ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΜΕ ΦΑΝΕΡΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ

Αθήνα, 27/2/2018
Αριθμ. Πρωτ. 100

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ
ΜΕ ΦΑΝΕΡΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ

   Τα μέλη της μειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων σε ένα κρεσέντο προκλητικότητας και θράσους στράφηκαν άλλη μια φορά εναντίον της Ένωσης και των 3.000 Δικαστών και Εισαγγελέων που αυτή εκφράζει. Οι συνάδελφοί τους δεν εκπλήσσονται από τη στάση τους γιατί γνωρίζουν από καιρό το ρόλο τους. Οφείλουμε όμως να υπενθυμίσουμε ορισμένα περιστατικά:

    Στην υπόθεση της Novartis λαμβάνουν ανεπίτρεπτα θέση υπέρ της συνέχισης της ανάκρισης από Ανακριτή Διαφθοράς ενώ δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να εκφράσουν άποψη προς τούτο. Η Ένωση ποτέ δεν εξέφρασε ανάλογου περιεχομένου απόψεις αλλά αντίθετα σημείωσε ότι αποκλειστική αρμοδιότητα να κρίνουν σχετικά έχουν οι αρμόδιοι Δικαστικοί Σχηματισμοί. Τονίσαμε βέβαια ότι είναι θεσμικά καταδικαστέο να υποδεικνύεται από τρίτους η νομιμότητα ή μη της σύγκλησης Ολομέλειας του Εφετείου για τον ορισμό Εφέτη Ανακριτή.

Σύσσωμη η μειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης, χωρισμένη σε δύο υποομάδες, αποτελεί τον κορμό της ομάδας της πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου και νυν νομικής συμβούλου του Πρωθυπουργού, κ. Θάνου. Στην διάρκεια της θητείας τους

  • υποστήριξαν με σθένος την άποψη της κ. Θάνου για παράκαμψη της συνταγματικής απαγόρευσης και αύξηση του ορίου ηλικίας αποχώρησης των δικαστικών λειτουργών από την υπηρεσία τους, στάση που καταδικάστηκε από το σύνολο των συναδέλφων τους. Ακόμα και σήμερα η ηλεκτρονική τους σελίδα δείχνει το στίγμα που φέρουν και ποιος είναι ο εμπνευστής τους.

  • Στάθηκαν αρωγοί στο εγχείρημα για δημιουργία νέας Ένωσης που σκοπό είχε να διασπάσει την ενότητα του Σώματος. Το εγχείρημά τους αυτό αποδοκιμάστηκε από τους Δικαστές και Εισαγγελείς της Χώρας και η νέα Αντι-Ένωση είναι  παροπλισμένη.

  • Με συγκεκριμένες πράξεις της η πιο πάνω ομάδα θυσίασε και θυσιάζει δικαιώματα των συναδέλφων της για να ταυτιστεί πλήρως με τις κυβερνητικές θέσεις. Διαχώρισε απόλυτα τη θέση της από τις άλλες 4 Δικαστικές Ενώσεις στις αρχές του 2016 –όταν είχε την πλειοψηφία- τόσο στο ζήτημα του Πόθεν Έσχες όσο και στο ζήτημα του ασφαλιστικού που έπληξε τόσο βάναυσα τους συναδέλφους μας και όλους τους εργαζόμενους και στήριξε κατ’ αποτέλεσμα το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Συναίνεσαν επίσης από τα τέλη του 2015 στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και στην αύξηση του αριθμού των πινακίων που έφερε στα όρια της εξάντλησης τους συναδέλφους μας προπαγανδίζοντας μάλιστα με αυτοπρόσωπη παρουσία τους σε Ολομέλειες Δικαστηρίων. Δικαιολόγησαν το «πάγωμα» των μισθολογικών ωριμάνσεων που αποφασίστηκε τον Μάϊο του 2016 εκφράζοντας τότε την αισιοδοξία τους ότι θα βρεθούν άμεσα ισοδύναμα μέτρα και ότι θα αρθεί το «πάγωμα». Σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους αρνήθηκαν να εργαστούν στην κατεύθυνση υλοποίησης και εφαρμογής αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων του Μισθοδικείου που θα είχαν οικονομικό κόστος για την Κυβέρνηση. Συναίνεσαν και αρθρογράφησαν πριν λίγες εβδομάδες υπερασπιζόμενοι το νέο νομοθέτημα που εισήχθη από την Κυβέρνηση για το θεσμό της υποχρεωτικής ιδιωτικής διαμεσολάβησης, παρά το γεγονός ότι τόσο οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, όσο και η επιστημονική επιτροπή της Βουλής εξέφρασαν την διαφωνία τους.

