρια- Εισαγγελίες και προωθεί συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Από τα 914 εκ. το 2009 φτάσαμε σταδιακά στα 622 εκ. το 2017, ενώ στον προϋπολογισμό του 2019 για το Υπουργείο Δικαιοσύνης προβλέπονταν 657 εκ. ευρώ και εξακολουθούμε να παραμένουμε στα ίδια επίπεδα. Η Δικαιοσύνη έχει την ίδια τύχη με την Υγεία και την Παιδεία, τον φυσικό πλούτο της χώρας, με όλα τα κοινωνικά αγαθά. Αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα με τη λογική κόστους- οφέλους, υποβαθμίζεται συνειδητά, υποκαθίσταται στις λειτουργίες της από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Οι προτάσεις επιτροπών σοφών και υψηλόβαθμων κυβερνητικών παραγόντων για κατάργηση περιφερειακών δικαστηρίων και μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, ο σχεδιασμός της ανάληψης της διοίκησης των Δικαστηρίων από τεχνοκράτες manager, υποτάσσονται στην παραπάνω αντίληψη. Οι κυβερνήσεις επιλέγουν να χρηματοδοτούν αδρά και να δίνουν φορολογικά κίνητρα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις εγκαταλείποντας και απαξιώνοντας τις κρατικές δομές.

Ένας συνταγματικός θεσμός που διεκδικεί και διακηρύσσει την ανεξαρτησία και την αυτοτέλειά του από τους υπόλοιπους κρατικούς θεσμούς, που έχει αποκλειστική αποστολή την απονομή δικαίου με όρους ισότητας απέναντι σε όλους τους πολίτες, αυτοαναιρείται και αντιφάσκει όταν στρατεύεται με τα συμφέροντα μίας κοινωνικής τάξης και μεταπίπτει σε εργαλείο προώθησης των συμφερόντων της. Η οικονομική πολιτική μιας Χώρας, η προτεραιοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η στήριξη του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα του Κράτους ή αντίστροφα η ιδιαίτερη μέριμνα για την προώθηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων καθορίζεται από την δημοκρατικά εκλεγμένη Κυβέρνηση και υλοποιείται από τον διοικητικό μηχανισμό. Η Δικαιοσύνη οφείλει κατά το Σύνταγμα να παραμένει αμέτοχη και αποστασιοποιημένη από τέτοιες πολιτικές επιλογές που πολλές φορές είναι συγκυριακές και ευμετάβλητες. Τα επόμενα χρόνια θα ενταθεί αυτή η τάση εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε στην ίδια λανθασμένη κατεύθυνση. Το δόγμα της από-κρατικοποίησης των κρατικών θεσμών γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό παρά την εννοιολογική αντίφαση που περιέχει.

Η δικαστική λειτουργία περιβάλλεται ακόμα από το ιδιαίτερο κύρος που της προσέδωσε η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός, που αποτέλεσαν τη βάση της Επανάστασης του 1821. Ο 20ος αιώνας ωστόσο ενίσχυσε σε τέτοιον βαθμό την υπερτροφική εκτελεστική εξουσία σε βάρος των άλλων δύο ώστε η τριχοτόμηση των λειτουργιών όπως αποτυπώνεται στα περισσότερα Συντάγματα δεν αποτελεί παρά ένα φάντασμα της αρχικής πολιτικής σκέψης του μεγάλου Σταγειρίτη και μία απόδειξη ότι οι εξουσίες δεν μπορούν να συνυπάρχουν μεταξύ τους αρμονικά για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά εκδηλώνουν την τάση του ανταγωνισμού και της υποταγής στην ισχυρότερη. Η δικαστική λειτουργία, που αποκτά δημοκρατική νομιμοποίηση και σύνδεση με τη λαϊκή κυριαρχία μέσω της Βουλής και της Κυβέρνησης,  βρίσκεται στην πιο ευάλωτη θέση. Για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να επιτελέσει τον ελεγκτικό της ρόλο χρειάζεται ισχυρή θεσμική προστασία. Εκεί κατατείνουν οι προτάσεις της μελέτης που καταθέσαμε. Η πορεία ωστόσο των πραγμάτων μέχρι σήμερα δεν επιτρέπει σε κανέναν να αισιοδοξεί ότι η εκτελεστική εξουσία αντιλαμβάνεται τη θεσμική ενίσχυση της Δικαιοσύνης ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για την εδραίωση της Δημοκρατίας και όχι ως μια ασύμφορη παραχώρηση στον ανταγωνιστή και ελεγκτή της.