  • Θυμίζουμε επίσης ότι όταν η Γενική μας Συνέλευση είχε αποφασίσει -με πρότασή μας- το έτος 2014 την διεξαγωγή Συνεδρίου με θέμα την αντισυνταγματικότητα μέτρων του Μνημονίου, η συγκεκριμένη ομάδα τότε έχοντας την διοίκηση της Ένωσης αρνήθηκε να υλοποιήσει την απόφαση! Το γεγονός αυτό από μόνο του αποδεικνύει αφενός μεν την σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών μας απέναντι σε οποιαδήποτε Κυβέρνηση και αφετέρου το ευμετάβλητο και την ευλυγισία άλλων.

  • Τέλος θυμίζουμε ότι μόλις αναλάβαμε την διοίκηση της Ένωσης τον Ιούνιο του 2016 μας ετέθη ερώτημα από την Βουλή, ύστερα από ερώτηση του βουλευτή Νικολόπουλου, για την χρηματοδότηση της Ένωσης από διάφορες Τράπεζες. Διαπιστώσαμε τότε, ότι χωρίς αποφάσεις του ΔΣ η Ένωσή μας ελάμβανε δωρεές από διάφορες τράπεζες, με πρωτοβουλίες της συγκεκριμένης ομάδας. Το Προεδρείο έφερε άμεσα το ζήτημα στο ΔΣ και η απαράδεκτη αυτή πρακτική έχει πλέον πάψει. Βρέθηκαν επίσης στην ίδια δυσάρεστη θέση όλοι οι συνάδελφοι όταν στην καταστατική ΓΣ του 2015 πληροφορήθηκαν ότι η Ένωση έλαβε χορηγίες από επιχειρηματίες για διανομή ηλεκτρονικών υπολογιστών.

      Αυτοί οι συνάδελφοι έχουν τώρα την αναίδεια να κατηγορούν το Ενωτικό Προεδρείο της μεγαλύτερης Ένωσης της Χώρας ότι «εμπλέκεται σε κομματικές αντιπαραθέσεις διευκολύνοντας συγκεκριμένη πολιτική πλευρά και θέτει σε αμφισβήτηση το κύρος και την αξιοπιστία της Ένωσης και της Δικαιοσύνης». Τους προτρέπουμε κατ’ αρχήν να τηρούν τα προσχήματα τουλάχιστον, να μην ταυτίζονται με όσους κατ’ επάγγελμα γράφουν συκοφαντίες και ανακρίβειες, ξεστομίζουν απειλές και τολμούν να υποδεικνύουν συμπεριφορές και καθήκοντα σε δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς .  Η ακηδεμόνευτη και ανεξάρτητη στάση που κράτησε η Ένωση την τελευταία διετία ενόχλησε ένα σύστημα που φαίνεται ότι λειτουργεί συντονισμένα και με τη χρήση φιλικών ΜΜΕ.  Στα πλαίσια αυτά ξεκίνησε προσπάθεια αήθους συκοφάντησης του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης όπως στο παρελθόν είχε γίνει και με άλλα μέλη του Προεδρείου. Η ολόθερμη στήριξη των συναδέλφων στο Προεδρείο της Ένωσής τους, όπως αποτυπώθηκε στις μεγαλειώδεις Γενικές Συνελεύσεις των δύο τελευταίων ετών, είναι η καλύτερη απάντηση στον μηχανισμό προπαγάνδας που πολεμάει με λύσσα όποιον αντιστέκεται στις  μεθοδεύσεις και στους σχεδιασμούς αυτού του συστήματος.  Η Ένωση θα συνεχίζει να προασπίζει το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των Λειτουργών της με οποιοδήποτε τίμημα.

 

Για την Ε.Δ.Ε.

Χριστόφορος Σεβαστίδης, Πρόεδρος

Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, Α’ Αντιπρόεδρος

Νικόλαος Σαλάτας, Γενικός Γραμματέας

Αγγελική Δεμέστιχα, Υπεύθυνη Διαχείρισης Οικονομικών

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εκπρόσωπος Τύπου

Ευστάθιος Βεργώνης, Β’ Αντιπρόεδρος

Δημήτριος Φούκας, Αν.Γενικός Γραμματέας

Ακριβή Ερμίδου, Αν. Υπεύθυνη Διαχείρισης Οικονομικών

Βαρβάρα Πάπαρη, Μέλος

Συνάντηση της ΕΔΕ με Αντιπροσωπεία των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας

Αθήνα, 23/2/2018
Αριθμ. Πρωτ. 99

Συνάντηση της ΕΔΕ με Αντιπροσωπεία των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας

Πραγματοποιήθηκε προχθές στα γραφεία της Ένωσης συνάντηση του Προεδρείου της ΕΔΕ με αντιπροσωπεία της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας.

Συζητήθηκαν θέματα κοινού ενδιαφέροντος  για την λειτουργία της δικαιοσύνης και ειδικότερα:

  1. Η διοργάνωση κοινής ημερίδας για το επίκαιρο θέμα «Ανεξαρτησία Δικαιοσύνης και κράτος δικαίου», που θα λάβει χώρα στην Αθήνα στις 28/4/2018 με την συμμετοχή εκπροσώπων της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών (IAJ) και του Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων Ευρώπης (CCBE), καθώς και Ελλήνων νομικών.
  1. Η συγκρότηση κοινής επιτροπής με εκπροσώπους των Δικαστικών Ενώσεων και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας με αντικείμενο την εκπόνηση ενιαίου κώδικα δεοντολογίας για τις σχέσεις δικαστικού και δικηγορικού σώματος, ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης.
  1. Η δημιουργία διαρκούς κοινής επιτροπής της Ολομέλειας Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και των Ενώσεων Δικαστικών Υπαλλήλων (κατόπιν συνεννόησης μαζί τους), προκειμένου να καταγράφονται τα προβλήματα καθημερινής λειτουργίας των δικαστηρίων και να προτείνονται από κοινού λύσεις επ’αυτών.
  1. Ο συντονισμός της δράσης της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για την υποβολή ερωτήματος προς την διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να γνωμοδοτήσει για την συμβατότητα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, όπως εισήχθη με τον ν. 4512/2018,  με την συνταγματική και ευρωενωσιακή δικαιοταξία.
  1. Η λειτουργία κοινής τράπεζας αίματος.  