Η μελέτη την οποία καταθέσαμε στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021» αποτελεί προϊόν συλλογικής δουλειάς μιας ομάδας αξιόλογων συναδέλφων που συγκροτήθηκε από το Δ.Σ. της Ένωσης και εργάστηκε επίμονα και μεθοδικά από τις αρχές του έτους. Με πρόεδρο της Επιτροπής την κ. Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών και μέλη την κ. Αικατερίνη Ντόκα, Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Αικατερίνη Μάτση, Μιχάλη Τσέφα, Βασίλη Φαϊτά και Ακριβή Ερμίδου. Επιχειρήσαμε να καταπιαστούμε με αντικείμενα που έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε από άποψη σπουδαιότητας είτε διότι διαβλέπουμε ότι θα μας απασχολήσουν τα επόμενα χρόνια: με την σωφρονιστική πολιτική, τη δικαστική αστυνομία, την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, την ανάπτυξη της χρήσης νέων τεχνολογιών, τη θέση των Ειρηνοδικείων στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, τα προβλήματα και τις προοπτικές στη Διοικητική Δικαιοσύνη. Θεωρήσαμε χρέος μας να εντοπίζουμε τα λάθη, να εξηγούμε και να αναδεικνύουμε τις αιτίες και τα κίνητρα, να δίνουμε τις σωστές κατευθύνσεις. Για τις ελλείψεις και τις αστοχίες στην ερμηνεία και την αντίληψη της σημερινής εποχής φαντάζομαι ότι θα έχουμε την κατανόηση των ελλήνων του 2040.

 

Αίτημα των Πολωνών Δικαστών για συμμετοχή των Ευρωπαίων Δικαστών σε ηλεκτρονική ψηφοφορία, Κατερίνα Ντόκα, Αντιπρόεδρος της ΕΔΕ, Μέλος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (EAJDuro Sessa ζήτησε από τις Δικαστικές Ενώσεις των Kρατών που μετέχουν στην EAJ  να στηρίξουν το αίτημα των Πολωνών συναδέλφων μας, για επανατοποθέτησή των δικαστών του Δικαστηρίου της Κρακοβίας στα τμήματα στα οποία αυτοί υπηρετούσαν.

    Όπως είναι γνωστό, η πολωνική κυβέρνηση επιχειρεί να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της τη δικαστική εξουσία. Με μία σειρά διατάξεων έχει μεταβάλει τη διαδικασία επιλογής των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης, το οποίο είναι αρμόδιο για την επιλογή, την αξιολόγηση και τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών, ώστε να μπορεί να το ελέγχει και να επηρεάζει τις αποφάσεις του. Ακόμα, έχει συστήσει ένα νέο πειθαρχικό όργανο, ως τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα μέλη του οποίου επιλέγονται από το Εθνικό Συμβούλιο Δικαιοσύνης (που ελέγχεται από την Κυβέρνηση). Το νεοσυσταθέν Πειθαρχικό Τμήμα είναι αρμόδιο να εκδικάζει και να αποφασίζει, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, την έναρξη πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας κατά δικαστών, να διατάζει την προσωρινή κράτηση και σύλληψή τους, ενώ ασκούνται πειθαρχικές και ποινικές διώξεις σε δικαστές για θέματα που αφορούν τη δικαιοδοτική τους κρίση ή την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΚ. Παρόλο που με απόφασή του το ΔικΕΕ έκρινε πως το νεοσυσταθέν Πειθαρχικό Τμήμα δεν παρέχει εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και διέταξε την αναστολή της λειτουργίας του, το τελευταίο συνέχισε να επιβάλει πειθαρχικές ποινές σε δικαστές που προασπίζονται τη δικαστική ανεξαρτησία, μεταξύ αυτών και στην Πρόεδρο της Ένωσης πολωνών δικαστών ‘Themis’ Beata Morawiec. Πρόσφατα ο πολωνός δικαστής Igor Tuleya, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2017 διεξήγε ανάκριση για πιθανά αδικήματα που διαπράχθηκαν από μέλη του Κοινοβουλίου και διώκεται από το νεοσυσταθέν Πειθαρχικό Τμήμα, τιμήθηκε από την Ένωση Ευρωπαίων Ποινικολόγων για τον αγώνα που δίνει για την ανεξαρτησία του βαλλόμενου δικαστικού σώματος στην Πολωνία.

     Οι δικαστικές ενώσεις στην Πολωνία συνεχίζουν να αγωνίζονται, με προσωπικό κόστος των μελών και των εκπροσώπων τους, για την προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Στις 22.9.2021 έντεκα (11) δικαστές του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Κρακοβίας αρνήθηκαν να μετέχουν σε σύνθεση με δικαστές που επιλέχθηκαν από το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, αναφέροντας σε σχετική επιστολή τους, πως οι αποφάσεις που θα εκδίδονταν θα παραβίαζαν την ΕΣΔΑ, καθώς δεν θα προέρχονταν από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Τρεις (3) εκ των δικαστών αυτών ήδη απομακρύνθηκαν από τα τμήματα που υπηρετούσαν. Συγκεκριμένα, η Δικαστής Beata Morawiec και η Δικαστής Katarzyna Wierzbicka, ενώ υπηρετούσαν σε τμήμα που δίκαζε υποθέσεις σε δεύτερο βαθμό, τοποθετήθηκαν σε τμήμα που δικάζει υποθέσεις σε πρώτο βαθμό και ο δικαστής Maciej Czajka, ο οποίος υπηρετούσε για πολλά έτη σε ποινικό τμήμα, τοποθετήθηκε σε πολιτικό τμήμα. Μέχρι τώρα η τοποθέτηση των δικαστών σε άλλο τμήμα από αυτό στο οποίο υπηρετούσαν αποτελούσε μορφή πειθαρχικής κύρωσης στην Πολωνία. Στις παραπάνω περιπτώσεις οι αποφάσεις λήφθηκαν από προέδρους Δικαστηρίων που έχουν επιλεγεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατά παράβαση της πειθαρχικής διαδικασίας, όπως σημειώνει ο Δικαστής Dariusz Mazur, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Δικαστών  “Themis” . Το ΔικΕΕ έκρινε πως οι μετακινήσεις δικαστών σε νέες θέσεις παρά τη θέλησή τους «μπορούν δυνητικά να υπονομεύσουν τις αρχές του αμετάθετου των δικαστών και της δικαστικής ανεξαρτησίας».