43r34r

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ NOVARTIS ΣΕ ΕΦΕΤΗ-ΑΝΑΚΡΙΤΗ

Αθήνα, 21/2/2018
Αριθμ. Πρωτ. 96

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ NOVARTIS ΣΕ ΕΦΕΤΗ-ΑΝΑΚΡΙΤΗ

Η χθεσινή δήλωση της Προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού περί έλλειψης αρμοδιότητας του Εφετείου Αθηνών να αναθέσει την υπόθεση Novartis σε ειδικό Εφέτη-Ανακριτή είναι αφενός θεσμικά ανεπίτρεπτη διότι χωρίς καμία εξουσία παρεμβαίνει σε ένα ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών και αφετέρου νομικά εσφαλμένη τουλάχιστον ως προς την διαδικασία σύγκλησής της. Θυμίζουμε ότι ακριβώς όμοια ήταν η περίπτωση της «Χρυσής Αυγής» στην οποία το Εφετείο όρισε ειδικό Εφέτη-Ανακριτή ενώ αρχικά την ανάκριση διεξήγαγε Ανακριτής Διαφθοράς του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Είναι εντελώς ακατανόητες και στερούμενες κοινής λογικής οι αναφορές μερίδας του Τύπου περί απόπειρας συγκάλυψης της υπόθεσης εάν αυτή ανατεθεί σε Εφέτη-Ανακριτή. Δεκάδες υποθέσεις στο παρελθόν ανατέθηκαν σε Εφέτες-Ανακριτές λόγω της σπουδαιότητάς τους και της μεγαλύτερης εμπειρίας που διαθέτουν οι Ανώτεροι Δικαστές, χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται από κανέναν η ικανότητα των Δικαστικών Λειτουργών του πρώτου βαθμού. Η επιλογή του Εφέτη-Ανακριτή γίνεται σύμφωνα με το Νόμο και με πλήρη διαφάνεια από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου και είναι ανήθικος και υποβολιμαίος οποιοσδήποτε υπαινιγμός διατυπώνεται από δημοσιογράφους. Σε κάθε περίπτωση η αποκλειστική κρίση για ένα τέτοιο ζήτημα ανήκει στους Δικαστές του Εφετείου και κανείς δεν δικαιούται να προβαίνει σε υποδείξεις για την άσκηση ή μη του δικαιοδοτικού τους καθήκοντος.

ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΓΚΛΗΣΕΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ NOVARTIS

Αθήνα, 16-2-2018
Αριθμ. Πρωτ. 94

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΓΚΛΗΣΕΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ NOVARTIS

 

Με την από 12 Φεβρουαρίου 2018 ανακοίνωση η Ένωση επισήμανε τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη Δικαιοσύνη η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κατάθεση μηνύσεων κατά εισαγγελικών λειτουργών που χειρίστηκαν την υπόθεση της Novartis επιβεβαιώνει τις ανησυχίες μας. Οι δικαστές και εισαγγελείς λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που ορίζει το Σύνταγμα. Εντός του πλαισίου αυτού προβλέπεται ο έλεγχος  από τα θεσμικά όργανα για κάθε πράξη ή  παράλειψη. Μόνες αρμόδιες για την αξιολόγηση και κρίση σε κάθε υπόθεση είναι οι κατά περίπτωση επιλαμβανόμενες  δικαστικές και εισαγγελικές αρχές.  Ανεξάρτητα από την βασιμότητα ή μη των καταγγελιών για τις οποίες δεν μπορούμε ούτε δικαιούμαστε να έχουμε οποιαδήποτε θέση, επισημαίνουμε και πάλι ότι είναι αναγκαίο να πρυτανεύσει η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα ως προϋποθέσεις αναγκαίες  για την διαλεύκανση της υπόθεσης.

43r34r

“ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΝΕΑ” ΤΕΥΧΟΣ 140, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017

Αποθήκευση αρχείου (PDF, Unknown)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ NOVARTIS

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ NOVARTIS

Τις τελευταίες ημέρες και με αφορμή τη διερεύνηση της υπόθεσης Novartis εντείνεται διαρκώς η πολιτική σύγκρουση με επίκεντρο της αντιπαράθεσης τη δικαστική διαδικασία που ακολουθήθηκε και την αξιοπιστία ή μη των μαρτυρικών καταθέσεων. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων υπενθυμίζει  ακόμα μια φορά προς κάθε κατεύθυνση   τον σεβασμό στην εκ του  Συντάγματος απορρέουσα διάκριση των εξουσιών,  την ισοτιμία μεταξύ αυτών και ως εκ τούτου τον διακριτό ρόλο της δικαστικής εξουσίας. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετατρέπει διαχρονικά τη Δικαιοσύνη σε μέρος του πολιτικού προβλήματος . Οι Δικαστές και Εισαγγελείς της χώρας οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους περιφρουρώντας με τις αποφάσεις τους και τις ενέργειες τους το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Τέλος αυτονόητη είναι σε ένα Κράτος Δικαίου η απαίτηση όλων για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης με την απαρέγκλιτη  βεβαίως τήρηση των θεσπισμένων δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων.

Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 2018

 

            Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Χριστόφορος Σεβαστίδης                                Νικόλαος Σαλάτας

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ

Της Βαρβάρας Πάπαρη,Εφέτη,μέλους του ΔΣ της ΕΔΕ

Το ερώτημα εάν έχουν δικαίωμα οι δικαστές (γενικά και όχι μόνο οι συνδικαλιστές) να διατυπώνουν δημόσια απόψεις πέρα από εκείνες που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας δικαστικής απόφασης,έχει απαντηθεί θετικά εδώ και πολύ καιρό, με αφορμή διάφορα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας. 

Ειδικότερα,σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 του Συντάγματος,σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 4 παρ.1 και 5 παρ.1 και 2,την ελευθερία και το δικαίωμα έκφρασης των στοχασμών του προφορικά, γραπτά και δια του τύπου έχει ο καθένας μας. Η γενικότατη και χωρίς περιορισμούς διατύπωση της ισχύουσας διατάξεως του άρθρου 14 παρ.1 του Συντάγματος,συνηγορεί υπέρ της άποψης πως ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να εκφέρει γνώμη επί πολιτικών θεμάτων ή επί οποιασδήποτε φύσεως θέμα ή ζήτημα,  αρκεί α) να μην υποκρύπτεται κομματική έκφραση (διότι τότε υποπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 29 § 3 του Συντάγματος «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας» ) και β) να μην γίνεται κατά τρόπο που δυσφημεί το κύρος της δικαιοσύνης (91 § 4β του ΚΟΔΚΔΛ «δεν συνιστά πειθαρχική παράβαση η έκφραση γνώμης δημοσίως, εκτός αν γίνεται με σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης»). Το τελευταίο θα κριθεί αφού ληφθούν υπόψη ο τρόπος, τα μέσα και οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκφράστηκε δημόσια ο δικαστικός λειτουργός. Για παράδειγμα η εκφορά λόγου σε οργίλο τόνο και με υβριστικό ύφος (π.χ. με συνθήματα) θα συνιστά πειθαρχική παράβαση αφού τα μέσα με τα οποία εκφράστηκε ο δικαστικός είναι ασυμβίβαστα προς το αξίωμά του. Η κριτική προς το νομοθετικό πλαίσιο είναι επιτρεπτή, αρκεί να μην δηλώνει γενική απαξίωση προς την συνολική έννομη τάξη.Με άλλα λόγια, ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να εκφράζεται με τη σύνεση που προσήκει στο αξίωμα του. Σε αντίθεση με την απαγόρευση του 29 § 3 του Συντάγματος, που είναι μια απαγόρευση ως προς το περιεχόμενο των λόγων του δικαστή, η απαγόρευση του άρθρου 91 §4β   του ΚΟΔΚΔΛ είναι πρωτίστως μια απαγόρευση ως προς τον τρόπο και τα μέσα της έκφρασης. Δεν υφίσταται σημαντικός περιορισμός ως προς το περιεχόμενο της άποψης που δύναται να εκφέρει ο δικαστικός λειτουργός. Εξαίρεση, όπου το περιεχόμενο των λόγων πρέπει να θεωρηθεί καθ’εαυτό ως προσβλητικό του κύρους της δικαιοσύνης, γίνεται δεκτή μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα όταν εκφράζεται ρατσιστικός λόγος ή απαρνούνται θεμελιώδεις και ακατάλυτες αρχές (και όχι συγκεκριμένα νομοθετήματα) της συνταγματικής μας τάξης.Συμπερασματικά, εξαιρουμένου του κομματικού λόγου, ο οποίος είναι ασυμβίβαστος με την θέση του δικαστικού λειτουργού, ο δικαστής δικαιούται στον ιδιωτικό του βίο να εκφράζεται δημόσια επί παντός επιστητού μέσω ενός εκφραστικού πλαισίου που δεν αναιρεί την  ιδιότητά του στον εργασιακό του βίο (βλ.σχετ.Μιχαήλ Ροδόπουλου, Δικηγόρου, ΜΔΕ Ευρωπαϊκού Δικαίου, ΜΔΕ Αστικού Δικαίου, Υπ. ΔΝ Νομικής Αθηνών «Αναζητώντας τα όρια στην ελευθερία του λόγου των Δικαστικών Λειτουργών»). Περαιτέρω,το δικαίωμα έκφρασης προβλέπεται και στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ). Ειδικότερα το δικαίωμα έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης (διαμόρφωση, μεταβολή και αποσιώπηση της γνώμης) και την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση από τις αρχές. Οι διατάξεις των άρθρων 10 ΕΣΔΑ και 11 ΧΘΔΕΕ εφαρμόζονται σε σχέση με γνώμες, οι οποίες είναι δυνατό να καταστούν αντιληπτές ως προσβλητικές ή να εκπλήξουν αρνητικά ή ακόμη και να ενοχλούν τους αποδέκτες τους. Από την προστασία των διατάξεων αυτών διαφεύγουν οι αμιγώς υβριστικές εκφράσεις.Το ΕΔΔΑ νομολόγησε τη λεγόμενη υποχρέωση εγκράτειας των δικαστών προκειμένου να αποφεύγονται ζητήματα, τα οποία είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται σε βάρος της αμερόληπτης κρίσης δικαστή (βλ.σχετ.υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος).