        Οι Πολωνοί συνάδελφοί μας ζητούν από τους ευρωπαίους δικαστές να στηρίξουν το αίτημά τους να επιστρέψουν οι προαναφερόμενοι δικαστές του δικαστηρίου της Κρακοβίας στα τμήματα που υπηρετούσαν, καθώς αυτοί οι δικαστές τιμωρούνται για την απόφασή τους να υπερασπίζονται τη δικαστική ανεξαρτησία και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

    Το κείμενο που οι βαλλόμενοι πολωνοί δικαστές μας καλούν να συνυπογράψουμε είναι το ακόλουθο:

«Εμείς, οι δικαστές, απαιτούμε την κατάργηση των διαταγών για την αλλαγή του πεδίου των δραστηριοτήτων των δικαστών. Απαιτούμε την άμεση επαναφορά αυτών των δικαστών στις υπάρχουσες υπηρεσίες τους:

– Δικαστής Maciej Czajka στο Ποινικό Τμήμα ΙΙΙ (I – instance),

– Δικαστές Katarzyna Wierzbicka και  Beata Morawiec στο Ποινικό Τμήμα IV (II- instance).

Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αντιστραφούν τα αποτελέσματα αβάσιμων αποφάσεων που παραβιάζουν την ανεξαρτησία αυτών των δικαστών, που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.»

    Ακολουθεί η επιστολή που στάλθηκε στην ΕΔΕ από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών Duro Sessa και από τον εκπρόσωπο τύπου της Ένωσης Πολωνών Δικαστών  “Themis” Dariusz Mazur, στην οποία αναφέρονται οι σχετικοί σύνδεσμοι, με οδηγίες για τη συμπλήρωση της αίτησης.

 

Κατερίνα Ντόκα

Αντιπρόεδρος της ΕΔΕ

Μέλος της Επιτροπής Διεθνών   Σχέσεων

 

 

To the member Associations of the EAJ

 

Dear Colleagues,

On demand of President Sessa, please find hereinafter an appeal from the Themis Judges Association asking for a support for the petition of Polish judges for reinstatement of three Polish judges from Krakow.

Τhank you for your attention.

Best regards

The IAJ General Secretariat

******************************

Dear fellow judges from all over Europe

 

️ I am writing to you to ask your support for the petition of Polish judges for reinstatement of three Polish judges from Krakow: Beata Morawiec, Maciej Czajka, Katarzyna Wierzbicka. These judges were unjustifiably, and in violation of procedures, reassigned to other divisions as punishment for following ECHR and CJEU guidelines by making a statement in which they announced they would take legal action to challenge the participation of judges promoted or nominated with the participation of neo-NCJ judges on panels. Until now, the transfer of judges between divisions in Poland has been used as a disciplinary sanction; in this case, the decisions are made by politically dependent court presidents appointed by the Minister of Justice.

️ Here is a link to an article that describes the situation in more detail:

https://polishnews.co.uk/cracow-judges-beata-morawiec-maciej-czajka-and-katarzyna-wierzbicka-transferred-to-other-departments-all-day-rotational-protest-of-krakow-judges/

 

️ The petition I am asking you to support is as follows:

 

“We, the Judges, demand the revocation of the orders changing the scope of activities of judges Maciej Czajka, Beata Morawiec and Katarzyna Wierzbicka.

We demand that these judges be immediately reinstated to their former divisions:

– Judge Maciej Czajka to Criminal Division III (first instance),

– Judge Katarzyna Wierzbicka and Judge Beata Morawiec to the Criminal Division IV (second instance).

This is the only way to undo the effects of groundless decisions violating the independence of the above mentioned judges, guaranteed by the Constitution of the Republic of Poland.”

 

️ Since the questionnaire to be filled out is in Polish, the following is a guide as to what each of the boxes means:

 

“First name” – name

 

“Nazwisko” – surname

 

“Kraj” – country

 

“e-mail” – e-mail address (to this address you will receive confirmation of the registration of your vote in support of the petition)

 

“City” – the name of the city in which you are employed, in this place please also enter the name of your court,

 

“Comment” – here you can write why you decided to support the petition.

 

‼️‼️ ‼️Here is the link where you can sign the petition:

Żądanie Sędziów przywrócenia Sędziów Macieja Czajki, Beaty Morawiec i Katarzyny Wierzbickiej do poprzednich wydziałów w SO w Krakowie