Τι γίνεται,όμως,με τους δικαστές που χρησιμοποιούν και συμμετέχουν/αλληλεπιδρούν,στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης(social media) και ποιά μπορεί να είναι τα όρια στην ελευθερία του λόγου τους και το περιεχόμενο των αναρτήσεών τους;

Στην πολιτική σκηνή, τα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης(social media), ήλθαν στο επίκεντρο καθυστερημένα. Γνωστότερα τα: Facebook,Twitter, LinkedIn, Instagram,MySpace, Google Plus. Αυτή η τάση στον πολιτικό λόγο προσφέρει περαιτέρω στοιχεία για τη χρησιμότητα και τη δημοτικότητα της χρήσης των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης ως εργαλείου για την εύκολη και γρήγορη διάδοση του μηνύματος,όποιο κι αν  είναι αυτό.Αλλά η ευκολία της αμεσότητας και της εμβέλειας των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης μετριάζεται συχνά από τη μονιμότητά της. Ένα μόνο tweet ή  facebook post, μπορεί να έχει ακούσια και μακροχρόνια αποτελέσματα.Δυστυχώς, αυτό είναι κάτι που οι άνθρωποι συχνά ξεχνούν στη αμεσότητα της στιγμής, με αποτέλεσμα θλιβερά και μη αναστρέψιμα λάθη. Αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να μάθουμε ειδικά οι δικαστές, καθώς ο αριθμός των δικαστών που συμμετέχουν/αλληλεπιδρούν ηλεκτρονικά σε διάφορες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου.Προσωπικά, είμαι υπέρμαχος των δικαστών που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης,εκτός από συνδικαλιστικό ή επιστημονικό, και σε προσωπικό επίπεδο.H εμπλοκή σε προσωπικό επίπεδο του δικαστή με τα “μέσα κοινωνικής δικτύωσης”, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα καθώς και τρόπο έκφρασης και ενημέρωσης και αντιμετωπίζεται εντός του πλαισίου της ελευθερίας της έκφρασης του ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη τους περιοριστικούς όρους που επιβάλει η θέση του και τους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας που επιβάλλονται τόσο λόγω θέσης,αλλά και γενικότερα εξαιτίας της φύσης του διαδικτύου(internet). Αλλά και οι δικαστές είναι  άνθρωποι και, όπως όλοι οι άλλοι, ενεργώντας αυθόρμητα,μπορεί να κάνουν αναρτήσεις στα κοινωνικά μέσα ,που αργότερα ίσως μετανοιώσουν.Δυστυχώς,και οι δικαστές  μπορούν να πέσουν θύματα της αμεσότητας των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης και να συμμετάσχουν με τρόπους που αργότερα μπορούν να επανέλθουν για να τους «στοιχειώσουν».Γι’αυτό οι ειδικοί και γνώστες των μηχανισμών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προειδοποιούν : «μην κάνετε τίποτα online που δεν θα κάνατε σε ένα δωμάτιο γεμάτο από ανθρώπους. Μην ξεχνάτε ποτέ ότι το μέσο δεν αλλάζει το μήνυμα – ή τις διακλαδώσεις του – και ενεργεί ανάλογα».Να σημειώσω εδώ ότι με την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση «Google Spain και Inc. κατά Agencia Espanola de proteccion de datos και Mario Costeja Gonzalez»,αναγνωρίστηκε στους χρήστες του διαδικτύου το δικαίωμα διαγραφής δεδομένων από αποτελέσματα μηχανών αναζήτησης,ήτοι το δικαίωμα να υποβάλει κανείς αιτιολογημένο αίτημα προκειμένου να ζητά να αφαιρεθούν, από τις μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο, ορισμένες πληροφορίες για το πρόσωπό του που εμφανίζονται στα αποτελέσματα όταν γίνεται αναζήτηση με βάση το ονοματεπώνυμό του. Επίσης,αξίζει να σημειωθεί ότι οι χρήστες των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεωρείται ότι είναι υποκείμενα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τη Γνώμη 5/2009 της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Οδηγία 95/46/ΕΚ δεν επιβάλλει τις υποχρεώσεις ενός υπεύθυνου επεξεργασίας δεδομένων σε ένα άτομο που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο καθαρά προσωπικής ή οικιακής χρήσεως.Ακόμα, η Γνώμη 5/2009 επισημαίνει ότι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού επαφών μπορεί να σημαίνει ότι δεν ισχύει η εξαίρεση λόγω οικιακής χρήσεως και επομένως ότι ο χρήστης μπορεί να θεωρείται ως υπεύθυνος της επεξεργασίας δεδομένων. Επίσης, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια Γνώμη, όταν η πρόσβαση στις πληροφορίες προφίλ επεκτείνεται πέραν των επαφών της επιλογής του χρήστη, π.χ. όταν παρέχεται πρόσβαση σε ένα προφίλ σε όλους τους χρήστες της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης ή όταν τα δεδομένα παρέχουν δυνατότητα καταγραφής από τις μηχανές αναζητήσεως, η πρόσβαση υπερβαίνει το προσωπικό ή το οικιακό πλαίσιο. Κατά αντίστοιχο τρόπο, αν ένας χρήστης λάβει συνειδητή απόφαση να επεκτείνει την πρόσβαση στα στοιχεία του πέραν των «φίλων» της επιλογής του, καθίσταται υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων και έχει τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας,όπως προβλέπονται στο Ν 2472/1997 για νόμιμη και θεμιτή επεξεργασία -άρθρα 4 και 7 (βλ.σχετ.ΑΡ.ΠΡ.Δ.ΠΡ.Χ 17/2016).

Με δεδομένο ότι οι δικαστές έχουν δικαίωμα να διατυπώνουν δημόσια απόψεις, πέρα από εκείνες που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας δικαστικής απόφασης, υπό τους προαναφερόμενους,όμως, περιορισμούς,ανακύπτει το ερώτημα εάν τα social media θεωρούνται χώρος προσωπικής έκφρασης ή ανήκουν στη δημόσια σφαίρα. Η απάντηση θα πρέπει να είναι: εξαρτάται πώς χρησιμοποιούνται. Συγκεκριμένα, αν μια ανάρτηση στο πλέον διαδεδομένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το facebook, γίνεται μόνο σε φίλους (με το  αντίστοιχο εικονίδιο του friends δίπλα της), τότε λογίζεται ως προσωπική άποψη του γράφοντος δικαστή, χωρίς να αποτελεί δημόσιο λόγο και προστατεύεται από το απόρρητο των επικοινωνιών, (δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος ,καθώς και στα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔΕΕ,βλ.ειδικότερα «Απόρρητο Επικοινωνιών & Διαδίκτυο» http://lawandtech.eu, αλλά και elawyer.blogspot.com), ακόμα και αν απευθύνεται σε μεγάλο αριθμό «φίλων». Αντίθετα, αν η ανάρτηση είναι σε κοινή θέα για όλους (με το αντίστοιχο εικονίδιο της ένδειξης public δίπλα της), τότε θεωρείται ως δημόσιος λόγος κι έτσι θα πρέπει να  αντιμετωπίζεται, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα την έχουν διαβάσει ελάχιστα άτομα.Το ίδιο ισχύει (προστασία απορρήτου επικοινωνιών) και στην περίπτωση των κλειστών facebook group(ομάδων),τα οποία είναι ένας ιδιωτικός χώρος για την ομαδική επικοινωνία και για όσους επιθυμούν να μοιράζονται τα κοινά τους ενδιαφέροντα και να εκφράζουν τη γνώμη τους.  Όταν μια ομάδα είναι κλειστή, μόνο όσοι έχουν προσκληθεί στην ομάδα μπορούν να δουν το περιεχόμενο και τις πληροφορίες που μοιράζονται μέσα σε αυτήν. Ακόμα πιο ιδιωτικός χώρος από τον κλειστή ομάδα είναι η μυστική ομάδα,η οποία δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο του προφίλ του χρήστη και μόνο όσοι βρίσκονται μέσα στην ομάδα μπορούν να δουν ποια είναι τα μέλη και τι δημοσιεύτηκε. Αυτή η ομάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν ο χρήστης επιθυμεί  μια ασφαλή πλατφόρμα επικοινωνίας με φίλους.Τέλος,σχετικά και ενδεικτικά,σημειώνεται ότι στις ΗΠΑ,δικαστήριο δέχτηκε ότι τα μη δημόσια facebook posts, τα οποία είναι ρυθμισμένα να είναι ιδιωτικά,κατ’αρχή καλύπτονται από τον Federal Stored Communications Act (“SCA”),δηλ.τον ομοσπονδιακό νόμο για τις αποθηκευμένες επικοινωνίες, επειδή είναι: ηλεκτρονικές επικοινωνίες ·μεταδίδονται μέσω υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών ·σε ηλεκτρονική αποθήκευση. Και δεν είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου του New Jersey Ehling κατά Monmouth-Ocean Hospital Service Corp. , Νο. 2: 11-cv-03305 (WJM) (DNJ 20 Αυγούστου 2013).Aντίθετα, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας (HCCJ) με απόφασή του στις 12/2014,δέχτηκε ότι οι προσωπικές σελίδες του facebook θεωρούνται δημόσιοι χώροι, ακόμη και αν είναι προσβάσιμοι μόνο σε μια μικρή ομάδα φίλων (βλ.υπόθεση Nicolae  Mircea Munteanu).

Βαρβάρα Πάπαρη

Εφέτης,μέλος του ΔΣ της ΕΔΕ